Ναπολέων η ταινία. Μια ακόμη νίκη της παρακμής του σύγχρονου κόσμου (https://samuraithsdyshs.wordpress.com/)
Εδώ και καιρό, σχεδόν 2 χρόνια, περίμενα την ταινία για τον Ναπολέοντα. Τόλμησα να έχω λίγη αισιοδοξία, βασισμένος στο όνομα του σκηνοθέτη, δοκιμασμένος ήδη, καθώς και στους ερμηνευτές. Είπα μέσα μου ότι ίσως βγει κάτι καλό, επειδή έχουμε να κάνουμε με μια τεράστια και πολύπλευρη προσωπικότητα.
Αλλά προσγειώθηκα απότομα. Ακόμη μια φορά θυσιάζονται και βιάζονται όλα στον βωμό του «πολιτικά ορθού» και στην καταστροφή της Ευρωπαϊκής κουλτούρας από τον «φιλελεύθερο μαρξισμό».
Πολύ λίγοι, ελάχιστοι, στη ζωή της Ευρώπης μας, ήταν σαν τον Ναπολέοντα ικανοί όχι να αντιμετωπίσουν τη μοίρα, αλλά να είναι η μοίρα και αυτό εξ αρχής, θα έπρεπε να του δώσει τον ενστικτώδη σεβασμό ότι ο άνθρωπος, πέρα από το Καλό και το Κακό, είναι υποχρεωμένος να αποτίει φόρο τιμής σε ότι είναι υψηλό, μεγάλο, επίσημο.
Ο Ναπολέων παρουσιάζεται ως ένας χοντροκομμένος και κοινωνιοπαθής ηλίθιος, που συμπεριφέρεται συνεχώς με απεχθή και παράξενο τρόπο. Φαίνεται προϊόν της αγγλικής προπαγάνδας της εποχής, που ενδιαφέρεται να ρίξει όσο το δυνατόν περισσότερη λάσπη στον μεγάλο αυτόν Ευρωπαίο – Γάλλο ηγέτη.
Ο πραγματικός Ναπολέων είναι μια συναρπαστική ιστορική φιγούρα ακριβώς επειδή εκπέμπει φώτα και σκιές. Προβάλλοντας και υπερβάλλοντας μόνο τις αρνητικές πλευρές, η ταινία καταστρέφει εντελώς τη γοητεία του Γάλλου αυτοκράτορα.
για περισσότερα διαβάστε εδώ ...
Σοδομοδημοκρατία
Κάποτε, τὸ 1975, ὁ ἀριστεροδημοκράτης καὶ κάπως ἀνοιχτόμυαλων ἠθῶν σκηνοθέτης, Πάολο Παζολίνι, ἀνέλαβε τὸ ἀντιφασιστικὸ ξέπλυμα τῆς μεταπολεμικῆς πλουτοΔημοκρατίας, στὴν χώρα τῆς ἁγίας ἔδρας τῶν παιδεραστῶν, γυρίζοντας τὴν ταινία «120 μέρες στὰ Σόδομα».
Ἡ ταινία ἔχει γιὰ φόντο της τὸ
καθεστὼς τῆς Ἰταλικῆς Κοινωνικῆς Δημοκρατίας, ποὺ ἐγκαθίδρυσε στὴν κωμόπολη
Σαλό τῆς Βόρειας Ἰταλίας ὁ Μουσολίνι μετὰ τὴν ἀνατροπή του στὴν Ρώμη. Στὴν ὑπόθεση
ἀκόλαστοι καὶ ἀδυσώπητοι φασίστες παίρνουν ἐννιὰ ἀγόρια καὶ ἐννιὰ κορίτσια γιὰ
νὰ τὰ μετατρέψουν σὲ δούλους μέσω τῆς ὑποβολῆς τους σὲ ποικίλες σεξουαλικές
διαστροφές, βιασμοὺς καὶ βασανιστήρια ἕως ὅτου κορέσουν τὴν σαδιστική τους δίψα
μὲ τὴν δολοφονικὴ κατακρεούργηση τῶν θυμάτων τους. Μεγάλο κρίμα ποὺ δὲν
πρόλαβαν νὰ τὰ σώσουν οἱ Ἀμερικανοὶ ἀπελευθερωτές, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα ἀποβιβάζονταν
στὸν ἰταλικὸ νότο. Τὸ σενάριο δὲν βασίζεται σὲ πραγματικὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ ἀπηχεῖ ἀποκλειστικὰ
τὴν νοσηρὴ φαντασία τοῦ σκηνοθέτη.
