του Κωνσταντίνου
Μποβιάτσου
Τον Ιούνιο
του 1970, μόλις πριν από μισό αιώνα, ο Tom Wolfe ένας Αμερικανός συγγραφέας,
κομψός αστός και σύγχρονος δανδής, από την Βιρτζίνια εκ γενετής αλλά
Νεοϋορκέζος μέχρι το κόκκαλο στην νοοτροπία, έγραψε ένα άρθρο στο “New York Magazine”
που άφησε ιστορία. Στο άρθρο αυτό χρησιμοποίησε μια έκφραση που εξαπλώθηκε
αμέσως σε όλο τον κόσμο: radical chic. Δεν ήταν ακόμη διάσημος αυτός ο
σαραντάχρονος δημοσιογράφος που θα έγραφε αργότερα κάποια επιτυχημένα
μυθιστορήματα όπως το “The Bonfire of the Vanities” (1987) και άλλα πολλά. Παρά
τις δεκαετίες ακούραστης δουλειάς, ο λαμπρός συγγραφέας θα μείνει στη μνήμη πάνω απ' όλα για αυτό το
άρθρο και αυτόν τον κεραυνοβόλο ορισμό.
Είχε
παρευρεθεί με κομμένη την ανάσα σε μια δεξίωση της νεοϋορκέζικης κουλτούρας της
υψηλής κοινωνίας, στο πολυτελές διαμέρισμα σε
ένα ρετιρέ στην κεντρική Λεωφόρο Παρκ, του εβραϊκής καταγωγής μαέστρου
Leonard Bernstein. Η σύζυγός του Felicia, πρωταγωνίστρια των σαλονιών της
υψηλής κοινωνίας, σκόπευε να
συγκεντρώσει κεφάλαια για τους “Black Panthers”, ένα επαναστατικό μαρξιστικό
πολιτικό κίνημα που αποτελείται από νεαρούς μαύρους, ή μάλλον Αφροαμερικανούς.
Ήταν η εποχή που το πνεύμα του ‘68 με τους χίππυς, γεννήθηκε στα πανεπιστήμια της αμερικανικής
δυτικής ακτής και διαχύθηκε στην υπόλοιπη Αμερική και την Ευρώπη και έγινε η
κοινή λογική των νέων γενιών και το δηλητήριο που τρέχει ακόμη στις φλέβες.
Οι
συμμετέχοντες όλοι πλούσιοι, όλοι ανήκαν στην ανώτερη μεσαία τάξη, ισχυροί
άνθρωποι με τραπεζικούς λογαριασμούς εκατομμυρίων, ενθουσιάστηκαν από την
παρουσία κάποιων αδιάκριτων και οπλισμένων επαναστατών. Τότε άφησαν τους
εαυτούς τους πιο ελεύθερους και πράγματι έδειχναν χαρούμενοι να μοιράζονται το
μίσος των Μαύρων Πανθήρων, ενάντια στην ίδια τους την φυλή, την λευκή, που
ανήκαν οι περισσότεροι στην εκδήλωση. Τι περίεργα πράγματα...! Αυτό το μίσος
ήταν ένα μίσος για τον εαυτό τους, μια προσμονή του καταστροφικού πνεύματος του
πολιτισμού μας που ο Roger Scruton, (κοινωνικός φιλόσοφος) στις αρχές του 21ου
αιώνα θα αποκαλούσε «οικοφοβία».
Φίλοι του εχθρού τους, περιφρονητές του εαυτού
τους και της τάξης της οποίας τα προνόμια φρόντιζαν να μην εγκαταλείψουν, αυτά
τα μέλη της ανώτερης τάξης είχαν από τότε, έναν αστραφτερό συλλογικό ορισμό: το
radical chic. Ριζοσπάστες ναι, ακόμη και εξτρεμιστές - φυσικά μόνο στα
λόγια - αλλά παρόλα αυτά κομψοί, σνομπ (που σημαίνει εξευγενισμένος, χωρίς
αρχοντιά ...) εκλεπτυσμένοι, διαφορετικοί από τη μάζα, από τον πληθυσμό. Ίσως
όπως θα λέγαμε σήμερα και διαμορφωτές γνώμης των λαών.
