του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου
«Ένα περίεργο φαινόμενο που αξίζει να εξεταστεί, είναι η επιρροή που ασκεί ο «μαοϊσμός» σε ορισμένους ευρωπαϊκούς κύκλους, στο βαθμό που δεν πρόκειται μόνο για ομάδες δηλωμένου μαρξιστικού προσανατολισμού. Στην Ιταλία μπορούμε να αναφέρουμε ακόμη και ορισμένα περιβάλλοντα που διεκδικούν μια «λεγεωναρική» εμπειρία και έναν «φασιστικό» προσανατολισμό, ενώ αντιτίθενται στο “Movimento Sociale” καθώς το θεωρούν μη επαναστατικό, αστικό, γραφειοκρατικό, παγιδευμένο από τον ατλαντισμό. Μιλούν επίσης για τον Mao ως παράδειγμα».
Με αυτά τα λόγια, ο φιλόσοφος Julius Evola παρουσιάζει το άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα “Il Borghese” της 18ης Ιουλίου 1968. Ο μεγάλος Ιταλός φιλόσοφος, πλέον είναι ένα πολιτιστικό σημείο αναφοράς για τις νέες γενιές εθνικιστών, προειδοποιεί τους αναγνώστες για παράξενες ιδεολογικές αποπλανήσεις που φαίνεται να είναι αχαλίνωτες σε ορισμένους, επαναστατικής έμπνευσης, κύκλους εντός του νεοφασιστικού χώρου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο της εποχής εκείνης που κίνησε το ενδιαφέρον του συγγραφέα της «Εξέγερσης ενάντια στον σύγχρονο κόσμο», σε σημείο να τον παρακινήσει να εξετάσει για να εντοπίσει, από παραδοσιακή άποψη, στοιχεία άξια εξέτασης.
Η απάντηση ωστόσο είναι αρνητική και το άρθρο του «Η
Μαοική επιρροή» απορρίπτει χωρίς δισταγμό τις προθέσεις εκείνων των πιο
πρωτότυπων συντρόφων που κοιτάζουν με ενδιαφέρον την Κίνα του Μao. Επιπλέον από
την πλευρά του αριστοκρατικού εκπροσώπου της Παράδοσης, εκείνου δηλαδή που
αρνείται ότι άμεσα ή έμμεσα απορρέει από τη Γαλλική Επανάσταση (για αυτόν η
παρακμή του πολιτισμού που έχει ως ακραία συνέπεια τον μπολσεβικισμό), μια
τέτοια θέση ήταν κάτι παραπάνω από προβλέψιμη.
Για να δούμε όμως, ποιοι είναι αυτοί οι λεγόμενοι
«φαιοκόκκινοι φασίστες», οι ναζι -μαοιστές, που θα είχαν το «θράσος» να
συμφιλιώσουν τους αντιτιθέμενους εξτρεμισμούς σε μια ιστορική περίοδο που
μαίνεται η πολιτική αντιπαράθεση; Και σε ποια βάση θα σκόπευαν να προτείνουν
μια τέτοια συμμαχία; Αρκούν τα κοινά αντικαπιταλιστικά, αντιαστικά,
αντισιωνιστικά και αντιαμερικανικά αιτήματα; Για κάποιους προφανώς ναι. Για τι
ακριβώς πρόκειται τελικά; Ο «ναζιμαοισμός» λοιπόν, είναι στην πραγματικότητα
ένας όρος που επινοήθηκε από τον Τύπο μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1960
και των αρχών της δεκαετίας του 1970 για να προσδιορίσει μια νέα μαχητική θέση
που διαμορφώθηκε σε ένα πλαίσιο, αυτό το πανεπιστημιακό, που χαρακτηρίζεται από
μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις και μια γενική επιθυμία για αλλαγή. Για να
εντοπιστεί η γένεση αυτού του φαινομένου, είναι απαραίτητο να δώσω το
περιβάλλον της εποχής και να παρατηρηθεί το φοιτητικό κλίμα της διαμαρτυρίας
και ειδικότερα η δραστηριότητα ενός ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος που
ονομάζεται “Primula Goliardica”, που δραστηριοποιείται στον χώρο της
εξωκοινοβουλευτικής δεξιάς ξεκινώντας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του
1960.
