Eva Duarte de Perón (07.05.1919 - 26.07.1952)

 

Μετάφραση: Τίτος

Juan Peron, ο άνθρωπος που αγκάλιασε την εργατική τάξη της Αργεντινής και έδωσε ένα μέλλον στην χώρα που ασφυκτιούσε από την εκμετάλλευση της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Λάτρης του Mussolini, αρωγός των ομάδων διαφυγής μετά το ’45, συνεργάτης και υποστηρικτής εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ο άνθρωπος που πολέμησε τον ξένο παράγοντα παρά τα λάθη και τις προδοσίες των συνεργατών του. 

Πορεύτηκε μαζί με την Evita που όσο κοσμική έδειχνε τόσο αγαπούσε τον λαό της. Και ο λαός της ανταπέδωσε αυτή την αγάπη, την λάτρεψε σαν «Αγία» του εργατικού Φασισμού που μέχρι και τον θάνατο της ένιωθε ότι το λαϊκό κορίτσι  η «Μαγδαληνή» της Νοτίου Αμερικής είναι η καρδιά του Περονισμού. 

Δεν δίστασε απέναντι στην ένστολη αντιφασιστική ακροδεξιά κουστωδία που την μίσησε, δεν φοβήθηκε τους νεομαρξιστές και τα ΜΜΕ που την λοιδορούσαν, δεν κατέθεσε τα όπλα απέναντι στην αρρώστια. Οι εχθροί της πολέμησαν την ιστορική παρουσία της, έκρυψαν για χρόνια το λείψανο της, αλλά δεν μπόρεσαν να σβήσουν την μνήμη της από τον εργάτη «χωρίς πουκάμισο» που έκλαψε τον χαμό της.

 «Μόνο οι φανατικοί που είναι ιδεαλιστές και σεχταριστές δεν παραδίδονται. Οι ψυχροί, οι αδιάφοροι, δεν πρέπει να υπηρετούν τον λαό. Και δεν μπορούν να τον υπηρετήσουν ακόμα κι αν θα το ήθελαν.

Ο φανατισμός είναι η μόνη δύναμη που ο Θεός άφησε την καρδιά για να κερδίσει τις μάχες της. Είναι η μεγάλη δύναμη των λαών: η μόνη που δεν έχουν οι εχθροί τους, επειδή έχουν καταστείλει από τον κόσμο ολάκερο όλα όσα ηχούν στην καρδιά. Γι 'αυτό θα τους νικήσουμε. Διότι ακόμα κι αν έχουν χρήματα, προνόμια, ιεραρχίες, δύναμη και πλούτο, δεν μπορούν ποτέ να είναι φανατικοί. Επειδή δεν έχουν καρδιά. Εμείς ναι.

Δεν μπορούν να είναι ιδεαλιστές, επειδή οι ιδέες έχουν την ρίζα τους στη νοημοσύνη, αλλά τα ιδανικά έχουν το βάθρο τους στην καρδιά. Δεν μπορούν να είναι φανατικοί, επειδή οι σκιές δεν μπορούν να κοιταχτούν στον καθρέφτη του Ήλιου.

Αντιμέτωποι, αυτοί και εμείς, αυτοί με όλες τις δυνάμεις του κόσμου και εμείς με τον φανατισμό μας, θα κερδίζουμε πάντα.

Πρέπει να είμαστε πεπεισμένοι για πάντα: ο κόσμος θα ανήκει στους λαούς όταν οι λαοί αποφασίσουν να αναφλεγούν στην ιερή φωτιά του φανατισμού. Να καούμε για να είμαστε σε θέση να κάψουμε, χωρίς να ακούσουμε τη σιωπή του μέτριου και των μαλθακών που μας μιλούν για σύνεση»

Εις μνήμην του Μαύρου Πρίγκιπα της Εθνικοεπαναστατικής Σκέψης: το εισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο του Πέτρου Ωρολογά «Ίων Δραγούμης - ο μοναδικός και το έθνος του» (εκδόσεις «Έξοδος»)


Σε μια σχετικά πρόσφατη μελέτη που εστιάζει στην πολιτική σκέψη και την ζωή του Ίωνα Δραγούμη (1878-1920), από τις πρώτες κιόλας σελίδες του εισαγωγικού κειμένου χρησιμοποιείται ο όρος «λοξίας». Πρόκειται για έναν όρο που ο συγγραφέας της εισαγωγής εξηγεί ότι περιγράφει πολιτικούς διανοητές, τους οποίους χαρακτηρίζει μια πολύ ιδιαίτερη μοναχικότητα. Ο Δραγούμης αντιμετωπίζεται ως ένας από αυτούς. Ως κάποιος, δηλαδή, που προτείνει ένα εντελώς ιδιότυπο σύνολο ιδεών, επεξεργασμένο κι οργανωμένο σε μια ιδιαίτερη κοσμοθεώρηση για τις ανθρώπινες υποθέσεις, το οποίο παρέχει μια νέα θέαση για τη σχέση της κοινωνίας με το Πολιτικό. Μάλιστα, την περιγραφή του «λοξία» συνοδεύει η πεποίθηση πως η αντίδραση που μπορεί να προκαλέσει στους όποιους αντιπάλους αυτή η νέα πρόταση, μπορεί να φθάσει έως και τη φυσική εξόντωση  του «λοξία» διανοητή. Υπερβολική ή μη, αυτή είναι η συνηθισμένη αντιμετώπιση του Δραγούμη από τους περισσότερους μελετητές του.

Ο Δραγούμης έχει αποτιμηθεί με θετικό και αλλά και με αρνητικό πρόσημο από, σύγχρονους με εκείνον και μεταγενέστερους, μαρξιστές θεωρητικούς και πολιτικούς. Ο Γιάννης Κορδάτος (1891-1961) υπήρξε φίλος του Δραγούμη και ένας εκ των μαρξιστών που εκτίμησε την προσωπικότητα και το έργο του. Μάλιστα, ο Κορδάτος υποστήριξε ότι ο Δραγούμης είχε πλησιάσει πολύ κοντά στον σοσιαλισμό. Επίσης, ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής Νίκος Γιαννιός (1885-1958) μπορεί να μην θεώρησε τον Δραγούμη ως κάποιον με τον οποίο είχε ιδεολογική συγγένεια, τον αντιμετώπισε όμως εξίσου θετικά με τον Κορδάτο. Σύμφωνα με τον Γιαννιό ο Δραγούμης ήταν ένας «φωτισμένος εθνικιστής», που με την δράση του ευνοούσε την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων στην οποία οι ρεφορμιστές σοσιαλιστές θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί το σοσιαλιστικό όραμα . Από το στρατόπεδο των μαρξιστών ως ιδεολογικό αντίπαλο και πρόδρομο του φασισμού έβλεπε τον Δραγούμη ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974).

Ανάλογη αντιμετώπιση είχε ο Δραγούμης και από εκπροσώπους του χώρου των φιλελεύθερων πολιτικών και διανοητών. Μολονότι κατά την διάρκεια της ζωής του ήταν ένας εκ των κύριων αντιπάλων του φιλελευθερισμού, που εκπροσωπούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936), ορισμένοι φιλελεύθεροι λογοτέχνες της γενιάς του ’30 εστίασαν στο «ανεξάρτητο εσωτερικό εγώ» του ως λογοτέχνη  και εκτίμησαν το έργο του. Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1906-1966) και ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) ήταν δυο εξ αυτών . Ωστόσο υπήρξαν και φιλελεύθεροι μελετητές του έργου του, όπως ο υπουργός Γεώργιος Δ. Δασκαλάκης (1912-1994), που αντιμετώπισαν τον Δραγούμη ως εκφραστή αυταρχικών ιδεολογικών σχημάτων .

Συνήθως εκείνοι που έβλεπαν συνολικά και χωρίς διακρίσεις τον Ίωνα Δραγούμη με καλό μάτι ήταν οι συντηρητικοί και οι εθνικιστές. Αλλά στην μεταμοντέρνα μας εποχή όλες οι βεβαιότητες τείνουν να διασαλευτούν. Ακόμη κι έτσι, πάντως, η μερίδα του πολιτικού κόσμου και της διανόησης που συνεχίζει σήμερα να αποτιμά σχεδόν εξολοκλήρου θετικά την προσωπικότητα του Δραγούμη παραμένει εκείνη του εθνικιστικού χώρου.

Αυτό πάντως δεν είναι αρκετό ώστε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Το αποτέλεσμα είναι όποιος ερευνητής θελήσει να καταπιαστεί με την περίπτωση του Δραγούμη να βρεθεί εμπρός στις διαφορετικές προσεγγίσεις διανοητών που προέρχονται από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους. Πράγμα που σημαίνει ότι η εξαγωγή συμπερασμάτων καθίσταται δύσκολη, ιδίως αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η γενικευμένη εκτίμηση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «λοξία» διανοητή. 

Σε παλαιές και νεότερες έρευνες έχει επιχειρηθεί μια εικασία σχετικά με το πώς θα συνέχιζε ο Δραγούμης τις ιδεολογικές του αναζητήσεις, αν ζούσε μετά το 1920 και προλάβαινε την εποχή του φασισμού. Πρόκειται για μια εικασία που έχει οδηγήσει τους ερευνητές που την τόλμησαν σε έναν νέο κύκλο διαφορετικών εκτιμήσεων και αντικρουόμενων συμπερασμάτων. Προσωπικά δεν θα μπω σε μια τέτοια συζήτηση. Γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι η πρόβλεψη και η εικασία αποτελούν πεδίο έρευνας των αστρολόγων, όπως έλεγαν παλαιότερα ορισμένοι καθηγητές μου στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Όχι των επιστημόνων.

Δεν θα εικάσω, λοιπόν, αν ο Ίωνας Δραγούμης θα γινόταν αρχηγός των Ελλήνων φασιστών, αν θα μεταστρεφόταν στον σοσιαλισμό, αν θα επιχειρούσε να ισορροπήσει σε κάποιο εθνικομπολσεβικικό σχήμα ή αν θα επέλεγε οποιαδήποτε άλλη ιδεολογική ατραπό, εφόσον δεν είχε δολοφονηθεί το καλοκαίρι του 1920 και ζούσε κατά τον μεσοπόλεμο. Θα σταθώ απλά στα δεδομένα και θα διαπιστώσω το εξής. Ο Ίων Δραγούμης ήταν ένας διανοητής που, μολονότι διέθετε ένα σχεδόν μόνιμο ρομαντικό κέντρο βάρους στην όλη του πνευματική αναζήτηση, προέβη κατά την διάρκεια της ταραχώδους ζωής του σε ορισμένες ιδεολογικές μετατοπίσεις. Πράγμα που έδωσε την δυνατότητα σε μεταγενέστερους αναλυτές του έργου του να το αναγνώσουν από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Προσωπικά, πάντως, εκτιμώ ότι υπάρχει σταθερός άξονας στην σκέψη του Δραγούμη. Πρόκειται για το ρομαντικό υπόβαθρο της βιοθεωρίας του, που αν γίνει αντιληπτό μικραίνει τις υποτιθέμενες αντιφάσεις που φωτίζουν παραμορφωτικοί φακοί διαφορετικών οπτικών γωνιών.

Αν θα έπρεπε να συνοψίσω την διανοητική του διαδρομή θα ξεκινούσα με την πρώτη τομή στην σκέψη του η οποία πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1900. Ο Δραγούμης βίωσε με έντονο τρόπο μια ανατροπή στην ιστορία των ιδεών η οποία συγκλόνισε μέρος της ευρωπαϊκής αστικής νεολαίας του fin de siècle. Όπως παρατηρεί ο Στάνλεϊ Πέιν. «Ενώ ο 19ος αιώνας κυριαρχούνταν όλο και περισσότερο από το φιλελευθερισμό στην πολιτική και από τον υλισμό και την επιστήμη στην κουλτούρα, ένα μέρος της γενιάς των δεκαετιών του 1880 και του 1890 απέρριπτε αυτές τις αξίες, αντικαθιστώντας τες με έναν νέο προσανατολισμό προς τον υποκειμενισμό, το συναισθηματισμό, τον ανορθολογισμό και το βιταλισμό. Αυτή η προσπάθεια αντιστροφής των κυρίαρχων αξιών παρήγαγε αυτό που ένας ιστορικός ονόμασε «διανοητική κρίση της δεκαετίας του 1890» .

