Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΒΙΑΤΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΒΙΑΤΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Από τις εκδόσεις «Λόγχη» κυκλοφορεί το έργο του Ιουλίου Έβολα «Καβαλικεύοντας την τίγρη»: ένα βιβλίο για τους Αριστοκράτες της Ψυχής



για να το παραγγείλετε εδώ ...

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Σε μια εποχή νιχιλισμού, το «Καβαλικεύοντας την τίγρη» είναι ένα μεταπολιτικό εγχειρίδιο επιβίωσης για όσους διαφωνούν με την εποχή τους και τον κόσμο στον οποίο ζουν, αλλά, μη μπορώντας να  τροποποιήσουν τα δεδομένα αυτά, προτιμούν να αποσυρθούν στην ενεργό μοναξιά και να την κυριαρχήσουν, να την καβαλικεύουν για να μην κατακλυστούν.

Το «Καβαλικεύοντας την τίγρη» είναι ένα κινέζικο μόττο, το οποίο επίσης έχει φωνάξει και ο Μάο, προτείνοντας να μην αντιμετωπίσουμε την τίγρη ή να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε, αλλά να τρέξουμε πάνω της. Είναι μια αριστοκρατική σύνοψη του Ενεργού Μηδενισμού για όσους επέλεξαν όχι την πολιτική, αλλά την «απολιτεία», όπως την αποκαλεί ο Evola, ή την «απολιτική» επιλογή όπως την είχε ορίσει ο Thomas Mann.

Το βιβλίο αυτό είχε είχε μια εκρηκτική επιρροή στη «δεξιά» νεολαία, ειδικότερα στη ριζοσπαστική την δεκαετία του 1960 όταν εκδόθηκε, αλλά και αργότερα. Το Καβαλικεύοντας την τίγρη είναι το έργο ενός στοχαστή που συνδέεται με την παράδοση, ο οποίος, ζώντας στην αμετάκλητη Σκοτεινή Εποχή (kali yuga), στη δίνη της παρακμής, της ερήμωσης και των ερειπίων, ευνοεί την κούρσα προς τη διάλυση γιατί μόνο φτάνοντας στο σημείο μηδέν τότε θα είναι δυνατό, να ανεβεί κάποιος και αντιστρέψει την πορεία. Μια θέση που κινδυνεύει να συνδεθεί με τους δαίμονες της αποσύνθεσης. Η ανομία, το χάος, η παραβατικότητα, η αναρχία γίνονται για έναν «Εβολιάνο», η ευκαιρία να σκληρύνει.

Καβαλικεύοντας την τίγρη ήταν το 1968 της καλλιεργημένης και ριζοσπαστικής «δεξιάς», η υπέρβαση στο όνομα της παράδοσης. Σε μια εποχή που έγιναν πολλά και κυρίως από την αριστερά, τα αποτελέσματα άλλωστε τα βλέπουμε σήμερα, κάποια παιδιά , κάποιοι νεοφασίστες τόλμησαν να κάνουν το ίδιο, έχοντας απέναντι το Καθεστώς και την Αριστερά. Στα χέρια νεαρών «δεξιών» ριζοσπαστών, το βιβλίο αυτό έγινε ένα πολύ επικίνδυνο βιβλίο. Όχι όμως γιατί υποκίνησε τη βία και την τρομοκρατία, όπως νόμιζαν κάποιοι «ιδεολόγοι» αστυνομικοί, αλλά γιατί έγινε ευγενές άλλοθι για αναρχοατομικιστικές επιλογές, για παραβατικές και αλλοτριωτικές εμπειρίες και για απόδραση από την πολιτική.

Ήταν η πύλη εισόδου στον για να εισβάλει η «Δεξιά» στον μαζικό «Διονυσιασμό» που εξερράγη στη συνέχεια το 1968. Ή σύμφωνα με άλλους, ήταν ένας κωδικός πρόσβασης στη χρήση της νεωτερικότητας και των μέσων της, αυτός ο «αντιδραστικός μοντερνισμός».

Εκείνοι που προσπάθησαν να παραμείνουν στον πολιτικό ακτιβισμό, είδαν το βιβλίο αυτό ως συνοριακό ποτάμι για να επιχειρήσουν μια σύνθεση μεταξύ του «δεξιού» επαναστατικού ριζοσπαστισμού και εκείνου της  αριστεράς, ή αναρχοκομμουνισμού. Ο υβριδισμός πήρε διάφορες πτυχές, όπως αυτή  της λεγόμενης ναζί-μαοϊκής τάσης που εμφανίστηκε στην αρχική φάση του 1968, για να διαλυθεί στη συνέχεια από το κομματικό  μίσος της δεκαετίας του 1970. Στο τέλος επικράτησε ο ατομικισμός.

Σε εκείνο το κείμενο ο Έβολα επέστρεψε στα ντανταϊστικά του νιάτα και στον Αυτάρκη, το απόλυτο άτομο της πρώτης του φιλοσοφίας. Επέστρεψε στον Nietzsche και τον ενεργό μηδενισμό του, γνώρισε τον Ernst Jünger, του οποίου μετέφρασε ( την ίδια περίοδο που έγραψε το “ Καβαλικεύοντας την Τίγρη”), τον “Εργάτη”, και τον ποιητή Gottfried Benn. 

Στη συνέχεια, πριν από το 1968, ο Evola επέστρεψε στην Παράδοση, ώθησε τον εαυτό του στο ρόλο του θεωρητικού μιας μετα-ιστορικής και μεταφασιστικής «Δεξιάς» και πέθανε το 1974, εν μέσω των «μαύρων» σφαγών που έριξαν ένα άδικο διαβολικό φως πάνω του. Μεγάλος Εμπνευστής, τεράστιο Πνεύμα. Τότε ο τίγρης πέταξε τους αναβάτες του και συνέχισε να τρέχει προς το πουθενά.

Μια έκδοση από την Λόγχη ανατρεπτική, που φέρνει στην γλώσσα μας ιδέες, σκέψεις αλλά και γνώση με ιδεολογική και πολιτική υπόσταση!


Το βιβλίο, με πρόλογο του Gabriele Adinolfi, φέρει την υπογραφή του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου που έχει συγγράψει σειρά  βιβλίων όπως το «Léon Degrelle ο τελευταίος ιππότης», «Μίκης Μάντακας, πεθαίνοντας για την Ευρώπη», έχει μεταφράσει το «Δόγμα του Φασισμού»,  το «Pierre Drieu La Rochelle, Ιδέες για μια επανάσταση των Ευρωπαίων», «Louis-Ferdinand Celine, ένας παράνομος της λογοτεχνίας» και έχει επιμεληθεί τα βιβλία, «Ο Τόλκιν, η Ευρώπη και η παράδοση» και «Οι δρόμοι της μάχης» του Dominique Venner


 

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Λόγχη» η έκδοση της χρονιάς: «Ο ηρωικός ρεαλισμός του Ernst Junger στην εποχή της παρακμής» - του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

 


2103611590

info@logxi.com


για να δείτε τα περιεχόμενα εδώ ...

Το να αφηγηθεί κανείς πλήρως την ιστορία ενός υπερήλικα  κυρίου δεν είναι εύκολο. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι ο εν λόγω κύριος είναι ένα από τα πιο πρωτοποριακά και συζητημένα  μυαλά της συγγραφικής και φιλοσοφικής σκέψης του εικοστού αιώνα και του οποίου τα αξιώματα είναι εξαιρετικά επίκαιρα, τότε το θέμα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο. 

Η προσπάθεια αυτή είναι λοιπόν δύσκολη, αλλά πιστεύω είχε ένα καλό αποτέλεσμα, ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης, που δεν γνωρίζει τον Junger, το πνεύμα του μεγάλου αυτού διανοούμενου. Μια έκδοση ανατρεπτική, που φέρνει στην γλώσσα μας ιδέες, σκέψεις αλλά και γνώση με ιδεολογική και πολιτική υπόσταση!

«Καλύτερα να είσαι παραβατικός παρά αστός» είχε δηλώσει περιληπτικά ο νεαρός κάποτε Ernst Jünger με μίσος ενάντια στην αστική τάξη, μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Γι’ αυτόν ο κόσμος της αστικής τάξης, που θεωρείται πάνω απ’ όλα ο κόσμος της διαμεσολάβησης, θα μπορούσε τουλάχιστον να εξορκιστεί, αν όχι να εκμηδενιστεί, με τη δράση.  Οι Ευρωπαίοι διεξήγαγαν  έναν τρομερό πόλεμο που έφερε στην μνήμη μια λέξη: το θάρρος. Σημασία δεν έχει η στιβαρότητα των χαρακωμάτων αλλά η ψυχή των ανδρών που τα καταλαμβάνουν, έλεγε ο ίδιος ως μεγάλος πρωταγωνιστής.

Στην κόλαση της Γηραιάς Ηπείρου, η ανακάλυψη του Materialschlacht (η μάχη των υλικών) είναι το κομβικό γεγονός στη διαδικασία διαμόρφωσης των «Γιουνγκεριανών» ιδεών, ενώ η ατομική αξία φαίνεται να ακυρώνεται από την υπερβολική δύναμη της τεχνικής (την λέξη που χρησιμοποιούσε συχνά ο συγγραφέας). Η εκμηχάνιση του πολέμου και οι συνέπειες που απορρέουν από αυτήν, θα γίνει κατανοητή από τον στρατιώτη Jünger σε όλη την εποχική δύναμη τους. Μπορούμε να είμαστε ακόμα άντρες χωρίς φόβο; Αυτό είναι το ερώτημα που έχει σημασία.  

Το καθήκον του ανθρώπου στην εποχή της ολοκληρωτικής κινητοποίησης και του μηδενισμού είναι να κατακτήσει έναν χώρο ελευθερίας, ενάντια στη διάδοση του τίποτα και να κυριαρχήσει πνευματικά στον κόσμο των μηχανών. Στην ουσία, να δώσει ένα πρόσωπο στην τεχνική. Μια πρόκληση από την οποία δεν ξέφυγε ο Ernst Jünger, μια τολμηρή ψυχή του 1900, ο οποίος μέσα από τη ζωή του και την πολεμική του εμπειρία, αλλά και με την τεράστια λογοτεχνική του παραγωγή, προσπάθησε να δώσει απάντηση σε αυτό το αβυσσαλέο ερώτημα, δημιουργώντας δικούς του πρωταγωνιστές. 

Όπως τον “Εργάτη” σαν την κύρια φιγούρα του, τον “Επαναστάτη” και τον “Άναρχα”. Η σχέση μεταξύ αυτών των τριών πρωταγωνιστών είναι αλληλένδετη και πολύπλοκη. Αυτό είναι ένα από τα θέματα που περιγράφονται στο βιβλίο, όπως και η μετατροπή του Πολεμιστή σε Εργάτη ή το αντίστροφο, μέσα σε μια κτηνώδη καταπίεση.

Ο Ernst Jünger ήταν πεπεισμένος ότι «η τάση προς την παγκοσμιοποίηση» ήταν όχι μόνο μη αναστρέψιμη, αλλά και τελικά επιθυμητή. Επιπλέον έχει περιγράψει στα έργα του και έχει τοποθετήσει στο πλαίσιο της ανάλυσης της εποχής μας, τις επιπτώσεις της αυτής της παγκοσμιοποίησης και την οικουμενική ισοπέδωση των συνθηκών διαβίωσης μέσω της τεχνικής, της τεχνολογίας, η οποία στο όχι πολύ μακρινό μέλλον θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός «Παγκόσμιου Κράτους». 

