Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα κυκλοφορία: Louis - Ferdinand Celine, ένας παράνομος της λογοτεχνίας (του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου - εκδόσεις «Λόγχη»)


για να το παραγγείλετε εδώ ...

Το βιβλίο “Louis Ferdinad Celine, o παράνομος της λογοτεχνίας”, έρχεται να μας παρουσιάσει για πρώτη φορά στα ελληνικά το πορτρέτο ενός τεράστιου Γάλλου λογοτέχνη του 1900. 

Έρχεται να παρουσιάσει για πρώτη φορά στα ελληνικά ένα περίγραμμα της διάνοιας αυτής που αρκετοί προσπάθησαν να αποδομήσουν αλλά δεν τα κατάφεραν. 

Η μισανθρωπία του Céline είναι εμφανής στα μυθιστορήματά του. Είναι ένας γιατρός - συγγραφέας ο Céline, ο οποίος κυρίως λόγω των ιδεών του και το ότι βομβαρδίστηκε από ανελέητες καταδίκες, καταλήγει να τιμωρείται και ως γιατρός και ως συγγραφέας. 

Μαρτυρώντας τη σκληρή εμπειρία της ζωής του, ο Δρ. Destouches - το πραγματικό του όνομα - περιφρονεί την ανθρωπότητα  αλλά ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο φαίνεται και καθήκον του να την φροντίσει.

Με τον Céline δεν αναφέρεται κανείς σε έναν εύκολο, παρήγορο, ευχάριστο ή καταναλωτικό συγγραφέα, αλλά κάποιον με λίγους και απαιτητικούς αναγνώστες. 

Τότε είναι που αυτοί οι «ισχυροί αναγνώστες»  τον απαλλάσσουν από τον πανικό μιας ιδεολογικοποιημένης εικονογραφίας, για πάρα πολύ καιρό εστιασμένη με αποκλειστικό τρόπο σε έναν αντισημιτισμό που παραμένει στο περιθώριο των έργων του. 

Αποκλειστικό: Επτά μεγάλοι συγγραφείς φαντασίας - περιοδικό Strange τεύχος 39 Δεκέμβριος 2001 σελίδες 66 - 71 (.pdf)

 Το παρακάτω αρχείο στάλθηκε από παλαίμαχο αυτόνομο συναγωνιστή και κορυφαίο γνώστη της φανταστικής λογοτεχνίας. 

Τον ευχαριστούμε για τον χρόνο και την τιμή.













για να κατεβάσετε το αρχείο σε .pdf στον σύνδεσμο εδώ ...

Karl Hans Strobl: Ένας λησμονημένος βάρδος της λογοτεχνίας του φανταστικού



Ο Καρλ Χανς Στρομπλ (1877-1946) υπήρξε ένας ταλαντούχος συγγραφέας της λογοτεχνίας του φανταστικού κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Μεγάλωσε στην Τσεχία αλλά ήταν Αυστριακής καταγωγής. Γρήγορα έδειξε την κλίση του στην λογοτεχνία και υπήρξε θαυμαστής του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ωστόσο σε αντίθεση με τον Ρίλκε, που δεν ένιωθε βολικά με την γερμανική του καταγωγή και υιοθέτησε την τσεχική κουλτούρα, ο Στρομπλ αφοσιώθηκε από μικρός στην «γερμανικότητά» του. 

Παράλληλα, ήρθε σε επαφή με διάφορες νεορομαντικές θεωρίες που αναπτύσσονταν σε μικρούς κύκλους στοχαστών κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, και σε νεαρή ηλικία άρχισε να υιοθετεί εθνικιστικές απόψεις. Παρόλα αυτά δεν ενεπλάκη νωρίς στην πολιτική.

 Το 1919 κυκλοφόρησε μαζί με τον Alfons von Czibulka το πρώτο περιοδικό φανταστικής λογοτεχνίας στην νεότερη εποχή, που έφερε τον τίτλο Der Orchideengarten. Είχε είκοσι τέσσερις σελίδες και κυκλοφόρησαν πενήντα ένα τεύχη του, μέχρι τον Νοέμβριο του 1921. Ο Στρομπλ απέκτησε αρκετή δημοφιλία και νουβέλες του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο.

 Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Στρομπλ ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την πολιτική. Στον μεσοπόλεμο υιοθέτησε ριζοσπαστικές ιδέες και υποστήριξε το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, προωθώντας το όραμα της ζωής του που ήταν η  ένωση των δυο Γερμανιών (της Γερμανίας με την Αυστρία). Πέθανε το 1946 ενώ προηγουμένως είχε αναγκαστεί να εργαστεί ως αιχμάλωτος του σοβιετικού στρατού.

 Η ιδεολογία του Στρομπλ καταδίκασε το έργο του στην αφάνεια. Μεταπολεμικά οι αρχές φρόντισαν να εξαφανίσουν τα περισσότερα αντίτυπα των βιβλίων του. Πρόκειται ασφαλώς για μια ακόμη άδικη τιμωρία, καθώς οι περισσότερες νουβέλες του αποτελούν εξαιρετικά δείγματα λογοτεχνίας τρόμου ενώ δεν έχουν πολιτικό περιεχόμενο ικανό να δικαιολογήσει την λογοκρισία τους. Η λήθη στην οποία τιμώρησε τον Στρομπλ το εκδοτικό κατεστημένο της φιλελεύθερης εξουσίας αποτελεί μέρος της πολιτιστικής πολιτικής που στοχεύει στην γενική αποσιώπηση λογοτεχνών με μη αρεστές ιδεολογικές αρχές. Κατά τα άλλα τα κείμενά του μπορούν να διαβαστούν από τον καθένα, ασχέτως ιδεολογικών προτιμήσεων.

 Η λέσχη μας., όπως πάντοτε κόντρα στο ρεύμα, ανέσυρε μερικά διηγήματα του Στρομπλ από την αφάνεια και τα μετέφρασε. Πρώτο απ’ αυτά είναι Ο κυνηγός Μαγισσών. Τα υπόλοιπα θα δημοσιευθούν στο περιοδικό μας συνοδευόμενα από ένα πιο πλήρες κείμενο για την ζωή και τις ιδέες του λησμονημένου αυτού βάρδου ...

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

«Εγώ ενάντια στον κόσμο»*



του Άγγελου Δημητρίου

Ένα ιχνογράφημα του Τσάρλς Μπουκόβσκι

Ένα κομμάτι από τον Τσάρλς Μπουκόβσκι δεν ενηλικιώθηκε ποτέ. Έμεινε για πάντα - ένα κομμάτι του - το τραυματισμένο παιδί που έζησε την δυστυχία και την κακοποίηση πολύ πρώιμα. «Θα έλεγα πως εκείνο που έμαθα ήταν να μην κλαίω πολύ όταν κάτι πηγαίνει στραβά. Με άλλα λόγια, με σκλήρυνε προετοιμάζοντaς με για όσα ακολούθησαν: την αλητεία, τον δρόμο και όλες τις άσχημες δουλειές και τις αντιξοότητες. Είχα σκληρύνει από πολύ μικρός, όλα όσα συνέβησαν μετά δεν με σόκαραν».

Ο ίδιος, αν όχι κατασκεύασε, τότε σίγουρα συντήρησε και τροφοδότησε τον μύθο που τον ακολουθούσε για την ζωή του. Τον μύθο του περιθωριακού. Είναι αλήθεια ότι αποστράφηκε το πλήθος. Ήταν έξοχος όμως στο να το παρατηρεί και να αντλεί υλικό για τα γραπτά του. Ένιωθε αποξενωμένος και έζησε ως τέτοιος. Ένας μοναχικός παρατηρητής και καταγραφέας καταμεσής των αμερικανικών μεγαλουπόλεων και κυρίως, του Λος Άντζελες. «Το πλήθος ήταν πάντα εκεί, και εγώ ήμουν πάντοτε αλλού, από πολύ νωρίς. Κι αυτό είναι ένα απόλυτο αδιέξοδο[…] Ποτέ δεν ένιωθα ωραία μέσα στο πλήθος».

