Ο Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων) και η πρώιμη Εθνική αναγέννηση του Ελληνισμού

 Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες

να τον ορθώσεις απάνω στους ώμους σου

τον συντριμμένο ναό των Ελλήνων!

Του Νόμου το άγαλμα σταίνεις Κορώνα του,

στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες

τους λογισμούς των Πλωτίνων.


Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη  το 1355 μ. Χ. Έκανε λαμπρές σπουδές στην Ανδριανούπολη, όπου ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με το έργο του Πλάτωνα. Αργότερα, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), εγκαταστάθηκε με την ανοχή του φίλου του, Αυτοκράτορος Μανουήλ του Β' Παλαιολόγου το 1400 στο Δεσποτάτο του Μυστρά, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή.

Υπήρξε ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), η σκέψη του οποίου επηρέασε έντονα την ιταλική διανόηση της εποχής και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση του ρεύματος που ονομάστηκε «Αναγέννηση».

 Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων, Γεννάδιος Σχολάριος (μελλοντικός εχθρός του δασκάλου του και πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση), Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης. Οι δεσπότες του Δεσποτάτου Θεόδωρος Α΄, Θεόδωρος Β΄ και Κωνσταντίνος (1428/1443-1449), ο κατοπινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’) συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα. Είχε επίσης μακρά σταδιοδρομία ως δικαστής.

 Οι αντιλήψεις και η φιλοσοφία του Γεωργίου Γεμιστού είχαν επηρεαστεί καθαρά από τις ιδέες του Πλάτωνα (άλλωστε αυτό μαρτυρά και το όνομα «Πλήθων», που είχε επιλέξει για τον εαυτό του). Περικυκλωμένος από την κοινωνική, ηθική, πολιτική και οικονομική παρακμή του Βυζαντινού κόσμου που ψυχορραγούσε, ο Γεμιστός πρότεινε μια φυγή προς τα εμπρός με ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας της εποχής του στο πλαίσιο μιας ιδεατής πλατωνικής «Πολιτείας». Στην κοινωνία που οραματιζόταν, θα γινόταν εκ νέου αναδιανομή της γης σε ίσα μερίδια ενώ πρότεινε να διαιρεθεί ο πληθυσμός σε πολεμιστές και σε αγρότες και οι δεύτεροι να συντηρούν τους πρώτους. Οι πολεμιστές - υπερασπιστές θα ήταν μόνο γηγενείς και όχι αλλόφυλοι (ο βυζαντινός Αυτοκρατορικός στρατός της εποχής εκείνης αποτελούταν κυρίως από μισθοφόρους, ενώ οι γηγενείς κάτοικοι είχαν περιοριστεί στον ρόλο του κολίγου - δουλοπάροικου), ενώ θα απαγορευόταν με νόμο η πολυτέλεια και η εξαγωγή καρπών από την χώρα.

 Μέσα από τους συλλογισμούς του Πλήθωνα βλέπουμε να ξεπετάγεται μια αρμονική Ελληνική πολιτεία στην οποία υπάρχει θέση για κάθε Έλληνα πολίτη. Ο Πλήθων αρνιόταν ακόμη την έγγειο ιδιοκτησία, γιατί έβλεπε σ’ αυτήν την γενομένη αδικία σε βάρος του Ελληνικού λαού. Διέβλεπε ακόμη και την αντίδραση των γαιοκτημόνων στο πρόγραμμά του, που έχοντας τεράστιες εκτάσεις ζούσαν πλουσιοπάροχα, αφήνοντας τον Ελληνικό λαό να πεθαίνει μέσα στην πείνα και την εξαθλίωση. Οι γαιοκτήμονες αντιδρούσαν στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Πλήθωνα, γιατί έβλεπαν σ’ αυτό τον περιορισμό των προνομίων τους και όχι μόνον. Το μέτρο της δημιουργίας Εθνικού στρατού, που ο φιλόσοφος θεωρούσε σαν το Α και το Ω, για την ανάπτυξη και την προστασία της μελλοντικής Ελληνικής πολιτείας που ονειρεύτηκε, πήγαινε κόντρα στα αποσχιστικά σχέδια των μεγάλων γαιοκτημόνων, που δεν εμπιστεύονταν τον Ελληνικό λαό, αλλά τους ξένους μισθοφόρους τους!

Ύπαρξη Εθνικού στρατού σήμαινε ταυτόχρονα και αφύπνιση της Ελληνικής συνείδησης. Αυτή η αφύπνιση όμως ήταν αντίθετη στον ηδονικό κοσμοπολιτισμό των γαιοκτημόνων, γιατί διέβλεπαν σ’ αυτήν το τέλος του μαλθακού τους βίου, σε συνάρτηση με τον περιορισμό των άπειρων προνομίων τους.

Ουσιαστικά ο Πλήθων επιζητούσε την εξίσωση όλων των πολιτών και την οργάνωση τους σε ένα σχήμα που αρχικώς θα εξασφάλιζε την επιβίωση του έναντι της Οθωμανικής επιβουλής και αργότερα θα επιδίωκε να πραγματώσει το ανώτερο πλατωνικό «Αγαθό» σύμφωνα με τις επιταγές της Πλατωνικής φιλοσοφίας. 

Μια άλλη βασική συνιστώσα της ιδεολογίας του Γεμιστού ήταν η ανάγκη το Θεοκρατικό Βυζάντιο να αντικατασταθεί από ένα νέο κράτος με κύριο ενοποιητικό στοιχείο του τον Ελληνικό εθνισμό και την κοινή Ελληνική καταγωγή.

Στα μάτια του Πλήθωνα, η διαμάχη μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών φαντάζει εντελώς αντιπαραγωγική, παρόλο που ο ίδιος θα συνταχθεί με τους ανθενωτικούς στη διάρκεια της διάσκεψης και μάλιστα, στα 1448, θα γράψει το έργο Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος όπου απορρίπτει τις απόψεις των Λατίνων και υποστηρίζει την ορθοδοξία. Αντιθέτως ο ισχυρότερος πολέμιος της Ένωσης που έλαβε μέρος στην Σύνοδο ήταν ο Μάρκος Ευγενικός που αντιτάχθηκε με σθένος στην Ένωση για λόγους καθαρά δογματικούς.

 Ο Πλήθων - Γεμιστός πίστευε πως η σωτηρία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού θα ερχόταν μόνο μέσα από τον ίδιο και την αναγέννηση του και όχι από τρίτους. Ο Γεμιστός διατράνωσε την πίστη του αυτή σε πολλές επιστολές του προς Βυζαντινούς αξιωματούχους. Σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Εμμανουήλ Παλαιολόγο το 1412 αναφέρει: «Λοιπόν είμαστε βέβαια Έλληνες στην καταγωγή εμείς, τους οποίους κυβερνάτε και είσθε βασιλείς, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτη Παιδεία.  Δεν μπορεί δε να βρεθεί οικειότερη Χώρα για τους Έλληνες από την Πελοπόννησο και την Χώρα της Ευρώπης, που είναι κοντά σε αυτήν και τα γειτονικά νησιά. Γιατί όπως φαίνεται βέβαια, οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν την Χώρα, οι ίδιοι όσο θυμούνται άνθρωποι, χωρίς να έχουν κατοικήσει άλλοι πριν από αυτούς». ...»Αλλά αντίθετα οι ίδιοι οι Έλληνες φαίνεται ότι κατοικούσαν αυτή την Χώρα και δεν την εγκατέλειψαν..».

 Ο Πλήθων συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των Στωικών και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια Πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πνεύματος και στην οποία Πολιτεία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».

 Στον Μυστρά ο Πλήθων έλαβε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, το οποίο χρησιμοποίησε με υποδειγματική αμεροληψία (όπως μαρτυρείται από τον επικήδειο που εκφώνησε ο μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, απόσπασμα του οποίου παραθέτει ο Μανδηλάς: «και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους», καθώς επίσης είχε και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων, του Φαναρίου και των Βρυσών, η οποία κηδεμονία του εξασφάλιζε οικονομική άνεση. Πολύ σύντομα συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, συνέγραψε τα βιβλία «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων» και προέβαλε δυναμικά ένα αίτημα για άμεση επανελλήνιση. 

Στο 16ο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Μανδηλάς γράφει: «από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για την δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο τον γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν'; αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο ανθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της επίγειας ζωής τους. Προς αυτήν λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Γεμιστού». 

Το «Περί Νόμων» βιβλίο του, ένα πλήρες σχέδιο για επανελληνοποίηση της Πελοποννήσου, δυστυχώς κάηκε δημόσια μετά τον θάνατό του από τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό» βιβλίο. Κοιτάζοντας τις συνθήκες που διέπουν σήμερα την ζωή του λαού μας, αλλά και το μέλλον του, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι δεν προμηνύουν τίποτε ευχάριστο. Αντίθετα!!! Όπως και τότε έτσι και σήμερα, λίγες οικογένειες ελέγχουν την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου μας, με εκπροσώπους τα ανδρείκελα που το μόνο που γνωρίζουν είναι να υπηρετούν κατά γράμμα τις επιταγές, των ξένων αφεντικών τους. 

Οι προοδευτικοί και οι νεοφιλελεύθεροι του σήμερα, αντικρίζοντας το σύστημα του Πλήθωνα το κατακρίνουν χαρακτηρίζοντάς το ιδιαίτερα σκληρό, για τον «σημερινό άνθρωπο». Θα συμφωνήσουμε μαζί τους, λέγοντας ότι ο Ταΰγετος δεν γαλουχεί άλλου είδους ανθρώπους, αλλά ανθρώπους σκληρούς, τίμιους κι όχι ύπουλους και ψεύτες αρνησιπάτριδες, που εξαγοράζουν την Εθνική τους ταυτότητα με την κοσμοπολίτικη απροσωπία. Οι εχθροί του Ελληνισμού σήμερα όπως και τότε είναι παντοδύναμοι. Η φωνή του μεγάλου φιλοσόφου, ας μιλήσει στην ψυχή όλων όσων ποθούν να δουν μια Ελλάδα ελεύθερη από προστάτες και δυνάστες.

πηγή

Arditi - The Earth Shall Tremble Under the Tramp of Our Feet


 

Εκ μέρους της συντακτικής ομάδας του «Μαύρου Κρίνου» και των αυτόνομων/ανένταχτων συναγωνιστών της «Τρίτης Θέσης» μια συμβολική κίνηση στην μνήμη του Γάλλου Φασιστή François Duprat (26.10.1940 – 18.03.1978): αποστολή «προπαγανδιστικού» υλικού σε 10 πόλεις της Ελλάδος.


Με την αμέριστη βοήθεια του Συναγωνιστή Κ.Τ. ο οποίος εδώ και χρόνια στηρίζει τις αυτόνομες/ανένταχτες ομάδες και κινήσεις καθώς και με την οικονομική συνδρομή των Αυτόνομων Αντιδημοκρατών της «Τρίτης Θέσης» - που προβάλλει και ενισχύει σε όλα τα επίπεδα από το 2007 η συντακτική μας ομάδα - μερικές μέρες πριν την 18η Μαρτίου εστάλησαν ΔΩΡΕΑΝ σε δεκάδες συναγωνιστές και συναγωνίστριες σε δέκα πόλεις της πατρίδας μας, φάκελοι που περιείχαν πολιτικά φυλλάδια, αφίσες, είδη ένδυσης, μουσικά και πολιτικά cd, ιδεολογικά βιβλία, μπροσούρες, αρχειακό υλικό για αναπαραγωγή καθώς και εκατοντάδες αυτοκόλλητα (ανάμεσα σε άλλα πολλά από Γαλλία) σε διαφορετικά μεγέθη και ποιότητες με διάφορα πολιτικά θέματα. 