Το radical chic
δεν ήταν παρά ένα μοδάτο γκρουπ που καμάρωνε τρόπους, γοητείες, γλώσσα της
άκρας αριστεράς, αλλά παρέμενε πολύ προσεκτικό για να μπορεί να διατηρήσει τα
πλεονεκτήματα της κοινωνικής εμφάνισης και του οικονομικού πλούτου. Ταυτόχρονα
καθόλου πρόθυμο να το μοιραστεί με τους
αποκληρωμένους, τους καταραμένους της γης και όποιον χρειάζεται βοήθεια. Στο
πλευρό του λαού για την επανάσταση, αλλά πάντα σε απόσταση ασφαλείας μακριά από
την πραγματική ζωή, ντυμένοι με ακριβή μόδα, να τους υπηρετούν πάντα κάποιοι
υπηρέτες, κατά προτίμηση από τον Τρίτο Κόσμο. Πολύχρωμοι, πονηροί απατεώνες,
αλλά τελικά νικητές.
Ο Tom Wolfe τους ξεσκέπασε, έδειξε την υποκρισία τους και
με κάποιο τρόπο, υπέδειξε έναν δρόμο επίθεσης στην πολιτική και πολιτιστική
δεξιά που δυστυχώς, παρέμεινε νεκρή στις αντιδράσεις της. Στην Eυρώπη
είχαμε άλματα προς τα αριστερά σε όλα τα
επίπεδα του πνεύματος και κυρίως με υπεύθυνους τους δημοσιογράφους που μέσα από
την μίζερη πραγματικότητα που ζουν, παίζουν τον ποιο βρώμικο ρόλο προωθώντας
την νοοτροπία αυτή. Στην πραγματικότητα εκείνα τα χρόνια είχε δημιουργηθεί μια
δηλητηριώδης συμμαχία σε όλη τη Δύση μεταξύ του κυρίαρχου πολιτιστικού
μαρξισμού (που είχε ήδη εξαγνιστεί σε μεγάλο βαθμό από τον αγώνα ενάντια στη
μεγάλη ιδιωτική ιδιοκτησία, μετά τη μακρά περίοδο που κυριαρχούσε η Σχολή της
Φρανκφούρτης) και των ανώτερων τάξεων, των μεγάλων ιδιοκτήτων καπιταλιστών που
έγιναν «αντιαστοί» για να διατηρήσουν καλύτερα την κυριαρχία τους στην κοινωνία
και να αυξήσουν τον πλούτο και την εξουσία
τους. Είναι ένας ανθρώπινος τύπος ο radical chic, ο υπεύθυνος για τη μετατόπιση της
αριστεράς από την εργατική πλευρά και από την αντικαπιταλιστική πάλη σε αυτή
των δικαιωμάτων κάθε δήθεν προσβεβλημένης μειονότητας, που δηλητηριάζει κάθε
κομμάτι της κοινωνίας.
Το έτος μετά
το άρθρο του Tom Wolfe, ο John Lennon θα έγραφε τον «ύμνο» του μεταμοντέρνου
πολιτικά ορθού, το “Imagine”, ένα radical chic τραγούδι όπως ο συγγραφέας του,
που μετακόμισε στη Νέα Υόρκη από τη γενέτειρα του το Λίβερπουλ, πλούσιος,
τοξικομανής, μαριονέτα στα χέρια της δεύτερης συζύγου του, της δήθεν
διανοούμενης Yoko Ono. «Φανταστείτε ότι δεν υπάρχει παράδεισος, είναι εύκολο
αν προσπαθήσεις. Δεν υπάρχει κόλαση από κάτω μας, μόνο ουρανός από πάνω μας.
Φανταστείτε όλους τους ανθρώπους να ζουν για το σήμερα. Φανταστείτε ότι δεν
υπάρχουν χώρες. Δεν είναι δύσκολο να κάνεις, τίποτα για να σκοτώσεις ή να
πεθάνεις, ούτε θρησκεία».