Το ποτό, η γραφή, η κλασική μουσική στάθηκαν οι μεγάλες παρηγοριές του μπροστά στον φόβο του για την ζωή και τους ανθρώπους, μπροστά στην δυσκολία του να τα αντιμετωπίσει, μπροστά στις καταθλιπτικές και αυτοκτονικές του τάσεις.

Άσκησε οξεία κριτική στον δυτικό πολιτισμό και στον μοντέρνο τρόπο ζωής, καθώς  και στο αμερικανικό όνειρο, στην καταναλωτική κοινωνία, στις κίβδηλες σχέσεις των ανθρώπων. «Με τον εαυτό μου δεν είχα κανένα πρόβλημα, πρόβλημα είχα με εκείνα τα μέρη, με εκείνα τα πρόσωπα, με τις χαμένες, κατεστραμμένες ζωές- τους ανθρώπους που κοίταζαν να τα βγάλουν πέρα με τον πιο φτηνό και εύκολο τρόπο. Ανάμεσα στην Εκκλησία και το κράτος, και τον οικογενειακό τρόπο ζωής, ανάμεσα στο εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό σύστημα, ανάμεσα στην οκτάωρη εργασία και το τραπεζικό σύστημα εκείνοι οι άνθρωποι καίγονταν ζωντανοί. Το να κλείνω την πόρτα και να μένω σ’ ένα μικρό δωμάτιο ή να κάθομαι σε κάποιο μπαρ τη νύχτα ή τη μέρα ήταν ο δικός μου τρόπος να λέω όχι σε όλα αυτά».

Όμως ποτέ δεν θέλησε να γίνει καθοδηγητής, «να περάσει κάποιο μήνυμα». Εξέφρασε μόνο τον εαυτό του και έδωσε την εικόνα που είχε αυτός ο ίδιος για τα πράγματα. Στην πρώτη του νεότητα συντάχτηκε με τους γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές αν και μετέπειτα θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τις νεανικές αυτές επιλογές του. Όπως σημειώνει ο βιογράφος του Barry Miles, «θα ήταν τεράστιο λάθος να προσπαθήσουμε να αμβλύνουμε την σημασία της σχέσης του Μπουκόβσκι με τον φασισμό και να θεωρήσουμε πως ήταν απλώς ένας τρόπος για να τραβήξει την προσοχή των άλλων». Δεν πίστεψε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αρνήθηκε να συμμετάσχει στο πλευρό της Αμερικής.

Ο κυνικός και ευαίσθητος, αντιφατικός και στωικός Μπουκόβσκι, ο βαθιά ανθρώπινος αλλά και αποστασιοποιημένος, είναι ένας κατεξοχήν πολιτικός και κοινωνικός συγγραφέας, η ζωή και το έργο του αποτελούν σημαντικό αποτύπωμα στην ιστορία της λογοτεχνίας.

*τίτλος κειμένου του Μπουκόβσκι

Περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΥΠΟΤΑΓΗ, εκδόσεις Λόγχη.


Δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2020 στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος

Hanns Johst (08.07.1890 - 23.11.1978)



Αυτό είναι βέβαιο! Το συρματόπλεγμα είναι συρματόπλεγμα! Γνωρίζω σε τι είμαι ενάντια... Δεν υπάρχει ρόδο δίχως αγκάθι!... Και το τελευταίο πράγμα που θα υπερασπιζόμουν είναι ιδέες που θέλουν να με κάνουν καλύτερο! 

Γνωρίζω αυτές τις αηδίες από το '18... αδελφότης, ισότης..., ελευθερία..., ομορφιά και αξιοπρέπεια! Πάντα κάποιος πρέπει να χρησιμοποιεί το σωστό δόλωμα. Και ύστερα, βρίσκεσαι στη μέση μιας συζήτησης και λένε: Ψηλά τα χέρια! Είσαι αφοπλισμένος..., δημοκρατικά ψηφοφορικά γουρούνια! 