Σκοπός της συμβολικής αυτής κίνησης η άμεση ενίσχυση και ενημέρωση των νεολαίων συναγωνιστών αλλά και για να υπάρχει το ιδεολογικό μας «αποτύπωμα» σε λαϊκές γειτονιές, χώρους εργασίας, χώρους νεολαίας, σχολεία, σχολές και όπου αλλού χρειάζεται προς φρίκη των τρωκτικών της antifa αλλά και των κρατικών παλιάτσων. 

Παράλληλα με αυτή την αυτόνομη πρωτοβουλία ενημερώσαμε και μέσω του διαδικτύου αυτούς που στηρίζουν τις Αντιδημοκρατικές Ιδέες με έργα και όχι με λόγια για τις δυο αυτόνομες κινήσεις αλληλεγγύης που είναι σε εξέλιξη - πάντα με την στήριξη δεκάδων αυτόνομων συναγωνιστών οι οποίοι δεν ξεχνούν όσους βρίσκονται σε δύσκολη θέση και βοηθούν από το υστέρημα τους - λόγω των διώξεων και της καθημερινότητας. Αυτή η προσπάθεια που έχει να κάνει κυρίως με χρήματα και τρόφιμα συνεχίζεται αφού οι ανάγκες είναι σημαντικές και η επιβίωση πιο δύσκολη από ποτέ. Για μια ακόμη φορά θα σταθούμε στο πλευρό τους.

Η συντακτική ομάδα του «Μαύρου Κρίνου» και οι ανένταχτοι/αυτόνομοι συναγωνιστές της «Τρίτης Θέσης» αφιερώνουν αυτή την συμβολική κινηματική προσπάθεια στην μνήμη του Γάλλου Συναγωνιστή και αντισιωνιστή François Duprat ο οποίος δολοφονήθηκε άνανδρα από τους παγκόσμιους εξουσιαστές την 18η Μάρτη του 1978 και ήταν μια από τις εμβληματικές μορφές της «εθνικοεπαναστατικής» (NR) τάσης του κινήματος.

François Duprat: Παρών!

Εκ μέρους της συντακτικής ομάδας του «Μαύρου Κρίνου» και αυτόνομων/ανένταχτων συναγωνιστών της «Τρίτης Θέσης»


Ένα μικρό δείγμα από φωτογραφίες που λάβαμε από τους αυτόνομους συναγωνιστές:


Σύρος


Πειραιάς


Κόρινθος





Θεσσαλονίκη


Με την συνδρομή των Αυτόνομων νεοφασιστών στάλθηκαν οι φάκελοι που είχαν ανάμεσα σε άλλα εκατοντάδες αυτοκόλλητα με διαφορετικά θέματα: παραλήφθηκαν δωρεάν από νεολαίους συναγωνιστές σε δέκα πόλεις της Ελλάδος στην μνήμη του Γάλλου συναγωνιστή ...





Μοσχάτο - Πετράλωνα - Καλλιθέα

Μνήμη Θεόφιλου Γεωργιάδη - Εγώ η Άνοιξη (ποίημα του Κωνσταντίνου Στυλιανού)

Την επιστροφή μου σου υποσχέθηκε ο Ήλιος.

Είμαι η γλυκεία Άνοιξη.

Και μέχρι εσύ να επιστρέψεις θα στείλω τα τραγούδια μου.

Θα ταξιδέψω στα λόγια των Ηρώων.

Και θα στέλνω το χώμα της πατρίδας μου.

Για αυτό ακούστε με προσεκτικά. 

Συντροφιά με τον Άδη θα γκρεμίσουμε το κάστρο που φυλακίσατε την Περσεφόνη.

Θα επιστρέψω την εποχή μου. Η Περσεφόνη με οδηγεί στην Γη που της ανήκει. Και τότε οι άξιοι θα κερδίσουν την Κόρη. 

Η Άνοιξη δεν ανήκει στους προδότες της ζωής. Ανήκει σε ατρόμητους πολεμιστές. Αυτοί κοιτάζουν το θηρίο της καθημερινότητας στα μάτια. Οι σιωπές τους σηκώνουν ανάστημα απέναντι στην τυραννία της λήθης που εσείς σκορπίσατε.

Και τότε όλοι εσείς θα κρυφτείτε στις τρύπες σας γιατί η περιφρόνηση μου θα εκδικηθεί τους χειμώνες που επιβάλατε στα αδέλφια μου.

Βάλτε καλά στο μυαλό σας την επιστροφή μου γιατί συντροφιά με τον Ήλιο θα σκορπίσω τον Έρωτα στις ψυχές των συντρόφων μας.

Είμαι η Άνοιξη και έρχομαι για σένα.


Εις μνήμην: Κομάντο Θεόφιλος Γεωργιάδης

Η αθλιότητα του ελλαδικού παρόντος.


Πριν λίγες ημέρες ήρθε στο φως της δημοσιότητας ένα ακόμη γεγονός που αναδεικνύει την αθλιότητα του ελλαδικού παρόντος. Ο αστυνομικός - οδηγός ενός εκ των συνοδευτικών αυτοκινήτων της κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη, (ξέρετε, χρειάζονται πολλά αυτοκίνητα οι βουλευτές), αγνοώντας τους τροχονομικούς κανονισμούς παραβίασε τις σημάνσεις και (οδηγώντας το βουλευτικό αυτοκίνητο) τράκαρε έναν νεαρό οδηγό μοτοσικλέτας, έξω από το κοινοβούλιο.

Η τραγωδία ήταν διπλή. Γιατί πέρα από την ανθρώπινη ζωή ενός αθώου Έλληνα που χάθηκε στην άσφαλτο, η όλη συμπεριφορά του θύτη και η συνακόλουθη διαχείριση του ζητήματος από την κυβερνητική κουστωδία της φαμίλιας που κυβερνά τον τόπο, έκανε την φρίκη ακόμη μεγαλύτερη. Ο οδηγός αντί να σταματήσει για να βοηθήσει τον χτυπημένο, τον αγνόησε και μπήκε με το όχημα που οδηγούσε στην Βουλή. Μάλιστα ο τροχονόμος που βρισκόταν έξω από το κοινοβούλιο, λειτουργώντας με το κομματικό σκεπτικό της παράταξης των "νοικοκυραίων" και όχι βάσει του αστυνομικού καθήκοντος, έσπευσε να διώξει και να απειλήσει τους αυτόπτες μάρτυρες, φοβούμενος το πολιτικό κόστος που θα προκαλούσε στο κόμμα του η γνωστοποίηση του γεγονότος.

Η συμπεριφορά του δράστη, του τροχονόμου και της οικογένειας που διαφεντεύει κράτος και δήμους απέδειξε τα εξής.

α) ότι τα στελέχη των "τριτοκοσμικών ευρωπαϊστών" που κυβερνούν τον τόπο υπό τις οδηγίες της Μέρκελ, των Η.Π.Α,  του Ισραήλ και άλλων φιλελεύθερων δυνάμεων, νιώθουν ότι ζουν σε ένα χωράφι τους. Όποτε θέλουν τηρούν και επικαλούνται τους νόμους, όποτε θέλουν τους παραβιάζουν. Γι αυτούς όλα επιτρέπονται. Το κόμμα τους διοικεί μια αποικία. Και οι ζωές των ιθαγενών δεν μπορεί να έχουν την ίδια αξία με το κομματικό προφίλ.

β) ότι όλα μπορεί να έχουν όριο. Όχι όμως η απανθρωπιά και η προστυχιά των θιασωτών της φιλελεύθερης ιδεολογικής ηγεμονίας. Αν και αυτό είναι κάτι γνωστό σε όσους διαβάζουν την ιστορία του 19ου και του 20ου αιώνα, η παρατήρηση του πολιτικού παρόντος αρκεί για να μας το υπενθυμίσει.

Ο εν λόγω τύπος, που έχει το θράσος να φορά το εθνόσημο, πόσο διαφορετικά θα είχε κριθεί απ' όσους σοβαρούς Έλληνες  έχουν απομείνει αν είχε σταματήσει να περιθάλψει και να βοηθήσει τον τραυματία; Κανείς δεν θέλει ένα τροχαίο, αλλά δυστυχώς είναι κάτι που μπορεί να συμβεί. Πόσο ανθρώπινο και υπεύθυνο θα ήταν αν, μόλις γινόταν το ατύχημα, σταματούσε και έσπευδε να βοηθήσει τον τραυματία; Τι θα μπορούσε τότε να του προσάψει κανείς; Αμέλεια, απροσεξία, θάνατο εξ αμελείας; Ναι.

Αλλά όλα αυτά, όσο τραγικά και αν είναι, μπορούν να συμβούν στον καθένα μας. Αντιθέτως ο ελεεινός πραιτοριανός δεν συμπεριφέρθηκε όπως το συναίσθημα του κάθε κανονικού ανθρώπου θα πρόσταζε. Σκέφτηκε ότι η δημοσιοποίηση του ατυχήματος μπορεί να προκαλούσε ζημιά στο πολιτικό προφίλ της οικογένειας που τον προσέλαβε ως οδηγό. Και από το να προκληθεί μια ρωγμή στο πολιτικό προφίλ της κυβερνητικής μαφίας, προτίμησε να αποκρύψει το συμβάν. Να φύγει για το πάρκινγκ της Βουλής και να υποκριθεί ότι δεν συνέβη τίποτε!! Εξάλλου αν ζούσε ο τραυματίας, το mediaακό και το πολιτικό κατεστημένο θα φρόντιζαν να διαχειριστούν το ζήτημα με τρόπο που δεν θα προκαλούσε εντάσεις.

Μόνο που ο τραυματίας πέθανε. Μόνο που ζούμε στην εποχή των social media και το γεγονός καταγράφηκε και μαθεύτηκε. Χρειάστηκε λοιπόν να περάσουν τρεις ολόκληρες μέρες απόκρυψης και συγκάλυψης του γεγονότος από τον πολιτικό κόσμο και τα ΜΜΕ, για να ψελλίσει το κόμμα των "νοικοκυραίων" μια δικαιολογία της συμφοράς, όταν το διαδίκτυο βοούσε.

