Σύνδεσμοι για την 21η Απριλίου 1967.
Οι όροι εμπέδωσης του Στρατιωτικού Κινήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Μια αναγκαία απάντηση σε παλαιότερο άρθρο γνωστού αστέρα της αντιφασιστικής «Χρυσής Αυγής» σχετικά με τον Ταξίαρχο Ιωαννίδη.
21η Απριλίου: κυβέρνηση με φιλοθωμανικά και φιλοσιωνιστικά χέρια !
Άρθρο ντοκουμέντο: «21η Απριλίου και Τεκτονισμός» του Δρ. Ανδρέα Σταθόπουλου. (αναδημοσίευση από το περιοδικό «Απολλώνειο Φως»)
«Στρατηγός Δημήτριος Α. Ιωαννίδης» του Δρ. Ανδρέα Μ. Σταθόπουλου - Εκδόσεις «Απολλώνειο Φως» τόμος Α’ και Β’
Ακόμη μια ιστορική ψευδολογία από τον αρχηγίσκο της «Χρυσής Αυγής» …
Ίων Δραγούμης: Ενάντια στον μπολσεβικισμό
Σχετικός σύνδεσμος: Ίων Δραγούμης, ο εθνικοσοσιαλιστής
Ο Ίων Δραγούμης έζησε σε μια εποχή αναταραχών και διαφόρων ζυμώσεων. Ο ελληνισμός δεν είχε ακόμα απελευθερωθεί και δεν είχε ενωθεί σε ένα κράτος. Κι όταν πια ενώθηκε ξεκίνησε ο Εθνικός Διχασμός και του οποίου τελικώς υπήρξε θύμα του. Ο Ίων Δραγούμης είδε τον Μεγάλο Πόλεμο που αργότερα ονομάστηκε Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Είδε επίσης την Οκτωβριανή Επανάσταση. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ξεκίνησαν να εμφανίζονται νέες ιδέες γύρω από το έθνος, το κράτος, την φυλή και την κοινωνία. Όμως ακόμα αυτές οι ιδέες δεν είχαν γίνει ούτε κινήματα, ούτε επαναστάσεις, ούτε είχαν εμφανιστεί ηγέτες, ούτε ακόμα αποτελούσαν μια ιδεολογία. Ο κόσμος ακόμα χωριζόταν σε μοναρχικούς και κοινοβουλευτικούς.
Σε εκείνη την εποχή το φαινόμενο μπολσεβικισμός άρχισε να ξεπροβάλλει από την Ρωσία ζητώντας να καταρρίψει τα πάντα χάριν της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης η οποία θα πραγματοποιούσε δικτατορία. Ο Ίων Δραγούμης εξόριστος στην Κορσική μελετούσε την ιστορία που γραφόταν στις μέρες του από τις εφημερίδες. Έβλεπε το δίκιο των σοσιαλιστών και συμφωνούσε στην κοινωνική αλλαγή η οποία ήταν αναγκαία. Έπειτα όμως άρχισε να βλέπει ότι ο σοσιαλισμός αυτός ήθελε να ισοπεδώσει τα πάντα στο πέρασμα του. Κάτι δεν ήταν σωστό στην επανάσταση των μπολσεβίκων.
Λίγο νωρίτερα, στην Ιταλία, ένας άλλος άνθρωπος που επί 12 χρόνια αγωνιζόταν με πάθος για τον σοσιαλισμό, διαπίστωσε ότι αυτός ο σοσιαλισμός είχε κάτι λάθος. Ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι. Ο άνθρωπος που έγινε ο πατέρας του Φασισμού και τελικά συνταίριαξε τον εθνικισμό με την ορθή πλευρά του σοσιαλισμού. Διότι Φασισμός είναι ακριβώς αυτό: Εθνικισμός και σοσιαλισμός. Ο Φασισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός γεννήθηκαν σε μια εποχή που ήταν ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο μαρξιστικός σοσιαλισμός. Ήταν ανάγκη να προστατευθούν οι αξίες που ανέκαθεν ήταν δεδομένες και δεν χωρούσαν αμφισβήτηση, αξίες που αποτελούσαν την σύσταση του πολιτισμού της Ευρώπης. Ποτέ ξανά στην ιστορία δεν είχαν αμφισβητηθεί οι αξίες των εθνών, η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια και η φυλή. Για αυτό και ο ίδιος ο Μουσολίνι είπε πως «τα πρώτα δύο χρόνια ο Φασισμός ήταν αντικόμμα κι όχι κόμμα»
για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Το Γοτθικό Στοιχείο στον Ρομαντισμό.
του Αριστείδη Χριστοφοράκη
Το Γοτθικό Στοιχείο
στον Ρομαντισμό
Όλοι μας, λίγο πολύ,
έχουμε ακουστά τον όρο «goth». Τον χρησιμοποιούμε στις ημέρες μας συχνά
προκειμένου να κατατάξουμε υφολογικά (συνήθως) νεαρούς ντυμένους στα μαύρα, με
βαμμένα μαύρα νύχια και άλλες παρόμοιες αισθητικές επιλογές, οι οποίοι αποστασιοποιούνται
από τις κυρίαρχες πολιτιστικές τάσεις των καιρών μας. Λίγοι όμως είναι εκείνοι
που γνωρίζουν τις καταβολές της «γοτθικής υποκουλτούρας» από τον Ρομαντισμό.
Μολονότι στην ιστορία της Ευρώπης η γοτθική τέχνη αποτέλεσε μεσαιωνική έκφραση,
η οποία είχε να κάνει κυρίως με την αρχιτεκτονική των δυτικοευρωπαϊκών
χριστιανικών ναών, στη νεώτερη εποχή ο όρος ανανεώθηκε μέσα στα πλαίσια της
ρομαντικής κοσμοθέασης. Ο Ρομαντισμός ήταν ένα κίνημα με πολιτική,
καλλιτεχνική, φιλοσοφική και λογοτεχνική έκφραση. Η ρομαντική λογοτεχνία
αποτέλεσε το πεδίο από το οποίο γεννήθηκε η νεώτερη φανταστική λογοτεχνία και
τα επιμέρους ρεύματά της. Ένα εξ αυτών ήταν και εκείνο της «γοτθικής
φανταστικής λογοτεχνίας».
Μπορείτε να αγοράσετε «Το Μυστικό Ρόδο» ζητώντας το στα mail flefalo@gmail.com και kleospublications@gmail.com, καθώς επίσης και από τα βιβλιοπωλεία του κέντρου των Αθηνών
Solaris, Μπόταση 6
Comicon-shop, Σόλωνος 128
Tilt, Ασκληπιού 37
Η Γωνιά του Βιβλίου, Χαριλάου Τρικούπη 18
Ελεύθερη Σκέψις, Ιπποκράτους 112
Αλληλεγγύη των Φίλων, Χαριλάου Τρικούπη 14 (εντός στοάς)
Λόγχη, Πινδάρου 12 (Κολωνάκι) 2ος όροφος
της Θεσσαλονίκης
Η Άγνωστη Καντάθ, Αιμιλιανού Γρεβενών 6 (Πλατεία Ναυαρίνου)
Αριστοτέλειο, Ερμού 61
του Ναυπλίου
Αποσπερίτης, Αμαλίας 50
Οι ρομαντικές «γοτθικές νουβέλες» αφηγούνταν ιστορίες τρόμου
και έλαβαν το χαρακτηριστικό «γοτθικές» από τα κτήρια με την μεσαιωνική
αισθητική στα οποία λάμβαναν χώρα οι υποθέσεις των πρώτων από αυτές. Το πρώτο
«γοτθικό» λογοτεχνικό έργο μας έρχεται από τον Άγγλο Οράτιο Ουόλπολ το 1764 και
συγκεκριμένα πρόκειται για «Το Κάστρο του Οτράντο». Έπειτα ακολούθησαν η Αν
Ράντκλιφ, ο Τσαρλς Ματσούριν, το ζεύγος Σέλλεϋ, ο Πολιντόρι, ο Βύρωνας και
άλλοι, που δημιούργησαν μια πολύ ισχυρή σχολή γοτθικής ρομαντικής λογοτεχνίας
τρόμου στην Βρετανία. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μεγάλη απήχηση απέκτησαν
τα λογοτεχνικά έργα του Washington Irving που αφηγήθηκε τον θρύλο του «ακέφαλου
καβαλάρη» στο «Ο Θρύλος του Sleepy Hollow», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1820. Ο
συγγραφέας έγραψε το βιβλίο αυτό βρισκόμενος στην Αγγλία και εμπνευσμένος από
ιστορίες Ολλανδών που είχαν ζήσει στο Hudson Valley της Νέας Υόρκης. Ωστόσο,
την πρωτοκαθεδρία στον αμερικανικό Ρομαντισμό αξίζει να αποδώσουμε στον Έντγκαρ
Άλαν Πόε (1809-1867).
Στην Γερμανία, επίσης, αναπτύχθηκε μια σπουδαία σχολή
γοτθικής ρομαντικής λογοτεχνίας με συγγραφείς όπως ο E.T.A Χόφμαν, ο Λούντβηχ
Τηκ, ο Χάινριχ φον Κλάιστ, ο φον Άρνιμ και άλλοι. Ακολούθησε η Γαλλία με τον
Θεόφιλο Γκωτιέ, τον Έκτορα Μπερλιόζ και τον Βίκτωρα Ουγκώ. Ο ακραίος ρομαντισμός ήταν πολύ διάσημος στην Αγγλία και τη
Γερμανία και ελαφρός λιγότερο στην Γαλλία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την
δημιουργία νέων ειδών γοτθικής λογοτεχνίας. Στην Γερμανία είχαμε το
Schauerroman και στη Γαλλία το Georgia. Στην Γερμανία το «γοτθικό διήγημα»
έλαβε διαφορετικές διαστάσεις από το αγγλικό με αλλαγές στην πλοκή καθώς
βασίστηκε πάνω στη ζωή παράνομων, των ιπποτών και των στρατιωτών.
Αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη η εξάπλωση της επιρροής του
Ρομαντισμού συνδέθηκε με την άνθιση του γοτθικού μυθιστορήματος. Στην Ρωσία ο
Αλεξέι Τολστόι και στην Ουκρανία ο Ορέστι Σομώφ συνδύασαν την γοτθική
λογοτεχνία τρόμου με τις εθνικές τους παραδόσεις.. Επίσης, μολονότι ο Fyodor
Dostoyevsky χαρακτηρίζονταν από τους κριτικούς ως απλά ρομαντικός ή φανταστικός
λογοτέχνης, υπήρξαν άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς όπως ο Nikolay Mikhailovich
Karamzin, που είναι ο πρώτος ο οποίος έγραψε γοτθικό διήγημα στην Ρωσική
Αυτοκρατορία, ο Ostrov Borngolm και ο Nikolay Ivanovich Gnedich. Τέλος, στην
Ελλάδα πολλά στοιχεία «γοτθικού τρόμου» ανιχνεύονται στα έργα των σπουδαίων
λογοτεχνών του ελληνικού Ρομαντισμού
όπως ήταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, οι αδελφοί Σούτσοι και ο
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Ωστόσο και μετά το τέλος της εποχής του Ρομαντισμού υπήρξαν
νεορομαντικά πολιτιστικά ρεύματα που όχι μόνο κράτησαν την «γοτθική λογοτεχνία
τρόμου» ζωντανή αλλά και την ενδυνάμωσαν. Σημαντικοί εκπρόσωποι εκείνης της
εποχής ήταν οι Προραφαηλίτες (μία ομάδα από Άγγλους ζωγράφους, λογοτέχνες και
κριτικούς τέχνης που δημιουργήθηκε το 1848 από τους William Holman Hunt, John
Everett Milais, και Dante Gabriel Rossetti), ο Μπραμ Στόουκερ, ο Όσκαρ Ουάιλντ
(στου οποίου τα έργα ανιχνεύονται επιρροές του «γοτθικού μυθιστορήματος» χωρίς
όμως να μπορούμε να τα κατατάξουμε εξολοκλήρου σε αυτή την κατηγορία) και ο
Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον.
Σύμφωνα με τον David H. Richter η γοτθική λογοτεχνία
λαμβάνει χώρα σε ερειπωμένα κάστρα, εγκαταλελειμμένες εκκλησίες, κλειστοφοβικά
μοναστήρια και μοναχικούς δρόμους σε βουνά. Άλλα τυπικά χαρακτηριστικά είναι ο
σκληρός γονιός, ο απαίσιος ιερέας, ο γενναίος νικητής, η αβοήθητη ηρωίδα και
υπερφυσικά όντα όπως δαίμονες, βαμπίρ, φαντάσματα και τέρατα. Συχνά οι
πρωταγωνιστές είναι κακότυχοι, έχουν εσωτερικές συγκρούσεις και είναι αθώα
θύματα «διαβολικών» δυνάμεων με αποτέλεσμα πολύ συχνά τα θύματα να
τρελαίνονται. Όμως η γοτθική λογοτεχνική κουλτούρα δεν έχει μόνο αυτές τις
επιρροές αλλά αντλεί έμπνευση από την τέχνη, την φιλοσοφία (συνήθως την
υπαρξιακή φιλοσοφία) και τις παραδόσεις (Κελτικές, Χριστιανικές, Αιγυπτιακές
και παγανιστικές).
Το λογοτεχνικό αυτό κίνημα συνδέθηκε άμεσα και με την
γοτθική αναγεννησιακή αρχιτεκτονική της εποχής. Εξάλλου είναι εμφανές κι από το
περιεχόμενο των διηγημάτων οι αφηγήσεις των οποίων αφορούν υποθέσεις που
συνήθως λαμβάνουν τόπο σε ερειπωμένα κάστρα και εκκλησίες αυτής της
αρχιτεκτονικής. Συχνά οι λογοτέχνες εμπνέονταν από τέτοια ερείπια και έδωσαν σε
αυτά τον συμβολισμό της κατάπτωσης και καταστροφής των δημιουργημάτων των
ανθρώπων. Το ερείπιο, ως απομεινάρι του παραδοσιακά αυθεντικού, ως απόσπασμα
ενός Όλου το οποίο μπορεί να έχει χάσει την υλική του αρτιότητα αλλά υφίσταται
ως αρχέτυπη ιδέα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς της ρομαντικής θεώρησης. Τον 20ο αιώνα ο όρος «γοτθική λογοτεχνία» συνέχισε να
χρησιμοποιείται, όχι όμως τόσο εκτενώς όσο την εποχή του Ρομαντισμού. Τα
«γοτθικά μυθιστορήματα» υπάγονται πλέον στην γενικότερη κατηγορία της
φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου. Ωστόσο η ρομαντικά «γοτθική» αισθητική απλώθηκε
πέρα από την φανταστική λογοτεχνία ή τα comics και στον χώρο του
κινηματογράφου. Η σχέση του «γοτθικού τρόμου» με την μεγάλη οθόνη ήταν έντονη
από το πρώτο μισό του 20ου αιώνα μέχρι και τις ημέρες μας. Πλέον, σκηνοθέτες
όπως ο Τιμ Μπάρτον αποτελούν παραδείγματα της πιο ποιοτικής διασύνδεσης του
ρομαντικά «γοτθικού» στοιχείου με τον κινηματογράφο.
Το «Gothic» στην μουσική κουλτούρα της εποχής
μας
Στη νεότερη ευρωπαϊκή κουλτούρα ο όρος «goth» εμφανίστηκε
πρώτη φορά το 1967 από τον μουσικό κριτή John Stickney, ο οποίος θέλησε να
περιγράψει μια συνάντησή του με τον θρυλικό τραγουδιστή των Doors Jim Morrison,
λέγοντας χαρακτηριστικά «το τέλειο δωμάτιο για να τιμήσεις το gothic rock των
Doors». Επρόκειτο βέβαια για ένα σχήμα λόγου, το οποίο όμως εμπεριείχε το εξής
σημαντικό στοιχείο. Περιέγραφε μια rock μουσική τάση, βασιζόμενο στον όρο
«γοτθικό», όχι βάσει της αρχικής καλλιτεχνικής του προέλευσης από την
μεσαιωνική αρχιτεκτονική αλλά σύμφωνα με το νόημα που απέκτησε ο όρος μέσα από
τα ρομαντικά μυθιστορήματα τρόμου. Ο ίδιος όρος, με το ίδιο νόημα, χρησιμοποιήθηκε αργότερα για
να περιγράψει την ατμόσφαιρα post-punk
συγκροτημάτων όπως οι Siouxsie and the Banshees, οι Magazine και οι Joy Division στα τέλη του 1970. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 εμφανίστηκαν πολλές
μπάντες παρόμοιων μουσικών και αισθητικών επιρροών όπως οι Bauhaus, οι Adam and
the Ants, οι The Cure, οι The Birthday Party, οι Southern Death Cult, οι
Specimen, Sex οι Gang Children, οι UK Decay, οι Virgin Prunes, οι Killing Joke
και πολλοί άλλοι.
Αλλά και σε πιο δυνατές rock φόρμες οι Sisters of Mercy και
οι Fields of the Nephilim αποτέλεσαν τα δυο σημεία αναφοράς του επονομαζόμενου
«γοτθικού rock». Μολονότι η χρήση του όρου στην μουσική κοινότητα είχε
ξεκινήσει από την δεκαετία του ’60, η «γοτθική» μουσική κουλτούρα απέκτησε
ξεχωριστό ρεύμα υποστηρικτών στα 90s με την εμφάνιση του gothic metal.
Επρόκειτο για ένα από τα πολλά παρακλάδια της σκηνής του heavy metal, το οποίο
συνδύαζε τις επιρροές των Sisters of Mercy και των Fields of the Nephilim με
μουσικούς δρόμους της «μεταλλικής»
μουσικής, διαθέτοντας στιχουργικές και αισθητικές αναφορές που άντλησαν τις
κύριες επιρροές τους από την ρομαντική λογοτεχνία. Με πρώτες μπάντες τους Paradise Lost, τους My Dying Bride
και τους Anathema από την Αγγλία, με τους Type O Negative από την Αμερική, τους
Tiamat από τη Σουηδία, τους The Gathering από την Ολλανδία, τους Theater of
Tragedy από την Νορβηγία (οι οποίοι ξεκίνησαν πρώτοι το χαρακτηριστικό «beauty
and the beast» στα φωνητικά της μπάντας, που είναι ο συνδυασμός υψηλών
γυναικείων φωνητικών με αργόσυρτα, αισθαντικά «γοτθικά», brutal αντρικά) το
«gothic metal» αποτέλεσε ιδιαίτερο υπο-κίνημα της heavy metal σκηνής. Αργότερα
ο «γοτθικός μεταλλικός ήχος» συνδέθηκε με neo metal και εναλλακτικές φόρμες.
Χαρακτηριστική εκδήλωση τέτοιων τάσεων υπήρξε η περίπτωση του Marilyn
Manson.