Αυτή η ομάδα συμμετείχε στις καταλήψεις των
πανεπιστημιακών σχολών και τον Μάρτιο του 1968 ήταν παρών δίπλα στους φοιτητές
της άκρας αριστεράς στις περιβόητες συγκρούσεις της Valle Giulia κατά της αστυνομίας. (Εκείνη την εποχή
είχε ξεκινήσει η εξέγερση του Φοιτητικού Κινήματος, ο Μάης του 68 και το πανεπιστήμιο
της Αρχιτεκτονικής στην Valle Giulia, έμεινε στην ιστορία για την κατάληψη και
τα αιματηρά επεισόδια με την αστυνομία). Το κίνημα αυτό λοιπόν συμμετείχε ενεργά
και μάλιστα ηγήθηκε στις μεγάλες επιθέσεις εναντίον της αστυνομίας, με πάθος
και δύναμη, παρά τα μικρά νούμερα των ακτιβιστών σε σχέση με την αριστερά. Μέρα
και νύχτα με έδρα την σχολή της Αρχιτεκτονικής, ξεκινούσαν τα αιματηρά
επεισόδια που έφερναν όλο και περισσότερους νέους κοντά, ακόμη και στους ριζοσπάστες νεοφασίστες που διάλεξαν αυτόν
τον δρόμο, άλλωστε δίκαια αφού τα αιτήματα της εποχής ήταν τα ίδια σε όλους
τους νέους. Σημαντική και έμεινε χαραγμένη η μέρα που το Κράτος διέταξε επίθεση
για εκκένωση της κατάληψης και μάλιστα έσπευσαν σε βοήθεια, μαζί με την
αστυνομία, μέλη του τότε εθνικιστικού κόμματος, MSI, ακόμη και ενάντια σε
«συναγωνιστές» τους που είχαν διαλέξει τον πραγματικό αγώνα και όχι αυτόν των
εκλογών και της συναίνεσης με το καθεστώς.
Ωστόσο το κίνημα ήταν βραχύβιο και το 1969 ένα μεγάλο
μέρος του συγχωνεύτηκε στον εκκολαπτόμενο OLP, “Organizzazione Lotta di Popolo” (Οργάνωση
του Λαϊκού Αγώνα), μια από τις πιο πρωτότυπες και αμφιλεγόμενες οργανώσεις της
εξωκοινοβουλευτικής πολιτικής σκηνής εκείνων των χρόνων. Η “Lotta di Popolo”
γεννήθηκε επίσημα την 1η Μαΐου 1969 στο “Casadello Studente”, (Σπίτι του
Φοιτητή) της Ρώμης. Μεταξύ των ιδρυτών είναι πρώην ακτιβιστές της PG όπως ο Ugo Gaudenzi και ο Enzo Maria Dantini,
αλλά και διάφοροι άλλοι ακτιβιστές που προέρχονταν από διαφορετικές εμπειρίες
και σύντομα φτάνουν στη νέα πολιτική
ευθυγράμμιση τόσο από την άκρα αριστερά όσο και από την ακροδεξιά. Το κίνημα δείχνει
μεγάλο ενδιαφέρον για τη διεθνή κατάσταση και στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σενάριο
το σημείο αναφοράς αντιπροσωπεύεται από την Κίνα του Μao. Στο θέμα της
αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης, οι στρατευμένοι αντιβιστές της OLP υποστηρίζουν
τον Αραφάτ (εξ ου και η επιλογή του ακρωνύμιου που σκόπιμα θυμίζει Παλαιστίνη)
και προφανώς παίρνουν το μέρος των Βιετκόνγκ στον πόλεμο κατά του αμερικανικού
ιμπεριαλισμού.
Όπως και άλλες πολιτικές πραγματικότητες εκείνων των χρόνων, το κίνημα “Lotta di Popolo” τύπωσε επίσης μια ομώνυμη εφημερίδα βάζοντας τις ιδέες του στο χαρτί. Η εθνική κυριαρχία, η Ευρώπη των λαών, ο αντισοβιετισμός και ο αντιαμερικανισμός, ο αγώνας ενάντια στην αστική οικονομική δύναμη και η οικολογία είναι μερικά από τα θεμελιώδη θέματα, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τα κλασικά ακροδεξιά σχήματα και κόμματα, τα οποία περιστρεφόταν γύρω από τα ίδια και τα ίδια, αναμασημένες πολιτικές τροφές για ψήφους. Η Ρώμη και η Νάπολη αποδεικνύονται τα κύρια προπύργια του κινήματος, αλλά ένα εχθρικό κλίμα δυσπιστίας πλανάται σχεδόν παντού γύρω από το σχήμα «Ναζί-Μάο» που γίνεται μη βιώσιμο με την πάροδο του χρόνου. Στη Ρώμη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σημειώθηκαν πολλές φορές βίαιες συμπλοκές μεταξύ ακτιβιστών της “Lotta di Popolo” και εκπροσώπων του Φοιτητικού Κινήματος ή άλλων φατριών της εξωκοινοβουλευτικής άκρας αριστεράς. Οι διάφοροι κομμουνιστικοί σχηματισμοί κηρύσσουν ολοκληρωτικό πόλεμο στους φασίστες «χωρίς αν και χωρίς αλλά» και σε ορισμένους κύκλους η ψύχωση των «εισβολέων» και των «μασκοφόρων προβοκατόρων» πυροδοτεί ένα κλίμα έντασης που γίνεται όλο και πιο βαρύ για τα μέλη της “Lotta di Popolo”.