Αλλά όπως λέμε διαρκώς (και δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε) αυτά και χειρότερα αξίζουν στον μέσο Ελλαδίτη. Δυστυχώς είναι λίγοι σήμερα εκείνοι που κρατούν ακόμη στην ψυχή τους τις αξίες του παλιού ελληνισμού. Τα ήθη και τις πρακτικές που μεγάλωσαν γενεές επί γενεών. Ποια ευθύνη, ποια αλληλεγγύη, ποια εντιμότητα; Αυτά είναι ξεπερασμένα πράγματα οπισθοδρομικών μυαλών. Οι περισσότεροι προτιμούν στις μέρες μας τον μεταμοντέρνο συρμό της εποχής. Θέλουν "πρόοδο", φιλελευθερισμό, τηλεριάλιτι, life style, ελεύθερες αγορές, ελεύθερες διασκεδάσεις, ελεύθερα ήθη, πρεστίζ χαρτογιακάδων. Αυτή είναι η ηθική και η κουλτούρα των "νοικοκύρηδων" της εποχής μας. Αυτών που θέλουν να γίνουν "Ευρωπαίοι", "Αμερικανοί" και, ασφαλώς, αυτών που ψηφίζουν τους πολιτικούς οι οποίοι εγγυώνται όλα τα παραπάνω.

Όλοι εκείνοι που εκδηλώνουν σήμερα τα συμπεριφορικά γνωρίσματα του "καθώς πρέπει" Έλληνα (κάτω από τον μανδύα μιας σοβαροφάνειας και ενός επιδερμικού φολκλόρ δεξιάς κοπής) εκφράζουν μια συμπλεγματική αντιπάθεια προς την σοβαρότητα και προς τις αξίες που ευδοκίμησαν σε παλαιότερες εποχές. Αλλά ακόμη μεγαλύτερη είναι η βιωματική τους πίστη στο σύστημα της παρούσας εξουσίας και στην κουλτούρα του. Μια πίστη για την οποία δεν διστάζουν να θυσιάσουν και μερικές ζωές προκειμένου να την υπερασπιστούν. Μόνο που αγνοούν ότι αυτές οι ζωές που θυσιάζονται μπορεί να είναι και των παιδιών τους.

πηγή

Μνήμη Pierre Drieu La Rochelle (03.01.1893 - 15.03.1945)

 


του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

O Pierre Drieu La Rochelle, αυτοκτόνησε στο Παρίσι στις 15 Μαρτίου 1945. Ο Γάλλος διανοούμενος συχνά συζητήθηκε αρνητικά λόγω της κριτικής που υπέστησαν εκείνοι που εργάστηκαν υπέρ του ονόματος της εξέγερσης. Στη μνήμη της παρουσίας του, θεωρούμε χρήσιμο να αφηγηθούμε την ουσία της ευρωπαϊκής σκέψης και του ονείρου, μια φαινομενική ουτοπία που ακυρώθηκε από τη σημερινή «Ένωση».

Ένας συνεχής σύντροφος της ύπαρξης του Drieu La Rochelle ήταν η μοναξιά. Η παραδοξότητα προς την  γαλλική κοινωνία της εποχής του, άσκησε στον ίδιο υπερβολικό βάρος από την εφηβεία. Μετά τις σχολικές δυσκολίες (που οδήγησαν στην πρώτη σκέψη αυτοκτονίας) η φιγούρα του κατάφερε να πάρει φήμη. Θεωρημένος ως αιρετικός από τους περισσότερους, αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση για κάτι αφηρημένο που θα μπορούσε να του δώσει την πραγματική ελευθερία.

Μέσω του «Gilles», του πιο διάσημου κειμένου του, αντιλαμβάνεται κανείς την κραυγή για βοήθεια και την αίσθηση της αδιαθεσίας απέναντι στο ότι η Γαλλία δεν μπορεί να αντιταχθεί στην έλευση του εχθρού. Ο Drieu La Rochelle δεν περιορίστηκε ποτέ στη δημιουργία απλών αυτοβιογραφικών μυθιστορημάτων, αλλά επέλεγε πάντα τη συνέχιση ενός ονείρου: την έλευση μιας ενωμένης Ευρώπης, ισχυρή στην ποικιλομορφία της, αλλά ακόμη περισσότερο στην επιλογή της ανεξάρτητης λειτουργίας. Χωρίς κάτι που θα μπορούσε να αποκλείσει την ελευθερία.

Δεν έγινε ποτέ κατανοητός στη Γαλλία μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Παρεμποδίστηκε και κατηγορήθηκε για συνεργασία με την Γερμανία, γι 'αυτό υπέστη πολλές φορές λογοκρισία. Στις 15 Μαρτίου, συνειδητοποιώντας ότι θα καταλήξει φυλακισμένος και θα θεωρηθεί προδότης του έθνους του, διέπραξε την αυτοκτονία, αφού  προσπάθησε πολλές φορές. Ένιωσε ότι ήταν καθήκον του να μεταδώσει το αποτύπωμα του στην ιστορία, τελικά απαλλαγμένος από όλες τις κατηγορίες και το μίσος που χυνόταν προς αυτόν.

Τα γραπτά του εξακολουθούν να θεωρούνται κλασικά στην Γαλλία σήμερα, εκτιμώμενα θετικά επίσης από τις πιο ακραίες πολιτικές ομάδες. Στην Ελλάδα  θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν πολλά για τον Drieu, με την αριστερά να είναι αδύναμη να καταλάβει τις σκέψεις του και την δεξιά συχνά φοβισμένη από τα «άβολα» φαντάσματα.

Χρειάζεται  η επιθυμία για αλήθεια και θάρρος ώστε να δώσουμε τη δέουσα πίστη στην παράδοση και τις ταυτότητες που χαρακτηρίζουν το παρελθόν μας, γεμάτο αξίες και περιφρόνηση για τον μηδενισμό. Ένας πολιτιστικός αγώνας και το όνειρο μιας νέας Ευρώπης περνούν επίσης από την ανακάλυψη της σκέψης του Drieu La Rochelle: «Η Ευρώπη έχει καταντήσει στο να έχει  τις εκκλησίες της χωρίς Θεό, τα παλάτια της χωρίς βασιλιάδες, όπως αστραφτερά κοσμήματα σε μη γινωμένα στήθη».

José Antonio Primo de Rivera: Ένας πνευματικός πατριώτης

 


Συγγραφέας: Radbod

Μετάφραση: Ρωμανός

«Ο Φασισμός γεννήθηκε για να εμπνεύσει μια πίστη όχι της Δεξιάς (η οποία κατά βάσιν φιλοδοξεί να συντηρεί τα πάντα, ακόμη και την αδικία) ή της Αριστεράς (η οποία κατά βάσιν φιλοδοξεί να καταστρέψει τα πάντα, ακόμη και την καλοσύνη), αλλά μια συλλογική, ολοκληρωμένη, εθνική πίστη» 

José Antonio Primo de Rivera

Ο José Antonio Primo de Rivera y Saenz de Heredia Marques de Estella ή José Antonio (όπως συνήθως αναφέρεται) γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1903 στην Μαδρίτη, για να μεγαλώσει σε ένα υγιές αριστοκρατικό οικογενειακό περιβάλλον ως ο μεγαλύτερος γιος του στρατηγού Miguel Primo de Rivera, ο οποίος ήταν ο ηγέτης της Ισπανίας από το 1923 έως το 1930. Η οικογένειά του ήταν κοινωνικώς εξέχουσα στην Ανδαλουσία, έχοντας συνδεθεί μέσω επιγαμιών με μεγάλους γαιοκτήμονες και εμπόρους της περιοχής  Jerez de la Frontera 1. Από τον πατέρα του ο Χοσέ Αντόνιο κληρονόμησε τον τίτλο του μαρκησίου της Estella (marqués de Estella).

Ο πατέρας του, μετά από μια γρήγορη και λαμπρή στρατιωτική σταδιοδρομία στην Κούβα, τις Φιλιππίνες και το Μαρόκο, έγινε κυβερνήτης του Κάδιθ (1915), στην συνέχεια με την σειρά γενικός διοικητής της Βαλένθια, της Μαδρίτης και της Καταλονίας. Από την Καταλονία πραγματοποίησε πραξικόπημα τον Σεπτέμβριο του 1923, διαλύοντας το Κοινοβούλιο (Cortes Generales) και στην συνέχεια εγκαθίδρυσε, με την πλήρη έγκριση του βασιλέως Αλφόνσου του 13ου, ένα στρατιωτικό διευθυντήριο. Το σύνταγμα του 18762, καθώς και οι πολιτικές ελευθερίες ανεστάλησαν.  Η στρατιωτική δικτατορία αντικαταστάθηκε από μια πολιτική (1925)· αμφότερες κυβέρνησαν αρκετά μετριοπαθώς, χωρίς τις βιαιότητες και την ακραία καταστολή, οι οποίες χαρακτήριζαν τις μεταγενέστερες δικτατορίες

Ο Miguel Primo de Rivera τερμάτισε τον πόλεμο στο Μαρόκο (1926), εισήγαγε πολλά μέτρα με στόχο  τον οικονομικό εκσυγχρονισμό και την διοικητική μεταρρύθμιση και ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων, η διακυβέρνηση του, όμως, προκάλεσε την αντίθεση των αναρχοσυνδικαλιστών, των Καταλανών τοπικιστών και όλων των φιλελευθέρων. Το καθεστώς του ήταν σε περισσότερες από μία περιπτώσεις αποπροσανατολισμένο, αδέξιο και αφελές, αλλά ήταν κατά βάσιν γενναιόδωρο και χωρίς αποκλεισμούς. Η Ισπανία υπό την εξουσία του θα εξελισσόταν οικονομικά και όλοι οι Ισπανοί θα μοιράζονταν τα οφέλη. Υπήρχαν δημόσια έργα, μεγαλύτερη απασχόληση, περισσότερα σχολεία, υγειονομικές βελτιώσεις και προσοχή στα δικαιώματα των εργατών. Μια εξέγερση το 1929 των  φιλελευθέρων απέτυχε, αλλά διάφορες πολιτικές και οικονομικές αποτυχίες του καθεστώτος οδήγησαν σύντομα στην παραίτηση του (Ιανουάριος 1930). Πέθανε στην εξορία στο Παρίσι, σύμφωνα με πληροφορίες με ραγισμένη καρδιά.

Ο Χοσέ Αντόνιο ήταν ένας δυνατός διανοούμενος και μελέτησε έργα φιλοσόφων και πολιτικών στοχαστών όπως ο Σπένγκλερ, ο Κέιζερλινγκ, ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Ορτέγκα, ο Μουσολίνι και ο Τρότσκι. Πήγε στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, για να σπουδάσει νομικά και μετά την στρατιωτική θητεία του ξεκίνησε την καριέρα του ως δικηγόρος το 1925. Όταν στο Cortes (κοινοβούλιο) άρχισαν να χλευάζουν την μνήμη του πατέρα του, ασχολήθηκε με την πολιτική και  πραγματοποίησε ομιλίες υπερασπίζοντας τις πολιτικές του πατέρα του και τελικά αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο. Όσο περισσότερο επετίθεντο και  γελοιοποιούσαν τον πατέρα του, τόσο πιο ανταγωνιστικός γινόταν έναντι της επιμονής τους υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τις κοινοβουλευτικές μορφές της μεσαίας τάξεως. Η περιφρόνησή του για την πολιτική σφαίρα θα του εμπνεύσει μια θεωρία για ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο θα διατηρούσε τις θετικές πτυχές του καθεστώτος του πατέρα του και θα δημιουργούσε άλλες που θα μπορούσαν να διορθώσουν τα σφάλματα του. Ο Χοσέ Αντόνιο επιμελήθηκε επίσης την δεξιά εφημερίδα El Fascio. Αφού την έκλεισε η Δημοκρατική κυβέρνηση, έγραφε για το περιοδικό ABC.