Το τέλειο radical chic πρόγραμμα ενός ανεύθυνου,
εξαντλημένου, καταστροφικού, παρακμιακού, μηδενιστικού πολιτισμού. Με την
πάροδο του χρόνου ένας ισχυρός πολιτιστικός μηχανισμός ενήργησε υποστηριζόμενος
από κορυφαίες κοινωνικές ομάδες, στραμμένος αποκλειστικά σε περιθωριακές
ταυτότητες. Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτές οι ταυτότητες έχουν γίνει ένα
κρίσιμο πεδίο μεταπολιτικής σύγκρουσης. Τα δικαιώματα των γυναικών, των
μεταναστών, της ομοφυλοφιλικής κοινότητας και κάθε άλλης προβληματικής
μειονότητας βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας όλων των κομμάτων που
ισχυρίζονται ότι είναι προς τα αριστερά. Είναι πάντα θέμα δικαιωμάτων -και
ιδιοτροπιών- των πλούσιων, των μετα-αστικών τάξεων: οι radical chic, ας το παραδεχτούμε άφοβα, έχουν
κυριαρχήσει στο γήπεδο. Είναι αυτοί που υπαγορεύουν την πολιτική ατζέντα και
πάνω από όλα αυτή των μοδών. Όλοι όσοι προσπάθησαν να κρούσουν τον κώδωνα του
κινδύνου, πέρασαν στο περιθώριο. Κανείς δεν σηκώθηκε για να αντιμετωπίσει τη
δηλητηριώδη ηγεμονία του «μετααστικού ριζοσπαστισμού».
Η «radical chic»
κοινωνία του Wolfe, είναι οι νικητές του
μισού αιώνα kulturkampf, του πολιτισμικού πολέμου. Η παλιά ιδιοκτησιακή
ανώτερη μεσαία τάξη κατάλαβε εκ των προτέρων ότι η μεταμοντέρνα κοινή γνώμη,
για να κυβερνηθεί και να κρατηθεί κάτω από τα συμφέροντά της, έπρεπε να
παρασυρθεί με νέα συνθήματα και με νέο στόχο. Έτσι είχαμε τη συνεχή αλλαγή, τις
καινοτομίες, τον μύθο της προόδου, την εφήμερη χαρά. Τα υπολείμματα των αρχών του χθες, όπως η
πατρίδα, η οικογένεια, η θρησκεία, η εργασία, τα δικαιώματα και η κοινωνική
δικαιοσύνη, η ηθική και η πραγματική εργατική και αγροτική τάξη, θα αποτελούσαν
πλέον παρελθόν ή το απόλυτο κακό. Έτσι
θα είχε διευκολυνθεί η διαιώνιση της εξουσίας στα συνήθη χέρια.
Το είδαμε
και από τους μεγάλους καπιταλιστές δεξιούς, που αφού κυριολεκτικά διέλυσαν
χιλιάδες αγροτικές οικογένειες στην
Νότια Ιταλία και σε πολλές περιοχές της Γαλλίας, τις συγκέντρωσαν μέσα στις
θλιβερές και ζοφερές μητροπόλεις ως εργατικό δυναμικό για τα μεγάλα εργοστάσια,
δημιουργώντας ψεύτικες ζωές, ψεύτικη ευμάρεια μέσα στο σκοτάδι του
φιλελευθερισμού. Στις πρώτες κρίσεις – με τη «συγκυρία» στα τέλη της δεκαετίας
του 1960 – ήταν πολύ καλοί όλοι αυτοί οι καρχαρίες στη μεταφορά του κόστους
στον δημόσιο προϋπολογισμό, πραγματοποιώντας μια μακρά συμφωνία με την πολιτική
αριστερά, που εγκατέλειπε τον κομμουνιστικό μύθο και με τις διανοητικές τάξεις
μαρξιστικής καταγωγής της και διέλυσε κάθε κοινωνικό ιστό της Παράδοσης.
Τηλεόραση, Ραδιόφωνα, εφημερίδες και ενημέρωση γενικά, ανατέθηκαν στα ματωμένα
χέρια της αριστεράς, με τα καπιταλιστικά κεφάλαια, την δεξιά αδερφούλα τους να
πατρονάρει τον αργό θάνατο μας.