Δικαίως τον αποκάλεσαν έναν Επαναστάτη της «Νεωτερικότητας», την οποία πολέμησε δυναμικά με τον ίδιο τρόπο που πολέμησε και την μπουρζουαζία. Η σκέψη του είναι ένας φάρος που μας δείχνει πως να βαδίζουμε σε ένα σταθερό μονοπάτι, δύσβατο αλλά υποχρεωτικό:  «Εδώ είναι ο εφιάλτης των τυράννων: ότι το θύμα τους ανεβαίνει σε μια ελευθερία απρόσιτη γι’ αυτούς και ότι εξαφανίζεται, ενώ ονειρεύονται παραληρήματα να τον αφανίσουν, σε χώρους όπου τα βασανιστήρια και τα ο τρόμος δεν έχουν πια δύναμη. Και ο εφιάλτης των εκτελεστών είναι αυτό, ότι το θύμα τους ξαναζεί». 

πηγή

Ο Franco Freda μπροστά στην δικαιοσύνη (προμηθευτείτε το αιρετικό βιβλίο του Πλατωνιστή και μαθητή του Evola, του Ιταλού διανοητή και εκδότη Franco Freda από τις εκδόσεις «Λόγχη»)

 

2103611590

info@logxi.com


Μετάφραση αποσπασμάτων
:
Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Στην Ιταλία, αυτό που αποκαλούμε Δημοκρατία και που γεννήθηκε από το θεσμικό δημοψήφισμα της 2ας Ιουνίου 1946 και από μια άτυπη αλλά πολύ σταθερή συμφωνία μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών, έφερε πολλές αλλαγές στην πολιτική ζωή των Ιταλών. Ένας από τους πυλώνες της συμφωνίας είναι ο πλήρης αποκλεισμός των νεοφασιστών. Πρώτα οι εκτελέσεις όποιων τόλμησαν να συνεχίσουν την ιδέα του Φασισμού. Ο τρόπος γνωστός με την γνωστή στρατηγική της έντασης και τι δολοφονίες εν ψυχρώ και βομβιστικές ενέργειες από αριστερές και παρακρατικές οργανώσεις με σκοπό να ρίξουν την ευθύνη στις διάφορες νεοφασιστικές οργανώσεις, πλην του MSI που είχε πλέον αστικοποιηθεί.

Έτσι εκατοντάδες συναγωνιστές κατέληξαν ισόβια στην φυλακή, άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό. Την δεκαετία του 1990, έπεσε και η αυλαία για τα τελευταία δυναμικά ριζοσπαστικά κινήματα  τα οποία αποκεφαλίστηκαν από τον τότε αντιρατσιστικό νόμο του υπουργού Μαντσίνο, που ισχύει και μέχρι σήμερα. Πρώτα τον Απρίλιο του 1993 οι skinheads του Movimento Politico, του Boccaci και πάρα πολλοί  ακόμη συναγωνιστές οδηγήθηκαν στην ασφάλεια και το κίνημα τέθηκε εκτός νόμου, με την γνωστή τότε επιχείρηση Ρούνα. Ήμουν στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια ως φοιτητής στην Βερόνα και τα γνωρίζω από πρώτο χέρι αφού και εγώ δέχτηκα την φιλική επίσκεψη των υπηρετών του Καθεστώτος που πάντα με ευγενικό τρόπο σου δείχνουν πόσο πολύ αγαπάνε τους ριζοσπάστες εθνικιστές. Ταλαιπωρία, υπερβολικός τσαμπουκάς και ειρωνεία, κατάσχεση υλικού από το σπίτι και άλλα. Η συναναστροφή με «επικίνδυνα άτομα», ήταν ο πρώτος λόγος της έρευνας.

Ακολούθησε η διάλυση του Fronte Nazionale του Franco Freda τον Ιούλιο του 1993 και την καταδίκη του ιδίου και κάποιων άλλων συναγωνιστών. Οι κατηγορίες πολλές και σοβαρές. Μάλιστα οι Δικαστές ανακίνησαν πάλι βομβιστικές υποθέσεις της δεκαετίας του ‘70 και κυρίως την μεγάλη βομβιστική επίθεση στον σταθμό της Bolοgna το 1982, όπου κατηγορήθηκαν εκατοντάδες συναγωνιστές.  Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από την εξέταση στο δικαστήριο του Freda και από το βιβλίο του “Το δένδρο και οι ρίζες”. Αυτό που θα παρατηρήσετε είναι το ύφος, η γλώσσα και η στάση που εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί του Franco Freda:

Freda: «...είναι απαραίτητο να ξεπεραστεί η διαλεκτική φασισμού/αντιφασισμού γιατί το πρόβλημα των επόμενων δεκαετιών, του 21ου αιώνα, είναι αυτό της εισβολής της εθνικής μας γης από τις μη ευρωπαϊκές μάζες. Δεν έχει γίνει επεξεργασία αυτού του θέματος -επαναλαμβάνω-, αλλά το Εθνικό Μέτωπο έχει συγκεντρώσει τις δυνάμεις του -όπως γνωρίζετε πολύ περιορισμένες- στην εξέταση, στη μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου: στην καθιέρωση ως σχολείο εθνικής εκπαίδευσης που είχε σκοπό να φωτίσουν τους συμπατριώτες τους για τις τρομερές πτυχές που θα έπαιρνε (και θα πάρει) η μεταναστευτική εισβολή τις επόμενες δεκαετίες. Περιορίστηκα να εξετάσω, να μελετήσω το μεταναστευτικό ζήτημα και το συνδεδεμένο δημογραφικό ζήτημα.

Επαναλαμβάνω: οι δογματικές μήτρες του Εθνικού Μετώπου δεν μπορούν να οριστούν ότι εμπίπτουν στην τυπολογία των δημοκρατικών πολιτικών μορφών, αλλά σε αυτήν των αριστοκρατικών πολιτικών μορφών. Κανένα πολιτικό-θεσμικό εγχείρημα, αλλά ένας κυρίαρχος σχεδιασμός -συνολικός, μάλιστα- πολιτικής παιδαγωγικής. Κανένα πολιτικό-θεσμικό εγχείρημα, αλλά ένας κυρίαρχος σχεδιασμός -συνολικός, μάλιστα- πολιτικής παιδαγωγικής. Μέσα από αφίσες, φυλλάδια, συναντήσεις και συνέδριά μου, σκοπεύαμε να διαφωτίσουμε τους συμπατριώτες μας για τον τεράστιο - πράγματι τραγικό - κίνδυνο της εισβολής από τις ξένες μάζες, των μη Ευρωπαίων. Αυτή ήταν η πρόθεση του Εθνικού Μετώπου, αυτό ήταν το σχέδιο που επεξεργασμένο από εμένα, προτάθηκε - και μερικές φορές μάλιστα επιβλήθηκε από την εξουσία που μπορεί να μου δώσουν τα «άσπρα μαλλιά» μου, καθώς και η εμπειρία μου - στα άλλα μέλη του Εθνικού Μετώπου».

«Αντίθετα, παρότρυνα συνεχώς τα μέλη του Εθνικού Μετώπου -το επαναλαμβάνω- να συγκεντρωθούν μέσα τους, να μελετήσουν και να διαφυλάξουν με τη δική τους συμπεριφορά αυτή την αλήθεια στην οποία αναγνώρισαν τον εαυτό τους σχετικά με το φυλετικό ζήτημα: να τη διδάσκουν στους άλλους μέσω της μελέτης  και αναγνώρισης - όχι απλώς «απασχολημένοι» για να μαζεύουν ψήφους

Freda: «... Η πολυπλοκότητα του εβραϊκού ζητήματος, που διαρκεί για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, είναι τέτοια που σίγουρα δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα πλαίσιο, σε ένα πεδίο και σε ένα τομέα δραστηριότητας συνεδρίων αλλά και μελέτης για τα προβλήματα της μετανάστευσης. Ως αναγνώστης βιβλίων και ως εκδότης, επιβεβαιώνω όσα είχα ήδη πει στον δημοσιογράφο που μου πήρε τότε συνέντευξη. Δηλαδή θεωρώ συκοφαντία να αποδώσω στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία το σχέδιο εξόντωσης της εβραϊκής εθνικής κοινότητας στην Ευρώπη.

Εισαγγελέας: «Αλλά εφαρμόστηκε εν μέρει: πέρα από την ύπαρξη, υπήρχαν…»

Freda: «Υπήρχαν φρικτά επεισόδια βίας, όπως συμβαίνει σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε όλα τα «στρατόπεδα εργασίας» του κόσμου όταν διεξάγονται πόλεμοι: αλλά δεν υπήρχε πολιτικό σχέδιο που να τείνει προς τη φυσική εξόντωση».

Εισαγγελέας: «Η άμεση απέλαση αλλοδαπών μη Ευρωπαίων που μετανάστευσαν παράνομα».

Freda: «Με συγχωρείτε κύριε εισαγγελέα, αλλά ξέρετε ότι το θέμα είναι επίκαιρο;»

Εισαγγελέας: «Φυσικά και γνωρίζω!»

Freda: «Δηλαδή δεν έχουμε δείξει προνοητικότητα;»

Εισαγγελέας: «Η επικαιρότητα του θέματος είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της κατηγορίας και καταδεικνύει την επικινδυνότητα του κινήματος σας»

Freda: «Επιδεικνύει διορατικότητα, ικανότητα διαύγειας και πολιτική προνοητικότητα.»

Εισαγγελέας: «Και  πολιτικό κίνδυνο!»

Freda: «Προβλέποντας την κατάσταση των επόμενων δεκαετιών, του 21ου αιώνα, είμαι ριζικά πεπεισμένος ότι η ανάγκη υπεράσπισης ενός δισεκατομμυρίου λευκών ανδρών επιβάλλει την ανάγκη για τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού χώρου: ευθύς, κινούμενος, δομημένος σύμφωνα – ας το πούμε συμβατικά – με τους πολιτικούς κανόνες ενός αριστοκρατικού ποντικιού! Γι' αυτό μιλάω για αυτοκρατορικό χώρο. Η διατριβή του ευρωπαϊκού αυτοκρατορικού χώρου εκπονήθηκε κατά τη δεκαετία του 1940 από τον Carl Schmitt, έναν Γερμανό νομικό που χαίρει μεγάλης εκτίμησης στην Ιταλία. Ναι, θα αναγκαστούμε να αμυνθούμε. Η Ευρώπη θα ξαναγίνει το «φρούριο Ευρώπη» που υπήρχε το 1500 με τους Τούρκους.»

Μία από τις θεμελιώδεις προτάσεις του Εθνικού Μετώπου είναι ότι κάθε φυλετική μορφή - που η έκφραση «φυλετική μορφή» σημαίνει όλα τα στοιχεία που σχηματίζουν την εικόνα αυτής της μορφής, θρησκεία, νομικοί θεσμοί, συνήθειες κ.λπ. - κάθε φυλή (με την κατεξοχήν εσωτερική έννοια του όρου) πρέπει να σέβεται τον εαυτό της. Στο απόσπασμα της ομιλίας μου στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο του '91, ήθελα να πω ότι ο ισλαμιστής φονταμενταλιστής θεματοφύλακας της δικής του φυλετικής μορφής είναι συνεκτικός, είναι άξιος σεβασμού ακριβώς επειδή θέλει να αποφύγει τη "μόλυνση" - με λεπτούς, εσωτερικούς όρους - της ψυχής της φυλής του από μέρος του δυτικού μοντερνισμού. Και του οφείλουμε (υποχρεωτικά) σεβασμό, όπως οφείλουμε (υποχρεωτικά) σεβασμό σε εκείνους τους εκφραστές της λευκής, «δυτικής» αμερικανικής κουλτούρας».

Εισαγγελέας: «Η επικινδυνότητα σας βρίσκεται επίσης στον τρόπο που θέλετε να σταματήσετε και να καταπολεμήσετε τη μετανάστευση.»

