Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο «φασιστικός σοσιαλισμός» του Drieu la Rochelle (https://samuraithsdyshs.wordpress.com/)

 


Ο Pierre Drieu La Rochelle ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους συγγραφείς. Παραγνωρισμένος στα σχολικά προγράμματα στη Γαλλία, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες για διανοούμενους μη κομφορμιστές, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία ο Ezra Pound ή ο Berto Ricci

Ο Drieu παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές της προπολεμικής «κρίσης» του φιλελεύθερου και αστικού κόσμου, στην οποία επιχείρησαν ο κομμουνισμός και ο φασισμός να δώσει απάντηση. 

Είναι αυτές τις μέρες, στις 15 Μαρτίου το 1945, που αυτοκτόνησε αηδιασμένος από την ήδη υπάρχουσα αλλά και επερχόμενη παρακμή. Είναι από τους αγαπημένους εμπνευστές σκέψης μου, οπότε και με αφορμή τον θάνατο του θα κάνω κάποιο μικρό αφιέρωμα. Είναι ένα πνεύμα που αξίζει πραγματικά να ασχοληθείτε. Εγώ θα σας δώσω μέσα και από αυτό το άρθρο και από άλλα φυσικά, δείγματα του πνεύματος και της σκέψης του.

Το 1934 ο Pierre Drieu La Rochelle δημοσίευσε το εξαίσιο πολιτικό έργο του, ο “Φασιστικός Σοσιαλισμός”, ένα κρίσιμο βιβλίο για την κατανόηση της πολιτικής δυναμικής της νεωτερικότητας. Σε αυτό το έργο ο Drieu εξέτασε την ασυνέπεια των δύο κατηγοριών, «αριστερά-δεξιά», όπως ήδη εκδηλώθηκε στην εποχή του, εκείνη μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. 

Φορτωμένες με σχεδόν μεταφυσικές αξίες στην πραγματικότητα αυτές οι κατηγορίες είναι ιστορικά κινητές, τα περιεχόμενά τους είναι ανταλλάξιμα και μπορούν να συγχωνευθούν σε νέες συνθέσεις. Αυτή ακριβώς ήταν η σύνθεση, ή η προσπάθεια μιας σύνθεσης, που παρήγαγε τον φασισμό ως σύγκλιση και συγχώνευση μεταξύ εθνικισμού και σοσιαλισμού. 

Μια προσπάθεια που βρισκόταν σε εξέλιξη τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και ίσως, από την εποχή των Ιακωβίνων και τη ρομαντική εποχή, με όλα τα συνδεδεμένα φαινόμενα που αφορούσαν ιδιαίτερα την Ιταλία. 

Ο Pierre Drieu La Rochelle ωστόσο, δεν χρησιμοποίησε καθόλου απολογητικούς τόνους. Στο έργο του, ενώ τηρούσε ιδανικά την προσπάθεια, διατήρησε μια ορισμένη απόσπαση ως διανοούμενος που κατέγραφε τις τάσεις της εποχής του. 

Δεν δίστασε – μαζί με την εκτίμηση διαφόρων πτυχών όπως τις καινοτόμες και επαναστατικές, «αριστερές» – να τους υποβάλει σε κριτική μαζί με άλλες πτυχές των φασιστικών καθεστώτων και των γαλλικών κινημάτων που εμπνεύστηκαν από τον φασισμό και που κατά τη γνώμη του, δεν είχαν ακόμη επιτύχει μια αποτελεσματική σύνθεση μεταξύ σοσιαλισμού και έθνους. 

Θα έλεγα ότι στον Drieu, ήταν δύσπεπτος ο «χορωδιακός κομφορμισμός», όπως έγραφε. Από την άλλη αναπόφευκτα συνδέθηκε με τη μαζική συναίνεση που απολάμβαναν οι φασισμοί, κάτι που ο Pierre Drieu La Rochelle κατανοούσε τέλεια ακόμη και ως «ελευθεριακός» που ήταν γράφοντας στο βιβλίο του αυτό: 

«Η ελευθερία έχει εξαντληθεί, ο άνθρωπος πρέπει να αποκατασταθεί στα πιο σκοτεινά του βάθη. Είμαι εγώ που το λέω – εγώ, ο διανοούμενος, ο αιώνιος ελευθεριακός».

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

In memoriam: Franco Anselmi, 6 Μαρτίου 1978

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ο Franco Anselmi, γνωστός ως «ο τυφλός από το Ουρμπίνο» (1956 - 1978), γεννήθηκε στη Μπολόνια. Άρχισε να ασχολείται με την πολιτική στο MSI, σε πολύ νεαρή ηλικία. Σε ηλικία 16 ετών έπεσε θύμα άγριας επίθεσης από αριστερούς, που τον άφησε σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. Συνέβη στην είσοδο του γυμνασίου Kepler XI στη Ρώμη. Κατέληξε σε κώμα, ανέκτησε τις αισθήσεις του μετά από τρεις μήνες, με αποτέλεσμα μια ανεπανόρθωτη βλάβη στην όρασή του. 

Η ανάρρωση είναι μακρά και επώδυνη και θα αναγκάσει τον νεαρό να χάσει δύο σχολικά χρόνια. Ωστόσο ο Anselmi συνεχίζει την ενεργή μαχητικότητά του. Τον Φεβρουάριο του 1975 βρέθηκε δίπλα στον μαθητή του FUAN, τον Μίκη Μάντακα ο οποίος πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Το αίμα του νεαρού Έλληνα, πιτσιλίζει το σκούφο του Anselmi που θα τον κρατήσει σαν ιερό λείψανο. Έχοντας μετακομίσει στο σχολικό ινστιτούτο Tozzi στο Μοντεβέρντε, ο Franco δημιουργεί έναν ισχυρό δεσμό φιλίας με δύο νέους συμμαθητές: τον Massimo Carminati και τον Giusva Fioravanti.

Το 1977, μαζί με τον Alessandro Alibrandi και τους αδερφούς Fioravanti, ήταν μεταξύ των ιδρυτών των NAR, (Επαναστατικών Ενόπλων Πυρήνων). Ο Anselmi συμμετείχε στις πρώτες ενέργειες της ομάδας, όπως η επίθεση με βόμβες μολότοφ στα συντακτικά γραφεία των εφημερίδων “Il Messaggero” και “Il Corriere della sera”, πριν «σοβαρέψουν» την κατάσταση με όπλα και χειροβομβίδες, εναντίον στόχων του συστήματος, όπως δικαστές, αστυνομικούς και δημοσιογράφους. Στις 7 Ιανουαρίου 1978, ήταν μεταξύ των ακτιβιστών που έσπευσαν στην Acca Larentia μετά τη δολοφονία των τριών νεαρών εθνικιστών από αριστερούς τρομοκράτες και από την αστυνομία. 

Ο Anselmi είχε  μαζί του το σκουφί βαμμένο με το αίμα του Μάντακα και σε μια μακάβρια τελετουργία εκδίκησης το βύθισε  στους φρέσκους ακόμα λεκέδες που άφησε στο έδαφος, ένα από τα αγόρια που μόλις σκοτώθηκε. Στις 28 Φεβρουαρίου 1978 είναι η τρίτη επέτειος από τη δολοφονία του Μάντακα και οι ΝΑR  αποφασίζουν να «την τιμήσουν με αίμα», εκδικούμενοι όλους τους νεκρούς μέχρι τότε συναγωνιστές Ο Anselmi συμμετέχει στην ενέδρα στην Piazza Don Bosco εναντίον μιας ένοπλης ομάδας αριστερών ακτιβιστών.

Για να καλύψουν την ανάγκη για νέα όπλα, οι NAR αποφασίζουν να ληστέψουν το οπλοπωλείο Centofanti, όχι μακριά από τα σπίτια ορισμένων μελών της ομάδας. Σε μια προσπάθεια εκτροπής των ερευνών, δημιουργείται μια προσομοίωση ληστείας από τοξικομανείς. Σύμφωνα με το σχέδιο, στο τέλος της ληστείας το καθήκον του Franco θα ήταν να ληστέψει τους υπεύθυνους οπλοπωλείου που κρατούνται ως όμηροι, αφαιρώντας τους τα δαχτυλίδια, τα βραχιόλια, τα πορτοφόλια και τα περιδέραια. 

Ένας τρόπος λειτουργίας, ένα στυλ θα έλεγα που δεν ταιριάζει σε μια ληστεία από μια πολιτική ομάδα. Έτσι θα μπορούσαν να ξεγελάσουν την αστυνομία για τις έρευνες. Κλασική τακτική όλων των ένοπλων πολιτικών ακτιβιστών εκείνα τα χρόνια.

Το πρωί της 6ης Μαρτίου 1978, ο Franco έφτασε νωρίς στο χώρο μαζί με τον δεκαεπτάχρονο Francesco Bianco. Από εκείνο το πρωί ο Bianco θα θυμάται το τελευταίο γέλιο του Franco Anselmi λίγο πριν τον θάνατό του, όταν το ψεύτικο μουστάκι του «τυφλού από το Urbino» πέφτει στο φλιτζάνι του καφέ που πίνει στο μπαρ, περιμένοντας τα άλλα μέλη της ομάδος. Την κάλυψη στο δρόμο αναλαβαν οι Cristiano Fioravanti και Alessandro Alibrandi, ενώ ο Francesco Bianco είναι στο αυτοκίνητο με τον κινητήρα σε λειτουργία. 

Ο Franco και ο Valerio, οι μόνοι ενήλικες στην ομάδα, διασχίζουν την είσοδο του μαγαζιού  Centofanti, το μεγαλύτερο οπλοστάσιο της περιοχής. Τα δύο αδέρφια που διευθύνουν το κατάστημα οδηγούνται αμέσως στο μπάνιο υπό την απειλή όπλου. Έμειναν μόνοι και ανενόχλητοι και  οι αρχίζουν να γεμίζουν μια τσάντα με όπλα.

Σε αυτό το σημείο προκύπτει το πρώτο απροσδόκητο γεγονός. Ένας συνταξιούχος στρατάρχης των Καραμπινιέρων, φίλος των ιδιοκτητών της επιχείρησης, ετοιμάζεται να μπει, αλλά εμποδίζεται από τον Alibrandi και οδηγείται και αυτός γρήγορα στο μπάνιο. Ο Valerio βγαίνει με τα κλοπιμαία και κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο ακολουθούμενος από τον Cristiano. Ο Franco, από την άλλη καθυστερεί, γιατί σκοπεύει να κάνει την τελευταία επιχείρηση, βγάζει πορτοφόλια, ρολόγια και δαχτυλίδια από τους ομήρους, αφού τους έχει κάνει να φύγουν από το μπάνιο. 

Και εδώ είναι που προκύπτει και το δεύτερο απροσδόκητο γεγονός: αντιμέτωπος με το αίτημα να εγκαταλείψει την χρυσή του αλυσίδα, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος αντιστέκεται λόγω συναισθηματικής αξίας. Ο Franco χάνει χρόνο καθώς οι σύντροφοί του στο αυτοκίνητο αρχίζουν να ταράζονται. Στο τέλος ο νεαρός υποχωρεί: «Εντάξει, κράτα το. Μέχρι να συναντηθούμε ξανά». 

Τα αγόρια στο αυτοκίνητο ακούνε πυροβολισμούς. Κάτι συνέβη. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο Anselmi χτυπήθηκε από πίσω από έναν πυροβολισμό από έναν από τους υπεύθυνους του μαγαζιού. Ο Alibrandi τραυματίστηκε. Ο Franco είναι νεκρός. Η ομάδα εξαφανίζεται με τα όπλα. Ο Anselmi, που θεωρείται από τη συμμορία ως ο πρώτος μάρτυρας των NAR, θα τιμηθεί στη συνέχεια σε διάφορες ενέργειες από τους υπόλοιπους.

Μια υποσημείωση: στην Ιταλική αστυνομική ταινία «I due carabinieri» του Carlo Verdone (1984), κατά τη διάρκεια της σκηνής ενός κυνηγητού αυτοκινήτου, ο τεράστιος τοίχος που γράφει: «Piazza Anselmi» είναι καθαρά ορατός δίπλα σε έναν μεγάλο κελτικό σταυρό. Η τοποθεσία των γυρισμάτων είναι στην πραγματικότητα κοντά στο Fungo bar (Eur), ένα ιστορικό σημείο συνάντησης Ρωμαίων νεοφασιστών.

Η περίεργη περίπτωση του Φασιστικού κινήματος στην Κούβα, μεταξύ Φαλαγγισμού, Περονισμού και Καστρισμού (μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος)

 

Δημοσιεύτηκε εδώ

Mετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Η “Κουβανική Φαλαγγα” Cuban Falange,  ήταν μια Φασιστική οργάνωση που ιδρύθηκε από τους Antonio Avendaño και Alfonso Serrano Vilariño τον Ιούνιο του 1936 και εμπνεύστηκε από το μοντέλο της Ισπανικής Φάλαγγας. Υπήρξε μέχρι το 1940, όταν διαλύθηκε από το μιλιταριστικό και φιλοαμερικανικό καθεστώς του Fulgencio Batista, που απέρριπτε περιφρονητικά τη φασιστική ιδεολογία, θεωρούμενη ως επαναστατική και λαϊκή. 

Η δραστηριότητα της κουβανικής φάλαγγας και η αναζήτηση μιας τρίτης εθνικής οδού, που ευνοήθηκε από τη βοήθεια της Ισπανίας, πιθανότατα τρόμαξε τον Batista, οδηγώντας τον στη δημοσίευση του νόμου που απαγόρευε τα πολιτικά κινήματα τα οποία έκαναν ειδική αναφορά σε ξένα κινήματα παρόλο που η κουβανική φάλαγγα ήταν ρητά εθνικιστική και πατριωτική.

Το 1941 ο Batista κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση του Βισύ και παραχώρησε περαιτέρω βάσεις στο Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών στο νησί, επίσημα για να παρακολουθούν συνεχώς τα ιταλογερμανικά ανθυποβρυχιακά πλοία. Λόγω του καθεστώτος Κάστρο που εμφανίζεται από τη δεκαετία του 1950, είναι δύσκολο σήμερα να βρούμε λεπτομερείς πληροφορίες για αυτό το ελάχιστα γνωστό κίνημα, το οποίο έφτασε να έχει πάνω από πέντε χιλιάδες υποστηρικτές το 1938.

Υπάρχουν μερικές περίεργες θεωρίες στα ισπανικά που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις οποίες υπήρξε μια διείσδυση πολυάριθμων Κουβανών Φαλαγγιτών στο «Κίνημα της 26ης Ιουλίου» (M 26-7), το λαϊκό κίνημα που ξεκίνησε την «κουβανική επανάσταση», με την επίθεση στους στρατώνες Moncada, που συνέβη στις 26 Ιουλίου 1953, η αρχή της ανόδου του Fidel Castro. Σίγουρα το Κίνημα της 26ης Ιουλίου και ο ιδρυτής του, δεν ήταν μαρξιστές στην αρχή και εμπνεύστηκαν από την ελευθεριακή και αντιιμπεριαλιστική σκέψη του εθνικού ήρωα και ποιητή José Martí.

Και εκτός από τον επαναστατικό σοσιαλισμό, πολλοί αγωνιστές του Movimiento Nacionalista Revolucionario και πολλοί νέοι διαφορετικών ιδεών, προσχώρησαν στο M 26-7. Μόνο αργότερα η κουβανική επανάσταση βασίστηκε στη μαρξιστική δυναμική και δεν είναι εντελώς λάθος να πιστεύουμε ότι ήταν ένα σημείο καμπής που επιθυμούσε ο στρατηγικός νους του Castro, για τις πολιτικές ευκαιρίες που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση. Αυτό θα δικαιολογούσε τη βοήθεια του Ernesto Che Guevara και του Castro, να κάνουν τους Κουβανούς Φαλαγγίτες να εκπατριστούν χωρίς αντίποινα, υπό τον όρο ότι αυτές οι θεωρίες που εξακολουθούν να είναι θεωρίες συνωμοσίας είναι αληθινές.

Όσο αληθοφανείς κι αν είναι οι θεωρίες, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων αποχρώσεων του «Καστρισμού», αρκεί να ανατρέξουμε στα πολιτικά γεγονότα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου μέχρι σήμερα, την χριστιανική μεταστροφή του ηγέτη, τον ισχυρό κουβανικό εθνικισμό και τον «όχι πολύ ορθόδοξο οικονομικό μαρξισμό» που τον καθιστά έναν άτυπο κομμουνισμό. Για να μην υποτιμήσουμε τις ιδεολογικές συγκλίσεις μεταξύ του «Καστρισμού» και των επαναστατικών παραρτημάτων του «Περονισμού», αφού ο ίδιος ο ίδιος ο Peron είπε: «Η κουβανική επανάσταση έχει το ίδιο σημάδι».

Εν ολίγοις, ένα είδος αμερικανολατινικής αλληλοβοήθειας (με εθνικιστική και αντιιμπεριαλιστική λειτουργία), την ίδια που ο Castro φαίνεται να μην περιφρονούσε και αργότερα τις προσωπικές του σχέσεις με τον Hugo Chávez, του οποίου τις «φασιστικές - περονιστικές» παρορμήσεις φαινόταν να ανέχεται αν δεν τις συμπαθούσε θα λέγαμε, όπως όταν συνέκρινε τον Lenin με τον Mussolini ή όταν δήλωνε δημόσια περονιστής μπροστά στην πρόεδρο της Αργεντινής Cristina F. Kirchner, ξεκινώντας με το: «Είμαι περονιστής της αλήθειας».

Κάποιοι βέβαια θα φέρουν αντιρρήσεις  ότι σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολο να βρεθεί κάποια «φαλαγγίτικη» ιδεολογική μήτρα ή συνέχεια στον «Καστρισμό», λόγω των απλών μιλιταριστικών και καθολικών - κληρικών θέσεων του «Φρανκισμού» (Στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο με το "caudillismo" τύπου Μπατίστα). Επίσης και ότι ακόμη και ο αρχικός «Φαλαγγισμός» του Antonio Primo de Riveraπου ενέπνευσε την κουβανική Φάλαγγα, ήταν πολύ μακριά από τον «Καστρισμό», πιο συγκρίσιμος σε ορισμένες αποχρώσεις με τον αρχικό ιταλικό φασισμό και την RSI. Σίγουρα είναι εμβληματική  η αποδοχή του Κάστρο της έννοιας του Χριστιανισμού στη σοσιαλιστική και λαϊκή εξαίρεση, ήδη πολιτιστική κληρονομιά του λατινοαμερικανικού σοσιαλιστικού εθνικισμού, που απομακρύνει όλο και περισσότερο την Κούβα από τον μαρξιστικό αθεϊσμό. 