Ὁ τίτλος τῆς ταινίας εἶναι παρμένος ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο βιβλίο τοῦ
μαρκησίου ντὲ Σὰντ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προῆλθε καὶ ὁ ὅρος «σαδισμός», τὸν ὁποῖο ἔβγαλε
ἀπὸ τὴν φυλακὴ ἡ (μεγάλη) Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, μιᾶς καὶ ὁ μαρκήσιος, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ
ποικίλα βασανιστήρια ποὺ τελοῦσε γιὰ νὰ διεγείρει τὰ σεξουαλικά του πάθη, ἦταν
βέρος Δημοκράτης, καὶ μάλιστα ὀπαδὸς τῆς «ἄμεσης δημοκρατίας» (τῆς «καλῆς»). Ὁ
Σὰντ ἔγραψε τὰ «120 μέρες στὰ Σόδομα» -ἴσως τὸ σημαντικότερο ἔργο του- λίγο
προτοῦ οἱ Γάλλοι Ἐπαναστάτες κάψουν τὴν Βαστίλη καὶ ἐκδώσουν τὸ διάταγμα τῆς ἀπόλυσής
του. Ὁ ἀπελευθερωμένος μαρκήσιος ἀναμείχθηκε στὰ ἐπαναστατικὰ γεγονότα ἐκείνου
τοῦ καιροῦ κι ἔγραψε τότε κι ἕνα δοκίμιο «Πάνω στὴν ἄμεση δημοκρατία καὶ τὴν ἀπάτη
τῶν ἐκπροσωπήσεων».
Ὁ Σὰντ, μὲ τὰ ἔργα του, ὑπῆρξε πρωτοπόρος φιλόσοφος τοῦ
Διαφωτισμοῦ, φέροντάς τον στὶς ἔσχατες λογικές του συνέπειες. Ἡ αὐθεντία τοῦ
Θεοῦ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν αὐθεντία τῆς Φύσης, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸ «καλὸ» καὶ
τὸ «κακό», παρὰ μονάχα τὴν ἱκανοποίηση τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν, ποὺ μποροῦν
«φυσιολογικὰ» νὰ φθάσουν καὶ μέχρι τὸ ἔγκλημα. Ἡ ἐξέγερση κατὰ τῆς καταπίεσης
κάθε παραδοσιακῆς καὶ συμβατικῆς ἠθικῆς πραγματοποιεῖται ἐν ὀνόματι τῶν
δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀχαλίνωτη ἐπιδίωξη τῆς σωματικῆς ἡδονῆς.
Ὁ διαφωτισμένος καὶ (ἀμεσο)δημοκράτης μαρκήσιος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ὁ Παζολίνι ἐμπνεύστηκε τὸ ἀντιφασιστικὸ κινηματογραφικό του πόνημα, ἀποδίδοντας
τὰ λόγια καὶ ἔργα του στοὺς «κακοὺς» φασίστες, φαίνεται ὅτι ἦταν πολὺ μπροστὰ ἀπὸ
τὴν ἐποχή του. Οὔτε ὁ Ροβεσπιέρος οὔτε κι ὁ Βοναπάρτης μπόρεσαν νὰ ἀνεχθοῦν τὴν
παρεξηγημένη ἐλευθεροφροσύνη τοῦ ἄτακτου μαρκήσιου, κι ἔτσι ἀφοῦ τὸν ἔστειλαν ἀπὸ
φυλακὴ σὲ φυλακή, πέθανε, τελικά, σὲ ἄσυλο φρενοβλαβῶν, ἐνῶ τὸ φιλολογικό του ἔργο
ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ μυαλά του.
Δύο αἰῶνες μετὰ τὸ ἔργο του θὰ τὸ μελετήσουν εἰς βάθος ἀνοιχτόμυαλοι
λογοτέχνες, διανοούμενοι καὶ ψυχαναλυτές, γιὰ νὰ τὸ ἀνακηρύξουν σὲ ἀριστούργημα.
