μετάφραση:
Κωνσταντίνος Μποβιάτσος
Η μελέτη του έργου
του Carl Schmitt υποχρεώνει τον πολιτικό επιστήμονα να διακρίνει τις
διαφορετικές φάσεις αυτής της εργασίας και, κυρίως, να το εντάξει στο πλαίσιό του, αυτό της μετάβασης από την
Τάξη Ράιχ του Bismarck (ένα εξουσιαστικό κράτος) σε εκείνη της Δημοκρατίας της
Βαϊμάρης (ένα δυτικό μοντέλο), μετά τη γερμανική ήττα του 1918. Στη συνέχεια η
μετάβαση από αυτή τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στο Τρίτο Ράιχ και, τέλος, μεταξύ
αυτού του Τρίτου Ράιχ και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία του 1949.
Αυτό το πλαίσιο
είναι εξαιρετικά περίπλοκο και ασταθές και απαιτεί από τον ερευνητή να έχει
ενδελεχή γνώση της γερμανικής πολιτικής και θεσμικής ιστορίας, ειδικά όταν
προσπαθεί να εξηγήσει μια βασική έννοια στο έργο του Carl Schmitt, την έννοια
της απόφασης. Το εξουσιαστικό κράτος του Bismarck κράτησε βασικούς τομείς της
πολιτικής ελεύθερους από τις αντικρουόμενες συζητήσεις του κοινοβουλευτισμού,
όπως ο χειρισμός στρατιωτικών υποθέσεων και διπλωματίας. Αυτή η συμφωνία
επέτρεπε γρήγορες αποφάσεις και, στον τομέα της διπλωματίας, μια μυστικότητα.
Οι κοινοβουλευτικές
συζητήσεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δημοσιοποίησαν τα πάντα και εξάλειψαν
την ανάγκη για μυστικότητα στις διεθνείς σχέσεις. Όλα τα θέματα κουβεντιάζονταν
στον Άρειο Πάγο της Βαϊμάρης. Θέματα όπως η διαχείριση των ενόπλων δυνάμεων που
είχαν περιοριστεί στην απλούστερη μορφή τους μετά τις ρήτρες της Συνθήκης των
Βερσαλλιών, οι συμφωνίες που έκανε η Reichswehr με τη νεαρή Σοβιετική Ρωσία,
όπου τα έμβρυα ενός μελλοντικού ανασυγκροτημένου γερμανικού στρατού είχαν
εκπαιδευτεί στην περιοχή του Kazan κ.λπ. Αυτό το «δημοκρατικό άνοιγμα» της
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σήμαινε ότι όλα έπρεπε να συζητηθούν και ότι η
διαδικασία λήψης αποφάσεων είχε επιβραδυνθεί.
Η πρώτη σημαντική
φάση του έργου του Carl Schmitt αφορά την ανάγκη να φανεί η απειρία ενός
συστήματος που επιδίδεται σε στείρες συζητήσεις και αναλύσεις και την ανάγκη
λήψης γρήγορων και αποτελεσματικών αποφάσεων για το κοινό καλό του κράτους και
του λαού. Αυτό το όραμα λήψης αποφάσεων για την πολιτική εξακολουθεί να είναι
επίκαιρο για την κριτική της βραδύτητας των δυτικών κοινοβουλευτικών
δημοκρατιών. Στην Κίνα, η δύναμη του Xi Jinping είναι με αυτή την έννοια θα
λέγαμε «Σμιτιανή» (ας μας επιτραπεί ο όρος), παρόλο τον μαρξιστικό-μαοϊκό μανδύα της. Αυτό εξηγεί
την τρέχουσα αγάπη των Κινέζων στοχαστών με το έργο του Carl Schmitt.
Στην αναταραχή των
δύο τελευταίων ετών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν οι εθνικοσοσιαλιστές
κέρδιζαν σταθερά ψήφους στις εκλογές που ακολούθησαν, ο Carl Schmitt τα «λούστηκε» με διάφορους και με
αντιφατικούς τρόπους, πρώτα υποστηρίζοντας καγκελαρίους που ήθελαν να
αποκλείσουν τα κομμουνιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά κόμματα από την εξουσία,
μετά υποστηρίζοντας την κατάληψη της εξουσίας από τους τελευταίους και, κυρίως,
υποστηρίζοντας την απόφαση του Χίτλερ να εξοντώσει τα στελέχη της SA κατά τη
«Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», τον Ιούνιο του 1934. Αυτή η υποστήριξη για τη νέα εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση, βέβαια, δεν
εμπόδισε την απόλυσή του το 1936. Ο Schmitt δεν ανησυχούσε πλέον τόσο πολύ για
τη γερμανική εσωτερική πολιτική, αλλά έστρεψε την προσοχή του σε μια πολύ
σημαντική έννοια, αυτή του «ανοιχτού χώρου» ή Grossraum.