Ο ίδιος ο Chàvez σε μια δήλωση σε βίντεο στις 28 Ιουνίου 2007 (όπου διευκρίνισε ότι ο σοσιαλισμός του ήταν εθνικός, χριστιανικός και όχι μαρξιστικός), αναφέρεται στην εμπιστοσύνη που του έδωσε ο πρόεδρος της Νικαράγουας Daniel Ortega, στον οποίο ο ίδιος ο Castro τον συμβούλεψε κατά την πρώτη επέτειο της Επανάστασης του Ιουνίου του 1980, να ξαναχτίσει έναν κατεστραμμένο καθεδρικό ναό, συμβουλή που δεν έγινε αποδεκτή από τον Ortega, τότε άθεο, ο οποίος τώρα έχει επίσης προσηλυτιστεί στον «Λαϊκό Χριστιανισμό».

Το βέβαιο είναι ότι, στη Λατινική Αμερική όπως και στον αραβικό κόσμο, είναι δύσκολο να χαρακτηριστούν με ετικέτες τα κινήματα, σύμφωνα με προκαθορισμένα πρότυπα, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, τα όρια είναι ασαφή και προκαλούν ιδιαίτερα, συναρπαστικά και ανεπανάληπτα φαινόμενα.

Berto Ricci

 

Η φασιστική αντι-αστική τάξη πρέπει, πάνω απ' όλα, να μην είναι απλώς πολεμική. Πρέπει να είναι κατασκευή, εκπαίδευση. Ο αστός δεν υπάρχει μόνο στο καθαρό κράτος. 

Ο αστός είναι μέσα μας, στον καθένα μας, με τις απαρνήσεις και τις φιλοδοξίες του, με τις υποτιμήσεις του και τις αμφιβολίες, την ιδιαιτερότητά του ως άτομο, ως οικογένεια, ως τάξη, η επιθυμία του για πλούτο, ο -ιδιαίτερος- φόβος του για τη φτώχεια.   

Ο φόβος του για το θάρρος του, το κουβάρι των επιθυμιών του, την αποξένωση του από τη φυσική ζωή και από το μεγάλο μέρος της φύσης που χρειάζεται για τον πολιτισμένο άνθρωπο για να μην παραμορφωθεί ο πολιτισμός στην πιο ασήμαντη βαρβαρότητα.

Ο αντιαστικός αγώνας είναι επομένως, στην ύψιστη σημασία του, μια ωμή εκπαίδευση για όλους μας. 

Ένας-ένας, γιατί μόνο μια φασιστική ανθρωπότητα, στην οποία κανείς δεν ψάχνει δικαιολογίες και κανείς δεν βρίσκει, όλοι δέχονται καθήκοντα και όλοι τα λαμβάνουν, θα μπορεί να αναγνωρίσει την υπεροχή του πνεύματος, να εκθρονίσει τον πλούτο από τη ζωή.

Berto Ricci

Σκέψεις για τον Περονισμό: του Αdriano Romualdi (μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος)

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ένα από τα πιο σύνθετα πολιτικά φαινόμενα της εποχής μας είναι αναμφίβολα ο «Περονισμός». Από τη μια πλευρά αυτός είχε κάποιες συμπάθειες και κάποιες συγγένειες με τα ευρωπαϊκά Φασιστικά καθεστώτα και η γενική του θέση ανάμεσα στον Καπιταλισμό και τον Κομμουνισμό και μεταξύ των ρωσικών και αμερικανικών εναλλακτικών, θυμίζει αυτή των Φασιστικών κινημάτων μεταξύ 1920 και 1945. Από την άλλη πλευρά, έχει έναν έντονο αυτόχθονο, νοτιοαμερικανικό χαρακτήρα, έτσι που μπορεί να φαίνεται σαν μια παραλλαγή του Caudillismo και των στρατιωτικών δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής. Τέλος, η μακροχρόνια εξορία του Peron, η μετωπική αντίθεση στη στρατιωτική ολιγαρχία και η έλξη του «Καστρισμού», έχουν μπερδέψει ακόμη περισσότερο τις πολιτικές γραμμές της εικόνας σε σημείο να τις καθιστούν σχεδόν ανεξήγητες.

Το αίμα που χύθηκε πριν από ένα μήνα μεταξύ δεξιών και αριστερών Περονιστών, η αποχώρηση Campora και η ανάληψη της προεδρίας από τον Peron, είναι ίσως το προοίμιο μιας επερχόμενης διευκρίνισης. Εν τω μεταξύ, παραμένει το πρόβλημα της  ανάλυσης του φαινομένου του Περονισμού, από πολιτική και κοινωνική σκοπιά. Ένας από τους πιο οξυδερκείς μελετητές του Περονισμού, είναι αναμφίβολα ο Ιταλο-Αργεντινός κοινωνιολόγος Gino Germani. Στο δοκίμιο του “Integracion Politica de las Masas y el Totalitarianismo” και στο βιβλίο “Κοινωνιολογία του Εκσυγχρονισμού”, μελέτησε κινήματα φασιστικού τύπου και μεταξύ αυτών τον Περονισμό, ως φαινόμενο «κινητοποίησης» των μαζών σε μια εποχή κρίσης.

Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από αυξημένη «κοινωνική κινητικότητα». Όταν η κοινωνική κινητικότητα αποκτά ιδιαίτερα γρήγορους ρυθμούς, η κοινωνία δεν είναι σε θέση να την απορροφήσει μέσα στα συνηθισμένα κανάλια και τότε γεννιούνται μαζικά εξτρεμιστικά κινήματα. Για τους Γερμανούς η κινητοποίηση μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. 

Πρωτογενής όταν οι τάξεις εισάγονται για πρώτη φορά στη διαδικασία κινητοποίησης, δηλαδή τα χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού. 

Δευτερογενής, όταν η κινητοποίηση αφορά ήδη κινητοποιημένες τάξεις, όπως η κατώτερη μεσαία τάξη όταν βρίσκεται «εκτοπισμένη» από την κοινωνική κρίση ή από τον πληθωρισμό. 

Η διαφορά μεταξύ Περονισμού και Φασισμού θα συνίστατο στο γεγονός ότι, ενώ ο Φασισμός ήταν προϊόν μιας «δευτερογενούς κινητοποίησης», δηλαδή της έκφρασης της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης που μπήκε σε κρίση στη μεταπολεμική περίοδο, ο Περονισμός θα ήταν ένα φαινόμενο «πρωταρχικής κινητοποίησης» των εργατικών τάξεων και των υποπρολετάριων. Εν ολίγοις, ο «Περονισμός» ήταν ουσιαστικά ένα «λαϊκιστικό», «εθνικολαϊκό» κίνημα.

Αυτή η διευκρίνιση κοινωνιολογικού χαρακτήρα, είναι ακριβής. Ο Περονισμός είναι ένα φαινόμενο στα όρια μεταξύ του «Φασισμού» - από τον οποίο συμμερίζεται ορισμένες αυταρχικές τάσεις και τον αντικομμουνισμό - και ενός είδους λαϊκής δημαγωγίας, που στόχευε στις μάζες των Αργεντινών αποκληρωμένων ανθρώπων. Ακόμη και τα Φασιστικά και τα Ναζιστικά καθεστώτα ήταν «λαϊκίστικα». Ήταν ο Mussolini που δήλωσε ότι ήταν απαραίτητο να «πάμε προς τον λαό» και ποτέ η λέξη «λαός» (Volk) δεν ακούστηκε τόσο πολύ στη Γερμανία, όσο κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών του Τρίτου Ράιχ. Παρόλα αυτά, προέκυψαν Φασιστικά κινήματα ως αντίδραση ενάντια στην πολύ ορμητική «πρωτογενή κινητοποίηση» του προλεταριάτου που έγινε κάτω από μπολσεβίκικες φόρμουλες και συνθήματα. Ήταν κινήματα που αναπτύχθηκαν στο έδαφος της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης, που βρέθηκε αντιμέτωπη με την κομμουνιστική αναταραχή των προλετάριων που ελέγχονταν από τις κόκκινες οργανώσεις.

Φυσικά η «δευτερεύουσα κινητοποίηση» των μεσαίων στρωμάτων στον Φασισμό και τον Εθνικοσοσιαλισμό, δεν στόχευε μόνο ενάντια στο μπολσεβικικό προλεταριάτο αλλά και ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο, την κερδοσκοπία, τα τραστ, ως εκφράσεις μιας απάνθρωπης οικονομίας που απειλούσε την ίδια την μικροαστική και μεσαία τάξη και του ιδιόρρυθμου κόσμου της. Αλλά αναμφίβολα, τα Φασιστικά κινήματα κατέληξαν να συμμαχήσουν με τις παραδοσιακές άρχουσες τάξεις. Στην Ιταλία καθώς ο Φασισμός σταδιακά έγινε καθεστώς, ταυτιζόμενος με τη Μοναρχία και το εθνικιστικό κίνημα, έδωσε όλο και μεγαλύτερο χώρο στην ανώτερη αστική τάξη και στις παλιές ολιγαρχίες, λιγότερο θαρραλέες και λιγότερο γενναιόδωρες από εκείνες τις πιο μετριοπαθείς, αλλά και πιο ενεργητικές, κοινωνικές δυνάμεις που ήταν στις απαρχές του Φασισμού. Αυτή η ταλάντωση του Φασισμού ανάμεσα στους δύο πόλους, τον μικροαστικό, αυτό τον πιο γνήσιο και ιδεαλιστικά Φασιστικό και τον μεγαλοαστικό, μοναρχικό, συντηρητικό και υπολογιστικό, σκιαγράφησε ο De Felice με μεγάλη ιστορική οξύνοια.

Στην Αργεντινή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα διαφορετικό φαινόμενο. Η βάση του Περονισμού δεν συμμάχησε ποτέ με τις παλιές ολιγαρχίες της Αργεντινής, που ποτέ δεν έκρυψαν την αποδοκιμασία τους για τη «δημαγωγία» του Peron και ωρίμασαν την αντίθεση τους με το στρατιωτικό πραξικόπημα. Σε αντίθεση με την περίπτωση του Φασισμού, εδώ υπήρχε ακριβής οριοθέτηση προς τα δεξιά, ενώ - εκτός από τον γενικό αντικομμουνισμό - δεν υπήρξε ποτέ ξεκάθαρη προσέγγιση προς την αριστερά. Αυτό κατέστησε δυνατό ότι κατά τη μακρά απουσία του στρατηγού, στη μαρξιστική ιστοριογραφία έγινε μια προσπάθεια να απεικονίσουν τους φασισμούς ως καθαρή «αντίδραση». 

Κι όμως αυτοί διέφεραν από τις  «δικτατορίες της ανάπτυξης» των μη ευρωπαϊκών χωρών - στις οποίες ανήκει ο Περονισμός - λόγω της πολυπλοκότητας του πολιτιστικού τους περιεχομένου και της συγκεκριμένης απάντησης που έδωσαν στην «κρίση του πολιτισμού». Καθώς προσπαθούσαν να εκσυγχρονίσουν τις αντίστοιχες χώρες τους, ο Φασισμός, ο Ναζισμός, η Σιδηρά Φρουρά και όλα τα άλλα Φασιστικά κινήματα της δεκαετίας του 1930 αναζήτησαν επίσης μια νέα επαφή με την παράδοση. Η δική τους ήταν μια «συντηρητική επανάσταση»: εξ ου και η πρωτοτυπία τους σε σύγκριση με τον Περονισμό και τις δικτατορίες ανάπτυξης.

Αλλά αυτή ακριβώς την πρωτοτυπία δεν μπορεί να έχει ένα φαινόμενο όπως ο Περονισμός, που γεννήθηκε σε μια χώρα φτωχή σε παραδόσεις. Όμως παρόλα αυτά, ο εθνικός συνδικαλισμός του, ως η τρίτη δύναμη μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, μπόρεσε να ασκήσει στη νεολαία της Λατινικής Αμερικής την ίδια γοητευτική απήχηση που ασκούσαν παρόμοια συνθήματα πριν από σαράντα χρόνια.

5η Δεκεμβρίου 1981: Ο Alessandro Alibrandi βρίσκει έναν όμορφο θάνατο

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Στις πύλες της Ρώμης, πριν από 42 χρόνια, σε ηλικία 21 ετών, σε μια ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία, βρίσκει τον θάνατο ο Alessandro Alibrandi, ένας από τους πρωταγωνιστές του ένοπλου εθνικιστικού αγώνα στην Ιταλία. Όταν οι νέοι του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος - MSI, και του Μετώπου Νεολαίας, Fronte della Gioventu, άρχισαν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη φωτιά και τις σφαίρες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, το 1975, στη Ρώμης ιδρύθηκε ο Επαναστατικός Ένοπλος Πυρήνας (NAR) ως ένδειξη πολιτικής ένοπλης αντίδρασης. Αυτά ήταν τα χρόνια κατά τα οποία στην πρωτεύουσα, αλλά και σε άλλες ιταλικές πόλεις, οι συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Στο Σαλέρνο, τον Ιούλιο του 1973, ο Carlo Falvella, φοιτητής και μαχητής του FUAN, (του εθνικιστικού φοιτητικού κινήματος), μαχαιρώθηκε. Στην Πάντοβα, τον Ιούνιο του 1974, οι Gianluca Giralucci και Giuseppe Mazzola δολοφονήθηκαν μέσα στα τοπικά γραφεία του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Στη Ρώμη, τον Φεβρουάριο του 1975, ο Μίκης Μάντακας, Έλληνας φοιτητής και ακτιβιστής του FUAN, πυροβολήθηκε θανάσιμα από αριστερό ένοπλης ομάδας. 

Στο Μιλάνο, τον Μάρτιο του 1975, ο Sergio Ramelli, φοιτητής και ακτιβιστής του Μετώπου Νεολαίας, δολοφονείται από φοιτητές της Ιατρικής αριστερούς, με βάναυσα χτυπήματα στο κεφάλι με σιδερένια εργαλεία, ενώ και πάλι στη Ρώμη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Μάριο Ζιτσέιρι, φοιτητής και μαχητής του Μετώπου της Νεολαίας, πυροβολείται μπροστά στα γραφεία του κινήματος από αριστερούς.

Ήταν η αρχή του ένοπλου εθνικοεπαναστατικού αγώνα, από νεαρούς 18ρηδες που είδαν ότι πλέον η ζωή τους δεν είχε καμιά αξία και ότι το κόμμα τους είχε σχεδόν εγκαταλείψει και μάλιστα συζητούσε και με το … δημοκρατικό τόξο της εποχής μόνο για πολιτικά θέματα, χωρίς καμιά αντίδραση.

Έτσι ξεκίνησαν να απαντούν και όχι μόνο ενάντια στην αριστερά αλλά και ενάντια στο Σύστημα δολοφονώντας αστυνομικούς, δημοσιογράφους και δικαστές. Ένας από αυτούς τους νεαρούς ακτιβιστές, ο Alessandro Alibrandi, υπηρέτησε για πρώτη φορά στο Μέτωπο της Νεολαίας, στη συνέχεια, στο FUAN, και τελικά, αγκάλιασε τον ένοπλο αγώνα, και ήταν ένας από τους ιδρυτές του Επαναστατικού Ένοπλου Πυρήνα, ΝΑR.

Η πρώτη ένοπλη δράση στην οποία συμμετείχε ήταν ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία στο Borgo Pio στη Ρώμη τον Μάρτιο του 1977. Κατηγορούμενος ότι συμμετείχε στη δολοφονία του ακτιβιστή της Lotta Continua (Συνεχής Πάλη, ένοπλη αριστερή ομάδα) Walter Rossi, το απόγευμα της 30ης Σεπτεμβρίου 1977, συνελήφθη, μαζί με άλλους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, αλλά αθωώθηκε από την κατηγορία της δολοφονίας και καταδικάστηκε για σωματικές βλάβες. 

Χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Alibrandi, κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός άλλου μαθητή της Lotta Continua, του Roberto Scialabba, τον Φεβρουάριο του 1978, και των αστυνομικών, Straullu και Di Roma, στο «Οκτώβριος 1981. Τον κατηγόρησαν ορισμένοι μετανοούντες φυλακισμένοι που συμμετείχαν σε διάφορες εκτελέσεις. Για να αποφύγει τη σύλληψη από τον Ρωμαίο δικαστή, ο Alessandro Alibrandi αποφάσισε να πάρει το δρόμο της φυγοδικίας.

Τον Ιούλιο του 1981, έφυγε στον Λίβανο και εντάχθηκε στο κίνημα Maronite Falange που πολεμούσε εναντίον των Μουσουλμάνων. Εν τω μεταξύ, οι αρχηγοί των NAR στην Ιταλία συνελήφθησαν από την αστυνομία και ο Alessandro αποφάσισε να επιστρέψει για να σχηματίσει το "Nuovi Nar" μαζί με τους λίγους επιζώντες. Αλλά ο χρόνος πλέον έφτανε στο τέλος, αυτής της περιπετειώδους ζωής. Ο Alessandro, ενώ ο κλοιός του καθεστώτος σφίγγει, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει και να δολοφονήσει τον αστυνομικό Angelino, ο οποίος τον είχε συλλάβει πριν καιρό ως ύποπτο για μια δολοφονία δικαστή και τον είχε χτυπήσει πολύ άσχημα μέσα στο κελί του.

Το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου 1981, με τον αχώριστο Sordi και δύο άλλους βετεράνους της εμπειρίας του Λιβάνου, τον Belsito και τον Ciro Lai, ο "Alì Babà", έτσι τον φώναζαν, αποφασίζει ότι είναι η ιδανική μέρα για την εκτέλεση του αστυνόμου. Αλλά όταν η ομάδα φτάνει στο σπίτι του αστυνομικού, δεν υπάρχει ίχνος από τον Αντζελίνο. Έτσι, οι τέσσερις έφυγαν και άρχισαν να περιπλανιούνται στη Ρώμη. Φτάνουν στο Labaro, ένα χωριουδάκι στη Φλαμίνια. Υπάρχει εκεί ένα κιόσκι με φρούτα και λαχανικά.

Σταματούν και αγοράζουν μερικά μανταρίνια. Λίγο μετά περνά ένα αστυνομικό αμάξι και οι τέσσερις νεαροί αποφασίζουν να πάρουν θέση και να περιμένουν να επιστρέψει για να αφοπλίσουν τους αστυνομικούς (ένας από τους τρόπους να προμηθεύονται όπλα και σφαίρες, ο άλλος ήταν οι ληστείες σε τράπεζες). Αλλά το αυτοκίνητο δεν έρχεται. 

