Το παραδοσιακό αριστερό - δεξιό μοντέλο του πολιτικού τόξου παρουσιάζει τον Φασισμό και τον Μαρξισμό ως διαμετρικά αντίθετες ιδεολογίες. Ο Μαρξισμός θεωρείται ως μια ιδεολογία της άκρας αριστεράς ενώ ο Φασισμός υποθετικά αντιπροσωπεύει μια προοπτική που είναι περίπου όσο πιο άκρα στη δεξιά μπορεί κανείς να πάει.
Ένα άρθρο που πρόσφατα μεταφράστηκε στα αγγλικά από την πορτογαλική Finis Mundis Press, του Eric Norling «Επαναστατικός Φασισμός» κάνει πολλά στο να αποκαλύψει την οπτική του Φασισμού όπως τον θεωρούσε αυτόν ο Μουσολίνι και οι Κοόρτες του και θέτει το θέμα της ιδεολογίας της άκρας δεξιάς υπό αμφισβήτηση.
(Σ.Σ. Ο Δημήτριος Βεζανής στη μελέτη του «Η Κρίσις του Δημοκρατισμού» περιγράφει το Φασισμό ως «κυρίως μια πνευματική κίνησις, μία επανάστασις ψυχών κατά της υφισταμένης τάξεως των πραγμάτων … {…} … ο Φασισμός δεν προτιμά την δουλείαν από την ελευθερίαν. Αλλά βλέπων τον άμεσον, τον μέγα κίνδυνον όστις απειλεί όχι μόνον το παρόν αλλά και το μέλλον της φυλής θέλει να τη σώση πάσει δυνάμει, έστω και με θυσίαν των μεγαλυτέρων ανθρωπίνων αγαθών. Η διαφορά λοιπόν μεταξύ Αντιδημοκρατών και Δημοκρατών δεν είναι ότι οι πρώτοι τάσσονται υπέρ της δουλείας και οι δεύτεροι υπέρ της ελευθερίας. Αλλ’ ότι οι πρώτοι βλέπουν το ν κίνδυνον ενώ οι δεύτεροι δεν θέλουν να ιδούν αυτόν»)
Το έργο αυτό αρχικά εκδόθηκε το 2001 και ο συγγραφές Norling, είναι ένας ιστορικός και δικηγόρος Σουηδός που τώρα ζει μόνιμα στην Ισπανία. Ο Norling παρατηρεί ότι καθόλη τη διάρκεια της νεανικής ζωής του από τα παιδικά χρόνια μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο Μουσολίνι ήταν όπως κάθε τυπικός αριστερός, όπως π.χ. ο Eugen V. Debs. Ήταν αυτός που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως το «Μωρό με τις κόκκινες πάνες» (το οποίο σημαίνει ότι ήταν παιδί επαναστατών σοσιαλιστών γονιών). Σαν νεαρός ο ίδιος ο Μουσολίνι ήταν Μαρξιστής, φανατικά ενάντια στον κλήρο, πήγε στην Ελβετία για να αποφύγει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και είχε συλληφθεί και φυλακισθεί επειδή προέτρεπε σε απεργίες.
Τελικά έγινε αρχηγός στο Σοσιαλιστικό κόμμα της Ιταλίας και φυλακίσθηκε ξανά το 1911 για τις αντιπολεμικές ενέργειές του που σχετίζονταν με την Ιταλική εισβολή στη Λιβύη. Ο Μουσολίνι ήταν τόσο ελπιδοφόρος σαν σοσιαλιστής σε εκείνο το σημείο της καριέρας του που κέρδισε τον έπαινο του Λένιν, ο οποίος τον θεωρούσε τον φυσικό ηγέτη ενός μελλοντικού Ιταλικού σοσιαλιστικού κράτους.
Όταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε το 1914, ο Μουσολίνι αρχικά υποστήριζε την αντιπολεμική θέση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά τους επόμενους μήνες άλλαξε σε μια θέση υπέρ του πολέμου, θέση που του «πρόσφερε» την διαγραφή του από το κόμμα. Μετά κατατάχτηκε στον Ιταλικό στρατό και πληγώθηκε στη μάχη. Οι λόγοι για την αλλαγή στάσης του Μουσολίνι υπέρ του πολέμου είναι απαραίτητοι για την κατανόηση της πραγματικής προέλευσης και φύσης του Φασισμού και της θέσης του μέσα στο πλέγμα της πολιτικής και θεωρητικής ιστορίας του 20ου αιώνα.
