Σελίδες 62-65 στο: Domenico Losurdo "Η Γλώσσα της
Αυτοκρατορίας. Λεξικό της Αμερικάνικης Ιδεολογίας", μετάφραση Άβα
Μπουλούμπαση, εκδόσεις Α/συνέχεια, 2006.
Η τρομοκρατική χρήση της καταγγελίας για τρομοκρατία, φτάνει στο απόγειό της στην Παλαιστίνη. Όπως παρατηρεί ένας καθηγητής του εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, στην επίσημη καταμέτρηση των «εχθρικών τρομοκρατικών ενεργειών» η ισραηλινή κυβέρνηση περιλαμβάνει και τον «λιθοβολισμό». Αν όμως πρέπει να χαρακτηριστεί «τρομοκράτης» κάθε μικρός Παλαιστίνιος που αντιδρά στην κατοχή πετώντας πέτρες, δεν πρέπει ταυτόχρονα να θεωρήσουμε πρωτοπαλίκαρο του αντιτρομοκρατικού αγώνα τον ισραηλινό στρατιώτη που κάνει το ίδιο; Δεν μιλάμε για υποθετική περίπτωση. Μια ισραηλινή δικηγόρος που υπερασπίζεται τους Παλαιστίνιους λέει πως «ένα παιδάκι δέκα χρονών σκοτώθηκε κοντά σε ένα σημείο ελέγχου, στην έξοδο της Ιερουσαλήμ, από έναν στρατιώτη ενάντια στον οποίο είχε πετάξει μια πέτρα».
Ακόμη, σε ένα από τα πιο έγκυρα αμερικανικά περιοδικά, μπορούμε να βρούμε περιγραφές για «ανατριχιαστικές σκηνές θανάτου», «όταν ένα ισραηλινό τεθωρακισμένο και ένα ελικόπτερο άνοιξαν πυρ στο στρατόπεδο προσφύγων στη Ράφα, ενάντια σε μια ομάδα Παλαιστίνιων διαδηλωτών στην οποία υπήρχαν και παιδάκια». Συχνή αναφορά σε τέτοια περιστατικά δεν γίνεται μόνο από πολιτικούς και δημοσιογράφους. Σε ένα πρόσφατο βιβλίο ιστορικού του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ που ασχολείται με το Ιράκ και τη Μέση Ανατολή, περιγράφεται ωμά η συμπεριφορά των βρετανικών στρατευμάτων το 1920: όταν για να αντιμετωπίσουν τους εξεγερμένους προχώρησαν σε «σκληρά αντίποινα», «έβαλαν φωτιά στα χωριά τους και προέβησαν σε άλλες πράξεις που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε απάνθρωπες, αν όχι βάρβαρες στην κυριολεξία».
Ο Τσόρτσιλ
όχι μόνο δεν τους σταμάτησε, αλλά αντίθετα καλούσε την αεροπορία να δώσει ένα
σκληρό μάθημα στους «εξαγριωμένους ιθαγενείς» χτυπώντας τους «πειραματικά» με
«τοξικά αέρια και ιδιαίτερα με υπερίτη». Χαρακτηρίζοντας απαράδεκτες αυτές τις
ενέργειες, ο Βρετανός ιστορικός προσθέτει : «Να τονίσουμε πως αυτά συνέβαιναν
σε μια εποχή όπου πλήθαιναν οι απώλειες και οι στρατιωτικές ήττες των Βρετανών,
ενώ λίγο πριν είχαν δολοφονηθεί (murdered), αξιωματούχοι του βρετανικού
στρατού».
Φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της αποικιοκρατικής δύναμης, που δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί χημικά όπλα και που καμάρωνε για την εξόντωση όχι μόνο των εξεγερμένων αλλά και των «εξαγριωμένων ιθαγενών» και όλων τελικά των κατοίκων. Αντίθετα, οι Ιρακινοί που παλεύουν για την ανεξαρτησία τους, χαρακτηρίζονται «δολοφόνοι» μόνο και μόνο γιατί επιτίθενται στο στρατό κατοχής. Για να ερμηνεύσουμε αυτόν τον «επαναπροσδιορισμό των ηθικών αξιών» -για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Νίτσε- δεν αρκεί να πούμε ότι ο ιστορικός που αναφέραμε «διετέλεσε σύμβουλος του Τόνι Μπλερ», όπως διαβάζουμε στην τρίτη σελίδα της εισαγωγής του βιβλίου. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια αντιπροσωπευτική περίοδο της αποικιοκρατικής παράδοσης, που μεταγενέστερα απόκτησε έναν μεγάλο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Καρλ Σμιτ. Τη δεκαετία του 1960, ενώ αναπτυσσόταν ραγδαία το κίνημα ανεξαρτησίας των λαών των αποικιών σε πλανητικό επίπεδο, αυτός ο Γερμανός νομομαθής περιγράφει έτσι τον αγώνα που έφερε το τέλος της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα:
"Εδώ οι κομμουνιστές κατάφεραν να παρασύρουν και τον μη
πολιτικοποιημένο λαό. Έδιναν διαταγές ακόμη και στους υποτακτικούς των Γάλλων
επιτελών και αξιωματούχων ή στους εργάτες των γαλλικών αποστολών. Εισέπρατταν
φόρους από το λαό και εκτελούσαν κάθε είδους τρομοκρατικές ενέργειες, για να
αναγκάσουν τους Γάλλους να απαντήσουν με αντιτρομοκρατικά αντίποινα κατά των
ιθαγενών, έτσι ώστε να ενταθεί ακόμη περισσότερο το μίσος κατά των
Γάλλων."