- Όχι, άσ' τους με την όλη ιδεολογική σούπα τους να κρατηθούν σε μια ασφαλή απόσταση... Εγώ πυροβολώ με αληθινά πυρά! Όταν ακούω την λέξη κουλτούρα..., απασφαλίζω το περίστροφο μου!

"Schlageter"

Louis-Ferdinand Céline - 1947



Έχω λάβει τρία μικρά φέρετρα, δέκα επιστολές που αναγγέλουν το θάνατό μου, τουλάχιστον είκοσι απειλητικές επιστολές, δύο ξυράφια, μια μικρή εγγλέζικη χειροβομβίδα και πενήντα γραμμάρια υδροκυάνιου… με θεωρούν ήδη χαμένο στις σκιές… Όλα σ' αυτήν τη νύχτα που πέφτει με μιλάνε για το θανάτο μου, το έναστρο μπλε εκεί επάνω από το Sacre-Couer, γίνεται μωβ και μετά σκοτεινό, σκοτεινό… Τα πάντα τελειώσαν για μένα, για τους δύο μας, Lucette… 

Ότι έχει απομείνει για μας είναι εκείνο το χάσμα εκεί έξω, πέρα από την αίθουσα μπροστά από το παράθυρο, αυτή η τεράστια κοιλάδα, όλο το Παρίσι εκατομμύρια και εκατομμύρια ποιός-ξέρει-τι εκδικήσεων, στέγες που απλώνονται παντοτινά, αιχμηρές, κοφτερές, φοβερές, γεμάτες με ανθρώπους που μας μισούν… Το απέραντο χάσμα είναι εκεί για τους δύο μας… ολόκληρος ο κόσμος μας οδηγεί εκεί… ολόκληρος ο κόσμος με κομμένη την ανάσα του, ζουν μόνο για το θάνατο μας, τα βασανιστήρια μας, εκεί κάτω από εκείνες τις στέγες που γίνονται μπλε, αμυδρές, σκοτεινές, χιλιάδες και χιλιάδες κόλπα, κακόβουλα σπίτια, ακόμα διακριτικά μέχρι τώρα, ψιθυρίζουν… εκατομμύρια ανθρώπων που αναμένουν τη χαρά τους… η ημέρα της επαγγελίας…

Κάθε λέξη στο ραδιόφωνο του Λονδίνου είναι και μία απειλή, στο Μπραζαβίλ οι υπαινιγμοί είναι πιο συγκεκριμένοι, ανακοινώνουν "λίστες", όλες οι φραγμένες από σκατά ψυχές κοχλάζουν με όλη τους την κακία, το φθόνο, με έντονη επιθυμία, τα σκατό ξεπετάγεται από εκατομμύρια καρδιές, όλη η σεμνότητα αφημένη κατά μέρος, κάθε φραγμός έχει σπάσει, εκατομμύρια και εκατομμύρια δολοφόνων, κανιβάλων, ουρλιάζουν ενστικτωδώς κάθε νύχτα, θέλουν να πιούν το αίμα μας, πρέπει να το κάνουν, αυτό απαιτεί Η Πατρίς.


Για τον Άνθρωπο του Χιονισμένου Μονοπατιού.



του Σταμάτη Μαμούτου

Μέσα στο απέραντο λευκό τοπίο του παγωμένου καναδικού βορρά. Με τις νιφάδες του χιονιού άλλοτε να αιωρούνται απαλά, κι άλλοτε να λικνίζονται σε αιθέριους στροβιλισμούς, ακολουθώντας τους ρυθμούς του ανέμου κάτω απ’ τις γλυκά ιριδίζουσες ανταύγειες του μολυβένιου ουρανού. Ενός ουρανού που μοιάζει με αστροκέντητο χιτώνα, απλωμένου σαν την αυλαία του κόσμου όλου, έτσι που φαντάζει λες, σαν το ύστατο όριο, ανάμεσα στο πεδίο της υλικής εμπειρίας και στο βασίλειο του Θεού. Κάπου εκεί, στο μεταίχμιο της ανθρωπινότητας και του υπερβατικού, τοποθέτησε το ξύλινο κατάλυμα λίγων ύστερων προμάχων του ευρωπαϊκού ψυχισμού, ο σπουδαίος Αμερικανός λογοτέχνης Τζακ Λόντον, στο διήγημα που φέρει τον τίτλο «Για τον άνθρωπο του χιονισμένου μονοπατιού».


