Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα GEORGES SOREL. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα GEORGES SOREL. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Les extrêmes se touchent: η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού

 

Η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού

των Zoltanous, Lizardi, CSD, Judas

μετάφραση για τον «Μαύρο Κρίνο»: Μαυρομετωπίτης

Η άποψη ότι ο Φασισμός είναι Αναρχισμός είναι κάτι που ακούμε συνήθως να λένε οι μαρξιστές - λενινιστές για να δυσφημίσουν τον φασισμό ως «φιλελεύθερη ψύχωση». Είναι ένας εύκολος τρόπος να απαξιώσει κανείς τον φασισμό, αφού ο αναρχισμός θεωρείται συνήθως μία ασυνάρτητη αστεία ιδεολογία. Τους περισσότερους τους πιάνουν τα γέλια όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πράγματα σαν τους antifa οι οποίοι είναι κυρίως αναρχικοί. Το βιβλίο «Αναρχοφασισμός» του Jonas Nilsson είναι ένα παράδειγμα τέτοιου αστείου χωρίς ίχνος σοβαρότητας. Όπως αποδεικνύεται όμως, αφήνοντας κατά μέρους την ιδεολογική σχιζοφρένεια, η σχέση μεταξύ αναρχισμού και φασισμού είναι πολύ πιο περίπλοκη. Τόσο ο Φασισμός, όσο και ο Αναρχισμός εμπίπτουν τεχνικά στην ίδια γραμμή σκέψης. Και οι δύο στοχεύουν σε μία Τρίτη Θέση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.


Επιπλέον, ο Αναρχισμός μοιράζεται τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Φασισμός διασπάται σε εθνικά οργανικά κινήματα που προσπαθούν να εδραιώσουν τους δικούς τους στόχους για να φτάσουν σε ένα Φασιστικό Μέλλον. Ο Αναρχισμός είναι ένα σύνολο ιδεών που διαφέρουν μεταξύ τους όχι ως προς τον Σκοπό αλλά λόγω των μεθόδων και των αξιών τους. Όπως ακριβώς οι Ιταλοί Φασίστες διέφεραν με τους Βραζιλιάνους ιντεργκραλιστές στις μεθόδους και τους συνολικούς στόχους, έτσι και οι Αναρχοσυνδικαλιστές διαφέρουν με τους Αναρχομουτουαλιστές. Έχουν στο μυαλό τους τον ίδιο τελικό σκοπό με μία απαραίτητη αναδίπλωση στην κατάσταση και τις απόψεις.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ρίζες του Φασισμού βρίσκονται στην Αναρχοσυνδικαλιστική σκέψη. Η επιρροή του Προυντόν, διάφορα εθνικοεπαναστατικά κινήματα και πολλοί από τους ιδεολόγους και ανθρώπους κοντά στον Μουσολίνι, όπως ο Nicola Bombacci ή ο Ugo Spirito προώθησαν πολιτικές βασισμένες στις αναρχικές ιδέες. H μεγαλύτερη παρανόηση της σύγχρονης αναρχικής σκέψης είναι να πιστεύει κανείς ότι το Έθνος ταυτίζεται με το σάπιο Πολιτικό Κράτος που το καταστρέφει. Το καθήκον κάθε Φασιστή είναι να πολεμήσει ενάντια στην σύγχρονη τάξη πραγμάτων, να τσακίσει το κράτος στο σύνολο του και από τις στάχτες που θα προκύψουν να θεμελιώσει το Φασιστικό Κράτος εντός του οποίου θα πραγματώνεται η πραγματική Αναρχία, όχι επειδή οι άνθρωποι θα μείνουν χωρίς κυβερνήτες αλλά επειδή οι άνθρωποι θα είναι οι Άρχοντες και με την συσσωρευμένη δύναμη κάθε ατόμου που συνθέτει οργανικά ένα Έθνος, οι άνθρωποι θα βιώσουν πραγματικά την Αναρχία.

Υπάρχουν και κάποιες ακόμη σύγχρονες παρερμηνείες όπως η συσχέτιση με τον James Mason και το βιβλίο του «Siege» με την καθαρά αναρχική νοοτροπία του. Το βιβλίο καλλιεργεί την βίαιη και χαοτική επιβίωση μέσα σε ένα σκηνικό διαρκούς τεχνολογικής επιτάχυνσης. Ωστόσο, πρέπει να τονίσω ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ευρύτερο θέμα του φασιστικού αναρχισμού λόγω μίας αυστηρής προσήλωσης του σε μία στρεβλή εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού. Η μονή φορά που το «Siege» καθίσταται επίκαιρο είναι όσον αφορά τα τακτικά μέσα σε μία περίοδο χάους. Επιπλέον, υπάρχει η ομάδα «National Tempestist Coordination» που δημοσίευσε το δικό της Αναρχοφασιστικό Μανιφέστο - το οποίο αναλύθηκε στο κανάλι Futurism Forever στο YouTube - παρουσιάζοντας περισσότερους παραλληλισμούς με τον ριζοσπαστικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τον αναρχισμό. Ο Koichi Toyama, ένας Ιάπωνας φασιστής ακτιβιστής που είναι διάσημος για την ομιλία του στις εκλογές του Τόκιο το 2007, το ανέφερε σε μία πρόσφατη συνέντευξη.

«Λέγεται ότι οι αναρχικοί δεν έχουν όραμα και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να καταστρέφουν. Ο μόνος τρόπος για να βρουν οποιοδήποτε όραμα είναι να ανακαλύψουν την δυνατότητα του Φασισμού».

Αναλαμβάνοντας αυτό το θέμα θα αναλύσω τις αλληλεπιδράσεις, την επιρροή και την αλληλοεπικάλυψη μεταξύ αναρχισμού και ιστορικού φασισμού. Θα δούμε αν ισχύει ή όχι ο ισχυρισμός ότι ο φασισμός έχει πολλά κοινά με τον αναρχισμό. Θα δούμε ποιο είναι το πραγματικό αφήγημα του φασισμού σχετικά με τον αναρχισμό. Θα ξεκαθαρίσουμε αν ο Φασισμός ήταν πραγματικά αναρχισμός ή όχι.

Γαλλικός Φασισμός και Αναρχισμός

Ο Ζώρζ Σορέλ ήταν Γάλλος συνδικαλιστής θεωρητικός στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο συνδικαλισμός ήταν μία επαναστατική ιδεολογία που πίστευε ότι τα συνδικάτα θα οδηγούσαν τους εργάτες σε μία επανάσταση μέσω γενικών απεργιών και στη συνέχεια αυτά θα διοικούσαν την οικονομία και την κοινωνία. Ο συνδικαλισμός δεν είναι εγγενώς αναρχικός αλλά στα πρώτα του χρόνια ήταν πολύ σύμφωνος με τον Ελευθεριακό Σοσιαλισμό και οι ρίζες του ανάγονται σε αναρχικούς στοχαστές όπως ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν και ο Μιχαήλ Μπακούνιν.

Ο Σορέλ ήταν αρχικά ένας φιλελεύθερος συντηρητικός, αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1880 θα έχει ασπαστεί τον μαρξισμό και τη σοσιαλδημοκρατία και τελικά τον 20ο αιώνα θα καταλήξει στον συνδικαλισμό στον οποίον θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτό που έκανε τον Σορέλ να κινηθεί προς τον Συνδικαλισμό ήταν η έλλειψη δράσης της σοσιαλδημοκρατίας και η αποτυχία της στην επίτευξη του ελέγχου των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Αυτό που τράβηξε τον Σορέλ στον Συνδικαλισμό ήταν ο προσανατολισμός του στην δράση, η γενική απεργία και η απόρριψη της κοινοβουλευτικής πολιτικής.

Σε όλα τα γραπτά του ο Σορέλ έδινε παραδείγματα των πρώτων Χριστιανών για να διευκολύνει την κατανόηση των απόψεων του σχετικά με τη σημασία του Μύθου και του Ηρωισμού. Το μαρτύριο και η ισχυρή τους πίστη βοήθησαν στην διατήρηση της εκκλησίας. Το άλλο σημαντικό έργο του Σορέλ είναι «Η Ψευδαίσθηση της Προόδου» (The Illusion of Progress), όπου ο Σορέλ δήλωσε ότι «Η θεωρία της Προόδου» είναι ένα «αστικό δόγμα» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την αστική κυριαρχία και την καταστολή του παλιού συστήματος. Ο Σορέλ είναι επίσης πολύ επικριτικός για τον συγκεντρωτισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, την καταστροφή των οικογενειακών δεσμών και των παραδοσιακών αξιών.

Σύμφωνα με τον ιστορικό και κοινωνικό κριτικό Christopher Lasch, ο Σορέλ πίστευε ότι η ανωτερότητα του συνδικαλισμού έναντι του σοσιαλισμού έγκειται στην εκτίμηση του για την ιδιοκτησία, η οποία απορρίφθηκε από τους σοσιαλιστές ως πηγή του «μικροαστικού» επαρχιωτισμού και της πολιτιστικής οπισθοδρόμησης. Χωρίς να εντυπωσιαστούν από τις μαρξιστικές επικρίσεις ενάντια στην «ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής», οι συνδικαλιστές, σκέφτηκε ο Σορέλ, εκτιμούσαν τα αισθήματα προσκόλλησης που εμπνέονταν σε κάθε πραγματικά καταρτισμένο εργάτη για τις παραγωγικές δυνάμεις που του είχαν εμπιστευτεί. Σέβονταν την αγάπη του χωρικού για το χωράφι του, τον αμπελώνα του, τον αχυρώνα του, τα βοοειδή του και τις μέλισσες του.

Ο Lasch θα συνεχίσει γράφοντας ότι η κριτική του Σορέλ, των Συνδικαλιστών και των Συντεχνιακών Σοσιαλιστών είχε πραγματικό βάρος επειδή βασιζόταν στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον έκανε ηθικά ελκυστικό στην αρχή - την υπόσχεση του καθολικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Οι συνδικαλιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές είδαν ότι η σκλαβιά και όχι η φτώχεια, ήταν το πραγματικό ζήτημα, όπως το έθεσε ο G. D. H. Cole. Είδαν ότι η αναγωγή της εργασίας σε εμπόρευμα, η ουσία του καπιταλισμού, απαιτούσε την εξάλειψη όλων των κοινωνικών δεσμών που εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας. 

Η καταστροφή των μεσαιωνικών συντεχνιών, η αντικατάσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης από μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία, η αποδυνάμωση των οικογενειακών δεσμών και η χειραφέτηση των γυναικών ισοδυναμούσαν με διαδοχικά βήματα στη διαδικασία υποβάθμισης της εργασίας ως πρώτης ύλης, όλα με το «σύγχρονο σύνθημα» της προόδου. Ενώ οι μαρξιστές αποδέχθηκαν τη κολεκτιβοποιητική λογική του καπιταλισμού και πρότειναν απλώς να κοινωνικοποιηθεί η παραγωγή πιο διεξοδικά, οι συνδικαλιστές, οι λαϊκιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές καταδίκαζαν τον σύγχρονο καπιταλισμό για βαθιά συντηρητικούς λόγους αφού απαιτούσε σύμφωνα με τα λόγια του A. R. Orage, εκδότη της New Age, «την προοδευτική κατάρρευση των δομών του κοινωνικού μας συστήματος».

Αυτές οι συντηρητικές τάσεις στις ιδέες του Σορέλ θα τον οδηγήσουν τελικά να συνεργαστεί με τον Γάλλο Εθνικιστή και Μοναρχικό Charles Maurras που ήταν ο ηγέτης της «Γαλλικής Δράσης». Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ανδρών και των οπαδών τους οδήγησε σε μια σύνθεση μεταξύ Εθνικισμού, Μοναρχισμού και Συνδικαλισμού. Έτσι δημιουργήθηκε το «Cercle Proudhon» (Κύκλος Προυντόν) που υποστήριζε και επέκτεινε αυτή τη σύνθεση. Σύμφωνα με τον αείμνηστο ιστορικό Τζέιμς Γκρέγκορ, αυτό επηρέασε πολλούς από τους πρώιμους Ιταλούς φασίστες διανοούμενους όπως τον Τζιοβάνι Τζεντίλε, τον Ούγκο Σπρίτο, τον Ενρίκο Κοραντίνι, ακόμη και τον ίδιο τον Μπενίτο Μουσολίνι που είπε για τον Σορέλ:

«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»

- Μπενίτο Μουσολίνι

Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο Σορέλ εγκατέλειψε τις εθνικιστικές του συμπάθειες, ωστόσο συνέχισε να υποστηρίζει τόσο τον Βλαντιμίρ Λένιν όσο και τον Μπενίτο Μουσολίνι δηλώνοντας:

«Ο Μουσολίνι είναι ένας άνθρωπος όχι λιγότερο εξαιρετικός από τον Λένιν»

Είναι γεγονός ότι η εμφάνιση σοσιαλιστικών, εθνικιστικών, αναρχικών και συνδικαλιστικών ιδεών στη Γαλλία συγκεντρώθηκε στην οργάνωση «Cercle Proudhon», μια πολιτική ομάδα που ιδρύθηκε από τον αναρχικό θεωρητικό Édouard Berth, από οπαδούς του Μωρράς και τον πρώην αναρχοσυνδικαλιστή George Valois. Ο Berth και ο Valois ήταν και οι δύο μαθητές του Σορέλ που καθιέρωσαν τη βάση αυτού που ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν την πρώτη πρωτοφασιστική οργάνωση. Ο «Κύκλος Προυντόν» ενέπνευσε μια γενιά επαναστατών και εθνικοσυνδικαλιστών στην Ιταλία όπως ο Μικέλε Μπιάνκι, ο Ολιβιέρο Ολιβέτι, ο Φίλιπο Κοριντόνι και ο Αλκέστ ντε Άμπρις που αργότερα βοήθησαν να εμψυχωθεί ο φασισμός.