Στις 12.50, ενώ ο Alibrandi κάθεται στην άκρη του πεζοδρομίου και τρώει ένα μανταρίνι, περνά ένα άλλο αστυνομικό αυτοκίνητο, το οποίο ξαφνικά κάνει μια όπισθεν και σταματά μπροστά από τον "Alì Babà", ο οποίος σε δέκατα του δευτερολέπτου αποφασίζει να ενεργήσει, όπως είχε κάνει στο Μιλάνο, τραβώντας το πιστόλι του και έτσι ξεκινά το χάος. Δεκάδες σφαίρες πέφτουν, ο αστυνομικός που καθόταν στο πίσω κάθισμα δέχεται αρκετές, ενώ οι δυο μπροστινοί, μπόρεσαν αν και τραυματισμένοι να βγουν και να καλυφθούν ανταποδίδοντας τα πυρά, που ήδη έριχναν και οι άλλοι τρεις νεαροί.

Ο Sordi τραυματίζεται ενώ ο Allesandro πέφτει στο έδαφος αιμόφυρτος. Τότε οι τρεις καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα ζόρισαν και μπαίνουν μέσα στο περιπολικό με τον ήδη νεκρό αστυνόμο και το σκάνε. Σε μια οδό εγκαταλείπουν το όχημα και κλέβουν με την βία ένα άλλο. Ο Alibrandi, μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου και διαπιστώνεται ο θάνατος του. Πεθαίνει έτσι ένας από τους πιο αγαπητούς νεοφασίστες της Ρώμης. Φίλος των Φαλαγγιτών Χριστιανών, και σούπερ-ενθουσιώδης οπαδός της Λάτσιο, ο «Αλί Μπαμπά» θα παραμείνει ο «απαγορευμένος μύθος» γενεών νεοφασιστικών ακτιβιστών σε όλη την Ιταλία. Όταν πέθανε, φορούσε μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό του με μια χρυσή ηλιακή σβάστικα.

Ας μην βιαστούμε να κρίνουμε τις πράξεις και τις επιλογές του νεαρού. Την περίοδο εκείνη, η επιβίωση ενός εθνικοεπαναστάτη ήταν μόνο η ένοπλη άμυνα η οποία, μετατράπηκε σε επίθεση για λόγους που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με εκείνα τα χρόνια. Οι νεαροί εκείνοι συναγωνιστές έδωσαν την ζωή τους στις πλατείες, στους δρόμους, καθημερινά δίνοντας άνισες μάχες ενάντια στα σκυλιά του καθεστώτος, την αριστερή λαίλαπα που κυριαρχούσε παντού, αλλά και ενάντια στο ίδιο το σύστημα, μαχόμενοι για την Ιδέα, για την μεγάλη Ιδέα της επανάστασης των Εθνών. 

Εκείνα τα παιδιά δεν ήταν απλοί πατριώτες του καναπέ που απλά ασχολούταν μόνο για μια βουλευτική καρέκλα, ήταν αληθινοί μαχητές, ήταν αυτοί που έδωσαν την ευκαιρία σε πολλούς νεαρούς εθνικιστές να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο ενάντια στην κρατική και αριστερή βία.

«…και να αισθάνεσαι μέσα σου ότι στα είκοσι σου χρόνια προσπαθείς να δώσεις ένα νόημα στην επανάσταση σου…»

Συναγωνιστής Alessandro Alibrandi: Presente!

Η συνέντευξη του Gabriele Adinolfi που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αποστάτης» (Νοέμβριος 2022)

 

Αγαπητέ συναγωνιστή, σε ευχαριστούμε για τον χρόνο και την τιμή. Πες μας λίγα λόγια για σένα για όσους δεν σε γνωρίζουν. Που και πότε γεννήθηκες και πότε εντάχθηκες στο Ιταλικό κίνημα. Από όσο γνωρίζουμε είσαι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Terza Posizione. Πες μας λίγα λόγια για εκείνη την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν καθώς και την συνεισφορά αυτής της οργάνωσης.

Γεννήθηκα στη Ρώμη πριν από 67 χρόνια. Ξεκίνησα να κάνω ακτιβισμό το 1968, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Πήγα πρώτα στην τοπική οργάνωση του MSI της γειτονιάς μου για λίγο καιρό και μετά σε φοιτητικές οργανώσεις. Συμμετείχα και σε αρκετές εξωκοινοβουλευτικές (Fronte Studentesco, Avanguardia Nazionale, Lotta di Popolo). Το 1976 ήμουν ένας από τους ιδρυτές της Lotta Studentesca που ενάμιση χρόνο αργότερα θα γίνει  η  Terza Posizione (τρίτη θέση). Εν τω μεταξύ, είχαμε αποκτήσει  εμπειρίες στον κόσμο των αγροτών και της εργατικής τάξης.

Όταν ιδρύσαμε αυτό το κίνημα , ήμουν 22 χρονών και ο παλαιότερος. Εκείνες τις μέρες ο δρόμος ανήκε περισσότερο στην αριστερά που γινόταν όλο  και πιο βίαιη και προστατεύονταν από το δικαστικό σώμα και τον τύπο. Ήταν η στιγμή που ειπώθηκε το μακάβριο: "η δολοφονία ενός φασίστα δεν είναι έγκλημα". Και στην πραγματικότητα, σχεδόν κανένας δεν πλήρωσε για τις περισσότερες από τριάντα δολοφονίες  συντρόφων. Κάποιοι λίγοι που έχουν καταδικαστεί έχουν υποστεί γελοίες κυρώσεις. Και μιλάμε για άγριες δολοφονίες, με ανθρώπους έμειναν  περισσότερο από ένα μήνα στην εντατική πριν πεθάνουν. Ή ακόμα και παιδιά έκαψαν ζωντανά στα σπίτια τους οι αριστεροί, όπως τα αδέρφια Mattei (22 και 8 ετών!) των οποίων ο δολοφόνος, ο Achille Lollo, φυγάς στη Βραζιλία που περιμένει την απόφαση μετά από τόσα χρόνια,  μιας ελαφριάς ποινής και έγινε ακόμη και μέρος της κυβέρνησης  του προέδρου Lula.

Όλοι όμως κρατήσαμε τον δρόμο ούτως ή άλλως, αντιμετωπίσαμε χτυπήματα και ανταποδώσαμε επίσης και, καταφέραμε να προχωρήσουμε πολιτικά στα σχολεία, στις γειτονιές της εργατικής τάξης. Αναγεννήσαμε τον πολιτικό λόγο της εποχής και βλέπω ότι αφήσαμε το σημάδι μας στον εθνικό-επαναστατικό κόσμο σχεδόν παντού στον κόσμο. Στη συνέχεια, ήρθε η τελική καταστολή και πολλοί από εμάς περάσαμε πολλά χρόνια στη φυλακή ή καταφέραμε να δραπετεύσουμε και, όπως στην περίπτωση μου, να κρυβόμαστε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήμουν για είκοσι χρόνια στο κυνήγι, αλλά δεν σταμάτησα ποτέ την πολιτική, την  πνευματική, οργανωτική και μαχητική μου δέσμευση στον ακτιβισμό.

Θεωρείσαι από τους εμπνευστές και καθοδηγητές της Casa Pound. Πως βλέπεις την σημερινή πορεία της και ποια η πρόταση σου για όσους θέλουν να ακολουθήσουν αυτό το μοντέλο οργάνωσης σκέψης και δράσης;

Δεν είναι ακριβώς σωστό. Αυτή η εντύπωση προέρχεται από την αρχική μου ισχυρή υποστήριξη για εκείνο το κίνημα  που ήταν οι πρώτοι νεαροί  που είχαν σηκώσει το γάντι  της πρόκλησης και έσπευσαν να παλέψουν με μεγάλη ικανοποίηση και χαρά για το μέλλον. Ένα υψηλού επιπέδου υπαρξιακό και πολιτιστικό εργαστήριο γεννήθηκε.

Αλλά μετά πήραν ένα μονοπάτι που με πολλούς τρόπους δεν είναι δικό μου. Μετατράπηκαν σε ένα είδος κόμματος που μπήκε στα σχήματα και πατήματα  της κλασικής δεξιάς. Κατά τη γνώμη μου, κατέβασαν πολύ τον πήχη των ικανοτήτων τους και διέκοψαν αυτή τη δυναμική ακτιβισμού  για την οποία θαυμάζονταν από όλους.

Πότε ιδρύθηκε το ινστιτούτο Polaris και ποια η αφορμή για αυτή την κίνηση; Ποια είναι τα βιβλία που έχεις εκδώσει, ποια η θεματολογία τους και πως μπορεί κάποιος να τα προμηθευτεί;

Το Polaris ως κέντρο μελέτης γεννήθηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια,  το περιοδικό πριν από έντεκα χρόνια. Ήδη κρυμμένος στο Παρίσι, είχα δημιουργήσει ένα κέντρο μελέτης, Orientementi & Ricerca, το οποίο είχε ζήσει για περίπου δέκα χρόνια. Ο λόγος για την πρωτοβουλία μου αυτή  βασίζεται στην ιδέα μου για την πολυαπασχόληση σε όλα τα θέματα θα μπορούσα να πω. Εννοώ ότι διάφορα εργαλεία πρέπει να είναι κινούμενα ώστε κάθε ένα να επιδιώκει έναν διαφορετικό στόχο, αλλά όλα κοινά.

Το κέντρο μελέτης πρέπει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των αναλύσεων και των προτάσεων. Και είναι ακριβώς  στο σημείο ότι στο τεύχος 1, πριν από έντεκα χρόνια, εξετάστηκε η υπόθεση των μεγάλων επιδημιών και ορίστηκε ότι το ενδιαφέρον των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών θα μπορούσε να συνεπέσει με αυτό των ολιγαρχιών. Όπως και έγινε.

Αντιμετωπίσαμε κοινωνιολογικά, οικονομικά, γεωπολιτικά, οικολογικά ζητήματα. Το τελευταίο τεύχος, ακριβώς έξω, αφορά το Grand Reset. Για αυτό το κέντρο μελέτης έχουμε συγκεντρώσει εμπειρογνώμονες και ακαδημαϊκούς υψηλού επιπέδου. Με αυτόν τον τρόπο μπορέσαμε να ξεκινήσουμε διάλογο με τοπικές διοικήσεις, πανεπιστήμια, πρεσβείες, επιχειρηματικές οργανώσεις, συνδικάτα. Έχουμε κινήσει συζητήσεις που οδήγησαν σε πολιτικούς από τη δεξιά και την αριστερά, ακόμη και από τον ΟΗΕ, να μιλήσουν μαζί μας.

Ο στόχος είναι η σπορά και η δημιουργία νέων δικτύων σχέσεων. Μπορούμε να το ονομάσουμε τακτική Gramsci. Αλλά θα ήταν αυτοσκοπός αν δεν υπήρχαν πολλά άλλα θέματα που ασχολούνται με άλλους στόχους. Όπως πολιτικές πληροφορίες, εσωτερική εκπαίδευση, πολιτικές σχέσεις, σχηματισμός στελεχών και ακόμη και διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Το Polaris είναι ένα αστέρι ενός γαλαξία όπου βρίσκουμε τα Landsknechts της Ευρώπης (μια ευρωπαϊκή συνεργασία Ιδεών), το EurHope (στις Βρυξέλλες) και άλλες δημιουργίες όπως το kulturaeruopa.eu, το Accademia Europa online και άλλα. Η δέσμευση είναι σε διάφορα επίπεδα και δεν περιορίζεται στην Ιταλία.

Όσο για μένα, προσπαθούμε επίσης να κάνουμε χρήση της φιγούρας μου και να ασκήσουμε πολιτικές και πολιτιστικές επιρροές. Αυτό συμβαίνει με τις διαλέξεις μου, τις συνεντεύξεις μου, τα blogs μου και τα βιβλία μου. Αυτά είναι πολλά. Ορισμένα έχουν μεταφραστεί, στα γαλλικά και στα ισπανικά. Έχουν να κάνουν επίσης με τα «χρόνια του μολυβιού», με εμπειρίες από την περίοδο της ζωής ως φυγάδες, με ιδεολογικά οράματα όπως ο Μύθος της Ευρώπης ή η Τορτούγκα. Η λίστα είναι μεγάλη και μπορεί να βρεθεί στη wikιpedia στην καταχώρισή μου. Ορισμένα βιβλία μπορούν να αγοραστούν διαδικτυακά στο gabrieleadinolfi.eu στην ενότητα "αγορά online". Αλλά είναι στα ιταλικά.

Οι συνεντεύξεις σου στην «Ελεύθερη Τηλεόραση» αλλά και σε έντυπες εκδόσεις τα τελευταία χρόνια προκάλεσαν θετικότητα σχόλια ανάμεσα στους Έλληνες συναγωνιστές. Ποια η άποψη σου για τον Ελληνισμό και τους Έλληνες αλλά και για τους συναγωνιστές μας.

Χαίρομαι που έλαβα  κάποια θετικά σχόλια από τους Έλληνες συντρόφους. Η Ελλάδα είναι η μητέρα όλων μας. Εν τω μεταξύ, η οικογένειά μου προέρχεται από μια πόλη της Magna Graecia, την Νάπολη. Τα ελληνικά είναι η αληθινή παγκόσμια γλώσσα, η αληθινή παγκόσμια σκέψη, αυτή του Λόγου.

Παγκόσμια στην ανάδειξη των ταυτοτήτων, όπως και σε οποιαδήποτε αυτοκρατορική λογική, η οποία μπορεί να μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε το μέλλον και να αμφισβητήσουμε τον παγκοσμιοποίηση χωρίς συνθηκολόγηση, όπως συμβαίνει με την τύχη των αντιδραστικών και, συνεπώς, των κλειστών στον εαυτό τους ατόμων που υπάρχουν στις τάξεις μας κατά κάποιο τρόπο. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφίας που δεν είχε καμία σχέση με τις ορθολογικές αφαιρέσεις των σύγχρονων, αλλά ήταν τρόπος ζωής.

"Kαι Ίων ειμί!" Θα έμπαινα  στον πειρασμό να πω επίσης, αναγνωρίζοντας τον εαυτό μου, όπως αναγνώρισα τον εαυτό μου στους Δελφούς. Ωστόσο, δεν μπορώ να δώσω μια ακριβή αξιολόγηση των Ελλήνων συντρόφων, γιατί δεν έχω ζήσει ποτέ στην Ελλάδα. Μπορώ να εκφράσω μόνο τις εντυπώσεις μου. Φαίνονται παθιασμένοι και μαχητικοί, λίγο ρομαντικοί και λίγο στωικοί. Πιθανότατα έχουν τα ίδια ελαττώματα με τους μεσογειακούς συντρόφους: την τάση να κατακερματιστούν, να είναι ατομικιστές και να διαφωνούν με άλλους συντρόφους. Ελαττώματα που μπορούν να διορθωθούν εάν η υπερηφάνεια δεν συνδέεται με τον εαυτό του αλλά με κάτι υψηλότερο.

Μέσα από ποιες διαδικτυακές επάλξεις προωθείς τις ιδέες σου;

Facebook, twitter, telegram, η πλατφόρμα web της Accademia, και τα blogs.

Δεν μπορούμε να μην σε ρωτήσουμε για τον μάρτυρα Μίκη Μάντακα. Τι νιώθεις ως Ιταλός όταν ακούς αυτό το όνομα;

Ακόμα κι αν πέρασαν  σαράντα έξι χρόνια, θυμάμαι εκείνη την ημέρα σαν να ήταν σήμερα. Ο θάνατος του Μάντακα με χτύπησε για τα σύμβολα που τον συνοδεύουν. Εκείνη την εποχή στην Ιταλία πίστευαν ότι όλοι οι Έλληνες ήταν αριστεροί, και αντ 'αυτού ο μόνος μάρτυρας ήταν στο πλευρό μας. Ήταν τότε ο Έλληνας που έπεσε στη Ρώμη, σαν να σφράγισε τις ελληνορωμαϊκές ρίζες της Ευρώπης και του πολιτισμού.

Ήταν πάνω απ 'όλα ένας πεσμένος σύντροφος και για εμάς ο σύντροφος σήμαινε πολύ περισσότερα από το να είσαι  Ιταλός  ή  Έλληνας  γιατί εκείνα τα χρόνια  λέγαμε  ότι «η πατρίδα μου είναι όπου παλεύω για τις ιδέες μου». Σύντροφος , στον πόλεμο, είναι πέρα ​​από κάθε διάκριση. Φυσικά για εμάς το έθνος ήταν θεμελιώδες, αλλά ψηλότερα υπήρχε κάτι που το ξεπέρασε. Η θυσία του Μίκη σε μια ξένη χώρα τον ηρωοποιούσε  με ακραίο τρόπο.

Όταν ο σύντροφός μου Walter Spedicato πέθανε στην εξορία στο Παρίσι, η ιερή επιγραφή στη μνήμη του έφερε αυτή τη γερμανική φράση που επέλεξε ο Alain de Benoist. «Όποιος πέφτει για τις ιδέες του βρίσκεται στο σπίτι του ακόμη και σε μια ξένη χώρα». Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει ξένη γη για εμάς στην Ευρώπη.

Πως βλέπεις την σημερινή κατάσταση με την υγειονομική τρομοκρατία των κυβερνήσεων;

Σε αυτό αφιέρωσα ένα πολιτικό έγγραφο, με τίτλο Αντισώματα, το οποίο δημοσίευσα τον περασμένο Νοέμβριο. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις γραμμικές εξηγήσεις, τη λογική της δυαδικής γλώσσας και τους απλοϊκούς τρόπους έκφρασης. Ότι προκάλεσε ο Covid, σήμερα, εμείς το βιώνουμε σαν  μια ανθρωπολογική και διανοητική επανάσταση.

Η φαντασία του περασμένου αιώνα δεν αντιστοιχεί πλέον στην εξέλιξη της τεχνολογίας και σε αυτό που προκάλεσε. Από τη μετάλλαξη των σχέσεων μεταξύ χώρου και χρόνου στην ίδια φυσική κατάσταση. Αυτό που ονομάζεται Grand Reset είναι απλώς μια προσπάθεια να συνδυάσει το φανταστικό με την πραγματικότητα. Αυτό που πολλοί φοβούνται  και απαιτούν να ξορκίσουν προς αποτροπή δεν θα συμβεί αύριο, έχει ήδη συμβεί για πάνω από είκοσι χρόνια. Είναι το αποτέλεσμα της τεχνολογικής έκρηξης και της απορρύθμισης.

Για εκείνους που γνωρίζουν ότι ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός είναι πάντα ενωμένος και διχασμένος ταυτόχρονα, αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές διαφορές αντικατοπτρίζονται επίσης στην πρόκληση των εμβολίων και των οικονομιών στο Covid. Μπορούμε να μιλήσουμε για τη γεωπανδημία.