Η επιρροή του «γοτθικού» στοιχείου στην σκληρή μουσική
απλώθηκε ιδιαιτέρως κατά την δεκαετία του ’90 με αποτέλεσμα να γίνει
ανιχνεύσιμη και σε επιμέρους ρεύματα του heavy metal. Μπάντες όπως οι Cradle of
Filth, οι Theatres des Vampires και οι Moonspell έφεραν το gothic στοιχείο
κοντά στο ρεύμα του «black metal» ενώ συγκροτήματα όπως οι Tristania, οι Within
Temptation και οι Nightwish το συνέδεσαν με το symphonic metal. Επίσης οι Veni
Domine το μπόλιασαν με progressive και power metal φόρμες ενώ αργότερα το goth
συνδέθηκε σε κάποιες περιπτώσεις και με το πολύ ιδιαίτερο ύφος της neofolk
μουσικής σκηνής. Σήμερα το «gothic rock» και το «gothic metal» συνεχίζουν να
αποτελούν ιδιαίτερες σκηνές του σκληρού ήχου με διάσημες μπάντες όπως οι
Entwine, οι HIM, οι Lullacry, οι Poisonblack, οι Lacuna Coil και άλλοι. Αξίζει, σαφώς, να αναφέρουμε πως κατά την δεκαετία του 2000
η gothic αισθητική επηρέασε και το βραχύβιο μουσικό κίνημα των Emo. Όπως επίσης
και το ότι κατά την δεκαετία του ’90 το «gothic» στοιχείο διαπότισε σε μεγάλο
βαθμό την ηλεκτρονική μουσική με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το ρεύμα του
electrogoth.
Η κουλτούρα της κοινότητας των εκφραστών του Gothic
Αλήθεια, τι είναι αυτό που κάνει το gothic τόσο ξεχωριστό
και το συνδέει με μουσικές τάσεις επί τριάντα χρόνια; Μα ασφαλώς η θεματολογία
του. Όπως έγραψα και στην αρχή, το gothic ανάγει τις αφετηρίες του στον
Ρομαντισμό και συγκεκριμένα στον «γοτθικό Ρομαντισμό», ως υποκατηγορία της
φανταστικής λογοτεχνίας. Στην νεότερη έκφρασή του το «γοτθικό στοιχείο»
διατηρεί ακόμη πολλές από τις ρομαντικές του καταβολές. «Tο να είσαι Goth, για
μένα, είναι να βλέπεις την ομορφιά και την επικείμενη καταστροφή ταυτόχρονα.
Για μένα είναι ο τελευταίος χορός καθώς οι τοίχοι γκρεμίζονται γύρω σου
-(Beatgrl σε ερώτηση τι είναι για σένα το Goth)». «Είναι η ικανότητα να
βρίσκεις την τέχνη εκεί που φαίνεται ότι απουσιάζει. Να βρίσκεις το φως στο
σκοτάδι και να το εν αγκαλιάζεις για όλη την αξία του-(Jennifer Mason σε
ερώτηση τι είναι για σένα το Goth)». Ενδιαφέρουσα είναι και η σχέση του goth με την θεματική του
θανάτου, στην οποία υπάρχει μεγάλη παρερμήνευση πολλές φορές και από τους
ίδιους τους «γκοθάδες». Σε γενικές γραμμές το gothic κίνημα θέλει να εκφράσει
την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και να εξωτερικεύσει σκέψεις
που οι άνθρωποι έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους και φοβούνται να
εκφράσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο θάνατος.
Ο θάνατος και η ερμηνεία του ήταν πάντα μια θεμελιώδεις αρχή
για την ανθρωπότητα και συνδέθηκε με την τέχνη, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία.
Σήμερα η επαφή που έχει ο άνθρωπος με τον θάνατο είναι συνήθως μέσω της
παρακολούθησης ειδήσεων, βιβλίων και ταινιών, δηλαδή έμμεση. Οι δυτικές
καταναλωτικές κοινωνίες που προκρίνουν την υλική ευμάρεια, τον φιλελευθερισμό,
το απτό κέδρος και τον ανθρωπισμό έχουν απωθήσει την θεματική του θανάτου, ως
κάτι που σηματοδοτεί το απόλυτο τέλος ενός υλιστικού κόσμου χωρίς μεταφυσικές
πίστεις. Οι άνθρωποι της εποχής μας έχουν απομακρύνει την σκέψη του θανάτου ως
ενδεχόμενου, καθώς τα φάρμακα έχουν αυξήσει τον μέσο όρο ζωής και οι κίνδυνοι
για την εξασφάλιση της διαβίωσης έχουν μειωθεί σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε
παλαιότερες εποχές. Αλλά και στην επικρατούσα φιλοσοφία της ζωής εκείνο που
σήμερα εκτιμάται είναι το απτό παρόν. Αντίθετα, στην ρομαντική παραδοσιοκρατική αντίληψη το παρόν
δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχεια του παρελθόντος και ο προπομπός του
αύριο. Στα πλαίσια αυτής της σκέψης, ο θάνατος είναι η φυσική κατάληξη μιας
αέναης διαδοχής. Αν η μνήμη του χθες χαθεί, το σήμερα δεν έχει νόημα και το
αύριο φαντάζει άνευ προοπτικής. Σε μια γοητευτικά μακάβρια δήλωση της
νεορομαντικής του φιλοσοφίας, ο Γάλλος εθνικιστής λογοτέχνης Μωρίς Μπαρρές είχε
πει ότι αν δεν υπάρχουν νεκροταφεία, δεν υπάρχει έθνος. Έχει καταγραφεί σε πολλές
πηγές η συνήθεια των παλαιών ρομαντικών, από τους Γερμανούς του 18ου αιώνα
μέχρι τον Ίωνα Δραγούμη, να ρεμβάζουν την θέα νεκροταφείων, προκειμένου να
σηματοδοτήσουν το ότι οι τόποι του θανάτου είναι συνάμα και τόποι μνήμης
(τάφος -μνήμα), με την μνήμη να αποτελεί κεντρική νοητική δύναμη νοηματοδότησης
των πραγμάτων.
Οι «γκοθάδες» της εποχής μας έχουν υιοθετήσει αυτή την
συνήθεια στην οποία δίνουν όμως διαφορετική ερμηνεία. Το goth αναγνωρίζει την
ισορροπία μεταξύ φωτός και σκότους, ζωής και θανάτου χωρίς την απομάκρυνση,
άρνηση ή τον φόβο σε πολλά «αποκρουστικά» για τον μέσο άνθρωπο θέματα και έτσι
εξηγείται η συνήθειά των εκφραστών του να συχνάζουν σε νεκροταφεία. Πολλοί
πιστεύουν ότι το goth αντιπροσωπεύει το αναπόφευκτο του θανάτου και την ύπαρξη μιας
«σκοτεινής» πλευράς στην ανθρώπινη ζωή. Η ερωτική εμπειρία μεταξύ των gothsters είναι εξίσου
«περίεργη» σε αρκετές εκδοχές της. Και τούτο γιατί δεν είναι λίγες οι
περιπτώσεις που η «γοτθική» υπέρβαση των κοινών μέτρων της καθημερινότητας
αποκτά και αισθησιακές προεκτάσεις. Εξάλλου, ακόμη και στον ανδροκρατούμενο
χώρο του heavy metal το gothic παρακλάδι συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό γυναικών. Άρρηκτη είναι και η σχέση του gothic με το υπερφυσικό.
Μολονότι κάποιοι gothsters ακολουθούν την επικρατούσα ανά χώρα θρησκεία
υπάρχουν άλλοι που ακολουθούν παγανιστικές ατραπούς ή πιστεύουν στην μαγεία και
στην αύρα ενώ πολλές φορές πραγματοποιούν τελετές, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν
είναι επικίνδυνες, διότι το goth κίνημα δεν απαρτίζεται από ανθρώπους που
χρησιμοποιούν βία. Αρκετοί gothsters δείχνουν ενδιαφέρον για την λατρεία
σκοτεινών θεοτήτων της ευρωπαϊκής παράδοσης, όπως είναι η «μεγάλη μητέρα θεά»
και ο «κερατοφόρος θεός» και πολλές φορές υπάρχει η λανθασμένη ταύτισή τους με
τον Σατανά και τη Λιλλάκε (η αλλιώς Λίλιθ). Ωστόσο, θα έλεγε κανείς ότι η όλη
σχέση έχει μάλλον πολιτιστικά και αισθητικά γνωρίσματα κι όχι αληθινό
θρησκευτικό υπόβαθρο. Πρόκειται για μια ακόμη αισθητική διερεύνηση πεδίων με
σκοτεινή αισθητική, για καλλιτεχνική πράξη δηλαδή και όχι για αληθινή
θρησκευτική τάση.