Σύμφωνα με τον Εβραίο ιστορικό Zeev Sternhell, ο «Κύκλος Προυντόν» πρότεινε μια νέα ηθική που θα ταιριάζει στη συμμαχία του εθνικισμού και του συνδικαλισμού, δύο συντιθέμενων και συγκλινόντων κινημάτων, το ένα από την άκρα δεξιά και το άλλο από την άκρα αριστερά, που ξεκινούσαν από κοινού την πολιορκία και την επίθεση ενάντια στη δημοκρατία. Ως εκ τούτου, ως λύση επινοήθηκε μία πλήρης αντικατάσταση της φιλελεύθερης τάξης. Ήθελαν να δημιουργήσουν μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί μια ισχυρή πρωτοπορία, μια προλεταριακή ελίτ, μια αριστοκρατία παραγωγών, ενωμένη σε συμμαχία με την διανοούμενη νεολαία που διψά για δράση ενάντια στην παρακμιακή αστική τάξη. Με τον καιρό, δεν θα ήταν δύσκολο μια τέτοια σύνθεση να πάρει τη μορφή του φασισμού.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ουτοπικός σοσιαλισμός, ειδικά οι οικονομικές θεωρίες του Γάλλου αναρχικού, φιλοσόφου, πολιτικού και επαναστάτη Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν επηρέασαν σημαντικά τις οικονομικές αξίες διαφόρων εθνικοσοσιαλιστών θεωρητικών όπως ο Rudolf Jung, ο Gottfried Feder και ο Marc Augier. Ο σοσιαλιστικός «Τρίτος Δρόμος» συμπίπτει με τα συμφέροντα του φασισμού, καθώς η αλληλοβοήθεια γίνεται αντιληπτή ως ένας ακόμη αγωγός προς τον φασισμό. Ακόμη και μέχρι σήμερα, εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις όπως η ισπανική «Devenir Europeo» αναφέρουν τον Προυντόν στα φυλλάδια θεωρητικής εκπαίδευσης ως καθοριστική επιρροή τους.

Ο George Valois έκανε μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση των ορισμών που χαρακτήριζαν την εποχή ως μοντερνιστική με μια τάση προς μία πλήρως σχεδιοποιημένη, συμπεριληπτική αστικοποίηση. Στην παράδοση των ουτοπιών και των φαλανστηρίων, βλέπουμε πώς η Citée Française γίνεται ακρογωνιαίος λίθος της πλήρως ανασχεδιασμένης κοινωνίας, αντανακλώντας τα αταξικά και συνδικαλιστικά ιδανικά του αναρχισμού. Με τον Valois στον «Κύκλο Προυντόν» βλέπουμε τη σύνδεση μεταξύ του Σορέλ και του αναδυόμενου φασισμού με το κίνημα που άνθησε στην Ιταλία.

Ο George Valois ισχυρίστηκε επίσης ότι οι ρίζες του γαλλικού φασισμού βρίσκονται στο κίνημα των Ιακωβίνων. Ο μαζικός λαϊκισμός και η πλήρης δομική καταστροφή της παλιάς τάξης οδηγεί σε ένα όλο και πιο επαναστατικό πνεύμα που θα δημιουργήσει νέα πολιτικά θεμέλια. Ο Kομμουνισμός και ο Φασισμός, και οι δύο ξεκινούν από την καταιγίδα της Βαστίλης. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν η ρίζα του μοντερνισμού, χωρίς την Γαλλική Επανάσταση δεν θα υπήρχε Μάρξ, δεν θα υπήρχε Σορέλ. Οι Ιακωβίνοι, με αρχηγό τον Ροβεσπιέρο, προσπάθησαν να μετατρέψουν τη Γαλλία σε ένα ρουσσώϊκο όνειρο, όπου οι άνθρωποι ήταν κτήμα της κοινότητας και τα προσωπικά συμφέροντα υποτάσσονταν στο κράτος και την «γενική βούληση», καταστρέφοντας την αστική τάξη. Το έθνος ρομαντικοποιήθηκε ως ο μοναδικός αληθινός μύθος, βρισκόμενο υπό την ηγεσία μιας μαχητικής πρωτοπόρας ελίτ.

Ο Εβραίος καθηγητής George L. Mosse υποστήριξε στο βιβλίο του «Η Φασιστική Επανάσταση» ότι ο φασισμός με το ιδανικό της λαϊκής κυριαρχίας όπως εκφράστηκε από τον φιλόσοφο Rousseau, όπου ο ηγέτης ενσάρκωνε τη «γενική βούληση» του λαού, εκδήλωσε μια νέα κοσμική θρησκεία, δηλαδή ένα κοινωνικό έλεγχο στις μάζες μέσω επίσημων τελετών, φεστιβάλ, και εικόνων, δηλαδή μέσω ενός Μύθου. Ο ολοκληρωτισμός ξεκίνησε στη σύγχρονη εποχή με τη Γαλλική Επανάσταση. Η «Γενική Βούληση» του Ρουσσώ ήταν μια εξύψωση του λαού που κατευθύνθηκε από τους Ιακωβίνους σε μια δικτατορία στην οποία οι άνθρωποι λάτρευαν τον εαυτό τους μέσω των δημόσιων εορτών και συμβόλων «της Θεάς Λογικής». Αυτό που ο Σορέλ ονόμασε συλλογικές αρετές, συνέπεια της αυθόρμητης αποδοχής ενός συνόλου αρχών από τα μέλη μιας κοινότητας, που ζουν σε κίνδυνο, με επικεφαλείς ήρωες στην επική μάχη ενάντια στην παρακμή και την ηθική δειλία.

Ο αντισημιτισμός των επαναστατών αναρχοσυνδικαλιστών βοήθησε στη δημιουργία του «Κύκλου Προυντόν». Δικαιολόγησαν τον αντικαπιταλισμό τους, τον αντι-υλισμό τους και την ιδέα ότι οι Εβραίοι ήταν μία εγγενώς αντεθνική κοσμοπολίτικη δύναμη, βασισμένοι στον Προυντόν, τον Μπακούνιν, ακόμη και τον Σορέλ. Αντι-εβραϊκές τάσεις στον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό προϋπήρχαν χάρη στον Έντμουντ Σίλμπερνερ. Ο Έντμουντ βάσισε την κριτική του στον καπιταλισμό σε μεγάλο βαθμό στον αντισημιτισμό. Ο Édouard Berth, εκτός από αναρχικός, εξακολουθεί να θεωρείται ένας πρώιμος θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού από τον Zeev Sternhell λόγω των διασυνδέσεών του με τον Rudolf Jung. Ο Berth στο δοκίμιό του «Πλουτοκρατικοί Δορυφόροι» (Plutocratic Satellites) είπε τα εξής:

«Ο Θετικισμός που δημιούργησε το καθεστώς του χρήματος, οδήγησε, ουσιαστικά, σε ένα ισοπεδωτικό υλιστικό και κοσμοπολιτικό καθεστώς. Παρέδωσε την Γαλλία στον αστικό υλισμό, στον Εβραίο κερδοσκόπο και χρηματοδότη».

Ο Georges Valois, ο Philippe Lamour και ο Thierry Maulnier οικειοποιήθηκαν όλοι την avant-garde αισθητική του κυβισμού, του φουτουρισμού, του σουρεαλισμού και της επιστροφής στην τάξη. Καθόρισαν τον «δυναμισμό» της ιδεολογίας του «Κύκλου Προυντόν» με βάση τη «Θεωρία του Μοντάζ» του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν. Για αυτούς η σύγχρονη τέχνη ήταν ο μυθικός προάγγελος μιας αναγεννησιακής επανάστασης που θα ανέτρεπε τους υπάρχοντες κυβερνητικούς θεσμούς, θα εγκαινίαζε μια αντικαπιταλιστική νέα τάξη πραγμάτων και θα αφύπνιζε τη δημιουργική και καλλιτεχνική δυναμική του νιτσεϊκού «Νέου Ανθρώπου». Όλες αυτές οι απόψεις ήταν βασισμένες στα γραπτά του Σορέλ, του οποίου η έννοια του «Επαναστατικού Μύθου» αποδείχθηκε κεντρική στις φασιστικές θεωρίες περί πολιτιστικής και εθνικής αναγέννησης.

Ορισμένοι συγγραφείς και εξέχουσες προσωπικότητες του γαλλικού φασισμού όπως ο Louis -Ferdinand Céline ή ο Lucien Rebatet θεωρούνται ως «αναρχικοί», κινούμενοι στη γραμμή της αριστοκρατικής, ελιτιστικής και αντιμαζικής σκέψης του αναρχο-ατομικισμού, από μελετητές όπως ο François Richard. Ο Σελίν, που ήταν ένθερμος αντισημίτης και υποστηρικτής των Εθνικοσοσιαλιστών, δήλωσε σε μια επιστολή την 18η Μαρτίου 1934 ότι:

«Είμαι αναρχικός μέχρι το μεδούλι. Πάντα θα είμαι και δεν θα γίνω ποτέ κάτι άλλο».

Επίσης, ο Γάλλος συγγραφέας, συνεργάτης του Άξονα και λατρεμένος των Ευρωπαίων φασιστών, ο Robert Brasillach, όρισε τον φασισμό ως ένα «αντικομφορμιστικό πνεύμα κατ' εξοχήν αντιαστικό, με κλίση προς την ασέβεια» και αναφέρει πώς οι εθνικιστές σύντροφοι του, πολλοί από τους οποίους θα ενταχθούν στις φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, ήταν «αναρχικοί από ιδιοσυγκρασία» και είχαν μια «έμφυτη κλίση για την αναρχία». Στο βιβλίο του Paul Serant «Φασιστικός Ρομαντισμός» το 1971, ο Paul Serant αφηγείται ένα επεισόδιο στο οποίο ένα νεαρό μέλος της Milice Française, απογοητευμένο από την αποτυχία της Révolution Nationale της κυβέρνησης του Vichy, μιλά στον Μπραζιγιάκ και αστειεύεται ότι «στην ουσία είμαστε οι Αναρχο - Φασίστες».

Μαζί με τον κουνιάδο του, τον Maurice Bardéche, ο Brasillach δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1939 το «Histoire de la guerre d'Espagne», μια αφήγηση υπέρ της εθνικιστικής εξέγερσης στην οποία ο Brasillach απέτισε φόρο τιμής στην αναρχική εξέγερση στη Βαρκελώνη το 1936 που πραγματοποιήθηκε από τη CNT, αναφερόμενος σε αυτό το γεγονός ως «την αναπαράσταση μιας από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική ιστορία όλων των εποχών».

Ιταλικός Φασισμός και Αναρχισμός

Ο Γερμανός ιστορικός και μελετητής των αναρχικών κινημάτων Justus Franz Wittkop επισημαίνει ότι ο αναρχισμός μερικές φορές είναι κοντά στον φασισμό και σε περισσότερες από μία περιπτώσεις μεταμορφώθηκε σε αυτόν, όπως έδειξαν οι περιπέτειες των ιταλικών avant-garde ομάδων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Φασισμός των squadristi ή αλλιώς ο Φασισμός του San Sepolcro επηρεάστηκε έντονα από τον ουτοπικό σοσιαλισμό της εποχής, φτάνοντας να αποκαλείται ιδεολογία - ξαδέρφη του αναρχοσυνδικαλισμού. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων χρόνων που ο φασισμός διατήρησε ορισμένες ιδεολογικές προσεγγίσεις στον αναρχισμό, στο βαθμό που αυτός ήταν μια εναλλακτική μορφή σοσιαλισμού έναντι του μαρξισμού, στερεώνοντας τα οικονομικά αξιώματα του Μπακούνιν και του Προυντόν σε έναν Εθνικοσυνδικαλισμό που αργότερα θα αναπτυχθεί σε κορπορατιβισμό.

Αυτό αντικατοπτρίζεται στην κατάληψη της παραλιακής πόλης Fiume (Rijeka) από τον πολεμιστή-ποιητή και για κάποιους πρωτοφασιστή, Gabriele D'Annunzio, ο οποίος αφού κατέλαβε το Fiume με έναν στρατό πατριωτών λεγεωνάριων και Βετεράνων του Μεγάλου Πολέμου, ίδρυσε μια μεταβατική πόλη - κράτος με το όνομα «Αντιβασιλεία του Καρνάρο», το σύνταγμα της οποίας, γραμμένο σε συνεργασία με τον επαναστάτη συνδικαλιστή και αργότερα φασιστή Alceste De Ambris, συνδύαζε ιδέες αναρχοκομμουνισμού, κορπορατισμού και δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού. Ο D'Annunzio, κατά τη διάρκεια των γεγονότων στο Fiume, έδωσε συνέντευξη στον αναρχοσυνδικαλιστή δημοσιογράφο Randolfo Vella για την αναρχική καθημερινή εφημερίδα «Umanità Nova»,  μια συνέντευξη στην οποία ο D'Annunzio είπε ότι ήταν υπέρ ενός «κομμουνισμού χωρίς δικτατορία», και δήλωσε «όλη η κουλτούρα μου είναι αναρχική».

Εν ολίγοις, το Fiume υπό τον D’Annunzio, ήταν ένας ελευθεριακός χώρος για όσους ήθελαν να βιώσουν κάτι τολμηρό και αιρετικό μακριά από τις αστικές συμβάσεις της ζωής, της τέχνης και της δράσης. Μιλάμε για έναν de facto αναρχισμό, υπαρξιακό θα λέγαμε, αλλά όχι χωρίς συγκεκριμένες αναφορές. Για παράδειγμα, από το Fiume γράφτηκαν σφοδρές διακηρύξεις και καταγγελίες εναντίον του Giovanni Giolitti, του αρχιτέκτονα της σύλληψης του Errico Malatesta, ιστορικής φυσιογνωμίας του αναρχικού κινήματος.

Είναι γνωστό ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι, η ιδρυτική φυσιογνωμία του φασισμού, ήταν γιος ενός αναρχοσυνδικαλιστή σιδηρουργού και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην αρχή της καριέρας του, αποτελώντας μάλιστα έναν από τους πιο αξιόλογους αναρχοσυνδικαλιστές στην Ιταλία. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενός κόμματος που αποτελούταν από διαφορετικά τμήματα της επαναστατικής αριστεράς της εποχής, δήλωσε ότι:

«Ο σοσιαλισμός μου είναι γεννημένος μπακουνινιστικός, ακριβώς όπως ήταν ο σοσιαλισμός του πατέρα μου»

Ο πατέρας του Μουσολίνι, o Αλεσάντρο Μουσολίνι, ήταν μέλος της Αναρχικής Διεθνούς του Μπακούνιν στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1870. Ο αντιφασίστας ιστορικός Gaetano Salvemini ανέφερε ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες του Μουσολίνι είχαν να κάνουν περισσότερο με τον αναρχισμό παρά με τον μαρξισμό, αφού τα ιδεολογικά του αξιώματα, που ήταν πιο κοντά στον επαναστατικό συνδικαλισμό, εστίαζαν στην επαναστατική βία του Σορέλ και όχι στον ιστορικό ντετερμινισμό.