Freda: «κ. εισαγγελέα, σκέφτομαι μόνο ότι η παγκοσμιοποιημένη και πολυεθνική κοινωνία θα περάσει από τεράστιες φυλετικές συγκρούσεις. Θέλουμε να αποτρέψουμε τους λαούς μας από ένα μέλλον φυλετικών αναταραχών. Τις επόμενες δεκαετίες, συνεχίζοντας με αυτές τις πολιτικές αδιάκριτης υποδοχής, εκατομμύρια αλλόφυλοι θα χτυπήσουν τις πόρτες της Ευρώπης που θα δεχτεί εισβολή και οι τρομερές συνέπειες των εμφυλίων πολέμων στις χώρες τους, που ήταν γνωστοί πριν από δεκαετίες, θα είναι πολύ λίγες μπροστά σε αυτά που θα μας συμβούν. Εδώ είναι θέμα εισαγωγής, με τη μετανάστευση, στο σώμα ενός έθνους, φυλετικών κύστεων, ξένων σωμάτων, που θα καταλήξουν να εκραγούν μέσα του. Γιατί η δική τους είναι μια μετανάστευση πληθυσμού παγκοσμιοποιητικού τύπου, που δεν λαμβάνει πια υπόψη τον εθνικό χώρο και δεν τον σέβεται. Θα ήταν σαν να μην είχαν όλοι πλέον σπίτι ή γραφείο και η σύγχυση να εξαπλώνονταν και τα αποτελέσματα αυτής της σύγχυσης θα τα δούμε εκεί στα προάστια της Μασσαλίας, της Λυών, του Παρισιού πρώτα και μετά σε όλη την Ευρώπη».

Εισαγγελέας: «Η επαφή είναι θανατηφόρα, λοιπόν;»

Freda«Ναι η επαφή είναι θανατηφόρα»

Εισαγγελέας: «Και πρέπει να αποφευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο;»

Freda«Ναι, γι' αυτό -πάντα επιμέναμε- είναι απαραίτητο να προκαλέσουμε, από την πλευρά του λαού μας, μια αυθεντική πολιτιστική επανάσταση που τροποποιεί τη μορφή του. Τα μέσα που διαθέτει το Εθνικό Μέτωπο είναι μέσα μιας πνευματικής τάξης: αφίσες, φυλλάδια, συνέδρια. Οι αποδέκτες αυτού του μηνύματος, αυτών των προτάσεων πρέπει να αποφεύγουν, για παράδειγμα, την πρόσληψη μη ευρωπαϊκού προσωπικού, να αποφεύγουν να παρέχουν τα μέσα στον κινεζικό και κορεατικό υπόκοσμο πηγαίνοντας στα εστιατόριά τους κ.λπ. Ναι, δεν είμαι υπέρ της «κοινωνίας της φιλοξενίας». Νομίζω ότι είμαι από τους αληθινούς υποστηρικτές της πολυφυλετικής κοινωνίας. Η πολυφυλετικότητα γίνεται σεβαστή μόνο με το σεβασμό της δικής σου φυλετικής μορφής, με το σεβασμό της φυλετικής «ομοιογένειας», με το σεβασμό της φυλετικής εξατομίκευσης, η οποία συνδέεται απαραίτητα με τη δική σου επικράτεια, με τη δική σου Γη, με τις δικές σου μορφές ζωής. Πώς μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τον τρόμο αυτής της μεταναστευτικής πλημμύρας, τις τρομερές συνέπειες μιας τεράστιας εθνικής συνοικίας εννέα δισεκατομμυρίων μαύρων σε σύγκριση με ένα δισεκατομμύριο λευκών ανδρών;».

Τελική δήλωση του Franco Freda:

«Κάθε δέντρο πρέπει να ριζώσει και να αναπτυχθεί –άρα να ζει– στην επικράτειά του. Κάθε άνθρωπος πρέπει να ριζώσει και να αναπτυχθεί –άρα να ζήσει– στη δική του γη. Υπάρχει μια κοινότητα, του πεπρωμένου και του προορισμού, ανάμεσα στο δέντρο και την επικράτειά του, όπως μεταξύ του ανθρώπου και της Γης του. Είναι απαραίτητο αυτή η κοινότητα του πεπρωμένου και του προορισμού να φυλάσσεται και να διατηρηθεί έτσι ώστε η τάξη και η αρμονία που σχεδιάστηκε από την καθολική Πρόνοια να είναι εγγυημένη και σεβαστή... που είναι, ας μην ξεχνάμε, όχι μια άγρια ομοφωνία, αλλά συναυλία και συνεννόηση διαφορετικών ήχων».

Πενήντα χρόνια radical chic. Ο κόσμος των ερειπίων.

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Τον Ιούνιο του 1970, μόλις πριν από μισό αιώνα, ο Tom Wolfe ένας Αμερικανός συγγραφέας, κομψός αστός και σύγχρονος δανδής, από την Βιρτζίνια εκ γενετής αλλά Νεοϋορκέζος μέχρι το κόκκαλο στην νοοτροπία, έγραψε ένα άρθρο στο “New York Magazine” που άφησε ιστορία. Στο άρθρο αυτό χρησιμοποίησε μια έκφραση που εξαπλώθηκε αμέσως σε όλο τον κόσμο: radical chic. Δεν ήταν ακόμη διάσημος αυτός ο σαραντάχρονος δημοσιογράφος που θα έγραφε αργότερα κάποια επιτυχημένα μυθιστορήματα όπως το “The Bonfire of the Vanities” (1987) και άλλα πολλά. Παρά τις δεκαετίες ακούραστης δουλειάς, ο λαμπρός συγγραφέας  θα μείνει στη μνήμη πάνω απ' όλα για αυτό το άρθρο και αυτόν τον κεραυνοβόλο ορισμό.

Είχε παρευρεθεί με κομμένη την ανάσα σε μια δεξίωση της νεοϋορκέζικης κουλτούρας της υψηλής κοινωνίας, στο πολυτελές διαμέρισμα σε  ένα ρετιρέ στην κεντρική Λεωφόρο Παρκ, του εβραϊκής καταγωγής μαέστρου Leonard Bernstein. Η σύζυγός του Felicia, πρωταγωνίστρια των σαλονιών της υψηλής κοινωνίας,  σκόπευε να συγκεντρώσει κεφάλαια για τους “Black Panthers”, ένα επαναστατικό μαρξιστικό πολιτικό κίνημα που αποτελείται από νεαρούς μαύρους, ή μάλλον Αφροαμερικανούς. Ήταν η εποχή που το πνεύμα του ‘68 με τους χίππυς, γεννήθηκε στα πανεπιστήμια της αμερικανικής δυτικής ακτής και διαχύθηκε στην υπόλοιπη Αμερική και την Ευρώπη και έγινε η κοινή λογική των νέων γενιών και το δηλητήριο που τρέχει ακόμη στις φλέβες.

Οι συμμετέχοντες όλοι πλούσιοι, όλοι ανήκαν στην ανώτερη μεσαία τάξη, ισχυροί άνθρωποι με τραπεζικούς λογαριασμούς εκατομμυρίων, ενθουσιάστηκαν από την παρουσία κάποιων αδιάκριτων και οπλισμένων επαναστατών. Τότε άφησαν τους εαυτούς τους πιο ελεύθερους και πράγματι έδειχναν χαρούμενοι να μοιράζονται το μίσος των Μαύρων Πανθήρων, ενάντια στην ίδια τους την φυλή, την λευκή, που ανήκαν οι περισσότεροι στην εκδήλωση. Τι περίεργα πράγματα...! Αυτό το μίσος ήταν ένα μίσος για τον εαυτό τους, μια προσμονή του καταστροφικού πνεύματος του πολιτισμού μας που ο Roger Scruton, (κοινωνικός φιλόσοφος) στις αρχές του 21ου αιώνα θα αποκαλούσε «οικοφοβία». 

Φίλοι του εχθρού τους, περιφρονητές του εαυτού τους και της τάξης της οποίας τα προνόμια φρόντιζαν να μην εγκαταλείψουν, αυτά τα μέλη της ανώτερης τάξης είχαν από τότε, έναν αστραφτερό συλλογικό ορισμό: το radical chic. Ριζοσπάστες ναι, ακόμη και εξτρεμιστές - φυσικά μόνο στα λόγια - αλλά παρόλα αυτά κομψοί, σνομπ (που σημαίνει εξευγενισμένος, χωρίς αρχοντιά ...) εκλεπτυσμένοι, διαφορετικοί από τη μάζα, από τον πληθυσμό. Ίσως όπως θα λέγαμε σήμερα και διαμορφωτές γνώμης των λαών.

Το radical chic δεν ήταν παρά ένα μοδάτο γκρουπ που καμάρωνε τρόπους, γοητείες, γλώσσα της άκρας αριστεράς, αλλά παρέμενε πολύ προσεκτικό για να μπορεί να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής εμφάνισης και του οικονομικού πλούτου. Ταυτόχρονα καθόλου πρόθυμο να το μοιραστεί με  τους αποκληρωμένους, τους καταραμένους της γης και όποιον χρειάζεται βοήθεια. Στο πλευρό του λαού για την επανάσταση, αλλά πάντα σε απόσταση ασφαλείας μακριά από την πραγματική ζωή, ντυμένοι με ακριβή μόδα, να τους υπηρετούν πάντα κάποιοι υπηρέτες, κατά προτίμηση από τον Τρίτο Κόσμο. Πολύχρωμοι, πονηροί απατεώνες, αλλά τελικά νικητές. 

Ο Tom Wolfe τους ξεσκέπασε, έδειξε την υποκρισία τους και με κάποιο τρόπο, υπέδειξε έναν δρόμο επίθεσης στην πολιτική και πολιτιστική δεξιά που δυστυχώς, παρέμεινε νεκρή στις αντιδράσεις της. Στην Eυρώπη είχαμε  άλματα προς τα αριστερά σε όλα τα επίπεδα του πνεύματος και κυρίως με υπεύθυνους τους δημοσιογράφους που μέσα από την μίζερη πραγματικότητα που ζουν, παίζουν τον ποιο βρώμικο ρόλο προωθώντας την νοοτροπία αυτή. Στην πραγματικότητα εκείνα τα χρόνια είχε δημιουργηθεί μια δηλητηριώδης συμμαχία σε όλη τη Δύση μεταξύ του κυρίαρχου πολιτιστικού μαρξισμού (που είχε ήδη εξαγνιστεί σε μεγάλο βαθμό από τον αγώνα ενάντια στη μεγάλη ιδιωτική ιδιοκτησία, μετά τη μακρά περίοδο που κυριαρχούσε η Σχολή της Φρανκφούρτης) και των ανώτερων τάξεων, των μεγάλων ιδιοκτήτων καπιταλιστών που έγιναν «αντιαστοί» για να διατηρήσουν καλύτερα την κυριαρχία τους στην κοινωνία και  να αυξήσουν τον πλούτο και την εξουσία τους. Είναι ένας ανθρώπινος τύπος ο radical chic, ο υπεύθυνος για τη μετατόπιση της αριστεράς από την εργατική πλευρά και από την αντικαπιταλιστική πάλη σε αυτή των δικαιωμάτων κάθε δήθεν προσβεβλημένης μειονότητας, που δηλητηριάζει κάθε κομμάτι της κοινωνίας.