Δεν έχει κανένα νόημα να αντιταχθούμε σε όλα αυτά προσπαθώντας να υπερασπιστούμε τα συντρίμμια του αστικού μοντέλου, αντίθετα πρέπει να «οδηγήσουμε την τίγρη» και να αντιταχθούμε σε άλλα οργανωτικά, οικονομικά, φιλοσοφικά και πολιτικά μοντέλα που πρέπει να δημιουργήσουμε αυτόνομα και τα οποία, όπως ένας ιός, πρέπει να εξαπολύσει μια πανδημία αναγέννησης.

Tι πιστεύεις για την σημερινή κατάσταση στην Ιταλία

Στην Ιταλία, όπως και αλλού, είμαστε μάρτυρες της εποχικής αποτυχίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δυστυχώς, αυτό μετατρέπεται σε κατάσχεση εξουσίας από τεχνικούς και πολιτικούς επιτρόπους. Στην πράξη, ο κομμουνισμός διαχειρίζεται το κεφάλαιο και μετατρέπει την κοινωνία σε κομμουνιστική ακριβώς μέσω του κεφαλαίου.

Στην Ιταλία, όπως παντού, δεν μπορούμε να ελπίζουμε για μια θεσμική πολιτική απάντηση: μπορεί να βρεθεί μόνο στην αυτόνομη οργάνωση των οργανικών πραγματικοτήτων που συνδέονται τόσο με την επικράτεια όσο και με τα συμφέροντα της κατηγορίας της. Όταν το κράτος παραιτείται από το ρόλο του επειδή δεν είναι πλέον σε θέση να το αναλάβει, και γίνεται φορολογικός συλλέκτης, φύλακας φυλακών και πωλητής καπνού, είναι απαραίτητο να καλυφθούν τα κενά που αφήνει πίσω και έτσι να σχηματιστούν οι εξουσίες των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει επίσης τη διαμόρφωση των ανθρώπων. Επειδή στον καπιταλισμό, τη δημοκρατία, τον κοινοβουλευτισμό, τον υλισμό, υπάρχουν μόνο μάζες και άτομα, δεν υπάρχουν πλέον λαοί.

Όποιος σήμερα ονειρεύεται λαϊκές εξεγέρσεις είναι παραληρηματικός. Όπως και στον Ζαρατούστρα, σκεφτόμενος  να ταλαιωρήσει τον λαό, θα φύγει και θα κρατήσει ένα πτώμα στα χέρια του.

Πιστεύεις ότι ο Φασισμός είναι αυτό που έλεγε ο Mussolini «η εκκλησία των χιλίων αιρέσεων»; Ποια η θέση του Φασισμού στον 21ο αιώνα; Από τον Ιταλικό Φασισμό εκτός τον Mussolini ποια άλλα πρόσωπα θεωρείς κορυφαία στην ιδεολογική και οργανωτική συνεισφορά του κινήματος σας;

Ο Μουσολίνι ήταν η ιδιοφυΐα που κατάφερε να προτείνει στη σύγχρονη εποχή έναν τρόπο συλλογισμού και διαβίωσης που είναι αυτός των ιστορικών και φιλοσοφικών μας ριζών. Ο φασισμός για αυτόν δεν ήταν ποτέ σημείο άφιξης, αλλά παράμετρος για τη συνεχή σχεδίαση νέων συνθέσεων για το μέλλον.

Το 2021 πολλά από τα επιτεύγματα του φασισμού μπορεί να φαίνονται ξεπερασμένα επειδή η κοινωνία έχει αλλάξει ριζικά. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, ωστόσο, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει χωρίς υπερβολική προσπάθεια ότι οι συντεχνιακές απαντήσεις  που προέρχονταν από τον φασισμό θα ήταν επί του παρόντος η μόνη μη κομμουνιστική απάντηση, η μη ολιγαρχική και η  μη τρομοκρατική μέσα στη μετα-δημοκρατία και θα εγγυόταν τη συμμετοχή όλων, τα δικά τους πεπρωμένα.

Όχι μόνο αυτό: ο corporatism θα εξακολουθούσε να αποδεικνύεται ότι είναι η μόνη επαναστατική εναλλακτική λύση στον φιλελεύθερο καπιταλισμό σήμερα, όπως χθες. Εκτός από αυτό, ωστόσο, το πνεύμα του φασισμού είναι θεμελιώδες, το οποίο είναι ένα κλασικό, ανδρικό και κοινωνικό πνεύμα. Που είναι πνευματικό, αισθητικό και υλικό. Και είναι τόσο «αιρετικά» ανοιχτό που πάντα αναζητά τη σύνθεση.

Θα έλεγα ότι, αν υπάρχει κάτι μέχρι και σήμερα, σήμερα το βρίσκουμε ακριβώς στον φασισμό. Όσο για τις ιδεολογικές συνεισφορές στο κίνημα μου, δεν περιορίζονταν μόνο στον ιταλικό φασισμό. Τους βρήκαμε και στη Ρουμανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Αργεντινή και στην πολιτιστική και πολιτική δέσμευση των νεοφασιστών πρωτοπόρων της δεκαετίας του '50 και της δεκαετίας του '60 στην Ιταλία, αλλά και στη Γαλλία με την ομάδα GRECE  καθώς και στο Βέλγιο του Jean Thiriart με αυτή την ονειρική προσπάθεια κατά της πρωτοπορίας που ήταν η Jeune Europe .

Και οφείλουμε επίσης κάτι  μικρό σε άλλες αιρέσεις, που δεν συμφωνούν ακριβώς με την Ιδέα μας για τον Κόσμο, όπως ένα μικρό μέρος του Γκωλικού ρεύματος ... Μερικοί συγγραφείς ή καλλιτέχνες, όχι φυσικά τόσο στο ύψος του φασίστα Pirandello, άλλα μας βοήθησαν να ανακαλύψουμε  τη δημοκρατική κωμωδία στα μάτια μας: όπως είναι ο διανοούμενος σαν τον Débord, ζωγράφος όπως ο Magritte ή σόουμαν όπως ο Gaber. Ο Julius Evola ήταν και είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί η σφαγή στα βουνά της Ηπείρου το 1940 και ποιες οι ευθύνες τόσο της ελληνικής όσο και της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής σύμφωνα με την δική σου ανάγνωση της ιστορίας;

Όχι μόνο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αλλά θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί απολύτως. Κάθε πόλεμος μεταξύ των Ευρωπαίων είναι εμφύλιος πόλεμος, ακόμη περισσότερο μεταξύ Ιταλών και Ελλήνων, που είναι οι πατέρες του πολιτισμού, και επιπλέον μεταξύ κυβερνήσεων που προσανατολίζονται με τον ίδιο τρόπο! Δυστυχώς, η ιταλική επέκταση στις θάλασσες, που τόσο μισούσε η Αγγλία, έπληξε επίσης την Ελλάδα. Φοβάμαι ότι η αντιπαράθεση ήταν τότε αναπόφευκτα τραγική. Η Ιταλία την αντιμετώπισε με υπερηφάνεια και απροσεξία και μπλοκαρίστηκε από τους Έλληνες που έδειξαν αξιοθαύμαστη υπερηφάνεια και μαχητικότητα. Στη συνέχεια, με την ιταλική και πάνω απ 'όλα γερμανική κατοχή, αυτή η υπερηφάνεια έγινε κομματική (μοναρχική ή κομμουνιστική) και αυτό απορρόφησε μεγάλη ενέργεια από την αιτία που θα έπρεπε να ήταν κοινή. Αλλά ποτέ δεν κλαίνε για το χυμένο γάλα. Προσπαθούμε να αντλήσουμε μαθήματα για το μέλλον.

Ποια η κληρονομιά της R.S.I. και πως αναγεννήθηκε το κίνημα μετά τον πόλεμο;

Ας συνοψίσουμε για τους αναγνώστες γιατί μιλάμε. Αφού οι σύμμαχοι προσγειώθηκαν στη Σικελία στις 25 Ιουλίου 1943, πραγματοποιήθηκε το Μεγάλο Συμβούλιο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Ο Μουσολίνι βρέθηκε  σε μειονεκτική θέση και στάλθηκε μήνυμα  στον Βασιλιά Βιτόριο Εμμανουέλ ΙΙΙ για τη συνολική διαχείριση του πολέμου.

Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς είχε συλλάβει τον Μουσολίνι και ανακοίνωσε ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί. Ζήτησε από τον Χίτλερ να στείλει γερμανικά στρατεύματα για να υπερασπιστεί την ιταλική επικράτεια και δεσμεύτηκε να πληρώσει όλα τα έξοδα για τα προς το ζην. Ήταν μια παγίδα επειδή οι Ιταλοί θα έπρεπε να γυρίσουν τα όπλα τους εναντίον των συμμάχων τους. Στις 8 Σεπτεμβρίου, ο βασιλιάς υπέγραψε την προδοσία και έφυγε με τον πρωθυπουργό Badoglio πέρα ​​από τις γραμμές  του εχθρού. Οι ένοπλες δυνάμεις αφέθηκαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ο ιταλικός στόλος, ο οποίος δεν είχε λάβει συγκεκριμένες διαταγές, βομβαρδίστηκε τέσσερις φορές την ίδια ημέρα από γερμανικά, βρετανικά και αμερικανικά αεροπλάνα.

Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Μουσολίνι απελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία του στο Gran Sasso. Στις 23 Σεπτεμβρίου γέννησε την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία η οποία εξασφάλισε την υπεράσπιση της ιταλικής επικράτειας και εφάρμοσε ριζικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικοποίησης των επιχειρήσεων. Το 1945, μετά την απώλεια του πολέμου, η RSI παρέδωσε τον ισολογισμό σε πλεόνασμα παρά την πολεμική οικονομία και τα έξοδα για τη συντήρηση των Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών. Οκτώ χιλιάδες άνθρωποι προσχώρησαν στο RSI, συμπεριλαμβανομένου ενός από τους ιδρυτές του κομμουνιστικού κόμματος, τον Nicola Bombacci, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους αντιστασιακούς την ίδια ημέρα με τον Mussolini, στις 28 Απριλίου 1945.

Για αυτό μιλάμε. Δεν συμμερίζομαι μια από τις κοινές πεποιθήσεις ότι η RSI  θα σήμαινε επιστροφή στην επαναστατική προέλευση μετά από έναν μακρύ κυβερνητικό συμβιβασμό. Πολιτικά αντιπροσωπεύει τη συνέχιση μιας σταδιακής αλλά συνεχούς επανάστασης που είχε πραγματοποιήσει ο Μουσολίνι για είκοσι χρόνια.  Οι μόνες διαφορές συνίστανται στο γεγονός ότι ο «αντιδικός»  του, ο αντιδραστικός, δεν ήταν πλέον παρών στα θεσμικά όργανα επειδή είχε φύγει προς τα νότια στα χέρια των εισβολέων και ότι ήταν επομένως ευκολότερο να επιταχυνθεί από τους ριζοσπαστικούς νόμους που, ωστόσο, υπέστησαν τις δυσκολίες μιας διχασμένης Ιταλίας, σε δύο και έναν πόλεμο που χάθηκε.

Η RSI όμως σήμαινε και κάτι άλλο. Ήταν η απόδειξη μπροστά σε όλον τον κόσμο  και κυρίως στον εχθρό, που την θαύμαζε, ότι οι Ιταλοί δεν ήταν τελικά δειλοί όπως έδειξε η προδοσία του βασιλιά και είχαν ακόμη την αίσθηση της τιμής.

Ακολούθησε η λεγόμενη «εκκαθάριση» με δεκάδες χιλιάδες δολοφονίες, μερικές τρομερές, και με την δαιμονοποίηση των Βετεράνων. Αυτό σηματοδότησε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο. Από τη θετική πλευρά, επειδή το να είσαι φασίστας μετά το 1945 σήμαινε να προχωράς με το κεφάλι ψηλά και να πληρώνεις ένα υψηλό τίμημα, εναντίον όλων. Αρνητικά επειδή η ιδέα της ήττας παρέμεινε στο DNA και επειδή η δυσπιστία για όλα και όλοι δεν μπορούσαν να διευκολύνουν την πολιτική δράση.

Έπειτα από κάποιες προσπάθειες δημιουργίας ενός πολιτικού φορέα και μετά τις προπαγανδιστικές και στρατιωτικές πράξεις του κινήματος FAR, δημιουργήθηκε το MSI το οποίο  ήταν ο πρωταγωνιστής αυτής της μνήμης προς το μέλλον. Ωστόσο, δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει διανοητικά την ήττα και το κλείσιμο στον κόσμο, οπότε όταν, δύο γενιές αργότερα, οι ιστορικές συνθήκες του επέτρεψαν να εισέλθει στον κυβερνητικό χώρο, οι εκφραστές του δεν βρήκαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να διώξουν από πάνω τους αυτό που τους παρέλυε.

Αυτό που σχεδόν ποτέ δεν έχει λυθεί στον ιταλικό νεοφασισμό είναι το κόμπλεξ. Ένα κόμπλεξ ενοχής, ένα κόμπλεξ δίωξης, ένα κόμπλεξ κατωτερότητας. Πράγματα που οι φασίστες δεν θα είχαν δοκιμάσει ποτέ και για τα οποία θα αισθανόταν αηδιασμένοι.

Κρίμα, γιατί η υπερηφάνεια και η επιμονή των χρόνων αγώνα και θυσίας, μετά από αιώνες και αιώνες φυλακών και δεκάδες και δεκάδες θανάτους, θα άξιζαν καλύτερα από τους αστούς και τους γονείς που ήθελαν μόνο να γίνουν αποδεκτοί

Τι προτείνεις για το μέλλον στους νεολαίους συναγωνιστές της χώρας μας που δηλώνουν Εθνικιστές, Εθνικοσοσιαλιστές και Φασίστες;

«Δύο άνθρωποι κοιτάζουν μέσα από τα ίδια κάγκελα, το ένα βλέπει τη λάσπη, το άλλο τα αστέρια». Αυτά τα λόγια του Λάνγκρι, ενός Θιβετιανού κληρικού του 11ου αιώνα, είναι θεμελιώδη, ανεξάρτητα από το μοντέλο που έχετε επιλέξει. Επειδή το μοντέλο πρέπει να λειτουργεί για να σας κάνει να γίνετε καλύτεροι και δυνατοί. Μόνο του δεν είναι αρκετό. Το να σας δηλώσω κάτι δεν σημαίνει ότι είστε κιόλας κάτι. Και ακόμη λιγότερο μπορείς πραγματικά να είσαι κάτι αν είσαι πολύπλοκος.

Ίσως είναι απαραίτητη η αναφορά σε ένα πολιτικό αρχέτυπο που αντιπροσωπεύει μια Ιδέα του κόσμου ριζικά διαφορετική από την κυρίαρχη. Κανείς  περισσότερο από τους Έλληνες  θα έπρεπε να το καταλάβει αυτό. Η παρακμή της νεωτερικότητας, η οποία είναι προοδευτική και μεσσιανική, βασίζεται στην Ουτοπία, δηλαδή σε ένα μοντέλο που θα εφευρεθεί, το οποίο δεν έχει κανόνες και το οποίο δεν επιτρέπει σε κάποιον να ενεργήσει πάνω του. Αντ 'αυτού, ο Μύθος κάνει ακριβώς το αντίθετο: σας διδάσκει ένα μοντέλο να το επαναλάβετε, να το ανανεώνετε, το οποίο ενεργεί πάνω σας και αντικατοπτρίζει όλα όσα ενεργείτε, θέτοντας το χώρο σε τάξη. Ο Κόσμος που λυγίζει το Χάος και εξάγει τη μορφή από την ύλη. Είναι ένα αιώνιο μοντέλο, το οποίο υπάρχει ήδη, και ως εκ τούτου μπορεί και πρέπει να πάντα να  μιμείται, και θα είναι πάντα έτσι.

Οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν ένα γραμματικό χρόνο που για εμάς τους μοντέρνους δεν είναι ποτέ μεταφράσιμος: τον αόριστο. Αυτός ο αόριστος, που είναι ένα παρελθόν χωρίς να είναι εντελώς παρελθόν, αναφέρεται στη σύλληψη του Όντος, την οποία οι Έλληνες, ας αναφέρουμε τον Παρμενίδη, είχαν αντιληφθεί και που αντιτίθεται στην παρακμή του Να γίνει, όπως ο Κόσμος ενεργεί στο Χάος και όπως ο Μύθος νικά την Ουτοπία.

Από όλους τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς, ο ελληνικός μπόρεσε να εκφράσει τη σοφία μέσω μυθολογίας όπως κανένας άλλος. Στην ελληνική μυθολογία υπάρχουν όλες οι απαντήσεις σε οποιαδήποτε κατάσταση και είναι σαφέστατος ο δρόμος που πρέπει να πάρετε, πως θα βαδίσετε με ποιο τρόπο και κόστος και με ποια μεταμόρφωση. Ωστόσο, κάποιος πρέπει να είναι ισχυρά παρών και να αποκτήσει μια φωτεινή Ολυμπιακή γαλήνη. Προσέξτε να μην το αφήσετε αυτό όταν πρόκειται  αναλαμβάνετε πολιτικές αναφορές "καταραμένες", γιατί αν τις ερμηνεύσετε με σύγχυση, με θυμό, με σκοτεινό τρόπο, όλα θα καταστραφούν.

Τα τελευταία λόγια δικά σου προς τους αναγνώστες του περιοδικού μας.

Σου λέω τρία πράγματα. Πρώτα. Η Ευρώπη και ο Πολιτισμός χρειάζονται την  Ελλάδα και η Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την Ευρώπη (την οποία ίδρυσε στις Θερμοπύλες και τις  Πλαταιές) και χωρίς Πολιτισμό. Αφιερώνω τον εαυτό μου στη δημιουργία σχέσεων μεταξύ ποιοτικών ανθρώπων από όλη την Ευρώπη, ειδικά μέσω του Lanzichenecchi, το οποίο λαμβάνει τη μορφή συναντήσεων μεταξύ Ευρωπαίων, δύο εκ των οποίων, στην Ιταλία και τη Γαλλία, είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Υπάρχουν επίσης αναφορές στο διαδίκτυο. Σε αντίθεση με τους Ιταλούς, τους Γάλλους, τους Ισπανούς και τους Άγγλους, οι Έλληνες μιλούν συχνά άλλες γλώσσες και η συμβολή τους είναι ιδιαίτερα πολύτιμη.

Δεύτερο. Είναι άχρηστο να αισθάνεσαι αγωνία, άγχος ή ελπίδα σε μαζικές αντιδράσεις, σε βιαστικές πολιτικές λύσεις ή στις νίκες ενός λαϊκισμού που δεν έχει στρατηγική, ηγεσία, σχέδια και που παραμένει στο έλος της ιδέας ενός υλιστή και φιλελεύθερου κόσμου. Είναι οι συνειδητοί avant-gardes, οργανωμένοι και με ξεκάθαρες ιδέες, οι μόνοι που μπορούν πραγματικά να παίξουν στις πολιτικές και πολιτιστικές προκλήσεις. Και είναι να εκπαιδεύσουμε αυτούς τους πρωτοπόρους που πρέπει να ανησυχούμε, όχι πολιτικές λύσεις που στο χάος μπορούν να είναι φευγαλέες και εμφανείς.