Δυστυχώς ενώ η «γοτθική κουλτούρα» είναι ιστορικά
συνδεδεμένη με τον Ρομαντισμό και τον πολιτικό Ρομαντισμό, τα άτομα που
εκφράζουν την σύγχρονη «goth» εκδοχή της συνήθως προσανατολίζονται ιδεολογικά
σε φιλελεύθερες κατευθύνσεις. Η αισθητική ακρότητα του goth μάλλον συνοδεύεται
αντιφατικά από political correct ιδέες. Ενδεχομένως να συμβαίνει αυτό λόγω του
ότι κατά καιρούς οι gothsters έχουν δεχτεί «ρατσιστικές» επιθέσεις για την
εμφάνιση και την κουλτούρα τους αλλά και γιατί οι περισσότεροι είναι απλώς
έφηβοι που αδυνατούν να διακρίνουν την αληθινά ανατρεπτική ουσία του
Ρομαντισμού από τις προσφερόμενες –δήθεν αντισυστημικές ή επαναστατικές-
ελευθεριακές εκφράσεις του συρμού. Τούτο έχει φέρει συχνά την goth κοινότητα
κοντά σε queer, lgbt και αντιρατσιστικές οργανώσεις, κάτι που σε αρκετές
εκδοχές του καταλήγει να είναι εντελώς αντίθετο με την όλη ιδέα του Ρομαντισμού
αλλά και με την ίδια την «γοτθική» αισθητική. Φαίνεται πως η συστημική αφήγηση
της εξουσιαστικής δομής του μοντέρνου κόσμου, σε συνδυασμό με τις συνθήκες των
αστικών κοινωνιών κατάφεραν να αλώσουν ένα αγνό ρομαντικό πολιτιστικό κίνημα..
Μια ακόμα προσπάθεια των απανταχού ρομαντικών έπεσε στο κενό. Ως πότε ακόμα…
Black Metal: μια συντηρητική επανάσταση στη μοντέρνα λαϊκή κουλτούρα
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Οι Νέοι Ρομαντικοί - Νορβηγικό Black Metal και Εθνική Ταυτότητα.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η Συντηρητική Επαναστατική δυνατότητα της Black Metal τέχνης.
του Alex Kurtagić
μετάφραση: Ian Black
Black
Metal: μια
συντηρητική επανάσταση στη μοντέρνα λαϊκή κουλτούρα
Από τη σκοπιά του φυλετικού εθνικισμού, το μουσικό
είδος Black
Metal είναι
το πιο αξιοσημείωτο φαινόμενο των τελευταίων δυο δεκαετιών. Λίγοι σχετικά
πολιτικοί μελετητές και σχολιαστές έχουν ασχοληθεί με το είδος. Αυτό είναι
περίεργο, μιας και το Black
Metal τρέχει
αντίθετα στις μεταπολεμικές τάσεις που επιβάλλουν την περιθωριοποίηση και την
καταδίκη της φυλετικής συνείδησης μεταξύ των λευκών. Είναι ακόμα εκπληκτικό αν
κανείς συλλογιστεί ότι το Black
Metal αντλεί
έμπνευση και εμπεριέχει την ίδια κουλτούρα και τις λογοτεχνικές παραδόσεις που
δημιούργησαν τον σύγχρονο φυλετικό εθνικισμό. Εξάλλου, το Black Metal, με τη βοήθεια της άκρως στυλιζαρισμένης
Ευρωπαϊκής αισθητικής του, προσφέρει ένα αποτελεσματικό όπλο ενάντια στην
επίθεση προς την λευκή ταυτότητα.
Το Black Metal έχει συζητηθεί από μελετητές, υπέρμαχους της πολιτικής ορθότητας, όπως ο Keith Kahn-Harris, ιδρυτής του νέου κέντρου εβραϊκής σκέψης (New Centre for Jewish Thought), στο βιβλίο Extreme Metal: Music and Culture on
the Edge, ο Karl Spracklen στο βιβλίο The Meaning and Purpose of Leisure:
Habermas and Leisure at the End of Modernity, ο Jason Foster στο βιβλίο Commodified Evil’s Wayward Children:
Black Metal and Death Metal as Purveyors of an Alternative Form of Modern
Escapism, τον Nicholas Goodrick-Clarke στο βιβλίο Black Sun: Aryan Cults, Esoteric
Nazism, and the Politics of Identity και τους Michael Moynihan και Didrik Søderlind στο βιβλίο Lords of Chaos: The Bloody Rise of
the Satanic Metal Underground New Edition. Ενώ οι Moynihan και Søderlind παρέχουν μια
δημοσιογραφική ανάλυση στο είδος οι υπόλοιποι συγγραφείς βασίζονται σε
αναλύσεις που πηγάζουν από την Φροϋδο-Μαρξιστική ακαδημαϊκή παράδοση, που
εμπεριέχει Μαρξιστές θεωρητικούς όπως ο Louis Pierre Althusser,
μεταμοντερνιστές όπως οι Jacques Derrida και Michel Foucault, κριτικούς
θεωρητικούς όπως οι Max Horkheimer και Theodor Adorno (εξέχοντα μέλη της σχολής
της Φρανκφούρτης) και ούτω καθεξής. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι οι
ερμηνείες της κουλτούρας από αυτή τη σκοπιά, παρόλο που εμπεριέχουν όξυνες
ιδέες, είναι περιορισμένες και διαστρεβλωμένες από τους θεωρητικούς, οι οποίοι πιστεύουν
τυφλά ότι η ισότητα είναι καλή από μόνη της ενώ απορρίπτουν την θεωρία της
εξέλιξης ως άνομη ενώ χαρακτηρίζονται από τις αποξενωμένες τάσεις τους ως προς
την παραδοσιακή Δυτική κουλτούρα.
Οι περιορισμοί και στρεβλώσεις που χτίστηκαν μέσα στο
κορμό της θεωρίας επιδεινώνονται από την κατάσταση στον Δυτικό ακαδημαϊκό χώρο λόγω
της θεσμικής ορθοδοξίας, ενός κλειστού θεωρητικού περιβάλλοντος όπου
εναλλακτικές σκοπιές (όπως η ανισότητα και η θεωρία της εξέλιξης) απορρίπτονται
πρότερα ως αναξιόπιστες, απαρχαιωμένες, προκατειλημμένες ή λόγω έλλειψης
επιστημονικής βάσης. Όταν το υποκείμενο μελέτης είναι μια κουλτούρα η οποία
αρνείται ρητά τις πρώτες αρχές στις οποίες στηρίζεται ο κορμός μιας θεωρίας, πάντα
υπάρχει ο κίνδυνος ανάλυσης της μέσω εκφυλισμού και ηθικολογικής ακατανοησίας.
Η διαφωνία ως στυλ
Το Black
Metal είναι
μια ριζοσπαστική απόφυση του Heavy
Metal.
Στη δεκαετία του 1980 οι μπάντες έπαιζαν μια μορφή εμπορευματοποιημένου Heavy Metal για
τις μάζες, καταφέρνοντας έτσι να επιτύχουν υψηλές θέσεις στα μουσικά charts και
να πουλήσουν εκατομμύρια άλμπουμ. Έτσι ‘’ιδρυτικά’’ στοιχεία της Heavy Metal ζήτησαν η σκηνή να μετατραπεί πάλι σε
underground
και
για να το κάνουν πράξη ανέπτυξαν ακραίες παραλλαγές του ήχου, θεωρώντας ότι
είναι περισσότερο αρμονικό με την αρχική αντί-εμπορική και ‘’αντί-κουλτουριάρικη’’
υφή του. Κάτι τέτοιο ήταν το Black
Metal με
το όνομά του από τα σατανικά και αποκρυφιστικά θέματα και τις αισθητικές του. Το Black
Metal ηχητικά
δεν μοιάζει καθόλου με το Heavy
Metal.
Και τα δύο μουσικά είδη βασίζονται στα ίδια μουσικά όργανα (κιθάρα, μπάσο,
ντραμς και φωνητικά)· και τα δυο χαρακτηρίζονται από ηχητική ένταση, ακραία
φωνητικά και από τη χρήση πολύ ενισχυμένων κιθάρων. Οι μουσικοί της Heavy Metal τείνουν
να χρησιμοποιούν τη συνηθισμένη μουσική δομή στα τραγούδια τους (στίχος,
επωδός, στίχος, επωδός, σόλο, στίχος, επωδός) και να τραγουδάνε υψηλά μελωδικά
φωνητικά. Ακόμα οι κιθαρίστες ενσωματώνουν επιρροές από την κλασική μουσική στο
στυλ τους και παίζουν με τρόπο που υποδεικνύει τις ρίζες του Heavy Metal στη
Rhythm και
στη Blues.
Η στιχομυθία στη Heavy
Metal εμπεριέχει
επιφανειακά ζητήματα που συνδέονται με τη νεότητα και την εφηβεία όπως ο
έρωτας, το sex, η
νεανική επανάσταση, η μέθη κλπ.
Το Black
Metal από
την άλλη πλευρά είναι πολύ πιο σκοτεινό και ακραίο, ευνοώντας έναν ωμό,
θορυβώδη και πολύ σκληρότερο ήχο στην κιθάρα, μη προβλέψιμες μουσικές δομές και
κλασσικές επιρροές στη μελωδία που επιβάλλουν βλοσυρότητα, μυστικισμό, θλίψη
και μισανθρωπία· μη ανθρώπινα και δαιμονικά φωνητικά ακατάληπτα και
αντί-ηχητικά. Ακόμα η στιχομυθία στη Black Metal τείνει να είναι σοβαρή και
απόκρυφη, με σχέσεις στο μυστήριο και στη προ-χριστιανική μυθολογία και στην περηφάνια
για τις πατρώες θρησκείες, τον πόλεμο, την μισανθρωπία, την γενοκτονία, και το
μίσος προς τον χριστιανισμό. Το Black
Metal διαφέρει
σημαντικά από το Heavy
Metal αισθησιακά.