Για τον Schmitt, ο
οποίος είχε αυτοανακηρυχτεί «Καθολικός», παρά τον αφορισμό του μετά το
διαζύγιο, συνέχισε να πιστεύει ότι αληθινός Καθολικισμός είναι περισσότερο
Ρωμαϊκός, κληρονόμος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Αγίας Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους, παρά ευαγγελικός. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
είναι ένα έδαφος του οποίου η επέκταση πρέπει να οργανωθεί και τα σύνορά του
πρέπει να καθοριστούν.
Για τον Schmitt, η
νέα ρωμαιο-γερμανική αυτοκρατορία της δεκαετίας του 1930 είναι μια αναστημένη
Γερμανία, απαλλαγμένη από το αμφιλεγόμενο έρμα της Βαϊμάρης. Μια Γερμανία
που μέσω της γεωγραφικής της κεντρικής
θέσης, πρέπει να προσελκύσει τις περιφέρειές της για να εξαλείψει τις άχρηστες
συγκρούσεις που υπονομεύουν τη συνοχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού στο σύνολό του.
Επομένως ο Schmitt είναι ένας θεωρητικός της ευρωπαϊκής ενοποίησης με την
λογική ότι η μεσαιωνική, καθολική και
οικουμενική έννοια της Αυτοκρατορίας, της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή του
Ράιχ, πρέπει να δώσει τη θέση της στην πραγματιστική αντίληψη του Grossraum για
έναν «μεγάλο χώρο». Με αυτόν τον τρόπο, ο Schmitt προσδοκά μια πολύ τρέχουσα
αντίληψη, που διαδόθηκε επίσης από έναν συγγραφέα όπως ο Samuel Huntington
όταν, το 1993, προκάλεσε τη σύγκρουση των πολιτισμών. Ο Grossräume είναι στην
πραγματικότητα «χώροι πολιτισμού» όπου οι συγγένειες μεταξύ των συστατικών
προέρχονται από ένα ισχυρό ή διαδεδομένο αίσθημα κοινής κληρονομιάς.
Όταν ο Huntington μιλούσε για έναν κόσμο χωρισμένο στον δυτικό
πολιτισμό, στον ορθόδοξο, στον ισλαμικό και στον κομφουκιανικό , προφανώς
υπονοούσε ότι η δυτική ιδεολογία (φιλελεύθερη με την αγγλοσαξονική έννοια του
όρου) δόμησε τον χώρο που υπόκειται στην αμερικανική ηγεμονία, ότι η μίξη της
ορθοδοξίας και του μετακομμουνισμού δόμησε τον ρωσικό χώρο, ότι η ισλαμική
θρησκεία δόμησε έναν μουσουλμανικό κόσμο που πήγε από το Μαρόκο στην Ινδονησία,
και ότι ο πολιτικός χώρος του Κομφούκιου
ήταν αυτός με επίκεντρο την Κίνα.
Για τον Huntington,
επομένως, οι χώροι του πολιτισμού είχαν έναν ηγεμόνα σαφώς αντιληπτό, τις
Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και τη Ρωσία. Ο
μουσουλμανικός κόσμος δεν ήταν επικεντρωμένος σε μια ηγεμονική ισχύ η
οποία να επιτρέπει στις δυνάμεις εντός του χώρου του μουσουλμανικού πολιτισμού
να διεκδικήσουν μια τέτοια καθοδήγηση. Η
Τουρκία του Ερντογάν προσπαθεί σήμερα. Το ίδιο κάνει και το Ιράν, αλλά μόνο στη
σιιτική σφαίρα, που δεν καλύπτει ολόκληρο τον εξισλαμισμένο χώρο.
Στη σημερινή Ρωσία,
ο Aleksandr Dugin συνοψίζει τέλεια την σκέψη του Schmitt, την
έννοια του «Grossraum». Στα κεφάλαια που του αφιερώνει σε έναν από τους
τόμους του για την «Τέταρτη Πολιτική Θεωρία», γράφει, παραφράζοντας τον
Schmitt:
Η τάξη του Grossraum (του «μεγάλου χώρου») στο
διεθνές δίκαιο θα έχει ως συνέπεια την απαγόρευση ξένων δυνάμεων στον ίδιο αυτό
χώρο. Πράγματι, εάν το διεθνές δίκαιο είχε διατηρήσει την ιδέα του Grossraum
και την είχε γενικεύσει στο δίκαιο και τη διεθνή διπλωματία, ή εάν το διεθνές
δίκαιο θα είχε καθαγιάσει μια μέρα τη
διαίρεση του κόσμου σε ομοιογενείς και συνεκτικές αστικές περιοχές, θα έχει ως
ρητή συνέπεια την ιδέα της απαγόρευσης κάθε επέμβασης από εξωτερικές δυνάμεις.