Εἶναι πιὰ ἡ ἐποχὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ πνέει γιὰ τὰ καλὰ ὁ ἄνεμος τῆς ἐλευθερίας, μιᾶς
καὶ γλυκοχάραζε ὁ Αὐγερινὸς τῆς Μαζικῆς Δημοκρατίας ἐν μέσω τῆς μεταπολεμικῆς
Καταναλωτικῆς Κοινωνίας τῆς Δύσης. Ἐπιτέλους, στὶς μέρες μας τὸ ἔργο τοῦ Σὰντ
δικαιώθηκε, ὄχι στὰ βιβλία τῶν προοδευτικῶν διανοούμενων, ἀλλὰ αὐτὴν τὴν φορὰ
στὴν πράξη.
Ὅσοι δὲν καταλαβαίνουν, ἄς κοιτάξουν γύρω τους καὶ θὰ
καταλάβουν. Κι ἐπειδὴ τὸ ψάρι μοσχομυρίζει ἀπ’ τὸ κεφάλι, ἄς ξεκινήσουν ἀπὸ τὰ ἤθη
τῆς «καλῆς κοινωνίας» καὶ τῶν πάσης φύσεως κορυφαίων λειτουργῶν τοῦ
πολιτεύματος. Ἄς ξεκινήσουνε ἀπὸ τὰ ἤθη τῶν μεγαλοσχημόνων τῆς ἁγίας Δημοκρατίας γιὰ νὰ φθάσουνε στὰ ἤθη τοῦ
«παιδόφιλου» τῆς γειτονιᾶς. Κι ὅποιος φουκαρατζίκος θέλει νὰ γίνει ἕνας μικρὸς
Σάντ, ἄς μὴν ξεχνάει ὅτι τὸ «ὅ,τι φᾶμε, ὅ,τι πιοῦμε, τελίτσες» εἶναι πρωτίστως
μιὰ ἰδεολογία γιὰ τοὺς ἰσχυροὺς δημοκράτες. Ἐπειδὴ ὁλόκληρες κοινωνίες τὸ ἐναγκαλίσθηκαν
καὶ τὸ κρατᾶνε σφιχτὰ γιὰ νὰ μὴν τοὺς φύγει «παίρνοντας πίσω τὴν ἐλευθερία
τους» δὲν σημαίνει κιόλας ὅτι ἔγινε γι’ δαῦτες.
Ἀξίζει, πάντως, νὰ δεῖτε τὴν ταινία τοῦ Παζολίνι. Εἶναι ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸ παρόν καὶ τὸ μέλλον τῶν ἀρχιερέων τῆς πλουτοδημοκρατίας καὶ τῶν παιδιῶν τῆς σύγχρονης πλεμπάγιας. Ἀργότερα ξεκινῆστε ἕνα εἰδησιογραφικὸ ταξίδι στὰ δίκτυα παιδεραστίας τῆς Οὐάσιγκτον -ἀλλὰ καὶ τὶς πρόσφατες εἰδήσεις γιὰ δεκάδες ὑποθέσεις παιδοβιασμοῦ ἀπὸ πράκτορες τῆς CIA- γιὰ νὰ προσγειωθεῖτε στὴν χώρα τοῦ Λιγνάδη καὶ τοῦ καλοῦ ἀνωτάτου ταγοῦ τῆς δικαιοσύνης, ποὺ εἶναι ἁπλῶς ἡ ψηλότερη κορφὴ τοῦ παγόβουνου.
Εις μνήμην: Jean - Paul Belmondo
του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου
Jean - Paul Belmondo, ένα από τα τέσσερα
μη - κομφορμιστικά ιερά τέρατα του Γαλλικού κινηματογράφου, μαζί με Alain Delon, Brigitte Bardot και Philippe Leroy ...
Πατέρας του ήταν ο μεγάλος γλύπτης Paul Belmondo, γεννημένος στο Αλγέρι και
γιος Σικελιανού σιδηρουργού που μετανάστευσε στην Αλγερία, ο οποίος μετά την ανακωχή
του 1940 επέλεξε την πλευρά της συνεργασίας με την κυβέρνηση του Βισύ.