Το Black Metal ευνοεί
το μαύρο χρώμα περισσότερο από κάθε άλλο χρώμα. Τα λογότυπα από τις μπάντες
τείνουν να είναι στρεβλά και περίτεχνα δύσκολα στην ανάγνωση και γεμάτα με
παγανιστικά και μυστικιστικά σύμβολα όπως ρούνους, σβάστικες, ανάποδους
σταυρούς, πεντάλφα και mjölnirs (το μυθολογικό σφυρί του Θωρ) ενώ ελικοειδή
γοτθικά γράμματα είναι πανταχού παρόντα.
Οι μουσικοί χρησιμοποιούν ψευδώνυμα
εσωτερίστικου και μυθολογικού τύπου και αρέσκονται να βάφουν τα πρόσωπά τους με
άσπρη και μαύρη μπογιά (corpse
paint).
Στα άλμπουμ τους εμφανίζονται σε δάση, μεσαιωνικά κάστρα, σε χειμερινά τοπία
ντυμένοι με κατάμαυρα δερμάτινα ρούχα φορτωμένα με καρφιά. Δεν είναι σπάνιο για
τους πιο ακραίους να ενδίδουν σε αυτοτραυματισμούς, συνήθως με μαχαίρια γύρω
από τα χέρια και στο στήθος, και μετά να φωτογραφίζονται καλυμμένοι με το αίμα
τους. Αυτό γίνεται για να δημιουργήσουν φόβο και απέχθεια προς τους λάτρεις της
mainstream
μουσικής
κουλτούρας και για να διαφοροποιηθούν ριζικά από τη μισητή αυτή μουσική
κουλτούρα των μαζών και έτσι καταφέρνουν το Black Metal να
περνάει απαρατήρητο έξω από το μουσικό υποκουλτούρικο κοινό του.
Οι απαρχές του Black Metal
Οι πρώτες Black Metal μπάντες ήταν οι Σουηδοί Bathory και
οι Βρετανοί Venom. Τα
εύσημα έχουν οι Venom
στη
δημιουργία του όρου Black
Metal,
που πρωτοεμφανίστηκε σαν τίτλος του 1981 άλμπουμ τους. Από την άλλη οι Bathory αποδείχτηκαν
ότι επηρέασαν περισσότερο. Παρόλο που τα πρώτα έργα τους
είχαν περισσότερο σατανιστικά θέματα και αισθητικές, αυτά σταδιακά εκτοπίστηκαν
από τη σύνθεση στοιχείων της κλασικής μουσικής (συνήθως της ρομαντικής
περιόδου) και μιας αυξανόμενης γοητείας προς την προ-χριστιανική σκανδιναβική
μυθολογία και ιστορία. Άλμπουμ τους όπως Blood Fire Death (1989), Hammerheart (1991) και Twilight of the Gods (1992) κατέληξαν να εμπνεύσουν τη
δημιουργία ενός νέου είδους, του γνωστού ως Viking Metal. Την ίδια επιρροή στη μουσική είχαν και οι Ελβετοί Hellhammer, που αργότερα
μετονομάστηκαν Celtic
Frost.
Οι Hellhammer
ήταν
αποτέλεσμα των κινημάτων της Heavy
Metal της
δεκαετίας του 1980 όπως το Thrash, Death και
Black αλλά
δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε κάποιο από αυτά. Μέσω των υψηλά ποιητικών και
εσωτερίστικων στίχων τους και της ολοένα πιο περίτεχνης μουσικής σύνθεσης τους οι
Hellhammer/Celtic Frost πρωτοστάτησαν
στη μετατροπή της Metal
σε
μια εκλεπτυσμένη δημοφιλή τέχνη. Την εποχή που η Heavy Metal φαινόταν
απορροφημένη κυρίως από θέματα μικρότητας και ηδονής (party, γυναίκες, sex κ.α.), τα άλμπουμ των Celtic Frost ασχολούνταν
με θεούς και αρχαίους πολιτισμούς, των Bathory με
τον Asatru
(όρος που χαρακτηρίζει τον σκανδιναβικό νέο-παγανισμό), τους Vikings και
τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι Βρετανοί Thrash, Skyclad, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη
δημιουργία του Folk
Metal,
ένα είδος που ενσωματώνει παραδοσιακά μουσικά όργανα μέσα στη δομή της Black Metal και
που οι μουσικοί της έχουν σχέσης με τις Black και
Viking Metal σκηνές.
Το σύγχρονο Black Metal έχει πάψει εδώ και καιρό
να χαρακτηρίζεται κυρίως από το σατανισμό. Πράγματι από τα τέλη του 1980
μερικές Black
Metal μπάντες
έχουν συνειδητά αρνηθεί να ορίζονται από μια ξένη (μη-ευρωπαϊκή) μονοθεϊστική
παράδοση. Ωστόσο με το να τοποθετείται απέναντι στον χριστιανισμό, ο σατανισμός
απλός αντιστρέφει τις χριστιανικές αρετές, αντί να τις απορρίψει, και έτσι υιοθετεί
μια αυθεντική Ευρωπαϊκή κοσμοθέαση. Πολλοί μουσικοί στη Black Metal έχουν,
σαν αποτέλεσμα, αναγνωρίσει την επιπολαιότητα και την απόλυτη ματαιότητα της
συνέχισης του ‘’πολέμου ενάντια στον ιουδαιοχριστιανισμό που ήταν η κεντρική
θέση της Black
Metal σκηνής
στις αρχές και στα μέσα του 1990. Εξάλλου το Black Metal είχε
από καιρό διασπαστεί σε μια ποικιλία ορμητικών παγανιστικών υποειδών, όπως το Viking και
το Folk Metal και
του πιο ακραίου και ριζοσπαστικού όλων, το Εθνικοσοσιαλιστικό Black Metal (NSBM).
Παραδοσιοκρατία και συντηρητική επανάσταση
Μερικές από τις πιο μαγευτικές πτυχές του Black Metal είναι
ο παραλληλισμός του με τις ιδέες και τις ευαισθησίες της συντηρητικής
επανάστασης και γενικότερα των λαϊκών εθνικών κινημάτων που σάρωσαν τη Γερμανία
στον 19ο και 20ο αιώνα. Αυτές οι ομοιότητες είναι τόσο
εμφανείς ώστε το Black
Metal να
θεωρείται, αν όχι η συνέχεια, τότε η αναγέννηση της συντηρητικής επανάστασης
στο επίπεδο του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού. Το Black
Metal είναι
μέρος μιας ακμάζουσας υποκουλτούρας, της αντίστασης στο σύστημα ενάντια των
λευκών. Αυτή η υποκουλτούρα αποτελείται από έναν συνδυασμό από διασυνδεδεμένα
μουσικά είδη και υποείδη, θρησκευτικές πρακτικές, φιλοσοφικές και πολιτικές
σχολές και θεωρητικούς, ιστοσελίδες, βιβλιοπωλεία, εκδόσεις και πολιτισμικές
εκδηλώσεις όπως η μαχητική αναθέσπιση. Αυτή η υποκουλτούρα αυτοσυντηρείται μέσω
της παροχής μιας θετικής ταυτότητας, στα μέλη της, που δεν εξαρτάται από το
τρέχον σύστημα όπου οι ταυτότητες είναι αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτισμικών και
πολιτικών χορηγήσεων. Εξάλλου όπως και ο Jacques Attali είχε πρωτοπεί «η
μουσική του παρόντος είναι ο θόρυβος του μέλλοντος», έτσι κρυπτογραφημένα, το Black Metal μπορεί
να είναι περισσότερο συμπτωματικό σε πράγματα που θα έρθουν, παρά σε πράγματα
που είναι τώρα.
Η συντηρητική επανάσταση ήταν εντελώς διαφορετική από
τον σύγχρονο αμερικάνικο συντηρητισμό, που είναι μια μορφή κλασικού
φιλελευθερισμού μαζί με συντηρητικές σοσιαλιστικές θέσεις. Ο αμερικάνικος
φιλελευθερισμός πιστεύει στην πρόοδο, την δημοκρατία, την ισότητα έναντι του
νόμου και τις ελεύθερες αγορές. Η ιδεολογία του πηγάζει από τον διαφωτισμό όπως
διατυπώθηκε από τους John
Locke και
Adam Smith, οι οποίοι είναι στενά συνδεδεμένοι
με τον φιλελευθερισμό. Αυτοί θεωρούν ότι ο άνθρωπος είναι ένα λογικό ον,
κυρίαρχο άτομο προορισμένο να ζει μοναχικά και ατομικά, πιστεύουν στη
γραμμικότητα της ιστορίας και την προοδευτική αντίληψή της. Οι Γερμανοί
συντηρητικοί επαναστάτες, όπως και άλλα εθνικά κινήματα, αντιδρούσαν ενάντια
του ορθολογισμού του διαφωτισμού, και σε αμερικανικούς όρους, έχουν πολλά κοινά
με τους νότιους Agrarians
(μια
ομάδα από 12 Αμερικανούς συγγραφείς, ποιητές, δοκιμιογράφους και λογοτέχνες με
ρίζες από τις νότιες πολιτείες που ενώθηκαν για να γράψουν μαζί το agrarian manifesto, μία συλλογή από δοκίμια
υπέρ της αγροτικής κουλτούρας των νότιων πολιτειών, του συντηρητισμού και της
θρησκοληψίας). Κοινός τους εχθρός ήταν ο μοντερνισμός, η αστικοποίηση και η
βιομηχανοποίηση.