Στην πραγματικότητα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη και πριν από τη γέννηση της OLP, επεισόδια που πολλοί είχαν ήδη ερμηνεύσει ως «ξεκάθαρα παραδείγματα διείσδυσης» ή «πρόκλησης» είχαν συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις, αρκεί να σκεφτεί κάποιος για παράδειγμα, την παρουσία πρακτόρων με πολιτικά ρούχα και ακροδεξιών (αλλά του επίσημου κόμματος, που πάντα φλέρταρε με το Καθεστώς και με την αστυνομία) που βρέθηκαν σε αναρχικούς και κομμουνιστικούς κύκλους. Υπό το πρίσμα παρόμοιων γεγονότων, είναι εύκολο να κατανοηθεί μια ορισμένη δυσκολία από την πλευρά των αριστερών αγωνιστών στην αποδοχή τέτοιων «τολμηρών» και δυνητικά επικίνδυνων συμμαχιών. Από την άλλη όμως η καλή πίστη όσων πίστευαν πραγματικά στο «κοινό μέτωπο» δεν πρέπει να αγνοηθεί (κυρίως του εξωκοινοβουλευτικού νεοφασιστικού χώρου), έστω και με κάποια προνοητικότητα από την πλευρά εκείνων που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 θεωρούσαν τη σύγκρουση των «κόκκινων» και μαύρων» ως μια παγίδα του καθεστώτος, που θα έπαιζε αποκλειστικά στα χέρια των κυρίαρχων πλουτοκρατιών, εδραιώνοντας αυτή την φιλοατλαντική κεντρική εξουσία (στηριζόμενη και από την επίσημη ακροδεξιά) που στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει τον αυθεντικό εχθρό και των δύο φατριών.
Το 1973 σηματοδοτεί το τέλος της εμπειρίας της
“Οργάνωσης του Λαϊκού Αγώνα”. Εξουθενωμένοι από την έντονη και αιματηρή
σύγκρουση, από την τεράστια δυσπιστία και την επακόλουθη απομόνωση που έχει
επικρατήσει γύρω από το κίνημα, ορισμένοι αγωνιστές επιστρέφουν στους παλαιούς
χώρους που ανήκουν ενώ άλλοι δημιούργησαν την “Επιτροπή Αλληλεγγύης για τον
Franco Freda”, που εκείνη την περίοδο κατηγορήθηκε για τη σφαγή της Piazza Fontana
(μια πολύνεκρη έκρηξη σε μια τράπεζα του Μιλάνο, που κατηγορήθηκαν στην αρχή οι
αναρχικοί και μετά οι νεοφασίστες. Φυσικά το Κράτος ήταν από πίσω,
ενορχηστρωτής όλων). Ο Franco «Giorgio» Freda ήταν σημείο αναφοράς για τους
λεγόμενους «Ναζιμαοϊστές» αφού στην ιταλική ριζοσπαστική ακροδεξιά πρότεινε
ρητά μια συμμαχία με τις επαναστατικές ομάδες της άκρας αριστεράς. Τον Αύγουστο
του 1969, μιλώντας στο Regensburg, σε μια συνεδρίαση της επιτροπής διαχείρισης
του “Ευρωπαϊκού Επαναστατικού Μετώπου”, ο Freda έδωσε μια ομιλία που αργότερα
δημοσιεύτηκε σε ένα δοκίμιο από τον δικό του εκδοτικό οίκο (Edizioni Ar) με
τίτλο “Η αποσύνθεση του συστήματος”. Πρόκειται για ένα επαναστατικό κείμενο στο
νεοφασιστικό πλαίσιο αφού έρχεται σε ρήξη με τη νοσταλγία που συνδέεται με την
εικοσαετία - κυβέρνηση Μουσολίνι - και
αμφισβητεί τον κύριο άξονα στον οποίο στηρίζονταν μέχρι τότε τα αιτήματα της
ακροδεξιάς: την Ευρώπη.