Τρίτο. Ο καθένας πρέπει να καταλάβει ότι η ζωή ενός λαού δεν συμπίπτει με τη δική του, ότι τα πεπρωμένα των γενεών δεν μετριούνται από αυτό που ζει, ότι ο χρόνος δεν τελειώνει αύριο. Ακόμα κι αν η κατάσταση μπορεί να φαίνεται απελπισμένη, ακόμη και αν δεν βλέπουμε λύσεις που να προσφέρουν ελπίδα για το άμεσο μέλλον, πρέπει να είναι γνωστό ότι δεν θα είναι μερικές γενιές ηλιθίων, γεμάτες Ubris, που μπορούν να σκοτώσουν το πνεύμα της Ελλάδας, που ούτε καν αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας κατάφεραν να πνίξουν. Πρέπει να είμαστε σταθεροί, θαρραλέοι και πάνω απ όλα χαρούμενοι και αδάμαστοι και να κάνουμε ό, τι πρέπει να γίνει. Μπορεί να μην το δούμε, αλλά σε κάθε περίπτωση ξέρουμε ότι αυτό που είχε προβλεφθεί θα συμβεί μια μέρα: ο Απόλλωνας θα επιστρέψει και θα είναι για πάντα.

Φασισμός και Εγωισμός

 

Μετάφραση: Μαυρομετωπίτης

Η Ιδέα του Κράτους στον Ιταλικό Φασισμό προέρχεται από μία λογική σχετικά με την αντίληψη. Το Κράτος είναι το πως αντιλαμβάνεσαι την ύπαρξη του και αν τελικά λειτουργεί προς όφελος σου. Ακόμη και αν είναι ένα είδος συλλογικότητας, η συλλογικότητα αυτή είναι μία αμοιβαία επωφελής συλλογικότητα. Αυτή η συλλογικότητα είναι δική σας, των «Εγωϊστών», που δημιουργήθηκε από ένα αμοιβαίο συμφέρον που καταλήγει στο όφελος της ομάδας. 

Το Φασιστικό Κόμμα, για παράδειγμα, το PNF, ήταν μία μεγάλη «Ένωση Εγωϊστών» που προσπαθούσε να επωφελήσει το «Δικό» τους, δηλαδή την Ιταλία. Το «Εγώ» τους καταπιεζόταν από τον βασιλιά και τους συντηρητικούς. Το Κράτος είναι «Δικό» σου, όσο τίποτε άλλο, όσο μπορείς να το χτίζεις τότε είναι δικό σου.

Ο «Εγωϊστής» μπορεί, με την πρώτη ματιά, να φαίνεται αντίθετος με το Κράτος στον αμόρφωτο θεατή. Αλλά αν συγκρίνουμε την φιλοσοφία του Στίρνερ με την φιλοσοφία του Τζιοβάνι Τζεντίλε για το Κράτος θα βρούμε πολλές ομοιότητες. Και οι δύο λειτουργούν με βάση την αντίληψη τους για το Κράτος. 

Ο «Εγωϊστής» επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει προς όφελος του. Το Φασιστικό Κόμμα και η Φασιστική Κοινωνία είναι μία «Ένωση Εγωϊστών», μέσω της οποίας το «Εγώ» μπορεί να ωφεληθεί εμπλουτίζοντας τον εαυτό του και το «Δικό» του. Όσο το Κράτος δεν στρέφεται ενάντια στις επιθυμίες του, δεν χρειάζεται να κοιτάξει πως θα το καταργήσει. Αν το Κράτος λειτουργεί εις βάρος του, είναι ελεύθερος να επαναστατήσει εναντίον του και να το ανανεώσει.

Μία βασική πράξη τέτοιου είδους ήταν η «Αντιβασιλεία του Καρνάρο», την οποία σχημάτισαν ο Γκαμπριέλε Ντ΄Ανούντσιο και οι σύντροφοι του βετεράνοι του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το Κράτος ήταν μία προσωπική του προσπάθεια που καθοδηγούταν από το όραμα του.

Η Δράση δεν σταματούσε ποτέ. Κάθε μέρα ο Ντ΄Ανούντσιο διάβαζε ποίηση και μανιφέστα από το μπαλκόνι του. Κάθε απόγευμα μία συναυλία και μετά πυροτεχνήματα. Αυτή ήταν ολόκληρη η δραστηριότητα της κυβέρνησης. Ήταν η κατάσταση του, μία κατάσταση γιορτής και περιχαρούς θαυμασμού, μία επιθυμία να εμφανιστεί ελεύθερος όπως ο Καίσαρας και να δείξει στον κόσμο τον νέο του τρόπο ζωής, έναν τρόπο ζωής αφιερωμένο στην έννοια του Νιτσεϊκού «Υπερανθρώπου». 

Και ακόμη και αν το Φιούμε κατέρρευσε, η εκδήλωση του οράματος του Ντ΄Ανούντσιο, η έμπνευση του, η κληρονομία του, επέζησαν και στα δύο αριστερά γκρούπ της Ιταλίας, τους Arditi Del Popolo και την αναδυόμενη «τρίτη θέση» του PNF. Ειδικά η τελευταία πήρε πολλά από την στάση, την υπεροχή και τον επαναστατικό συνδικαλισμό του «Εγώ» του Ντ΄Ανούντσιο.

Πολύ απλά: Geist = Κράτος = «Μοναδικός» κατά Στίρνερ = Το Κράτος

πηγή

Les extrêmes se touchent: η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού

 

Η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού

των Zoltanous, Lizardi, CSD, Judas

μετάφραση για τον «Μαύρο Κρίνο»: Μαυρομετωπίτης

Η άποψη ότι ο Φασισμός είναι Αναρχισμός είναι κάτι που ακούμε συνήθως να λένε οι μαρξιστές - λενινιστές για να δυσφημίσουν τον φασισμό ως «φιλελεύθερη ψύχωση». Είναι ένας εύκολος τρόπος να απαξιώσει κανείς τον φασισμό, αφού ο αναρχισμός θεωρείται συνήθως μία ασυνάρτητη αστεία ιδεολογία. Τους περισσότερους τους πιάνουν τα γέλια όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πράγματα σαν τους antifa οι οποίοι είναι κυρίως αναρχικοί. Το βιβλίο «Αναρχοφασισμός» του Jonas Nilsson είναι ένα παράδειγμα τέτοιου αστείου χωρίς ίχνος σοβαρότητας. Όπως αποδεικνύεται όμως, αφήνοντας κατά μέρους την ιδεολογική σχιζοφρένεια, η σχέση μεταξύ αναρχισμού και φασισμού είναι πολύ πιο περίπλοκη. Τόσο ο Φασισμός, όσο και ο Αναρχισμός εμπίπτουν τεχνικά στην ίδια γραμμή σκέψης. Και οι δύο στοχεύουν σε μία Τρίτη Θέση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.


Επιπλέον, ο Αναρχισμός μοιράζεται τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Φασισμός διασπάται σε εθνικά οργανικά κινήματα που προσπαθούν να εδραιώσουν τους δικούς τους στόχους για να φτάσουν σε ένα Φασιστικό Μέλλον. Ο Αναρχισμός είναι ένα σύνολο ιδεών που διαφέρουν μεταξύ τους όχι ως προς τον Σκοπό αλλά λόγω των μεθόδων και των αξιών τους. Όπως ακριβώς οι Ιταλοί Φασίστες διέφεραν με τους Βραζιλιάνους ιντεργκραλιστές στις μεθόδους και τους συνολικούς στόχους, έτσι και οι Αναρχοσυνδικαλιστές διαφέρουν με τους Αναρχομουτουαλιστές. Έχουν στο μυαλό τους τον ίδιο τελικό σκοπό με μία απαραίτητη αναδίπλωση στην κατάσταση και τις απόψεις.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ρίζες του Φασισμού βρίσκονται στην Αναρχοσυνδικαλιστική σκέψη. Η επιρροή του Προυντόν, διάφορα εθνικοεπαναστατικά κινήματα και πολλοί από τους ιδεολόγους και ανθρώπους κοντά στον Μουσολίνι, όπως ο Nicola Bombacci ή ο Ugo Spirito προώθησαν πολιτικές βασισμένες στις αναρχικές ιδέες. H μεγαλύτερη παρανόηση της σύγχρονης αναρχικής σκέψης είναι να πιστεύει κανείς ότι το Έθνος ταυτίζεται με το σάπιο Πολιτικό Κράτος που το καταστρέφει. Το καθήκον κάθε Φασιστή είναι να πολεμήσει ενάντια στην σύγχρονη τάξη πραγμάτων, να τσακίσει το κράτος στο σύνολο του και από τις στάχτες που θα προκύψουν να θεμελιώσει το Φασιστικό Κράτος εντός του οποίου θα πραγματώνεται η πραγματική Αναρχία, όχι επειδή οι άνθρωποι θα μείνουν χωρίς κυβερνήτες αλλά επειδή οι άνθρωποι θα είναι οι Άρχοντες και με την συσσωρευμένη δύναμη κάθε ατόμου που συνθέτει οργανικά ένα Έθνος, οι άνθρωποι θα βιώσουν πραγματικά την Αναρχία.

Υπάρχουν και κάποιες ακόμη σύγχρονες παρερμηνείες όπως η συσχέτιση με τον James Mason και το βιβλίο του «Siege» με την καθαρά αναρχική νοοτροπία του. Το βιβλίο καλλιεργεί την βίαιη και χαοτική επιβίωση μέσα σε ένα σκηνικό διαρκούς τεχνολογικής επιτάχυνσης. Ωστόσο, πρέπει να τονίσω ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ευρύτερο θέμα του φασιστικού αναρχισμού λόγω μίας αυστηρής προσήλωσης του σε μία στρεβλή εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού. Η μονή φορά που το «Siege» καθίσταται επίκαιρο είναι όσον αφορά τα τακτικά μέσα σε μία περίοδο χάους. Επιπλέον, υπάρχει η ομάδα «National Tempestist Coordination» που δημοσίευσε το δικό της Αναρχοφασιστικό Μανιφέστο - το οποίο αναλύθηκε στο κανάλι Futurism Forever στο YouTube - παρουσιάζοντας περισσότερους παραλληλισμούς με τον ριζοσπαστικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τον αναρχισμό. Ο Koichi Toyama, ένας Ιάπωνας φασιστής ακτιβιστής που είναι διάσημος για την ομιλία του στις εκλογές του Τόκιο το 2007, το ανέφερε σε μία πρόσφατη συνέντευξη.

«Λέγεται ότι οι αναρχικοί δεν έχουν όραμα και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να καταστρέφουν. Ο μόνος τρόπος για να βρουν οποιοδήποτε όραμα είναι να ανακαλύψουν την δυνατότητα του Φασισμού».

Αναλαμβάνοντας αυτό το θέμα θα αναλύσω τις αλληλεπιδράσεις, την επιρροή και την αλληλοεπικάλυψη μεταξύ αναρχισμού και ιστορικού φασισμού. Θα δούμε αν ισχύει ή όχι ο ισχυρισμός ότι ο φασισμός έχει πολλά κοινά με τον αναρχισμό. Θα δούμε ποιο είναι το πραγματικό αφήγημα του φασισμού σχετικά με τον αναρχισμό. Θα ξεκαθαρίσουμε αν ο Φασισμός ήταν πραγματικά αναρχισμός ή όχι.

Γαλλικός Φασισμός και Αναρχισμός

Ο Ζώρζ Σορέλ ήταν Γάλλος συνδικαλιστής θεωρητικός στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο συνδικαλισμός ήταν μία επαναστατική ιδεολογία που πίστευε ότι τα συνδικάτα θα οδηγούσαν τους εργάτες σε μία επανάσταση μέσω γενικών απεργιών και στη συνέχεια αυτά θα διοικούσαν την οικονομία και την κοινωνία. Ο συνδικαλισμός δεν είναι εγγενώς αναρχικός αλλά στα πρώτα του χρόνια ήταν πολύ σύμφωνος με τον Ελευθεριακό Σοσιαλισμό και οι ρίζες του ανάγονται σε αναρχικούς στοχαστές όπως ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν και ο Μιχαήλ Μπακούνιν.

Ο Σορέλ ήταν αρχικά ένας φιλελεύθερος συντηρητικός, αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1880 θα έχει ασπαστεί τον μαρξισμό και τη σοσιαλδημοκρατία και τελικά τον 20ο αιώνα θα καταλήξει στον συνδικαλισμό στον οποίον θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτό που έκανε τον Σορέλ να κινηθεί προς τον Συνδικαλισμό ήταν η έλλειψη δράσης της σοσιαλδημοκρατίας και η αποτυχία της στην επίτευξη του ελέγχου των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Αυτό που τράβηξε τον Σορέλ στον Συνδικαλισμό ήταν ο προσανατολισμός του στην δράση, η γενική απεργία και η απόρριψη της κοινοβουλευτικής πολιτικής.

Σε όλα τα γραπτά του ο Σορέλ έδινε παραδείγματα των πρώτων Χριστιανών για να διευκολύνει την κατανόηση των απόψεων του σχετικά με τη σημασία του Μύθου και του Ηρωισμού. Το μαρτύριο και η ισχυρή τους πίστη βοήθησαν στην διατήρηση της εκκλησίας. Το άλλο σημαντικό έργο του Σορέλ είναι «Η Ψευδαίσθηση της Προόδου» (The Illusion of Progress), όπου ο Σορέλ δήλωσε ότι «Η θεωρία της Προόδου» είναι ένα «αστικό δόγμα» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την αστική κυριαρχία και την καταστολή του παλιού συστήματος. Ο Σορέλ είναι επίσης πολύ επικριτικός για τον συγκεντρωτισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, την καταστροφή των οικογενειακών δεσμών και των παραδοσιακών αξιών.

Σύμφωνα με τον ιστορικό και κοινωνικό κριτικό Christopher Lasch, ο Σορέλ πίστευε ότι η ανωτερότητα του συνδικαλισμού έναντι του σοσιαλισμού έγκειται στην εκτίμηση του για την ιδιοκτησία, η οποία απορρίφθηκε από τους σοσιαλιστές ως πηγή του «μικροαστικού» επαρχιωτισμού και της πολιτιστικής οπισθοδρόμησης. Χωρίς να εντυπωσιαστούν από τις μαρξιστικές επικρίσεις ενάντια στην «ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής», οι συνδικαλιστές, σκέφτηκε ο Σορέλ, εκτιμούσαν τα αισθήματα προσκόλλησης που εμπνέονταν σε κάθε πραγματικά καταρτισμένο εργάτη για τις παραγωγικές δυνάμεις που του είχαν εμπιστευτεί. Σέβονταν την αγάπη του χωρικού για το χωράφι του, τον αμπελώνα του, τον αχυρώνα του, τα βοοειδή του και τις μέλισσες του.

Ο Lasch θα συνεχίσει γράφοντας ότι η κριτική του Σορέλ, των Συνδικαλιστών και των Συντεχνιακών Σοσιαλιστών είχε πραγματικό βάρος επειδή βασιζόταν στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον έκανε ηθικά ελκυστικό στην αρχή - την υπόσχεση του καθολικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Οι συνδικαλιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές είδαν ότι η σκλαβιά και όχι η φτώχεια, ήταν το πραγματικό ζήτημα, όπως το έθεσε ο G. D. H. Cole. Είδαν ότι η αναγωγή της εργασίας σε εμπόρευμα, η ουσία του καπιταλισμού, απαιτούσε την εξάλειψη όλων των κοινωνικών δεσμών που εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας. 

Η καταστροφή των μεσαιωνικών συντεχνιών, η αντικατάσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης από μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία, η αποδυνάμωση των οικογενειακών δεσμών και η χειραφέτηση των γυναικών ισοδυναμούσαν με διαδοχικά βήματα στη διαδικασία υποβάθμισης της εργασίας ως πρώτης ύλης, όλα με το «σύγχρονο σύνθημα» της προόδου. Ενώ οι μαρξιστές αποδέχθηκαν τη κολεκτιβοποιητική λογική του καπιταλισμού και πρότειναν απλώς να κοινωνικοποιηθεί η παραγωγή πιο διεξοδικά, οι συνδικαλιστές, οι λαϊκιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές καταδίκαζαν τον σύγχρονο καπιταλισμό για βαθιά συντηρητικούς λόγους αφού απαιτούσε σύμφωνα με τα λόγια του A. R. Orage, εκδότη της New Age, «την προοδευτική κατάρρευση των δομών του κοινωνικού μας συστήματος».

Αυτές οι συντηρητικές τάσεις στις ιδέες του Σορέλ θα τον οδηγήσουν τελικά να συνεργαστεί με τον Γάλλο Εθνικιστή και Μοναρχικό Charles Maurras που ήταν ο ηγέτης της «Γαλλικής Δράσης». Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ανδρών και των οπαδών τους οδήγησε σε μια σύνθεση μεταξύ Εθνικισμού, Μοναρχισμού και Συνδικαλισμού. Έτσι δημιουργήθηκε το «Cercle Proudhon» (Κύκλος Προυντόν) που υποστήριζε και επέκτεινε αυτή τη σύνθεση. Σύμφωνα με τον αείμνηστο ιστορικό Τζέιμς Γκρέγκορ, αυτό επηρέασε πολλούς από τους πρώιμους Ιταλούς φασίστες διανοούμενους όπως τον Τζιοβάνι Τζεντίλε, τον Ούγκο Σπρίτο, τον Ενρίκο Κοραντίνι, ακόμη και τον ίδιο τον Μπενίτο Μουσολίνι που είπε για τον Σορέλ:

«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»

- Μπενίτο Μουσολίνι

Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο Σορέλ εγκατέλειψε τις εθνικιστικές του συμπάθειες, ωστόσο συνέχισε να υποστηρίζει τόσο τον Βλαντιμίρ Λένιν όσο και τον Μπενίτο Μουσολίνι δηλώνοντας:

«Ο Μουσολίνι είναι ένας άνθρωπος όχι λιγότερο εξαιρετικός από τον Λένιν»

Είναι γεγονός ότι η εμφάνιση σοσιαλιστικών, εθνικιστικών, αναρχικών και συνδικαλιστικών ιδεών στη Γαλλία συγκεντρώθηκε στην οργάνωση «Cercle Proudhon», μια πολιτική ομάδα που ιδρύθηκε από τον αναρχικό θεωρητικό Édouard Berth, από οπαδούς του Μωρράς και τον πρώην αναρχοσυνδικαλιστή George Valois. Ο Berth και ο Valois ήταν και οι δύο μαθητές του Σορέλ που καθιέρωσαν τη βάση αυτού που ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν την πρώτη πρωτοφασιστική οργάνωση. Ο «Κύκλος Προυντόν» ενέπνευσε μια γενιά επαναστατών και εθνικοσυνδικαλιστών στην Ιταλία όπως ο Μικέλε Μπιάνκι, ο Ολιβιέρο Ολιβέτι, ο Φίλιπο Κοριντόνι και ο Αλκέστ ντε Άμπρις που αργότερα βοήθησαν να εμψυχωθεί ο φασισμός.