Η παραδοσιοκρατία χαρακτηρίζεται από τη ρομαντική
αντίληψη της γερμανικής λαογραφίας, τοπικής ιστορίας, αίματος και γης και του
φυσικού μυστικισμού. Ο όρος πηγάζει από τη Γερμανική λέξη Volk, που σημαίνει λαός, μαζί με μία χροιά
λαογραφίας, φυλής και εθνικότητας. Ανάμεσα στους Γερμανούς ρομαντικούς, το ‘’Volk’’ έκφραζε την ένωση μιας ομάδας
ανθρώπων με μια υπερβατική ουσία, δηλαδή την ένωση του ανθρώπου με τη φύση, τον
μύθο και τον κόσμο εντός του οποίου ο άνθρωπος βρίσκει ‘’την πηγή της έμπνευσής
του, το βάθος του συναισθηματισμού του, την ατομικότητά του και την ένωσή του
με άλλα μέλη του Volk’’. Η παραδοσιοκρατία προέκυψε από τον ρομαντικό εθνικισμό
στις αρχές του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα αυτός του Johan Gottieb Fichte, που μαζί με τους Ernst Moritz Arndt, Friedrich Ludwig Jahn, ‘’ξεκίνησαν τη σύλληψη του Volk μέσα
από το ηρωικό πρότυπο κατά τη διάρκεια των πολέμων της απελευθέρωσης ενάντια
στον Ναπολέοντα’’. Η παραδοσιοκρατία ξεπήδησε την εποχή που η Γερμανία υπήρχε
ως μια συλλογή από ημι-φεουδαρχικές ηγεμονίες. Επειδή δεν υπήρχε πολιτική
ενότητα για περισσότερο από μισό αιώνα, οι παραδοσιοκράτες ήταν αναγκασμένοι να
δίνουν έμφαση στα πολιτισμικά και πνευματικά στοιχεία παρά στα πολιτικά για την
επίτευξη της ενότητας.
Έτσι έφτασαν στο σημείο να εξιδανικεύσουν την έννοια του
έθνους. Αυτή η διαδικασία επέτυχε τόσο μεγάλη ορμή ώστε όταν τελικά έγινε πράξη
η πολιτική ένωση το 1871, η πεζή φύση της Realpolitik (=ρεαλιστική πολιτική)
του Bismarck
οδήγησε
σε μια τρομακτική αίσθηση απογοήτευσης. Η παραδοσιοκρατία ακόμα συνέπεσε με την βιομηχανική
επανάσταση και την παραστατική καταστροφή του γερμανικού φυσικού περιβάλλοντος,
τις μετακινήσεις του πληθυσμού, την απαρχαίωση των παραδοσιακών τεχνών και
εργαλείων, την κοινωνική αποξένωση, τις πολιτικές αναταραχές (όπως η επανάσταση
του 1848) και οικονομικές κρίσεις. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην απογοήτευση
και την ολική άρνηση της εκβιομηχανοποιημένης κοινωνίας και της μοντερνικότητας,
που κατέληξε να βλέπεται ως μια υλιστική, άψυχη, άρριζη, αφηρημένη,
μηχανοποιημένη, αλλοτριωτική, κοσμοπολίτικη και ασυμβίβαστη με τον εθνικό
αυτοπροσδιορισμό. Η παραδοσιοκρατία ήταν μια αναζήτηση προς τις ρίζες μας,
‘’προς τα μέσα αντίστοιχα μεταξύ του ατόμου, της πατρώας γης, του Volk και
του σύμπαντος’’. Ως εκ τούτου ήταν το κάλεσμα για μια ‘’Γερμανική επανάσταση
για την εκκαθάριση των επικίνδυνων νέων εφευρέσεων και για την επαναφορά του
έθνους πίσω στο πραγματικό νόημα ζωής’’. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι παραδοσιοκράτες
είδαν ‘’τις παραδοσιακές πολιτικές ως παραδείγματα της χειρότερης πτυχής του
κόσμου στον οποίο ζούσαν’’ και ‘’απέρριψαν τα πολιτικά κόμματα ως τεχνητά’’,
ευνοώντας αντ’ αυτού έναν ‘’ελιτισμό που προέρχεται από τις ημι-μυστικιστικές
αντιλήψεις τους για τη φύση και τον άνθρωπο’’.
Η εθνική απόρριψη της μοντερνικότητας ήταν μερικές
φορές συνδυασμένη με τον φυλετισμό και αποκρυφιστικά δόγματα όπως εξήγησε ο
ρουνολόγος Guido
von List, συγγραφέας του The secret of the Runes. Η φυλετική προσέγγιση της Helena Blavatsky από
τον List
αποδείχτηκε
ότι είχε σημαντική επιρροή στους αποκρυφιστικούς κύκλους. Η Guido von List Society, την οποία ίδρυσε,
συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στα μέλη της και ο σεξο-φυλετιστής Jorg Lanz von Liebenfels, συγγραφέας του Theozoologie, ιδρυτής της
εσωτεριστικής Ordo
Novi Templi (Τάγμα των Νέο-Ναϊτών) και ιδρυτής
και συντάκτης του περιοδικού Ostara.
Ο Lanz δόξασε
την Άρια φυλή ως θεανθρώπους και υποστήριζε τη στείρωση των υποδεέστερων φυλών.
Το Theozoology
του
Lanz τελικά
κατέληξε να εξελιχθεί στον αριοσοφισμό (τη μελέτη της απόκρυφης σοφίας σχετικά
με τους Αρίους). Άλλοι μαθητές του List συμμετείχαν στις Reichshammerbund
και Germanenorden, οργανωμένες από τον Theodor Fritsch, έναν διακεκριμένο
ακτιβιστή στο γερμανικό αντισημιτικό κίνημα. Όταν το Germanenorden διασπάστηκε σε δυο σχισματικές
παρατάξεις (το Germanenorden και το Germanenorden Walvater of the Holy Grail), ο Rudolf von Sebottendorf που ήταν ελευθεροτέκτονας
και λάτρης των List
και
Liebenfels
κάλεσε
τον Hermann
Pohl,
πρώτον ηγέτη του τάγματος. Ο Sebottendorf
επικοινώνησε με τον Walter
Nauhaus,
ηγέτη της Germanenorden και επικεφαλής της κοινωνίας της Θούλης, μιας
γερμανικής ομάδας μελετητών. Ο Sebottendorf
υιοθέτησε το όνομα αυτής της ομάδας για όνομα του οικήματος της Germanenorden Walvater στο Μόναχο. Παράλληλα η
κοινωνία της Θούλης είχε οργανώσει το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα [Deutsche
Arbeiterpartei (DAP)],
όπου το 1920 ο Αδόλφος Χίτλερ θα το ονομάσει σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό
Εργατικό Κόμμα [Nationalsozialistische deutsche Arbeiterpartei (NSDAP)], μερικούς μήνες μετά την ένταξή του
στο κόμμα. Ο Χίτλερ ήταν αναγνώστης του περιοδικού Ostara, του Liebenfels.
Αυτό το αποκρυφιστικό παρακλάδι της παραδοσιοκρατίας,
που στη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων παρήγαγε συγγραφείς όπως η Savitri
Devi και Miguel Serrano, εισήγαγε στοιχεία από την ανατολίτικη μυθολογία. Μια
κυκλική θέαση της ιστορίας ακολουθούμενη από το Ινδουιστικό μοντέλο των
τεσσάρων διαδοχικών εκφυλιστικών εποχών, ή Yugas· ενώ η σβάστικα είχε οικειοποιηθεί
από πάμπολλους οργανισμούς πριν το NSDAP, από τους θεοσοφιστές της Blavatsky μέχρι τους
Νέο-Ναΐτες του Lanz,
από τη Germanenorden του Fritsch μέχρι την κοινωνία της Θούλης του Sebottendorf. Παρόλο που πολλοί παραδοσιοκράτες απέρριψαν τον
αποκρυφισμό, το εβραϊκό ζήτημα ήταν ένα φλέγων ζήτημα εκείνη την εποχή. Οι
εβραίοι, ως λαός της ερήμου, κατέληξαν να βλέπονται ως ρηχοί, ξεροί, χωρίς
βάθος και ανίκανοι δημιουργικότητας. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με τους Γερμανούς
που ζούσαν σε σκοτεινά, γεμάτα ομίχλη δάση και ήταν λαός βαθύς και μυστήριος.
Ακόμα επειδή οι εβραίοι άνθισαν σε ένα φιλελεύθερο, κοσμικό, εμπορικό και
αστικό περιβάλλον, θεωρήθηκαν ως μετενσάρκωση της μοντερνικότητας και ως εκ
τούτου ένα διεφθαρμένο, συνωμοτικό ξένο έθνος, ένας ύπουλος παράγοντας
διάλυσης. Πράγματι οι εβραίοι είχαν στενές σχέσεις με τους φιλελεύθερους και τη
χειραφέτηση ειδικά της επανάστασης του 1848.