Η διανοητική αυτή κρίση στο οικοδόμημα της φιλελεύθερης νεωτερικότητας προκλήθηκε από διάφορα νεορομαντικά ρεύματα και στοχαστές. Στο πεδίο της πολιτικής σκέψης τρείς θεωρώ ότι ήταν οι διανοητές που, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, έδωσαν το έναυσμα για μια ρομαντικά εθνικιστική και παραδοσιοκρατική κριτική στο νεωτερικό οικοδόμημα. Ο Τζων Ράσκιν (1819-1900) στην Βρετανία, ο Πωλ ντε Λαγκάρντ (1827-1891) στην Γερμανία και ο Μωρίς Μπαρές (1862-1923) στην Γαλλία.  Ο Ράσκιν προσπάθησε να συνδυάσει αρχές του συντηρητισμού και του σοσιαλισμού. Όπως επισημαίνουν οι  Löwy και Sayre,

«Καθώς ο Ράσκιν εξυμνεί έναν σοσιαλισμό κι έναν κομμουνισμό που δεν προβλέπει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας […] και έναν τορυσμό που δεν θέλει να προστατέψει τα προνόμια των προνομιούχων τάξεων και δεν αναγνωρίζεται σε καμιά σύγχρονη μοναρχία, οι αντιλήψεις του δεν ανταποκρίνονται στις συνήθεις παραδοχές των όρων» .

Στην Γερμανία, ανάμεσα στα έτη 1878 και 1886, δημοσιεύθηκε το έργο του Πωλ ντε Λαγκάρντ που έφερε τον τίτλο Γερμανικά Γραπτά. Σύμφωνα με τον Λαγκάρντ, η Γερμανία του Βίσμαρκ κατέκτησε την ενότητά της και απέκτησε ισχύ για να χάσει την ψυχή της . Ο Λαγκάρντ αντιμετώπισε το νεωτερικό κράτος ως μηχανή χωρίς ψυχή , που είχε αποξενωθεί από όσους διοικούσε. Αλλά αντικατέστησε το θεολογικό μεταφυσικό υποκείμενο του παλαιότερου συντηρητισμού, με εκείνο του έθνους. Δεν ήταν ο Θεός εκείνος που έπρεπε να εμβαπτίζει με το πνεύμα του τους θεσμούς του κράτους, που ο Λαγκάρντ οραματιζόταν. Ήταν το γερμανικό έθνος το οποίο για τον Λαγκάρντ έγινε αντιληπτό ως αέναη συλλογική οντότητα, που διέθετε μια μυστικιστική εσωτερική ενότητα. Σε αυτή την εσωτερική ενότητα έπρεπε να εμβαπτιστούν οι κρατικοί θεσμοί, προκειμένου να προϋποθέσουν τον επιθυμητό βίο του έθνους. Ο Λαγκάρντ απέρριπτε ως ορθολογιστικό και υλιστικά νεωτερικό το γερμανικό κράτος του Βίσμαρκ. Στόχος του ήταν να το επαναφέρει στην λειτουργία του υπηρέτη του έθνους . Και για να το κάνει αυτό αναζητούσε εκφραστές του οράματός του σε μια ευγενή μειονότητα του έθνους . Σε μια αριστοκρατία του πνεύματος», που δεν θα είχε καμιά σχέση με κληρονομικά δικαιώματα .

Για τον Λαγκάρντ η παράδοση δεν ήταν τρόποι, αλλά πνεύμα. Ένα πνεύμα που έπρεπε να περάσει ακέραιο στη νέα εποχή, προκειμένου να αποτελέσει την απαρχή της αντίστασης στην κυριαρχία του νεωτερικού φιλελευθερισμού. Και, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, ο φορέας που περιείχε αυτό το παραδοσιακό πνεύμα δεν ήταν τα δικαιώματα γης ή η εκκλησιαστική αυθεντία των προνεωτερικών αρχουσών τάξεων, αλλά το έθνος. Αν πιστεύουμε με νοήμονα τρόπο στο παρελθόν, θα πρέπει να κοιτάξουμε προς το μέλλον , υποστήριξε. Έτσι, παρουσίασε το έθνος καθώς και την σύσταση του κράτους που οραματιζόταν, ως αντίπαλες εναλλακτικές στην ορθολογιστική πολιτική και πολιτειακή οργάνωση.

Αντίστοιχο ρόλο στην Γαλλία έπαιξε ο Μωρίς Μπαρές. Αναμιγνύοντας επιρροές από διάφορα ρεύματα του Ρομαντισμού, από την φιλοσοφία του Νίτσε και από επιστημολογικές προσεγγίσεις της εποχής, ο Μπαρές δημιούργησε τελικά ένα ιδεολογικό σχήμα που παρουσίαζε τον εθνικισμό με τους νέους για την εποχή όρους του γενεαλογικού ντετερμινισμού . Συνοψίζοντας την κεντρική ιδέα της πολιτικής σκέψης του Μπαρές, ο John Weiss υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τον Μπαρές, οι Γάλλοι, 

«δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούν ορθολογικούς υπολογισμούς για να κρίνουν τι θα έπρεπε να είναι η Γαλλία. Αντίθετα, θα έπρεπε να καταδυθούν στα έγκατα των υποσυνείδητών τους ενστίκτων. Σ’ αυτά τα ένστικτα θα έβρισκαν […] τι θα έπρεπε να είναι η Γαλλία: μια ζώσα πραγματικότητα, που η φύση της οριζόταν από τη συλλογική εμπειρία και τις αποκρίσεις, ζυμωμένες από γενιές και γενιές προγόνων με το γαλλικό αίμα και το γαλλικό χώμα ».

Όταν ο Μπαρές επισκέφθηκε την Αθήνα η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να γνωρίσει τον νεαρό Ίωνα Δραγούμη, που μόλις πριν λίγους μήνες είχε διοριστεί στο υπουργείο των εξωτερικών της Ελλάδας. Την άνοιξη του 1900 ο Δραγούμης, όντας μεγαλωμένος σε μια αστική οικογένεια με δικό της σπίτι στο κέντρο των Αθηνών,  διέθετε εξαιρετική καλλιέργεια αλλά κανέναν σκοπό στην ζωή. Μεγαλωμένος με ανέσεις και ενημερωμένος για την ξενόγλωσση βιβλιογραφία, μετά τις σπουδές στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών, ο Δραγούμης προσανατολιζόταν σε έναν διεθνιστικό και ορθολογιστικό διανοητικό προσανατολισμό . Ήταν η περίοδος τίποτε δεν έδειχνε να τον ικανοποιεί στην ζωή. Εξέφραζε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την αίσθηση της ανίας που βάραινε πολλούς εύπορους νέους της γενιάς του, οι οποίοι δεν έβρισκαν κάποιο νόημα στην ορθολογιστική και φιλειρηνική συνθήκη του φιλελεύθερου fin de siècle.

Η γνωριμία με τον Μπαρές υπήρξε καταλυτική για τον Δραγούμη. Ο ένας από τους σημαντικότερους διανοητές του αντινεωτερικού νεορομαντικού εθνικισμού της Ευρώπης, άφησε ανεξίτηλη την επιρροή του στην σκέψη του Ίωνα Δραγούμη. Μετά το 1900 ο Δραγούμης έγινε ο «Έλληνας Μπαρές». Η σκέψη του Γάλλου διανοητή μπολιάστηκε με ένα στοιχείο που χαρακτήριζε τον Δραγούμη από την εφηβεία του. Την προσήλωση στον δημοτικισμό.

Από το 1894, στα πρώτα δοκίμια του Δραγούμη, μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια προσέγγιση του γλωσσικού ζητήματος που θυμίζει σε αρκετά σημεία τις γλωσσικές θεωρίες του γεννήτορα της θεωρίας του ρομαντικού εθνικισμού Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ (1744-1803) . Ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε τον δημοτικισμό αποτέλεσε το πρώτο σημείο επαφής του Δραγούμη με τον ελληνικό εθνικιστικό Ρομαντισμό. Μέχρι το 1900 είναι δύσκολο να εντοπιστεί οποιαδήποτε άλλη συσχέτιση του Δραγούμη με τις ιδέες και τα οράματα του ελληνικού εθνικισμού. Το «μακεδονικό» και το «κρητικό» ζήτημα, που βρίσκονταν στην επικαιρότητα, δεν τον απασχολούσαν καθόλου.

Ωστόσο μετά την γνωριμία του με τον Μπαρές τα πάντα άλλαξαν. Ο ευρωπαϊκός παραδοσιοκρατικός νεορομαντισμός, ο ελληνικός ρομαντικός εθνικισμός και ο δημοτικισμός, αποτέλεσαν το ιδεολογικό μάγμα που πυροδότησε τόσο την ιδεολογία μέσω της οποίας έγινε γνωστός ο Ίωνας Δραγούμης ως συγγραφέας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό όσο και τους αγώνες του για την υπεράσπιση της ελληνικής ομογένειας. Από την αυγή του 20ου αιώνα και μέχρι τις απαρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Ίων Δραγούμης οργάνωσε αντάρτικα σώματα, ενδυνάμωσε τις ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας και της Θράκης, έγραψε τα περισσότερα από τα βιβλία του και αρθρογράφησε σε έντυπα της εποχής, παρουσιάζοντας το νεορομαντικό εθνικιστικό του ιδεολογικό σχήμα.

Από εκεί και πέρα, διαβάζοντας τα κείμενα και τους λόγους του από την αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και την χρονιά που εξορίστηκε, μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια μεταβολή. Πρόκειται για μια μεταβολή στους τόνους και το ύφος. Το ιδεολογικό υπόβαθρο του Δραγούμη παρέμεινε εθνικιστικό. Μετριάστηκαν, όμως, οι νεορομαντικές εξάρσεις. Ο Δραγούμης ήταν πια βουλευτής και αντιλαμβανόταν ότι η προώθηση των ιδεών του απαιτούσε ένα διαφορετικό στυλ. Η καθημερινότητα της εποχής του «εθνικού διχασμού» και οι λεπτές ισορροπίες που απαιτούσε η ελληνική διπλωματική στρατηγική σε τόσο κρίσιμες ώρες τον είχαν κάνει μετρημένο και σκεπτικό. Ήταν μια από τις ήπιες αντιβενιζελικές φωνές εκείνων των ταραγμένων ημερών. Μόνο η απροκάλυπτη επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Αντάντ τον ανάγκασε να ακολουθήσει μια πιο σκληρή εθνικιστική και αντιφιλελεύθερη γραμμή, μέσα από το περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρηση», κατά το 1916 και το 1917, χωρίς όμως ποτέ να υπερβεί τα αναμενόμενα πλαίσια πολιτικής αντιπαράθεσης εκείνων των ετών.

Ώσπου ήρθε η εξορία του από τους φιλελεύθερους και τους δυτικούς τους συμμάχους. Πρόκειται για την τελευταία φάση της διανοητικής διαδρομής του Ίωνα Δραγούμη. Στην οποία η επαναστατική διάθεση της δεκαετίας του 1900-10 αναζωπυρώθηκε και συνδυάστηκε με την απογοήτευση του ηττημένου και του εξόριστου. Ο Δραγούμης κατέστη ο παλιός γνωστός νεορομαντικός, που στρεφόταν με όλο του το μένος κατά του φιλελεύθερου κόσμου της νεωτερικότητας. Μόνο που πλέον αναζητούσε καταφύγιο ακόμη και στις σοσιαλιστικές ατραπούς, με τους Έλληνες εκφραστές των οποίων είχε διαφωνήσει  έντονα κατά την δεκαετία του 1900-10.