Η Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε στην Ισπανία στις 14 Απριλίου 1931 με το τέλος της δικτατορίας του στρατηγού Primo de Rivera. Η χώρα, επομένως, δεν έψαχνε για άλλη μία αυταρχική μορφή κυβερνήσεως, και σίγουρα όχι για μοναρχία, αφ’ ής στιγμής ο Αλφόνσος ο 13ος  είχε δείξει, ότι ήταν εντελώς ανίκανος να κυβερνήσει τον ισπανικό λαό. Η Αριστερά είχε τελικά την ευκαιρία να κυβερνήσει την Ισπανία με τον τρόπο της. Ωστόσο, η αποστροφή για την πορεία των πραγμάτων ήταν εμφανής μόλις λίγους μήνες μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν τα συναισθήματα έγιναν αγχώδη και τα νεύρα τεντώθηκαν. Οι υποσχέσεις για αλλαγή κατέπεσαν γρηγορότερα από όσο δόθηκαν. Το Cortes μαστιζόταν  από την διαρκή διαφωνία των μελών του, τα οποία ασχολούνταν μόνον με την προπαγάνδα και τις υποθέσεις τους. Ο ισπανικός φιλελευθερισμός σημείωνε άνοδο και η πιθανότητα δημιουργίας μιας πολιτικής εναλλακτικής άρχισε να συζητείται.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αφήσει την Ευρώπη σε κατάσταση αναταραχής. Το εθνικό πνεύμα είχε αναδυθεί σαν βαρύ άρωμα σε μια κρύα νύχτα, γλυκαίνοντας  ό,τι είχε απομείνει από μία σαπισμένη Ευρώπη. Υφήρπαν, ωστόσο, ακόμα το πρόβλημα της ταξικής πάλης και το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτά τα δύο συστατικά - το εθνικό συμφέρον και το κοινωνικό ζήτημα - πυροδότησαν τελικά ένα νέο κίνημα, το οποίο καλούσε υπέρ του έθνους ανεξαρτήτως τάξεως  - εθνικιστικό και σοσιαλιστικό. Η Ισπανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από οποιαδήποτε άλλη χώρα, με πιθανή εξαίρεση την Πορτογαλία. Η χώρα βρισκόταν σε περίπου μεσαιωνική κατάσταση. Περί τις αρχές του εικοστού αιώνα το ενενήντα οκτώ τοις εκατό περίπου της γης ανήκε στο 3 τοις εκατό περίπου του συνολικού πληθυσμού. Η κοινωνία ήταν κυρίως αγροτική και η οργάνωση της εργασίας άγνωστη. Μολονότι η Ισπανία βελτιωνόταν  χάρη στην βοήθεια της συνταγματικής μοναρχίας που ξεκίνησε το 1875 και της δικτατορίας του στρατηγού Primo de Rivera, η ανάπτυξή της ήταν ασυνήθιστα αργή. Το γεγονός δε οτι οι περιοχές με  οικονομική ανάπτυξη ήταν απομονωμένες, περισσότερο πολιτισμικά παρά γεωγραφικά, επιδείνωνε την κατάσταση. Η ταξική πάλη εκτραχυνόταν ολοένα και περισσότερο. Ίσως το μόνο πράγμα που η μεσαία τάξη, η οποία θα αποτελούσε το κύριο συστατικό του Φασιστικού κινήματος, ήταν παθιασμένη εκείνη την εποχή ήταν ο περιορισμός της προλεταριακής εξεγέρσεως, αν όχι η παντελής αποφυγή αυτής.

Οι συνθήκες ήταν τελικώς ευνοϊκές για την ανάπτυξη ενός εθνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Διαφορετικά επίπεδα του νέου κινήματος αναπτύχθηκαν σε δύο άλλες χώρες εκτός της Ισπανίας. Η Γερμανία θα συμμετάσχει σε ένα εθνικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο καταπίεσε τον σοσιαλισμό υπό την παραφουσκωμένη υπερηφάνεια του εθνικισμού. Η Ιταλία προφανώς είχε μια ρεαλιστική συμφιλίωση σοσιαλιστικών και εθνικιστικών φιλοδοξιών. Το εθνικό σοσιαλιστικό ή φασιστικό κίνημα της Ισπανίας, ωστόσο, ανέλαβε έναν πιο προσωπικό ή ατομικό, πατριωτικό ρόλο. Η σκηνή προετοιμαζόταν για την απαρχή ενός ισπανικού εθνικού σοσιαλιστικού κόμματος, του κόμματος του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα.

Ο Χοσέ Αντόνιο προσέφερε μια νέα ματιά στο σύστημα διακυβερνήσεως. Συντασσόταν με την Δημοκρατία αισθανόμενος περιφρόνηση για ένα καπιταλιστικό σύστημα. Όπως και η Αριστερά, ο Χοσέ Αντόνιο πίστευε ότι η Ισπανία υπέφερε από την καπιταλιστική πανούκλα «η οποία μετατρέπει τον εργαζόμενο σε απανθρωποιημένο γρανάζι στα μηχανήματα της αστικής παραγωγής». Ωστόσο, πίστευε επίσης ότι η λύση δεν ήταν ο κομμουνισμός που προσέφερε η Αριστερά. Ο Χοσέ Αντόνιο υποστήριξε ότι, ενώ ένα καπιταλιστικό σύστημα «απανθρωποποιούσε» το άτομο, ο κομμουνισμός «απορροφά την ατομική προσωπικότητα στο Κράτος».

Πέρασε ένα χρονικό διάστημα κατά τους πρώτους μήνες του 1933 αναζητώντας κάποιον, να ηγηθεί ενός νέου εθνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Θεώρησε τον εαυτό του ανίκανο, ισχυριζόμενος ότι είχε «πάρα πολλές πνευματικές ανησυχίες, για να είναι ηγέτης των μαζών» και ότι οι πιθανοί χρηματοδότες του δεν ήθελαν να υποστηρίξουν «άλλον έναν Primo de Rivera». Ευτυχώς, ο Χοσέ Αντόνιο βρήκε «έναν γερό συνεργάτη» στο πρόσωπο του Ruiz de Alda. Ο Alda ήταν ένας διάσημος αεροπόρος, ο οποίος προσελκυόταν από τις εθνικιστικές ιδέες και δυσπιστούσε έναντι των καθιερωμένων κομμάτων. Ξεκίνησαν την συνεργασία για την δημιουργία του ιδεαλιστικού τους είδους εθνικού συνδικαλισμού. Το μόνο που έπρεπε τώρα να κάνουν,  ήταν να περιμένουν την στιγμή που η πολιτική ατμόσφαιρα θα ήταν πιο ευνοϊκή. Η αναμονή δεν ήταν μεγάλη, καθώς το φθινόπωρο του ίδιου έτους θα διεξάγονταν εκλογές.

Στις 29 Οκτωβρίου 1933 στο Teatro Comedia, ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα ανακοίνωσε την εκλογή του στο Cortes και την δημιουργία της Falange Española (Ισπανικής Φάλλαγας). Ο Χοσέ Αντόνιο ανακοίνωσε εκείνο το απόγευμα της Κυριακής στο Teatro Comedia σε ένα πλήθος περίπου 3.000 ατόμων, τι αντιπροσώπευε η Φάλαγγα: Πίστη προς την Ισπανία, δηλαδή στην συνολική σύνθεση όλων των ατόμων και των τάξεων, συνθέτοντας τα ούτως σε ένα νέο άτομο αποκτούσε ένα θεϊκό πεπρωμένο. Μέσα σε αυτήν τη σύνθεση, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν πολιτικά κόμματα: η θρησκεία θα ήταν ανεκτή, εφόσον δεν θα παρέμβαινε σε απροσδιόριστες υποθέσεις εκτός της αρμοδιότητος της: δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν κηφήνες ή παράσιτα στην νέα κοινωνία: όλοι οι άνδρες θα είχαν το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να εργάζονται  για την κοινότητα.

Για να επιτευχθεί η νέα κοινωνία, η βία μπορούσε να είναι απαραίτητη, αλλά δεν ήταν αυτοσκοπός. Ξεκίνησε την Φάλαγγα ως κίνημα αφοσιωμένο στην ανατροπή της κυβερνήσεως, εάν τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς κατάφερναν  να επιβάλουν την πολιτική τους στην χώρα. Ήταν εν μέρει πολιτοφυλακή, εν μέρει πολιτικό κόμμα και εν μέρει κίνημα, εμπνευσμένο από τον Φασισμό του Μουσολίνι, και άρχισε να κηρύττει την ανάγκη για ένα μεγαλύτερο εθνικό συμφέρον, το οποίο θα ήταν υπεράνω όλων των ειδικών ή των ομαδικών συμφερόντων, που απαιτούσαν τότε την προσοχή, και ότι η απάντηση δεν βρισκόταν ούτε στην Δεξιά ούτε στην Αριστερά, αλλά σε μια αμαγαλμάτωση των καλύτερων στοιχείων αμφοτέρων.

Τα αρχικά F.E. προέρχονται από τις λέξεις Falange Española και σχηματίζουν την ισπανική λέξη για την «πίστη» 3, συνοψίζοντας το συναίσθημα του Χοσέ Αντόνιο για την Ισπανία. Εξέθετε τις επαναστατικές απόψεις του στα περιοδικά του F.E. (1934) και Arriba (1935), και όταν αυτές οι εκδόσεις καταργήθηκαν από το κράτος, μιλούσε σε συναντήσεις ανά την χώρα και εκφωνούσε ομιλίες στο Cortes, στο οποίο εξελέγη  το 1933. Στο μανιφέστο της η Φαλάγγα καταδίκαζε τον σοσιαλισμό, τον μαρξισμό, την δημοκρατία  και τον καπιταλισμό και πρότεινε την μετατροπή της Ισπανίας σε φασιστικό κράτος. Αναγνωρίζοντας γενικώς τις αρχές του φασισμού, η Φάλαγγα ξεχώρισε από τις άλλες φασιστικές ομάδες λόγω  της μεγάλης εμφάσεως της στην εθνική παράδοση, ιδιαιτέρως στις αυτοκρατορικές και αναγεννησιακές χριστιανικές παραδόσεις της Ισπανίας.

Κατά τους πρώτους μήνες της η Φάλαγγα είχε μεγάλη επιτυχία. Ήδη είχε αποκτήσει περισσότερα μέλη από τους Εθνικο-Συνδικαλιστές (Juntas de Ofensiva Nacional-Sindicalist - J.O.N.S. 4), την εθνική συνδικαλιστική οργάνωση με επικεφαλής τον Ledesma Ramos. Μεταξύ των νέων οπαδών ήταν πολλοί φοιτητές πανεπιστημίου εντυπωσιασμένοι από την ρητορική του Χοσέ Αντόνιο. Η  J.O.N.S. είχε παρόμοιο στυλ, και διέθετε περίπου χίλια μέλη. Υπήρξε μια τεράστια πίεση στα δύο κόμματα να συγχωνευθούν, εάν ήθελαν να παραμείνουν στο πολιτικό παιχνίδι. Στις 14 Μαρτίου 1934 η J.O.N.S. εντάχθηκε στην Φάλαγγα, για να γίνουν ένα (FE-JONS) υπό την ηγεσία του Χοσέ Αντόνιο. Ο Χοσέ Αντόνιο συμφώνησε στην ένωση, δεν του άρεσαν ο Λεντέσμα, ο αρχηγός του κόμματος και η «αγριότητα» του κόμματος.