Ήταν βράδυ των Χριστουγέννων στα τέλη του 19ου αιώνα. Λίγοι Αμερικανοί, όλοι τους ευρωπαϊκής καταγωγής, άντρες από εκείνους που είχαν ερωτευθεί την περιπέτεια και αρέσκονταν να σηκώνουν το γάντι στις προκλήσεις, τις ανεγειρόμενες από τον μύχια του εαυτού τους, βρίσκονταν γύρω απ’ τη ζεστή σόμπα, απολαμβάνοντας την θαλπωρή του ξύλινου καταλύματος. Επρόκειτο για μερικούς από τους εκείνους που βίωναν το τέλος μιας περιπέτειας, η οποία είχε αρχίσει για τον άνθρωπο της λευκής φυλής με την κατάκτηση της «άγριας δύσης».

Πριν ακόμη οι Αμερικανοί συγκροτήσουν το ανεξάρτητο κράτος τους, η αγγλοσαξονική κοινότητα, που βρισκόταν στο επίκεντρο του αμερικανικού βίου, μετέτρεπε κιόλας σε ιστορική πράξη την έμφυτη τάση των ευρωπαϊκών εθνών για κατακτήσεις και περιπέτειες. Η αμερικανική δύση ήταν ακόμη παρθένα και στα μάτια των αγγλοσαξόνων άφηνε την υπόσχεση μιας αέναης κατακτητικής επέκτασης. Οι άγνωστες γαίες έπρεπε να εξερευνηθούν και να τεθούν στην διάθεση των παιδιών εκείνης της φυλής, που απ’ την αυγή της ιστορίας είχε μάθει να κυριαρχεί. Ωστόσο, στην μακρινή δύση, η έμφυτη τάση για περιπέτεια και κατάκτηση, απογυμνωμένη καθώς ήταν από την παραδοσιακή ευρωπαϊκή πολιτισμική δυναμική, και δίχως να διαθέτει την ενοποιητική ουσία που προϋποθέτει η συμβίωση στα πλαίσια μιας εθνικότητας, εκφράστηκε με έναν πρωτόγνωρο, στρεβλό και οικονομιστικό τρόπο.



Στην Αμερική οι αγγλοσάξονες δεν έμειναν μόνοι τους αλλά πλαισιώθηκαν από ένα πολύβουο πλήθος μεταναστών, που προέρχονταν και κατάγονταν από διαφορετικές εθνότητες. Το πολυφυλετικό μωσαϊκό των Η.Π.Α ενστερνίστηκε, πάντως, το επεκτατικό όραμα των αγγλοσαξόνων. Κι έτσι, ιδίως μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, η κατάκτηση της ηπείρου απέκτησε τον λεγόμενο «δυτικό προσανατολισμό». Η πολυφυλετική μάζα των Αμερικανών άρχισε να εισχωρεί όλο και πιο δυτικά στην αμερικανική ενδοχώρα, προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό της τις απάτητες γαίες. Ώσπου κάποια στιγμή, ο στόχος επετεύχθη και οι Αμερικανοί έφτασαν στις ακτές του δυτικού ωκεανού. Η άγνωστη χώρα είχε κατακτηθεί. Όσοι πρόλαβαν να ιδιοποιηθούν τις νέες γαίες, εξόρυξαν μέταλλα και ορυκτά, κι αφού εξόντωσαν τους γηγενείς Ινδιάνους και μόλυναν το περιβάλλον, έγιναν οικονομικά ισχυροί.