Ο Μουσολίνι είπε για τον Ζώρζ Σορέλ, του οποίου η κριτική στον μαρξισμό επηρέασε εξίσου τον αναρχισμό και τον φασισμό:

«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»

Ο Μουσολίνι, ο οποίος είχε περάσει από το ατομικιστικό φιλοσοφικό στάδιο, ανέφερε ακόμη και τον εγωιστή και πρωτοαναρχικό Γερμανό φιλόσοφο Μαξ Στίρνερ μεταξύ των επιρροών του, σε ένα άρθρο του 1908 για την εφημερίδα «Romagna» και αργότερα το 1919 στην «Il Popolo d'Italia» είπε:

«Αρκετά, γελοίοι σωτήρες του ανθρώπινου γένους, γελάμε με τα αλάνθαστα ευρήματα σας σχετικά με την ευτυχία! Ελευθερώστε το δρόμο για τις στοιχειώδεις δυνάμεις των ατόμων, γιατί δεν υπάρχει ανθρώπινη πραγματικότητα έξω από το άτομο! Γιατί να μην φέρουμε ξανά στη μόδα τον Στίρνερ;»

Ο Πολωνός ιστορικός Leszek Kołakowski στο βιβλίο του «Τα κύρια ρεύματα του Μαρξισμού» είχε υποστηρίξει ότι έχει μια λογική εξήγηση το ενδιαφέρον του φασισμού να ακολουθεί τις εγωιστικές ιδέες του Στίρνερ:

«Ο φασισμός ήταν πάνω απ' όλα μια προσπάθεια να διαλυθούν οι αντικοινωνικοί δεσμοί που δημιούργησε η ιστορία και να αντικατασταθούν από τεχνητούς δεσμούς μεταξύ ατόμων που αναμενόταν να υποβάλουν ρητή υπακοή στο κράτος με βάση τον απόλυτο εγωισμό. Η φασιστική εκπαίδευση συνδύαζε τις αρχές του κοινωνικού εγωισμού και του αδιαμφισβήτητου κομφορμισμού, με τον τελευταίο να είναι το μέσο με το οποίο το άτομο εξασφάλιζε τη δική του θέση στο σύστημα. Η φιλοσοφία του Στίρνερ δεν έχει τίποτα να πει ενάντια στον κομφορμισμό, αντιτίθεται μόνο στην υποταγή του Εγώ σε οποιαδήποτε ανώτερη αρχή: ο εγωιστής είναι ελεύθερος να προσαρμοστεί στον κόσμο εάν αυτό είναι ξεκάθαρο ότι θα βελτιώσει την θέση του εαυτού του. Η «εξέγερση» του μπορεί να πάρει τη μορφή απόλυτης δουλοπρέπειας, εάν προωθεί το συμφέρον του. Αυτό που δεν πρέπει να κάνει είναι να δεσμεύεται από «γενικές» αξίες ή μύθους της ανθρωπότητας. Το ολοκληρωτικό ιδεώδες μιας κοινωνίας που μοιάζει με στρατώνα, από την οποία έχουν εξαλειφθεί όλοι οι πραγματικοί, ιστορικοί δεσμοί, συνάδει απόλυτα με τις αρχές του Στίρνερ: ο εγωιστής, από τη φύση του, πρέπει να είναι έτοιμος να πολεμήσει κάτω από οποιαδήποτε σημαία του ταιριάζει»

Εξαιτίας αυτής της τάσης του προς τον αναρχισμό ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής Filippo Turati επέπληξε τον Μουσολίνι. Από την άλλη πλευρά, ο Torquato Nanni, ο οποίος ήταν ο πρώτος του βιογράφος και στενός του φίλος, θυμήθηκε πώς, όταν ήταν  αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Avantι», ο Μουσολίνι είχε στο γραφείο του πάντα ένα αντίγραφο του έργου του Στίρνερ «Ο Μοναδικός και το Δικό του». Επιπλέον, το έργο του Στίρνερ δεν απογορεύτηκε μετά την άνοδο του φασισμού στην εξουσία, όπως πολλοί τότε πίστευαν ότι θα συνέβαινε.

Στις 12 Μαΐου 1918, ο Μουσολίνι δήλωσε την αποστασιοποίηση του από οποιοδήποτε πολιτικό ή συνδικαλιστικό κίνημα:

«Είναι η ατομικιστική ή μάλλον αναρχική μου ιδιοσυγκρασία, που με εμποδίζει να πράξω έτσι»

Διατήρησε αυτή την στάση ακόμη και μετά την ίδρυση του «Fasci di combattimento» ενός κινήματος που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «αντι-κόμμα». Ιδρύθηκαν ακόμη οι Fasci Anarchici Individualista, στους οποίους ανήκε ο αριστερός φασίστας Stanis Ruinas. Στις 6 Απριλίου 1920, ο μελλοντικός Ντούτσε έγραψε:

«Κάτω το Κράτος σε όλες του τις εκφάνσεις και τις ενσαρκώσεις. Κάτω το Κράτος του χθες, του σήμερα, του αύριο. Το αστικό και σοσιαλιστικό κράτος. Για εμάς που είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για τον ατομικισμό, δεν υπάρχει άλλη, λόγω του σκότους του παρόντος και του ζοφερού αύριο, από την παράλογη αλλά πάντα παρηγορητική θρησκεία της Αναρχίας!».

Επιπλέον ο Μουσολίνι αγωνιζόταν για τον ίδιο σκοπό με τον προαναφερθέντα εξέχοντα Ιταλό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Ερρίκο Μαλατέστα, τον οποίο κάποτε αποκαλούσε «Δούκα του Αναρχισμού», κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Settimana Rossa (Κόκκινη Εβδομάδα) το 1914, και τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά έναν χρόνο νωρίτερα, κατά την εξορία του Μαλατέστα στο Λονδίνο. Χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1920, ο Μουσολίνι μεσολάβησε για τον Μαλατέστα, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ότι τον κρατούσε φυλακισμένο χωρίς δίκη για περισσότερους από πέντε μήνες. Ως προς αυτό, ο Μουσολίνι είπε:

«Είμαστε πάντα έτοιμοι να θαυμάσουμε τους Άνδρες που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για μία πίστη στην οποία πιστεύουν ανιδιοτελώς».

Την ίδια χρονιά, όταν η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προσπάθησε να αρπάξει τα υλικά που ήταν απαραίτητα για την εκτύπωση της αναρχικής εφημερίδας του Μαλατέστα «Umanità Nova», ο Μουσολίνι του πρόσφερε αποθέματα από την δική του «Il Popolo d’Italia», αλλά αυτή η προσφορά απορρίφθηκε. Παρά τον αντιφασισμό του και την περιφρόνηση του για τον Μπενίτο, ο Μαλατέστα ήταν μια φιγούρα που θαύμαζε βαθύτατα ο Μουσολίνι κατά τις πρώτες μέρες του φασισμού, σε σημείο που τον Μουσολίνι δεν θα τον πείραζε να τον «προστατέψει» όσο το δυνατόν περισσότερο μετά την ανάληψη της εξουσίας.

Μαζί με τον Μουσολίνι υπήρχαν και άλλες μορφές που από τον αναρχισμό προσχώρησαν στον «Φασισμό του Σαν Σελπόκρο»  όπως οι Maria Rygier, Leandro Arpinati, Filippo Turati, Fulvio Balisti, Guido Calogero, Mario Carli, Antonio Capizzi, Ferruccio Vecchi, Giovanni Papini, Massimo Rocca, Berto Ricci και αρκετοί ακόμη. Οι δύο τελευταίοι είχαν προσπαθήσει μάλιστα να «αναρχικοποιήσουν» το πρώιμο φασιστικό κίνημα:

Ο Massimo Rocca, ο οποίος ήταν υπερ - ατομικιστής αναρχικός συγγραφέας που αποκαλούσε τον εαυτό του «αναρχικότερο μεταξύ των αναρχικών», υποστήριζε τη δημιουργία μιας φυσικής ελίτ πολεμιστών - εγκληματιών και την υπεράσπιση της υπεροχής του ενστίκτου έναντι της διανόησης. Κατέληξε να ενταχθεί στον Φασισμό το 1919. Έγινε ένας εκ των ηγετών του PNF και ήταν μέλος του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου, συμπαραστεκόμενος πάντα στην υπερβολική βία των squadristi, επιτιθέμενος στον φασιστικό νομικιστικό συντηρητισμό καθώς και τοποθετούμενος πάντα υπέρ αυτού που αποκαλούσε «Αναρχικό Κρατισμό». Παρά το γεγονός ότι εκδιώχθηκε από το κίνημα και αναγκάστηκε να εξοριστεί το 1922, ο Ρόκα επέστρεψε στην Ιταλία το 1943 με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» την οποία και υπηρέτησε μέχρι τέλους.

Από την άλλη πλευρά, ο Berto Ricci, μέλος της αδιάλλακτης φασιστικής παράταξης της Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού του Niccolò Giani, ήταν ένας Φλωρεντίνος αναρχικός αγωνιστής και συγγραφέας που εντάχθηκε στον φασισμό το 1927. Ο Ρίτσι αμφισβήτησε μεγάλους τομείς του σύγχρονου κόσμου του. Η κουλτούρα της εποχής συνδεόταν με ένα βαρετό, περιορισμένο και αστικό όραμα της πατρίδας, το οποίο εκείνος αντιπαρέθεσε με έναν επαναστατικό, αυθεντικό, νεανικό και σπαρτιατικό εθνικισμό, ένα όραμα που θα επαινούσε αργότερα ο ίδιος ο Μουσολίνι. Ο Ρίτσι επικαλέστηκε μια «αιώνια επανάσταση» που θα πολεμούσε όσους είχαν βρει μια θέση στο καθεστώς παρά το γεγονός ότι είχαν ουσιαστικά α-φασιστική ή ακόμα και αντιφασιστική νοοτροπία, επιβάλλοντας στο καθεστώς, σύμφωνα με τον ίδιο, μια αστική νοοτροπία ξένη προς το πνεύμα του φασιστή επανάσταση. Ο Ricci, διαπνεόμενος από τον οντολογικό του αναρχισμό και τον πολιτικό του φασισμό, δήλωσε ότι:

«Εμείς δεν αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο τάξης στην Γερμανία. Αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο αταξίας στην Ευρώπη».

Είναι επίσης εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Μουσολίνι αγαπούσε τον Σορέλ, τον πιο εξέχων Γάλλο συνδικαλιστή, και υποστήριζε τον μαχητικό συνδικαλισμό ως το όπλο για την καταπολέμηση της διαφθοράς που προκαλούσε η κοινοβουλευτική πολιτική. Ο Μουσολίνι ισχυρίστηκε ότι είχε υποκύψει στον επαναστατικό συνδικαλισμό μέχρι το 1904 και είχε αφιερώσει τον χρόνο του στην πραγματοποίηση της «μυθικής» σοσιαλιστικής επανάστασης για την οποία καλούσε ο Σορέλ. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και μέχρι το 1911, όταν οι συνδικαλιστές στην Ιταλία είχαν αναγνωρίσει ότι δύο σημαντικά πολιτικά ρεύματα είχαν ενωθεί, σφυρηλατώντας έναν νέο προλεταριακό εθνικισμό σε συνδυασμό με έναν επαναστατικό σοσιαλισμό.

Άλλοι που συμμετείχαν σε αυτήν την επανάσταση ήταν ο Edmondo Rossoni, ο Sergio Panunzio, ο A. O. Olivetti, ο Michele Bianchi, ο Alceste De Ambris, ο Paolo Orano και ο Guido Pighetti που χάρη στην επιρροή του Σορέλ κατατάχθηκαν στο φασιστικό κόμμα. Ο ίδιος ο Σορέλ, πίσω στη Γαλλία, συνεργάστηκε με παρόμοιες εθνικιστικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η «Action Française» και ο «Circle Proudhon». Ο συνδικαλισμός του Σορέλ ενέπνευσε όχι μόνο το γαλλικό αλλά και το ιταλικό συνδικαλιστικό κίνημα. Εμψύχωσε τον πρώιμο φασισμό του Μουσολίνι, ο οποίος έφτασε να ομολογήσει:

«Αυτό που είμαι, το οφείλω στον Σορέλ»

Ο Εβραίος ιστορικός Zeev Sternhell, που θεωρείται κορυφαίος ειδικός του Φασισμού, υποστήριξε ότι αυτή η ενσωμάτωση του συνδικαλισμού με τον εθνικισμό ήταν ένας σημαντικός παράγοντας γιατί: «ο ιταλικός επαναστατικός συνδικαλισμός έγινε η ραχοκοκαλιά της φασιστικής ιδεολογίας».

Ο Μουσολίνι ήταν ο πρώτος που συνδύασε φραστικά τον Φασισμό με τον Συνδικαλισμό, παρατηρώντας ότι:

«Ο Φασιστικός συνδικαλισμός είναι εθνικός και παραγωγικός σε μία κοινωνία στην οποία η Εργασία γίνεται χαρά, αντικείμενο υπερηφάνιας και τίτλος ευγένειας».

Οι Ιταλοί συνδικαλιστές θεώρησαν την κοινωνική επανάσταση ως ένα μέσο για τον γρήγορο μετασχηματισμό που θα παρείχε «ανώτερη παραγωγικότητα» και ότι εάν αυτή η οικονομική αφθονία αποτύγχανε να επιτευχθεί δεν θα μπορούσε να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική αλλαγή. Ένα από τα μέσα για να πραγματοποιηθεί η κοινωνική επανάσταση ήταν ο ιμπεριαλισμός για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι που προσέλκυσε πολλούς εθνικιστές  όπως ο Gabriel D'Annunzio στη φασιστική υπόθεση. Η έμφαση από τους συνδικαλιστές στη σημασία του «παραγωγισμού» υποστηρίχθηκε αρχικά από τον Σορέλ το 1907, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Μαρξ θεωρεί επανάσταση όταν ένα προλεταριάτο παραγωγών αποκτάει οικονομικές δυνατότητες. 

Ανέφερε ότι ο Μαρξ υπενθύμιζε ότι: «οι υλικές συνθήκες είναι απαραίτητες για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου» και πρέπει να δημιουργηθούν αυθόρμητα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Για αυτό μιλάει ο Τζέιμς Γκρέγκορ στο βιβλίο του «Ιταλικός Φασισμός και Αναπτυξιακή Δικτατορία», θεωρώντας ότι αυτή η άποψη είναι που παρακίνησε το αρχικό Μανιφέστο των «Ιταλικών Δεσμών της Μάχης».