Ωστόσο, η βία δεν δεν ήταν κάτι καινούργιο για το κόμμα της Φάλαγγος. Η βία μεταξύ των Φαλαγγιτών και της Αριστεράς ήταν έντονη. Λίγες μέρες μετά την δημιουργία του κόμματος, σκοτώθηκε το πρώτο του μέλος. Ο Χοσέ Αντόνιο είχε διαβεβαιώσει, ότι η βία θα ήταν απαραίτητη και ήταν απολύτως ρεαλιστής. Έγιναν πολλές απόπειρες εναντίον της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης μιας βόμβας, την οποίαν έριξαν στο όχημα του. Ο Χοσέ Αντόνιο αντέδρασε βγαίνοντας από το αυτοκίνητό του και προσπαθώντας να πυροβολήσει τους επιτιθέμενους. Δεν φοβήθηκε με κόστος την ελευθερία του λόγου. Κάθε νύκτα υπήρχαν αναφορές για «ύποπτους Φασίστες», οι οποίοι συνελήφθησαν ή πυροβολήθηκαν. Στην ομιλία  ιδρύσεως  της Φάλαγγος, ο Χοσέ Αντόνιο δήλωσε: «Δεν θα πάμε σε αυτό το μέρος (το Cortes), για να λογομαχούμε με τους θαμώνες για τα άνοστα αποφάγια ενός βρώμικου συμποσίου. Η θέση μας είναι έξω, η θέση μας είναι στην ύπαιθρο, κάτω από τον καθαρό νυχτερινό ουρανό, με το σπαθί στο χέρι και τα αστέρια από επάνω μας»

Στο κόμμα αναδυόταν ένας διαφορετικός τύπος βίας. Πολλοί φοβούνταν, ότι το κόμμα γινόταν πολύ συντηρητικό. Ενώ ο Χοσέ Αντόνιο ενίσχυε τον έλεγχο του, ο Ledesma εγκατέλειψε το κόμμα στις αρχές του 1935. Αργότερα εκείνο το έτος, ο Χοσέ Αντόνιο έθεσε το κόμμα του στην υπηρεσία της ιταλικής κυβερνήσεως, από την οποία λάμβανε μηνιαία επιδότηση έως τον Ιούνιο του 1936.

Το 1935 τα κόμματα της Αριστεράς σχημάτισαν το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο ανήλθε στην εξουσία μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1936, ενώ η Φάλαγγα έλαβε μόνον το 0,7 τοις εκατό των ψήφων. Ο Χοσέ Αντόνιο εξελέγη στο Cortes. Το να είσαι νομίμως εκλεγμένος αξιωματούχος μικρή σημασία είχε για την κυβέρνηση της Αριστεράς στη Μαδρίτη. Για αυτούς ο Χοσέ Αντόνιο ήταν σύμβολο, όλων όσων φοβούνταν: Πατριωτισμός, Πειθαρχία, Ηθική και Πνευματικότητα. Εκείνη την εποχή, η Φάλαγγα δεν είχε ούτε τους αριθμούς ούτε τα χρήματα, για να κάνει τη διαφορά. Δεν επρόκειτο με κανέναν τρόπο η Δημοκρατική κυβέρνηση να επιτρέψει στους Φαλαγγίτες, να αποκτήσουν οποιαδήποτε εξουσία στην Ισπανία, με τυπικά νόμιμο ή με άλλο τρόπο.

Για λίγο κατάφερε να αποτρέψει τους οπαδούς του από το να ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη βία στους δρόμους. Μετά την νίκη του Λαϊκού Μετώπου, η Ισπανική Φάλαγγα μεγάλωσε ραγδαίως και μέχρι τον Ιούλιο είχε 40.000 μέλη. Τότε απορροφήθηκε  και αυτός από τις ένοπλες μάχες, οι οποίες ήταν η κανονική μορφή διαμάχης στους δρόμους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω και, μετά την αποτυχία άλλων επιλογών, ο Πρίμο ντε Ριβέρα συμμετείχε σε μια συνωμοσία για την ανατροπή της κυβερνήσεως του Λαϊκού Μετώπου. Ο Πρίμο ντε Ριβέρα  υποστήριξε πλήρως την στρατιωτική εξέγερση τον Ιούλιο του 1936 εναντίον της δημοκρατικής κυβερνήσεως και μετά το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου η Φάλαγγα κατέστη το κυρίαρχο πολιτικό κίνημα των Εθνικιστών. Η πολιτοφυλακή της Φάλαγγος προσχώρησε στους Στασιαστές κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1936-39.

Όταν η δημοκρατική κυβέρνηση πληροφορήθηκε, ότι οι Φαλαγγίτες άρχιζαν να εξοπλίζονται, ξεκίνησαν οι συλλήψεις των ηγετών του Φαλαγγιτικού κινήματος σε όλη την Ισπανία. Η λεγόμενη Δημοκρατική κυβέρνηση δεν έκανε ποτέ τίποτα, για να εμποδίσει τους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλιστές να οπλιστούν ή τις εγκληματικές πράξεις, που διαπράχθηκαν από αυτές τις δύο ομάδες.

Η βία αυξήθηκε στους δρόμους της Μαδρίτης. Οι Φαλαγγίτες συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν, και συνέβαινε το αντίθετο ως αντίποινα. Οι εντάσεις κορυφώθηκαν τελικώς, όταν το βράδυ της 12ης Ιουλίου 1936, όταν ο José Calvo Sotelo, ο επικεφαλής εκπρόσωπος της οργανωμένης Δεξιάς, τέθηκε δήθεν υπό κράτηση. Το επόμενο πρωί το πτώμα του βρέθηκε στις πύλες ενός νεκροταφείου. Αυτό ήταν το περιστατικό που πυροδότησε τις εξελίξεις. Ξέσπασαν ταραχές, πραγματοποιήθηκαν εξεγέρσεις και στις 17 Ιουλίου 1936 ξεκίνησε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος. Με το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, λίγο μετά την απώλεια της έδρας του στο Cortes εκείνη την εποχή, η Ισπανική Φάλαγγα κηρύχθηκε ως παράνομη οργάνωση από τους Δημοκρατικούς. Απαγόρευαν το κόμμα, συνέλαβαν τους ηγέτες του και έκλεισαν τα έντυπα του Ο Πρίμο ντε Ριβέρα συνελήφθη στις 5 Ιουνίου 1936 και φυλακίσθηκε στην φυλακή του Αλικάντε από τους μισθοφόρους του Κράτους (την αστυνομία), υπό την εξουσία των αντιπάλων του. Η Φάλαγγα εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο ισχυρά κινήματα στην Ισπανία ενώ ο Χοσέ Αντόνιο ήταν στην φυλακή.

Ο Πρίμο ντε Ριβέρα δικάστηκε για την συμμετοχή του στην εξέγερση. Δικάστηκε με μία συνοπτική δίκη με την κατηγορία  της συνωμοσίας εναντίον της Δημοκρατίας και της ηγεσίας  φασιστικής οργανώσεως και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Στις 18 Νοεμβρίου 1936, ο Χοσέ Αντόνιο έγραψε: «Χθες καταδικάστηκα σε θάνατο, προσεύχομαι στον Θεό, αν δεν με γλυτώσει από αυτήν την τελευταία δοκιμασία, να διατηρήσει εντός μου μέχρι το τέλος την φαινομενική υποταγή, με την οποία τον αναλογίζομαι, και όταν κρίνει την ψυχή μου, να το κάνει με μέτρο όχι τις αρετές  μου, αλλά με αυτό το άπειρο Έλεος Του.»

Οι συνθήκες γύρω από τον θάνατο του Χοσέ Αντόνιο είναι πολύ περίεργες. Η Δημοκρατική κυβέρνηση ανησυχούσε για την αύξηση της δυνάμεως των Φασιστών. Εφαρμόστηκε καταστολή στους Φασίστες. Φοβούμενη για την εντύπωση που θα προκαλούσε  ο Χοσέ Αντόνιο στους οπαδούς του, η Δημοκρατική κυβέρνηση τον κράτησε φυλακισμένο για αρκετούς μήνες. Στην διαθήκη του, ο Χοσέ Αντόνιο σημειώνει ότι μόλις πέντε έως έξι ημέρες πριν την συντάξει, ενημερώθηκε για τις εναντίον του κατηγορίες.  Στις 20 Νοεμβρίου 1936, ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα οδηγήθηκε έξω από το κελί του στη φυλακή του Αλικάντε και με έναν σταυρό στα χέρια του, με  «προσευχή στα χείλη του» και συγχώρεση για τους εχθρούς, που θα τον δολοφονούσαν, εκτελέσθηκε από εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Χοσέ Αντόνιο πέθανε σαν Άνδρας, πέθανε Ήρωας, Μάρτυρας και Άγιος.

Οι ειδήσεις για τον θάνατο του παρέμεναν απαγορευμένες μέχρι και ένα έτος έπειτα. Η θέση του σώματός του στο νεκροταφείο της φυλακής του Αλικάντε ήταν άγνωστη, έως ότου ο αδελφός του Μιγκέλ, αφότου αποφυλακίσθηκε, κατάφερε να παράσχει πληροφορίες. Πριν από τη δήλωση του Μιγκέλ σχετικά με τα γεγονότα, η Δημοκρατική κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να καλύψει την εκτέλεση ισχυριζόμενη, ότι ένας όχλος εισέβαλε στη φυλακή και σκότωσε τον Χοσέ Αντόνιο.

Ο θάνατος του Χοσέ Αντόνιο οδήγησε στον θάνατο της Φάλαγγος του. Η Φάλαγγα  θα περνούσε στην συνέχεια από τεράστιες αλλαγές. Υπήρξαν πολλές διενέξεις, για το ποιος θα διαδεχθεί τον José Antonio. Ένας άντρας, ο πλέον ανάξιος της θέσεως, ονόματι Hedilla 5  ηγήθηκε της οργανώσεως για σύντομο χρονικό διάστημα. Διότι ο Φράνκο δρούσε στο παρασκήνιο, αυξάνοντας τις νίκες του. Τελικώς ο Generalissimo ανακήρυξε τον εαυτό του jefe nacional και στις 19 Απριλίου 1937  μετονόμασε την οργάνωση σε Falange Espanola Tradicionalista y de las Juntas de Ofensiva Nacional-Sindicalist.