Έτσι, ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία, αν και αγκαλιάζει ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, γίνεται συνώνυμο της τρομοκρατίας, ενώ οι ενέργειες του στρατού κατοχής, ξένου και μισητού στους πολίτες της κατεχόμενης χώρας, χαρακτηρίζονται «αντιτρομοκρατικές». Βέβαια, τα «αντίποινα» μπορεί να είναι πολύ σκληρά, αλλά - παρατηρεί ο Σμιτ, αναφερόμενος αυτή τη φορά στην Αλγερία- πρέπει να λάβουμε υπόψη την «ακαταμάχητη λογική του παλαιού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι αντάρτες μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με αντάρτικες μεθόδους». Όπως βλέπουμε, ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην τρομοκρατία και την αντιτρομοκρατία δεν είναι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά (δηλαδή οι επιπτώσεις σε βάρος, ή η συμμετοχή, των πολιτών). Αυτή συμπίπτει με τα σύνορα μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτισμού, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η δύναμη που καθορίζει κάθε φορά ποιοι είναι οι βάρβαροι, καθορίζει επίσης και ποιοι είναι οι τρομοκράτες. Κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Μέση Ανατολή το καλοκαίρι του 2006, ο διεθνής τύπος έγραψε ότι οι ισραηλινοί στρατιώτες που συνελήφθησαν και αιχμαλωτίστηκαν από τους Λιβανέζους της Χεζμπολάχ κατά τη διάρκεια στρατιωτικής επιχείρησης, έπεσαν «θύματα απαγωγής», «που άρπαξαν» και κρατούσαν «ομήρους» οι «τρομοκράτες». Ενώ αντίθετα, γράφτηκε ότι «συνελήφθησαν» οι δημοκρατικά εκλεγμένοι Παλαιστίνιοι βουλευτές και υπουργοί της Χαμάς, που χωρίς να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση συνελήφθησαν στα σπίτια τους από τον ισραηλινό στρατό, φορώντας πιτζάμες. Από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ (όχι όμως από την Ε.Ε., τη Ρωσία και την Κίνα), οι μαχητές της Χεζμπολάχ χαρακτηρίζονται τρομοκράτες: η οργάνωση τους, που δημιουργήθηκε στον αγώνα κατά της ισραηλινής κατοχής του νότιου τμήματος της χώρας (που τυπικά κράτησε δεκαοκτώ χρόνια μετά το 1982, αλλά συνεχίστηκε και με άλλες μορφές, με τις συχνές παραβιάσεις του εναέριου χώρου και την υφαρπαγή των υδάτινων πόρων), επειδή έχει ρίζες στο λαό και ξέρει να συνδυάζει τη στρατιωτική με την πολιτική δράση, πολλές φορές παρομοιάζεται με το αντάρτικα του Βιετνάμ.
Μήπως θα έπρεπε άραγε να χαρακτηρίσουμε τρομοκρατικό
ένα από τα μεγαλύτερα μαζικά απελευθερωτικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας,
και σαν ηγέτιδα του αντιτρομοκρατικού αγώνα την υπερδύναμη που έλουσε με βόμβες
και διοξίνη έναν ολόκληρο λαό; Μια τέτοια συλλογιστική πολύ θα άρεσε στον Σμιτ,
τον μεγάλο θεωρητικό των αποικιοκρατικών και «αντιτρομοκρατικών» πολέμων, που
στην εποχή του υποστήριξε παρόμοια τις εκστρατείες του Μουσολίνι κατά της
Αιθιοπίας και του Χίτλερ κατά της Ανατολικής Ευρώπης.
Για να αποδείξουμε πώς η ιδεολογία του πολέμου καταφέρνει να
επηρεάσει ακόμη και ορισμένους δημοσιογράφους που συνήθως είναι μετρημένοι και
προσεκτικοί, παραθέτουμε ένα ρεπορτάζ: «δώδεκα έφεδροι (του ισραηλινού στρατού)
δολοφονήθηκαν από ένα πύραυλο Κατιούσα» που έριξε η Χεζμπολάχ. Στο Λίβανο «19
πολίτες πέθαναν σε διάφορα χωριά που βομβάρδισε η ισραηλινή αεροπορία». Άσχετα
από το ποια είναι τα θύματα, αυτοί που «εξολοθρεύουν», δηλαδή «σκοτώνουν με
ιδιαίτερη αγριότητα», όπως εξηγεί το εγκυκλοπαιδικό λεξικό (κάνοντας σαφή
αναφορά στη συνηθισμένη συμπεριφορά των τρομοκρατών), είναι πάντα οι βάρβαροι.
