γράφει ο Α.Π.
Το 1982 το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο για να συλλάβει την ηγεσία της PLO. Ο Αραφάτ είχε ορίσει τους τοπικούς διοικητές για τα διάφορα μέτωπα μια εβδομάδα πριν τον πόλεμο: ο Αμπού Τζιχάντ (Χαλίλ Ουαζίρ) θα οργάνωνε την άμυνα στην οχυρή θέση Σουλτάν Γιακούμπ στον Νότο για να καλύψει, αν χρειαστεί, μια τυχόν υποχώρηση του συριακού στρατού προς την κοιλάδα Μπεκάα. Ο Αμπού Ιγιάντ (Σαλάχ Χαλάφ), επικεφαλής της αντικατασκοπείας της Φατάχ, επιφορτίστηκε με τον τομέα άμυνας γύρω από το φρούριο Μπωφόρ κατά μήκος της παραθαλάσσιας οδού Τύρου-Σιδώνας-Βηρυτού. Τέλος, η «Δύναμη 17», η πιο επίλεκτη από όλες τις μονάδες της Φατάχ, υπό τον Μουγκνίγια, θα κρατούσε τον παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό Έιν αλ-Χίλουε, την τελευταία γραμμή άμυνας πριν τη Βηρυτό.
Ο Ουαζίρ άντεξε για 5 μέρες στο Σουλτάν Γιακούμπ, ο Χαλάφ για 48 ώρες στο Μπωφόρ, αλλά η ισραηλινή επίθεση, συνοδευόμενη από υπερσύγχρονα τανκς και αεροπορία, ήταν εξαιρετικά σφοδρή, ειδικά μετά την καταστροφή της συριακής αεράμυνας από τα ισραηλινά αεροπλάνα κατά τη δεύτερη μέρα του πολέμου. Η Βηρυτός, και μαζί της η ηγεσία της PLO, βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. Στον καταυλισμό Έιν αλ-Χίλουε, ο Μουγκνίγια θα μάτωνε για πρώτη φορά τους Ισραηλινούς.
Ο καταυλισμός, εφοδιασμένος με πολυδαίδαλες σήραγγες, άντεξε σε
απανωτές ισραηλινές επιθέσεις για εννιά ολόκληρες μέρες, ώσπου τελικά στις 17
Ιουνίου, και αφού η ηγεσία της PLO στη Βηρυτό είχε εξασφαλίσει δίοδο προς την
ασφάλεια, οι κομάντος της Φατάχ ναρκοθέτησαν και ανατίναξαν τον καταυλισμό πάνω
στα κεφάλια των επερχόμενων Ισραηλινών στρατιωτών. Την ίδια στιγμή ο Μουγκνίγια
έφευγε μέσα στο σκοτάδι από κάποια σήραγγα.
Για τη σφοδρότατη μάχη στον καταυλισμό Έιν αλ-Χίλουε, ο Ισραηλινός στρατηγός Γκιλάντ Μπεερί, που ήταν επικεφαλής της πολιορκίας, έγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά του: «Τα στρατόπεδα προσφύγων ήταν βαριά οχυρωμένα, γεμάτα υπόγειους διαδρόμους και αμυντικές θέσεις. Η άμυνα των Παλαιστινίων στο Έιν αλ-Χίλουε και σε άλλους προσφυγικούς καταυλισμούς βασιζόταν σε χειροποίητα αντιαρματικά όπλα όπως το RPG (φορητός επωμιζόμενος εκτοξευτής αντιαρματικών ρουκετών, αλλιώς μπαζούκα). Ο ισραηλινός στρατός δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτού του είδους τις μάχες, έχοντας στη διάθεση του κυρίως τεθωρακισμένες δυνάμεις που προορίζονταν για χρήση σε ανοιχτό πεδίο.
Η πυκνοκατοικημένη περιοχή εμπόδιζε τα όπλα μεγάλης εμβέλειας, δημιουργούσε μια ισότητα μεταξύ του τανκ και του RPG (συχνά το χρησιμοποιούσαν αγόρια 13 ή 14 ετών) και αύξανε τον αριθμό των ισραηλινών απωλειών. Η απρόσμενη αντίσταση των Παλαιστινίων διέκοψε σοβαρά το χρονοδιάγραμμα της προγραμματισμένης ταχείας προέλασης προς τη Βηρυτό. Χρειάστηκαν οκτώ ημέρες πριν από την τελική συντριβή της αντίστασης στο Έιν αλ-Χίλουε. Η μέθοδος που υιοθέτησε ο στρατός ήταν να χρησιμοποιήσει μεγάφωνα για να καλέσει τον άμαχο πληθυσμό να απομακρυνθεί (κάτι που όμως δεν πέτυχε γιατί ομάδες ισλαμιστών φονταμενταλιστών μέσα στον καταυλισμό, ξέχωρες από την κοσμική PLO, απειλούσαν με θάνατο όσους αμάχους κινούνταν προς τις εξόδους), να ερευνήσει τα σπίτια ένα προς ένα, να περικυκλώσει σημεία της ενεργού αντίστασης και να τα υποτάξει με συντριπτικά πυρά.