Οι Φασίστες πίστεψαν ότι χάρη στον Σορέλ βρήκαν στον μαρξισμό ένα σχέδιο αναπτυξιακών ιστορικών σκοπών που θα επιφέρει με άμεση δράση τον εργατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αυτό σήμαινε ότι οι διανοούμενοι του συνδικαλισμού συνειδητοποίησαν ότι η πρωτόγονη οικονομία της Ιταλίας δεν μπορούσε να διευκολύνει ούτε τον σοσιαλισμό ούτε την αφθονία για την κοινωνία. Χωρίς μια ώριμη βιομηχανία που θα αναπτυχθεί από την αστική τάξη, κατάλαβαν ότι μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση απαιτούσε την υποστήριξη των «αταξικών» επαναστατών, τη συνεργασία και τον πόλεμο. Ο Μουσολίνι, μαζί με Ιταλούς συνδικαλιστές, εθνικιστές και φουτουριστές, υποστήριξαν ότι αυτοί οι επαναστάτες θα ήταν οι φασίστες. Σύμφωνα με τον Μουσολίνι και άλλους συνδικαλιστές θεωρητικούς, ο φασισμός θα ήταν «ο σοσιαλισμός των προλεταριακών εθνών». Οι φουτουριστές, μερικοί από αυτούς κοντά στον φασισμό, μίλησαν επίσης ευνοϊκά για τον Renzo Novatore, έναν εξέχοντα αναρχο - ατομικιστή συγγραφέα και «τρομοκράτη» που είχε δηλώσει τα παρακάτω:

«Ο Μαρινέτι, αξιόλογος για τον εθνικισμό και την μαχητικότητα του, συγκλίνει σε αναρχο - ατομικιστικές θέσεις στο έδαφος της υπονόμευσης του Κράτους και της κριτικής των ηθών. Ο κρατισμός των μαρξιστών σοσιαλιστών είναι πιο ασυμβίβαστος με την Αναρχία, από ότι είναι ο ελευθεριακός φουτουρισμός και ο Φιουμανισμός»

Οι Φασίστες συνδικαλιστές ασχολήθηκαν επίσης με την ιδέα της αύξησης της παραγωγής για χάρη της αφθονίας. Ο Sergio Panunzio, ένας σημαντικός θεωρητικός του ιταλικού φασισμού και του συνδικαλισμού, πίστευε ότι οι συνδικαλιστές έπρεπε να είναι παραγωγιστές (producerists) και όχι διανομιστές (distributists). Στην κριτική του για τον χειρισμό της οικονομίας από τους μπολσεβίκους, ο Panunzio υποστήριξε ότι το ρωσικό σοβιετικό κράτος είχε γίνει δικτατορία επί του προλεταριάτου και όχι του προλεταριάτου. Ο Panunzio υποστήριξε ότι οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι απέτυχαν να τηρήσουν την προειδοποίηση που είχε κάνει ο Ένγκελς το 1850 σχετικά με τους κινδύνους από την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικής επανάστασης μέσα σε ένα οικονομικά καθυστερημένο περιβάλλον, οδηγώντας έτσι σε μία περαιτέρω διάσπαση μεταξύ του ιταλικού συνδικαλισμού και του διεθνιστικού σοσιαλισμού.

Με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Φασιστής ηγέτης και πρώην μπολσεβίκος Nicola Bombacci θα κατονομάσει ως επιρροή του για την δημιουργία του «Μανιφέστου της Βερόνα» - η πολιτική δήλωση της RSI για την κοινωνικοποίηση της εθνικής οικονομίας - τον Ουκρανό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Néstor Makhno, την Fabian Society και τον διανομισμό (distributism).

Υπάρχει επίσης η φιγούρα του Mario Merlino, ενός συγγραφέα ρωμαϊκής καταγωγής, ο οποίος στα νιάτα του κατά τα «Χρόνια του Μολυβιού», ήταν ενθουσιώδες μέλος του νεοφασιστικού κινήματος Avanguardia Nazionale, αποκτώντας φιλίες με σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Pino Rauti και ο Stefano Delle Chiaie. Τελικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εντάχθηκε στο ιταλικό αναρχικό κίνημα χωρίς να αρνηθεί το φασιστικό του παρελθόν, υμνώντας στα κείμενα του, τους «Μελανοχίτωνες» του Μουσολίνι καθώς και τους Αναρχικούς επαναστάτες. Αυτή η επαναστατική φύση του φασισμού χάρη στις αναρχικές και συνδικαλιστικές του καταβολές, τον έκανε πάντα να ακολουθεί τον στόχο της της κοινωνικοποίησης. Η οικονομική πολιτική του Κορπορατιβισμού για τον Φασισμό ήταν στην πραγματικότητα απλώς ο Εθνικοποιημένος Συνδικαλισμός, μια αντιστροφή του Αναρχοσυνδικαλισμού. Ο Douglas Pearce δήλωσε σχετικά:

«Ο τρόπος που το καταλαβαίνω είναι ότι, για να παραφράσω τον Μουσολίνι, οι φασίστες είναι οι πραγματικοί αναρχικοί γιατί έκαναν πραγματικά αυτό ακριβώς που ήθελαν. Η ελευθεριοκρατία και ο φασισμός είναι κολλητοί, ανεξάρτητα από το πόσο απεχθές μπορεί να το βρουν μερικοί άνθρωποι».

Ισπανικός Φασισμός και Αναρχισμός

Όπως με τον ιταλικό φασισμό, έτσι και στην Ισπανία, ο εθνικοσυνδικαλισμός ή αλλιώς Φαλαγγιτισμός εμφανίστηκε ως μία ακόμη όψη του αναρχοσυνδικαλισμού, ως μια μορφή «εθνικοποίησης» της αναρχικής συλλογικότητας, του κοινοτισμού και της αγροτισμού (agrarianism). Ο Φαλαγγιστής συγγραφέας Manuel Souto Vilas είχε την ιδέα να προσαρμόσει τον ξένο φασισμό σύμφωνα με την ισπανική αναρχική σκηνή, δίνοντας στον ισπανικό φασισμό το όνομα «εθνικοσυνδικαλισμός» αντί για «εθνικοσοσιαλισμός», όπως το ήθελε αρχικά ο Ledesma Ramos.

Για τον φαλαγγιστή διανοούμενο και εισηγητή του φασισμού στην Ισπανία, Ernesto Giménez Caballero, ο εθνικοσυνδικαλισμός ήταν το προϊόν μιας αναρχοσυνδικαλιστικής φόρμουλας, από την οποία πάρθηκαν το όνομα και τα σύμβολά, μέσω της «εθνικοποίησης» του ελευθεριακού ιδεώδους, εξ ου και η παρουσία των κόκκινων και μαύρων χρωμάτων στη σημαία της Ισπανικής Φάλαγγας που μιμούταν εκείνα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT το ακρωνύμιο στα Ισπανικά), της σημαντικότερης αναρχικής οργάνωσης στην Ιβηρική Χερσόνησο.

Αργότερα, με την προθυμία του να εμπλακεί στον επαναστατικό συνδικαλισμό, ο Λεντέσμα Ράμος, βασικό πρόσωπο στην ίδρυση του ισπανικού φασισμού, περιέγραψε την CNT ως εξής:

«Η μόνη δύναμη δυσαρέσκειας που είναι έτοιμη να ενσαρκώσει το ισπανικό θάρρος»

Ο Ράμος πίστευε ότι θα επέλθει μια συνεννόηση μεταξύ του CNT και του JONS, του πρώτου εθνικοσυνδικαλιστικού κινήματος που αργότερα συγχωνεύθηκε με τη Φάλαγγα του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα. Οργανικά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά λόγω των εσωτερικών εντάσεων που εξαπολύθηκαν στο Συνέδριο της CNT τον Ιούνιο του 1931, και αργότερα τη δεκαετία του ‘30, ορισμένα μέλη της συνομοσπονδίας όπως ο Sinforiano Moldes, ο Guillén Salaya και ο Llorente προσχώρησαν στη JONS. Ο Ledesma Ramos παρακολουθούσε στενά την εξέλιξη των προσπαθειών της CNT έως ότου πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση μεταξύ «Φάλαγγας» και JONS. Μέχρι τότε, αντίτυπα της Φασιστικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «La Conquista del Estado» πωλούνταν σε συγκεντρώσεις και συνεδριάσεις της CNT.

Η «JONS» είχε ένα επαναστατικό, ανατρεπτικό πρόγραμμα το οποίο βρισκόταν κοντά στον αναρχοσυνδικαλισμό. Φαίνεται ξεκάθαρα καθ' όλη τη διάρκεια του 1931 και μέχρι και τη συγχώνευση με την Ισπανική Φάλαγγα το 1934 όταν ο Ράμος διατύπωσε τις δικές του «δογματικές» προτάσεις. Ως παράδειγμα φέρνουμε το περίφημο άρθρο του «Το Αναπάντεχο Συνέδριο της CNT» στο οποίο αναφέρει:

«Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα εκατομμύριο μέλη της CNT. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους αναζητήσουμε, να τους κατανοήσουμε και να τους ερμηνεύσουμε με φιλικά μάτια. Πρέπει να είμαστε μαζί με την CNT σε αυτές τις στιγμές άμεσης συνδικαλιστικής μάχης, σε αυτές τις στιγμές ζύγισης κοινωνικών δυνάμεων. Έτσι πιστεύουμε ότι εκπληρώνουμε το καθήκον μας ως αρχιτέκτονες της συνείδησης και του επόμενου γνήσιου πολιτισμού της Ισπανίας»

Σύντομα ο Λεντέσμα Ράμος θα εγκατέλειπε το ενδιαφέρον του για το αναρχικό κίνημα ενώ ο Χοσέ Αντόνιο, όντας παθιασμένος με την ανακάλυψη του, συλλογίζεται εκείνα τα αποφασιστικά χρόνια  μία συμμαχία, μέχρι να φτάσει στην εμβληματική ομιλία της «Επανάστασης» ενώπιον χιλιάδων μελών της CNT. Ήταν τότε που στην Μάλαγα της Σεβίλλης επιχειρήθηκε διάλογος μεταξύ της «Falange de la JONS» και της «CNT». Ο Diego Abad de Santillán, μία από τις πιο σημαντικές μορφές της αναρχοσυνδικαλιστικής σκηνής, γράφει σχετικά στα απομνημονεύματα του:

«Πόσο θα είχε αλλάξει η μοίρα της Ισπανίας αν ήταν εφικτή μια συμφωνία μεταξύ μας, σύμφωνα με τις επιθυμίες του Primo de Rivera! Έτσι εξηγώ την αιτία της ήττας των αναρχικών κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Όπου ήταν δυνατόν, η Φάλαγγα προσπάθησε να παγιώσει συμφωνίες και συμφωνίες με τη CNT. Ο Φαλαγγίτης αγωνιστής Patricio González de Canales πανηγύρισε τη στιγμή της σύναψης συμφώνου μη επίθεσης με τη CNT στη Σεβίλλη».

Αυτές οι προσπάθειες προσέγγισης είχαν ως αποτέλεσμα συναντήσεις με υποστηρικτές του αναρχοσυνδικαλισμού, κάποιες δημόσιες και σχεδόν μαζικές συναντήσεις όπως το δείπνο του ίδιου του José Antonio στην Plaça Reial της Βαρκελώνης, με αρκετές δεκάδες μέλη της CNT. Αυτά τα γεγονότα σχεδόν πάντα προετοίμαζε ο Ισπανός φαλαγγίτης ποιητής Luys Santa Marina, ένας από τους πιο συναρπαστικούς και αινιγματικούς χαρακτήρες στην καταλανική κουλτούρα της δεκαετίας του 1930.

Ο δημοσιογράφος Felio A. Villarubias εξήγησε στην εφημερίδα «El Ejército» στις 19 Ιουλίου:

«Η «Φάλαγγα» της Βαρκελώνης, σε συμμόρφωση με τις εντολές του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, είχε έρθει σε επαφή μέσω των Luys Santa Marina και José María Poblador, με αυθεντικούς συνδικαλιστές της CNT, που ανησυχούσαν με την πολιτικοποίηση του κινήματος τους που ως τότε το αντιλαμβάνονταν σε αποκλειστικά συνδικαλιστική βάση. Οι επαφές απέτυχαν στο τέλος επειδή η FAI άσκησε ένα πολύ έντονο «tagging».

Ο Jose Maria Fontana προσθέτει:

«Ο Χοσέ Αντόνιο ενδιαφέρθηκε πολύ για τις επαφές μας με τη CNT. Σε ένα από τα ταξίδια του είχαμε μια συζήτηση και δειπνήσαμε με μια ομάδα διευθυντικών στελεχών. Ωστόσο, το ξέσπασμα της επανάστασης διέκοψε τις επαφές. Η πεποίθηση των Φαλαγγιτών ήταν μέχρι τότε ότι ήταν δυνατό να προσελκύσουν έναν μεγάλο αριθμό αναρχοσυνδικαλιστών στις τάξεις τους, ότι μόνο ο «εθνικός παράγοντας» τους χώριζε».

Αυτές οι προσπάθειες συνεχίστηκαν ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ένα παράδειγμα αυτού ήταν ο Marciano Durruti, ο αδελφός του Buenaventura Durruti, της πιο σημαντικής στρατιωτικής φυσιογνωμίας της αναρχικής Βαρκελώνης πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε μια συνάντηση με τους Φαλαγγίτες στις αρχές του 1936 και προσπάθησε να μεσολαβήσει για μια συμμαχία μεταξύ της «Φάλαγγας» και της CNT με δική του πρωτοβουλία. Ο Manuel Hedilla Larrey, ο δεύτερος εθνικός επικεφαλής της FE de las JONS, αφηγείται στα απομνημονεύματά του ως εξής:

«Ήμουν υπεύθυνος για τη δημιουργία εθνικοσυνδικαλιστικών κυψελών αντιπολίτευσης εντός της CNT, εκείνων που πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της ενσωμάτωσης της Φάλαγγας στους αναρχοσυνδικαλιστές, οργισμένοι κατά της Δημοκρατίας».

Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, υπήρχαν μερικοί «αυθεντικοί» Φαλαγγίτες που, απογοητευμένοι από την κακή διαχείριση της ενωτικής κυβέρνησης, πλησίασαν τις τάξεις της τότε μυστικής CNT. Επιπλέον, οι ηγέτες της Ισπανικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης (το μόνο εξουσιοδοτημένο συνδικαλιστικό κέντρο του καθεστώτος) προσπάθησαν να ενσωματώσουν πρώην μέλη της CNT στις τάξεις τους με σκοπό να μετριάσουν το ισπανικό πολιτικό τοπίο. Τέτοια ήταν η περίπτωση του διάσημου Καταλανού αναρχοσυνδικαλιστή παιδαγωγού, δημοσιογράφου και πολιτικού Ricard Fornells y Francesc, ο οποίος, αφού επέστρεψε από την εξορία στην Ισπανία το 1941, συνεργάστηκε με το Συνδικάτο για να ενσωματώσει στην φασιστική ένωση έναν μεγάλο αριθμό εξόριστων της CNT που βρίσκονταν στη Γαλλία.