Σύμφωνα με τον Εβραίο ιστορικό Zeev Sternhell, ο «Κύκλος Προυντόν» πρότεινε μια νέα ηθική που θα ταιριάζει στη συμμαχία του εθνικισμού και του συνδικαλισμού, δύο συντιθέμενων και συγκλινόντων κινημάτων, το ένα από την άκρα δεξιά και το άλλο από την άκρα αριστερά, που ξεκινούσαν από κοινού την πολιορκία και την επίθεση ενάντια στη δημοκρατία. Ως εκ τούτου, ως λύση επινοήθηκε μία πλήρης αντικατάσταση της φιλελεύθερης τάξης. Ήθελαν να δημιουργήσουν μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί μια ισχυρή πρωτοπορία, μια προλεταριακή ελίτ, μια αριστοκρατία παραγωγών, ενωμένη σε συμμαχία με την διανοούμενη νεολαία που διψά για δράση ενάντια στην παρακμιακή αστική τάξη. Με τον καιρό, δεν θα ήταν δύσκολο μια τέτοια σύνθεση να πάρει τη μορφή του φασισμού.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ουτοπικός σοσιαλισμός, ειδικά οι οικονομικές θεωρίες του Γάλλου αναρχικού, φιλοσόφου, πολιτικού και επαναστάτη Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν επηρέασαν σημαντικά τις οικονομικές αξίες διαφόρων εθνικοσοσιαλιστών θεωρητικών όπως ο Rudolf Jung, ο Gottfried Feder και ο Marc Augier. Ο σοσιαλιστικός «Τρίτος Δρόμος» συμπίπτει με τα συμφέροντα του φασισμού, καθώς η αλληλοβοήθεια γίνεται αντιληπτή ως ένας ακόμη αγωγός προς τον φασισμό. Ακόμη και μέχρι σήμερα, εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις όπως η ισπανική «Devenir Europeo» αναφέρουν τον Προυντόν στα φυλλάδια θεωρητικής εκπαίδευσης ως καθοριστική επιρροή τους.

Ο George Valois έκανε μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση των ορισμών που χαρακτήριζαν την εποχή ως μοντερνιστική με μια τάση προς μία πλήρως σχεδιοποιημένη, συμπεριληπτική αστικοποίηση. Στην παράδοση των ουτοπιών και των φαλανστηρίων, βλέπουμε πώς η Citée Française γίνεται ακρογωνιαίος λίθος της πλήρως ανασχεδιασμένης κοινωνίας, αντανακλώντας τα αταξικά και συνδικαλιστικά ιδανικά του αναρχισμού. Με τον Valois στον «Κύκλο Προυντόν» βλέπουμε τη σύνδεση μεταξύ του Σορέλ και του αναδυόμενου φασισμού με το κίνημα που άνθησε στην Ιταλία.

Ο George Valois ισχυρίστηκε επίσης ότι οι ρίζες του γαλλικού φασισμού βρίσκονται στο κίνημα των Ιακωβίνων. Ο μαζικός λαϊκισμός και η πλήρης δομική καταστροφή της παλιάς τάξης οδηγεί σε ένα όλο και πιο επαναστατικό πνεύμα που θα δημιουργήσει νέα πολιτικά θεμέλια. Ο Kομμουνισμός και ο Φασισμός, και οι δύο ξεκινούν από την καταιγίδα της Βαστίλης. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν η ρίζα του μοντερνισμού, χωρίς την Γαλλική Επανάσταση δεν θα υπήρχε Μάρξ, δεν θα υπήρχε Σορέλ. Οι Ιακωβίνοι, με αρχηγό τον Ροβεσπιέρο, προσπάθησαν να μετατρέψουν τη Γαλλία σε ένα ρουσσώϊκο όνειρο, όπου οι άνθρωποι ήταν κτήμα της κοινότητας και τα προσωπικά συμφέροντα υποτάσσονταν στο κράτος και την «γενική βούληση», καταστρέφοντας την αστική τάξη. Το έθνος ρομαντικοποιήθηκε ως ο μοναδικός αληθινός μύθος, βρισκόμενο υπό την ηγεσία μιας μαχητικής πρωτοπόρας ελίτ.

Ο Εβραίος καθηγητής George L. Mosse υποστήριξε στο βιβλίο του «Η Φασιστική Επανάσταση» ότι ο φασισμός με το ιδανικό της λαϊκής κυριαρχίας όπως εκφράστηκε από τον φιλόσοφο Rousseau, όπου ο ηγέτης ενσάρκωνε τη «γενική βούληση» του λαού, εκδήλωσε μια νέα κοσμική θρησκεία, δηλαδή ένα κοινωνικό έλεγχο στις μάζες μέσω επίσημων τελετών, φεστιβάλ, και εικόνων, δηλαδή μέσω ενός Μύθου. Ο ολοκληρωτισμός ξεκίνησε στη σύγχρονη εποχή με τη Γαλλική Επανάσταση. Η «Γενική Βούληση» του Ρουσσώ ήταν μια εξύψωση του λαού που κατευθύνθηκε από τους Ιακωβίνους σε μια δικτατορία στην οποία οι άνθρωποι λάτρευαν τον εαυτό τους μέσω των δημόσιων εορτών και συμβόλων «της Θεάς Λογικής». Αυτό που ο Σορέλ ονόμασε συλλογικές αρετές, συνέπεια της αυθόρμητης αποδοχής ενός συνόλου αρχών από τα μέλη μιας κοινότητας, που ζουν σε κίνδυνο, με επικεφαλείς ήρωες στην επική μάχη ενάντια στην παρακμή και την ηθική δειλία.

Ο αντισημιτισμός των επαναστατών αναρχοσυνδικαλιστών βοήθησε στη δημιουργία του «Κύκλου Προυντόν». Δικαιολόγησαν τον αντικαπιταλισμό τους, τον αντι-υλισμό τους και την ιδέα ότι οι Εβραίοι ήταν μία εγγενώς αντεθνική κοσμοπολίτικη δύναμη, βασισμένοι στον Προυντόν, τον Μπακούνιν, ακόμη και τον Σορέλ. Αντι-εβραϊκές τάσεις στον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό προϋπήρχαν χάρη στον Έντμουντ Σίλμπερνερ. Ο Έντμουντ βάσισε την κριτική του στον καπιταλισμό σε μεγάλο βαθμό στον αντισημιτισμό. Ο Édouard Berth, εκτός από αναρχικός, εξακολουθεί να θεωρείται ένας πρώιμος θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού από τον Zeev Sternhell λόγω των διασυνδέσεών του με τον Rudolf Jung. Ο Berth στο δοκίμιό του «Πλουτοκρατικοί Δορυφόροι» (Plutocratic Satellites) είπε τα εξής:

«Ο Θετικισμός που δημιούργησε το καθεστώς του χρήματος, οδήγησε, ουσιαστικά, σε ένα ισοπεδωτικό υλιστικό και κοσμοπολιτικό καθεστώς. Παρέδωσε την Γαλλία στον αστικό υλισμό, στον Εβραίο κερδοσκόπο και χρηματοδότη».

Ο Georges Valois, ο Philippe Lamour και ο Thierry Maulnier οικειοποιήθηκαν όλοι την avant-garde αισθητική του κυβισμού, του φουτουρισμού, του σουρεαλισμού και της επιστροφής στην τάξη. Καθόρισαν τον «δυναμισμό» της ιδεολογίας του «Κύκλου Προυντόν» με βάση τη «Θεωρία του Μοντάζ» του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν. Για αυτούς η σύγχρονη τέχνη ήταν ο μυθικός προάγγελος μιας αναγεννησιακής επανάστασης που θα ανέτρεπε τους υπάρχοντες κυβερνητικούς θεσμούς, θα εγκαινίαζε μια αντικαπιταλιστική νέα τάξη πραγμάτων και θα αφύπνιζε τη δημιουργική και καλλιτεχνική δυναμική του νιτσεϊκού «Νέου Ανθρώπου». Όλες αυτές οι απόψεις ήταν βασισμένες στα γραπτά του Σορέλ, του οποίου η έννοια του «Επαναστατικού Μύθου» αποδείχθηκε κεντρική στις φασιστικές θεωρίες περί πολιτιστικής και εθνικής αναγέννησης.

Ορισμένοι συγγραφείς και εξέχουσες προσωπικότητες του γαλλικού φασισμού όπως ο Louis -Ferdinand Céline ή ο Lucien Rebatet θεωρούνται ως «αναρχικοί», κινούμενοι στη γραμμή της αριστοκρατικής, ελιτιστικής και αντιμαζικής σκέψης του αναρχο-ατομικισμού, από μελετητές όπως ο François Richard. Ο Σελίν, που ήταν ένθερμος αντισημίτης και υποστηρικτής των Εθνικοσοσιαλιστών, δήλωσε σε μια επιστολή την 18η Μαρτίου 1934 ότι:

«Είμαι αναρχικός μέχρι το μεδούλι. Πάντα θα είμαι και δεν θα γίνω ποτέ κάτι άλλο».

Επίσης, ο Γάλλος συγγραφέας, συνεργάτης του Άξονα και λατρεμένος των Ευρωπαίων φασιστών, ο Robert Brasillach, όρισε τον φασισμό ως ένα «αντικομφορμιστικό πνεύμα κατ' εξοχήν αντιαστικό, με κλίση προς την ασέβεια» και αναφέρει πώς οι εθνικιστές σύντροφοι του, πολλοί από τους οποίους θα ενταχθούν στις φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, ήταν «αναρχικοί από ιδιοσυγκρασία» και είχαν μια «έμφυτη κλίση για την αναρχία». Στο βιβλίο του Paul Serant «Φασιστικός Ρομαντισμός» το 1971, ο Paul Serant αφηγείται ένα επεισόδιο στο οποίο ένα νεαρό μέλος της Milice Française, απογοητευμένο από την αποτυχία της Révolution Nationale της κυβέρνησης του Vichy, μιλά στον Μπραζιγιάκ και αστειεύεται ότι «στην ουσία είμαστε οι Αναρχο - Φασίστες».

Μαζί με τον κουνιάδο του, τον Maurice Bardéche, ο Brasillach δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1939 το «Histoire de la guerre d'Espagne», μια αφήγηση υπέρ της εθνικιστικής εξέγερσης στην οποία ο Brasillach απέτισε φόρο τιμής στην αναρχική εξέγερση στη Βαρκελώνη το 1936 που πραγματοποιήθηκε από τη CNT, αναφερόμενος σε αυτό το γεγονός ως «την αναπαράσταση μιας από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική ιστορία όλων των εποχών».

Ιταλικός Φασισμός και Αναρχισμός

Ο Γερμανός ιστορικός και μελετητής των αναρχικών κινημάτων Justus Franz Wittkop επισημαίνει ότι ο αναρχισμός μερικές φορές είναι κοντά στον φασισμό και σε περισσότερες από μία περιπτώσεις μεταμορφώθηκε σε αυτόν, όπως έδειξαν οι περιπέτειες των ιταλικών avant-garde ομάδων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Φασισμός των squadristi ή αλλιώς ο Φασισμός του San Sepolcro επηρεάστηκε έντονα από τον ουτοπικό σοσιαλισμό της εποχής, φτάνοντας να αποκαλείται ιδεολογία - ξαδέρφη του αναρχοσυνδικαλισμού. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων χρόνων που ο φασισμός διατήρησε ορισμένες ιδεολογικές προσεγγίσεις στον αναρχισμό, στο βαθμό που αυτός ήταν μια εναλλακτική μορφή σοσιαλισμού έναντι του μαρξισμού, στερεώνοντας τα οικονομικά αξιώματα του Μπακούνιν και του Προυντόν σε έναν Εθνικοσυνδικαλισμό που αργότερα θα αναπτυχθεί σε κορπορατιβισμό.

Αυτό αντικατοπτρίζεται στην κατάληψη της παραλιακής πόλης Fiume (Rijeka) από τον πολεμιστή-ποιητή και για κάποιους πρωτοφασιστή, Gabriele D'Annunzio, ο οποίος αφού κατέλαβε το Fiume με έναν στρατό πατριωτών λεγεωνάριων και Βετεράνων του Μεγάλου Πολέμου, ίδρυσε μια μεταβατική πόλη - κράτος με το όνομα «Αντιβασιλεία του Καρνάρο», το σύνταγμα της οποίας, γραμμένο σε συνεργασία με τον επαναστάτη συνδικαλιστή και αργότερα φασιστή Alceste De Ambris, συνδύαζε ιδέες αναρχοκομμουνισμού, κορπορατισμού και δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού. Ο D'Annunzio, κατά τη διάρκεια των γεγονότων στο Fiume, έδωσε συνέντευξη στον αναρχοσυνδικαλιστή δημοσιογράφο Randolfo Vella για την αναρχική καθημερινή εφημερίδα «Umanità Nova»,  μια συνέντευξη στην οποία ο D'Annunzio είπε ότι ήταν υπέρ ενός «κομμουνισμού χωρίς δικτατορία», και δήλωσε «όλη η κουλτούρα μου είναι αναρχική».

Εν ολίγοις, το Fiume υπό τον D’Annunzio, ήταν ένας ελευθεριακός χώρος για όσους ήθελαν να βιώσουν κάτι τολμηρό και αιρετικό μακριά από τις αστικές συμβάσεις της ζωής, της τέχνης και της δράσης. Μιλάμε για έναν de facto αναρχισμό, υπαρξιακό θα λέγαμε, αλλά όχι χωρίς συγκεκριμένες αναφορές. Για παράδειγμα, από το Fiume γράφτηκαν σφοδρές διακηρύξεις και καταγγελίες εναντίον του Giovanni Giolitti, του αρχιτέκτονα της σύλληψης του Errico Malatesta, ιστορικής φυσιογνωμίας του αναρχικού κινήματος.

Είναι γνωστό ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι, η ιδρυτική φυσιογνωμία του φασισμού, ήταν γιος ενός αναρχοσυνδικαλιστή σιδηρουργού και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην αρχή της καριέρας του, αποτελώντας μάλιστα έναν από τους πιο αξιόλογους αναρχοσυνδικαλιστές στην Ιταλία. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενός κόμματος που αποτελούταν από διαφορετικά τμήματα της επαναστατικής αριστεράς της εποχής, δήλωσε ότι:

«Ο σοσιαλισμός μου είναι γεννημένος μπακουνινιστικός, ακριβώς όπως ήταν ο σοσιαλισμός του πατέρα μου»

Ο πατέρας του Μουσολίνι, o Αλεσάντρο Μουσολίνι, ήταν μέλος της Αναρχικής Διεθνούς του Μπακούνιν στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1870. Ο αντιφασίστας ιστορικός Gaetano Salvemini ανέφερε ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες του Μουσολίνι είχαν να κάνουν περισσότερο με τον αναρχισμό παρά με τον μαρξισμό, αφού τα ιδεολογικά του αξιώματα, που ήταν πιο κοντά στον επαναστατικό συνδικαλισμό, εστίαζαν στην επαναστατική βία του Σορέλ και όχι στον ιστορικό ντετερμινισμό.

Ο Μουσολίνι είπε για τον Ζώρζ Σορέλ, του οποίου η κριτική στον μαρξισμό επηρέασε εξίσου τον αναρχισμό και τον φασισμό:

«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»

Ο Μουσολίνι, ο οποίος είχε περάσει από το ατομικιστικό φιλοσοφικό στάδιο, ανέφερε ακόμη και τον εγωιστή και πρωτοαναρχικό Γερμανό φιλόσοφο Μαξ Στίρνερ μεταξύ των επιρροών του, σε ένα άρθρο του 1908 για την εφημερίδα «Romagna» και αργότερα το 1919 στην «Il Popolo d'Italia» είπε:

«Αρκετά, γελοίοι σωτήρες του ανθρώπινου γένους, γελάμε με τα αλάνθαστα ευρήματα σας σχετικά με την ευτυχία! Ελευθερώστε το δρόμο για τις στοιχειώδεις δυνάμεις των ατόμων, γιατί δεν υπάρχει ανθρώπινη πραγματικότητα έξω από το άτομο! Γιατί να μην φέρουμε ξανά στη μόδα τον Στίρνερ;»

Ο Πολωνός ιστορικός Leszek Kołakowski στο βιβλίο του «Τα κύρια ρεύματα του Μαρξισμού» είχε υποστηρίξει ότι έχει μια λογική εξήγηση το ενδιαφέρον του φασισμού να ακολουθεί τις εγωιστικές ιδέες του Στίρνερ:

«Ο φασισμός ήταν πάνω απ' όλα μια προσπάθεια να διαλυθούν οι αντικοινωνικοί δεσμοί που δημιούργησε η ιστορία και να αντικατασταθούν από τεχνητούς δεσμούς μεταξύ ατόμων που αναμενόταν να υποβάλουν ρητή υπακοή στο κράτος με βάση τον απόλυτο εγωισμό. Η φασιστική εκπαίδευση συνδύαζε τις αρχές του κοινωνικού εγωισμού και του αδιαμφισβήτητου κομφορμισμού, με τον τελευταίο να είναι το μέσο με το οποίο το άτομο εξασφάλιζε τη δική του θέση στο σύστημα. Η φιλοσοφία του Στίρνερ δεν έχει τίποτα να πει ενάντια στον κομφορμισμό, αντιτίθεται μόνο στην υποταγή του Εγώ σε οποιαδήποτε ανώτερη αρχή: ο εγωιστής είναι ελεύθερος να προσαρμοστεί στον κόσμο εάν αυτό είναι ξεκάθαρο ότι θα βελτιώσει την θέση του εαυτού του. Η «εξέγερση» του μπορεί να πάρει τη μορφή απόλυτης δουλοπρέπειας, εάν προωθεί το συμφέρον του. Αυτό που δεν πρέπει να κάνει είναι να δεσμεύεται από «γενικές» αξίες ή μύθους της ανθρωπότητας. Το ολοκληρωτικό ιδεώδες μιας κοινωνίας που μοιάζει με στρατώνα, από την οποία έχουν εξαλειφθεί όλοι οι πραγματικοί, ιστορικοί δεσμοί, συνάδει απόλυτα με τις αρχές του Στίρνερ: ο εγωιστής, από τη φύση του, πρέπει να είναι έτοιμος να πολεμήσει κάτω από οποιαδήποτε σημαία του ταιριάζει»

Εξαιτίας αυτής της τάσης του προς τον αναρχισμό ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής Filippo Turati επέπληξε τον Μουσολίνι. Από την άλλη πλευρά, ο Torquato Nanni, ο οποίος ήταν ο πρώτος του βιογράφος και στενός του φίλος, θυμήθηκε πώς, όταν ήταν  αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Avantι», ο Μουσολίνι είχε στο γραφείο του πάντα ένα αντίγραφο του έργου του Στίρνερ «Ο Μοναδικός και το Δικό του». Επιπλέον, το έργο του Στίρνερ δεν απογορεύτηκε μετά την άνοδο του φασισμού στην εξουσία, όπως πολλοί τότε πίστευαν ότι θα συνέβαινε.

