Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολητο 1355 μ. Χ. Έκανε λαμπρές σπουδές στην
Ανδριανούπολη, όπου ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με το έργο του Πλάτωνα. Αργότερα,
όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του
Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο),
εγκαταστάθηκε με την ανοχή του φίλου του, Αυτοκράτορος Μανουήλ του Β'
Παλαιολόγου το 1400 στο Δεσποτάτο του Μυστρά, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή.
Υπήρξε ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής
συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος
παιδεία μαρτυρεί»), η σκέψη του οποίου επηρέασε έντονα την ιταλική διανόηση της
εποχής και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση του ρεύματος που ονομάστηκε
«Αναγέννηση».
Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων,
Γεννάδιος Σχολάριος (μελλοντικός εχθρός του δασκάλου του και πρώτος Πατριάρχης
μετά την Άλωση), Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης. Οι δεσπότες του
Δεσποτάτου Θεόδωρος Α΄, Θεόδωρος Β΄ και Κωνσταντίνος (1428/1443-1449), ο
κατοπινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’) συχνά ζητούσαν την γνώμη του για
διάφορα θέματα. Είχε επίσης μακρά σταδιοδρομία ως δικαστής.
Οι αντιλήψεις και η φιλοσοφία του Γεωργίου Γεμιστού είχαν
επηρεαστεί καθαρά από τις ιδέες του Πλάτωνα (άλλωστε αυτό μαρτυρά και το όνομα
«Πλήθων», που είχε επιλέξει για τον εαυτό του). Περικυκλωμένος από την
κοινωνική, ηθική, πολιτική και οικονομική παρακμή του Βυζαντινού κόσμου που
ψυχορραγούσε, ο Γεμιστός πρότεινε μια φυγή προς τα εμπρός με ριζική
αναδιάρθρωση της κοινωνίας της εποχής του στο πλαίσιο μιας ιδεατής πλατωνικής
«Πολιτείας». Στην κοινωνία που οραματιζόταν, θα γινόταν εκ νέου αναδιανομή της
γης σε ίσα μερίδια ενώ πρότεινε να διαιρεθεί ο πληθυσμός σε πολεμιστές και σε
αγρότες και οι δεύτεροι να συντηρούν τους πρώτους. Οι πολεμιστές - υπερασπιστές
θα ήταν μόνο γηγενείς και όχι αλλόφυλοι (ο βυζαντινός Αυτοκρατορικός στρατός
της εποχής εκείνης αποτελούταν κυρίως από μισθοφόρους, ενώ οι γηγενείς κάτοικοι
είχαν περιοριστεί στον ρόλο του κολίγου - δουλοπάροικου), ενώ θα απαγορευόταν
με νόμο η πολυτέλεια και η εξαγωγή καρπών από την χώρα.
Μέσα από τους συλλογισμούς του Πλήθωνα βλέπουμε να
ξεπετάγεται μια αρμονική Ελληνική πολιτεία στην οποία υπάρχει θέση για κάθε
Έλληνα πολίτη. Ο Πλήθων αρνιόταν ακόμη την έγγειο ιδιοκτησία, γιατί έβλεπε σ’
αυτήν την γενομένη αδικία σε βάρος του Ελληνικού λαού. Διέβλεπε ακόμη και την
αντίδραση των γαιοκτημόνων στο πρόγραμμά του, που έχοντας τεράστιες εκτάσεις
ζούσαν πλουσιοπάροχα, αφήνοντας τον Ελληνικό λαό να πεθαίνει μέσα στην πείνα
και την εξαθλίωση. Οι γαιοκτήμονες αντιδρούσαν στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα
του Πλήθωνα, γιατί έβλεπαν σ’ αυτό τον περιορισμό των προνομίων τους και όχι
μόνον. Το μέτρο της δημιουργίας Εθνικού στρατού, που ο φιλόσοφος θεωρούσε σαν
το Α και το Ω, για την ανάπτυξη και την προστασία της μελλοντικής Ελληνικής
πολιτείας που ονειρεύτηκε, πήγαινε κόντρα στα αποσχιστικά σχέδια των μεγάλων γαιοκτημόνων,
που δεν εμπιστεύονταν τον Ελληνικό λαό, αλλά τους ξένους μισθοφόρους τους!