Ο Juan M. Molina, γενικός γραμματέας της CNT, μιλά στα απομνημονεύματά του για έως και τριακόσιους αναρχικούς που αποδέχθηκαν τέτοιες προτάσεις. Θεωρούνταν επιρρεπείς στο να ενταχθούν στον Εθνικοσυνδικαλισμό, όπως λέει ο Herrín, «λόγω των έλξεων τους». Το 1945 σχηματίστηκε μία ομάδα αποτελούμενη από αυθεντικούς Φαλαγγίτες, γνωστούς και ως αντιφρανκιστές και φυγάδες αναρχοσυνδικαλιστές από τη CNT, η οποία ονομάστηκε «Συνδικαλιστική Συμμαχία» και είχε ως σκοπό να επισημοποιήσει τις σχέσεις που προκύπταν κατά διαστήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Τέτοιες προσπάθειες έγιναν επίσης με το «Επαναστατικό Συνδικαλιστικό Μέτωπο» του αντιφρονούντα Φαλαγγίτη πολιτικού, Narciso Perales, ο οποίος πρότεινε να «συμφιλιωθούν» οι αναρχικές ιδέες του ελευθεριακού κομμουνισμού του Ángel Pestaña με το δόγμα του Χοσέ Αντόνιο. Είναι κατά τη διάρκεια της μετάβασης που αυτές οι προσπάθειες αναβίωσαν μετά το Τρίτο Συνέδριο της «Αυθεντικής Φάλαγγας» στη Σαραγόσα το 1979, με έναν μεγάλο αριθμό Φαλαγγιτών να εντάσσονται στις τάξεις της CNT. Είναι μάλιστα  γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των καταλανικών στελεχών της CNT εκείνα τα πρώτα χρόνια της ισπανικής δημοκρατίας προέρχονταν απευθείας από το FET de las JONS.

Συμπεράσματα

Αυτή είναι η επισκόπηση αυτής της ιστορικής αλληλοεπικάλυψης. Η μετάβαση από την αναρχία στον φασισμό είναι μια διαλεκτική πρόταση, είναι η τελική κατανόηση του ότι εμείς οι φασίστες μπορούμε να πετύχουμε πολύ καλύτερα αυτό το οποίο θέλουν οι αναρχικοί. Όπως είπε κάποτε ο Bombacci: «Ο φασισμός είναι η αληθινή πραγμάτωση του κομμουνισμού». Ο ισχυρισμός ότι εμείς οι φασίστες είμαστε οι «Τέλειοι Αναρχικοί» δεν είναι εκτενής, αν και δείχνει κάτι που πιστεύουν πολλοί φασίστες, αλλά δεν μπορούν να το απλοποιήσουν και να το εκφράσουν.

Οι Φασίστες μπορούν να επιτύχουν, καλύτερα και πιο αληθινά, αυτό που οι φιλελεύθερες και κομμουνιστικές ιδεολογίες επιδιώκουν. Ο Φασισμός είναι Ελευθερία, Πολιτεία, Ισότητα, Ατομικότητα, Κολεκτιβισμός, ένα Αληθινό Κράτος Δικαίου, όλα αυτά ταυτόχρονα. Ο Φασισμός εμπεριέχει θραύσματα από κάθε ιδεολογία, γεγονός που τον καθιστά, όπως δήλωσε ο Μουσολίνι, απόλυτα πρωτότυπο. Είναι καιρός να κατανοήσουμε την προέλευση του Φασισμού και να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς οι Φασίστες πρέπει να είμαστε Αναρχικοί αν θέλουμε να νικήσουμε την τρέχουσα τάξη πραγμάτων. Ο Φασισμός έχει τον ίδιο στόχο με τους αναρχικούς που ευαγγελίζονται την κατάργηση του κράτους χάριν της θεμελίωσης μίας νέας αναρχικής οργάνωσης.

Μπορούμε να πούμε ότι ο Αναρχισμός επιδιώκει ένα νέο κράτος - αν αντιληφθούμε το κράτος ως οντότητα, δηλαδή ανθρώπους που κατέχουν το μονοπώλιο της βίας και του ελέγχου των θεσμών. Τόσο ο Αναρχισμός, όσο και ο Φασισμός θα επιβάλουν στην πραγματικότητα ένα Νέο Κράτος. Θα διαφέρει από το σημερινό αλλά θα είναι συλλογικά οργανικό και επομένως επαναστατικό. Το βλέπουμε και με τον Μιχαήλ Μπακούνιν και την εμπλοκή του σε διάφορα εθνικιστικά κινήματα. Ακόμη και με τις διασυνδέσεις του με τον άνθρωπο που επηρέασε ριζικά τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο Μπακούνιν ήταν ακόμη εξαιρετικά αντισημίτης, αποκαλώντας τον Μάρξ «εβραϊκή τραπεζική μαριονέτα». Αυτές οι διασυνδέσεις γίνονται ακόμη πιο βαθιές στον Προυντόν που επηρέασε τον Όττο Στράσσερ και το «Μαύρο Μέτωπο».

Επιπλέον, έχουμε ακόμη τον Εθνικό Αναρχισμό που υιοθετεί στοιχεία του φασισμού αν και ισχυρίζεται ότι τον απορρίπτει. Θα έλεγα ότι εφαρμόζει τον φασισμό στην αναρχία. Κάποιοι μάλιστα είναι κοντά στον ιδεολογικό εθνικοσοσιαλισμό δημιουργώντας έναν λαϊκό σοσιαλισμό βασισμένο στον τοπικισμό, με μικρές τοπικές κοινότητες και φυλετικές ομάδες που  διαχωρίζονται από το σύγχρονο κράτος σε μικρές ομοιογενείς κοινωνίες. Έχουν ως όραμα να αντικαταστήσουν τα συγκεντρωτικά έθνη - κράτη με μια ποικιλία πολιτικών οντοτήτων μικρής κλίμακας.

Η έννοια του «Άναρχου» του Ernst Jünger είναι κεντρική στον Εθνικό Αναρχισμό. Ο «Άναρχος» είναι μια ιδανική φιγούρα ενός κυρίαρχου ατόμου που εξελίχθηκε από την επίδραση της αντίληψης του Max Stirner για τον «Μοναδικό». Αυτή η ιδέα παρέχει απεριόριστο συγκρητισμό στον Εθνικό Αναρχισμό, επιτρέποντας στους οπαδούς του να ισχυρίζονται ότι έχουν ξεπεράσει τη διχοτόμηση της συμβατικής πολιτικής για να αγκαλιάσουν ανώτερες πολιτικές μορφές που βρίσκονται «πέρα από την αριστερά και την δεξιά».

Σε αυτή την γραμμή κινούταν η Else Christensen, μία αναρχοσυνδικαλίστρια ιδεολόγος της «Τρίτης Θέσης» που ήθελε μια κοινωνία αποτελούμενη από φυλετικά ομοιογενείς άριες κοινότητες. Περιγράφοντας την ιδανική κοινωνική της κατάσταση ως «φυλετικό σοσιαλισμό», οραματίστηκε έναν κόσμο στον οποίο οι λευκοί ζούσαν σε μικρές, αυτάρκεις «φυλετικές» αγροτικές κοινότητες. Η Christensen απέρριψε τον καπιταλισμό, τον κομμουνισμό και τον υλισμό, πιστεύοντας στην ανάγκη για οικολογική συνείδηση, ένα ήθος επιστροφής στη γη και μία βιώσιμη παραγωγή. Βλέπουμε επίσης παραλληλισμούς με σύγχρονους Εθνικο - Αναρχικούς, όπως ο Troy Southgate και ο Keith Preston. Συχνά οι Εθνικo - Αναρχικοί υιοθετούν είτε τον συνδικαλισμό είτε την αλληλοβοήθεια ως το προτιμώμενο οικονομικό τους μοντέλο.

Ομάδες όπως οι αναρχικοί του «National Tempetist Coordination» καταλαβαίνουν ότι στόχος θα είναι πάντα ο φασισμός, ανεξάρτητα από τις μεθόδους, είτε αυτές είναι ολοκληρωτικές, είτε αναρχικές, ο στόχος είναι πάντα ο ίδιος. Η εξουσία για χάρη της εξουσίας και η συλλογικότητα για τη συλλογικότητα, μια μακιαβελική στρατηγική. Αυτή η προσήλωση σε οποιοδήποτε μέσο για χάρη της εξουσίας φέρνει στο μυαλό μας τον σχετικισμό. Το «Geist» του Χέγκελ είναι στον Φασισμό το Κράτος, του οποίου θεμέλιο είναι ο «Μοναδικός» του Στίρνερ και επομένως όλοι εμείς, δηλαδή μια έκφραση της Γενικής Βούλησης. Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο «The Anarchist Individualist Origins of Italian Fascism» του Stephen B. Whitaker. 

Ουσιαστικά ο φασισμός και η φιλοσοφία του πραγματικού ιδεαλισμού (actual idealism) είναι ριζοσπαστικές υποκειμενιστικές μορφές ιδεαλισμού που ακολουθούν τη σοφιστική παράδοση. Ο φασισμός θα κάνει ότι χρειαστεί για να υπάρξει και να αποκτήσει την εξουσία ρεαλιστικά. Η παλιά σοσιαλίστρια, μέντορας του Μουσολίνι, Angelica Balbanoff, υποστήριξε ότι ο Ντούτσε δεν ήταν ποτέ αληθινός σοσιαλιστής, αλλά ένας ακτιβιστής διψασμένος για εξουσία, με τάση για βία. Αυτή η μακιαβελική στάση σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική χρήση βίας όπως η άμεση δράση, δείχνει την αληθινή αναρχική πτυχή του φασισμού. 

Μπορούμε να προσθέσουμε περισσότερη βαρύτητα σε όλα αυτά βασιζόμενοι στα όσα έγραψε ο Μουσολίνι στην «Il Popolo d’Italia» στο άρθρο του «Σχετικισμός και Φασισμός»:

«Στην πραγματικότητα, είμαστε κατ' εξοχήν σχετικιστές, από την στιγμή που ο σχετικισμός συνδέθηκε με τον Νίτσε και με τη «Θέληση για Εξουσία». Ο ιταλικός φασισμός ήταν, όπως και είναι ακόμα, το πιο υπέροχο δημιούργημα της ατομικής και συνάμα εθνικής θέλησης για εξουσία. Όλα όσα έχω πει και έχω κάνει αυτά τα τελευταία χρόνια είναι σχετικισμός, ένας σχετικισμός από διαίσθηση. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες είναι ίσης αξίας, ότι όλες οι ιδεολογίες είναι απλές μυθοπλασίες, ο σύγχρονος σχετικιστής συμπεραίνει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει για τον εαυτό του τη δική του ιδεολογία και να προσπαθήσει να την επιβάλει με όλη την ενέργεια που είναι ικανός.

Αν ο σχετικισμός υποδηλώνει περιφρόνηση για σταθερές κατηγορίες και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι φορείς της αντικειμενικής αθάνατης αλήθειας, τότε δεν υπάρχει τίποτα πιο σχετικιστικό από την φασιστική συμπεριφορά και δραστηριότητα. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες έχουν ίση αξία, εμείς οι φασίστες συμπεραίνουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να δημιουργήσουμε τη δική μας ιδεολογία και να την επιβάλουμε με όλη την ενέργεια που είμαστε ικανοί».

Georges Sorel και «πολιτικός μύθος»

 

Δημοσιεύτηκε στο Counter - Currents και μεταφράστηκε από συναγωνιστή και φίλο της συντακτικής ομάδας, τον οποίο και ευχαριστούμε για την τιμή και τον χρόνο.

του Greg Johnson

Όπως ο Τζάκ Λόντον, έτσι και ο Ζορζ Σορέλ, ήταν ένας αριστερός συγγραφέας ο οποίος σήμερα επηρεάζει περισσότερο τη «Δεξιά». Το έργο του με τη μεγαλύτερη επιρροή είναι το βιβλίο «Σκέψεις πάνω στη βία» που γράφτηκε το 1905 - 1906.

Το «Σκέψεις πάνω στη βία» είναι μάλλον ένας παραπλανητικός τίτλος που ο ίδιος ο Σορέλ ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει. Ο Σορέλ ήθελε να υπερασπιστεί τη προλεταριακή βία με τη μορφή των απεργιών και τελικά την ανατροπή του καπιταλισμού μέσω μίας «γενικής απεργίας». Αλλά ο Σορέλ μας διαβεβαιώνει ότι η προλεταριακή βία θα είναι κατά κάποιο τρόπο ευγενής και αγνή - όχι τερατώδης όπως η κρατική τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης, για την οποία ο Σορέλ κατηγορεί την αστική τάξη και την θέληση επιβολής των ιδέων, μια κληρονομία από την εποχή της απόλυτης μοναρχίας. Ο Σορέλ κάνει διάκριση μεταξύ της «δύναμης» που πηγάζει από πάνω και της προλεταριακής «βίας» που πηγάζει από κάτω.

Η προλεταριακή βία θα είναι πραγματικά βίαιη. Ο Σορέλ την παρομοιάζει με ομηρικούς πολέμους, βεντέτες και λιντσαρίσματα. Παρόλα αυτά μας διαβεβαιώνει ότι το προλεταριάτο θα οργανωθεί σε αυτόνομα εργατικά συμβούλια και δεν θα παλέψει για να ελέγξει τις καταναγκαστικές εξουσίες του κράτους, όπως έκανε η αστική τάξη. Το προλεταριάτο θα είναι απαλλαγμένο από φθόνο, μνησικακία και μίσος παρόλο που τέτοια φαινόμενα ήταν εμφανή στην Αριστερά τότε όπως και τώρα. Το προλεταριάτο θα χαρακτηρίζεται επίσης από τιμή και μεγαλοψυχία παρόλο που τέτοιες αξίες πηγάζουν από την παλιά αριστοκρατία. Υπό το φως της μετέπειτα ιστορίας του μαρξισμού ο Σορέλ φαίνεται εντελώς ψευδαισθητικός.