Στο οργανόγραμμα του συλλόγου Γάλλων διανοουμένων, ήταν αντιπρόεδρος του
τμήματος Πλαστικών Τεχνών, μαζί με τον ζωγράφο Othon Friesz. Τον Μάιο του 1942, ο Paul
Belmondo συμμετείχε στην Επίτιμη Επιτροπή της έκθεσης έργων του Arno Breker στο Musée de l'Orangerie στο
Παρίσι, μαζί με τον Pierre Drieu La Rochelle.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, το 1945 σύρθηκε σε δίκη από δικαστήριο δημοκρατικής
εκδίκησης και εκκαθάρισης. Μόνο το 1956 μπόρεσε τελικά να ξαναρχίσει τη δημόσια
δραστηριότητα, ξεκινώντας έτσι να διδάσκει στην Ėcole supérieure des Beaux - arts
στο Παρίσι. Ωστόσο, επέστρεψε για να ασχοληθεί με τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα
της εποχής, αγωνιζόμενος για την «Γαλλική Αλγερία» τα χρόνια των αγώνων της ΟΑS.
Δούλεψε με την τέχνη μέχρι το τέλος, δουλεύοντας στο ατελιέ του στη
λεωφόρο Denfert Rochereau στο Παρίσι. Λέγεται ότι ο γιος του Jean - Paul, ήδη
γνωστός ηθοποιός, βλέποντας τον να πηγαίνει καθημερινά - σε ηλικία 80 ετών -
στο Λούβρο, τον ρώτησε για ποιο λόγο κάνει εκείνη την καθημερινή βόλτα. Η
απάντηση ήταν: «Να μάθεις, αγόρι μου, να μάθεις».
Άλλωστε, ο γιος του διακρίθηκε επίσης για την στρατιωτική θητεία στην
Αλγερία. Και ήταν πάντα καλός φίλος του συναδέλφου του Alain Delon, ο οποίος με
τη σειρά του, το 1953, είχε καταταγεί στην Ινδοκίνα με την γαλλική στρατιωτική
εκστρατεία. Οι δύο - ο Jean -Paul Belmondo και ο Alain Delon - παρέμειναν στη
φαντασία για την ερμηνεία τους, το 1970, στην διάσημη ταινία "Borsalino"
του Jacques Deray, σε σενάριο Jean Cau, του διάσημου συγγραφέα που είχε
δημιουργήσει θόρυβο για το πέρασμά του από γραμματέας του Σαρτρ σε έναν «δεξιό»
διανοούμενο, γνωστό για τα βιβλία του "Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο
Διάβολος", "Toro" και "A Passion for Che Guevara".
Σε μια από τις μυθικές του ταινίες, ο Jean Paul, απήγγειλε Loui Ferdinand Celine, με τρόπο μοναδικό!
Αντίο, Ζαν - Πολ. Αξέχαστη σκοτεινή ομορφιά των: "Μέχρι την τελευταία
ανάσα", "La ciociara", "007 - Casino Royal", "The
clan of Marseilles" ...
Οι αντίπαλοι του κινηματογραφικού Μπάτμαν ως παραδοσιοκρατικοί χαρακτήρες
«ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ». ΝΙΤΣΕ, ΚΑΛΙ ΓΙΟΥΓΚΑ ΚΑΙ ΓΚΟΘΑΜ ΣΙΤΥ
Το τέλος έχει πολλές ανατροπές όσο αφορά τον αληθινό απόγονο του Γκουλ. Όμως παρόλη την νίκη των απλών ανθρώπων του Γκόθαμ, έχουμε μία πόλη που τόσο οι καλοί, όσο και οι κακοί θεωρούν ότι δεν αξίζει να την υπερασπισθεί κανείς. Για αυτό και οι δύο σωτήρες της εξαφανίζουν κάθε στοιχείο τους και εξαφανίζονται μια δια παντός. Όσο αφορά το καλλιτεχνικό επίπεδο, η ταινία είναι καλογυρισμένη, καλοερμηνευμένη και πιο πολύπλοκη από ότι περιμένουν οι περισσότεροι. Όμως δύσκολα θα συγκρίνεται με το δεύτερο θρυλικό μέρος που είχε τον καλύτερο «κακό» στην ιστορία του κινηματογράφου (ο Τζόκερ του Χήθερ Λόντζερ).