Εξ αιτίας της σχέσης του με τον Εβραϊσμό, ο
Χριστιανισμός τέθηκε κάτω από αυστηρό έλεγχο. Από κοινού πολλοί παραδοσιοκράτες
όπως ο Paul de Lagarde κατηγόρησαν τον Άγιο Παύλο ότι είχε δημιουργήσει ένα
περίβλημα Χριστιανισμού υπό την αιγίδα του στυγνού εβραϊκού νόμου και
υποστήριξαν μια γερμανική θρησκεία όπου μέσω της επανευθυγράμμισης των
πνευματικών δυνάμεων θα επιτυγχανόταν η πραγματική ένωση του Volk. Η επίθεση
του Νίτσε στον χριστιανισμό ως εξουθενωτικό παράγοντα επηρεάστηκε από τον
αντι-εβραίο αλλά παρόλα αυτά χριστιανό Lagarde. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η παραδοσιοκρατία
απέκτησε πολιτική βάση που προκλήθηκε από την οδύνη της στρατιωτικής ήττας σε
ένα πλαίσιο όπου παραδοσιοκρατικές ιδέες είχαν από καιρού εκλείψει από τα
γερμανικά ιδρύματα. Η συντηρητική επανάσταση προέκυψε εκείνη τη ώρα ως το κύριο
παραδοσιοκρατικό κίνημα. Το κίνημα οργανώθηκε περισσότερο οργανικά παρά
μηχανικά, δηλαδή βασίστηκε στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, εστίασε στη
βραβευθείσα λαϊκή κοινότητα και εναντιώθηκε στην πάλη των τάξεων, πίστευε στο Führerprizip (=αρχή
Ηγεσία) ενάντια στην οχλοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, δόξασε τον πόλεμο
έναντι του αντιηρωικού οικονομισμού και απέρριψε τον προοδευτικό φιλελευθερισμό,
την ισότητα και την τετριμμένη εμπορική κουλτούρα της αστικοποίησης και
βιομηχανοποίησης.
Οι συντηρητικοί επαναστάτες ήταν πραγματικοί επαναστάτες
διότι κατάλαβαν ότι ο πολιτισμός απειλούνταν όχι εξ ολοκλήρου από τον
φιλελευθερισμό και τον κομμουνισμό, αλλά από ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, που
έπρεπε να αντικατασταθεί, χρησιμοποιώντας επαναστατικά μέσα αν χρειαζόταν, από
μια νέα τάξη βασισμένη σε συντηρητικές αξίες. Παρόλο που ο όρος υπήρχε πριν από
τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εντάχτηκε στη γενική χρήση μόνο αφ’ ότου
διαδόθηκε από τους Hugo von Hoffmannstahl και Edgar Julius Jung κατά τη
διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι Oswald Spengler, Ernst Jünger
και Carl
Schmitt μαζί
με τον Arthur
Moeller van den Bruck (ο οποίος επινόησε τον όρο 3ο
Ράιχ) ήταν εκπρόσωποι αυτού του κινήματος. Οι παραδοσιοκρατικές ιδέες είχαν
σημαντική κοινωνική προβολή και θεσμική νομιμοποίηση πολύ πριν έρθουν στην
εξουσία οι Εθνικοσοσιαλιστές. Περιθωριοποιήθηκαν βέβαια από την συμμαχική
κατάληψη της Γερμανίας μετά την ήττα της το 1945.
Το Black
Metal και
η ανασύσταση της παραδοσιοκρατικής σκέψης
Πως οι παραδοσιοκρατικές ιδέες αναδύθηκαν στη λαϊκή
κουλτούρα; Στη δεκαετία του ‘60 ο χριστιανισμός εισήλθε σε μια φάση παρακμής
στη δύση, ακολουθώντας μια μεγάλη περίοδο σκεπτικισμού και την εχθρότητα
διάφορων πολιτικών ιδεολογιών της αριστεράς και της δεξιάς. Όπως ήταν το
πρότυπο στη δύση από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και έπειτα, η παρακμή της
κυρίαρχης θρησκείας συνέπεσε με μια αναζωογόνηση εναλλακτικών πνευματικοτήτων,
εξωτικών θρησκειών και τον αποκρυφισμό. Πολύ από αυτό το ενδιαφέρον βρήκε τρόπο έκφρασης στη
λαϊκή κουλτούρα μέσω της μουσικής. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι
οι Led Zeppelin όπου
τα τραγούδια τους συνδυάζουν τον αποκρυφισμό του Aleister Crowley, τον J. R. R. Tolkien και
η παγανιστική νορβηγική και αγγλοσαξονική λαογραφία. Καλλιτέχνες όπως οι Black Sabbath, Black Widow και
Coven επίσης
συσσωμάτωσαν αποκρυφιστικά θέματα και επηρέασαν μεταγενέστερα κύματα πιο ρητών
σατανιστικών καλλιτεχνών όπως ο King
Diamond και
οι Mercyful
Fate. Επηρεασμένοι από τους Black Sabbath οι Motörhead και οι
Bathory αναδύθηκαν
σε αυτό το περιβάλλον. Έχουμε ήδη αναλύσει πως τα σατανικά θέματα των πρώτων
δίσκων των Bathory
αντικαταστάθηκαν
από νορδικά και παγανιστικά. Ο Thomas
Forsberg
των
Bathory αρθρογράφησε
για το σκεπτικό ότι ο χριστιανισμός αποτελούσε μια ξένη θρησκεία, μια μορφή
ιουδαϊκής πνευματικής αναζήτησης που ήθελε να καταστρέψει και να εξαφανίσει τον
αυτόχθονα ευρωπαϊκό παγανισμό. Κατά τη δεκαετία του 1990 αυτή η ιδέα ήταν πολύ
ισχυρή και επηρέασε την υποκουλτούρα του Black Metal ειδικά
στη Σκανδιναβία.
Οι αντιχριστιανικές θέσεις στις τάξεις της Black Metal συνήθως
είναι δυο κατηγοριών: οι νιτσεϊκές και οι νεοπαγανιστικές. Οι νιτσεϊκοί
χαρακτηρίζουν τον χριστιανισμό σαν μια αδύναμη θρησκεία με πραότητα, μετάνοια,
εξομολόγηση και αυτοάρνηση. Οι νεοπαγανιστές γενικά συμφωνούν με τους
νιτσεϊκούς αλλά τονίζουν την ξενική και καταστροφική επιρροή του χριστιανισμού
σε σύγκριση με την πιο αυθεντική ευρωπαϊκή παγανιστική παράδοση. Αυτή η άποψη
είναι ρητά παραδοσιοκρατική, προκαλώντας την ένωση του αίματος, της γης, της
φυλής, του έθνους, του πνεύματος και του Volk. Η Black Metal σκηνή
ακόμα τείνει στον αντισημιτισμό για τους ίδιους παραδοσιοκρατικούς
αντιχριστιανικούς λόγους. Μερικοί μουσικοί ήταν τόσο στρατευμένοι αντιχριστιανοί
οι οποίοι στις αρχές με μέσα του ‘90, ξεκίνησαν μια εκστρατεία εμπρησμού
εκκλησιών. Στον κόσμο του Black Metal, η γνήσια πνευματικότητα του και το
βάθος της καλλιτεχνικής του έκφρασης είναι να ψάχνεις άφοβα τη σκοτεινή
ανθρώπινη ψυχή. Εξού και τα ακατάπαυστα σκοτεινά τραγούδια γεμάτα μίσος, φόβο,
μελαγχολία και κατάθλιψη. Το ‘’αληθινό’’ Black Metal θέλει
να απέχει όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται από την επικρατούσα καπιταλιστική
μαζικοποιημένη κοινωνία, την οποία αντιλαμβάνεται ως ανούσια, τετριμμένη,
υλιστική, άμυαλη, υποτακτική, μη δημιουργική και υποκριτική.
Η υποκουλτούρα του Black Metal εξυμνεί
τον πόλεμο και το πολεμικό πνεύμα. Σκηνές από μάχες είναι συχνές στα εξώφυλλα
δίσκων και οι μουσικοί συχνά φωτογραφίζονται κρατώντας τσεκούρια ή σπαθιά και
φορώντας φυσιγγιοθήκες, βραχιόλια με καρφιά και δερμάτινους θώρακες. Επίσης τα
τραγούδια εξυμνούν τον πόλεμο και τη μάχη, συχνά ηρωική αλλά πάντα αιματηρή. Ο μυστικισμός
στο Black
Metal πάντα
είναι τυλιγμένος από ένα πέπλο μιλιταρισμού. Οι μουσικοί ακόμα τονίζουν τη φύση και το τοπίο αλλά
ακόμα και εκεί υπάρχει μια νοσηρή και μυστικιστική ευαισθησία. Είτε είναι
εμπνευσμένη από την παραδοσιοκρατία ή από σατανικό αποκρυφισμό, η σύλληψη της
φύσης γίνεται πάντα στα πλαίσια του πνευματικού, του μυστικιστικού και του
ρομαντικού. Η αισθητική του Black
Metal προστάζει
ότι η νύχτα και ο χειμώνας είναι αιώνιοι. Τα κωνοφόρα δάση είναι προτιμότερα
από τα οργανωμένα χωράφια και τους φανταχτερούς κήπους. Οι Viking και
Folk Metal μπάντες
συνηθίζουν να έχουν μια πιο προφανή παραδοσιακή προσέγγιση της φύσης·
επιτρέποντας το φως στα τοπία τους και γενικότερα τονίζουν το ειδυλλιακό σε
αντίθεση με το αντι-διαφωτιστικό Sturm
und Drang (=θύελλα και ορμή, πρωτορομαντικό
γερμανικό λογοτεχνικό και μουσικό κίνημα μεταξύ 1760 και 1780).
Η ευαισθησία του Black Metal δεν
αρνείται τον πολιτισμό έναντι της φύσης, αλλά αντίθετα καταξιώνει τον πολιτισμό
και τη φύση πάνω από τον σύγχρονο πολιτισμό που θεωρείται μηχανικός και
υλιστικός. Στο σύμπαν του Black
Metal οι
μεγαλουπόλεις ποτέ δεν φτιάχτηκαν, η βιομηχανική επανάσταση δεν έγινε ποτέ και
η μοντερνικότητα δεν έφτασε ποτέ. Έτσι το Black Metal είναι
εκ φύσεως νοσταλγικό και εκφράζει την πλήρη άρνηση της μοντερνικότητας. Αυτή η άρνηση είναι εμφανής ακόμα και στον ήχο του,
όπου φυσικά θα ήταν αδύνατο να υπάρχει χωρίς τη σύγχρονη κοινωνία που το Black Metal αρνείται.