Το έτος μετά το άρθρο του Tom Wolfe, ο John Lennon θα έγραφε τον «ύμνο» του μεταμοντέρνου πολιτικά ορθού, το “Imagine”, ένα radical chic τραγούδι όπως ο συγγραφέας του, που μετακόμισε στη Νέα Υόρκη από τη γενέτειρα του το Λίβερπουλ, πλούσιος, τοξικομανής, μαριονέτα στα χέρια της δεύτερης συζύγου του, της δήθεν διανοούμενης Yoko Ono. «Φανταστείτε ότι δεν υπάρχει παράδεισος, είναι εύκολο αν προσπαθήσεις. Δεν υπάρχει κόλαση από κάτω μας, μόνο ουρανός από πάνω μας. Φανταστείτε όλους τους ανθρώπους να ζουν για το σήμερα. Φανταστείτε ότι δεν υπάρχουν χώρες. Δεν είναι δύσκολο να κάνεις, τίποτα για να σκοτώσεις ή να πεθάνεις, ούτε θρησκεία»

Το τέλειο radical chic πρόγραμμα ενός ανεύθυνου, εξαντλημένου, καταστροφικού, παρακμιακού, μηδενιστικού πολιτισμού. Με την πάροδο του χρόνου ένας ισχυρός πολιτιστικός μηχανισμός ενήργησε υποστηριζόμενος από κορυφαίες κοινωνικές ομάδες, στραμμένος αποκλειστικά σε περιθωριακές ταυτότητες. Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτές οι ταυτότητες έχουν γίνει ένα κρίσιμο πεδίο μεταπολιτικής σύγκρουσης. Τα δικαιώματα των γυναικών, των μεταναστών, της ομοφυλοφιλικής κοινότητας και κάθε άλλης προβληματικής μειονότητας βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας όλων των κομμάτων που ισχυρίζονται ότι είναι προς τα αριστερά. Είναι πάντα θέμα δικαιωμάτων -και ιδιοτροπιών- των πλούσιων, των μετα-αστικών τάξεων: οι  radical chic, ας το παραδεχτούμε άφοβα, έχουν κυριαρχήσει στο γήπεδο. Είναι αυτοί που υπαγορεύουν την πολιτική ατζέντα και πάνω από όλα αυτή των μοδών. Όλοι όσοι προσπάθησαν να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου, πέρασαν στο περιθώριο. Κανείς δεν σηκώθηκε για να αντιμετωπίσει τη δηλητηριώδη ηγεμονία του «μετααστικού ριζοσπαστισμού».

Η «radical chic» κοινωνία  του Wolfe, είναι οι νικητές του μισού αιώνα kulturkampf, του πολιτισμικού πολέμου. Η παλιά ιδιοκτησιακή ανώτερη μεσαία τάξη κατάλαβε εκ των προτέρων ότι η μεταμοντέρνα κοινή γνώμη, για να κυβερνηθεί και να κρατηθεί κάτω από τα συμφέροντά της, έπρεπε να παρασυρθεί με νέα συνθήματα και με νέο στόχο. Έτσι είχαμε τη συνεχή αλλαγή, τις καινοτομίες, τον μύθο της προόδου, την εφήμερη χαρά. Τα υπολείμματα των αρχών του χθες, όπως η πατρίδα, η οικογένεια, η θρησκεία, η εργασία, τα δικαιώματα και η κοινωνική δικαιοσύνη, η ηθική και η πραγματική εργατική και αγροτική τάξη, θα αποτελούσαν πλέον παρελθόν ή το απόλυτο κακό.  Έτσι θα είχε διευκολυνθεί η διαιώνιση της εξουσίας στα συνήθη χέρια.

Το είδαμε και από τους μεγάλους καπιταλιστές δεξιούς, που αφού κυριολεκτικά διέλυσαν χιλιάδες  αγροτικές οικογένειες στην Νότια Ιταλία και σε πολλές περιοχές της Γαλλίας, τις συγκέντρωσαν μέσα στις θλιβερές και ζοφερές μητροπόλεις ως εργατικό δυναμικό για τα μεγάλα εργοστάσια, δημιουργώντας ψεύτικες ζωές, ψεύτικη ευμάρεια μέσα στο σκοτάδι του φιλελευθερισμού. Στις πρώτες κρίσεις – με τη «συγκυρία» στα τέλη της δεκαετίας του 1960 – ήταν πολύ καλοί όλοι αυτοί οι καρχαρίες στη μεταφορά του κόστους στον δημόσιο προϋπολογισμό, πραγματοποιώντας μια μακρά συμφωνία με την πολιτική αριστερά, που εγκατέλειπε τον κομμουνιστικό μύθο και με τις διανοητικές τάξεις μαρξιστικής καταγωγής της και διέλυσε κάθε κοινωνικό ιστό της Παράδοσης. Τηλεόραση, Ραδιόφωνα, εφημερίδες και ενημέρωση γενικά, ανατέθηκαν στα ματωμένα χέρια της αριστεράς, με τα καπιταλιστικά κεφάλαια, την δεξιά αδερφούλα τους να πατρονάρει τον αργό θάνατο μας.

Εκείνη την εποχή η δεξιά δεν κατανοούσε τη στρατηγική της ιστορικής σημασίας  αλλαγών που προωθούσαν οι «radical chic» ομάδες. Μια αμυντική, νωχελική, φοβισμένη στάση στην οποία η δεξιά πολιτική, αντίθετη δήθεν προς την αριστερά, δεν παρείχε λύσεις ή σχέδια εναλλακτικών ενεργειών. Το radical chic θριάμβευσε λόγω της απουσίας του αντίπαλου που επιδόθηκε σε στρατηγικές υποχωρήσεις, σε μάχες οπισθοφυλακής, σε ψάρεμα εκλογικών ευκαιριών, όπως στη δεκαετία του '80 με τον φιλελεύθερο ατομικισμό του Reagan και της Thatcher. Το αποτέλεσμα τελικά είναι δραματικό και συμπυκνώνεται στον θρίαμβο της πολιτικής ορθότητας, δηλαδή στην απαγόρευση των λέξεων και των σκέψεων και στο νέο ευαγγέλιο, τον «αντιρατσιστικό ρατσισμό» που βλέπουμε να εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια όπως  με την περίπτωση του George Floyd στις ΗΠΑ και του νεκρού μετανάστη στην Γαλλία. Ειδικά για την περίπτωση του Floyd, ο ρατσισμός που αποδίδεται κατ' επέκταση σε κάθε λευκό άτομο από τον οποίο κάποιος έχει την ηθική υποχρέωση να εξαγνιστεί γονατίζοντας ντροπιασμένος για κακοποιήσεις που δεν διαπράχθηκαν, γίνεται χαρακτηριστικό ολόκληρης της κοινωνικής δομής, κάτι που υπερβαίνει την ικανότητα του καθενός να σκεφτεί.

Ο radical chic κόσμος στην καταστροφική του δράση, έχει καταλάβει ότι ο άνθρωπος είναι ένα συμβολικό ζώο, ένα ον που «ονομάζει τα πράγματα με άλλο όνομα» και ξέρει πώς να συμπυκνώνει τις πιο ιλιγγιώδεις πραγματικότητες σε απλουστευμένα αντικείμενα και όρους. Πριν από πενήντα χρόνια, η πλούσια καπιταλιστική αστική τάξη, στο δρόμο της να γίνει «κάτι», δάμασε την επανάσταση, ή μάλλον έγινε ο επίσημος σπόνσορας της κάθε επανάστασης, από αυτές των φοιτητών, μέχρι αυτές των εργατών. Αυτό συνέβη με την ψευδοεξέγερση του 1968.  Απέρριψε την εξουσία, πέταξε τα σύμβολα στη λάσπη, διατήρησε τον μύθο της Προόδου και αντικατέστησε την οικονομική ισότητα - στόχο του παλιού μαρξισμού - με την ισοδυναμία των ιδεών, των φυλών, των πολιτισμών, των φύλων, των πάντων εκτός από το πορτοφόλι. Σε μισό αιώνα, λίγο πάνω από δύο γενιές, μας γονάτισε κυριολεκτικά, πεισμένους να μισούμε αυτό που είμαστε. Εκείνοι, οι radical chic, συνεχίζουν να πίνουν στην υγεία των κορόιδων στις βίλες  τους. Έχουν αλλάξει το χρώμα στις μίζερες ζωές των υπηρετών τους,  σε χρώματα ουράνιου τόξου, βασιλεύουν σε ένα ανόητο κοπάδι, αλλά έχουν -περισσότερο από πριν- τον κόσμο στα χέρια τους.

Ένα πικρό χειροκρότημα σε αυτούς, νικητές ενός τελειωμένου πολιτισμού, ανάθεμα σε αυτούς που δεν σήκωσαν το δάχτυλο για να τους πολεμήσουν. Όπως πάντα, αλίμονο στους νικημένους, εμάς.

Η γενιά των μηδενιστών (άρθρο του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου)

 

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Το είχαν γράψει αναλύσει και προφητεύσει κατά κάποιο τρόπο τα μεγάλα μυαλά του 20ου αιώνα. Άνθρωποι που πέρασαν δια πυρός και σιδήρου στην ζωή τους, οι περισσότεροι από αυτούς πολέμησαν στα φριχτά χαρακώματα του Α’ παγκοσμίου πολέμου, έζησαν την πείνα και την πραγματική οικονομική κρίση, αυτή της δεκαετίας 1920 και φυσικά τον Δεύτερο μεγάλο πόλεμο τον οποίον προκάλεσαν τα μεγάλα αφεντικά, αυτά που δεν δίστασαν να ισοπεδώσουν εκατοντάδες πόλεις με αμάχους με την λήξη του πολέμου αυτού. Δεν δίστασαν να ρίξουν ακόμη και ατομικές βόμβες. Είναι τα ίδια αφεντικά που σήμερα  ανεξέλεγκτα κυβερνούν και βιάζουν τις ψυχές και το μυαλό μας καθημερινά. Πέρα από την ισοπεδωτική και ανεξέλεγκτη μετανάστευση στην Ευρώπη, η οποία έχει ήδη επικυρώσει και την Μεγάλη Αντικατάσταση, υπάρχει και  η ολική καταστροφή, η ολική παρακμή του πνεύματος.

Μέσα από τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα - για τα οποία προσπάθησαν να προειδοποιήσουν τον τεράστιο κίνδυνο που ελλόχευε η ασυλλόγιστη χρήση τους, οι αντιμοντερνιστές του 20ου αιώνα - η ολοκλήρωση της σήψης ήταν απλά παιχνιδάκι για το Καθεστώς. Και σε κάποιες στιγμές που ίσως υπήρχε κάποια αντίδραση, ένα ξύπνημα ή έστω ένα σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά, τότε έμπαινε στο παιχνίδι το μεγάλο όπλο, ο Φόβος. Έτσι είχαμε τον θανατηφόρο για την ανθρώπινη φυλή, συνδυασμό: Ανεξέλεγκτη, καταστροφική τεχνολογία και την υγειονομική τρομοκρατία. Αλλά ο στόχος βέβαια, πάνω από όλα, ήταν και είναι οι νέοι...

Βλέπουμε και διαβάζουμε για παράδειγμα, ότι πλήθος νεαρών σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις  προσπαθούν να δουν και να γνωρίσουν από κοντά τους γνωστούς influencer. Μια ιδιότητα που δεν μπορεί να εξηγηθεί ενώ όποιος το κάνει θεωρείται επιτυχημένο κοινωνικό μοντέλο, παρά το γεγονός ότι δεν έχει  κάποια ιδιαίτερη καλλιτεχνική ή πολιτιστική  ή πνευματική ικανότητα. Πρόκειται δηλαδή για ένα άτομο που – αν οι λέξεις έχουν ακόμη ένα  νόημα – τείνει να καθορίζει την συμπεριφορά, τις ιδέες, την κατανάλωση των άλλων μέσω δηλώσεων ή τρόπου ζωής. Μια δραστηριότητα πολύ κοντά στην εξαπάτηση, δεδομένου ότι οι ενέργειες των επιρροών υπαγορεύονται γενικά από το σύστημα κατανάλωσης, ιδίως των αγαθών «θέσης», δηλαδή εκείνων που χρησιμεύουν για να σηματοδοτήσουν μια κοινωνική θέση, μια προϋπόθεση κύρους, συχνά απλώς μια φιλοδοξία και μια συλλογική μίμηση.