Τελικώς, κατόπιν τριών ετών ψευδών, ο Χοσέ Αντόνιο έλαβε τον οφειλόμενο στο πρόσωπό του σεβασμό το 1939. Τα λείψανα του ανεσκάφησαν και μεταφέρθηκαν στη Μονή Εσκοριάλ. Αεροπλάνα έριξαν στεφάνια στο νεκροταφείο του Αλικάντε και ο Φράνκο απέδωσε μέσω ραδιοφώνου φόρο τιμής στον νεκρό ηγέτη. Πραγματοποιήθηκε μια τεράστια τελετή κηδείας, η οποία διήρκεσε 10 ημέρες και περιελάμβανε πομπή 284 μιλίων με το φέρετρο του στους ώμους των Φασιστών. Ο Μουσολίνι έστειλε  Ιταλούς Φασίστες να φέρουν προσωπικά ένα χάλκινο στεφάνι στον τάφο του. Ο Χοσέ Αντόνιο ετάφη στη Μονή Εσκοριάλ  στα Όρη Γκουανταράμμα ανάμεσα στον βασιλιά και τις βασίλισσες της Ισπανίας. Αφότου έκτισε ο Φράνκο  την Κοιλάδα των Πεσόντων, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν εκεί για τελευταία φορά στις 30 Μαρτίου 1959.

Το κόμμα του στρατηγού Φράνκο αντιμετώπισε τον Χοσέ Αντόνιο ως μάρτυρα, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη των οπαδών του Εθνικού Επαναστατικού Κινήματος. Έχοντας συγχωνευθεί με την πολιτοφυλακή των Καρλιστών  από τον Φρανσίσκο Φράνκο το 1937, η οργάνωση μετονομάστηκε σε Falange Española Tradicionalista και έγινε το επίσημο κόμμα του εθνικιστικού κράτους. Ήταν, ωστόσο, μια σαφώς λιγότερο ανεξάρτητη δύναμη από τον ιταλικό φασισμό, την οποίαν εκμεταλλευόταν και χειραγωγούσε ο Φράνκο. Από τα μέσα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά το κόμμα αποδυναμωνόταν σταθερά και ο Φράνκο προσπάθησε να το κάνει ένα είδος γραφειοκρατικού εθνικιστικού μετώπου. Το ίδιο το Φαλαγγιτικό κίνημα εξασθένησε και τυχόν υπολείμματα του παλαιού επαναστατικού πνεύματος εξαλείφθηκαν για να καθησυχάσουν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τον στρατό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ουσιαστικά δεν είχε καμία επιρροή. Τα άρθρα και οι ομιλίες του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα βοηθούν στην διαμόρφωση μέρους του δόγματος του εθνικιστικού κινήματος του Φράνκο· αλλά όπως κάθε άλλη από όλες τις κυρίαρχες πολιτικές οργανώσεις, δεν μπορούσαν πραγματικά να θρέψουν πέραν του συμβατισμού και να θεσπίσουν τις πραγματικά Επαναστατικές πτυχές του δόγματος, το οποίο θα είχε καταστήσει την Ισπανία ένα πραγματικό Έθνος του Λαού.

Με όλα όσα έχουν ειπωθεί, είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς, ότι ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αλόγιστα μια λέξη τόσο ισχυρή όσο η λέξη «Φασίστας». Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε προχείρως για τον χαρακτηρισμό οποιουδήποτε ατόμου ή οργανώσεως της Δεξιάς,  που θεωρούνται επαναστατικά, όποιου αγαπά την χώρα του πάνω απ 'όλα, και όποιου εγκρίνει μια αυταρχική κυβέρνηση. Σήμερα, οι πατριώτες  Χριστιανοί της μεσαίας τάξεως που πιστεύουν στην ατομική ευθύνη φάνηκε ότι χαρακτηρίζονται ως Φασίστες ή ως συμπαθούντες τον Φασισμό. Ο Ιούλιος Έβολα έχει σχολιάσει, ότι «ο Φασισμός έχει υποστεί μια διαδικασία, η οποία μπορεί να ονομασθεί μυθοποίηση και η στάση που υιοθετούν πολλοί απέναντι ​​του είναι περισσότερο παθιασμένη και παράλογη είδους παρά κριτική και πνευματική».

Σε ένα σημείωμα που τελικώς  δημοσιεύθηκε στον ισπανικό τύπο στις 10 Δεκεμβρίου 1934, ο Χοσέ Αντόνιο δηλώνει σαφώς ότι η  «Falange Espanola de las J.O.N.S. δεν είναι φασιστικό κίνημα. Συμπίπτει με τον Φασισμό συγκεκριμένα σε βασικά σημεία, τα οποία είναι καθολικής ισχύος· αλλά καθημερινώς αποκτά ένα δικός της σαφέστερο περίγραμμα, και είναι πεπεισμένη ότι ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι και κανένα άλλο θα βρει τις πιο καρποφόρες δυνατότητές της για ανάπτυξη». Ακόμα και στο τέλος της ζωής του απογοητεύτηκε έντονα από την πολιτική ονομασία και τον εκφοβισμό. «Με εκπλήσσει το γεγονός, ότι μετά από τρία χρόνια, η τεράστια πλειοψηφία των συμπατριωτών μας πρέπει να συνεχίσει να μας κρίνει χωρίς να έχει αρχίσει να δείχνει το λιγότερο σημάδι για να μας καταλάβει, και μάλιστα χωρίς να έχει αναζητήσει ή  αποδεχθεί τις παραμικρές πληροφορίες».

Δεν είναι περίεργο  σε αυτήν την εποχή της ανηθικότητας και των αντι-ηρώων, ο Χοσέ Αντόνιο ξεχωρίζει σαν ένας Φάρος Φωτός με μια ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα και υποστήριξη, όχι μόνον σε ολόκληρη την Ισπανία αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο επίσης.

Σημειώσεις

1.Jerez de la Frontera (Χερέθ ντε λα Φροντέρα ) είναι πόλη και δήμος στην Ανδαλουσία, στη νότια Ισπανία, η οποία βρίσκεται στην επαρχία του Κάδιθ.

2.Το πραξικόπημα (pronunciamiento) του Μαρτίνεθ-Κάμπος εγκατέστησε τον Αλφόνσο ΙΒ΄ως βασιλέα, επιφέροντας το τέλος της Πρώτης Ισπανικής Δημοκρατίας. Μετά από αυτό, το σύνταγμα του 1876 γράφτηκε και εφαρμόστηκε κατά την διάρκεια ολόκληρης της Παλινορθώσεως. Το σύνταγμα αυτό καθόρισε την Ισπανία ως συνταγματική μοναρχία με διπλό νομοθετικό σώμα (Cortes Generales), αποτελούμενο από την άνω βουλή (Senado-Γερουσία) και την κάτω βουλή (Congreso de los Diputados, Βουλή). Το Σύνταγμα αυτό έδινε στον βασιλιά την εξουσία να ορίζει γερουσιαστές και να ανακαλεί νόμους εφόσον το επιθυμούσε και του ανέθετε επίσης την ηγεσία του στρατού.

3.Fe  στα ισπανικά σημαίνει πίστη

4.Juntas de Ofensiva Nacional-Sindicalist - J.O.N.S. Συνελεύσεις της Εθνικής Συνδικαλιστικής Αντεπιθέσεως, οργάνωση, η οποία προέκυψε  στις 10 Οκτωβρίου 1931 από την ενοποίηση των οργανώσεων  La Conquista del Estado (Η Κατάκτηση του Κράτους) του  Ramiro Ledesma Ramos και  Juntas Castellanas de Actuación Hispánica (Καστιλλιάνικη Συνέλευση Ισπανικής Δράσεως) του Onésimo Redondo. Υπήρξε μικρή οργάνωση βασισμένη σε φοιτητές της Μαδρίτης και σε εργάτες και αγρότες εντός και πέριξ της Βαγιαδολίδ.  Το 1933 άρχισε να μεγαλώνει ως οργάνωση, ξεκίνησε την έκδοση του θεωρητικού περιοδικού  JONS., δημιούργησε εργατικό σωματείο στην Καστίλη και την Βαγιαδολίδ, ίδρυσε την Ομοσπονδία Αγροτικών Σωματείων, ενώ συνολικά προέβη στην δημιουργία περίπου 175 εργατικών σωματείων. Ο Λεντέσμα Ράμος δολοφονήθηκε από την αριστερά και ο Ονεσίμο Ρεντόντο έπεσε κατά τον ισπανικό εμφύλιο στο πεδίο της μάχης ηρωικώς μαχόμενος.

5.Manuel Hedilla Larrey  (18 Ιουλίου 1902- 4 Φεβρουαρίου  1970), εκ των αρχικών μελών της Φάλαγγος και στενός συνεργάτης του Χοσέ Αντόνιο.  Έλαβε μόρφωση από ρωμαιοκαθολικά σχολεία και εργάσθηκε ως εργάτης σε ναυπηγεία και σε δημόσια έργα επί δικτατορίας Miguel Primo de Rivera, έζησε, ωστόσο, και μεγάλες περιόδους ανεργίας.  Ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της Φάλαγγος και έδιδε μεγάλη βαρύτητα στην  προλεταριακή και συνδικαλιστική πλευρά αυτής.  Μετά την δολοφονία του Χοσέ Αντόνιο τον διαδέχθηκε στην ηγεσία της Φάλαγγος για λίγους μήνες, καθόσον ακολούθησε η πραξικοπηματική και βίαια μέσω του Decreto de Unificaciòn, (Διάταγμα ενοποίησης) συγχώνευση της  Φάλαγγος (Falange Española de las Juntas de Ofensiva Nacional Sindicalista / FE de las JONS)  με τους Καρλιστές της Comunión Tradicionalista  (μάχιμοι βασιλόφρονες υπέρ της γραμμής του δον Κάρλος-Μαρία κόμη της Μολίνα της δυναστείας των Βουρβόνων) και με τους αντιδραστικούς  της CEDA(Confederación Española de Derechas Autónomas/ Ισπανική Ομοσπονδία Δεξιών Αυτονόμων, συντηρητική-καθολική οργάνωση), του Bloque Nacional (Εθνικό Μέτωπο,  μοναρχικό κόμμα)και της  Renovación Española (RE, Ισπανική Αναγέννηση, μοναρχικό κόμμα) και την δημιουργία της Falange Española Tradicionalista y de las Juntas de Ofensiva Nacional Sindicalista.

Ο Hedilla, επειδή μαζί με άλλους αδιάλλακτους Φαλαγγίτες αρνήθηκε να υπακούσει στην συγχώνευση του Φράνκο, συνελήφθη και δικάστηκε με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του Φράνκο. Κατεδικάσθη σε θανατική ποινή, η οποία μετετράπη αργότερα σε είκοσι χρόνια φυλακίσεως, για να εκτίσει εν τέλει τέσσερα έτη.

Η εις βάρος του κριτική από τον συγγραφέα του άρθρου είναι μάλλον άδικη. Προφανώς ο Hedilla δεν ήταν χαρισματικός ηγέτης, όπως ο προκάτοχος του, όμως λαμβανομένων υπ’ όψιν των τότε συνθηκών και εξελίξεων φαίνεται, ότι δεν είχε και πολλά περιθώρια αντιδράσεως.