Όχι μόνο αντιμετώπισε με συμπάθεια κομμουνιστικές επαναστάσεις, μα και ενδιαφέρθηκε για την ουσία του σοσιαλισμού , τον οποίο θέλησε να μπολιάσει με τον εθνικισμό του. Δεν πρέπει, ασφαλώς, να λησμονούμε ότι το «αντιβενιζελικό μέτωπο» είχε δημιουργήσει μια παράδοξη συμπάθεια ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους κομμουνιστές της εποχής. Μια συμπάθεια που έμεινε στην ιστορία με τον χαρακτηρισμό «βασιλοκομμουνισμός». Αλλά η περίπτωση του Δραγούμη υπερέβαινε αυτή την έκτακτη συνθήκη. Η σχέση του με τον σοσιαλισμό έδειχνε να βαθαίνει προς το τέλος της ζωής του.

Αυτό τον ιστορικό καμβά της ιδεολογικής και διανοητικής διαδρομής του Ίωνα Δραγούμη είδαν μέσα από διαφορετικές ματιές μεταγενέστεροι μελετητές του έργου και των ιδεών του. Ο Πέτρος Ωρολογάς (1892-1958) ήταν ένας από αυτούς. Ο βορειοηπειρώτης, την καταγωγή, Ωρολογάς υπήρξε ένας διανοητής με ενδιαφέροντα επικεντρωμένα στην λογοτεχνία και την ιστορία των ιδεών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην βόρεια Ελλάδα. Υιοθέτησε εθνοκεντρικές ιδέες και αποτέλεσε χαρακτηριστική περίπτωση Έλληνα δημοσιολόγου που εξέφρασε τις εθνικιστικές τάσεις της δεκαετίας του ’30. Η μελέτη του για τον Δραγούμη τιμήθηκε με κρατικό βραβείο το 1939.

Η μελέτη του Ωρολογά για τον Δραγούμη, εξεταζόμενη με τα εργαλεία της σημερινής πολιτικής επιστήμης, δεν μπορεί να ειδωθεί ως βιογραφία ή ως ανάλυση της πολιτικής σκέψης. Στην ουσία ο Ωρολογάς χρησιμοποιεί αποσπάσματα από έργα του Δραγούμη για να παρουσιάσει ένα δικό του δοκίμιο ιδεών. Ο Δραγούμης αποτελεί την αφορμή ώστε ο Ωρολογάς να δώσει μια προσωπική ερμηνεία σε θεματικές με τις οποίες καταπιάστηκε και ο Δραγούμης. Ανάμεσα στις σελίδες του εν λόγω έργου υπάρχουν ασφαλώς και οι ερμηνείες του Ωρολογά πάνω σε ορισμένες πτυχές της σκέψης του Δραγούμη. Οι ερμηνείες του Ωρολογά καταφέρνουν σε ορισμένα σημεία να διεισδύσουν αναλυτικά στο βάθος της σκέψης του Δραγούμη. Ωστόσο, σε κάποια άλλα, σκοντάφτουν σε άστοχες κρίσεις. Για παράδειγμα είναι λάθος ο τρόπος με τον οποίο αντιλήφθηκε ο Ωρολογάς το τι πίστευε ο Δραγούμης αναφορικά με το όραμα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Όπως και ο υποτιθέμενος ατομικισμός και ο αντισοσιαλισμός του. Ούτε, ασφαλώς, αγνόησε ο Δραγούμης τον βυζαντινό πολιτισμό στον βαθμό που εκτίμησε ότι το έκανε ο Ωρολογάς.

Εκείνο που ο Ωρολογάς διάβασε με εντυπωσιακά σωστό τρόπο ήταν οι αντιφάσεις και οι αναντιστοιχίες ανάμεσα στις ιδεολογικές αρχές και τις πολιτικές στρατηγικές των παρατάξεων του ελληνικού πολιτικού κόσμου. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε στο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Ο Δημοτικισμός», Έλληνες συντηρητικοί και εθνικιστές, που είχαν υιοθετήσει τα οράματα του Ρομαντισμού, αντιτάχθηκαν στην είσοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και υιοθέτησαν την λογική της «μικρής αλλά έντιμης Ελλάδος». Ενώ οι  φιλελεύθεροι, που μέχρι πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους πρόκριναν τον ειρηνικό εκσυγχρονισμό και την αποφυγή πολεμικών περιπετειών, υιοθέτησαν το σύνθημα της «Ελλάδας των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Η ίδια αλλόκοτη πολιτική αντιστοίχιση συντελέστηκε και στους αντιμαχόμενους για το γλωσσικό ζήτημα. Στην ουσία ο Ωρολογάς περιγράφει την προγενέστερη εκδοχή μιας κατάστασης που συνεχίστηκε και κατά τον μεσοπόλεμο, όταν πολλές βενιζελικές ομάδες ασπάστηκαν εκδοχές του φασισμού παραμένοντας ταυτόχρονα ενάντιες στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά (1871-1941). Στα μάτια ενός δυτικοευρωπαίου ιστορικού του πολιτικών ιδεών ή πολιτικού της εποχής οι εν λόγω αντιφάσεις μπορεί να φαίνονταν αδιανόητες. Στην ελληνική περίπτωση, όμως, αυτή ήταν η πολιτική πραγματικότητα. Την οποία ο Ωρολογάς παρατήρησε με οξυδέρκεια.

Με την ίδια οξυδέρκεια ανέλυσε στο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Η ελληνική δυσφορία» τον μιμητισμό που οδήγησε τους «ευρωπαϊστές» Έλληνες διανοητές να αντιγράψουν τον νεωτερικό ορθολογισμό του φιλελεύθερου Διαφωτισμού. Παρέβλεψε, όμως, να σημειώσει ότι και οι αντίπαλοί τους νεορομαντικοί παραδοσιοκράτες, με πρώτο όλων τον Δραγούμη που διάβαζε συνεχώς την ξενόγλωσση βιβλιογραφία, είχαν επιρροές από την ευρωπαϊκή ρομαντική παραδοσιοκρατική σκέψη. 

Ο Ωρολογάς υπήρξε ο μελετητής που συνέδεσε τον Ίωνα Δραγούμη, όσο κανείς άλλος, με τον εθνικοσοσιαλισμό. Το έκανε, μάλιστα, δίχως να εκπέσει σε εικοτολογίες και «προβλέψεις» για το τι θα έκανε ο Δραγούμης αν ζούσε στον μεσοπόλεμο. Αντιθέτως εντόπισε τις απαρχές ενός ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού σε ορισμένα σημεία της σκέψης του Δραγούμη. Ωστόσο και το συγκεκριμένο συμπέρασμα φρονώ ότι σηκώνει συζήτηση. Γιατί γράφτηκε σε μια εποχή που ο εθνικοσοσιαλισμός και ο φασισμός βρίσκονταν στο απόγειο της επιτυχίας τους και προκαλούσαν τον θαυμασμό σε εθνικιστές όπως ο Πέτρος Ωρολογάς, οι οποίοι με την σειρά τους θα ήθελαν να ανακαλύψουν κάποιες ελληνικές απαρχές αυτής της «πολιτικής κοσμογονίας». Εντούτοις, το γεγονός ότι η κρίση του Ωρολογά δεν βασίστηκε σε κάποια εικασία της δίνει το προνόμιο να παρουσιάζεται με την μορφή ενός αναλυτικού συμπεράσματος. Ενός συμπεράσματος του οποίου την ευστοχία δύναται να κρίνει ο κάθε αναγνώστης.  

Κλείνοντας θέλω να σημειώσω ότι η ανάγνωση της μελέτης του Ωρολογά είναι σήμερα σημαντική όχι μόνο για όσους αρέσκονται να ανατρέχουν στην ιστορία των πολιτικών ιδεών της πατρίδας μας. Είναι σημαντική και για εκείνους που θέλουν να έρθουν σε επαφή με συγγραφείς οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην αξία που έχει η ελληνική μας καταγωγή και το προαιώνιο πολιτισμικό δυναμικό του ελληνισμού για την συνέχεια του εθνικού μας βίου. Δεν είναι τυχαίο ότι συγγραφείς όπως ο Δραγούμης και ο Ωρολογάς όχι μόνο σπρώχνονται στην λήθη από το σύγχρονο ελλαδικό εκδοτικό κατεστημένο αλλά και επιχειρείται η διασάλευση των όσων έπραξαν, έγραψαν και εννόησαν. Όμως αυτή είναι μια άλλη κουβέντα.

Η φιλία του Maurice Bardèche με τον Robert Brasillach και η τιμή των ηττημένων (01.10.1907 - 30.07.1998)

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Η 30η Ιουλίου 1998 είναι η ημερομηνία θανάτου του Μωρίς Μπαρντές. Γεννήθηκε στην κεντρική Γαλλία στο Dun-sur-Auron το 1907. Στο Παρίσι πήγε σε ηλικία 18 ετών για να παρακολουθήσει το διάσημο λύκειο Louis-le-Grand, το πρώτο βήμα για να αποκτήσει πρόσβαση στην Ėcole Normale Supérieure.

Λίγες μέρες μετά την έναρξη των μαθημάτων, ένα πρωί συνάντησε δύο συνομηλίκους του, που απαγγέλλουν δυνατά, εναλλάξ, στίχους των Charles Baudelaire και Tristan Corbière. Το πρωινό εκείνο σηματοδότησε το σημείο καμπής για όλους τους, προορισμένοι να γίνουν αδελφικοί φίλοι. Ένας από αυτούς ήταν ο Thierry Maulnier, μελλοντικός θεατρικός συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και μέλος της Académie Française, ο άλλος ήταν ο Robert Brasillach, ο ποιητής που προοριζόταν να καταλήξει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Είναι αδύνατον να μιλήσουμε για τον Bardèche χωρίς να μιλήσουμε για τον Brasillach. Οι ζωές τους, παρά τις βαθιές διαφορές ευαισθησίας και ιδιοσυγκρασίας, ήταν πάντα συνυφασμένες.

Ο Brasillach ήταν  ο γενναιόδωρος ποιητής, έτοιμος να διανείμει όλα τα μαργαριτάρια της διάνοιας του. Ο Bardèche, ήταν ο παίκτης του ράγκμπι που ενδιαφέρεται για την τέχνη, αλλά και οι δυο τους εξερευνούν και ανακαλύπτουν   το μεσαιωνικό Παρίσι, την εβραϊκή συνοικία, τους σκιερούς κήπους της Quartier Latin. Μαζί το 1928 εισήλθαν στη Γαλλική τριτοβάθμια εκπαίδευση, το Ecole Normale, έχοντας ως συμμαθητές τον μελλοντικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Ζωρζ Πομπιντού, την φιλόσοφο Simone Weil, τον μελλοντικό εθνολόγο και υπουργό Jacques Soustelle και άλλους όχι λιγότερο γνωστούς. Στο «Notre avant-guerre» ο Brasillach περιέγραψε εκείνα τα χρόνια ως χρόνια διακοπών και ευτυχίας. Μια μέρα ο Maurice συνάντησε την δεκαεφτάχρονη αδερφή του Ρόμπερτ, την Σουζάν, η οποία περνούσε από το Παρίσι για να ταξιδέψει στην Αγγλία. Σύντομα η Σουζάν εντάχθηκε στην ομάδα των αχώριστων φίλων και στις καλοκαιρινές διακοπές τους  κοντά στο Perpignan, με την γιαγιά του Brasillach, ορφανού από πατέρα, αξιωματικός  που έπεσε στον Μεγάλο Πόλεμο. Τον Ιούλιο του 1934 ο Maurice και η Σουζάν παντρεύτηκαν στο Παρίσι.