Ύπαρξη Εθνικού στρατού σήμαινε ταυτόχρονα και αφύπνιση της
Ελληνικής συνείδησης. Αυτή η αφύπνιση όμως ήταν αντίθετη στον ηδονικό
κοσμοπολιτισμό των γαιοκτημόνων, γιατί διέβλεπαν σ’ αυτήν το τέλος του μαλθακού
τους βίου, σε συνάρτηση με τον περιορισμό των άπειρων προνομίων τους.
Ουσιαστικά ο Πλήθων επιζητούσε την εξίσωση όλων των πολιτών
και την οργάνωση τους σε ένα σχήμα που αρχικώς θα εξασφάλιζε την επιβίωση του
έναντι της Οθωμανικής επιβουλής και αργότερα θα επιδίωκε να πραγματώσει το
ανώτερο πλατωνικό «Αγαθό» σύμφωνα με τις επιταγές της Πλατωνικής
φιλοσοφίας.
Μια άλλη βασική συνιστώσα της ιδεολογίας του Γεμιστού ήταν η
ανάγκη το Θεοκρατικό Βυζάντιο να αντικατασταθεί από ένα νέο κράτος με κύριο
ενοποιητικό στοιχείο του τον Ελληνικό εθνισμό και την κοινή Ελληνική καταγωγή.
Στα μάτια του Πλήθωνα, η διαμάχη μεταξύ ορθοδόξων και
καθολικών φαντάζει εντελώς αντιπαραγωγική, παρόλο που ο ίδιος θα συνταχθεί με
τους ανθενωτικούς στη διάρκεια της διάσκεψης και μάλιστα, στα 1448, θα γράψει
το έργο Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος όπου απορρίπτει τις απόψεις των
Λατίνων και υποστηρίζει την ορθοδοξία. Αντιθέτως ο ισχυρότερος πολέμιος της
Ένωσης που έλαβε μέρος στην Σύνοδο ήταν ο Μάρκος Ευγενικός που αντιτάχθηκε με
σθένος στην Ένωση για λόγους καθαρά δογματικούς.
Ο Πλήθων - Γεμιστός πίστευε πως η σωτηρία του Μεσαιωνικού
Ελληνισμού θα ερχόταν μόνο μέσα από τον ίδιο και την αναγέννηση του και όχι από
τρίτους.Ο Γεμιστός διατράνωσε την πίστη του αυτή σε πολλές επιστολές
του προς Βυζαντινούς αξιωματούχους. Σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Εμμανουήλ Παλαιολόγο το
1412 αναφέρει: «Λοιπόν είμαστε βέβαια Έλληνες στην καταγωγή εμείς, τους οποίους
κυβερνάτε και είσθε βασιλείς, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτη
Παιδεία.Δεν μπορεί δε να βρεθεί
οικειότερη Χώρα για τους Έλληνες από την Πελοπόννησο και την Χώρα της Ευρώπης,
που είναι κοντά σε αυτήν και τα γειτονικά νησιά. Γιατί όπως φαίνεται βέβαια, οι
Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν την Χώρα, οι ίδιοι όσο θυμούνται άνθρωποι,
χωρίς να έχουν κατοικήσει άλλοι πριν από αυτούς». ...»Αλλά αντίθετα οι ίδιοι οι
Έλληνες φαίνεται ότι κατοικούσαν αυτή την Χώρα και δεν την εγκατέλειψαν..».
Ο Πλήθων συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των
Στωικών και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική
αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια Πολιτεία βασισμένη σε
μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πνεύματος και στην οποία Πολιτεία οι
άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».
Στον Μυστρά ο Πλήθων έλαβε το αξίωμα του ανώτατου
δικαστικού, το οποίο χρησιμοποίησε με υποδειγματική αμεροληψία (όπως
μαρτυρείται από τον επικήδειο που εκφώνησε ο μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος,
απόσπασμα του οποίου παραθέτει ο Μανδηλάς: «και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις
ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους»,
καθώς επίσης είχε και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων, του Φαναρίου και των
Βρυσών, η οποία κηδεμονία του εξασφάλιζε οικονομική άνεση. Πολύ σύντομα
συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, συνέθεσε πολλούς
ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, συνέγραψε τα βιβλία «Περί ων Αριστοτέλης προς
Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων» και προέβαλε δυναμικά ένα αίτημα για άμεση
επανελλήνιση.