Υπήρξαν, όμως, κι εκείνοι που δεν τα κατάφεραν. Εκείνοι που έμειναν εργάτες, δίχως να διαθέτουν αξιοζήλευτα περιουσιακά στοιχεία. Πράγμα ιδιαίτερα άδοξο και δύσκολο σε μια χώρα αχαλίνωτα φιλελεύθερη και αδυσώπητα καπιταλιστική. Σε μια χώρα δίχως, αντινεωτερική ή τουλάχιστον σοσιαλιστική, φιλεργατική παράδοση. Εκείνοι οι Αμερικανοί ήταν οι πρώτοι που ένιωσαν τις συνέπειες του κραχ που ταλάνισε τις Η.Π.Α κατά το 1893. Η εργατική τάξη και οι ασθενέστεροι οικονομικά αντιλήφθηκαν τι σημαίνει οικονομική καταστροφή, κοινωνική ισοπέδωση και ψυχική απόγνωση. Κι ενώ αυτή η ιστορική συγκυρία σε μια χώρα της Ευρώπης ενδεχομένως να αποτελούσε την σπίθα για έναν κοινωνικό ξεσηκωμό, στις καπιταλιστικές Η.Π.Α η έξαρση του ενστίκτου της κυριαρχικής επιβίωσης, που χαρακτηρίζει ιστορικά τον λευκό άνθρωπο, εκδηλώθηκε στρεβλά με την τάση για μια νέα εκστρατεία κατάκτησης γαιών. 

Ο καναδικός βορράς αποτελούσε εκείνη την εποχή το μοναδικό σημείο της βόρειας Αμερικής που δεν είχε κατακτηθεί και τα εδάφη του παρέμεναν παρθένα. Έτσι, κάποιοι κατεστραμμένοι κοινωνικά φτωχοδιάβολοι, όντας οι τελευταίοι Ροβινσώνες, ατσαλωμένοι από τις δυσκολίες του βίου της εργατικής τάξης, επιχείρησαν την τελευταία έφοδο προς τον βορρά. Ήταν από το έτος 1896 έως και το 1899, όταν εκείνοι οι απόκληροι γενναίοι άντρες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, φορτώνονταν στους ώμους τα απαραίτητα για την επιβίωση και την τροφή τους και εισέβαλαν στον αρκτικό κύκλο, δίχως να διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα θέρμανσης και στέγασης.

Μεγάλοι αριθμοί από αυτούς έχασαν τις ζωές τους σε εκείνη την οδύσσεια της νεότερης ιστορίας. Ωστόσο το χειρότερο ήταν πως, σύντομα, οι καλά πληροφορημένοι άνθρωποι του αμερικανικού αστικού κατεστημένου άπλωσαν την κυριαρχία τους στις καλύτερες γαίες και στα πλουσιότερα ορυχεία του καναδικού βορρά. Για τους απόκληρους εργάτες -και μετέπειτα Ροβινσώνες- απέμειναν λίγα κοιτάσματα στα πιο επικίνδυνα και αφιλόξενα μέρη. Κι όμως, μολονότι η οικονομική επιτυχία έμοιαζε αμφίβολη, κάτι βαθύτερο ήταν αυτό που έσπρωχνε τους αδάμαστους εκείνους άντρες προκειμένου να λάβουν μέρος στην περιπέτεια του βορρά.

Ο ίδιος ο Τζακ Λόντον, όντας πρώην εργάτης, έγκλειστος σε φυλακές και ρομαντικός σοσιαλιστής, συμμετείχε σε εκείνη την εκστρατεία προς τον απάτητο καναδικό βορρά, κατά το έτος 1897. Η αλήθεια είναι ότι οικονομικά δεν κατάφερε τίποτε. Μοναχά ταλαιπώρησε τον εαυτό του με μια συνηθισμένη βαριά ασθένεια του αρκτικού κλίματος. Εντούτοις, για έναν χρόνο έζησε από κοντά και γνώρισε τους σκληροτράχηλους πολεμιστές της ζωής, στους οποίους έδωσε μυθιστορηματική υπόσταση μέσα από τα δημοφιλή, μετέπειτα, αφηγήματά του ...

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...


Βιβλιοπαρουσίαση: Ιστορίες από τη σκοτεινή πλευρά της νύχτας (του Ιωάννη Γιαννόπουλου)


Λογοτεχνία του Φανταστικού
ΕΣΟΠΤΡΟΝ
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 2015
Αριθμός σελίδων 240