Ο Bardéche πήρε  την έδρα της  γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα στη Σορβόννη, ενώ ο Brasillach, όταν ο εκδότης Arthème Fayard αποφάσισε να πουλήσει το «Je suis partout» στους συντάκτες, επιλέχθηκε από τους δημοσιογράφους για την θέση (χωρίς μισθό) του αρχισυντάκτη. Ήταν γόνιμα χρόνια για τους δύο φίλους, παθιασμένους με το θέατρο και τον κινηματογράφο, οι οποίοι συνέγραψαν το «Histoire du cinéma». Αργότερα, το 1939 μια άλλη κοινή δημοσίευση, η "Histoire de la guerre d'Espagne" μετά από μια μακρά διαδρομή στην Ισπανία που ακόμα αιμορραγούσε από τις πληγές του εμφυλίου πολέμου.

Η κήρυξη πολέμου στην Γερμανία διέλυσε προσωρινά την παρέα. Ο Maurice συνέχισε τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο, η Suzanne, που ζούσε με συγγενείς, γέννησε το πρώτο από τα πέντε παιδιά τους, τον Jacques, ενώ ο Robert Brasillach, με τον βαθμό του υπολοχαγού, στάλθηκε στη γραμμή Maginot. Η ανακωχή βρήκε  τον Brasillach αιχμάλωτο των Γερμανών σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βεστφαλία. Με βάση τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί στο Montoire μεταξύ των νικητών και της κυβέρνησης του Philippe Pétain, ο Brasillach επέστρεψε στη Γαλλία τον Απρίλιο του 1941, ήταν 32 ετών.

Ο ιστορικός Jacques Benoist-Méchin αποφάσισε να του αναθέσει το «Γενικό Κομισαριάτο του Κινηματογράφου», το οποίο και δέχτηκε, αλλά μετά από τρεις εβδομάδες παραιτήθηκε για να επαναλάβει την θέση του ως αρχισυντάκτης στο "Je suis partout". Το πρώτο άρθρο επαναπατρισμού του ήταν: "Le camarades restent", αναφερόταν στους περισσότερους από τους συμπατριώτες του που ήταν ακόμα κρατούμενοι. Είχε δώσει τον τιμητικό του λόγο ότι θα έκανε ό, τι είναι δυνατόν για την απελευθέρωση τους.

Ο Bardèche, από την άλλη πλευρά, συνέχισε να μην ασχολείται με την πολιτική, ενώ ο αδερφός του Henri (γνωστός ως Bérine) διαχειρίστηκε επίσης το Φασιστικό βιβλιοπωλείο "Rive Gauche", τόπος συνάντησης των λεγόμενων «συνεργατών», ακριβώς μπροστά από την έδρα της Σορβόννης. Ο Bardèche για μεγάλο χρονικό διάστημα προσπαθούσε να αποτρέψει  τον Brasillach  από την ανάληψη  της θέσης του αρχισυντάκτη της έκδοσης που γινόταν μία από τις αιχμές της πολιτικής της Συνεργασίας. Επίσης ένας άλλος φίλος του Brasillach  από την κοινή συμμετοχή τους στη δράση της Action Française, ο μελλοντικός κομμουνιστής συγγραφέας Claude Roy, παρακάλεσε τον Brasillach να μην βρεθεί σε αυτήν την πλευρά. Μάταια όμως μπροστά στην αποφασιστικότητα του.

Ενώ ο πόλεμος στη Γαλλία έγινε εμφύλιος (μετά την επίθεση στην ΕΣΣΔ, οι Κομμουνιστές, που τώρα απελευθερώθηκαν από το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, είχαν ξεκινήσει τον ανταρτοπόλεμο) και η σύγκρουση, και με την είσοδο των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, έγινε Παγκόσμιος Πόλεμος, στο «Je suis partout» ο Brasillach είχε διαφωνήσει με τον Charles Lesca που τον είχε αντικαταστήσει κατά την επίσκεψη του στο Ρωσικό Μέτωπο. Κατά την επιστροφή του βρέθηκε στην μειοψηφία στην συντακτική ομάδα και παραιτήθηκε ακολουθούμενος από τον πιστό Georges Blond και τον Henri Poulain, προχωρώντας στο εβδομαδιαίο περιοδικό του Lucien Combelle, το «Révolution Nationale», όπου βρήκε επίσης τον Pierre Drieu La Rochelle.

Στη συνέχεια ήρθε αυτό που ο Bardèche θα αποκαλούσε «τις αιματηρές εβδομάδες που η Ιστορία θα ονόμαζε Απελευθέρωση». Την 1η Σεπτεμβρίου 1944, ακόμη και ένας που είχε μείνει μακριά από την πολιτική όπως ο Bardèche, ένιωσε ένα όπλο στα πλευρά του και φυλακίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Drancy. 

Στα απομνημονεύματα του θα γράψει ότι ήταν τυχερός  γιατί έτσι δραπέτευσε από τις φρικαλεότητες του «epuration sauvage», της ωμής κάθαρσης». Ο αδερφός του «Bérine» ήταν επίσης κλειδωμένος στο Drancy αλλά για λίγο επειδή μεταφέρθηκε στη φυλακή Fresnes.

Σχεδόν άγνωστος, ο Bardèche είχε ως συντρόφους κρατούμενους τον εκδότη Bernard Grasset και τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Sacha Guitry. Μόνο αργότερα θα ξέρει τι συνέβαινε έξω. Θα γράψει: «Σκέφτομαι με τρόμο εκείνες τις εβδομάδες εκδίκησης και καταγγελίας. Πώς θα μπορούσαμε να μιλάμε για ναζιστική «βαρβαρότητα» όταν ήμασταν υπεύθυνοι, όχι ατομικά, αλλά ως λαός, για βασανιστήρια, εκλεπτυσμένους σαδισμούς, έξυπνες αγριότητες, εκείνες τις φρίκης που είναι απερίγραπτες και άγνωστες».

Ο Brasillach κατέληξε επίσης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Noisy-le-Sec πριν μεταφερθεί στο Fresnes μαζί με τον αδελφό του Maurice. Ο πατριός του Brasillach, ο γιατρός Maugis, είχε επίσης συλληφθεί. Η Σουζάν έπρεπε να μετακινηθεί μεταξύ φυλακών, στρατοπέδων συγκέντρωσης και δικηγόρων υπεράσπισης, με τρένο, ποδήλατο, αυτοκίνητο. Η δίκη του Brasillach πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1945, διήρκεσε δύο ώρες (έξι αν λάβουμε υπόψη τα προκαταρκτικά και το μεσημεριανό διάλειμμα), δεν ακούστηκαν μάρτυρες, δεν προσκομίστηκαν έγγραφα κατηγορίας. Με την ετυμηγορία της θανατικής ποινής, ο ποιητής σύρθηκε αλυσοδεμένος στα πόδια και τοποθετήθηκε στην πτέρυγα των φυλακών. Εκεί έγραψε το "Poèmes de Fresnes".

Μια ομάδα συγγραφέων κυκλοφόρησε ανάμεσα σε Γάλλους διανοούμενους το κείμενο μιας σύντομης αναφοράς που θα υπογραφεί ζητώντας συγχώρεση για τον Brasillach, μια μακρά και σημαντική λίστα συμμετοχών, αλλά όλα ήταν άχρηστα. Ο δικηγόρος Jacques Isorni απευθύνθηκε  στον Στρατηγό Ντε Γκωλ, ο οποίος τον άκουσε χωρίς να πει λέξη, στην συνέχεια τον ενημέρωσε μέσω τρίτων ότι απέρριψε το αίτημα για χάρη και στις 6 Φεβρουαρίου ο Robert Brasillach εκτελέστηκε. Ο Maurice έγραψε: «Πιστεύω ότι  ο θάνατος του Brasillach, είναι μια επιτυχημένη δολοφονία». Λίγες μέρες αργότερα ο Bardèche αποφυλακίστηκε και μπόρεσε να φροντίσει για την προσωρινή ταφή του κουνιάδου του στο Père-Lachaise και στη συνέχεια να τον μεταφέρει, τον Απρίλιο, σύμφωνα με τις επιθυμίες του, στο μικρό παριζιάνικο νεκροταφείο στο λόφο πίσω από την εκκλησία της Charonne.

Ο αδελφός του Maurice, Bèrine καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, τρία χρόνια αργότερα θα καταλήξει στον τάφο όπου είχε αναπαυθεί ο Brasillach για κάποιο διάστημα στο νεκροταφείο Père-Lachaise.  Από την ομάδα των φίλων της δεκαετίας του 1930, ο μόνος που δεν είχε ασχοληθεί με την πολιτική - ο Bardèche - βρέθηκε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή. Αφού δημοσίευσε δύο σημαντικές μελέτες για τους Stendhal και Balzac το ‘46 και το '47, μπήκε στη μάχη με τη δημοσίευση ενός μικρού δοκiμίου με τίτλο "Lettre à François Mauriac", ο συγγραφέας που πήρε πρώτη θέση ενάντια στη βία της «κάθαρσης». Το Alla Lettre, το οποίο πούλησε γρήγορα 80.000 αντίτυπα, ακολούθησε το "Nouremberg ou La Terre Promise", αφιερωμένο στην δίκη της Νυρεμβέργης.

Για να εκδώσει το βιβλίο ίδρυσε έναν εκδοτικό οίκο, τον  «Les Sept Couleurs», το όνομα ενός από τα μυθιστορήματα που έγραψε ο Brasillach, από τα οποία δημοσίευσε αμέσως τα ποιήματα που γράφτηκαν στη φυλακή, και μια μελέτη για τον André Chénier και το «Lettre à un soldat de la Classe '60»Η έκδοση του Nouremberg του κόστισε ποινή φυλάκισης ενός έτους και βαρύ πρόστιμο. Κατέληξε ξανά στη φυλακή το 1950 για τη δημοσίευση του «Nouremberg II ou les Faux-Monnayeurs». Ο Bardèche εκείνα τα χρόνια ήταν επίμονος συνεργάτης μεγάλου μέρους του Τύπου σε έναν κόσμο που προσπαθούσε να πάρει ανάσα μετά την καταστολή, τις σφαγές, την εκδίκηση.

Ένας γαλαξίας πρώην μελών, (πρώην της Action Française, πρώην σοσιαλιστές και νεοσοσιαλιστές που είχαν περάσει από το RNP του Déat, πρώην κομμουνιστές του PPF του Doriot, πρώην στελέχη  χιλιάδων ιδεολογικών όψεων της γαλλικής δεξιάς / αριστεράς και των Φασισμών της) ξαφνικά ενοποιήθηκε στον «νεοφασισμό». 

Ο μελετητής βρέθηκε επίσης αναμειγμένος σε μια οργανωτική δομή όταν το 1951 διάφορες Γαλλικές ομάδες και κινήματα του ζήτησαν να τους εκπροσωπήσει (ήταν ταυτόχρονα εκπρόσωπος αλλά όχι επίσημα, ως μη πολιτικός) στην δεύτερη συνάντηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος που πραγματοποιήθηκε στο Malmö της Σουηδίας, με πρωτοβουλία του Per Engdahl, ενός από τα ιστορικά πρόσωπα του Σουηδικού «Φασισμού».

Στην τριήμερη συνάντηση στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι κινήσεων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αποφασίστηκε να συσταθεί μια επιτροπή μελέτης αποτελούμενη από έναν Σουηδό, έναν Ιταλό, τον καθηγητή τον Ernesto Mass, ιδρυτή της Ιταλικής Γεωπολιτικής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου), έναν Γερμανό και τον  Bardèche από την Γαλλία. Ο Maurice αισθάνθηκε φορτωμένος με ένα βαρύ έργο πέρα ​​από τις δυνατότητές του, αλλά ξεπέρασε την αναποφασιστικότητα από καθήκον προς τη δέσμευση  για τους συναγωνιστές αυτών των κινημάτων. Θα γράψει σαράντα χρόνια μετά ότι «αυτοί οι αγωνιστές ήταν σχεδόν όλοι νέοι, φτωχοί, συχνά εργάτες, φοιτητές ή μικροί υπάλληλοι, πλήρωσαν για την επιμονή τους στερώντας τον εαυτό τους από το απαραίτητο, η καθημερινή θυσία ήταν το τίμημα της μαρτυρίας τους. Τους θαύμαζα. Έτσι παρέμεινα περήφανος για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκπρόσωπος σε μια επιχείρηση της οποίας γνώριζα πλήρως την ματαιότητα».