Η γενετική, πολιτιστική, αξιακή μετάλλαξη των σημερινών νέων, είναι πλήρης. Έχουν μυηθεί, καθοδηγηθεί, πειστεί στον πληρέστερο μηδενισμό. Η θλιβερή νίκη του μαζικού  μηδενισμού επιβεβαιώνεται από μια ισπανική μελέτη για την ψυχική υγεία των νέων. Σαράντα στους εκατό Ισπανούς πιστεύουν ότι δεν έχουν καλή ψυχική υγεία. Οι νέοι είναι η ηλικιακή ομάδα που αξιολογεί την ψυχολογική τους κατάσταση πιο αρνητικά: μόνο ένας στους τρεις δηλώνει ικανοποιημένος. Οι κρίσεις πανικού, το άγχος, οι καταθλιπτικές καταστάσεις, με μια λέξη, μια δυστυχισμένη ζωή, φαίνονται φυσιολογικά για τους νέους Ίβηρες. Η χρήση ψυχοδραστικών φαρμάκων επηρεάζει τουλάχιστον έναν στους δύο νέους και τέτοιου είδους χάπια έχουν περισσότερους καταναλωτές στην Ισπανία από ότι στον υπόλοιπο κόσμο. Όλα αυτά σε μια χώρα που φημίζεται για το κέφι, το καλό κλίμα και τη χαρά της ζωής. Επιπλέον είναι ένα έθνος που έχει από τους πιο χαλαρούς νόμους  σχετικά με τα έθιμα και τα νέα «δικαιώματα». Και αυτό είναι ένα απλό παράδειγμα.

Προφανώς αυτός ο τύπος κοινωνίας μας πονάει. Μια κοινωνία  ανήσυχη, ατομικιστική, εγωιστική και αδιάφορη για τον άλλον, άδεια από ιδέες και πεποιθήσεις. Είναι πλέον μια ασθένεια από μόνη της και η έκβαση της είναι ένας τρομακτικός πρακτικός μηδενισμός. Καμία αρχή ή αξία δεν φαίνεται να αξίζει να δηλωθεί ή να αξίζει να αγωνιστεί κάποιος για αυτές. Για να αντέξει κανείς την ύπαρξη και να αναζητήσει αναλαμπές της εφήμερης ευτυχίας, οδηγείται στην εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες, αλκοόλ, ναρκωτικά, τυχερά παιχνίδια, καταναγκαστικό σεξ. Τεχνητοί παράδεισοι για να ξεφύγει από τις πραγματικές κολάσεις και να θέλει απλά να ζει χωρίς σκοπό. Πολλαπλασιάζονται οι πράξεις αυτοτραυματισμού, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η ακοινωνησία που καλύπτεται από τη βουλιμία της ψευδούς, τεχνητής επικοινωνίας των κοινωνικών δικτύων.

Τίποτα περίεργο αν καταφύγουν σε εθισμούς, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση έχει αυτός των κοινωνικών δικτύων, η ψυχαναγκαστική υπερσύνδεση, το σύνδρομο «μου αρέσει», «δεν μου αρέσει», ακόμη και ο καταστροφικός φόβος να χάσεις κάτι, να μην να είσαι αρκετά μοντέρνος, να μην έχεις ορισμένες εμπειρίες, στην ουσία να μην είσαι αρκετά κομφορμιστής, όπου ο «μεταμοντέρνος κομφορμισμός είναι μια εξαντλητική κούρσα ετεροκατευθυνόμενων παραβάσεων στους τρόπους ζωής, ύπαρξης και σκέψης του χθες», χρησιμοποιώντας τα λόγια του μεγάλου πολέμιου της νεωτερικότητας, του Ernst Junger. Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα εργάζονται για να δημιουργήσουν απομονωμένες, φοβισμένες, καταναλωτικές και υπάκουες γενιές. Κανείς δεν τολμά να κατηγορήσει το σύστημα για κάτι τέτοιο διότι όπως λέει και ο λαός: «καλά είμαστε, έχουμε την ελευθέρια μα και την υγεία μας, τι τα θές τώρα τα επαναστατικά». Για το Καθεστώς δεν πρέπει  να ξυπνήσει κανείς, ώστε να μην μπορεί  να αμφισβητηθεί ένα ολόκληρο σύστημα, ολόκληρη η κοινωνική δομή, το συνολικό σύστημα της «προόδου».

Mην ξεχνάμε ότι οι νεανικές μάζες έδειξαν υποταγή μπροστά στις επιβολές και τη συμπίεση των καθημερινών ελευθεριών της  τριετούς “επιδημίας”. Δηλαδή έχουν εισαγάγει τη μη επικριτική προσαρμογή που ο Etienne De La Boétie ονόμασε εθελοντική υποτέλεια. Στις ΗΠΑ, το κέντρο της παρηκμασμένης δυτικής αυτοκρατορίας, η κατάσταση της νεολαίας έχει μπει πλήρως στον πιο σκοτεινό μηδενισμό, που ευνοείται από τα αμέτρητα εθνοτικά γκέτο, τη φτώχεια, την κοινωνική και οικογενειακή ερήμωση, την εκτεταμένη βία και την απογοήτευση που προκαλεί  το τεράστιο μέγεθος των προσδοκιών έναντι της πραγματικότητας. Κάποιος κάνει ένα κακό από καθαρό μηδενισμό. Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος ανέφερε ένα γεγονός που του συνέβη στην Ουάσιγκτον: δύο παιδιά με μηχανάκια άρπαξαν το κινητό του από τα χέρια όχι για ληστεία, αλλά για να το καταστρέψουν γελώντας, ήταν μια χειρονομία χωρίς νόημα, εντελώς μηδενιστική. Ζουν σε μια αταξία και νιώθουν την ανάγκη να δημιουργήσουν αταξία και στη ζωή των άλλων.

Η ιδέα ότι ολόκληρη η κοινωνία είναι ένοχη για τη συμπεριφορά όσων επιτίθενται, καταστρέφουν, πυρπολούν περιουσίες άλλων ή συνθλίβουν ένα τηλέφωνο χωρίς λόγο, είναι το σύμπτωμα μιας ασθένειας με δυσοίωνη πρόγνωση, αυτή του μηδενισμού. Λείπει η κουλτούρα, ή μάλλον την εξαφάνισαν με το νέο όπλο που ονομάζεται "Cancel Culture", ένα νέο φρούτο πάρα πολύ θανατηφόρο. Άλλωστε υπάρχουν και γνωστοί influencer οι οποίοι εναντιώνονται στο Πνεύμα και την Κουλτούρα, θεωρώντας τα άχρηστα και περιττά. Όλα γίνονται ψηφιακά και αυτός ήταν άλλωστε ο Σκοπός. Υπάρχει η προδιάθεση να γίνουν ψηφιακοί σκλάβοι, ένα κοπάδι του οποίου το βοσκοτόπι θα είναι το παγκόσμιο ψηφιακό εισόδημα, η αέναη σύνδεση και η σεξουαλική ασέβεια, που βιώνονται ως μόδα. Σε κύματα παρόμοια με σμήνη ακρίδων, αναστατώνονται όταν μια ομάδα υποτιθέμενων θυμάτων εκδηλώνει πρόβλημα «ένταξης». Μόλις σβήσει ο θόρυβος, περνούν στην επόμενη είδηση με απόλυτη αδιαφορία.

Μια άλλη μάζα, αποβλακωμένοι ώρες και ώρες μπροστά στις οθόνες τους, την νέα εργασιακή σκλαβιά, περιμένουν τα ολιγόλεπτα διαλείμματα να βγουν δήθεν στον “καθαρό” αέρα μιας ταλαίπωρης μεγαλούπολης και μέσα σε χρόνο μηδαμινό προσπαθούν να φάνε όρθιοι την πλαστική τροφή που αγόρασαν από τις μοντέρνες αλυσίδες της καπιταλιστικής κατανάλωσης και πάλι να επιστρέψουν στα κελιά τους ευχαριστημένοι, μια ψεύτικη ευχαρίστηση αφού η πραγματική ευτυχία δεν τους έχει αγγίξει ποτέ. Είναι μια ορδή από ζόμπι που βαδίζουν χωρίς σκέψη. Είναι ο μαζάνθρωπος. Είναι όπως τους ήθελε το Καθεστώς. Δεν έχουν άλλο λάθος από το να έχουν απενεργοποιήσει τον εγκέφαλο. Και γι' αυτό έχουν άφθονες δικαιολογίες: η παιδαγωγική άγνοια που τους περιβάλλει είναι επιθυμητή, διωκόμενη, προγραμματισμένη από τις ενήλικες γενιές.

Η μηδενιστική μετάλλαξη τελειώνει με την εντυπωσιακή αύξηση της σεξουαλικής σύγχυσης, που εφαρμόζεται από την κυρίαρχη ολιγαρχία. Τα LGBT είναι πλέον «το cool club», μια μορφή καταστροφικού νεοκομφορμισμού. Έχει χαθεί κάθε έννοια του φυσιολογικού και έχουν επιφέρει μια σύγχυση στην οικογένεια για το τι σημαίνει ακριβώς αυτή η λέξη. Εδώ βέβαια το καθεστώς χρησιμοποίησε το άλλο ιδεολογικό του ισχυρό όπλο, την αριστερά και τον αντιρατσισμό. Έτσι έκανε τους αποβλακωμένους αστούς της ηπείρου μας,(στις ΗΠΑ είχε ήδη γίνει εδώ και δεκαετίες), να αισθάνονται ένοχοι για το παρελθόν τους , την Ιστορία τους  και την Παράδοση τους. Ο Έλληνας γιατί ήταν κάποτε πρώτος σε όλα, ο Ιταλός γιατί εξέλιξε αυτό που βρήκε, ο Γάλλος γιατί  έφτιαξε καθεδρικούς ναούς και άλλα μνημεία, ο Γερμανός για την φιλοσοφία και τις πολιτικές ιδέες του μεσοπολέμου  και γενικά γιατί η Ευρώπη αποτέλεσε τον φάρο της παγκόσμιας κληρονομιάς. Πράγματα που προκαλούν ενόχληση και μισαλλοδοξία.

Αυτή είναι η κοινωνία του κατορθωμένου μηδενισμού, της οποίας οι ευθύνες που είναι τεράστιες και εγκληματικές,  πέφτουν στις ενήλικες γενιές. Για όσους είναι  παιδιά στη δεκαετία του ‘20 της τρίτης χιλιετίας (η χρονολόγηση θα αλλάξει και αυτή σύντομα. Ποιος ήταν τελικά, για παράδειγμα, αυτός ο Χριστός που λειτουργεί ως καταχρηστικό ορόσημο στην ιστορία; ...θα λένε οι προοδευτικοί) υπάρχει σχολαστική κατήχηση για το φύλο από μικρή ηλικία, μια παιδική πορνογραφία που προτείνεται για πρόωρη σεξουαλικότητα και τελικά μια μνησικακία ενάντια στην ελευθερία. Συχνά σκεφτόμαστε όλοι μας με απογοήτευση πώς θα είναι ο κόσμος όταν γεράσουν οι γενιές που σχηματίστηκαν τα χρόνια που ζούμε. Αλλά μάλλον δεν ξέρω αν πρέπει να το κάνουμε αυτό. Ο κόσμος που τους ετοίμασαν οι ολιγαρχίες, της Δύσης και Ανατολής, αυτού του μοιραίου καιρού θα είναι ήδη θαμμένος, κυριευμένος από τα ψέματα και τον τραγικό μηδενισμό και θα ασκείται πλέον χωρίς καν να αναρωτιέται κάποιος το παραμικρό. Κάποιοι τελευταίοι ζωντανοί λαοί που πιστεύουν ακόμα κάτι, αδιαφορώντας για τις νέες συνθήκες, θα  έχουν καταστραφεί  και θα  έχουν αντικατασταθεί. Όσοι δεν θέλουν να ζήσουν δεν αξίζουν ένα μέλλον.