Ο Μουσολίνι έφτασε να βλέπει τον πόλεμο σαν μια αντί ιμπεριαλιστική πάλη ενάντια σε συντηρητικές δυνάμεις όπως οι Αψβούργοι, οι Οθωμανοί Τούρκοι και η Γερμανία των Hohenzollern που επιτίθονταν σε αυτά τα καθεστώτα σαν αντεπαναστάτες εχθρούς που είχαν καταπιέσει τον σοσιαλισμό. Ο Μουσολίνι επίσης προφητικά πίστευε ότι η συμμετοχή της Ρωσίας στον πόλεμο θα ξυπνούσε αυτό το έθνος στον βαθμό που να είναι ανοιχτό σε μια σοσιαλιστική επανάσταση (που είναι ακριβώς ότι έγινε). Με άλλα λόγια, ο Μουσολίνι θεώρησε τον πόλεμο σαν μια ευκαιρία για να αναπτυχθούν αριστεροί επαναστατικοί αγώνες στην Ιταλία και αλλού.
Όταν το Ιταλικό Φασιστικό κίνημα ιδρύθηκε το 1919, τα περισσότερα από τα ηγετικά στελέχη και τους θεωρητικούς του ήταν, όπως και ο ίδιος ο Μουσολίνι πρώην Μαρξιστές και γενικότερα ριζοσπάστες αριστεροί όπως οι ακόλουθοι του επαναστάτη συνδικαλιστή George Sorel. Τα επίσημα προγράμματα που έβγαλαν οι Φασίστες, μεταφράσεις των οποίων περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Norling, αντανακλούν μια μίξη δημοκρατικών και σοσιαλιστικών ιδεών που θα ήταν κοινή σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ομάδα της εποχής. Εάν πράγματι τα στοιχεία είναι συντριπτικά ότι ο Φασισμός έχει τις ρίζες του στην άκρα αριστερά τότε από πού πήρε ο Φασισμός τη φήμη του ως ιδεολογία προερχόμενη από τη δεξιά;
Η απάντηση φαίνεται να είναι ένας συνδυασμός τριών βασικών παραγόντων. Η Μαρξιστική προπαγάνδα η οποία δυστυχώς βρήκε τον δρόμο της στην mainstream ιστοριογραφία, η αναθεώρηση των ίδιων των αριστερών επαναστατικών αρχών από τους ηγέτες του Φασισμού και η αναπόφευκτη συμβιβασμοί και οι υποχωρήσεις που έγιναν από τον Φασισμό προκειμένου να πετύχει τον στόχο του να ελέγχει πραγματικά το κράτος.
Σχετικά με τα πρώτα αυτά ο David Ramsey Steele περιέγραψε την κλασσική μαρξιστική θεώρηση του Φασισμού σε ένα σημαντικό άρθρο σχετικά με την ιστορία του Φασισμού. Το 1930 η έννοια του «Φασισμού» στον αγγλόφωνο κόσμο είχε μετασχηματιστεί από μια εξωτική, ίσως σικ, ιταλική αριστοκρατία σε ένα σύμβολο του κακού για κάθε χρήση. Κάτω από την επιρροή αριστερών συγγραφέων επιβλήθηκε μια θεώρηση του Φασισμού που παρέμεινε κυρίαρχη ανάμεσα στους διανοούμενους μέχρι σήμερα. Και πάει έτσι:
«Ο Φασισμός είναι καπιταλισμός χωρίς τη μάσκα. Είναι ένα εργαλείο του μεγάλου κεφαλαίου, ο οποίος κυβερνά μέσω της δημοκρατίας μέχρι να νιώσει ότι απειλείται θανάσιμα, μετά «απελευθερώνει» τον Φασισμό. Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ πήραν την εξουσία από το μεγάλο κεφάλαιο επειδή το μεγάλο κεφάλαιο προκλήθηκε από την επαναστατική εργατική τάξη. Φυσικά πρέπει να εξηγήσουμε, μετά, πως ο Φασισμός μπορεί να είναι ένα μαζικό κίνημα και ένα κίνημα που ούτε οδηγείται ούτε οργανώνεται από το μεγάλο κεφάλαιο. Η εξήγηση είναι ότι ο Φασισμός το κάνει αυτό με έξυπνη χρήση τελετουργικών και συμβόλων. Ο Φασισμός σαν ιδεολογική κατήχηση είναι κενός σοβαρού περιεχομένου ή εναλλακτικά το περιεχόμενό του είναι ασυνάρτητος. Η επιρροή του Φασισμού είναι θέμα συναισθημάτων περισσότερο παρά ιδεών. Βασίζεται σε τραγούδισμα ύμνων, κούνημα σημαιών και άλλα μικροπράγματα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά παράλογα μέσα που χρησιμοποιούνται από τους Φασίστες ηγέτες που έχουν πληρωθεί από το μεγάλο κεφάλαιο για να ποδηγετούν τις μάζες»
Αυτή η αντίληψη συνεχίζει να είναι η κυρίαρχη αριστερή ανάλυση του Φασισμού και χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να εξηγηθεί γιατί για παράδειγμα Αμερικανικά πολιτικά κινήματα ή φιγούρες που δεν έχουν απολύτως τίποτα κοινό με τον ιστορικό Φασισμό όπως για παράδειγμα το Tea Party ή οι Νεοσυντηρητικοί (ασυνάρτητοι σχολιαστές) του Fox News ή των συντηρητικών ραδιοφωνικών σχολιαστών, συνεχίζουν να είναι αποδέκτες της «φασιστικής» ταμπέλας από ακτιβιστές φιλελευθέρους και αριστερούς.
Η πραγματικότητα της προέλευσης του Φασισμού είναι εντελώς διαφορετική. Οι δημιουργοί του ήταν μια ομάδα αριστερών διανοητών και πολιτικών αντρών των οποίων κοινό σημείο αναφοράς ήταν η κοινή συνειδητοποίηση ότι ο Μαρξισμός ήταν μια αποτυχημένη ιδεολογία.
Όπως παρατηρεί ο Στιλ:
«Ο Φασισμός ξεκίνησε ως μια αναθεώρηση του Μαρξισμού από Μαρξιστές, μια αναθεώρηση που αναπτύχθηκε σε διαδοχικά στάδια, ώστε τελικά αυτοί οι Μαρξιστές σταδιακά σταμάτησαν να σκέφτονται τους εαυτούς τους σαν Μαρξιστές και τελικά σταμάτησαν να σκέφτονται τους εαυτούς τους ως Σοσιαλιστές. Ποτέ δεν σταμάτησαν να σκέφτονται τους εαυτούς τους σαν Αντιφιλελεύθερους επαναστάτες»
Η κρίση του Μαρξισμού συνέβη στη δεκαετία του 1890. Οι Μαρξιστές διανοούμενοι μπορούσαν να ισχυριστούν ότι μιλούν εκ μέρους μαζικών σοσιαλιστικών κινημάτων σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη, και όμως έχει γίνει ξεκάθαρο εκείνα τα χρόνια ότι ο Μαρξισμός είχε επιβιώσει σε έναν κόσμο για τον οποίο ο Μαρξ πίστευε ότι δεν ήταν δυνατό να υπάρξει. Οι εργάτες γίνονταν πλουσιότεροι, η εργατική τάξη είχε χωριστεί σε τομείς με διαφορετικά ενδιαφέροντα, η τεχνολογική πρόοδος επιταχυνόταν αντί να έρχεται αντιμέτωπη με ένα οδόφραγμα, το «ποσοστό του κέρδους» δεν έπεφτε, ο αριθμός των πλούσιων επενδυτών («μεγιστάνες του κεφαλαίου») δεν έπεφτε αλλά αυξανόταν, η βιομηχανική συγκέντρωση δεν μεγάλωνε, και σε όλες τις χώρες οι εργάτες έβαζαν την χώρα πάνω από τις τάξεις τους.