Για να δώσει ένα Γαλλικό ιδεολογικό όργανο στο MSE, το 1952 ο Bardèche ίδρυσε  το περιοδικό "Défense de l'Occident", ένα μηνιαίο έντυπο που έβγαινε τακτικά μέχρι το 1982, αν και η λειτουργία του στο MSE σταμάτησε μετά τα τρία πρώτα χρόνια («ξεκίνησα αυτό το περιοδικό από καθήκον, συνέχισα να το δημοσιεύω από ειλικρίνεια, το κλείνω χωρίς θλίψη», θα γράψει).

Μετά από πολλά χρόνια νομικής μάχης, η οικογένεια Bardèche κατάφερε να ανακτήσει την κατοχή του παριζιάνικου διαμερίσματος που είχε κατασχεθεί το 1945. Πάντα προσεκτικός στις πνευματικές ζυμώσεις του ποικίλου πολιτιστικού κόσμου στον οποίο είχε βρεθεί να ενεργεί, συνέχισε μέχρι το τέλος των ημερών του να διατηρεί την μνήμη και να αποτίει φόρο τιμής σε όσους ένιωθε κοντά στις ιδέες του, από τον Brasillach μέχρι τους πεσόντες του δήμου Mur des Fédéré στο νεκροταφείο Pére - Lachaise. Τώρα αναπαύεται με τη Suzanne στον τάφο απέναντι από τον Robert στο μικρό και μισοάγνωστο νεκροταφείο της Charonne.

Πατρίδα ή Θάνατος: Οι Ουκρανοί Φασίστες στο πλευρό της Κουβανικής επανάστασης.

 

του Wolverine

Με δεδομένο ότι το άρθρο για τον Φασισμό τον Castro και την Κούβα (σύνδεσμος εδώ) προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον εκ μέρους των συναγωνιστών, φίλων αλλά και ... εχθρών αξίζει να προβληθεί μια ακόμη άγνωστη παράμετρος σε σχέση με το κίνημα της 26ης Ιουλίου 1953. 

Σύμφωνα με πληροφορίες τις οποίες μας επιβεβαίωσε και ο παλαίμαχος Εθνικοσοσιαλιστής Άρης Αρίων ...

(ο οποίος υπήρξε πρώην στέλεχος της «Χρυσής Αυγής» και υπεύθυνος ιδεολογίας για μικρό χρονικό διάστημα, μέλος της συντακτικής ομάδας του αιρετικού περιοδικού της Εθνικιστικής Αριστεράς «Αντίδοτο», εκδότης δυο σπάνιων βιβλίων τα οποία μπορείτε να κατεβάσετε σε .pdf, σύμβουλος της Ουκρανικής «Τριτοθεσίτικης» ένοπλης πολιτοφυλακής «Azov» - κάποιοι εκ των εθελοντών της επίλεκτης μονάδας έχουν σε παράλληλη εκτίμηση τόσο τον Stepan Bandera αλλά και τον Nestor Makhno ως τα δύο κορυφαία ένοπλα σύμβολα της Ουκρανικής ελευθερίας και της εθνικής αντίστασης ενώ κρυφό παραμένει στους κόλπους των αντιφασιστών το γεγονός ότι στο πρόσφατο πολεμικό μέτωπο ενάντια στους μισθοφόρους Τσετσένους και λοιπούς εισβολείς της Μόσχας συμμετείχαν και αναρχικές ομάδες μάχης - προσωπικός φίλος του εθνικού γραμματέα Andriy Biletsky καθώς εδώ και χρόνια υποστηρικτής και αρθρογράφος της συντακτικής ομάδας του «Μαύρου Κρίνου» τα άρθρα του οποίου μπορείτε να βρείτε στην σχετική ετικέτα) οι πρωτοπόροι της Κουβανικής Επανάστασης Fidel Castro (ο οποίος είχε ίνδαλμα και έμπνευση τον κορυφαίο στο αντάρτικο Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα της θρυλικής ΕΟΚΑ και τον Φασιστή Jose Antonio Primo de Rivera της «Φάλαγγας» ενώ κουβαλούσε πάντα μαζί του τα «Άπαντα» του τελευταίου όταν ήταν στο αντάρτικο) και ο Che Guevara (είχε επικοινωνία και εκτιμούσε βαθύτατα τον Εθνικιστή Συνταγματάρχη Juan Peron, θεωρητικό της φασιστικής δικτατορίας του προλεταριάτου από τον οποίο είχε λάβει όπλα και χρήματα, ιδεολογικά είχε επηρεαστεί εκτός από τον μαρξισμό και από τον «Περονισμό» ενώ συνεργάτης του Peron υπήρξε ο Norberto Ceresole μετέπειτα κορυφαίος σύμβουλος του εθνικoαριστερού Συνταγματάρχη των ειδικών δυνάμεων Hugo Chavez της Βενεζουέλας

... είχαν επαφές και συνεργασία και με τους Ουκρανούς Εθνικιστές (Μπαντεριστές). 


Ουκρανοί Εθνικιστές με σύμβολα του κινήματος τους αλλά και με την σημαία του Μαχνό ο οποίος ήταν οργανωτής του διάσημου Μαύρου Στρατού και κατηγορούμενος από κάποιους για την ανηλεή πολεμική του απέναντι στους γνωστούς διεθνείς τοκογλύφους. Πολλοί Εθνικιστές και Φασίστες της Ουκρανίας τον θεωρούν ήρωα για την λυσσαλέα αντίσταση του απέναντι στους εισβολείς της Μόσχας ...


Ανάμεσα στο αυτοκόλλητο του Χάους και το κράνος ένα όπλο με σφαίρες, η διάσημη Ουκρανική Εθνικιστική Τρίαινα και το σύμβολο του Μαχνοβτσίνα (κίνημα του Μαχνό) ...

Η μεταπολεμική «φαιοκόκκινη» συνεργασία (βασικός πρωτεργάτης της οποίας ήταν και ο Otto Strasser) δεν ήταν όμως κάτι το πρωτόγνωρο για την Κουβανική ηγεσία. Είχε προηγηθεί η επαφή με τον Τριτοθεσίτη νεοφασίστα διανοητή αναθεωρητή και συγγραφέα Francis Parker Yockey που δολοφονήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες του παρακράτους των ΗΠΑ ενώ ακολούθησε η συνεννόηση και με τον παλαίμαχο πολεμιστή και ακτιβιστή Jean Thiriart. Ο ίδιος ο Castro για τους Ουκρανούς είχε πει χαρακτηριστικά: «Εάν δεν ήταν αυτοί εδώ (οι υποστηρικτές του Stepan Bandera) δεν θα είχαμε ποτέ προωθηθεί στα προάστια του Santiago»

Το σχέδιο της κατάληψης της πόλης της Santa Clara τέθηκε με λεπτομέρειες στο κεντρικό αρχηγείο της Ουκρανικής OUN-B ...

(μέλη των Ουκρανών Φασιστών και Εθνικιστών είχαν δολοφονηθεί από την Γκεστάπο ή φυλακιστεί και απομονωθεί ενώ κορυφαίοι ηγέτες τους είχαν σταλεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης εξαιτίας μιας μερίδας του Χιτλερικού καθεστώτος που αντιδρούσε στα δίκαια σχέδια τους για μια ανεξάρτητη Ουκρανία. Όμως λίγο πριν το τέλος του πολέμου σημαντικός αριθμός κρατουμένων από όλες τις κινηματικές φράξιες απελευθερώθηκαν και με την αρωγή της πτέρυγας των σλαβόφιλων αξιωματικών των κομματικών Waffen - SS εξοπλίστηκαν και αναχώρησαν εσπευσμένα για το ανατολικό μέτωπο παρά τις ριζικές διαφωνίες και τραγωδίες που είχαν προηγηθεί. Στήριξαν τον Άξονα απέναντι στην ταχύτατη προώθηση των Σοβιετικών ενώ μετά την ήττα επάνδρωσαν το άγνωστο αλλά κορυφαίο αντάρτικο της Ευρώπης αυτό των «Παιδιών του Δάσους» το οποίο χτυπούσε κατοχικούς στόχους των Σοβιετικών και των ντόπιων συνεργατών τους μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ‘70) 

... και εκτελέστηκε λαμπρά από τον Γκεβάρα. 

Τα περαιτέρω σχέδια των Κουβανών ηγετών ήταν να μεταφέρουν το αρχηγείο της Ουκρανικής αντιστασιακής οργάνωσης στην Αβάνα, σχέδιο που ναυάγησε από την διαρροή πληροφοριών του Raul Castro προς την Μόσχα αφού ο ίδιος επιδίωκε την πλήρη υποταγή στον Σοβιετικό παράγοντα. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Χρουστσόφ διέταξε την δολοφονία του Ουκρανού αντιστασιακού εμιγκρέ που ζούσε μυστικά στο Μόναχο ενώ όπως είχε πει στον επικεφαλή της KGB Aleksandr Shelepin: «Αν δεν τον ξεφορτωθούμε αύριο η Αβάνα θα είναι Μπλε και Κίτρινη». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ένας από τους λόγους της γνωστής διαφωνίας του Γκεβάρα με τον Κάστρο ήταν και ο ρόλος του αδερφού του Comandante στην δολοφονία του Ουκρανού Bandera

Ο Castro πάντα είχε σε εκτίμηση τους Ουκρανούς τους οποίους ξεχώριζε από τους πανούργους Ρώσους και μια απόδειξη για αυτό ήταν το γεγονός ότι μετά την τραγωδία του Chernobyl (για την οποία το ΚΚΕ κράτησε την γνωστή στάση) χιλιάδες παιδιά Ουκρανικής καταγωγής έλαβαν ιατρική περίθαλψη στην Κούβα της οποίας το υγειονομικό σύστημα βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο για τα δεδομένα της χώρας της Καραϊβικής παρά το πολυετές εμπάργκο των Αμερικανοσιωνιστών από το 1961.

Sea Sun and Neofolk (Veles Slaughterinart)

 

Veles Slaughterinart

Death In June - Only Europa Knows




 

Ο Φασισμός ως ρίζα και συνέπεια της Κουβανικής Επανάστασης

 


«Ο Fidel Castro ήταν ένα ιστορικό σύμβολο που η ζωή του υπήρξε φάρος για τους επαναστάτες όλου του κόσμου»

Sayyed Ammar Al-Moussawi υπεύθυνος εξωτερικών υποθέσεων της Hezbollah 27.11.2016

Zero Schizo - Δημοσιεύτηκε την 31η Δεκεμβρίου 2019 εδώ και εδώ

Γράφτηκε από τον Francisco de Lizardi, Μεξικάνο Φασιστή και τον Peter Sandinista, Φασιστή της Νικαράγουας.

Μετάφραση και επεξεργασία κειμένου για τον «Μαύρο Κρίνο»: Τίτος


Ισπανοί νεοφασίστες με το Σοβιετικό πλοίο Leonid Sobinov ταξιδεύουν στην Κούβα (1978) ...

Λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές οργανώσεις όπως την Επαναστατική Εθνική Συνδικαλιστική Λεγεώνα, την Εθνική Εργατική Επιτροπή, την Εθνικοσυνδικαλιστική Εργατική Νεολαία, το Κουβανικό Εθνικό Φασιστικό Κόμμα ή την ίδια την Κουβανέζικη Φάλαγγα· το πλούσιο νησί της Κούβας είχε ήδη τις πρώτες επαφές του με αυτό που θα γινόταν γνωστό ως η πολιτική «Τρίτη Θέση».