Γιατί λοιπόν να λαμβάνουμε τον Σορέλ σοβαρά ως πολιτικό στοχαστή; Γιατί τα βασικά στοιχεία της σκέψης του είναι πιο ταιριαστά στη «Δεξιά» και όχι στην Αριστέρα;

Στο «Σκέψεις πάνω στη βία» ο Σορέλ εστιάζει λιγότερο στη βία και περισσότερο σε αυτό που θα ονομάσω μαχητικότητα, με το οποίο εννοώ την συνείδηση της εχθρότητας. Όπως ισχυρίστηκε περίφημα ο Καρλ Σμίτ η πολιτική προκύπτει από την εχθρότητα, την διαίρεση μεταξύ φίλου και εχθρού, συγκεκριμένα μεταξύ συλλογικών φίλων και συλλογικών εχθρών, δηλαδή εμείς και αυτοί. Η εχθρότητα δεν είναι πάντα βίαιη αλλά είναι πάντα δυνητικά βίαιη, γεγονός που δίνει στην εχθρότητα μία ηθική σοβαρότητα.

Δεν είναι απαραίτητο όμως να έχει πάντα κάποιος συνείδηση της εχθρότητας. Για παράδειγμα κάποιος μπορεί να επιλέξει να σας θεωρήσει εχθρό χωρίς να ανακοινώσει αυτό το γεγονός, κάποιος άλλος μπορεί να σας θεωρήσει εχθρό και να εργαστεί ενεργά για να σας βλάψει ενώ εσείς συνεχίζετε να απλώνετε το χέρι της φιλίας. Είναι επίσης πιθανό δύο ομάδες να έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα - που είναι η βάση της εχθρότητας - χωρίς να έχουν επίγνωση του γεγονότος. Έτσι είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε αντικειμενικές και υποκειμενικές συνιστώσες της εχθρότητας.

Όταν κάποιος συνειδητοποιεί πλήρως την εχθρότητα και την ανταποδίδει γίνεται μαχητικός, εχθρικός, συγκρουσιακός, σκληρός, επιθετικός. Όλοι αυτοί οι όροι αναφέρονται στην ετοιμότητα και διάθεση για μάχη ακόμη και αν το στάδιο της βίας δεν πραγματωθεί ποτέ. Η μαχητικότητα δηλώνει επίσης απροθυμία να συμβιβαστείς ή να συνάψεις ειρήνη με τους εχθρούς σου. Οι αγωνιστές βρίσκονται πάντα σε πολεμική κατάσταση είτε ο πόλεμος είναι «ψυχρός» είτε «θερμός».

Επειδή οι μαχητές δεν είναι διατεθειμένοι για ειρήνη και συμβιβασμό, μια αντιπαράθεση είναι αναπόφευκτη, αλλά δεν χρειάζεται πάντα να είναι βίαιη, γιατί οι εχθροί τους μπορούν ανά πάσα στιγμή να συνθηκολογήσουν. Η υποχώρηση και η παράδοση όμως δεν είναι επιλογές για τον αγωνιστή. Έτσι, ο αγωνιστής αντιλαμβάνεται πάντα ως νίκη την οριστική διευθέτηση των λογαριασμών. Αυτό προφανώς δεν είναι μια λογική πεποίθηση. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει το μέλλον, ούτε μπορεί να το προβλέψει με βεβαιότητα. Αντίθετα, ο αγωνιστής έχει πίστη στην τελική νίκη της υπόθεσης του.

Ο Σορέλ θεωρούσε τον εαυτό του μαρξιστή, αλλά δεν ήταν καθόλου ορθόδοξος. Ήταν ένας ανεξάρτητος και εκλεκτικός στοχαστής που συμπεριέλαβε μεταξύ των επιρροών του τον Vico, τον Pascal, τον Nietzsche, τον Bergson, τον Renan και τον William James. Ο Σορέλ ήταν ανθρωπιστής, βολονταριστής, ανορθολογικός και απαισιόδοξος. Απέρριψε την ιδέα της προόδου. Υπήρξε υπερασπιστής της πατριαρχικής οικογένειας και των πολεμικών αρετών. Καμία από αυτές τις ιδέες δεν συνάδει με τον μαρξιστικό υλισμό.

Αλλά το «Σκέψεις πάνω στη βία» βασίζεται στη μαρξιστική αντίληψη της ταξικής πάλης, που ο Μαρξ πίστευε ότι θα εντεινόταν μέχρις ότου μια προλεταριακή επανάσταση ανατρέψει την αστική τάξη. Ο Σορέλ, ωστόσο, ανησυχούσε από την παρακμή της ταξικής πάλης στην εποχή του. Πίστευε ότι, αντικειμενικά μιλώντας, η αστική τάξη και το προλεταριάτο εξακολουθούσαν να είναι εχθροί. Αλλά υποκειμενικά μιλώντας, η επίγνωση αυτής της εχθρότητας βυθιζόταν λόγω του αστικού ρεφορμισμού και του σοσιαλδημοκρατικού πραγματισμού, υποβοηθούμενη από εκκλήσεις σε ιδέες που γεφύρωναν τις τάξεις όπως ο Χριστιανισμός, ο φιλελευθερισμός και ο εθνικισμός. Ο στόχος του Sorel ήταν να επαναφέρει την επανάσταση σε τροχιά αποκαθιστώντας την προλεταριακή μαχητικότητα. (Φυσικά, η ιδέα ότι η ταξική πάλη μπορεί να ενισχυθεί ή να αποδυναμωθεί από την ιδεολογία είναι μια πλήρης αντιστροφή του ορθόδοξου μαρξισμού).

Στο «Σκέψεις πάνω στη βία» ο Σορέλ απευθύνεται στους σοσιαλιστές της εποχής του. Επιδιώκει να αποκαταστήσει την προλεταριακή μαχητικότητα με δύο τρόπους. Πρώτον, υποβάλλει τους σοσιαλδημοκρατικούς συμβιβασμούς σε δριμεία κριτική. Ο Sorel είναι ένας ταλαντούχος συγγραφέας, και αυτές οι πολεμικές είναι συχνά ξεκαρδιστικές. Δεύτερον, επιδιώκει να διευκρινίσει τη φύση της προλεταριακής αγωνιστικότητας. Όταν ο Sorel μιλά για την «ηθική της βίας» ή την «ηθική των παραγωγών», δεν προσφέρει ηθικά επιχειρήματα ή αρχές. Αντίθετα, μιλά για τα κίνητρα να πολεμήσει κανείς με ηρωικό ή ύψιστο τρόπο για την προλεταριακή υπόθεση. Μιλάει λιγότερο για ήθος, περισσότερο για φρόνημα, συγκεκριμένα για esprit de corps, ομαδικό πνεύμα. Για τον Sorel, η απόλυτη κινητήρια αρχή μιας πολιτικής ομάδας είναι ένας «μύθος». Για το προλεταριάτο, είναι ο μύθος της «γενικής απεργίας».

Το καλύτερο παράδειγμα πολιτικού μύθου του Σορέλ είναι ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός βασίζεται σε μια βαθιά διαίρεση και εχθρότητα μεταξύ του καλού και του κακού, του Θεού και του Σατανά. Το πεδίο μάχης τους είναι αυτός ο κόσμος και κάθε ψυχή μέσα σε αυτόν. Κάθε νίκη των πιστών ερμηνεύεται ως θρίαμβος του Θεού. Κάθε εμπόδιο ή οπισθοδρόμηση ερμηνεύεται ως έργο του διαβόλου. Οι πιστοί μπορεί να υποφέρουν. Οι κακοί μπορεί να ευημερήσουν. Αλλά οι πιστοί θα νικήσουν στο τέλος. Ο Θεός είναι με το μέρος τους. Ο Χριστός θα επιστρέψει. Ο Σατανάς θα γκρεμιστεί. Ο καθένας επιτέλους θα πάρει αυτό που του αξίζει. Αυτός ο μύθος έχει δύο ουσιώδη στοιχεία: την απόλυτη έχθρα και την τελική νίκη. Απόλυτη έχθρα σημαίνει: εχθρότητα υπό όλες τις συνθήκες. Απόλυτος εχθρός είναι αυτός με τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη, μόνο ήττα ή νίκη. Η απόλυτη έχθρα μας χωρίζει σε εχθρικές ομάδες και απαγορεύει τη σύμπνοια με τον εχθρό. Η τελική νίκη καθιστά τη σύμπνοια περιττή. Αυτός ο «μύθος» έχει διατηρήσει τη χριστιανική μαχητικότητα για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια.

Ο Σορέλ ελπίζει ότι ο «μύθος» της γενικής απεργίας μπορεί να κάνει τα ίδια θαύματα. Η ιδέα της απόλυτης ταξικής εχθρότητας οδηγεί τους εργάτες να απορρίπτουν κάθε προσπάθεια κατευνασμού τους. Η πίστη στην τελική νίκη μέσω της γενικής απεργίας καθιστά περιττό τον συμβιβασμό.

Εάν οι Λευκοί Εθνικιστές θέλουμε να αποκτήσουμε και να διατηρήσουμε τη μαχητικότητα που απαιτείται για τη νίκη, θα χρειαστούμε κι εμείς έναν μύθο. Έχουμε απόλυτο εχθρό; Αν ναι, ποιος είναι; Έχουμε πίστη στην τελική νίκη; Αν ναι, τι θα μας οδηγήσει;  Ποιος είναι ο μύθος των Λευκών Εθνικιστών;

Ως φυλετιστής εθνικιστής, πιστεύω ότι οι λευκοί μπορούν να συνυπάρξουν με όλους τους λαούς, με την προϋπόθεση ότι όλοι θα βρισκόμαστε στις δικές μας πατρίδες. Οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε είναι αυτοί που αρνούνται την φυλετική - εθνική αρχή, δηλαδή οι ιμπεριαλιστές και οι παγκοσμιοποιητές που θέλουν να κυριαρχήσουν σε άλλους λαούς. Μαζί τους δεν γίνεται κανένας συμβιβασμός ή συνύπαρξη.

Ποιο όραμα της τελικής νίκης μας συντηρεί στον αγώνα μας;

Τον Οκτώβριο του 1922 ο Μουσολίνι δήλωσε:

«Έχουμε δημιουργήσει έναν «μύθο». Αυτός ο «μύθος» είναι μία πεποίθηση, ένας ευγενής ενθουσιασμός. Είναι ένας αγώνας και μία ελπίδα, μία πίστη που κουβαλάει μαζί της ένα απαράμιλλο θάρρος. Ο «μύθος» μας είναι το μεγαλείο του έθνους το οποίο θέλουμε να μετουσιώσουμε σε μία αισθητή πραγματικότητα».

Αυτό ειπώθηκε μόλις λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Σορέλ, τις παραμονές της Πορείας προς τη Ρώμη και της ανόδου του Μουσολίνι στην εξουσία.

Από πολλές απόψεις, ο μύθος των Λευκών Εθνικιστών είναι η συνέχεια του μύθου του Μουσολίνι για το έθνος που γίνεται ξανά μεγάλο. Σήμερα, οι λευκοί σε όλο τον κόσμο είναι λαοί απάτριδες, γιατί οι πατρίδες μας έχουν καταληφθεί από παγκοσμιοποιητές που μας υποβάλλουν στην αργή γενοκτονία μέσω της αντικατάστασης πληθυσμών. Η απελευθέρωση μας θα είναι η δημιουργία ή η αναδημιουργία λευκών πατρίδων και εθνικών κρατών. Έτσι, ο Michael O' Meara εξύμνησε τη «Πολιτεία των Λευκών» ως έναν ρητά Σορελιανό μύθο.

Ο σιωνισμός είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα πολιτικού μύθου με την Σορελιανή έννοια. Υπάρχει απόλυτη έχθρα μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων που βασίζεται τελικά σε αυτό που ο Jan Assmann αποκαλεί «η Μωσαϊκή διάκριση»: την ιδέα ότι ο Εβραίος Θεός είναι ο ένας αληθινός θεός και όλοι οι άλλοι είναι ψεύτικοι. Η ιστορία της εβραϊκής διασποράς είναι μια μακρά καταγραφή διωγμών, πραγματικών και μυθικών, από τις οποίες οι Εβραίοι μπορούν να απελευθερωθούν με τη δημιουργία μόνο μίας κυρίαρχης πατρίδας. Έτσι, πολλοί Λευκοί Εθνικιστές μοντελοποιούν συνειδητά το κίνημα μας στον Σιωνισμό. Για παράδειγμα, ο William Pierce μίλησε για μια «Λευκή Σιών».

Το εθνικό κράτος θα είναι το αποτέλεσμα της νίκης μας. Πως θα οδηγηθούμε όμως στη νίκη; Πως θα κερδίσουμε;

Ένας τρόπος της νίκης είναι η «λευκή απεργία». Μόνο στους λευκούς στηρίζεται ο δυτικός πολιτισμός. Οι μη λευκοί εξαρτώνται από εμάς. Ωστόσο, στο σημερινό σύστημα, οι λευκοί καταπιέζονται, καταδικάζονται και προγραμματίζονται να αντικατασταθούν από τους ανθρώπους που εξαρτώνται από εμάς. Είναι εντελώς μη βιώσιμο και παράλογο. Έτσι, όλη η φάρσα θα τελείωνε αρκετά γρήγορα αν οι λευκοί απλώς «απεργούσαν». Οι εχθροί μας μπορούν να μας καταστρέψουν μόνο χάρη στην αδράνεια μας. Μια «λευκή απεργία» θα παρέλυε το αντιλευκό καθεστώς, επιτρέποντας μας να το ανατρέψουμε και να το αντικαταστήσουμε.

Η «λευκή απεργία» μοιάζει φυσικά με τη γενική απεργία του Σορέλ αλλά το πρωταρχικό μοντέλο είναι το μυθιστόρημα της Ayn Rand «Atlas Shrugged», που αρχικά ονομαζόταν The Strike. Το «Atlas Shrugged» αποδίδει μια φυλετική ερμηνεία, αφού η λευκή φυλή είναι ο Άτλαντας που κρατά τον σύγχρονο κόσμο στους ώμους του.

Η «λευκή απεργία» είναι μια μορφή ενός ευρύτερου «μύθου» που έχει τεράστια αξία στο κίνημά μας: «η κατάρρευση». Επί του παρόντος, το κίνημά μας είναι πολύ αδύναμο για να ελπίζουμε ότι θα ανατρέψουμε το σύστημα κατά του Λευκού. Η κατάρρευση είναι η ιδέα ότι το παρόν σύστημα είναι τόσο αταίριαστο με την πραγματικότητα που δεν μπορεί να διατηρηθεί. Τελικά θα καταρρεύσει, και όταν καταρρεύσει, οι λευκοί θα μπορούν να αναλάβουν και να εγκαταστήσουν ένα καθεστώς υπέρ των εθνών τους.