Εγώ προσωπικά μένω με μια πικρία και μια αίσθηση εξορίας καθώς και ένα έντονο αίσθημα ενοχής. Δεν κάναμε αρκετά, δεν αγωνιστήκαμε, δεν ξεσηκωθήκαμε σε όλους τους τομείς, για να αποτρέψουμε την υποβάθμιση που μας περιβάλλει και που - ας το παραδεχτούμε - έχει κυριαρχήσει. Η γενιά των μηδενιστών είναι δημιούργημα μας. Έχουμε κάνει τρομερά λάθη. Μπορούμε  μόνο να σταθούμε όρθιοι ανάμεσα στα ερείπια,  για εμάς και για τους λίγους νέους που αντιστέκονται στη μόλυνση και για εκείνους, που ίσως μια μέρα, θα αντιστρέψουν την κατάσταση. Σήμερα όλα έχουν χαθεί και το τελευταίο που μας μένει είναι να κρατήσουμε την φλόγα αναμμένη για το μακρινό μέλλον. Και να έχουμε οδηγό τα λόγια του αντάρτη της νεωτερικότητας, Ernst Junger :

  "Αν οι μεγάλες μάζες ήταν τόσο διαφανείς, τόσο συμπαγείς μέχρι τα μεμονωμένα άτομα όπως ισχυρίζεται η κρατική προπαγάνδα, τόσοι αστυνομικοί θα ήταν αρκετοί όσοι είναι οι σκύλοι που χρειάζεται ένας βοσκός για τα κοπάδια του. Αλλά τα πράγματα είναι διαφορετικά, γιατί ανάμεσα στα γκρίζα του τα πρόβατα κρύβουν λύκους, δηλαδή εκείνα τα όντα που δεν έχουν ξεχάσει τι είναι ελευθερία. Και όχι μόνο αυτοί οι λύκοι είναι δυνατοί από μόνοι τους, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος, μια κακή μέρα, να μεταδώσουν τις ιδιότητές τους στη μάζα και ότι το κοπάδι μετατρέπεται σε αγέλη Αυτός είναι ο εφιάλτης των ισχυρών".

Δεν γιορτάζουμε τον ενταφιασμό της Ευρώπης

 του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Κάθε χρόνο αρχές Μαΐου, η νέα Ευρώπη εορτάζει την λήξη ενός πολέμου που έφερε την “ελευθερία” και την “δικαιοσύνη” ενάντια στις δυνάμεις του “κακού και του σκότους”. Οι κενοί και χυδαίοι λόγοι των σημερινών πολιτικών απατεώνων, μας απομακρύνουν από τις συνήθεις σκέψεις για να υπενθυμίσουν στη συνείδησή μας το τραγικό τέλος του πολέμου εκείνου: Την πολιτική και πνευματική κατάρρευση της Ελλάδος και της Ευρώπης γενικότερα. 

Στην πραγματικότητα καμία περίπτωση δεν είναι πιο ευνοϊκή για να μας επιτρέψει να αξιολογήσουμε επαρκώς την ηθική οντότητα της καταστροφής που είναι οι αστοί  - πρόβατα, που γιορτάζουν μέσα στην φτώχια και την μιζέρια τους μια στρατιωτική ήττα. Εορτάζουν την ομόφωνη χαρά των Ρωσικών και Αμερικανικών κομμάτων, που μετά από τόσα χρόνια συνεχίζουν να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Αφεντάδων τους ενάντια στο Ευρωπαϊκό εθνικό συμφέρον, χωρίς κάποια συγγνώμη για τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές καθώς και του εμφυλίου μίσους. 

Γιατί ο πόλεμος του οποίου το τέλος γιορτάζουνε δεν ήταν μόνο ο εμφύλιος και παγκόσμιος πόλεμος, αλλά η ιστορική τραγωδία που οδήγησε στην εκθρόνιση της Ευρώπης και μετέφερε την διοίκηση της από το έδαφος της ηπείρου μας στη Ρωσία και την Αμερική. Με αυτήν την τραγωδία, η παρακμή της Δύσης, που προφήτευσε ο Σπένγκλερ το 1917, γίνεται μια συντριπτική, εμφανής πραγματικότητα.

Ο DrieulaRochelle έβλεπε καθαρά και αναπόφευκτα ότι η Ευρώπη έπρεπε να επιτύχει πολιτική ενότητα για να μην γίνει δορυφόρος ή χειρότερα αποικία των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Και όταν τα ξημερώματα του 1945 είδε ότι αυτό το όνειρο δεν ήταν δυνατό, τον τύλιξε η απόγνωση: «Η φτωχή Ευρώπη συγκλονίστηκε και έχασε», έγραψε στο ημερολόγιό του, ίσως δύο μέρες πριν αυτοκτονήσει. Σχεδόν ογδόντα χρόνια έχουν περάσει από εκείνη τη στιγμή και η φιλελεύθερη δημοκρατική Ευρώπη του Schumann και του Spaak δεν έχει δει ακόμη τον εαυτό της, αλλά αντίθετα έχει πεθάνει.

Και όταν όλα κόντευαν να τελειώσουν, με την Ευρώπη βυθισμένη και τους λαούς της διχασμένους και υποταγμένους, οι κροτίδες των λεγόμενων απελευθερώσεων είχαν σκάσει. Οι Ευρωπαίοι είχαν ανακαλύψει την “Aντίσταση”. Η πρωτοβουλία και η θυσία λίγων είχε γίνει αμέσως η επιχειρηματική και προσωπική δόξα πολλών εκατομμυρίων οπορτουνιστών, όπως  η κυριαρχία για τον νικητή, η υποχώρηση, η δειλία, οι ψεύτικες συμφωνίες με τον ‘’προοδευτικό’’ κομμουνισμό και την πολιτική αναρχία. Αλλά όλα αυτά δεν θα εμπόδιζαν εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες από κάθε χώρα, να εκπληρώσουν πλήρως το καθήκον τους να πολεμήσουν, να θυσιαστούν, να πεθάνουν για τις δικές τους ιδέες, να διδάξουν σε όλους ότι ο χειρότερος πόλεμος δεν είναι να τα χάσεις αλλά σημαίνει να τα χάσεις άσχημα, ανόητα και δειλά.

Η ήττα της Ευρώπης το 1945,σήμαινε την αρχή της επιβολής μια νέας ηθικής, ενός νέου τρόπου ζωής ενάντια στην Παράδοση και την Κουλτούρα. Η νεωτερικότητα, κατά τον Junger, ήρθε επιθετικά για να αλλάξει και να καταστρέψει τα πάντα, ήταν μια θύελλα από ατσάλι όπως χαρακτηριστικά έχει πει. Πρώτα με τον πόλεμο και μετά με το πνεύμα. Αυτό ίσως είναι όλο το νόημα. 

Το μάθημα και η διδασκαλία που προέρχονται από αυτό για τον καθένα μας: η πνευματική κληρονομιά που οι νέες ευρωπαϊκές γενιές μια μέρα θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν, να ξαναχτίσουν την πολιτική τους συνείδηση, να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους και την πραγματική τους ελευθερία από τον κομμουνισμό και τον φιλελευθερισμό.

 «Ίσως μια μέρα θα φανεί ότι η δημοκρατία με την ισοπέδωσή της, έθεσε τα θεμέλια μιας κοινωνίας όπου μια αστική μάζα θα χρησιμεύσει ως πλατφόρμα για μια νέα αριστοκρατία. Πέρα από τον μηδενισμό, εξακολουθεί να υπάρχει μια πιθανότητα, μια προσδοκία τόσο ζωντανή όσο o βρυχηθμός των κινητήρων. Και οι αξίες των σκλάβων, τα ήθη όσων μιλούν από άνεση ή από φόβο, που ελπίζουν στον παράδεισο του κοπαδιού ή στη βοσκή ευτυχία της κοινωνικής δικαιοσύνης, θα επιστρέψουν στο χώμα από όπου προέκυψαν», είπε ο μεγάλος Αdriano Romualdi. Και εκείνη την ημέρα, μακριά ή κοντά, θα αναγνωριστεί επιτέλους η αξία των πεσόντων για την υπεράσπιση της Ευρώπης από την επίθεση των άλλων ηπείρων.

Ας ξαναδιαβάσουμε όλοι μαζί ένα απόσπασμα που με ανατριχιαστικό τρόπο μας περιγράφει τις τελευταίες ώρες της Ευρώπης μας ...

 

Μια επιλογή του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου: από το "Les Ames qui brûlent" (Οι ψυχές που καίνε), συλλογή σκέψεων, του Leon Degrelle:

 

"Αντιμέτωπος με τις περιφρονητικές ειρωνείες των γλεντζέδων και των σκεπτικιστών, δύσκολα τολμά κανείς να θυμηθεί ότι, μετά από δύο χιλιάδες χρόνια, το μεγαλύτερο από τα ανθρώπινα δράματα, αυτό του Πάθους, επαναλαμβάνεται πνευματικά κάθε άνοιξη.

Ποιος θα υποφέρει, ποιος θα βρεθεί εκεί δίπλα στον Γολγοθά αυτές τις νέες μέρες αγωνίας; 

Ο Σταυρός στέκεται στην έρημο του χρόνου. Η κοινότοπη ή διφορούμενη ή διεστραμμένη ζωή των ανθρώπων θα συνεχίσει να κυλάει σαν αργό ποτάμι. Ο Χριστός θα δεχθεί τους ξυλοδαρμούς και τα αγκάθια. Θα καταρρεύσει στο έδαφος. 

Το ξύλο του σταυρού του θα συντρίψει τη σάρκα του. Θα καρφωθεί σε σκληρό ξύλο με μεγάλα χτυπήματα του σφυριού.

«Μου τρύπησαν τα χέρια και τα πόδια, μου μέτρησαν όλα τα κόκαλα». Τι θα μάθει ο κόσμος;

Το αίμα θα κατέβει σιγά σιγά στο μελανιασμένο κορμί του. Τα μάτια θα αναζητήσουν τον Πατέρα και τις ψυχές μας ταυτόχρονα. Τι θα έχει καταλάβει η ψυχή μας από αυτή την τραγωδία;

  Δεν θα έχουν ούτε τρέμουλο ούτε δάκρυα.

  Δεν θα κάνουν καν σκέψεις.

  Ούτε καν βλέμμα.

  Ο Χριστός πραγματικά πεθαίνει μόνος. Ολομόναχος.

Οι ψυχές κοιμούνται, ή στείρες, ή έχουν αυτοκτονήσει, ενώ αυτό το σώμα, ακριβώς για να τις τραβήξει από τη ταραχή, από τη λάσπη, από το θάνατο, αιωρείται με πόνο μεταξύ ουρανού και γης. 

Η αγωνία αυτής της καρδιάς φωνάζει μάταια απελπισίας, που πρέπει να παγώσει τον κόσμο και να σταματήσει την ανάσα των ανθρώπων.

Ακριβώς λόγω της πνευματικής του ασφυξίας ο κόσμος πέφτει στη φθορά.  Είναι η ελπίδα, η φιλανθρωπία, η δικαιοσύνη και η ταπεινοφροσύνη που χρειάζεται ο κόσμος για να βρει λίγο καθαρό αέρα.

Αυτή την πνευματική ζωή, την έχουμε λάβει.

Εμείς είμαστε οι φορείς του.

Και τα χέρια μας κρέμονται. Τα μάτια μας είναι στεγνά.

Και τα χείλη μας δεν τρέμουν από θέρμη και συγκίνηση.

Οι καρδιές μας είναι σαν ξερή άμμος. Οι ψυχές μας βρίσκονται σε αδιέξοδο ή είναι ήδη νεκρές.

Η πίστη έχει αξία μόνο όταν νικάει. H αγάπη, όταν καίγεται. H φιλανθρωπία, όταν είναι αυτή της σωτηρίας."

Αριστερά και παρακράτος: η υπόθεση Feltrinelli

 

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Στις 14 Μαρτίου 1972, ενώ πραγματοποιούσε μια βομβιστική ενέργεια επί του τεράστιου πυλώνα στην περιοχή Segrate (Μιλάνο), ο αντάρτης δισεκατομμυριούχος Giangiacomo Feltrinelli κόπηκε στα δύο από την έκρηξη. Ο χρηματοδότης των εξεγερμένων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, φίλος του Σαρτρ και του Φιντέλ Κάστρο, σε σύνδεση και σχέση με τις μυστικές υπηρεσίες του ανατολικού μπλοκ, ιδίως των Τσεχοσλοβακικών, ο Feltrinelli ήταν ένας από τους προδρόμους του αριστερού ένοπλου αγώνα. Ένας ένοπλος αγώνας που, αντίθετα με το χυδαίο και εξημερωμένο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τρόπο που παρουσιαζόταν, για την αριστερά πραγματοποιούταν κυρίως με βόμβες.