Στις 12 Μαΐου 1918, ο Μουσολίνι δήλωσε την αποστασιοποίηση του από οποιοδήποτε πολιτικό ή συνδικαλιστικό κίνημα:

«Είναι η ατομικιστική ή μάλλον αναρχική μου ιδιοσυγκρασία, που με εμποδίζει να πράξω έτσι»

Διατήρησε αυτή την στάση ακόμη και μετά την ίδρυση του «Fasci di combattimento» ενός κινήματος που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «αντι-κόμμα». Ιδρύθηκαν ακόμη οι Fasci Anarchici Individualista, στους οποίους ανήκε ο αριστερός φασίστας Stanis Ruinas. Στις 6 Απριλίου 1920, ο μελλοντικός Ντούτσε έγραψε:

«Κάτω το Κράτος σε όλες του τις εκφάνσεις και τις ενσαρκώσεις. Κάτω το Κράτος του χθες, του σήμερα, του αύριο. Το αστικό και σοσιαλιστικό κράτος. Για εμάς που είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για τον ατομικισμό, δεν υπάρχει άλλη, λόγω του σκότους του παρόντος και του ζοφερού αύριο, από την παράλογη αλλά πάντα παρηγορητική θρησκεία της Αναρχίας!».

Επιπλέον ο Μουσολίνι αγωνιζόταν για τον ίδιο σκοπό με τον προαναφερθέντα εξέχοντα Ιταλό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Ερρίκο Μαλατέστα, τον οποίο κάποτε αποκαλούσε «Δούκα του Αναρχισμού», κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Settimana Rossa (Κόκκινη Εβδομάδα) το 1914, και τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά έναν χρόνο νωρίτερα, κατά την εξορία του Μαλατέστα στο Λονδίνο. Χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1920, ο Μουσολίνι μεσολάβησε για τον Μαλατέστα, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ότι τον κρατούσε φυλακισμένο χωρίς δίκη για περισσότερους από πέντε μήνες. Ως προς αυτό, ο Μουσολίνι είπε:

«Είμαστε πάντα έτοιμοι να θαυμάσουμε τους Άνδρες που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για μία πίστη στην οποία πιστεύουν ανιδιοτελώς».

Την ίδια χρονιά, όταν η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προσπάθησε να αρπάξει τα υλικά που ήταν απαραίτητα για την εκτύπωση της αναρχικής εφημερίδας του Μαλατέστα «Umanità Nova», ο Μουσολίνι του πρόσφερε αποθέματα από την δική του «Il Popolo d’Italia», αλλά αυτή η προσφορά απορρίφθηκε. Παρά τον αντιφασισμό του και την περιφρόνηση του για τον Μπενίτο, ο Μαλατέστα ήταν μια φιγούρα που θαύμαζε βαθύτατα ο Μουσολίνι κατά τις πρώτες μέρες του φασισμού, σε σημείο που τον Μουσολίνι δεν θα τον πείραζε να τον «προστατέψει» όσο το δυνατόν περισσότερο μετά την ανάληψη της εξουσίας.

Μαζί με τον Μουσολίνι υπήρχαν και άλλες μορφές που από τον αναρχισμό προσχώρησαν στον «Φασισμό του Σαν Σελπόκρο»  όπως οι Maria Rygier, Leandro Arpinati, Filippo Turati, Fulvio Balisti, Guido Calogero, Mario Carli, Antonio Capizzi, Ferruccio Vecchi, Giovanni Papini, Massimo Rocca, Berto Ricci και αρκετοί ακόμη. Οι δύο τελευταίοι είχαν προσπαθήσει μάλιστα να «αναρχικοποιήσουν» το πρώιμο φασιστικό κίνημα:

Ο Massimo Rocca, ο οποίος ήταν υπερ - ατομικιστής αναρχικός συγγραφέας που αποκαλούσε τον εαυτό του «αναρχικότερο μεταξύ των αναρχικών», υποστήριζε τη δημιουργία μιας φυσικής ελίτ πολεμιστών - εγκληματιών και την υπεράσπιση της υπεροχής του ενστίκτου έναντι της διανόησης. Κατέληξε να ενταχθεί στον Φασισμό το 1919. Έγινε ένας εκ των ηγετών του PNF και ήταν μέλος του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου, συμπαραστεκόμενος πάντα στην υπερβολική βία των squadristi, επιτιθέμενος στον φασιστικό νομικιστικό συντηρητισμό καθώς και τοποθετούμενος πάντα υπέρ αυτού που αποκαλούσε «Αναρχικό Κρατισμό». Παρά το γεγονός ότι εκδιώχθηκε από το κίνημα και αναγκάστηκε να εξοριστεί το 1922, ο Ρόκα επέστρεψε στην Ιταλία το 1943 με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» την οποία και υπηρέτησε μέχρι τέλους.

Από την άλλη πλευρά, ο Berto Ricci, μέλος της αδιάλλακτης φασιστικής παράταξης της Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού του Niccolò Giani, ήταν ένας Φλωρεντίνος αναρχικός αγωνιστής και συγγραφέας που εντάχθηκε στον φασισμό το 1927. Ο Ρίτσι αμφισβήτησε μεγάλους τομείς του σύγχρονου κόσμου του. Η κουλτούρα της εποχής συνδεόταν με ένα βαρετό, περιορισμένο και αστικό όραμα της πατρίδας, το οποίο εκείνος αντιπαρέθεσε με έναν επαναστατικό, αυθεντικό, νεανικό και σπαρτιατικό εθνικισμό, ένα όραμα που θα επαινούσε αργότερα ο ίδιος ο Μουσολίνι. Ο Ρίτσι επικαλέστηκε μια «αιώνια επανάσταση» που θα πολεμούσε όσους είχαν βρει μια θέση στο καθεστώς παρά το γεγονός ότι είχαν ουσιαστικά α-φασιστική ή ακόμα και αντιφασιστική νοοτροπία, επιβάλλοντας στο καθεστώς, σύμφωνα με τον ίδιο, μια αστική νοοτροπία ξένη προς το πνεύμα του φασιστή επανάσταση. Ο Ricci, διαπνεόμενος από τον οντολογικό του αναρχισμό και τον πολιτικό του φασισμό, δήλωσε ότι:

«Εμείς δεν αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο τάξης στην Γερμανία. Αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο αταξίας στην Ευρώπη».

Είναι επίσης εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Μουσολίνι αγαπούσε τον Σορέλ, τον πιο εξέχων Γάλλο συνδικαλιστή, και υποστήριζε τον μαχητικό συνδικαλισμό ως το όπλο για την καταπολέμηση της διαφθοράς που προκαλούσε η κοινοβουλευτική πολιτική. Ο Μουσολίνι ισχυρίστηκε ότι είχε υποκύψει στον επαναστατικό συνδικαλισμό μέχρι το 1904 και είχε αφιερώσει τον χρόνο του στην πραγματοποίηση της «μυθικής» σοσιαλιστικής επανάστασης για την οποία καλούσε ο Σορέλ. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και μέχρι το 1911, όταν οι συνδικαλιστές στην Ιταλία είχαν αναγνωρίσει ότι δύο σημαντικά πολιτικά ρεύματα είχαν ενωθεί, σφυρηλατώντας έναν νέο προλεταριακό εθνικισμό σε συνδυασμό με έναν επαναστατικό σοσιαλισμό.

Άλλοι που συμμετείχαν σε αυτήν την επανάσταση ήταν ο Edmondo Rossoni, ο Sergio Panunzio, ο A. O. Olivetti, ο Michele Bianchi, ο Alceste De Ambris, ο Paolo Orano και ο Guido Pighetti που χάρη στην επιρροή του Σορέλ κατατάχθηκαν στο φασιστικό κόμμα. Ο ίδιος ο Σορέλ, πίσω στη Γαλλία, συνεργάστηκε με παρόμοιες εθνικιστικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η «Action Française» και ο «Circle Proudhon». Ο συνδικαλισμός του Σορέλ ενέπνευσε όχι μόνο το γαλλικό αλλά και το ιταλικό συνδικαλιστικό κίνημα. Εμψύχωσε τον πρώιμο φασισμό του Μουσολίνι, ο οποίος έφτασε να ομολογήσει:

«Αυτό που είμαι, το οφείλω στον Σορέλ»

Ο Εβραίος ιστορικός Zeev Sternhell, που θεωρείται κορυφαίος ειδικός του Φασισμού, υποστήριξε ότι αυτή η ενσωμάτωση του συνδικαλισμού με τον εθνικισμό ήταν ένας σημαντικός παράγοντας γιατί: «ο ιταλικός επαναστατικός συνδικαλισμός έγινε η ραχοκοκαλιά της φασιστικής ιδεολογίας».

Ο Μουσολίνι ήταν ο πρώτος που συνδύασε φραστικά τον Φασισμό με τον Συνδικαλισμό, παρατηρώντας ότι:

«Ο Φασιστικός συνδικαλισμός είναι εθνικός και παραγωγικός σε μία κοινωνία στην οποία η Εργασία γίνεται χαρά, αντικείμενο υπερηφάνιας και τίτλος ευγένειας».

Οι Ιταλοί συνδικαλιστές θεώρησαν την κοινωνική επανάσταση ως ένα μέσο για τον γρήγορο μετασχηματισμό που θα παρείχε «ανώτερη παραγωγικότητα» και ότι εάν αυτή η οικονομική αφθονία αποτύγχανε να επιτευχθεί δεν θα μπορούσε να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική αλλαγή. Ένα από τα μέσα για να πραγματοποιηθεί η κοινωνική επανάσταση ήταν ο ιμπεριαλισμός για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι που προσέλκυσε πολλούς εθνικιστές  όπως ο Gabriel D'Annunzio στη φασιστική υπόθεση. Η έμφαση από τους συνδικαλιστές στη σημασία του «παραγωγισμού» υποστηρίχθηκε αρχικά από τον Σορέλ το 1907, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Μαρξ θεωρεί επανάσταση όταν ένα προλεταριάτο παραγωγών αποκτάει οικονομικές δυνατότητες. 

Ανέφερε ότι ο Μαρξ υπενθύμιζε ότι: «οι υλικές συνθήκες είναι απαραίτητες για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου» και πρέπει να δημιουργηθούν αυθόρμητα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Για αυτό μιλάει ο Τζέιμς Γκρέγκορ στο βιβλίο του «Ιταλικός Φασισμός και Αναπτυξιακή Δικτατορία», θεωρώντας ότι αυτή η άποψη είναι που παρακίνησε το αρχικό Μανιφέστο των «Ιταλικών Δεσμών της Μάχης».

Οι Φασίστες πίστεψαν ότι χάρη στον Σορέλ βρήκαν στον μαρξισμό ένα σχέδιο αναπτυξιακών ιστορικών σκοπών που θα επιφέρει με άμεση δράση τον εργατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αυτό σήμαινε ότι οι διανοούμενοι του συνδικαλισμού συνειδητοποίησαν ότι η πρωτόγονη οικονομία της Ιταλίας δεν μπορούσε να διευκολύνει ούτε τον σοσιαλισμό ούτε την αφθονία για την κοινωνία. Χωρίς μια ώριμη βιομηχανία που θα αναπτυχθεί από την αστική τάξη, κατάλαβαν ότι μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση απαιτούσε την υποστήριξη των «αταξικών» επαναστατών, τη συνεργασία και τον πόλεμο. Ο Μουσολίνι, μαζί με Ιταλούς συνδικαλιστές, εθνικιστές και φουτουριστές, υποστήριξαν ότι αυτοί οι επαναστάτες θα ήταν οι φασίστες. Σύμφωνα με τον Μουσολίνι και άλλους συνδικαλιστές θεωρητικούς, ο φασισμός θα ήταν «ο σοσιαλισμός των προλεταριακών εθνών». Οι φουτουριστές, μερικοί από αυτούς κοντά στον φασισμό, μίλησαν επίσης ευνοϊκά για τον Renzo Novatore, έναν εξέχοντα αναρχο - ατομικιστή συγγραφέα και «τρομοκράτη» που είχε δηλώσει τα παρακάτω:

«Ο Μαρινέτι, αξιόλογος για τον εθνικισμό και την μαχητικότητα του, συγκλίνει σε αναρχο - ατομικιστικές θέσεις στο έδαφος της υπονόμευσης του Κράτους και της κριτικής των ηθών. Ο κρατισμός των μαρξιστών σοσιαλιστών είναι πιο ασυμβίβαστος με την Αναρχία, από ότι είναι ο ελευθεριακός φουτουρισμός και ο Φιουμανισμός»

Οι Φασίστες συνδικαλιστές ασχολήθηκαν επίσης με την ιδέα της αύξησης της παραγωγής για χάρη της αφθονίας. Ο Sergio Panunzio, ένας σημαντικός θεωρητικός του ιταλικού φασισμού και του συνδικαλισμού, πίστευε ότι οι συνδικαλιστές έπρεπε να είναι παραγωγιστές (producerists) και όχι διανομιστές (distributists). Στην κριτική του για τον χειρισμό της οικονομίας από τους μπολσεβίκους, ο Panunzio υποστήριξε ότι το ρωσικό σοβιετικό κράτος είχε γίνει δικτατορία επί του προλεταριάτου και όχι του προλεταριάτου. Ο Panunzio υποστήριξε ότι οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι απέτυχαν να τηρήσουν την προειδοποίηση που είχε κάνει ο Ένγκελς το 1850 σχετικά με τους κινδύνους από την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικής επανάστασης μέσα σε ένα οικονομικά καθυστερημένο περιβάλλον, οδηγώντας έτσι σε μία περαιτέρω διάσπαση μεταξύ του ιταλικού συνδικαλισμού και του διεθνιστικού σοσιαλισμού.

Με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Φασιστής ηγέτης και πρώην μπολσεβίκος Nicola Bombacci θα κατονομάσει ως επιρροή του για την δημιουργία του «Μανιφέστου της Βερόνα» - η πολιτική δήλωση της RSI για την κοινωνικοποίηση της εθνικής οικονομίας - τον Ουκρανό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Néstor Makhno, την Fabian Society και τον διανομισμό (distributism).

Υπάρχει επίσης η φιγούρα του Mario Merlino, ενός συγγραφέα ρωμαϊκής καταγωγής, ο οποίος στα νιάτα του κατά τα «Χρόνια του Μολυβιού», ήταν ενθουσιώδες μέλος του νεοφασιστικού κινήματος Avanguardia Nazionale, αποκτώντας φιλίες με σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Pino Rauti και ο Stefano Delle Chiaie. Τελικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εντάχθηκε στο ιταλικό αναρχικό κίνημα χωρίς να αρνηθεί το φασιστικό του παρελθόν, υμνώντας στα κείμενα του, τους «Μελανοχίτωνες» του Μουσολίνι καθώς και τους Αναρχικούς επαναστάτες. Αυτή η επαναστατική φύση του φασισμού χάρη στις αναρχικές και συνδικαλιστικές του καταβολές, τον έκανε πάντα να ακολουθεί τον στόχο της της κοινωνικοποίησης. Η οικονομική πολιτική του Κορπορατιβισμού για τον Φασισμό ήταν στην πραγματικότητα απλώς ο Εθνικοποιημένος Συνδικαλισμός, μια αντιστροφή του Αναρχοσυνδικαλισμού. Ο Douglas Pearce δήλωσε σχετικά:

«Ο τρόπος που το καταλαβαίνω είναι ότι, για να παραφράσω τον Μουσολίνι, οι φασίστες είναι οι πραγματικοί αναρχικοί γιατί έκαναν πραγματικά αυτό ακριβώς που ήθελαν. Η ελευθεριοκρατία και ο φασισμός είναι κολλητοί, ανεξάρτητα από το πόσο απεχθές μπορεί να το βρουν μερικοί άνθρωποι».

Ισπανικός Φασισμός και Αναρχισμός

Όπως με τον ιταλικό φασισμό, έτσι και στην Ισπανία, ο εθνικοσυνδικαλισμός ή αλλιώς Φαλαγγιτισμός εμφανίστηκε ως μία ακόμη όψη του αναρχοσυνδικαλισμού, ως μια μορφή «εθνικοποίησης» της αναρχικής συλλογικότητας, του κοινοτισμού και της αγροτισμού (agrarianism). Ο Φαλαγγιστής συγγραφέας Manuel Souto Vilas είχε την ιδέα να προσαρμόσει τον ξένο φασισμό σύμφωνα με την ισπανική αναρχική σκηνή, δίνοντας στον ισπανικό φασισμό το όνομα «εθνικοσυνδικαλισμός» αντί για «εθνικοσοσιαλισμός», όπως το ήθελε αρχικά ο Ledesma Ramos.

Για τον φαλαγγιστή διανοούμενο και εισηγητή του φασισμού στην Ισπανία, Ernesto Giménez Caballero, ο εθνικοσυνδικαλισμός ήταν το προϊόν μιας αναρχοσυνδικαλιστικής φόρμουλας, από την οποία πάρθηκαν το όνομα και τα σύμβολά, μέσω της «εθνικοποίησης» του ελευθεριακού ιδεώδους, εξ ου και η παρουσία των κόκκινων και μαύρων χρωμάτων στη σημαία της Ισπανικής Φάλαγγας που μιμούταν εκείνα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT το ακρωνύμιο στα Ισπανικά), της σημαντικότερης αναρχικής οργάνωσης στην Ιβηρική Χερσόνησο.