Ο «μύθος» της κατάρρευσης εναρμονίζεται με έναν άλλο «μύθο» με μεγάλη δυναμική στους Λευκούς Εθνικιστές: την κυκλική φύση του χρόνου. Αυτή η ιδέα έρχεται σε δύο μορφές: Παραδοσιακή και εξελικτική. Και οι δύο σχολές υποστηρίζουν ότι στην αρχή της ιστορίας, ο άνθρωπος ζει σε μια χρυσή εποχή αρμονίας με τη φύση. Όσο περνάει ο καιρός, ο άνθρωπος ξεφεύγει από τη φύση. Τελικά, η αποξένωσή μας από τη φύση γίνεται τόσο ριζική που ο πολιτισμός καταρρέει. Στη συνέχεια, η φύση επιβεβαιώνεται εκ νέου, δημιουργώντας έναν νέο πολιτισμό, ο οποίος υφίσταται το ίδιο μοτίβο παρακμής και πτώσης. Παραδοσιακράτες όπως ο René Guénon και ο Julius Evola πιστεύουν ότι η χρυσή εποχή χαρακτηρίζεται από διαισθητική γνώση της βαθύτερης αλήθειας. Η εξελικτική εκδοχή αυτού του μύθου προσφέρεται από τους Giambattista Vico και Oswald Spengler, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος ζει σε αρμονία με τη φύση όχι μέσω της αφηρημένης σοφίας αλλά της ζωτικότητας. Οι πολιτισμοί παρακμάζουν και καταρρέουν λόγω του μοιραίου θανάτου ή της παρακμής.

Η ιδέα της κυκλικής ιστορίας φαίνεται αισιόδοξη ή απαισιόδοξη ανάλογα με το πού βρίσκεται κάποιος στον κύκλο. Αν κάποιος βρίσκεται στη χρυσή εποχή, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες. Αλλά αν κάποιος ζει στα κατακάθια της σκοτεινής εποχής, όπως πιστεύουν οι ότι συμβαίνει σήμερα οι Λευκοί Εθνικιστές, τότε η απελευθέρωση είναι κοντά.

Η κυκλική θεώρηση της ιστορίας παίζει τον ίδιο ρόλο για τους Λευκούς Εθνικιστές με αυτόν που παίζει η προοδευτική θεώρηση της ιστορίας για την Αριστερά: Συντηρεί την ελπίδα στην τελική νίκη υποστηρίζοντας ότι οι προσπάθειές μας υποστηρίζονται από ιστορικές δυνάμεις. Φυσικά, μία τέτοια  πίστη μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό. Αλλά εκείνοι που έχουν ήδη τάση προς τη μαχητικότητα υποκινούνται από την πεποίθηση ότι οι ιστορικές δυνάμεις είναι με το μέρος τους.

Ένας άλλος «μύθος» που υποστηρίζουν οι Λευκοί Εθνικιστές είναι ότι, σε ένα ορισμένο σημείο, μια «αφύπνιση» της λευκής φυλετικής συνείδησης θα σταθεί αναπόφευκτη και ασταμάτητη. Αυτή δεν είναι μια εντελώς παράλογη πεποίθηση, καθώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγνοούν την πραγματικότητα για πάντα, οι ιδέες μπορούν να γίνουν διαδεδομένες και μόλις φτάσουν σε ένα οριακό σημείο, μπορούν γρήγορα να γίνουν ηγεμονικές.

Ορθολογικά μιλώντας, φυσικά, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι κάποιο από αυτά τα σενάρια θα καταλήξει σε νίκη. Οι λευκοί μπορεί να μην «απεργήσουν» ποτέ. Η κατάρρευση είναι αναπόφευκτη, αλλά μπορεί να αργήσει τόσο πολύ που οι λευκοί θα έχουν σχεδόν πάψει να υπάρχουν. Επιπλέον, μόλις συμβεί η κατάρρευση, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ένα καλύτερο σύστημα θα αντικαταστήσει το υπάρχον. Ίσως να μην αναβιώσει ποτέ ο πολιτισμός μετά από μια τέτοια κατάρρευση. Η αφύπνιση των λευκών μπορεί να μην συμβεί ποτέ.

Αλλά τέτοιες σκέψεις είναι εκτός θέματος όταν έχουμε να κάνουμε με έναν γνήσιο πολιτικό «μύθο». Η λογική δεν μπορεί να μας δώσει καμία βεβαιότητα για το μέλλον, ενώ οι «μύθοι» είναι ανορθολογικές βεβαιότητες για το μέλλον, που μας γεμίζουν με πίστη και οράματα νίκης που μπορούν να μας οδηγήσουν σε μία μια μακρά μάχη. Εκτός από τη χρησιμότητα τους, κάτι άλλο το οποίο χαρακτηρίζει αυτούς τους «μύθους» είναι ότι οι Λευκοί Εθνικιστές είναι προσκολλημένοι σε αυτούς πραγματικά.

Ο Σορέλ κάνει διάκριση μεταξύ ουτοπιών, που είναι διανοητικές κατασκευές, και μύθων, που υποτίθεται ότι προκύπτουν αυθόρμητα. Επίσης παραδέχεται ότι οι χριστιανικές ιστορίες διώξεων από τη Ρώμη ήταν πολύ υπερβολικές, δηλαδή, ως επί το πλείστον φανταστικές. Θα μπορούσε ένας πολιτικός μύθος να είναι εντελώς φανταστικός; Ίσως οι μύθοι να είναι απλώς ουτοπίες που η συγγραφή τους χάνεται στην ομίχλη του χρόνου. Αν ναι, ίσως είναι δυνατό να δημιουργηθεί ένας Λευκός Εθνικιστικός πολιτικός μύθος εντελώς από την αρχή. Και πάλι: Αυτό που έχει σημασία είναι αν ο κόσμος θα τον ακολουθήσει. Αλλά πως θα μετρήσουμε αν ένας «μύθος» είναι αρκετά ελκυστικός ώστε να κάνει τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν; Ποτέ δεν θα μάθουμε αν δεν προσπαθήσουμε.

Από τον Σορέλ στη φλωρεντινή avant garde: Η βία στην ιδεολογία και τις πρακτικές του πρώιμου ιταλικού φασισμού / Το φαινόμενο του squadrismo στα πρώτα χρόνια της φασιστικής διακυβέρνησης (1922 - 1926) Σωτήρης Κόκκορης - Εκδόσεις Άλφα Πι

 


Σελίδες 174

2021

Άλφα Πι

Η παρούσα μελέτη προσπαθεί να εστιάσει στον ρόλο της φασιστικής βίας και του φαινομένου του squadrismo στη διαμόρφωση της φασιστικής ταυτότητας, την επαύριον της πορείας προς τη Ρώμη (Οκτώβριος 1922) έως και το έτος 1926, όταν, σύμφωνα με τον Adrian Lyttelton, το φαινόμενο θα καταστεί περιθωριακό.

Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης παρουσιάζονται αναλυτικά οι ιδεολογικές ζυμώσεις που έλαβαν χώρα στο φασιστικό κόμμα μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης του κράτους και οι οποίες επηρέασαν τη μετέπειτα φυσιογνωμία και πορεία του. 

Στο δεύτερο και στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται σε ποιο βαθμό το φαινόμενο του squadrismo θα επηρεάσει το φασιστικό καθεστώς στη διαμόρφωση της πολιτικής του. 

Στο τέταρτο κεφάλαιο παρατίθεται ο τρόπος οργάνωσης των squadristi και η μεθοδολογία δράσης τους, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας. 

Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται οι βασικότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του θέματος της φασιστικής βίας. 


Σελίδες 448

2022

Άλφα Πι

Αντικείμενο της συγκεκριμένης διατριβής αποτελεί το πώς η ιδεολογία του ιταλικού φασιστικού κινήματος επηρεάστηκε από ιδεολογικά ρεύματα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα στο θέμα της χρήσης βίας για την επιτέλεση πολιτικών σκοπών.

 Επιπρόσθετα, διερευνάται η ύπαρξη ιδεολογικού υπόβαθρου, μέσω της ηθικοποίησης της βίας, στις πράξεις των squadristi, οι οποίοι αποτέλεσαν το πιο δυναμικό τμήμα του ιταλικού φασιστικού κινήματος, την πρακτική αποτύπωση των θεωριών της βίας του φασιστικού ιδεολογικού οπλοστασίου. 

Το χρονικό όριο της έρευνας έχει ως καταληκτικό σημείο την ανάληψη της εξουσίας από το φασιστικό κίνημα, τον Οκτώβριο του 1922. 

Τα άγνωστα θραύσματα της ιστορίας: Fasci Rivoluzionario D’ Azione Internazionalista - κάλεσμα προς τους Ιταλούς εργάτες για Δράση υπέρ του Πολέμου!

 «Το μονοπάτι όπου βαδίζουν αυτοί οι άνθρωποι είναι πά­ντοτε το ίδιο. Αρχικά είναι αναρχικοί ή ακραίοι σοσιαλιστές, κατόπιν “προσηλυτίζονται” στον εθνικισμό και δημιουργούν αξιοσημείωτες μεσσιανικές ιδέες … και φορτίζουν τον ακίνδυνο εθνικισμό των ενώσεων και των κομμάτων με το δυναμίτη της αναρχικής ετοιμότητας για δράση»

Otto Strasser


«Όποιος φοβάται τον θάνατο δεν είναι άξιος να ζει»

Μετάφραση - Εισαγωγή: Αργύρης Τιμοθέου

Το κάλεσμα των Fasci d'Azione Internazionalista είναι ένα πολιτικό προγραμματικό μανιφέστο, γραμμένο στις 5 Οκτωβρίου 1914, στο οποίο η χρησιμότητα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου επιβεβαιώνεται ως μια απαραίτητη ιστορική στιγμή για την ανάπτυξη των κοινωνιών με την πολιτική - σοσιαλιστική έννοια. Η μαχόμενη προλεταριακή τάξη, υποστηρίζεται πως μέσα από τον πόλεμο θα είχε τεράστια οφέλη, και δεν μπορούσε να χάσει αυτό που αγαπούσε να ορίζει ως το «τρένο της ιστορίας»Αυτό μπορεί να συνδεθεί με τον αριστερό παρεμβατισμό και επίσης με τη Χάρτα του Carnaro, μια Χάρτα πιο ανεπτυγμένη στα θέματα της κοινωνικής ισότητας, που καθοδήγησε τον Gabriele D'Annunzio και Alceste De Ambris. Το μανιφέστο θα έχει την πολιτική του εφαρμογή στις Δέσμες της Επαναστατικής Δράσης. 

Η επιτροπή προώθησης των θέσεων αποτελούνταν από τους:

Decio Bacchi

Michele Bianchi

Ugo Clerici

Filippo Corridoni

Amilcare De Ambris: αδελφός του πιο γνωστού Alceste De Ambris, στελέχους της USI και σύζυγος της Maria Corridoni, αδελφής του Filippo Corridoni, συμμετείχε στην υπεράσπιση της Πάρμα μαζί με τους Arditi del Popolo και τον προλεταριακό θρύλο Filippo Corridoni.

Attilio Deffenu

Aurelio Galassi

Angelo Oliviero Olivetti

Decio Bacchi

Cesare Rossi

Silvio Rossi

Sincero Rugarli

Libero Tancredi, ψευδώνυμο του ατομικιστή αναρχικού Massimo Rocca.

Ενώ η μάχη της Μάρνης μαίνεται στη Γαλλία, στο Μιλάνο στις 15 και 16 Σεπτεμβρίου διοργανώνονται από τους Φουτουριστές, με επικεφαλής τον Marinetti και τον Boccioni οι πρώτες διαδηλώσεις στους δρόμους κατά της Αυστρίας. Υποστηρίζονται επίσης από τον Filippo Corridoni και τις επαναστατικές αριστερές ομάδες. Στις 5 Οκτωβρίου 1914, τα πρωτοεμφανιζόμενα Fascio κάνουν την πρώτη έκκληση προς τους Ιταλούς εργάτες να τους πείσουν να πολεμήσουν. Η συνάντηση των Φουτουριστών και των ανδρών της άκρας αριστεράς παίρνει σάρκα και οστά και βρίσκει υποστήριξη ακόμη και σε ομάδες εργατών ή σοσιαλιστών. Ακολουθεί το ιστορικό κάλεσμα μανιφέστο των Fasci Rivoluzionario d’ Azione Internazionalista (Επαναστατικές Δέσμες Διεθνιστικής Δράσης).

Η μετάφραση αυτού του ιστορικού ντοκουμέντου είναι μια απάντηση σε όσους διαχρονικά έκρυψαν μέσα σε τόνους λάσπης και ψέματος το αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός πως η ρίζα του Φασιστικού κινήματος υπήρξε ο Επαναστατικός Σοσιαλισμός και το διεθνές Λαϊκό και Εργατικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα. 

Κάθε γραμμή του κειμένου που ακολουθεί αναφέρεται στην επαναστατική και σοσιαλιστική εργατική τάξη της Ευρώπης, μαχητές της οποίας ήταν όλοι οι θρυλικοί υπογράφοντες του κειμένου αυτού που αποτέλεσε το σπάργανο των «Φασιστικών Δεσμών Μάχης» που ίδρυσε λίγο μετά ο Mussolini αφού πρώτα πήρε μέρος και αυτός στις «Επαναστατικές Δέσμες της Διεθνιστικής Δράσης» μετά την δημοσίευση ακριβώς του καλέσματος που ακολουθεί.

Επιπλέον το κείμενο αυτό αποδεικνύει την φοβερή σύμπνοια στο θέμα του πολέμου των πρώτων Φασιστών Σοσιαλιστών με τους Αναρχικούς Παρεμβατιστές με ξεκάθαρη τιμητική αναφορά στον μεγάλο Αναρχικό Πιοτρ Κροπότκιν μέσα στο κείμενο που θα διαβάσετε. 

Συντονισμένοι μεταξύ τους με πρωτοβουλία του Κροπότκιν την ίδια εποχή θα γραφτεί το περιβόητο «Μανιφέστο των 16» που είναι κάλεσμα των κορυφαίων Γάλλων Αναρχικών μαζί με τον Κροπότκιν να συμμετάσχουν οι αγωνιστές αντιεξουσιαστές στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, κείμενο που προκάλεσε εκρήξεις στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος εκείνης της εποχής και ακόμα και σήμερα θεωρείται «μαύρη σελίδα» από όλα τα καλόπαιδα της antifa που προσπαθούν να εξαφανίσουν ακόμα και την ιστορία των μεγαλύτερων μορφών της αναρχίας ακριβώς επειδή όλοι τους είχαν τεράστια συμβολή στην ανάπτυξη του εθνικισμού και του πατριωτισμού μέσα στο εργατικό κίνημα σε αντίθεση με τον κοσμοπολιτισμό του Μαρξιστικού Διεθνισμού. 