Με τους πρώτους οπαδούς του να παρουσιάζονται με γκρίζα πουκάμισα και να συντονίζονται με τον ρυθμό του ηγέτη τους Jesus Marines, ο οποίος παρουσίασε με υπερηφάνεια την διαχείριση ενός οργανικού Φασισμού ο οποίος φάνηκε να βρήκε τη μοναδική δυνατότητα να μεταφέρει αυτό το δόγμα στον Κουβανικό λαό, στους μοντέρνους δρόμους της Νέας Αβάνας του 1938 και στους αγροτικούς κάμπους του επαρχιακού τοπίου. Τέτοια ήταν η πρωτοβουλία που θα ερχόταν να σφυρηλατήσει τους πρώτους καμβάδες του επαναστατικού πνεύματος, ενός κινήματος που προέκυπτε από την πρώιμη καταιγίδα ως ένας αγνός ταυτοτιστικός Εθνικισμός του Λαϊκού χαρακτήρα.

Υπάρχουν τρεις γενικές ρίζες για την εμφάνιση της «Τρίτης Θέσης» στη Λατινική Αμερική. H «πέμπτη φάλαγγα» που κοιτούσε να παρέχει υποστήριξη για τις δυνάμεις του Άξονα κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, την άγνωστη επομένως διαχείριση του όρου υπέρ ενός ποικίλου σκοπού και την αυθεντική συμπτωματική ανάγκη μιας εναλλακτικής πάνω στις ήδη κουραστικές παραδοσιακές πολιτικές. Ήταν όντως η περίπτωση της Κούβας, μια σχεδόν αποκλειστική περίπτωση σε σύγκριση με την ηπειρωτική προσέγγιση. Το ακόλουθο κείμενο ξεθάβει μια χαμένη έννοια που περιστρέφεται γύρω από το φάντασμα ενός νέου θέματος, το οποίο εκθέτω σε μια συνεργατική εργασία με τον Sandinista, Peter.

Ο Φασισμός του Κάστρο

Η πρωτοβάθμια μόρφωση του Κάστρο διαδραματίζει έναν θεμελιώδη ρόλο ως προηγούμενο στη ζωή και το έργο του μέχρι και για τα επαναστατικά του ιδανικά. Ο Φιντέλ φοίτησε στο Σχολείο του Belen, έχοντας ως δάσκαλο και επόπτη τον Ισπανό Ιησουίτη Jesuit Armando Llorente S.J μια φιγούρα κοντά στον τον Φιντέλ, όπως είχε ο ίδιος επιβεβαιώσει. Ο Armando επιβεβαίωσε σε μια από τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του στην πόλη του Μαϊάμι ότι ο Κάστρο είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τους Φασίστες ηγέτες, επισημαίνοντας τους Μουσολίνι, Χίτλερ και Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ρίβερα. Αυτό το ενδιαφέρον δεν ήταν αποκλειστικό, δεδομένου ότι το περιβάλλον του ονομαστού σχολείου είχε προσθέσει την προώθηση του Φαλαγγιτικού δόγματος. Με τα λόγια του Llorente: «Τραγουδούσε το Cara Al Sol είκοσι χιλιάδες φορές και με το χέρι του υψωμένο.»

Χρόνια αργότερα, όταν ο Κάστρο επισκέφθηκε την Sierra Maestra με τον Llorente τον Δεκέμβριο του 1958, ρωτήθηκε για τη συμμετοχή του σε επαναστατικά κινήματα φαινομενικά σοσιαλιστικής περικοπής, στο οποία απάντησε με χιούμορ:

«Πατέρα, από πού υποτίθεται ότι θα συμφωνούσα προς τον Κομμουνισμό αν ο πατέρας μου είναι περισσότερο Φρανκιστής και από σένα;», ο πατέρας του Κάστρο, ο Angel Castro, ήταν μέλος του τμήματος Καραϊβικής της «Εθνικής Ισπανικής Επιτροπής». Παρά το γεγονός ότι το δεδομένο θέμα δεν αναφέρθηκε ποτέ στη βιογραφία του, ο Κάστρο δεν αρνήθηκε τα γεγονότα που επισήμαναν και έδωσαν οι δημοσιογράφοι Frei Betto και Ignacio Ramonet.

Από την άλλη πλευρά, το έργο που γράφτηκε από τον Κάστρο επιβεβαιώνει έμμεσα τα γεγονότα, δεδομένου ότι αναφέρει ένα συνεχές ενδιαφέρον για τα ιστορικά γεγονότα του περασμένου αιώνα. Κατά την παραμονή του στη Σχολή του Belen και σχετικά με τους Ιησουίτες, ο Fidel ανέφερε:

«Εκείνη την εποχή, οι Ισπανοί δάσκαλοι του σχολείου μου, στο Σαντιάγο, μιλούσαν για αυτόν τον πόλεμο. Από πολιτική άποψη, ήταν Εθνικιστές, για να το πω πιο καθαρά ότι ήταν Φρανκιστές, όλοι χωρίς εξαίρεση.»

«Ξέρουν πως να διαμορφώνουν τον χαρακτήρα των μαθητών (…) Ο Ισπανός Ιησουίτης ξέρει πώς να ενσταλάξει μια μεγάλη αίσθηση προσωπικής αξιοπρέπειας, την αίσθηση της προσωπικής τιμής, ξέρει να εκτιμά τον χαρακτήρα, την ειλικρίνεια, την ορθότητα, το θάρρος του ατόμου, την ικανότητα υπομονής μιας θυσίας (…). Και πιστεύω ότι η ιδιοσυγκρασία μου, η οποία εν μέρει είναι από τη γέννηση, σφυρηλατήθηκε επίσης εκεί με τους Ιησουίτες ».

Τέλος, ο Llorente πρόσθεσε:

«Σπούδασε και διάβασε πολλά, με ιδιαίτερη προτίμηση για τους Ισπανούς κονκισταδόρες και γραπτά των ηγετών του Εθνικοσοσιαλισμού και του Φασισμού, όπως ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ρίβερα.»

Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του Jose Ignacio Rasco, στενού φίλου του Fidel κατά τη διάρκεια των χρόνων του στη Σχολή του Belen και στο Πανεπιστήμιο της La Habana, κατά την άφιξη του στη Νομική Σχολή, ο Castro γνωρίζει μέσα από την καρδιά του το βιβλίο «Ο Αγών Μου» (σ.μ. το Mein Kampf του Αδόλφου Χίτλερ). Δεδομένου επίσης ότι συνήθιζε να χρησιμοποιεί αποσπάσματα των ομιλιών του Μουσολίνι, του Χίτλερ και του Πρίμο ντε Ρίβερα στη λογοτεχνική του ρητορική. Επισημαίνεται ότι από τον Jose Antonio Primo de Rivera, ο Fidel είχε πολλά άρθρα και δοκίμια του στην εμβληματική Διοίκηση της Sierra Maestra, από τον οποίο είχε και τα «Άπαντα» του πάντα στο σακίδιο πλάτης του.

Επιβεβαιώνεται επίσης ότι οι Ταξιαρχίες Ταχείας Ανταπόκρισης (BRP) (σ.μ. πολιτοφυλακές εργατών και επιτροπών κατοίκων γειτονιάς που στήριξαν την Κουβανική επανάσταση και μέσα από τις τάξεις τους προήλθαν οι μάχιμοι σχηματισμοί που πολέμησαν στην Αφρική αλλά και ενάντια στο κράτος του Ισραήλ) σχηματίστηκαν από τον Κάστρο και φορούσαν τα ίδια μπλε πουκάμισα της Φάλαγγας, εμπνευσμένα άμεσα από τις ήδη κλασικές "Μπριγκάντες" παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών των πρώτων Tριτοθεσίτικων κινημάτων. Ταυτόχρονα, είναι γνωστό ότι η σημαία της Φάλαγγας χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για την δημιουργία της σημαίας του Κινήματος της 26ης Ιουλίου (M-26-7).


Η Φαλαγγίτικη αντίληψη

Η Ισπανία είχε γίνει θύλακας όπως κανένας άλλος μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και περιγράφουμε τα Φρανκικά ελαττώματα, αλλά είναι επίσης αδύνατο να αγνοήσουμε την σαφή λειτουργία που το καθεστώς πήρε ως τόπος εξορίας για μορφές όπως ο Leon Degrelle, ο Ante Pavelic ή ο Horia Sima , σημείο αιχμής τόσο για βετεράνους όσο και για νεοφασίστες που ήθελαν να αναστήσουν την εμπειρία ενός υποτιθέμενου Φασισμού στην εξουσία.

Στο εσωτερικό της, μεγάλωσε μια τεράστια νεανική αντισυμβατικότητα, προϊόν της μη εκπλήρωσης συγκεκριμένων πολιτικών από το καθεστώς που επιδίωξε να θάψει τον αυθεντικό πυρήνα του δόγματος που ισχυριζόταν ότι φιλοξενούσε, μια ποιοτική ομάδα νέων σήκωναν τα χέρια τους ψηλά σε χαιρετισμό, αλλά ποτέ σε χαιρετισμό προς τον Φράνκο. Αυτή η νεολαία ήταν εκείνη που εκτίμησε τις πιο ριζοσπαστικές πινελιές της επαναστατικής πτυχής της Κούβας, δεδομένου ότι η εν λόγω επαναστατική φράξια έδειξε μια στρατηγική αντίθεση εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και εκείνου που εκπροσωπούσε - τον οικονομικό ιμπεριαλισμό - και επίσης ότι το 1960, δεν θα ήταν δυνατό να προσδιοριστεί η μελλοντική εγγύτητα που θα μπορούσε να επιτευχθεί με το Σοβιετικό Μπλοκ.


Έκδοση της τοπικής οργάνωσης Καλαμάτας της "Χρυσής Αυγής" - 07/2001 - η οποία κυκλοφόρησε συνολικά τέσσερα τεύχη

Αυτό εξηγεί την συμπάθεια στις δηλώσεις υπέρ του αντι-αποικιακού αγώνα για λογαριασμό του φοιτητικού σώματος του καθεστώτος, του Ισπανικού Πανεπιστημιακού Συνδικάτου (SUE), τονίζοντας τον Κουβανικό επαναστατικό αγώνα ως μάχη για την απελευθέρωση της Αλγερίας επίσης. Ο Martin Villa, τότε Εθνικός Αρχηγός του SUE, ήρθε να συγκρίνει τους Λατινοαμερικανούς αντάρτες με τους πρώτους μαχητές του Φαλαγγιτικού κινήματος. Οι ευρωπαϊκές συμπάθειες για την Κουβανική επανάσταση και τους συμμετέχοντες ήταν αποκλειστικές από τους Φασίστες, γιατί για τους Κομμουνιστές αντιπροσώπευε τα πάντα εκτός από τον προοδευτικό διεθνισμό τον οποίο υποστήριζαν.

Σε ένα τέτοιο πολιτιστικό πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ερνέστο Γκεβάρα έλαβε τόσο εξαιρετική υποδοχή κατά την σύντομη στάση του στη Μαδρίτη το 1959 με σκοπό να επισκεφτεί άλλα έθνη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, με μόνη προϋπόθεση να μην συναντηθεί με την αντιπολίτευση (σ.μ. πλουραλιστική στην δομή της αλλά άκρως αντιφασιστική στο σύνολο της) του καθεστώτος. 