Το 2002, ζήτησαν από τον στρατηγό Νταν Χαλούτζ, το σημερινό
αρχηγό του Γενικού Στρατιωτικού Επιτελείου του Ισραήλ, που τότε ήταν επικεφαλής
της ισραηλινής αεροπορίας, να πει τι ένιωσε όταν έμαθε πως η βόμβα ενός τόνου
που είχε ρίξει από το αεροπλάνο του ενάντια σε έναν ηγέτη της Χαμάς, είχε
σκοτώσει και εννέα παλαιστίνια παιδάκια, κάτι που θα έπρεπε να περιμένει, αφού
έριξε τη βόμβα σε μια πολυκατοικία όπου έμεναν οικογένειες πολιτών. Όπως
ξέρουμε, αυτός απάντησε ότι ένιωσε μόνο «ένα ελαφρύ τράνταγμα» τη στιγμή που έπεφτε
η βόμβα. Πρόσθεσε δε ότι εκείνη τη νύχτα, δόξα τω Θεώ, κοιμήθηκε μια χαρά. Η
αναισθησία τοu Χαλούτζ, που φάνηκε στη δήλωσή τοu, δεν εμπόδισε την προαγωγή
τοu στο σημερινό ανώτατο βαθμό (ως ΑΓΕΕΘΑ, σήμερα, διεξήγαγε τον πόλεμο κατά
του Λιβάνου με παρόμοιους τρόπους, ισοπεδώνοντας ολόκληρη τη συνοικία Dahia της
Βηρυτού - γιατί υποτίθεται ότι έτσι θα ανάγκαζε τη Χεζμπολάχ να εγκαταλείψει
τις υπόγειες οχυρωμένες θέσεις της - και προκαλώντας 20.000 νεκρούς και
τραυματίες αμάχους), και αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα πως οι παράπλευρες συνέπειες
των ισραηλινών αντιποίνων είναι το αποτέλεσμα, όχι τόσο κάποιων ανθρώπινων
λαθών, όσο της εγκληματικής αδιαφορίας των Ισραηλινών.
Αυτή όμως η αναισθησία δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή
στην ουσία της αν δεν τη συνδέσουμε με ένα άλλο δόγμα του Σμιτ, από το ίδιο
βιβλίο (Theory of the Partisan), αυτό του "πολέμου χωρίς αισθήματα".
Ο Σμιτ γράφει ότι η ουσία του γερμανικού στρατού που δημιουργείται τώρα
ορίζεται ως ένας «στρατός χωρίς συναισθήματα». Το πολεμικό αίσθημα, λέει το
επιχείρημα, σημαίνει υπερβολή των πολεμικών αξιών, είναι επίσης προϊόν εθνικής
συνείδησης, θέλησης για αγώνα και ανδρικής υπερηφάνειας. Στο παρελθόν, μια
τέτοια αίσθηση συνδέθηκε με την πραγματικότητα των πολέμων. Αυτός ο σύνδεσμος
έσπασε με την προπαγάνδα του Χίτλερ, αλλά οι στρατιώτες στο μέτωπο, έχοντας
εγκαταλείψει κάθε συναίσθημα, προσπάθησαν να εξαφανίσουν τον εχθρό όπου ήταν
δυνατόν. Από όλα αυτά ο Σμιτ έβγαλε τα εξής συμπεράσματα: «Ο αγώνας των
βιομηχανοποιημένων εθνών δεν γνωρίζει πλέον το «πάθος» του πολέμου... Στην
πραγματικότητα τα αμερικανικά στρατεύματα αποτελούν, στις μεθόδους εκπαίδευσής
τους και στο πεδίο της μάχης, έναν στρατό χωρίς αισθήματα».
Το συμπέρασμα, εδώ, είναι εξίσου ενδιαφέρον με το επιχείρημα που οδηγεί σε αυτό. Ο Σμιτ αντιλήφθηκε ξεκάθαρα ότι οι παλιοί πόλεμοι ήταν φορτισμένοι με αίσθημα (δηλαδή με περιεχόμενο που εμπνέει το έθνος, τις μάζες) και ότι υπό τον Χίτλερ το συναίσθημα εξαφανίστηκε. Αλλά επειδή ο Σμιτ δεν ήταν σε θέση να αντικαταστήσει τους απάνθρωπους πολεμικούς στόχους του Χίτλερ με πραγματικά κοινωνικά-ανθρώπινα ιδανικά, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία σε γενικούς ιδεολογικούς όρους. Αντέταξε στην κενή προπαγάνδα του Χίτλερ ένα απόλυτο κενό ιδεών, εντοπίζοντας την αιτία αυτής της απώλειας του «πάθους» στην εκβιομηχάνιση της Γερμανίας και των ΗΠΑ και όχι στην αντιδραστική στροφή που πήρε η κοινωνική ανάπτυξη αυτών των χωρών.