Για επιβεβαίωση παραθέτουμε τον σύνδεσμο του εν λόγω Μανιφέστο του Κροπότκιν όπως δημοσιεύθηκε στην ελληνική γλώσσα από μια γνωστή αναρχική πηγή: 

https://anarchypress.wordpress.com/2021/02/25/%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%86%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%B1%CE%AD%CE%BE%CE%B9/amp/

Ο πόλεμος λοιπόν δεν ήταν απλά μια κατάσταση προς αποφυγή αλλά ευκαιρία δράσης για τους επαναστάτες εκτός από τους προδότες, τους ντεφαιτιστές, τους αιώνιους παραμυθάδες της κατάλληλης στιγμής και του δήθεν εσωτερικού μετώπου ανατροπής. Ο Πόλεμος που αφορά την ζωή και την τραγωδία των λαών είναι εκεί που κρίνεται ποιος θα αμυνθεί του Έθνους πιο αποτελεσματικά. Ποιος θα πάρει την ηγεμονία της προάσπισης της μονής λαϊκής περιουσίας που είναι η Χώρα που ζει. Αυτός θα είναι την επόμενη μέρα ο νέος ηγεμόνας. 

Και όμως δυστυχώς για όλους τους δήθεν διανοούμενους της εθνικής δεξιάς, τους αριστερούς φιλελεύθερους του Περισσού και της Κουμουνδούρου, τους «εθνικιστές» των κομματικών προθάλαμων και τους antifa «αντιεξουσιαστές», η ιστορία δεν διαγράφεται, και ναι οι Προλετάριοι έχουν ΠΑΤΡΙΔΑ ! 

Ενάντια στον Marx: αυτό φώναξαν οι μεγάλοι Προυντόν, Κροπότκιν, Σορέλ μαζί με τους Μελανοχίτωνες του Μουσολίνι!   

Η Επιτροπή των Fasci Rivoluzionario dAzione Internazionalista απευθύνεται προς τους εργάτες της Ιταλίας!

Στην τραγική ώρα που περνάμε, ενώ ο απέραντος πόλεμος γιορτάζει τις αιματηρές του δόξες στην Ευρώπη, ενώ εμφανίζονται οι ίδιοι οι λόγοι του πολιτισμού που κατακλύζονται από το κύμα της ανερχόμενης βαρβαρότητας, εμείς οι αγωνιστές από διάφορα σημεία  της επαναστατικής πλευράς, νιώθουμε το καθήκον να μιλήσουμε με σαφήνεια και ειλικρίνεια, ώστε η σιωπή μας να μην ερμηνευθεί ως συναίνεση ή δειλία τη στιγμή που είναι υπέρτατο συμφέρον και υψηλό καθήκον κάθε επαναστάτη να εκφράσει τις σκέψεις του και να ξεκαθαρίσει τη στάση του απέναντι στα γεγονότα.

Ας μην αναζητήσουμε που θα ήταν μάταιο και αδρανές τη γένεση της μεγάλης τραγωδίας. Αν ως επαναστάτες μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη διεθνή αστική τάξη από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνη για τη μάστιγα των λαών, από την άλλη θα ήταν ανειλικρινές και ανέντιμο να μην αναγνωρίσουμε μεγάλο μέρος της ευθύνης που ανήκει σε εμάς τους επαναστάτες, στην εργατική τάξη σε διάφορες χώρες, τα πρωτοποριακά της στοιχεία, που έχουν στο πρόγραμμα τους την αποστροφή στον πόλεμο και την καταπολέμηση του μιλιταρισμού, για την ανεπαρκή και αναποτελεσματική δουλειά που γίνεται για να αποτραπούν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί των αστικών κυβερνήσεων και των μιλιταριστικών ελίτ  της Ευρώπης που τα εφαρμόζουν μέσω του πολέμου. 

Οι διεθνιστές εργάτες - θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε χωρίς αμφισημίες - και αποδείχθηκε στη δοκιμασία των γεγονότων, ήταν κάτι παραπάνω από ανίσχυροι να αντιμετωπίσουν τα γεγονότα και να αποτρέψουν το πολεμικό γεγονός. Ενώ οι σύντροφοι της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αγγλίας ήξεραν πώς να εκπληρώσουν το καθήκον τους ως σοσιαλιστές μέχρι τέλους, έτοιμοι να ξεκινήσουν με τη διεθνή γενική απεργία το κίνημα της εξέγερσης ενάντια στις πολεμικές επιθέσεις της αστικής τάξης, οι εργάτες  της Γερμανίας και της Αυστρίας, των κρατών που εμφανίστηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο ως οι αρχιτέκτονες της σκοτεινής συνωμοσίας που επινοήθηκε από τις αναγεννημένες δυνάμεις του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα ενάντια σε κάθε φως πολιτισμού και κάθε στοιχείο προόδου, αντί να αντιταχθούν με την δύναμη των ισχυρών οικονομικών και πολιτικών τους οργανώσεων στην εξαπολυμένη επιθετική μανία των κυβερνήσεών τους, έχουν υποκύψει στο ρεύμα του πιο βάναυσου και άγριου ιμπεριαλισμού, αγνοώντας το καθήκον τους ως σοσιαλιστές, προδότες των ιερών καθηκόντων της διεθνούς εργατικής αλληλεγγύης.

Ούτε μια μάταιη λέξη, ίσως, δεν θα ήταν το όνειρό μας για αδελφοσύνη λαών πέρα ​​από κάθε σύνορο, αν οι Γερμανοί και οι Αυστροουγγροί σοσιαλιστές είχαν ξεσηκωθεί ενάντια στο άδοξο τελεσίγραφο της αυστριακής κυβέρνησης προς τον μικρό σερβικό λαό, εάν είχαν μεταφέρει την αγωνιώδη κραυγή του Λουξεμβούργου και του Βελγίου, που προσβλήθηκαν για το ιερό δικαίωμά τους στην ελευθερία και την ανεξαρτησία, αν, με μια λέξη, είχαν επιβεβαιώσει τους λόγους του προλεταριακού συμφέροντος και του σοσιαλιστικού πολιτισμού ενάντια στο λάβαρο των κυβερνήσεων τους της στρατιωτικής τυραννίας και του ιμπεριαλισμού.

Έτσι ο πόλεμος είναι σήμερα μια τραγική πραγματικότητα της οποίας δεν μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι θεατές χωρίς να προδώσουμε την ίδια την αιτία της επανάστασης, χωρίς να αρνηθούμε τις σοσιαλιστικές αρχές μας που μιλούν στους λαούς στο όνομα του πολιτισμού και της ελευθερίας. Και τότε είναι χρήσιμο να αναρωτηθούμε εάν τα πιο ζωτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης των διαφόρων χωρών, εάν η αιτία της κοινωνικής επανάστασης, προστατεύονται καλύτερα από τη στάση αυστηρής ουδετερότητας που επιθυμεί για την Ιταλία το επίσημο Σοσιαλιστικό Κόμμα, πλήρως εναρμονισμένο με τα κληρικαλιστικά στοιχεία και προς όφελος των Γερμανικών όπλων ή από την επέμβαση των κρατών που αντιπροσωπεύουν την υπόθεση της ελευθερίας και της ειρήνης στην Ευρώπη: υπέρ της Γαλλίας, της κοιτίδας εκατό επαναστάσεων, της Αγγλίας, φρουρά κάθε πολιτικής ελευθερίας, του γενναίου και ηρωικού Βελγίου. 

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι αμφίβολη για εμάς τους επαναστάτες που πιστοί στη διδασκαλία των μεγάλων μας δασκάλων πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τα όρια των εθνικών επαναστάσεων χωρίς πρώτα να τα έχουμε φτάσει, επομένως η ταξική πάλη είναι μια μάταιη φόρμουλα, όχι μια πρακτική και γόνιμη δύναμη όπου κάθε λαός δεν ενσωματώνεται στα φυσικά του όρια γλώσσας και φυλής μέχρι να  λυθεί οριστικά το ζήτημα των εθνικοτήτων, και να υπάρξει το ιστορικό κλίμα που είναι απαραίτητο για την ομαλή ανάπτυξη του ταξικού κινήματος, για την πρόοδο και τον θρίαμβο των ίδιων των ιδεών του διεθνισμού. Ο θρίαμβος του αυστρο-γερμανικού μπλοκ θα ήταν στην Ευρώπη ο ανανεωμένος θρίαμβος της Ιεράς Συμμαχίας, η ενίσχυση της αιτίας της αντίδρασης και του μιλιταρισμού ενάντια σε αυτήν της επανάστασης, με μια λέξη η επιμονή και η εδραίωση αυτών των δυνάμεων του Μιλιταρισμού και της Φεουδαρχίας. 

Η διατήρηση όσων δημιούργησαν την τεράστια καταστροφή του σήμερα, που θα δημιουργήσει άλλους πολέμους αύριο, άλλο πένθος και άλλα ερείπια για τους εργάτες που θα τους σταματήσει στην ανοδική πορεία για την κατάκτηση της δικής τους οικονομικής χειραφέτησης. Οι μεγάλες ιστορικές αντιθέσεις δεν επιλύονται με την ιδεολογική άρνηση τους, αλλά με την πρακτική υπέρβαση των όρων τους: ο πόλεμος δεν διεξάγεται με τη μηρυκαστική φόρμουλα ή με την αντίθεση του με στείρες λεκτικές αρνήσεις, αλλά με την εξάλειψη των γενεσιουργών αιτιών του, με τη μείωση των παραγόντων της ισχύος του επιτυχώς.

Οι ουδέτεροι μέχρι τέλους φαίνονται σήμερα να είναι αληθινοί φίλοι του πολέμου. Εμείς, μαχόμενοι δίπλα στους επαναστάτες της Γαλλίας, της Ρωσίας, του Βελγίου και της Αγγλίας για την υπόθεση της ελευθερίας και του πολιτισμού ενάντια σε αυτόν του αυταρχισμού και του τευτονικού μιλιταρισμού, για τη λογική ενάντια στη βία, για την Ευρωπαϊκή επανάσταση ενάντια στο τρελό και εγκληματικό όνειρο της εγκαθίδρυσης μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας - μεσαιωνικό όραμα που μας οδηγεί πίσω στον Μεσαίωνα - πιστεύουμε ότι κάνουμε το πιο χρήσιμο έργο που μπορεί να γίνει σήμερα υπέρ της Ευρωπαϊκής ειρήνης, για την υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης, για την ανασύσταση της εργατικής Διεθνούς στις νέες βάσεις της συστηματικής αποστροφής, που επιδιώκεται με κάθε μέσο, ​​σε κάθε πόλεμο που δεν είναι πόλεμος καταπιεσμένων εναντίον καταπιεστών, εκμεταλλευόμενων εναντίον εκμεταλλευτών.

Εργάτες,

Τα γεγονότα πιέζουν. Η Ιταλία, μαζί με τις δυνάμεις που αγωνίζονται για την ελευθερία και την ανεξαρτησία των λαών, θα έκανε την έκβαση του πολέμου πιο γρήγορη και αποφασιστική, μετριάζοντας τις τεράστιες καταστροφές. Η ένοπλη ουδετερότητα δεν γλιτώνει από τις σοβαρές συνέπειες που φέρνει ο πόλεμος στη χώρα μας και ταυτόχρονα δεν μας προστατεύει από τον κίνδυνο του πολέμου: δίνει μάλλον στην κυβέρνηση, με την κινητοποίηση του στρατού, τη δυνατότητα να μας ακινητοποιήσει αύριο με όποιον πόλεμο θα ήθελε να κηρύξει, ακόμη και ενάντια στις αρχές του πολιτισμού και των δικών μας συμφερόντων, και επιπλέον - που θα ήταν ακόμα χειρότερο - το μέσο να μας καλύψει με ντροπή, με έναν βδελυρό εκβιασμό κάνοντας τη μη παρέμβασή μας να μοιάζει με τιμή. Η επιβολή του πολέμου ενάντια στο αυστρο-γερμανικό μπλοκ σήμερα είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποτρέψει την Ιταλία από το να επιστρέψει ασυναίσθητη στην ζωή της αύριο.

Εμείς οι επαναστάτες δεν έχουμε κανένα συμφέρον να διατηρήσουμε, δεν έχουμε λόγο να εξαπατήσουμε τον λαό. Ας μιλήσουμε επίσης για ουδετερότητα για τα κόμματα που πρέπει να διαφυλάξουν τιμές, μισθούς, πολιτικά αξιώματα, τυφλούς ή ενδιαφερόμενους υποστηρικτές μιας μεγάλης εθνικής δειλίας και μιας μεγάλης ιστορικής ύβρεως, συμμάχους με τη δυναστική και κληρικαλιστική πολιτική και συνεργούς των σφαγέων και των λεηλατών. Εμείς οι επαναστάτες θέλουμε να ξαναρχίσει η παράδοση των μεγάλων πνευμάτων και των μεγάλων καρδιών που άκουσαν τις φωνές του ανθρώπινου μέλλοντος και προέβλεπαν το πεπρωμένο των λαών. Το να μην συνεργάζεσαι για να κερδίσεις τους καλύτερους σημαίνει να βοηθάς τους χειρότερους. Οι επαναστάτες δεν πρέπει να έχουν αμφιβολίες για την επιλογή. 

Ο σκοπός μας είναι αυτός του Amilcare Cipriani, του Kropotkine, του James Guillaume, του Vaillant, αυτός της Ευρωπαϊκής επανάστασης ενάντια στη βαρβαρότητα, τον αυταρχισμό, τον μιλιταρισμό, τη Γερμανική φεουδαρχία και την καθολική απάτη της Αυστρίας. Ο καθένας εκπληρώνει το καθήκον του μέχρι το τέλος και με κάθε τρόπο. Όλες οι ζωντανές δυνάμεις του κόσμου, όλοι όσοι επιθυμούν στην εργαζόμενη ανθρωπότητα ένα καλύτερο μέλλον και αγωνίζονται για τον θρίαμβο της εργατικής υπόθεσης και της κοινωνικής επανάστασης, για την αδελφότητα των λαών και το τέλος όλων των πολέμων, πρέπει να βγουν στο πεδίο  αποφασιστικά. Πρέπει να αναγκάσουμε την κυβέρνηση να σταματήσει να μας ατιμάζει ή να κρύβεται και από τώρα να διαχωρίσουμε τις ευθύνες και να προετοιμαστούμε για δράση.

Μιλάνο, 5 Οκτωβρίου 1914

link: «Αναρχοφασισμός»: Μια επισκόπηση της «Δεξιάς Αναρχικής» Σκέψης