«Υπό το πρίσμα μιας παγκόσμιας ιστορικής κατάστασης
κατά την οποία, ο λατινοαμερικανός αντάρτης εμμένει στο όραμά μας για τον κόσμο
πολύ περισσότερο από ότι ο Ισπανός που υποτάχτηκε στους ιερείς και τις ΗΠΑ.
Επομένως ο πολεμιστής λαός του Βόρειου Βιετνάμ, με τον νηφάλιο, σπαρτιατικό,
και ηρωικό τρόπο ζωής του, μοιάζει πολύ περισσότερο με τη μορφή της ύπαρξής μας
από το ιταλικό ή γαλλικό ή δυτικογερμανικό οργανισμό. Για το οποίο ο
Παλαιστίνιος τρομοκράτης είναι πιο κοντά στην σκέψη εκδίκησης μας παρά ο Άγγλος
(Ευρωπαίος; αλλά αμφιβάλλω!) Εβραίος ή Ιουδαίος. Υποστηρίξαμε την ευρωπαϊκή
ηγεμονία, απευθυνόμενοι σε μια Ευρώπη που μέχρι τώρα είχε αμερικανοποιηθεί ή
σοβιετικοποιηθεί, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι αυτή η Ευρώπη είχε γίνει υπηρέτρια
των ΗΠΑ ή της ΕΣΣΔ, γιατί οι λαοί και τα έθνη της Ευρώπης είχαν απορροφήσει –
μετέπειτα αλλά όχι ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας – τις ιδεολογικές
εξαγωγές των Η.Π.Α. και ΕΣΣΔ».
Ο Freda ελπίζει στη δημιουργία ενός «Λαϊκού Κράτους» από ορισμένες απόψεις όχι σε αντίθεση με τον ασιατικό κομμουνισμό, αλλά σε ένα πλαίσιο παραδοσιακών αξιών τυπικών της «Εβολιανής δεξιάς» με σαφείς αναφορές στη Πολιτεία του Πλάτωνα. Υπό αυτή την προοπτική όλες οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου θα πρέπει να διαλυθούν, για να δημιουργηθεί χώρος για τη σύσταση μιας «Λαϊκής Πολιτοφυλακής» που θα αποτελείται από εθελοντές. Την καταστροφή του αστικού συστήματος ελπίζει ο Freda μέσω της δημιουργίας ενός κοινού μετώπου:
«Ωστόσο θέλουμε να απευθυνθούμε σε αυτούς που απορρίπτουν ριζικά το σύστημα, τοποθετώντας τους εαυτούς τους πέρα από την αριστερά του με πεποίθηση ότι ακόμη και με αυτούς μπορεί να επιτευχθεί μια πιστή ενότητα δράσης στον αγώνα ενάντια στην αστική κοινωνία».
Το έργο απέσπασε αμέσως μόνο εξειδικευμένα
χειροκροτήματα, ωστόσο, ξεκινώντας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970,
έγινε ουσιαστικό σημείο αναφοράς για πολλούς αγωνιστές που ανήκουν στις νέες
γενιές της ιταλικής ακροδεξιάς. Ήταν ο συνεχιστής των “ναζιμαοιστών” του 1968,
αλλά τα πράγματα άλλαζαν πλέον στην Ιταλία, με τα χρόνια του μολυβιού και την
στρατηγική της έντασης από το Καθεστώς, όπου έντεχνα, χρησιμοποίησε όλα τα
«δημοκρατικά» όπλα του για να κυλήσει στο αίμα την Ιταλία με εκατοντάδες
νεκρούς, τραυματίες, βόμβες, εκρήξεις και μίσος. Νεαροί εθνικιστές
δολοφονήθηκαν από αριστερούς τρομοκράτες με την ανοχή και ατιμωρησία του
Κράτους, εκατοντάδες συναγωνιστές συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε πολλά
χρόνια φυλακή, ακόμη βρίσκονται στα κελιά κάποιοι, ενώ υπάρχουν δικαστικές εκκρεμότητες
που ταλαιπωρούν πολλούς άλλους σε προχωρημένη πλέον ηλικία. Το καθεστώς τελικά
νίκησε, απαγορεύοντας κινήματα, ανθρώπους και ζωές. Αλλά δεν μπόρεσε να νικήσει
την Πίστη!