Θα απαγορευόταν η πρακτική της ανάμιξης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός αστικού
και γεωπολιτικού χώρου.
Η ιδέα του Schmitt
για μια τόσο μεγάλη περιοχή πολιτικής συνοχής βασίζεται στην πραγματικότητα στη
μελέτη της ευρωπαϊκής και βορειοαμερικανικής διπλωματίας από τις αρχές του
δέκατου ένατου αιώνα και, ειδικότερα, στην εμφάνιση του δόγματος Monroe στη
Δύση (αμερικανικό) ημισφαίριο. Το 1823, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών
διακήρυξε ότι η Αμερική θα ανήκει μόνο στον αμερικανικό λαό και ότι οι
εξωτερικές δυνάμεις, ευρασιατικές ή του
παλαιού κόσμου, δεν επεμβαίνουν πλέον ούτε κρατούν αποικιακές ή στρατηγικές
περιοχές και αυτόχθονες πληθυσμούς ή αποικισμένους Κρεολούς.
Αυτή η διακήρυξη
ήταν μια διεκδίκηση των Κρεολών κατά της παραδοσιακής Ισπανίας, η οποία είχε
προηγουμένως στην κατοχή της ολόκληρη
την ήπειρο από το Ρίο Γκράντε έως τη Γη του Πυρός, αλλά και κατά της Ρωσίας (η
οποία κρατούσε ακόμη την Αλάσκα και τη Βόρεια Καλιφόρνια μέχρι το Fort Ross).
Επίσης και κατά της Μεγάλης
Βρετανίας, (η τελευταία
Αγγλικοαμερικανική σύγκρουση είχε λάβει χώρα μόνο εννέα χρόνια πριν από τη
διακήρυξη του Δόγματος Μονρόε). Σε
μικρότερο βαθμό κατά της Γαλλίας, η οποία κατείχε μόνο μερικά μικρά νησιά στην
Καραϊβική, και κατά της Δανίας, η οποία κατείχε τις Παρθένες Νήσους.
Κατά τις δεκαετίες
του 1930 και του 1940, η ιδέα του Schmitt, αναζητούσε επομένως, in tempore
suspecto, τη λύση που, στα μάτια του ως Γερμανού Καθολικού και πρώην
Πρώσου υπηκόου, θα ήταν η πιο
ισορροπημένη λύση για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Η γερμανοκεντρική
ευρωπαϊκή ιδέα του Schmitt αντικατοπτρίστηκε επίσης στον γεωπολιτικό
διάλογο της εποχής του, ειδικά στο
σχολείο που διηύθυνε ο στρατηγός
Karl Haushofer, στο οποίο δίδασκε και ο
γεωπολιτικός Gustav Fochler-Hauke (1906-1996), του οποίου η δραστηριότητα συνεχίστηκε
μετά το 1945 στην
Γερμανία. Ο Fochler-Hauke ήταν, μεταξύ
άλλων, ο εμπνευστής του ετήσιου αλμανάκ Fischer, το οποίο λειτούργησε ως έργο αναφοράς για τα υπουργεία της
Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας.
Αυτοί οι
γεωπολιτικοί επιστήμονες, μαζί με τον Carl Schmitt, ήθελαν την ανάδυση μιας
αυτάρκους Ευρώπης (ιδίως από άποψη τροφίμων), απαλλαγμένη από τις βλαβερές
επιρροές των αγγλοσαξονικών ναυτικών δυνάμεων. Ο Haushofer και η ομάδα του
ήθελαν, όπως το γενικό επιτελείο επί των ημερών μιας περιόδου της Δημοκρατίας
της Βαϊμάρης, μια συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση. Ο Schmitt έβλεπε τον
σοβιετικό εδαφικό χώρο ως ξένο προς την Ευρώπη. Για τον Schmitt, η ευρωπαϊκή
ενότητα γύρω από τη Γερμανία (τουλάχιστον αν είχε βγει νικήτρια από τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο) θα είχε επιτευχθεί, όπως ήλπιζε, με τον αφρικανικό αποκλεισμό
των ευρωπαϊκών αποικιών. Η μοίρα όμως των όπλων θα αποφασιζόταν υπέρ των
Σοβιετικών και των Αγγλοσαξόνων. Ο Haushofer αυτοκτόνησε το 1946. Ο Schmitt
εξοστρακίστηκε από την επικρατούσα ακαδημαϊκή κοινότητα για μεγάλο χρονικό
διάστημα, παρά το γεγονός ότι είχε προσωπική επιρροή στους διαμορφωτές
αποφάσεων ή στους στοχαστές που ήταν καλά αγκυροβολημένοι στο νέο μεταπολεμικό
σύστημα.