Ο αεροπορικός βομβαρδισμός προκάλεσε ανείπωτες απώλειες στους αμάχους, η έντασή του θυμίζει την ποσότητα των βομβών που χρησιμοποιήθηκαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο». Αυτή η κόλαση επί γης, που περιγράφει ο Ισραηλινός στρατηγός, θα γινόταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις μελλοντικές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ του Ισραήλ και οργανώσεων όπως η Χεζμπολάχ και η Χαμάς. Ο νεαρός Μουγκνίγια, δασκαλεμένος από τον Αμπού Τζιχάντ, εξάσκησε στο Έιν αλ-Χίλουε τις ίδιες τακτικές ανταρτοπολέμου που στο μέλλον θα τελειοποιούσε ως διοικητής της Χεζμπολάχ, με αποκορύφωμα τον πόλεμο του 2006.
Για τον ισραηλινό στρατό, η εμπειρία των αιματηρών μαχών μέσα σε προσφυγικούς καταυλισμούς και στρατόπεδα τον Ιούνιο του 1982 θα οδηγούσε το στρατιωτικό δόγμα του Ισραήλ σε μια στροφή προς την αεροπορία, με προσπάθεια μείωσης των επιχειρήσεων του πεζικού και των αρμάτων μάχης μέσα σε πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα: αυτό πρακτικά σήμαινε ότι από εδώ και μπρος ο ισραηλινός στρατός ήταν διατεθειμένος να ισοπεδώνει ολόκληρες πόλεις με την αεροπορία παρά να ρισκάρει μαζικές απώλειες στρατιωτών του στο έδαφος. Το δόγμα αυτό έχει πάρει το όνομα «Δόγμα Νταχίγια», από τη συνοικία του Βηρυτού που ισοπέδωσε ο ισραηλινός στρατός στον αποτυχημένο πόλεμο του 2006 απέναντι στη Χεζμπολάχ, και είναι δόγμα που εφαρμόζεται σήμερα με γενοκτονικά αποτελέσματα στη Γάζα.
Ο ισραηλινός στρατός μέτρησε 30 νεκρούς άνδρες της επίλεκτης ταξιαρχίας πεζικού Γκολάνι και 100 τραυματίες για να καταλάβει τον καταυλισμό από τις δυνάμεις του 19χρονου Μουγκνίγια, και ο φόβος επανάληψης μιας τόσο άγριας μάχης ανάγκασε τον Ισραηλινό υπουργό άμυνας Αριέλ Σαρόν να εγκαταλείψει την ιδέα μιας χερσαίας κατάληψης της Βηρυτού μέσω μαχών σώμα με σώμα εντός αστικού ιστού με τους μαχητές της PLO – που αποδεικνύονταν πολύ δυνατοί πολεμιστές, δυνατότεροι από ότι υπολόγιζε αρχικά το Ισραήλ – και να προτείνει τον αποκλεισμό, πολιορκία και από αέρος βομβαρδισμό της πρωτεύουσας του Λιβάνου.
Για τρεις μήνες η Βηρυτός βομβαρδιζόταν και η πείνα θέριζε την πόλη που άλλοτε είχε την προσωνυμία «το Παρίσι της Ανατολής». Είκοσι χιλιάδες άμαχοι έχασαν τη ζωή τους, αλλά ο Αραφάτ, ο Ουαζίρ, ο Χαλάφ και δεκάδες χιλιάδες άνδρες της PLO όχι μόνο δεν πιάστηκαν ζωντανοί, όπως θα επιθυμούσε το Ισραήλ, αλλά βγήκαν από τη Βηρυτό με αμερικανική μεσολάβηση και με ελληνικό πλοίο και κατέπλευσαν ασφαλείς στην Τυνησία. Ο Μουγκνίγια είχε σώσει τον Αραφάτ, και ο Παλαιστίνιος ηγέτης –που, κατά τον μετέπειτα πρωθυπουργό του Ισραήλ Σιμόν Πέρες είχε εξαιρετική μνήμη- δεν το ξέχασε ποτέ.
Είκοσι χρόνια
μετά, κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα, ο Αραφάτ θα ζητούσε από τον
Μουγκνίγια, τώρα πια επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους της Χεζμπολάχ, να
οργανώσει τη μυστική μεταφορά όπλων από το Ιράν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα
της Γάζας για τις παλαιστινιακές οργανώσεις. Ο Μουγκνίγια έφερε και αυτή την
αποστολή σε πέρας, όπως διηγήθηκε αργότερα ο Λιβανέζος αγωνιστής Ανίς αλ-Νακάς,
και την έφερε σε πέρας με τη βοήθεια του στρατηγού Σολεϊμανί.