Προσγειώθηκε στην πρωτεύουσα στις 13 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, καθώς θα πετούσε την επόμενη μέρα, συναντώντας τον δημοσιογράφο Antonio Dominguez  Olano και έναν νεαρό άντρα στο ίδιο επάγγελμα, τον Cesar Lucas. Ήταν σε αυτήν την περίπτωση στην οποία ο Olano έδωσε στον Γκεβάρα ένα αντίγραφο των «Επιλεγμένων Έργων» του Φαλαγγίτη διανοούμενου Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ρίβερα, αντίγραφο τόσο αφιερωμένο σε αυτόν όσο και στον Φιντέλ, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο μουσείο που ιδρύθηκε στο σπίτι του Τσε στην πόλη της Αβάνας.

Η δεύτερη επίσκεψη του θα γίνει στις 28 Αυγούστου, μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη που θα συνεχίσει μετά από μια σύντομη εμφάνιση στο Μαρόκο για να επιστρέψει αργότερα στη νέα πατρίδα του στις 8 Σεπτεμβρίου λόγω τεχνικών ζητημάτων με τη μεταφορά του. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης που θα περνούσε τις νύχτες του στο Hotel Suecia (Ξενοδοχείο Σουηδία) ως φιλοξενούμενος επισκέπτης από το «Εθνικό Κίνημα» (Movimiento Nacional) - που τώρα δυσφημείται από εκείνους που ήταν στην υπηρεσία του Φρανκικού καθεστώτος - καθώς και από τις νεοσυσταθείσες σχέσεις μεταξύ του Εθνικού Σοσιαλισμού και του Ριζοσπαστικού Συνδικαλισμού που θα οδηγούσε σε μια πιθανή συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση, όπως επεσήμανε ο περιθωριοποιημένος Blas Piñar.

Ωστόσο, οι ευνοϊκές αναφορές σχετικά με την επιτυχία της Κούβας ήταν σε επικαιρότητα τα επόμενα χρόνια για λογαριασμό των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης, όπως συνέβη με την εφημερίδα «Diario SP», που ήταν η τακτική Φαλαγγίτικη ανεξάρτητη από το καθεστώς και η πιο δημοφιλής του έθνους. Ένας από τους συγγραφείς του, ο Jose Miguel Orti Bordas, ο οποίος ήταν ο Εθνικός Αρχηγός του SUE κατά την περίοδο 1964-1965 και στη συνέχεια Αντιπρόεδρος του Εθνικού Κινήματος το 1969-1971, σκέφτηκε και πρότεινε να δημιουργήσουν σχέσεις με την Κούβα ως μιας επανάστασης που δεν ήταν του αριστερού και δεξιού διαχωρισμού.

Μετά το θάνατο του Φράνκο, μια αντιπροσωπεία της Ισπανικής Αυθεντικής Φάλαγγας (FEA) θα έστελνε στο XI Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών του 1978 μια φοιτητική αντιπροσωπεία απαρτιζόμενη από τον Salazar και Gustavo Morales. Κατά την διάρκεια της απουσίας των οργανώσεων νέων και για την διαθεσιμότητα του ταξιδιού, προστέθηκαν τρεις μαχητές από τη Βαρκελώνη.

Η επιβίβαση των απεσταλμένων αντιπροσώπων στο Σοβιετικό κρουαζιερόπλοιο Leonid Sobinov συμφωνήθηκε να γίνει από το κεντρικό λιμάνι της Λισαβόνας (πρωτεύουσα της Πορτογαλίας) για την εξοικονόμηση χρόνου της καθιερωμένης απευθείας θαλάσσιας γραμμής μεταξύ Ισπανίας και Κούβας. Στη Λισαβόνα, ο Φαλαγγίτης σχεδιαστής Javier Gonzalez Alberdi από την Murcia μπαίνει ως λαθρεπιβάτης, ο  οποίος θα ανακαλυφθεί από την καθημερινή καταμέτρηση πρωινού για το οποίο υπήρχε ζήτηση για κατανάλωση τριακόσιων ανδρών, αυξάνοντας τις υποψίες των Σοβιετικών ναυτικών λόγω της κλοπής ενός πρωινού καθημερινά.

Φορούσαν στολές με το Μπλε Πουκάμισο και το σύμβολο της Φάλαγγας στο στήθος, τραγουδώντας το εμβληματικό «Cara al Sol» και σηκώνοντας το αριστερό τους χέρι σε ένα υβρίδιο Ρωμαϊκού και κομμουνιστικού χαιρετισμού. Ο νεαρός ηγέτης τους, ο Gustavo Morales, ο οποίος ήταν μόλις 19 ετών, μας λέει για τη συνάντησή του με τον Fidel στην επόμενη παράγραφο:

«Ο Comandante (σ.μ. ο Fidel Castroήρθε για να μας χαιρετήσει και στάθηκε έκπληκτος βλέποντας μισή ντουζίνα με μπλε πουκάμισα. Τον χαιρέτησα με το χέρι μου ψηλά και άπλωσε το χέρι του εγκάρδια: «Ξέρω τι είσαι». 

Ο Φιντέλ Κάστρο είχε ήδη εξοικειωθεί με την Φαλαγγίτικη αισθητική και το δόγμα, ακόμη και όντας οπαδός του ιδεώδους της από την πιο πρώιμη νιότη του υπό την καθοδήγηση του Ισπανού Ιησουίτη Armando Llorente. Σε αυτό το ίδιο ταξίδι ήρθαν εβδομήντα μαχητές του PSOE (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) και του PCE (Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα) μαζί με πολλές άλλες οργανώσεις, καθώς η πρόσκληση ήταν ανοιχτή σε συμπαθούντες πέραν από τον ήδη κατακερματισμένο κόσμο της αριστεράς.

Ευρωπαϊκός νεοφασισμός και ο Τσε

Η μορφή του Ερνέστο Γκεβάρα επεκτάθηκε πάνω από την Ευρώπη σαν ένας μύθος. Με μεγάλο μυστήριο και λόγω της απουσίας ενός εκτεταμένου φορμαλισμού, κατέληξε ελκυστικός για μια Φασιστική νεολαία, η οποία βρέθηκε αναγεννημένη μπροστά στην εγκατάλειψη της στο πολιτικό περιθώριο και η οποία φάνηκε επίσης να διαχωρίζεται από το συντηρητικό μικρόβιο της ακροδεξιάς ανάσας που χαρακτήριζε δυστυχώς την «Τρίτη Θέση» μετά τον πόλεμο. Το πρώτο κίνημα έξω από την Κούβα που έθεσε τον Γκεβάρα ως «σύμβολο» ήταν η «Νέα Ευρώπη», που ιδρύθηκε το 1962 από τον ιδεολόγο και συγγραφέα Jean Thiriart. Εκτός του κοινού πλαισίου κάτω από την μεγάλη πλειοψηφία των Φασιστικών ομάδων, η «Jeune Europe», αντίθετα με τις αδελφικές οργανώσεις της, θα δημιουργούσε δεσμούς με ανυπάκουα έθνη στην σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αυτό συνέβη με την Συρία, την Κίνα, το Ιράκ, την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (σ.μ. PLO), την Γιουγκοσλαβία του Τίτο και πολλά άλλα.

Σύντομα, το φάντασμα του Τσε θα έφτανε στα περιθώρια διαφορετικών ξένων τμημάτων της «Jeune Europe», όπως συνέβη με το Ιταλικό τμήμα του κόμματος, έως ότου προχωρήσει σε άμεση ανάλυση από τον ίδιο τον Thiriart. Είναι γεγονός ότι το Αντάρτικο των Εστιών (Foquismo Guerrillero) του Thiriart που ομαδοποιήθηκε με τον λεγόμενο Ευρωπαϊκό «Εθνικό-Κομμουνισμό» είχε περισσότερα κοινά από ότι διαφορές με τον Αργεντινό επαναστάτη ηγέτη. Το 1961, το τμήμα της Φλωρεντίας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κινήματος MSI (η μεγαλύτερη πολιτική φατρία της «Τρίτης Θέσης» μετά το θάνατο του Mussolini), υπεύθυνο για την υποδοχή της «Jeune Europe», θα απέδιδε τιμές στην μορφή του Τσε. Άλλες θετικές αναφορές θα προέρχονταν από την Φασιστική εφημερίδα "L' Orologio" και την Εθνική Ομοσπονδία Μάχης της «Ιταλικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» (FNC-RSI), αντάρτικη και υπόγεια οργάνωση που δραστηριοποιήθηκε κατά την περίοδο της μαύρης τρομοκρατίας.

Η γοητεία για τις μορφές της Κουβανικής επανάστασης έφτασε επίσης και σε κάποιο θαυμασμό για τον Φιντέλ, μέσα από τα λόγια του Ιταλού ιστορικού Franco Cardini, πρώην μαχητή του MSI και της «Νέας Ευρώπης» και δηλωμένου Καστρικού:

«Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι τον αγαπούσαμε τον Φιντέλ. Μπορώ να καταθέσω εντελώς, προσωπικά, γιατί τότε ήμουν αγόρι που έπαιζε στις τάξεις της Τρίτης Θέσης: και, ενάντια στις συμβουλές των πατέρων και των αδελφών μας για  τους οποίους ήταν μόνο «κομμουνιστής», όλοι εμείς ήμασταν τρελοί για αυτόν. Ήταν ένας άνδρας της πολιτικής που μεταφέρθηκε στις διαστάσεις της γενναιοδωρίας και της περιπέτειας. Ήταν λίγο Robin Hood, λίγο Garibaldi, λίγο χαρακτήρας από τα βιβλία των Conrad και Melville. Ήταν ο αναζωογονητής της δικαιοσύνης και επιδιορθωτής των λαθών, κάποιος που έκλεβε τους πλούσιους για να το δώσει στους φτωχούς».

Και είναι αυτό που ο Φασιστής αγαπούσε περισσότερο, τον νεκρό επαναστάτη από τον ζωντανό δικτάτορα. Μετά το θάνατο του Guevara στη Βολιβία, ο Ιταλός συνθέτης Pier Francesco Pingitore συνέθεσε το τραγούδι «Addio Che», ενώ ο δημοσιογράφος Adriano Bolzoni έγραψε το βιβλίο «El Che Guevara», ένα έργο που μετατράπηκε σε ταινία σε σκηνοθεσία του Paul Heusch. Αυτή η γοητεία μέσα στους νεοφασιστικούς κύκλους στα φοιτητικά κινήματα της ίδιας εποχής, θα επιβιώσει μέχρι και τα «Χρόνια του Μολυβιού», φάση του Ψυχρού Πολέμου στην οποία πολλαπλοί παραστρατιωτικοί οργανισμοί της «Τρίτης Θέσης» θα περάσουν σε κοινωνική και πολιτική εξέγερση στην Ιταλία, ειδικά η ένοπλη ομάδα Terza Posizione, της οποίας ο ιδρυτής και ηγέτης Gabriele Adinolfi έγραψε πολλά άρθρα στα οποία επαινούσε τον Τσε. (σ.μ. στο έβδομο τεύχος της "Ανάκτησης" που κυκλοφορεί υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Ιταλού φιλέλληνα συναγωνιστή την οποία αξίζει να διαβάσετε).

Το Λατινομερικανικό Φιούμε

Από την τυραννία του Machado έως την επανάσταση του Castro. 

Υπήρχαν πάντοτε σύνδεσμοι μεταξύ του Ευρωπαϊκού Φασισμού μέσω του τοπικού αμερικανικού εθνικισμού, αν και η Λατινική Αμερική είχε αστικοποιηθεί και απομονωθεί από την Ευρώπη, η Ευρώπη θα ήταν πάντα στα μάτια της Λατινικής Αμερικής η μητέρα, όπως και η Λατινική Αμερική στα μάτια της Ευρώπης θα είναι πάντα το παιδί. Σε περιόδους επανάστασης, με την έκρηξη των κοινωνικών κινημάτων, καθοδηγούμενοι από ιδεολογίες που ανέτρεψαν καθεστώτα που είχαν ηττηθεί από μόνα τους, έχοντας σκουριασμένες ιδεολογίες που βρίσκονταν στην εποχή του χαλκού ενώ αυτό-εξιδανικεύονταν πως ήταν ακόμη στη χρυσή εποχή τους. Ένα παράδειγμα αυτού θα ήταν η Κούβα, που σε περιόδους επανάστασης, ήταν το Fiume της Λατινικής Αμερικής.