πηγή

Mgła - Further Down the Nest II


 

Κάποτε «Κόκκινος» και «Ερυθροφρουρός» σήμερα «Αυτόνομος» και «Φαιός»: Από τον Λένιν & τον Στάλιν … στην Τρίτη Θέση! (του Χρήστου Χρανιώτη)

 

Τον Φεβρουάριο του 1924, ο Γκαίμπελς, μετά από πρόσκληση του φίλου του Φριτς Πραγκ, εμφανίστηκε στο μέγαρο Σούτσενχαουζ της γενέτειρας του, όπου μιλούσαν εκπρόσωποι του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος [D.K.P.]. Φορώντας ένα φτηνό, μάλλινο παλτό πήρε το λόγο και υπέβαλλε ερωτήσεις στους ομιλητές. Ένας κομμουνιστής επιτέθηκε στον Γκαίμπελς, φωνάζοντας: «Εκμεταλλευτή της εργατικής τάξεως, καπιταλιστή!». Ο Γκαίμπελς απευθύνθηκε στον «εκπρόσωπο της εργατικής τάξης» και είπε:«Θα παρακαλούσα τον κύριο που με αποκάλεσε δίχως ντροπή εκμεταλλευτή και καπιταλιστή, να έλθει στην έδρα και να αδειάσει το πορτοφόλι του. Τότε θα δούμε ποιος από τους δύο μας έχει τα περισσότερα χρήματα». Ολοκληρώνοντας την παρέμβαση του ο Γκαίμπελς έβγαλε από την τσέπη το πορτοφόλι του και άδειασε τα λιγοστά κέρματα που περιείχε, στην έδρα. 



του Χρήστου Χρανιώτη

Η εξάλειψη της «εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο» αποτέλεσε αναμφίβολα τη φράση που με σημάδεψε στα εφηβικά χρόνια και με έφερε από τα 16 στις τάξεις της ΚΝΕ αρχικά και της «Πανσπουδαστικής» αργότερα. Παράλληλα με την ένταξη στη δράση, άρχισε και η εξοικείωσή μου με τους όρους του Μαρξισμού/Λενινισμού. Ήμουν από κείνους που ήθελαν να τον κατανοήσουν σε βάθος, να πάρουν απαντήσεις, να μελετήσουν τον υπαρκτό Σοσιαλισμό. Είχα την τύχη να ζήσω τα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ και να την επισκεφτώ, πριν ακόμα φανούν τα σημάδια της κατάρρευσης.

Η μελέτη του Μαρξισμού (που ως πολιτικό σύστημα δεν ήταν έργο του Μαρξ αλλά του Λένιν) και η σύγκριση με την πραγματικότητα ήταν πολύ χρήσιμη. Ήταν μία εποχή που η αντικαπιταλιστική επανάσταση μας φαινόταν ρεαλιστικός στόχος και μπήκαμε με πολύ ορμή για να διαμορφώσουμε τις «υποκειμενικές προϋποθέσεις» της. Με κάθε «αγωνιστική κινητοποίηση» πιστεύαμε ότι φέρνουμε αυτό το στόχο πιο κοντά. Οι Κνίτες τότε, τρέχαμε δεξιά κι αριστερά, οπουδήποτε μας έστελνε το κόμμα για να στηρίξουμε «αγώνες» για μονιμοποίηση των εποχιακών στο δημόσιο, για να συμπαρασταθούμε στα αιτήματα για αύξηση του μεροκάματου 0,3% κάποιων άλλων, για φεστιβάλ και πορείες ειρήνης, όπου τέλος πάντων το κόμμα μας έλεγε ότι είναι καθήκον μας να παραβρεθούμε. Η αλήθεια είναι ότι όταν σηκωνόμασταν αξημέρωτα να πάμε να στηρίξουμε τον αγώνα της εργατικής τάξης, δεν ήμασταν σίγουροι ότι προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό, αλλά για το κόμμα ήταν σημαντικό γιατί μέσα από αυτή τη διαδικασία έδειχνε ότι στηρίζει τους εργαζόμενους και περιχαράκωνε το κοινό της επιρροής του.

Έζησα τέσσερα χρόνια επαναστατικής γυμναστικής και αυτό ήταν όλο όσο καταφέραμε. Ταυτόχρονα κάθε φορά που σε κάποια «αγωνιστική κινητοποίηση» τα πράγματα εκτρέπονταν από τον έλεγχο του κόμματος, κάθε φορά που πραγματικά πήγαιναν να ανάψουν τα αίματα, μπαίναμε μπροστά για να καταστείλουμε τη δράση «αναρχοαυτόνομων» ή «εθνικιστικών» ομάδων προκειμένου να μην γίνει «προβοκάτσια» σε βάρος του «εργατικού κινήματος».

Το χειρότερο όμως ήταν ότι ενώ εμείς υποτίθεται συμπαραστεκόμασταν στον αγώνα της εργατικής τάξης, η εργατική τάξη εξαφανιζόταν. Τα εργοστάσια έκλειναν το ένα πίσω από το άλλο, η ανεργία εκτινασσόταν, εμείς παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους, αλλά οι πρώην εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις που έκλειναν έπρεπε κάπου να δουλέψουν κι αντί να συστρατευθούν μαζί μας γέμιζαν τις πασοκικές κλαδικές. Το κόμμα δεν επιδίωκε την εξουσία και την διαχείριση των μονάδων μαζικής παραγωγής, απλά προκαλούσε το ξεπάστρεμα τους. Ο στόχος μας δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας , αλλά το βόλεμα των εργαζομένων και η εύνοια τους, η εκλογική τους στήριξη. Το αντάλλαγμά που εισέπραττε το κόμμα ήταν η διαιώνιση της εκπροσώπησής του στο αστικοδημοκρατικό κοινοβούλιο στο οποίο εισήλθε αμέσως μετά την νομιμοποίηση από τον Καραμανλή. Δυναμιτίζοντας την παραγωγική οικονομία, πρακτικά άνοιγε το δρόμο για την εισβολή και εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο που απολάμβανε την απαλλαγή από τους ντόπιους ανταγωνιστές του και εξαγόραζε το ένα μετά το άλλο κάθε περιουσιακό στοιχείο της Πατρίδας και του Έθνους. Την ώρα που εμείς κάναμε «πάρτυ» σε πολυκαταστήματα, κλείναμε εργοστάσια, ξεχερσώναμε χωράφια κάποιοι άνοιγαν σαμπάνιες ξέροντας ότι δουλεύουμε για κείνους. Εμείς (οι Κνίτες) πιστεύαμε ότι φέρνουμε πιο κοντά την Επανάσταση, ενώ στην πραγματικότητα ωθούσαμε την εργατική τάξη στην εξαφάνιση της ή στην υποτέλεια. Παράλληλα, τα χρόνια αυτά είχε αρχίσει να με απασχολεί πολύ η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας για όσα εμείς υποστηρίζαμε αλλά και όσα μας καταλόγιζαν για τα χρόνια από την ίδρυση του κόμματος μέχρι τα χρόνια του ΔΣΕ.

Ήρθα πολύ γρήγορα αντιμέτωπος με τα εγκλήματα της ηγεσίας του κόμματος τόσο στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, όσο και στα χρόνια της αντίστασης και του δεύτερου αντάρτικου. Στην αρχή αιφνιδιάστηκα, στη συνέχεια απόρησα, τελικά έπρεπε να τα αντιμετωπίσω. Κατανοώντας σιγά σιγά την πολιτική της Διεθνούς τα χρόνια εκείνα, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι σε κάθε περίπτωση που υποτίθεται ότι οι Έλληνες Κομμουνιστές έπρεπε να δείξουν την πίστη τους στο Διεθνισμό, στην πραγματικότητα τους ζητούσαν να αποδεχτούν τον πανσλαβισμό του Ιγνάτιεφ του 19ου αιώνα, ντυμένο στα κόκκινα και κρατώντας σφυροδρέπανο. Η μόνη διαφορά ήταν ότι η Τρίτη Ρώμη είχε αλλάξει όνομα και τώρα λεγόταν «πατρίδα των λαών». Ήταν όμως ακριβώς η ίδια πολιτική γραμμένη σε άλλο αλφάβητο. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική που ο Έλληνας επαναστάτης ήταν υποχρεωμένος να ενστερνιστεί, ήταν ο ακρωτηριασμός της Ελλάδας και η πλήρης αποδοχή του ιστορικού αφηγήματος του Πανσλαβισμού που δεν είχε καμία σχέση ούτε με την ρημάδα την «πάλη των τάξεων», αλλά ούτε και την απελευθέρωση της κοινωνίας από την οικονομική καταπίεση.

Δεν ήταν διεθνισμός αυτό, ήταν υποταγή στα Εθνικά αφηγήματα των Βαλκάνιων γειτόνων. Δεν προερχόμουν από αριστερή οικογένεια και δεν είχα μεγαλώσει με ιστορίες από τα χρόνια της ήττας και των «διωγμών», όπως οι περισσότεροι από τους συντρόφους μου. Παρατηρούσα με απορία την σχεδόν αντανακλαστική περιφρόνηση τους για οτιδήποτε αφορούσε την ταυτότητα μας ως Έλληνες. Οτιδήποτε. Η ανάγκη τους για έναν καταγωγιακό αυτοπροσδιορισμό εξαντλούνταν στο επίπεδο του τοπικισμού. Η αιτία για όλα αυτά ήταν από τη μια μεριά το ηλίθιο μεταπολεμικό αστικό καθεστώς που ταύτισε την «εθνικοφροσύνη» με τον φιλοαμερικανισμό και την πίστη στην Πατρίδα με την πίστη στο ΝΑΤΟ. Και από την άλλη το ψεύτικο αφήγημα της ταλαιπωρημένης και διωκόμενης αριστεράς, που εμφάνιζε ξεκάθαρα και έντονα θρησκευτικά στοιχεία. Οι διωκόμενοι σε νέες κατακόμβες. Όλα αυτά δημιουργούσαν ένα ψυχολογικό μπλοκάρισμα, μία διαρκή αντίφαση ανάμεσα στο πολιτικό όραμα και στην έννοια της Εθνικής συνείδησης. Και μέσα σε όλα αυτά ήρθε και η συγκυβέρνηση του '89. Μας βρήκε ήδη βαριά προβληματισμένους από το ανούσιο ξόδεμα της νεανικής μας διάθεσης και το πρόσχημα του νεφελώδους αιτήματος για «κάθαρση» και της συνεργασίας του κόμματος με το πιο βρώμικο κομμάτι της καπιταλιστικής ελίτ της κοινωνίας, ήταν η χαριστική βολή.