Αργότερα, με την προθυμία του να εμπλακεί στον επαναστατικό συνδικαλισμό, ο Λεντέσμα Ράμος, βασικό πρόσωπο στην ίδρυση του ισπανικού φασισμού, περιέγραψε την CNT ως εξής:

«Η μόνη δύναμη δυσαρέσκειας που είναι έτοιμη να ενσαρκώσει το ισπανικό θάρρος»

Ο Ράμος πίστευε ότι θα επέλθει μια συνεννόηση μεταξύ του CNT και του JONS, του πρώτου εθνικοσυνδικαλιστικού κινήματος που αργότερα συγχωνεύθηκε με τη Φάλαγγα του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα. Οργανικά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά λόγω των εσωτερικών εντάσεων που εξαπολύθηκαν στο Συνέδριο της CNT τον Ιούνιο του 1931, και αργότερα τη δεκαετία του ‘30, ορισμένα μέλη της συνομοσπονδίας όπως ο Sinforiano Moldes, ο Guillén Salaya και ο Llorente προσχώρησαν στη JONS. Ο Ledesma Ramos παρακολουθούσε στενά την εξέλιξη των προσπαθειών της CNT έως ότου πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση μεταξύ «Φάλαγγας» και JONS. Μέχρι τότε, αντίτυπα της Φασιστικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «La Conquista del Estado» πωλούνταν σε συγκεντρώσεις και συνεδριάσεις της CNT.

Η «JONS» είχε ένα επαναστατικό, ανατρεπτικό πρόγραμμα το οποίο βρισκόταν κοντά στον αναρχοσυνδικαλισμό. Φαίνεται ξεκάθαρα καθ' όλη τη διάρκεια του 1931 και μέχρι και τη συγχώνευση με την Ισπανική Φάλαγγα το 1934 όταν ο Ράμος διατύπωσε τις δικές του «δογματικές» προτάσεις. Ως παράδειγμα φέρνουμε το περίφημο άρθρο του «Το Αναπάντεχο Συνέδριο της CNT» στο οποίο αναφέρει:

«Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα εκατομμύριο μέλη της CNT. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους αναζητήσουμε, να τους κατανοήσουμε και να τους ερμηνεύσουμε με φιλικά μάτια. Πρέπει να είμαστε μαζί με την CNT σε αυτές τις στιγμές άμεσης συνδικαλιστικής μάχης, σε αυτές τις στιγμές ζύγισης κοινωνικών δυνάμεων. Έτσι πιστεύουμε ότι εκπληρώνουμε το καθήκον μας ως αρχιτέκτονες της συνείδησης και του επόμενου γνήσιου πολιτισμού της Ισπανίας»

Σύντομα ο Λεντέσμα Ράμος θα εγκατέλειπε το ενδιαφέρον του για το αναρχικό κίνημα ενώ ο Χοσέ Αντόνιο, όντας παθιασμένος με την ανακάλυψη του, συλλογίζεται εκείνα τα αποφασιστικά χρόνια  μία συμμαχία, μέχρι να φτάσει στην εμβληματική ομιλία της «Επανάστασης» ενώπιον χιλιάδων μελών της CNT. Ήταν τότε που στην Μάλαγα της Σεβίλλης επιχειρήθηκε διάλογος μεταξύ της «Falange de la JONS» και της «CNT». Ο Diego Abad de Santillán, μία από τις πιο σημαντικές μορφές της αναρχοσυνδικαλιστικής σκηνής, γράφει σχετικά στα απομνημονεύματα του:

«Πόσο θα είχε αλλάξει η μοίρα της Ισπανίας αν ήταν εφικτή μια συμφωνία μεταξύ μας, σύμφωνα με τις επιθυμίες του Primo de Rivera! Έτσι εξηγώ την αιτία της ήττας των αναρχικών κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Όπου ήταν δυνατόν, η Φάλαγγα προσπάθησε να παγιώσει συμφωνίες και συμφωνίες με τη CNT. Ο Φαλαγγίτης αγωνιστής Patricio González de Canales πανηγύρισε τη στιγμή της σύναψης συμφώνου μη επίθεσης με τη CNT στη Σεβίλλη».

Αυτές οι προσπάθειες προσέγγισης είχαν ως αποτέλεσμα συναντήσεις με υποστηρικτές του αναρχοσυνδικαλισμού, κάποιες δημόσιες και σχεδόν μαζικές συναντήσεις όπως το δείπνο του ίδιου του José Antonio στην Plaça Reial της Βαρκελώνης, με αρκετές δεκάδες μέλη της CNT. Αυτά τα γεγονότα σχεδόν πάντα προετοίμαζε ο Ισπανός φαλαγγίτης ποιητής Luys Santa Marina, ένας από τους πιο συναρπαστικούς και αινιγματικούς χαρακτήρες στην καταλανική κουλτούρα της δεκαετίας του 1930.

Ο δημοσιογράφος Felio A. Villarubias εξήγησε στην εφημερίδα «El Ejército» στις 19 Ιουλίου:

«Η «Φάλαγγα» της Βαρκελώνης, σε συμμόρφωση με τις εντολές του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, είχε έρθει σε επαφή μέσω των Luys Santa Marina και José María Poblador, με αυθεντικούς συνδικαλιστές της CNT, που ανησυχούσαν με την πολιτικοποίηση του κινήματος τους που ως τότε το αντιλαμβάνονταν σε αποκλειστικά συνδικαλιστική βάση. Οι επαφές απέτυχαν στο τέλος επειδή η FAI άσκησε ένα πολύ έντονο «tagging».

Ο Jose Maria Fontana προσθέτει:

«Ο Χοσέ Αντόνιο ενδιαφέρθηκε πολύ για τις επαφές μας με τη CNT. Σε ένα από τα ταξίδια του είχαμε μια συζήτηση και δειπνήσαμε με μια ομάδα διευθυντικών στελεχών. Ωστόσο, το ξέσπασμα της επανάστασης διέκοψε τις επαφές. Η πεποίθηση των Φαλαγγιτών ήταν μέχρι τότε ότι ήταν δυνατό να προσελκύσουν έναν μεγάλο αριθμό αναρχοσυνδικαλιστών στις τάξεις τους, ότι μόνο ο «εθνικός παράγοντας» τους χώριζε».

Αυτές οι προσπάθειες συνεχίστηκαν ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ένα παράδειγμα αυτού ήταν ο Marciano Durruti, ο αδελφός του Buenaventura Durruti, της πιο σημαντικής στρατιωτικής φυσιογνωμίας της αναρχικής Βαρκελώνης πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε μια συνάντηση με τους Φαλαγγίτες στις αρχές του 1936 και προσπάθησε να μεσολαβήσει για μια συμμαχία μεταξύ της «Φάλαγγας» και της CNT με δική του πρωτοβουλία. Ο Manuel Hedilla Larrey, ο δεύτερος εθνικός επικεφαλής της FE de las JONS, αφηγείται στα απομνημονεύματά του ως εξής:

«Ήμουν υπεύθυνος για τη δημιουργία εθνικοσυνδικαλιστικών κυψελών αντιπολίτευσης εντός της CNT, εκείνων που πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της ενσωμάτωσης της Φάλαγγας στους αναρχοσυνδικαλιστές, οργισμένοι κατά της Δημοκρατίας».

Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, υπήρχαν μερικοί «αυθεντικοί» Φαλαγγίτες που, απογοητευμένοι από την κακή διαχείριση της ενωτικής κυβέρνησης, πλησίασαν τις τάξεις της τότε μυστικής CNT. Επιπλέον, οι ηγέτες της Ισπανικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης (το μόνο εξουσιοδοτημένο συνδικαλιστικό κέντρο του καθεστώτος) προσπάθησαν να ενσωματώσουν πρώην μέλη της CNT στις τάξεις τους με σκοπό να μετριάσουν το ισπανικό πολιτικό τοπίο. Τέτοια ήταν η περίπτωση του διάσημου Καταλανού αναρχοσυνδικαλιστή παιδαγωγού, δημοσιογράφου και πολιτικού Ricard Fornells y Francesc, ο οποίος, αφού επέστρεψε από την εξορία στην Ισπανία το 1941, συνεργάστηκε με το Συνδικάτο για να ενσωματώσει στην φασιστική ένωση έναν μεγάλο αριθμό εξόριστων της CNT που βρίσκονταν στη Γαλλία.

Ο Juan M. Molina, γενικός γραμματέας της CNT, μιλά στα απομνημονεύματά του για έως και τριακόσιους αναρχικούς που αποδέχθηκαν τέτοιες προτάσεις. Θεωρούνταν επιρρεπείς στο να ενταχθούν στον Εθνικοσυνδικαλισμό, όπως λέει ο Herrín, «λόγω των έλξεων τους». Το 1945 σχηματίστηκε μία ομάδα αποτελούμενη από αυθεντικούς Φαλαγγίτες, γνωστούς και ως αντιφρανκιστές και φυγάδες αναρχοσυνδικαλιστές από τη CNT, η οποία ονομάστηκε «Συνδικαλιστική Συμμαχία» και είχε ως σκοπό να επισημοποιήσει τις σχέσεις που προκύπταν κατά διαστήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Τέτοιες προσπάθειες έγιναν επίσης με το «Επαναστατικό Συνδικαλιστικό Μέτωπο» του αντιφρονούντα Φαλαγγίτη πολιτικού, Narciso Perales, ο οποίος πρότεινε να «συμφιλιωθούν» οι αναρχικές ιδέες του ελευθεριακού κομμουνισμού του Ángel Pestaña με το δόγμα του Χοσέ Αντόνιο. Είναι κατά τη διάρκεια της μετάβασης που αυτές οι προσπάθειες αναβίωσαν μετά το Τρίτο Συνέδριο της «Αυθεντικής Φάλαγγας» στη Σαραγόσα το 1979, με έναν μεγάλο αριθμό Φαλαγγιτών να εντάσσονται στις τάξεις της CNT. Είναι μάλιστα  γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των καταλανικών στελεχών της CNT εκείνα τα πρώτα χρόνια της ισπανικής δημοκρατίας προέρχονταν απευθείας από το FET de las JONS.

Συμπεράσματα

Αυτή είναι η επισκόπηση αυτής της ιστορικής αλληλοεπικάλυψης. Η μετάβαση από την αναρχία στον φασισμό είναι μια διαλεκτική πρόταση, είναι η τελική κατανόηση του ότι εμείς οι φασίστες μπορούμε να πετύχουμε πολύ καλύτερα αυτό το οποίο θέλουν οι αναρχικοί. Όπως είπε κάποτε ο Bombacci: «Ο φασισμός είναι η αληθινή πραγμάτωση του κομμουνισμού». Ο ισχυρισμός ότι εμείς οι φασίστες είμαστε οι «Τέλειοι Αναρχικοί» δεν είναι εκτενής, αν και δείχνει κάτι που πιστεύουν πολλοί φασίστες, αλλά δεν μπορούν να το απλοποιήσουν και να το εκφράσουν.

Οι Φασίστες μπορούν να επιτύχουν, καλύτερα και πιο αληθινά, αυτό που οι φιλελεύθερες και κομμουνιστικές ιδεολογίες επιδιώκουν. Ο Φασισμός είναι Ελευθερία, Πολιτεία, Ισότητα, Ατομικότητα, Κολεκτιβισμός, ένα Αληθινό Κράτος Δικαίου, όλα αυτά ταυτόχρονα. Ο Φασισμός εμπεριέχει θραύσματα από κάθε ιδεολογία, γεγονός που τον καθιστά, όπως δήλωσε ο Μουσολίνι, απόλυτα πρωτότυπο. Είναι καιρός να κατανοήσουμε την προέλευση του Φασισμού και να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς οι Φασίστες πρέπει να είμαστε Αναρχικοί αν θέλουμε να νικήσουμε την τρέχουσα τάξη πραγμάτων. Ο Φασισμός έχει τον ίδιο στόχο με τους αναρχικούς που ευαγγελίζονται την κατάργηση του κράτους χάριν της θεμελίωσης μίας νέας αναρχικής οργάνωσης.

Μπορούμε να πούμε ότι ο Αναρχισμός επιδιώκει ένα νέο κράτος - αν αντιληφθούμε το κράτος ως οντότητα, δηλαδή ανθρώπους που κατέχουν το μονοπώλιο της βίας και του ελέγχου των θεσμών. Τόσο ο Αναρχισμός, όσο και ο Φασισμός θα επιβάλουν στην πραγματικότητα ένα Νέο Κράτος. Θα διαφέρει από το σημερινό αλλά θα είναι συλλογικά οργανικό και επομένως επαναστατικό. Το βλέπουμε και με τον Μιχαήλ Μπακούνιν και την εμπλοκή του σε διάφορα εθνικιστικά κινήματα. Ακόμη και με τις διασυνδέσεις του με τον άνθρωπο που επηρέασε ριζικά τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο Μπακούνιν ήταν ακόμη εξαιρετικά αντισημίτης, αποκαλώντας τον Μάρξ «εβραϊκή τραπεζική μαριονέτα». Αυτές οι διασυνδέσεις γίνονται ακόμη πιο βαθιές στον Προυντόν που επηρέασε τον Όττο Στράσσερ και το «Μαύρο Μέτωπο».

Επιπλέον, έχουμε ακόμη τον Εθνικό Αναρχισμό που υιοθετεί στοιχεία του φασισμού αν και ισχυρίζεται ότι τον απορρίπτει. Θα έλεγα ότι εφαρμόζει τον φασισμό στην αναρχία. Κάποιοι μάλιστα είναι κοντά στον ιδεολογικό εθνικοσοσιαλισμό δημιουργώντας έναν λαϊκό σοσιαλισμό βασισμένο στον τοπικισμό, με μικρές τοπικές κοινότητες και φυλετικές ομάδες που  διαχωρίζονται από το σύγχρονο κράτος σε μικρές ομοιογενείς κοινωνίες. Έχουν ως όραμα να αντικαταστήσουν τα συγκεντρωτικά έθνη - κράτη με μια ποικιλία πολιτικών οντοτήτων μικρής κλίμακας.

Η έννοια του «Άναρχου» του Ernst Jünger είναι κεντρική στον Εθνικό Αναρχισμό. Ο «Άναρχος» είναι μια ιδανική φιγούρα ενός κυρίαρχου ατόμου που εξελίχθηκε από την επίδραση της αντίληψης του Max Stirner για τον «Μοναδικό». Αυτή η ιδέα παρέχει απεριόριστο συγκρητισμό στον Εθνικό Αναρχισμό, επιτρέποντας στους οπαδούς του να ισχυρίζονται ότι έχουν ξεπεράσει τη διχοτόμηση της συμβατικής πολιτικής για να αγκαλιάσουν ανώτερες πολιτικές μορφές που βρίσκονται «πέρα από την αριστερά και την δεξιά».

Σε αυτή την γραμμή κινούταν η Else Christensen, μία αναρχοσυνδικαλίστρια ιδεολόγος της «Τρίτης Θέσης» που ήθελε μια κοινωνία αποτελούμενη από φυλετικά ομοιογενείς άριες κοινότητες. Περιγράφοντας την ιδανική κοινωνική της κατάσταση ως «φυλετικό σοσιαλισμό», οραματίστηκε έναν κόσμο στον οποίο οι λευκοί ζούσαν σε μικρές, αυτάρκεις «φυλετικές» αγροτικές κοινότητες. Η Christensen απέρριψε τον καπιταλισμό, τον κομμουνισμό και τον υλισμό, πιστεύοντας στην ανάγκη για οικολογική συνείδηση, ένα ήθος επιστροφής στη γη και μία βιώσιμη παραγωγή. Βλέπουμε επίσης παραλληλισμούς με σύγχρονους Εθνικο - Αναρχικούς, όπως ο Troy Southgate και ο Keith Preston. Συχνά οι Εθνικo - Αναρχικοί υιοθετούν είτε τον συνδικαλισμό είτε την αλληλοβοήθεια ως το προτιμώμενο οικονομικό τους μοντέλο.

Ομάδες όπως οι αναρχικοί του «National Tempetist Coordination» καταλαβαίνουν ότι στόχος θα είναι πάντα ο φασισμός, ανεξάρτητα από τις μεθόδους, είτε αυτές είναι ολοκληρωτικές, είτε αναρχικές, ο στόχος είναι πάντα ο ίδιος. Η εξουσία για χάρη της εξουσίας και η συλλογικότητα για τη συλλογικότητα, μια μακιαβελική στρατηγική. Αυτή η προσήλωση σε οποιοδήποτε μέσο για χάρη της εξουσίας φέρνει στο μυαλό μας τον σχετικισμό. Το «Geist» του Χέγκελ είναι στον Φασισμό το Κράτος, του οποίου θεμέλιο είναι ο «Μοναδικός» του Στίρνερ και επομένως όλοι εμείς, δηλαδή μια έκφραση της Γενικής Βούλησης. Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο «The Anarchist Individualist Origins of Italian Fascism» του Stephen B. Whitaker. 

Ουσιαστικά ο φασισμός και η φιλοσοφία του πραγματικού ιδεαλισμού (actual idealism) είναι ριζοσπαστικές υποκειμενιστικές μορφές ιδεαλισμού που ακολουθούν τη σοφιστική παράδοση. Ο φασισμός θα κάνει ότι χρειαστεί για να υπάρξει και να αποκτήσει την εξουσία ρεαλιστικά. Η παλιά σοσιαλίστρια, μέντορας του Μουσολίνι, Angelica Balbanoff, υποστήριξε ότι ο Ντούτσε δεν ήταν ποτέ αληθινός σοσιαλιστής, αλλά ένας ακτιβιστής διψασμένος για εξουσία, με τάση για βία. Αυτή η μακιαβελική στάση σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική χρήση βίας όπως η άμεση δράση, δείχνει την αληθινή αναρχική πτυχή του φασισμού. 

Μπορούμε να προσθέσουμε περισσότερη βαρύτητα σε όλα αυτά βασιζόμενοι στα όσα έγραψε ο Μουσολίνι στην «Il Popolo d’Italia» στο άρθρο του «Σχετικισμός και Φασισμός»:

«Στην πραγματικότητα, είμαστε κατ' εξοχήν σχετικιστές, από την στιγμή που ο σχετικισμός συνδέθηκε με τον Νίτσε και με τη «Θέληση για Εξουσία». Ο ιταλικός φασισμός ήταν, όπως και είναι ακόμα, το πιο υπέροχο δημιούργημα της ατομικής και συνάμα εθνικής θέλησης για εξουσία. Όλα όσα έχω πει και έχω κάνει αυτά τα τελευταία χρόνια είναι σχετικισμός, ένας σχετικισμός από διαίσθηση. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες είναι ίσης αξίας, ότι όλες οι ιδεολογίες είναι απλές μυθοπλασίες, ο σύγχρονος σχετικιστής συμπεραίνει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει για τον εαυτό του τη δική του ιδεολογία και να προσπαθήσει να την επιβάλει με όλη την ενέργεια που είναι ικανός.

Αν ο σχετικισμός υποδηλώνει περιφρόνηση για σταθερές κατηγορίες και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι φορείς της αντικειμενικής αθάνατης αλήθειας, τότε δεν υπάρχει τίποτα πιο σχετικιστικό από την φασιστική συμπεριφορά και δραστηριότητα. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες έχουν ίση αξία, εμείς οι φασίστες συμπεραίνουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να δημιουργήσουμε τη δική μας ιδεολογία και να την επιβάλουμε με όλη την ενέργεια που είμαστε ικανοί».