Η απώλεια των
ευρωπαϊκών αποικιών ξεκινώντας από το 1957 (το έτος της ανεξαρτησίας της
Γκάνας) σήμανε τον θάνατο για την ιδέα της Eurafrica, η οποία είχε
θεωρητικοποιηθεί στη Γερμανία το 1951, από τον πολιτικό και αναλυτή Anton
Zischka (1904-1997), υποστηρικτή της ευρωπαϊκής (και ευρωαφρικανικής)
ενοποίησης μέσω μιας ειρηνικής τεχνοκρατίας. Αυτός ο εθελοντικός ευρωπαϊσμός
βασίστηκε στην κινητοποίηση της επιστημονικής και τεχνικής κληρονομιάς των μη
ιδεολογικοποιημένων ευρωπαϊκών ελίτ και στην αξία της «εργασίας» σε αντίθεση με
την οικονομική κερδοσκοπία. Αυτή η φιλοευρωπαϊκή βούληση δεν απέκλειε, ακόμη
και στη μέση του Ψυχρού Πολέμου, όταν μαινόταν ο πόλεμος της Κορέας και
ιδρύθηκε η ΕΚΑΧ (η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα»), γόνιμες σχέσεις
με την Ασία, όπως αποδεικνύεται από το βιβλίο του το 1950.
Η τετραπλή ανάγνωση
των Schmitt, Haushofer, Fochler-Hauke και Zischka μας οδηγεί στο να υποθέσουμε μια ενωμένη
Ευρώπη αλλά αποκομμένη από τον αγγλοσαξονικό (πιο συγκεκριμένα τον αμερικανικό)
ηγεμονισμό, μια Ευρώπη ελεύθερη να συνάψει γόνιμες σχέσεις με οποιαδήποτε
αφρικανική ή ασιατική χώρα. Αυτή
η γεωπολιτική θέση είναι περίπου ισοδύναμη με το ευρασιατικό όραμα του Alexander Dugin, το
οποίο αντικαθιστά τον ηγεμόνα της
εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας που απέτυχε, με μια αποσοβιετοποιημένη Ρωσία που
δεν κατηγορείται από το σοβιετικό παρελθόν της.
Η Ρωσία λοιπόν θα
λειτουργούσε ως «γέφυρα» μεταξύ των τριών πιο πυκνών περιθωρίων της
ευρασιατικής μάζας, δηλαδή μια γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Κίνας, μεταξύ Ευρώπης
και Ινδίας. Αυτή η ιδέα να γίνει η Μόσχα
μια «γέφυρα» μεταξύ της Ευρώπης και της Κίνας, ήταν ήδη παρούσα στο
μυαλό του στοχαστή Leibniz στις αρχές του δέκατου έβδομου και του δέκατου
όγδοου αιώνα.
Το τεχνοκρατικό
όραμα του Zischka γίνεται πράξη από την Κίνα του Xi Jinping, η οποία προτείνει
χερσαίες επικοινωνίες μεταξύ όλων των περιοχών της Ευρασίας. Στη συνέχεια, αυτή
η ίδια Κίνα του Xi Jinping ανακαλύπτει ξανά, με αφοσίωση, το έργο του Carl
Schmitt και το προσθέτει στο διπλό δογματικό σώμα της: αυτό της παραδοσιακής
Κίνας (με στοχαστές όπως ο Sun Tzu, ο Κομφούκιος και ο Han Fei) και αυτό
μιας μαοϊκής Κίνας, που όμως αλλά όπου η σκέψη του Carl
von Clausewitz ήταν έντονα παρούσα.
Μια θεωρία πολύπλοκη , ψαγμένη θα έλεγα για τα
δεδομένα της εποχής, αλλά με μια καθαρή ματιά στο μέλλον. Και όπως αναφέρει ο
Carl Schmitt:
…«στο όνομα του Χανσεατικού μας παρελθόντος
εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο άνοιγμα της αρκτικής οδού για θαλάσσια
κυκλοφορία, επειδή αυτή η αρκτική διαδρομή θα συντομεύσει σημαντικά τη μεταφορά
εμπορευμάτων από τα κύρια δυτικοευρωπαϊκά λιμάνια μας (Αμβέρσα, Ρότερνταμ,
Αμβούργο ), επιτρέποντας την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα μέσω του Ρήνου
και του Έλβα».
για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...