Για μένα και πολλούς ακόμη αποτέλεσε ένα σοκ. Αφενός γιατί δίναμε ένα άλλοθι αγνότητας σε μία βρωμερή μερίδα της πολιτικής τάξης. Αφετέρου και κυρίως, διότι αποδεχτήκαμε ότι μπορεί να υπάρξει κάθαρση μέσα στα πλαίσια ενός καθεστώτος που έζεχνε από άκρη σε άκρη, συνεργαζόμενοι με μερικούς από τους πλέον διεφθαρμένους εκπροσώπους του. Το κόμμα είχε γίνει μία κολυμπήθρα που ξέπλενε αμαρτίες, είχε αποδεχτεί το ρόλο του σαν πλουραλιστικό άλλοθι σε έναν κόσμο που στραγγάλιζε την Πατρίδα. Αντί να σπρώξουμε την ανάγκη για μία άλλη κοινωνία στα άκρα, πετάγαμε σωσίβιο στον εχθρό μας. Το κόμμα είχε πια υποχρεώσεις, είχε ένα μέγαρο να συντηρήσει κι επιχειρήσεις μπόλικες. Είχε ενσωματώσει τον ρόλο του μηχανισμού εκτόνωσης κρίσεων του συστήματος και η περαιτέρω παραμονή μου εκεί ήταν άσκοπη και αντίθετη σε ότι καλό είχα πιστέψει. Η ιστορία στα χρόνια που ακολούθησαν με επιβεβαίωσε πέρα για πέρα. Και σήμερα ακόμα, μέσα σε ένα κυκεώνα διαφθοράς και διάλυσης του κοινωνικού ιστού από πολλές και διαφορετικές πλευρές, το κόμμα εξακολουθεί να παίζει τον ίδιο ρόλο περιμένοντας υπομονετικά να πολιτογραφηθούν μερικές χιλιάδες Πακιστανοί (ταξικά αδέρφια) για να αντλήσει από μία νέα δεξαμενή τα απαραίτητα ψηφαλάκια για την ύπαρξη του. Στην πόρτα της εξόδου, ήμουν βαρύτατα προβληματισμένος. Και τώρα τι; Ήταν δεδομένο ότι το αστικοδημοκρατικό καθεστώς δεν είχε καμία απάντηση στα ερωτήματά μου. Το αίτημα της Επανάστασης ενάντια στο υλικοθηρικό κόσμο της παρακμιακής Δύσης δεν είχε σβήσει. Ξεκίνησα να πειραματίζομαι, με τους Αναρχικούς συγγραφείς της νιότης του αντικαπιταλισμού. Μάχνο, Κροπότκιν, Κρονστάνδη. Ντουρούτι. Ισπανικός εμφύλιος. Και ξαφνικά. Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα. 

Η «γνωριμία» μου με αυτόν τον ήρωα και πρωτοπόρο στην αναζήτηση του Ισπανικού Σοσιαλισμού, αποτέλεσε ένα σημείο καμπής. Εδώ θα κάνω μία παύση για να τονίσω ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα έρθει ποτέ σε επαφή με καμία Εθνικιστική ομάδα. Η προσωπική μου πορεία ήταν αυτόνομη και αυτόβουλη. Δεν επηρεάστηκα ποτέ από κανέναν, διότι πολύ απλά δεν επικοινώνησα ποτέ με κανέναν που να ανήκε κατά κάποιον τρόπο στο χώρο της Εθνικιστικής σκέψης. Ακολούθησε μία διαδρομή 12 περίπου χρόνων μέσα από προβληματισμούς και αναγνώσεις. Το δυσκολότερο ήταν να συνειδητοποιήσω ότι η αναζήτηση για μία Σοσιαλιστική κοινωνία δεν περνούσε αναγκαστικά μέσα από τη Μαρξιστική μεθοδολογία, και μέσα από την μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας που νοείται ως πέρασμα από μία κατάσταση σε μία άλλη, νομοτελειακά, και με καύσιμο την «πάλη των τάξεων». Και ήταν λυτρωτική η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι ο αντικαπιταλισμός δεν ήταν η αμφισβήτηση μιας οικονομικής, υλιστικής θεωρίας με σκοπό της αντικατάστασή της από μία άλλη υλιστική θεωρία.

Ο αντικαπιταλισμός που αναδυόταν μέσα από τα νέα μου αναγνώσματα, (Ιούλιος Έβολα, Όσβαλντ Σπένγκλερ, Ιωάννης Συκουτρής, Σίτσα Καραϊσκάκη) ήταν ένας πόλεμος ιδεών ανάμεσα στη σήψη της ύλης και το Φως της Αρετής. Άρχισα να βλέπω τον Παλαμά μέσα από τα μάτια του Πλάτωνα. Και κυρίως άρχισα να κατανοώ την Σπάρτη, όχι μέσα από το πρίσμα του «ελληναράδικου» αυτισμού και της προγονοπληξίας, αλλά σαν ολοκληρωμένη πρόταση βιοθεωρίας. Ανακάλυπτα με έκπληξη ότι όσα πίστευα για ένα ιδεολογικό χώρο που ταύτιζα με την «μπατσολαγνεία» και την κενότητα της αστικής ακροδεξιάς δεν είχαν καμία σχέση με τον πυρήνα της σκέψης των θεωρητικών της «Τρίτης Θέσης» και τις βασικές κατευθύνσεις της στους αγώνες του 20ου αιώνα. Εξοικειώθηκα προοδευτικά με τις αρχές μιας άλλης πολιτικής θεωρίας για την οποία δεν είχα ιδέα. Ανακάλυψα την πνευματικότητα και την ποίηση της. Γνώρισα προσωπικότητες διανοητών απίστευτου βεληνεκούς. Κατανόησα την πραγματική σύνδεση ανάμεσα στα μοντέρνα οράματα με το μεγαλείο της κλασικής Ελλάδας. Ο ορισμός του Συκουτρή για τον άνθρωπο που δίνει αξία στην πίστη του μέσω του Ήθους του, τα Κάντος του Έζρα Πάουντ, ο οργισμένος εκδικητής του Παλαμά.

Τότε άρχισε να επιτυγχάνεται η οργανική όσμωση ανάμεσα στην Ελληνικότητα μου και την επιθυμία μου για μια κοινωνία δίκαιη και δημιουργική. Άρχισα σιγά σιγά να επανέρχομαι σε μία ισορροπία ανάμεσα στην ψυχή μου και τα όνειρά μου. Δε χρειαζόταν πλέον να πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει να γίνω κάποιος άλλος για να έχω δικαίωμα να ονειρεύομαι έναν καλύτερο κόσμο. Άρχισε η Ελληνικότητά μου να γίνεται συμπληρωματική του ονείρου και όχι εχθρός του. Άρχισα να κατανοώ ότι ο δρόμος για τον Σοσιαλισμό δεν μπορούσε να ανοίξει από την εργατική τάξη, αλλά από το συμπαρατασσόμενο Έθνος. Ότι η συγκολλητική δύναμη που θα μας κρατήσει ενωμένους απέναντι στο καπιταλιστικό τέρας δεν είναι η ταξική μας θέση που έτσι κι αλλιώς δεν είναι δεδομένη μέσα στην κοινωνική κινητικότητα. Το ταξικό στίγμα που προσδιορίζει έναν άνθρωπο μία στιγμή, μπορεί να αλλάξει άρδην στο μέλλον, όλα αυτά είναι ανθρώπινα επινοήματα, δεν είναι κάτι σταθερό, δεν έχουν ιδεολογικό περιεχόμενο, είναι μία θέση ιδωμένη μέσα από την υλική κατάσταση μιας στιγμής της ζωής. Άρχισα να κατανοώ την Παράδοση ως κομμάτι της κληρονομιάς μου, που δεν ήταν μία «λαϊκή κουλτούρα». Δεν ήταν απλά χοροί και τραγούδια της τοπικής κοινότητας, ήταν η κιβωτός μέσα από την οποία μεταφερόταν από γενιά σε γενιά κωδικοποιημένη και συμπυκνωμένη η ποιητική ψυχή του λαού μας. Αυτά που μένουν σταθερά και θα μας δέσουν τον έναν δίπλα στον άλλον, ο σταθερός πύρος της ανθρωπότητας, είναι η Φύση, η Φυλή και το Έθνος, είναι η γλώσσα που θα μιλήσουμε στο διπλανό μας, τα τραγούδια που θα τραγουδήσουμε, τα λάβαρα που θα κυματίσουν στον αέρα και θα μας φέρουν δάκρυα στα μάτια.

Είναι πράγματα που δεν μπορούν, δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθούν με χρήματα ή με οτιδήποτε άλλο μπορεί να εφεύρει η κοινωνική μηχανική και η υλιστική οικονομία. Είναι ανείπωτα και δεν είναι ορατά στο ύψος του ανθρώπου. Για να τα δούμε θα πρέπει να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά. Και τα καλωσορίζουμε προτάσσοντας την δεξιά. Γι' αυτά αξίζει να πολεμήσουμε και να μεγαλώσουμε παιδιά. Σε μια πατρίδα νέα από κάθε άποψη αλλά και ταυτόχρονα παλιά όσο κι ο κόσμος.

Υστερόγραφο:

Έχω στεναχωρηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια.

Για τις χιλιάδες αυτοκτονίες Ελλήνων στα χρόνια των μνημονίων, ανάμεσα στις οποίες και ενός πολύ κοντινού μου ανθρώπου και λοχαγού του ΕΣ.

Για τις καλημέρες που έχασα από τους μαγαζάτορες που έκλεισαν τα μαγαζάκια τους στη γειτονιά μου.

Για το ξεφτιλίκι που ένοιωθα βλέποντας τους πολιτικάντηδες να περνοδιαβαίνουν τις Ευρωπαϊκές αυλές ζητιανεύοντας.

Για τα ληγμένα δακρυγόνα στο Σύνταγμα, για τα Ελληνόπουλα που κατάλαβαν ότι η Ελληνική σημαία στην Ελλάδα δε σε προστατεύει από τίποτα.

Για τη γερόντισσα στη Θεσσαλονίκη που περπατούσε κρατώντας σκυμμένο το κεφάλι αλλά ορθή τη σημαία ανάμεσα στους καπνούς των χημικών.

Για το άγος στο Πισοδέρι.

Για το διαμελισμό της κληρονομιάς μας αντί πινακίων φακής.

Για τους Εθνικιστές που τους έλιωσαν τις ζωές, που τους τύλιξαν σε τόνους ψεμάτων και τους έστειλαν άλλους στις φυλακές, άλλους στην ατίμωση και την εξαθλίωση κι άλλους στην αυτοκτονία. (Αιωνία σου η μνήμη αδερφέ).

Για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους των νησιών που με δάκρυα στα μάτια και ανήμπορη αγανάχτηση παρακολούθησαν τον αφανισμό της ζωής τους.

Για τους Έλληνες που μεγάλωσαν σε ένα σπιτάκι στο κέντρο και ξαφνικά χωρίς κανείς να τους ρωτήσει, χωρίς κανείς να τους εξηγήσει γιατί, βρέθηκαν να ζουν σε ξένη γη. Με τα πατρικά τους απαξιωμένα, εγκλωβισμένοι σε γειτονιές με μαγαζιά χωρίς ελληνικές πινακίδες.

Για τον ένα χρόνο που ζούμε σε μία περίεργη, ακατανόητη κατάσταση, μέσα σε οχετούς ψέματος, χωρίς να ξέρουμε αν θα ξανακερδίσουμε αυτή τη ρημάδα ζωή που είχαμε πριν σταματήσει να ισχύει το Σύνταγμα.

Για τις μέρες εκείνες στη Χίο και τη Μυτιλήνη που έβλεπα να επιβάλλονται με την κρατική βία, ξένα συμφέροντα σε βάρος Ελλήνων.

Για την 28η Οκτωβρίου που μαζί με το παιδί μου ψάλαμε μόνοι μας τον Εθνικό Ύμνο μπροστά από τέσσερις διμοιρίες των ΜΑΤ στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι από το κενοτάφιο του παππού μου.

Έχω στεναχωρηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορώ να στεναχωρηθώ και για τη Νέα Σμύρνη.