Έτσι η τεχνολογική πηγή του Black
Metal ήχου
είναι κρυφή στον ίδιο βαθμό με τον οποίο περηφανεύεται η Techno μουσική.
‘’Ωμές’’ Black
Metal μπάντες
ευνοούν έναν ισχυρά υποπαραγωγικό ‘’νεκρό’’ ήχο που εσκεμμένα ηχογραφούν με
μέσα χαμηλής ποιότητας ήχου, σε αντίθεση με άλλα είδη που επιλέγουν έναν
πρωτόγονο, υποπαραγωγικό ήχο ώστε το αποτέλεσμα να είναι ‘’μουσική του δρόμου’’
(όπως στη punk
μουσική).
Άλλες μπάντες χρησιμοποιούν συνθεσάιζερ για να δημιουργήσουν μια μυστικιστική
ατμόσφαιρα, ενώ μπάντες με παγανιστικό προσανατολισμό προσθέτουν παραδοσιακά
όργανα μέσα στη μουσική τους για να ξυπνήσουν μια αίσθηση παράδοσης.
Το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι ο ακροατής να χαθεί μέσα
στον ήχο, να περάσει σε μία ημιέκσταση και να ξεφύγει από την άνοια της
κοσμικότητας. Το Black
Metal εμπνέει
την ύπνωση, και συγκεκριμένα στην περίπτωση του Pagan Black Metal, και θέλει να δημιουργήσει μια
πνευματική ένωση με το τοπίο, το ασυνείδητο και τη χαμένη παγανιστική ψυχή, το
χαμένο ηρωικό πνεύμα του απώτατου παρελθόντος που λαχταρούσαν οι
παραδοσιοκράτες έναν αιώνα πριν. Η άρνηση της μοντερνικότητας πηγαίνει χέρι-χέρι με την
άρνηση του προοδευτισμού. Όπως οι παραδοσιοκράτες, έτσι και οι Black Metalers, είτε είναι παγανιστές,
είτε είναι σατανιστές είτε απλά αυτοκτονικοί παραμένουν πεσιμιστές. Ο
πεσιμισμός τους συχνά συμβαδίζει με την ινδοευρωπαϊκή κυκλικότητα της ιστορίας,
στην οποία η ιστορία ξεκινάει με μια χρυσή εποχή, παρακμάζει μέσω της ασημένιας
και μπρούτζινης εποχής στην σύγχρονη σιδερένια ή σκοτεινή εποχή η οποία είναι
καταδικασμένη να αφανιστεί είτε μέσω της ίδιας της της παρακμής είτε μέσω μιας
κατακλυσμικής τελευταίας μάχης, όπου μετέπειτα μια νέα χρυσή εποχή θα ανατείλει. Αναφορές σε τέτοιου είδους πεσιμιστές όπως οι Νίτσε και
Spengler
και
πιο μυσταγωγικούς όπως οι Julius
Evola, Savitri Devi, Miguel Serrano, H. P. Lovecraft είναι
αρκετά πιο συχνές στο Black
Metal ειδικά
σε μπάντες όπως οι Pantheon, Arkthos, Darkthule, Sons of North, TYR, Hordak, Drowning the Light, Absurd, Grand Belial’s Key, Sigrblot, Beyond the North Winds κ.α.
Η εμφάνιση ρητού Εθνικοσοσιαλιστικού Black Metal ήχου
δεν πρέπει να ξαφνιάζει καθόλου, διότι το αυθεντικό παραδοσιοκρατικό κύμα ήταν
η θερμοκοιτίδα συντηρητικών επαναστατικών τάσεων, συμπεριλαμβανομένου και του
Εθνικού Σοσιαλισμού, και από τα μέσα του ‘90 το Black Metal δημιούργησε
την ίδια πολιτισμική λογική που οδήγησε στον Εθνικοσοσιαλισμό 80 χρόνια πριν. Η προθυμία με την οποία όμως το Black Metal ήρθε
να εναγκαλισθεί ιδέες και ευαισθησίες που είχαν στιγματιστεί τόσο πολύ μετά την
νίκη των συμμάχων το 1945 ακόμα χρίζει περαιτέρω ανάλυσης. Η απάντηση βρίσκεται
στη φύση της γέννησης του Heavy
Metal μετά
την πτώση της pop
μουσικής
το 1960. Η Deena
Weinstein
αναγνωρίζει
δυο σκέλη μέσα σε αυτή τη γέννηση, ένα ιδεαλιστικό και ένα συντηρητικό, τα οποία
ενώθηκαν με την έναρξη του Heavy
Metal. Το Heavy
Metal προέκυψε
σε μια εποχή όπου ο αυθεντικός δημογραφικός πυρήνας του ήταν λευκοί άντρες της
εργατικής τάξης οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με μια ακμάζουσα κοινωνική,
πολιτισμική, οικονομική, πολιτική και δημογραφική μετατόπιση εξαιτίας της
ραγδαίας αύξησης του ακραίου φεμινισμού, του μαχητικού ακτιβισμού των μαύρων, διάφορων
νομοθετικών διακρίσεων σε στέγαση, μόρφωση και εργασία που ευνοούσαν μειοψηφίες
μη λευκών μεταναστών από τριτοκοσμικές χώρες. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις εφόσον
ήταν στυγνά εθνοκεντρικές βοήθησαν στη δημιουργία μιας σιωπηρής λευκής
κοινωνίας, και ενός κόσμου που η λευκότητα συνεχώς αποκεντρώνονταν. Έτσι το
κοινό της Heavy
Metal έγινε
αυτό που η Weinstein
αποκαλεί
‘’περήφανοι παρίες’’. Η κουλτούρα της Heavy Metal καθορίζονταν
από τις ρίζες της εργατικής τάξης της και η εργατική τάξη από τη φύση της είναι
συντηρητική, με πολύ συγκεκριμένους αντρικούς και γυναικείους ρόλους, την
προθυμία της έκφρασης ισχυρών συναισθημάτων και τη δυσπιστία απέναντι στην
κυβέρνηση και τις πολυεθνικές εταιρίες. Είναι αναμφισβήτητα μια κουλτούρα που
απέχει από τον μοντέρνο φιλελευθερισμό.
Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που το Heavy Metal είχε
την τάση να αντιστέκεται στις ριζικές αλλαγές και από τη δημιουργία του γιόρταζε
την ηρωική αρρενωπότητα και στηρίζεται σε μια ακεραιότητα και αυθεντικότητα του
ήθους και αποδοκίμαζε την ίδια την εμπορευματοποίησή του. Φυσικά, για τους
θαυμαστές, το χειρότερο που μπορεί να πει κάποιος για μια μπάντα είναι ότι
‘’ξεπουλήθηκε’’ δηλαδή εμπορευματοποιήθηκε. Παρ ‘όλα αυτά, το Heavy Metal απέκτησε
πολλούς ακροατές από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις, και έτσι μετέπειτα
παρακλάδια ακολούθησαν το ίδιο μονοπάτι. Η μικρομεσαία τάξη έχει την ίδια
δημογραφικότητα (λευκοί άντρες της εργατικής τάξης) την οποία ο Mosse χαρακτήρισε
ως διαμορφωτές της παραδοσιοκρατικής κριτικής στην μοντερνικότητα μισό αιώνα
πριν και μάλιστα τα βασικά χαρακτηριστικά του Heavy Metal είναι
ιδιαίτερα συμβατά με αυτές τις κριτικές.
Ακόμα και στις σκληρότερες μορφές του, το Black Metal, τείνει να φαίνεται πιο ελιτιστικό
και πιο πολιτισμικά εξελιγμένο από ότι το μητρικό του είδος (Heavy Metal), αλλά δεν άλλαξε τη βασική
αντι-μοντερνική, αντι-φιλελεύθερη, αντι-εμπορική, αντι-κοσμοπολίτικη άποψη που
κληρονόμησε από το Heavy
Metal,
απλά την έκανε πιο σοβαρή, την εμβάθυνε ιδεολογικά, την επεξεργάστηκε
καλλιτεχνικά και την ριζοσπαστικοποίησε μεταπολιτικά. Εξ αρχής οι Black Metalers ήταν
περήφανοι παρίες μέσα στον μοντέρνο κόσμο και ήταν δεκτικοί σε ιδέες ενάντια
του κατεστημένου, είτε κοινωνικού είτε πολιτικού, που ήταν συμβατές με το άτυπο
σύνταγμα του Black
Metal. Συνοψίζοντας, μια μεγάλη μερίδα των οπαδών του Black Metal είναι
διανοητικά και αισθησιακά παραδοσιοκράτες. Crowley, σατανισμός και Tolkien ‘’βράζουν
στο καζάνι’’ του Black
Metal αλλά
αυτά τα στοιχεία έχουν χρησιμοποιηθεί στο βαθμό που είναι συνεπή στην
παραδοσιοκρατική κοσμοαντίληψη. Ως εκ τούτου μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει
εύλογα το Black
Metal ως
μια αναβίωση της συντηρητικής επανάστασης, που έχει βέβαια μεταβληθεί ριζικά
στο πλαίσιο μίας σύγχρονης μουσικής υποκουλτούρας αλλά τα στοιχεία της
συντηρητικής επανάστασης συνεχίζουν να είναι αναγνωρίσιμα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)