Οι πρώιμοι Φασίστες ήταν πρώην Μαρξιστές που είχαν φτάσει σε σημείο να αμφισβητούν την επαναστατική δυνατότητα του ταξικού αγώνα, αλλά είχαν επανειλημμένως φτάσει στο σημείο να θεωρούν τον Επαναστατικό Εθνικισμό ως δείχνοντα αξιοσημείωτες πιθανότητες.
Όπως ο Μουσολίνι είχε σημειώσει σε έναν λόγο στις 5 Δεκεμβρίου του 1914:
«Το Έθνος δεν εξαφανίστηκε. Συνηθίζαμε να πιστεύουμε ότι ήταν κενό περιεχομένου. Αντίθετα βλέπουμε το Έθνος να υψώνεται σαν μια συνταρακτική πραγματικότητα μπροστά μας … ! Η Τάξη δεν μπορεί να καταστρέψει το Έθνος. Η Τάξη αποκαλύπτει εαυτόν ως μια συλλογή ενδιαφερόντων - αλλά το έθνος είναι μια ιστορία συναισθημάτων, παραδόσεων, γλώσσας, κουλτούρας και φυλής. Η Τάξη μπορεί να γίνει ένα βασικό κομμάτι του Έθνους, αλλά το ένα δεν μπορεί να εξαλείψει το άλλο. Ο Ταξικός Αγώνας είναι ένας άσκοπος δρόμος, με αποτελέσματα και συνέπειες οπουδήποτε κάποιος βρίσκει ανθρώπους που δεν έχουν αναδείξει αυτούς στα σωστά γλωσσικά και φυλετικά πρότυπα -όπου το εθνικό πρόβλημα δεν έχει λυθεί οριστικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις το Ταξικό κίνημα βρίσκεται να συντροφεύετε από ένα δυσοίωνο ιστορικό κλίμα»
Ο Φασισμός υποδόρια εγκατέλειψε τον ταξικό αγώνα για μια επαναστατική εθνικιστική έκβαση που εξέφραζε την ταξική συνεργασία κάτω από την ηγεσία ενός ισχυρού κράτους που ήταν ικανό να ενώσει το έθνος και να επιταχύνει την βιομηχανική πρόοδο. Πράγματι, ο Στιλ έκανε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με τις ομοιότητες ανάμεσα στην Ιταλία και τα Μαρξιστικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του 3ου κόσμου το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα:
Η λογική που υπογράμμιζε την αλλαγή της θέσης τους ήταν ότι δυστυχώς θα γινόταν επανάσταση όχι της εργατικής τάξης είτε στα ανεπτυγμένα κράτη είτε σε λιγότερα ανεπτυγμένα κράτη όπως η Ιταλία. Η Ιταλία ήταν μόνη της και το πρόβλημα της ήταν το χαμηλό βιομηχανικό της ισοζύγιο. Η Ιταλία ήταν ένα έθνος εκμεταλλευόμενων προλεταρίων ενώ οι πλουσιότερες χώρες ήταν κορεσμένα έθνη μπουρζουάδων. Το Έθνος ήταν ο μύθος που θα ένωνε τις παραγωγικές τάξεις πίσω από έναν αγώνα για να μεγεθύνουν τις εξαγωγές. Αυτές οι ιδέες επικάλυψαν την προπαγάνδα του 3ου Κόσμου τις δεκαετίες ’50 ’60 στις οποίες εμπνευσμένες ελίτ σε οικονομικά χαμηλές χώρες εκπροσωπούσαν λιγότερο τις δικές τους αλλά με σχολαστικό ανθρωπιστικό ρόλο σαν «προοδευτικές» γιατί αυτό θα επιτάχυνε την ανάπτυξη του 3ου Κόσμου. Από τον Nkrumah μέχρι τον Κάστρο οι δικτάτορες του 3ου Κόσμου θα ακολουθούσαν τα βήματα του Μουσολίνι. Ο Φασισμός ήταν μια πλήρης «πρόβα κουστουμιού» για τον μεταπολεμικό 3ο Κόσμο.