Ο Feltrinelli, όπως θα αποκαλύψουν αργότερα πολλοί σύντροφοι του, ήταν επίσης θεωρητικός της «ψεύτικης σημαίας». Στην πραγματικότητα, προέτρεπε να διαπραχθούν επιθέσεις και να τις αποδίδουν στους φασίστες. Αυτό το σύστημα θα εφαρμοστεί και στις 28 Μαΐου 1974 στην Piazza della Loggia της Μπρέσια όπου μια ομάδα  παλαιών και νέων ανταρτών  θα διαπράξει μια σφαγή που θα αποδοθεί στην «ακροδεξιά». Σε άλλες περιπτώσεις, κάποιος από το περιβάλλον του Feltrinelli θα συλληφθεί με φυλλάδια υπογεγραμμένα από τις «Ομάδες Δράσης Mussolini» στις τσέπες του.

Ιδρυτής της GAP (Partisan Action Groups), ο Feltrinelli ήταν, μαζί με τον παρτιζάνο Lazagna, ένας από τους πρώτους διοργανωτές του ένοπλου αγώνα. Στην πραγματικότητα υπήρχε ένας ανταγωνισμός για τον έλεγχο αυτού του νεογέννητου δημιουργήματος ανάμεσα σε αυτόν και κάποιον αόρατο τον Corrado Simioni, τον επικεφαλής του Superclan που μέσω του παρισινού Σχολείου Hypérion, θα αναλάβει τον έλεγχο των Ερυθρών Ταξιαρχιών.

Ακόμα κι αν δεν ήταν νεκρός, ο Feltrinelli θα είχε χάσει πάλι την αντιπαράθεση για την διοίκηση. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις πολιτικές αναλύσεις που εξέφρασαν και οι δύο για να κατανοήσουμε  την ιδιοφυΐα του Simioni και την ανοησία του Feltrinelli.

Για τον θανατηφόρο τραυματισμό του Feltrinelli στο τρομοκρατικό του έργο υπήρξε επίσης και λόγος για σαμποτάζ. Το ελαττωματικό χρονόμετρο του είχε παρασχεθεί από τον ίδιο τον Simioni. Κάποιος θα μιλήσει για τη CIA. Ο γιος του Feltrinelli θα πει για μια προειδοποίηση που είχε λάβει από το Κομμουνιστικό Κόμμα ότι οι γερμανικές, ισραηλινές, βρετανικές και αμερικανικές υπηρεσίες, όλοι μαζί, τον ήθελαν να πεθάνει. Είναι δύσκολο να πούμε τι ακριβώς συνέβη.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι για τη σφαγή της Piazza Fontana (12 Δεκεμβρίου 1969), της μητέρας όλων των σφαγών και σίγουρα καθόλου τυχαίων, παρεμποδίστηκαν οι ερευνητές που σκόπευαν να ερευνήσουν τον Feltrinelli. Μάλιστα  και το ότι δεν είχε ληφθεί υπόψη από την αστυνομία,  η γνώμη του γαμπρού του, του Carlo Melega την παραμονή του χτυπήματος αυτού. Ο ίδιος είχε καυχηθεί ότι σε ένα βενετσιάνικο μπαρ, πήρε το αυτί του για κάτι πολύ μεγάλο που επρόκειτο να συμβεί στο Μιλάνο. Οι Carabinieri ήταν ικανοποιημένοι με την κατάθεση του στην οποία ισχυρίστηκε απλά ότι "έχω το δώρο της μαντικής" ...

Ωστόσο, διάφοροι σύντροφοι του Μιλάνου, για παράδειγμα ο brigatista Roberto Fabbri, ανέφεραν ότι ο Feltrinelli αναζητούσε εθελοντές για να φυτέψουν βόμβες σε τράπεζες. Μερικοί από αυτούς στη συνέχεια θα εμπλακούν με διάφορους τρόπους στη σφαγή μπροστά από την Αστυνομική Διεύθυνση του Μιλάνου στις 17 Μαΐου 1973 (που συνελήφθη επί τόπου, ο Gianfranco Bertoli αναρχικός  που προερχόταν από ένα ισραηλινό κιμπούτς και οπλισμένος με ισραηλινό υλικό). Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος έκανε τη σφαγή, ούτε ποιος του έδωσε την υλικοτεχνική υποστήριξη, προφανώς πρόκειται για μια σφαγή για την οποία δεν γίνεται ποτέ λόγος γιατί θα ντροπιάζονταν οι επίσημες αρχές.

Οι κύκλοι του Μιλάνου κοντά στον Feltrinelli θα συμμετάσχουν επίσης στην απαγωγή του δικαστή Sossi, το αποτέλεσμα του οποίου θα πυροδοτήσει την επίθεση της Μπρέσια. Η τάση του δικτύου Feltrinelli που επεκτάθηκε στην Πράγα, θα συμμετάσχει στην έρευνα της αστυνομίας για την απαγωγή - δολοφονία του Saronio και στη βόμβα στο τραίνο Italicus.

Οι υποψίες για την εκτέλεση του Alceste Campanile, ενός νεαρού αριστερού από  το Ρέτζιο, θα διαλυθούν από την καθυστερημένη εξομολόγηση ενός βολικού «φασίστα» (ληστής, δολοφόνος, συνεργάτης των  υπηρεσιών και συνεργάτης της δικαιοσύνης, καθώς και κοντά στον Εισαγγελέα  της Μπολόνια), του Πάολο Μπελίνι, ο οποίος θα κατηγορηθεί για το έγκλημα, χωρίς να χρειάζεται να πληρώσει τις συνέπειες λόγω της μετάνοιας. Μια εκδοχή που βολεύει πολλούς!

Επιστρέφοντας στην βόμβα στην Piazza Fontana, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες πραγματοποίησαν εσωτερική έρευνα στα αριστερά - της σφαγής του 1969 - και φαίνεται ότι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα της συμμετοχής του Μιλάνου και σε μια τροχιά γύρω από τον Feltrinelli. Ο φάκελος, ωστόσο, κατασχέθηκε από τους Carabinieri στο κρησφύγετο του Robbiano di Mediglia και έκτοτε εξαφανίστηκε ... πολλά περίεργα!

 

Cavalcare la tigre: Με αφορμή την συμπλήρωση ενός χρόνου από την κυκλοφορία του «Καβαλικεύοντας την Τίγρη», το κορυφαίο έργο του Julius Evola - θα το βρείτε από τις εκδόσεις «Λόγχη» - γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος.

 

Για πρώτη φορά στα ελληνικά, κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις Λόγχη το έργο του Ιουλίου Έβολα «Καβαλικεύοντας την τίγρη», σε μετάφραση Αθανασίου Νοτόπουλου. 

Παρότι ο Έβολα έγραψε το βιβλίο αυτό λίγα χρόνια μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, φαντάζει εξαιρετικά επίκαιρο στις προτάσεις του και στις προοπτικές που μπορεί να λάβει.

Προτείνονται σε αυτό το πόνημα δρόμοι για την επαναπρόσληψη των παραδοσιακών αρχών μέσω μεταπολιτικών δρόμων, η αναζήτηση ενός εσωτερικού προσανατολισμού από τον άνθρωπο που δίνει νόημα στην ζωή και στην ύπαρξη. 

Κρίνεται η αποϊεροποιήση του σύγχρονου κόσμου και η έλλειψη υπερβατικού και παραδοσιακού οράματος. Ταυτόχρονα προτείνεται ως τρόπος αντίστασης το καβαλίκεμα της τίγρης, μια πρόκληση εσωτερικής απελευθέρωσης που οδηγεί στην αφύπνιση.

Ένα σημαντικό έργο που ανοίγει νέους δρόμους στην σκέψη αλλά και στην ενεργό συμμετοχή.

Με άρθρο αυτό θα ανοίξω  μια μελέτη σε βάθος για να τιμήσουμε τα εξήντα χρόνια από  την  πρώτη έκδοση, ενός από τα πιο σημαντικά και τα πιο συζητημένα έργα του Julius Evola. Σίγουρα ένα «βιβλίο για όλους και για κανέναν». Ένα έργο δύσκολο (όπως όλα τα βιβλία του Βαρόνου είναι δύσκολα στις έννοιες), που είναι μάλιστα και πολύ επίκαιρο όπως θα καταλάβετε από τα παρακάτω. Ένα βιβλίο που είχα την τιμή να μελετήσω με πολύ προσοχή και να διαμορφώσω κάποιες απόψεις για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση, μέσα στα ερείπια ενός κόσμου που εμείς καταστρέψαμε!

Το βιβλίο ήταν μέρος ενός συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου: αφού πέρασε δύο χρόνια σε Αυστριακές κλινικές μετά το γνωστό περιστατικό που τον είδε ως πρωταγωνιστή κατά την διάρκεια του βομβαρδισμού στη Βιέννη, ο Evola είχε επιστρέψει στην Ιταλία στα τέλη του 1948. Πολλοί δεν γνωρίζουν, ακόμη και σήμερα, πότε ακριβώς εκείνη την περίοδο ο Evola άρχισε να εργάζεται πάνω  στο "Cavalcare la tigre", το οποίο μάλιστα ολοκληρώθηκε σε ένα πρώτο προσχέδιο ήδη τον Απρίλιο του 1951.

Αυτό προέκυψε ξεκάθαρα από διάφορα στοιχεία που ελήφθησαν, μεταξύ άλλων, από την τέταρτη επιστολή που γράφτηκε από τον Βαρόνο προς τον συμβολαιογράφο Giovanni Barresi, στις 26 Νοεμβρίου 1951 και από μια άλλη επιστολή που έγραψε στον Evola ο Angelo Barenzi, εκδότης της εβδομαδιαίας εφημερίδας "Il Meridiano d'Italia", στις 18 Μαΐου 1951.

Ο Evola παραδέχτηκε στο έντυπο " Il Cammino del Cinabro”,  ότι το γράψιμο του «Cavalcare la tigre» του «είχε παροτρυνθεί» από διάφορα άτομα που τον είχαν ακολουθήσει στην παραδοσιακή φάση, που αναρωτήθηκαν τι θα μπορούσε να γίνει ποτέ σε έναν κόσμο, μια κοινωνία, και ένα πολιτισμό σαν αυτούς που έχουν πλέον σταθεροποιηθεί στη σημερινή εποχή, ακόμα κι αν ποτέ δεν ξέρανε τι ακριβώς  ήταν. Ωστόσο, αυτή η «αρνητική ισορροπία» που επεξεργάστηκε ο Βαρόνος μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, η οποία, περισσότερο από ότι στο σώμα, τον είχε αφήσει με σημαντικές πληγές στην ψυχή. 

Όλο αυτό  τον έκανε να πιστέψει ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα περισσότερο για να προκαλέσει μια σημαντική αλλαγή, η να δράσει  σε διαδικασίες που μέχρι τώρα, μετά τις τελευταίες καταρρεύσεις, είχαν μια ασταμάτητη αρνητική πορεία. Είχε και την πεποίθηση ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον πολιτικό και κοινωνικό τομέα που να άξιζε μια βαθιά δέσμευση και αφοσίωση, έτσι γνώρισε μια προσωρινή παύση αυτήν της  δημοσίευσης  του «Καβαλώντας την τίγρη» ως το πρώτο ανέκδοτο μεταπολεμικό κείμενο.

Κείμενο  έτοιμο πλέον, στο οποίο σκιαγραφούνταν η γνωστή φιγούρα του διαφοροποιημένου ανθρώπου και επιβεβαιωνόταν η αρχή της «Μη Πολιτείας», που στην πραγματικότητα τελικά μπλοκαρίστηκε από τον ίδιο τον Evola. Κι αυτό γιατί, στο μεταξύ, ο Βαρόνος είχε αποδεχθεί την πρόταση μιας ομάδας νέων (συμπεριλαμβανομένων των Enzo Erra, Pino Rauti, Primo Siena και πολλών άλλων) που, εκπαιδευμένοι στα κείμενα του, «δεν είχαν επιτρέψει να σέρνονται στη γενική κατάρρευση», και του είχαν ζητήσει να αναδιοργανώσει και να αναπτύξει τα σημεία των “Orientamenti” (Προσανατολισμών), σε μια πιο υπολογιστική μορφή.