Στο 16ο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Μανδηλάς γράφει: «από
την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια
μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για την δημιουργία των προϋποθέσεων
ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο τον
γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν';
αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του
παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την
ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον
κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία
περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην
προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις
απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του
Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις
υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων
την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο ανθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της
επίγειας ζωής τους. Προς αυτήν λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της
περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην
ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του
Γεωργίου Γεμιστού».
Το «Περί Νόμων» βιβλίο του, ένα πλήρες σχέδιο για
επανελληνοποίηση της Πελοποννήσου, δυστυχώς κάηκε δημόσια μετά τον θάνατό του
από τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό»
και «σατανικό» βιβλίο. Κοιτάζοντας τις συνθήκες που διέπουν σήμερα την ζωή του λαού
μας, αλλά και το μέλλον του, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι δεν προμηνύουν τίποτε
ευχάριστο. Αντίθετα!!! Όπως και τότε έτσι και σήμερα, λίγες οικογένειες
ελέγχουν την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου μας, με
εκπροσώπους τα ανδρείκελα που το μόνο που γνωρίζουν είναι να υπηρετούν κατά
γράμμα τις επιταγές, των ξένων αφεντικών τους.
Οι προοδευτικοί και οι
νεοφιλελεύθεροι του σήμερα, αντικρίζοντας το σύστημα του Πλήθωνα το κατακρίνουν
χαρακτηρίζοντάς το ιδιαίτερα σκληρό, για τον «σημερινό άνθρωπο». Θα
συμφωνήσουμε μαζί τους, λέγοντας ότι ο Ταΰγετος δεν γαλουχεί άλλου είδους
ανθρώπους, αλλά ανθρώπους σκληρούς, τίμιους κι όχι ύπουλους και ψεύτες
αρνησιπάτριδες, που εξαγοράζουν την Εθνική τους ταυτότητα με την κοσμοπολίτικη
απροσωπία. Οι εχθροί του Ελληνισμού σήμερα όπως και τότε είναι παντοδύναμοι. Η φωνή
του μεγάλου φιλοσόφου, ας μιλήσει στην ψυχή όλων όσων ποθούν να δουν μια Ελλάδα
ελεύθερη από προστάτες και δυνάστες.
Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 1355 μ. Χ. Έκανε λαμπρές σπουδές στην Ανδριανούπολη, όπου ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με το έργο του Πλάτωνα.
Αργότερα, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), εγκαταστάθηκε με την ανοχή του φίλου του, αυτοκράτορος Μανουήλ του Β' Παλαιολόγου το 1400 στο Δεσποτάτο του Μυστρά όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή.
Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων, Γεννάδιος Σχολάριος (μελλοντικός εχθρός του δασκάλου του και πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση), Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης.
Οι δεσπότες του Δεσποτάτου Θεόδωρος Α΄, Θεόδωρος Β΄ και Κωνσταντίνος (1428/1443-1449), ο κατοπινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’) συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα. Είχε επίσης μακρά σταδιοδρομία ως δικαστής.
Οι αντιλήψεις και η φιλοσοφία του Γεωργίου Γεμιστού είχαν επηρεαστεί καθαρά από τις ιδέες του Πλάτωνα (άλλωστε αυτό μαρτυρά και το όνομα "Πλήθων" που είχε επιλέξει για τον εαυτό του).
Περικυκλωμένος από την κοινωνική, ηθική, πολιτική και οικονομική παρακμή του Βυζαντινού κόσμου που ψυχορραγούσε, ο Γεμιστός πρότεινε μια φυγή προς τα εμπρός με ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας της εποχής του στο πλαίσιο μιας ιδεατής πλατωνικής "Πολιτείας".
Στην κοινωνία που οραματιζόταν, θα γινόταν εκ νέου αναδιανομή της γης σε ίσα μερίδια ενώ πρότεινε να διαιρεθεί ο πληθυσμός σε πολεμιστές και σε αγρότες και οι δεύτεροι να συντηρούν τους πρώτους.