Κατά τη διάρκεια των 23ων χρόνων στην εξουσία το καθεστώς του Μουσολίνι σίγουρα έκανε αξιοσημείωτους συμβιβασμούς με τα παραδοσιακά συντηρητικά συμφέροντα όπως την μοναρχία, το μεγάλο κεφάλαιο και την καθολική εκκλησία. Αυτοί οι πραγματιστικοί συμβιβασμοί γεννημένοι από την πολιτική ανάγκη είναι ανάμεσα στα στοιχεία που τυπικά αναφέρουν οι αριστεροί σαν δείγματα της δεξιάς φύσης του Φασισμού. Όμως υπάρχουν αρκετά στοιχεία ότι ο Μουσολίνι βασικά παρέμεινε ένας Σοσιαλιστής καθόλη τη διάρκεια της πολιτικής ζωής του. Έως το 1935, δεκατρία χρόνια αφού ο Μουσολίνι πήρε την εξουσία με την πορεία προς τη Ρώμη , το 75% της ιταλικής βιομηχανίας είχε ήδη ή κατευθείαν εθνικοποιηθεί ή βρεθεί κάτω από αυστηρό κρατικό έλεγχο. Πράγματι ήταν κυρίως προς το τέλος τόσο της ζωής του όσο και της ζωής του καθεστώτος του που η οικονομική πολιτική του Μουσολίνι ήταν κατά τον κύριο λόγο αριστερή. Αφού έχασε για λίγο την εξουσία, για μερικούς μήνες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1943 ο Μουσολίνι επέστρεψε στην ηγεσία του Ιταλικού κράτους με γερμανική βοήθεια και έστησε αυτό που ονομάστηκε «Ιταλική Σοσιαλιστική Δημοκρατία» (Σ.Σ. Repubblica Sociale Italiana).
Το καθεστώς επίμονα εθνικοποίησε όλες τις εταιρίες που απασχολούσαν περισσότερους από 100 εργάτες, αναδιένειμε τα σπίτια που προηγουμένως ανήκαν στους εργοδότες, προχώρησε σε αναδασμό της γης και είδε έναν αριθμό προεξεχόντων Μαρξιστών να ενώνονται με την κυβέρνηση του Μουσολίνι, ανάμεσα στους οποίους και ο Nicola Bombacci, ο ιδρυτής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και προσωπικός φίλος του Λένιν. Αυτά τα γεγονότα περιγράφονται με αξιοσημείωτες λεπτομέρειες στο έργο του Norling.
Φαίνεται ότι η ιστορική πικρή αντιδικία ανάμεσα στους Μαρξιστές και τους Φασίστες είναι λιγότερο μια αντιδικία μεταξύ δεξιάς και αριστεράς και περισσότερο μια διαμάχη μεταξύ πρότερων παιδιών της αριστεράς. Αυτό δεν θα έπρεπε να δημιουργήσει κάποια ιδιαίτερη έκπληξη δεδομένης της συνήθειας των ριζοσπαστικών αριστερών γκρουπών για αιματηρές σεχταριστικές έριδες. Πράγματι θα μπορούσε να γίνει φανερό με επιχειρήματα ότι ο αριστερός «αντιφασισμός» έχει τις ρίζες του στη ζήλια ενός πιο πετυχημένου συγγενή περισσότερο παρά σε κάτι άλλο. Όπως επισήμανε ο Στιλ:
«Ο Μουσολίνι πίστευε ότι ο Φασισμός είναι ένα διεθνές κίνημα. Περίμενε ότι και η παρηκμασμένη μπουρζουάζικη δημοκρατία και ο δογματικός Μαρξισμός - Λενινισμός παντού θα υποχωρούσαν μπροστά στον Φασισμό, ότι ο 20ος αιώνας θα ήταν ένας αιώνας του Φασισμού. Όπως και οι αριστεροί ανταγωνιστές του υποτίμησε την αντοχή τόσο της δημοκρατίας όσο και του φιλελευθερισμού της ελεύθερης αγοράς. Αλλά στην ουσία η πρόβλεψη του Μουσολίνι εκπληρώθηκε: Το μεγαλύτερο κομμάτι του ανθρωπίνου πληθυσμού κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα κυβερνήθηκαν από κυβερνήσεις που επί του πρακτέου ήταν πιο κοντά στον Φασισμό απ' ότι ήταν είτε στον φιλελευθερισμό είτε στον μαρξισμό - λενινισμό. Ο 20ος αιώνας ήταν πράγματι ο Φασιστικός αιώνας»
Μετάφραση από antistasi.info