Θα είχε γραφτεί έτσι το «Gli uomini e le rovine» (Οι άνθρωποι και τα ερείπια), που ολοκληρώθηκε το 1952 μετά την αναγκαστική διακοπή για έξι μήνες λόγω της κράτησης του Βαρόνου στις φυλακές Regina Coeli για την ιστορία της δίκης του FAR (ένοπλη φασιστική ομάδα με την ίδρυση της το 1945), και δημοσιεύτηκε το 1953. Ακριβώς εκείνη τη χρονιά, μάλιστα, όπως έγραψε ο Evola, «φαινόταν ότι στην Ιταλία υπήρχαν οι συνθήκες για να ξεκινήσει ο σχηματισμός για μια ‘’δεξιά’’ παράταξη (ορολογία που δεν έχει σχέση με τον όρο Δεξιά που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα).

Μια ‘’δεξιά’’ όχι με την πολιτική έννοια ακριβώς, αλλά  πάνω από όλα με κάποια ιδανικά και με μια μεταπολιτική διάσταση. Αυτό θα γινόταν σε  μια προσπάθεια να δημιουργήσει ένα πνευματικό ρεύμα μέσα στο MSI (το νεοφασιστικό κόμμα), επηρεάζοντάς το έτσι με την παραδοσιακή έννοια. Έτσι ο Evola άρχισε επίσης να συνεργάζεται με διάφορες εκδόσεις, ειδικά για τη νεολαία, αυτού του πολιτικού χώρου, ξεκινώντας το 1949: Il Nazionale, Rivolta Ideal, la sfida, Meridiano d'Italia, Imperium, αλλά και το Il Secolo d'Italia.

Ωστόσο, μετά την κρίση των οργανώσεων νεολαίας του MSI στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ενώ ο Evola, όπως έγραψε ο Romualdi, συνέχισε να δίνει τη βοήθειά του σε εκείνες τις δυνάμεις που, εντός και εκτός του MSI, αγωνίζονταν για την ανανέωση του εθνικού  περιβάλλοντος, σταδιακά απομακρύνθηκε από την πολιτική προοπτική. 

Ας δούμε όμως  το περίφημο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο "Il Popolo d'Italia" και τιτλοφορείται "Cavalcare la tigre" με το οποίο, τον Μάρτιο του 1957, ο Evola, όταν η πιθανότητα να δώσει ζωή σε εκείνο το "πολιτικό" εγχείρημα σταδιακά εξασθενούσε, έδειξε ότι η επιστροφή. με αποφασιστική έννοια προς τις πρώτες απολίτικες προοπτικές της αμέσως μεταπολεμικής περιόδου, στρέφοντας ξανά την προσοχή του στην εσωτερικότητα του διαφοροποιημένου ανθρώπου.  

Του  Julius Evola, παρμένο από το "Il Popolo d'Italia", 10 Απριλίου 1957

Η εικόνα του να καβαλάς  την τίγρη,  έχει ανατολική προέλευση. Είναι ένα ρητό της Άπω Ανατολής ότι «όποιος καβαλάει την τίγρη δεν μπορεί να κατέβει» γιατί, φυσικά, το ζώο θα ορμούσε πάνω του. Αν όμως  κρατηθεί τότε μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Παρόμοια σύμβολα συναντάμε και αλλού, στον ίδιο θρησκευτικό τομέα. Στα αρχαία μυστήρια του Μίθρα, του οποίου η ευρεία διάδοση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι γνωστή, ιδιαίτερα μεταξύ των λεγεώνων. Ο Μίθρας, ο θεϊκός ήρωας, απεικονιζόταν ως αυτός που πιάνεται  από τα κέρατα ενός εξαγριωμένου ταύρου και αφήνεται να παρασυρθεί σε μια τρελή κούρσα  και δεν τον αφήνει μέχρι να σταματήσει το εξουθενωμένο ζώο. Μετά τον σκοτώνει. 

Από αυτό, ένας χαρακτηριστικός παραλληλισμός μπορεί να βρεθεί στο λεγόμενο Ζεν, ένα δόγμα που είχε τη φήμη ότι ήταν των Σαμουράι, δηλαδή της Ιαπωνικής αριστοκρατίας των πολεμιστών. Και εδώ, σε μια πολύ διαδεδομένη και πολύ αρχαία ακολουθία δέκα συμβολικών εικόνων, εμφανίζεται ο ταύρος. Ωστόσο, το επεισόδιο της τελικής δολοφονίας λείπει. Αντίθετα, στο τέλος το ζώο, εξαντλημένο, πειθήνιο ακολουθεί αυτόν που το δάμασε χωρίς όμως να επιτρέψει να το καβαλήσουν.

Όπως όλα τα αληθινά παραδοσιακά σύμβολα, ακόμα και αυτό που μόλις αναφέρθηκε είναι ευαίσθητο σε πολλαπλές εφαρμογές: στην εσωτερική ζωή του ατόμου, αλλά και σε ιστορικές και συλλογικές καταστάσεις. Για το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε σε μια ερμηνεία της ιστορίας που έχει πανομοιότυπα χαρακτηριστικά τόσο στην Ανατολή όσο και στην αρχαία Δύση. Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο παίρνει τη μορφή του δόγματος των τεσσάρων Εποχών, από την κάθοδο της ανθρωπότητας  από το τέλος της  εποχής  του χρυσού σε αυτό που ο Ησίοδος ονόμασε Εποχή του Σιδήρου. 

Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με τις μυθικές φαντασιώσεις των ποιητών. Όπως έχουμε τεκμηριώσει σε ένα από τα βιβλία μου, ο μύθος, από αυτή την άποψη, αποκαλύπτει αντ' αυτού την πιο σημαντική και βαθιά δομή της αληθινής ιστορίας. Όχι λιγότερο αρχαία, η Ινδία, γνώριζε το ίδιο δόγμα. Η τελευταία από τις τέσσερις εποχές, ή yuga, - αυτή στην οποία θα βρισκόμασταν αυτή τη στιγμή και που αντιστοιχεί στην Ησιοδική Εποχή του Σιδήρου -, εδώ λαμβάνει το όνομα του kali-yuga, δηλαδή της «σκοτεινής εποχής».

Η κύρια συμβολή που δίνει αυτό το παραδοσιακό δόγμα στο γενικό θέμα συνίσταται στην υπογράμμιση ότι ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της τελευταίας εποχής είναι ένα κλίμα διάλυσης, είναι το πέρασμα στην ελεύθερη και ανεξέλεγκτη κατάσταση των ατομικών και συλλογικών δυνάμεων που είχαν προηγουμένως δεσμευτεί από ένα νόμο ανώτερο, από αρχές ανώτερης τάξης. Για αυτή την κατάσταση, που στην πραγματικότητα φαίνεται να έχει το επίκεντρό της στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, η σχολή της Tantra δίνει μια υπαινικτική εικόνα, λέγοντας ότι σε αυτήν μια γυναικεία θεότητα «αφυπνίζεται πλήρως» η οποία, αν από τη μια συμβολίζει τη στοιχειώδη και αρχέγονη δύναμη. του κόσμου, από την άλλη παρουσιάζεται επίσης ως η θεά του σεξ και των οργιαστικών τελετουργιών και ως μια καταστροφική και ενεργά διαλυτική δύναμη. 

Προηγουμένως ήταν «αδρανής», δηλαδή λανθάνουσα, στη «σκοτεινή εποχή» αυτή  είναι ξύπνια και ενεργή. Αλλά ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο επανεμφανίζεται στα κείμενα ο αναφερόμενος συμβολισμός του καβαλήματος της τίγρης. Η ιδέα που περιέχει θα μπορούσε στη συνέχεια να εκφραστεί με τους ακόλουθους όρους: όταν ένας ολόκληρος πολιτισμός πλησιάζει στο τέλος του, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς να φτάσει σε κάτι θετικό κάνοντας αντίσταση: το ρεύμα είναι πολύ δυνατό, θα παρασυρόταν στην άβυσσο. Από την άλλη πλευρά, η απόσυρση και η απομάκρυνση, ακόμη κι αν είναι δυνατόν, θα σήμαινε εγκατάλειψη του παιχνιδιού, παραίτηση από το πεπρωμένο του ηλιοβασιλέματος, αποφυγή κάθε ευθύνης τόσο για το μέλλον της ανάκαμψης όσο και, ακόμη περισσότερο, όσον αφορά στον κόσμο στον οποίο ζεις. 

Η μόνη λύση, λοιπόν, είναι να «καβαλήσουμε την τίγρη», δηλαδή να μην αντιμετωπίσουμε άμεσα τις δυνάμεις και τις διαδικασίες ενός κόσμου σε κρίση, αλλά να παρασυρθούμε από αυτές, σαν να λέγαμε, να τους δώσουμε ένα προσωρινό τρέξιμο χωρίς αφήνοντας τον εαυτό του να καταπατηθεί, παραμένοντας σταθερός, έτοιμος να επέμβει όταν «η τίγρη, που δεν μπορεί να πηδήξει στον αναβάτη της, θα κουραστεί να τρέχει». Σε μια πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία, το  χριστιανικό ρητό  του «μη αντιστέκεσαι στο κακό» θα μπορούσε, πέρα των άλλων, να έχει μια μη διαφορετική σημασία. Οπότε το παν είναι να έχεις μια ειδική μορφή του να είσαι ατρόμητος. Το να επιδοθείς σε κάτι, χωρίς να είσαι δεσμευμένος, το παιχνίδι είναι αναμφίβολα ριψοκίνδυνο. Μόνο ο καλός κολυμβητής μπορεί να χρησιμοποιήσει το κύμα για να τρέξει μαζί του και, στη συνέχεια, να πάει ακόμα πιο μακριά με τις δικές του δυνάμεις, αφήνοντας στο παρελθόν τα κύματα. 

Μπορούμε επίσης να θυμηθούμε τη θεμελιώδη αρχή του ιαπωνικού αγώνα: να αφήνουμε τον αντίπαλο να ασκήσει όλη του τη δύναμη, αλλά με μια δεδομένη κίνηση, την χρησιμοποιούμε   για να τον θέσουμε εκτός μάχης. Είναι αρχές, οι οποίες μπορούν φυσικά να εφαρμοστούν και στην προσωπική ζωή, όσον αφορά την πειθαρχία των παρορμήσεων και την εσωτερική συμπεριφορά. Εδώ βέβαια ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος δεδομένης της ευκολίας, στα περισσότερα, να εξαπατήσει κανείς τον εαυτό του. Εκτός από αυτό, στο επίπεδο των συλλογικών δυνάμεων και των ίδιων αυτών πολιτικών, ίσως κινούμαστε προς καταστάσεις στις οποίες μια σοφία αυτού του είδους φαίνεται άξια διαλογισμού. 

Μας δείχνει έναν τρόπο εξοικονόμησης και συγκέντρωσης ενέργειας για να μπορούμε να πούμε την τελευταία λέξη την κατάλληλη στιγμή, χωρίς να αφήνουμε τους εαυτούς μας να εντυπωσιάζονται από τον κυρίαρχο και φαινομενικό θρίαμβο των δυνάμεων που, προκειμένου να στερούνται σύνδεσης με οποιαδήποτε ανώτερη αρχή, βασικά έχουν πάντα κάποια όρια. Ένα απλό, λεπτό χαμόγελο ήταν η μόνη απάντηση του υπουργού Tojo όταν το βάναυσο και αλαζονικό αμερικανικό δικαστήριο του διάβασε τη θανατική ποινή του. Και ένα ρητό του Hegel είναι: «Η ιδέα δεν βιάζεται».