Εκείνη την
εποχή η δεξιά δεν κατανοούσε τη στρατηγική της ιστορικής σημασίας αλλαγών που προωθούσαν οι «radical chic»
ομάδες. Μια αμυντική, νωχελική, φοβισμένη στάση στην οποία η δεξιά πολιτική,
αντίθετη δήθεν προς την αριστερά, δεν παρείχε λύσεις ή σχέδια εναλλακτικών
ενεργειών. Το radical chic θριάμβευσε λόγω της απουσίας του αντίπαλου που
επιδόθηκε σε στρατηγικές υποχωρήσεις, σε μάχες οπισθοφυλακής, σε ψάρεμα
εκλογικών ευκαιριών, όπως στη δεκαετία του '80 με τον φιλελεύθερο ατομικισμό
του Reagan και της Thatcher. Το αποτέλεσμα τελικά είναι δραματικό και συμπυκνώνεται
στον θρίαμβο της πολιτικής ορθότητας, δηλαδή στην απαγόρευση των λέξεων και των
σκέψεων και στο νέο ευαγγέλιο, τον «αντιρατσιστικό ρατσισμό» που βλέπουμε να
εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια όπως με
την περίπτωση του George Floyd στις ΗΠΑ και του νεκρού μετανάστη στην Γαλλία.
Ειδικά για την περίπτωση του Floyd, ο ρατσισμός που αποδίδεται κατ' επέκταση
σε κάθε λευκό άτομο από τον οποίο κάποιος έχει την ηθική υποχρέωση να
εξαγνιστεί γονατίζοντας ντροπιασμένος για κακοποιήσεις που δεν διαπράχθηκαν,
γίνεται χαρακτηριστικό ολόκληρης της κοινωνικής δομής, κάτι που υπερβαίνει την
ικανότητα του καθενός να σκεφτεί.
Ο radical chic
κόσμος στην καταστροφική του δράση, έχει καταλάβει ότι ο άνθρωπος είναι ένα
συμβολικό ζώο, ένα ον που «ονομάζει τα πράγματα με άλλο όνομα» και ξέρει πώς να
συμπυκνώνει τις πιο ιλιγγιώδεις πραγματικότητες σε απλουστευμένα αντικείμενα
και όρους. Πριν από πενήντα χρόνια, η πλούσια καπιταλιστική αστική τάξη,
στο δρόμο της να γίνει «κάτι», δάμασε την επανάσταση, ή μάλλον έγινε ο επίσημος
σπόνσορας της κάθε επανάστασης, από αυτές των φοιτητών, μέχρι αυτές των
εργατών. Αυτό συνέβη με την ψευδοεξέγερση του 1968. Απέρριψε την εξουσία, πέταξε τα σύμβολα στη
λάσπη, διατήρησε τον μύθο της Προόδου και αντικατέστησε την οικονομική ισότητα
- στόχο του παλιού μαρξισμού - με την ισοδυναμία των ιδεών, των φυλών, των
πολιτισμών, των φύλων, των πάντων εκτός από το πορτοφόλι. Σε μισό αιώνα, λίγο
πάνω από δύο γενιές, μας γονάτισε κυριολεκτικά, πεισμένους να μισούμε αυτό που
είμαστε. Εκείνοι, οι radical chic, συνεχίζουν να πίνουν στην υγεία των κορόιδων
στις βίλες τους. Έχουν αλλάξει το χρώμα
στις μίζερες ζωές των υπηρετών τους, σε
χρώματα ουράνιου τόξου, βασιλεύουν σε ένα ανόητο κοπάδι, αλλά έχουν
-περισσότερο από πριν- τον κόσμο στα χέρια τους.
Ένα πικρό
χειροκρότημα σε αυτούς, νικητές ενός τελειωμένου πολιτισμού, ανάθεμα σε αυτούς που
δεν σήκωσαν το δάχτυλο για να τους πολεμήσουν. Όπως πάντα, αλίμονο στους
νικημένους, εμάς.