Δεδομένου ότι η Φάλαγγα των JONS στην Ισπανία βρισκόταν στη μέση εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία, όπως εξηγεί στη διδακτορική διατριβή του ο Andres Virga με τίτλο «Φασισμός και Εθνικισμός στην Κούβα»:

«Η περίοδος του Ισπανικού εμφύλιου πολέμου ήταν το σημείο της άλγης της ξένης φασιστικής επιρροής στην Κούβα, δεδομένης της επιρροής που ασκούσαν οι πλουσιότεροι τομείς της ισπανικής αποικίας, οργανωμένη στην Ισπανική εθνικιστική επιτροπή, υπέρ της εθνικιστικής φράξιας για να συγκεντρώσει χρήματα και να αποκτήσει διπλωματική αναγνώριση. Με αυτό, και όχι χωρίς κάποιες αντιθέσεις, η υπηρεσία εξωτερικών της «Ισπανικής Φάλαγγας» είχε ιδρύσει μια θυγατρική στην Κούβα, η οποία λειτούργησε μεταξύ των Ισπανών μεταναστών, με ένα τμήμα Κοινωνικής Βοήθειας, το οποίο συγκέντρωσε κεφάλαια για τη χρηματοδότηση βοηθητικών έργων για τους φτωχούς Ισπανούς στην Κούβα και στην πατρίδα. Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία και η Γερμανία είχαν λιγότερη επιρροή, δεδομένου του μικρού μεγέθους των κοινοτήτων τους.»

Αυτή η διατριβή περιλαμβάνει ένα οριστικό χαρακτηριστικό της διαλεκτικής μεθόδου, που είναι να συνοψίσουμε, να εξάγουμε και να ολοκληρώσουμε μια προκαταρκτική υπόθεση με προκαταρκτικές ανακαλύψεις. Όπως εξηγεί, σύμφωνα με τον Virga: 

«Στην περίπτωση της ιστορίας, η πειραματική στιγμή συνίσταται στη συλλογή και ανάλυση και των δύο πηγών πρωτογενών και δευτερευόντων. Ενώ η σημασία του πρώτου δεν μπορεί να υποτιμηθεί, το δεύτερο ήταν πάντα σχεδόν εξίσου σημαντικό. Από τη μία πλευρά, η δευτερογενής βιβλιογραφία παρέχει στους αναγνώστες μια θεμελιωμένη ανακατασκευή των ιστορικών γεγονότων, από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύει μια στιγμή συζήτησης μεταξύ ακαδημαϊκών. Στην πραγματικότητα, η ίδια η ύπαρξη μιας ιστορικής συζήτησης μας προειδοποιεί ενάντια στη θετική πεποίθηση ότι μόνο το γεγονός έχει σημασία, δεδομένου ότι η ιστοριογραφία έχει δείξει ότι οι υποκειμενικοί παράγοντες είναι σε δράση, τόσο όπως και στην προκαταρκτική εκλογή σχετικών πηγών, όπως και στις κριτικές της.»

Ο Virga επιβεβαιώνει στη συνέχεια ότι τα παραπάνω είναι αλήθεια, δεδομένου ότι το πρώτο βήμα της επιστημονικής έρευνας, είναι ο ορισμός του προβλήματος που πρέπει να λυθεί. Ότι, αντί να μειώνεται σε μια ερώτηση, αυτό μπορεί να επεκταθεί και να εμβαθύνει. Έχοντας αναδρομικές προοπτικές απέναντι στην αρχική ερώτηση.

Το δεύτερο βήμα θα ήταν να επανεκτιμηθεί και να εξεταστεί ποιες από όλες τις απαντήσεις έχουν επιλεχθεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Όπου μέσω της ιστορικής φιλολογίας διαπιστώνεται τι είναι γνωστό και τι λείπει για την κατανόηση του προβλήματος. Προκειμένου να επεκταθούν οι ιστορικές πηγές και οι μέθοδοι που επιλέγονται να αιτιολογούνται με οργανωμένο τρόπο μπροστά στην ερώτηση.

Τέλος, το τρίτο βήμα θα ήταν να βρούμε νέο ιστορικό υλικό για να συμπληρώσουμε το ήδη ιστορικό υλικό που έχει ήδη παρουσιαστεί.

Η διατριβή επαναλαμβάνει όσα ειπώθηκαν προηγουμένως προκειμένου να αναρωτηθεί για την σύνδεση μεταξύ του Κουβανικού Εθνικισμού και του Ευρωπαϊκού Φασισμού. Και οι ρόλοι τους στην Κουβανική επανάσταση μετά την κρίση του φιλελευθερισμού στη Μεγάλη Ύφεση. Όταν η Λατινική Αμερική αμφισβητούσε τον Αμερικανικό παρεμβατισμό και τον δυτικό φιλελευθερισμό. Όταν και οι Σοσιαλιστές και οι Εθνικιστές αποκήρυτταν το φιλελεύθερο καθεστώς που ήθελαν να ανατρέψουν, αυτό που έκανε το ίδιο καθεστώς να απαντήσει με βίαιη καταστολή ή συγκεκριμένες δολοφονίες επαναστατών.

Ένας άλλος παράγοντας θα ήταν η Ισπανική μετανάστευση στην Κούβα μετά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Αυτή θα αποτελούσε το 7% των συνολικών δημογραφικών στοιχείων. Παρά το γεγονός ότι η λογοτεχνική παρουσία των ιδεολογιών κοντά στην Φάλαγγα των JONS ήταν γενικά πολύ σπάνια, στο βαθμό άλλωστε που ήταν και η τοπική και η ξένη ιστοριογραφία. Η συντηρητική λογοτεχνία που παρουσιάστηκε ως μια απάντηση μπροστά στην «επικίνδυνη, σοβαρή και ανησυχητική» μαχητική - αντιφρονούντα λογοτεχνία χάρη στη φύση και την εγγύτητα με την ιδεολογία του Σοσιαλιστικού Εθνικισμού. Κάτι που ακόμη και σήμερα, αυτό το αντιφασιστικό θέμα, δεν έχει προχωρήσει πέρα από τις συγχύσεις και τις ιστορικές μειώσεις.

Μπορεί οι Ισπανοί να είχαν εξέλθει από τον πόλεμο με την Κούβα, αλλά η Κούβα θα κατέληγε σε αυτόν τον πόλεμο εξαιτίας αυτών των ίδιων των Ισπανών. Εκεί όπου αυτοί οι αντιδραστικοί με τα «παλιά πουκάμισα» κυριαρχούνταν από την ήπια στάση του εθνικού-μπολσεβικισμού ή του εθνικού-κομμουνισμού. Επειδή ήταν άνδρες πεπεισμένοι, ακόμη και αν τους αποκαλούσαν Ναζί επειδή αγαπούν τον Φασισμό ως έναν τρόπο ζωής, δεν σκότωσαν την παθιασμένη αγάπη τους για τον Φασισμό. Αυτό μόνο τους έκανε να αγκαλιάσουν αυτές τις ορολογίες για να ωθήσουν την υπερηφάνεια τους που έχει χίλια ονόματα, αλλά μόνο μία καρδιά. 

Επειδή δεν ήταν από αυτούς που μίλησαν για μια μειονότητα, αφού δεν ήταν πλέον μειονότητα σε κανένα μέρος. Επειδή η βιολογικοποίηση της φύσης τους ποτέ δεν θα μπορούσε να συμβεί λόγω της έλλειψης ιεραρχίας στον καθημερινό κοινωνικό Δαρβινισμό. Όπου η ελευθεριότητα είναι μια αδυναμία μέσα στην χαοτική καρδιά του αναρχισμού. Εξαιτίας αυτού πρέπει να ενωθούμε ενάντια σε κάθε κίνδυνο, όχι μόνο να εστιάσουμε σε ένα μόνο πρόβλημα. Όχι για όλους να σκέφτονται στα ρωσικά και να μιλούν μόνο στα αγγλικά. Ήρθε η ώρα να τραγουδήσουμε σε αυτόν τον πόλεμο ενάντια στους πιθήκους χωρίς Θεό που αντιμετωπίζουμε. Όντας καθολικοί χωρίς τον Ιησού, σοσιαλιστές χωρίς σοσιαλισμό, μοναρχικοί χωρίς βασιλιά, αστοί χωρίς αστική τάξη ή καπιταλιστές χωρίς χρήματα.

Οι «πολιτικές ελευθερίες» δεν σημαίνουν τίποτα χωρίς τις ελευθερίες ή την οικονομική αυτονομία, είτε στην ατομική αρένα είτε στη συλλογική. Σε αυτό το τελευταίο, επειδή σε ένα δημοκρατικό καθεστώς είναι αυτές οι ομάδες της πλουτοκρατίας που ελέγχουν τον Τύπο και όλα τα άλλα μέσα για τη διαμόρφωση της «κοινής γνώμης» και της προπαγάνδας.

Να φιλάς τον θάνατο στα υγρά χείλη για να ξέρεις τι σημαίνει να ζεις. Όχι να έχεις εμπειρίες στη ζωή, αλλά ότι η ζωή είναι μια εκτεταμένη και βαθύτερη εμπειρία. Να επιβάλλουμε την ψυχή μας σε όλους τους άλλους, σε κάθε ώρα και σε κάθε είδους κατάσταση. Να ξεπεράσουμε όσους θέλουμε μέσω της θέλησης μας και να σπάσουμε τους κοινωνικούς περιορισμούς που επιβάλλονται μπροστά μας. Ασταμάτητοι στη μάχη και γενναιόδωροι στη νίκη. Θα τραγουδήσουμε μόνο στον Λαό μας, γιατί μόνο από τον Λαό μας έρχεται η φωνή μας.

Αν και τα δείγματα του Ευρωπαϊκού Φασισμού (πρέπει να προσδιοριστεί ως του Ισπανικού Φαλαγγισμού) κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Fulgencio Batista ήταν ήδη σπάνια, δεδομένου ότι στο κόμμα ABC από τα δεξιά, καθώς και το Ορθόδοξο Κόμμα από την αριστερά δεν είχαν κάτι σχετικό, και το οποίο είναι η επαναστατική απόρριψη όλων των εκδηλώσεων του δημοκρατικού αστικού φιλελευθερισμού και η αναζήτηση της ταυτότητας της αναγέννησης του έθνους. 

Ακόμα και το Κουβανικό Σύνταγμα του 1940 δεν θα άλλαζε τα θεμέλια του, διατηρώντας ακόμη την εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ούτε η επανάσταση του 1933 έψαχνε για μια Σοβιετική Δημοκρατία, έναν Σοσιαλοφασισμό ή ένα Εθνικό - Συνδικαλιστικό κράτος, όπως είπε ο Gustavo Morales (σ.μ. στρατευμένος νεοφασιστής διανοητής και ακτιβιστής, ιδρυτής των οργανισμών διατήρησης της μνήμης για τον Εθνικοσυνδικαλιστή φιλόσοφο Ramiro Ledesma Ramos και τον ηρωϊκό Εθνομάρτυρα της Ισπανίας Jose Antonio Primo de Rivera) προς υποστήριξη του Κάστρο απευθυνόμενος στην Φάλαγγα των JONS (σ.μ. η ενωτική κίνηση Juntas de Ofensiva Nacional-Sindicalista)

«Comandante, μοιραζόμαστε όνειρα, εχθρούς και αφετηρίες. Όχι κόμμα, ούτε σύστημα, ούτε φίλους»  

link: Όταν ο Fidel Castro συνάντησε τα Waffen - SS

link: Όταν ο Fidel Castro διάβαζε Jose Antonio Primo de Rivera και ο Guevara ήταν λαϊ(κι)στής*