Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μαχητής ως το τέλος, πρότυπο για κάθε επαναστάτη: αποχαιρετισμός στον Yahya Sinwar

 

του Α.Π.

Οι σιωνιστές και οι παπαγάλοι τους δεν διδάσκονται ούτε από την Ιστορία, ούτε καν από τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων. Με τον αμερικανιάρικο τρόπο σκέψης τους, «φτιάχνονται» με το να κατασκευάζουν «δαιμόνιους» και «σκληρούς» ηγέτες που «κινούν τα νήματα» της Αντίστασης, ωσάν να ήταν αυτή προσωπική υπόθεση και όχι βαθιά ριζωμένη στους αραβικούς λαούς (της Λεβαντίνης, ιδιαίτερα). 

Διαπίστωσαν, όμως, με τα αυξημένα φέρετρα των φαντάρων τους (σήμερα, άλλα πέντε – τουλάχιστον) που έρχονται από τον Λίβανο (όπου δεν έχουν μπορέσει να προχωρήσουν, κι αυτό, χάρη στην Αντίσταση) ότι καμία δολοφονία ηγετικού στελέχους της Αντίστασης δεν την λυγίζει, ειδικά την αραβική. Δεν καταλαβαίνουν καν ότι, όταν φωτογραφίζουν τον νεκρό Αντιστασιακό, με τη στρατιωτική του στολή, με τη μαντίλα και το όπλο στο χέρι, όταν δείχνουν βίντεο με τις τελευταίες στιγμές του ηγέτη, να εξαντλεί τις τελευταίες του σωματικές δυνάμεις για να επιτεθεί στο ντρόουν που αντιλήφθηκε ότι έρχεται (κανένας σιωνιστής δεν είχε το θάρρος να τον κοιτάξει στα μάτια), και να μην ήταν πηγή έμπνευσης, τον καθιστούν. Δηλαδή, χάνουν ακόμα και στον επικοινωνιακό τομέα, στον οποίο «διαπρέπουν».

Και τι να πει κανείς ειδικά για τον Γιάχια Σίνουαρ; Με σχεδόν 23 χρόνια στις σιωνιστικές φυλακές και μη έχοντας αποκηρύξει τον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση του λαού του, δεν θα μπορούσε παρά να πεθάνει με το όπλο στο χέρι. Έχοντας μάθει, στη φυλακή, τη γλώσσα του εχθρού, γνώρισε και την ψυχή του: βασικό δίδαγμα για κάθε επαναστάτη, ώστε να μην υποτιμά, ούτε όμως να υπερτιμά τον αντίπαλο, σε αντίθεση, φυσικά, με τη στάση των σιωνιστών και κάθε εξ ορισμού αλαζόνα λακέ του ιμπεριαλισμού. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για κάθε επαναστατική ενέργεια, όπως ήταν η ηρωική 7η Οκτώβρη, που τσαλάκωσε μια για πάντα τον σιωνιστικό-ιμπεριαλιστικό «χάρτινο τίγρη», στον (τέλειο) σχεδιασμό της οποίας ο Σίνουαρ, ως φαίνεται, είχε κομβικό ρόλο.

Ακόμα και ο ηρωικός θάνατός του (πόσες φορές διαβάσαμε έναν χρόνο τώρα, ότι «την είχε κάνει», «κρύβεται σε τούνελ» κλπ.) ρίχνει ξανά «τη μπάλα στο γήπεδο» των σιωνιστών. Αυτοί, τώρα, πρέπει να αποδείξουν (και σε όσους ως τώρα έμειναν πεισμένοι) για ποιο λόγο συνεχίζουν τον γενοκτονικό πόλεμο. Ήδη, τα σιωνιστικά ΜΜΕ αναγκάζονται κάτι να ψελλίσουν για «παράθυρο ευκαιρίας» για «ντηλ». Ακόμα πιο αδικαιολόγητη στην παγκόσμια κοινή γνώμη φαντάζει τώρα και μία επίθεση και στο Ιράν. Ούτε αυτό είχαν υπολογίσει.

Οι σιωνιστές μπορεί να επιχαίρουν για μια επικοινωνιακού και μόνο τύπου εφήμερη «επιτυχία», ιδίως μετά τις φάπες από την ιρανική ανταπάντηση και την επιτυχή διάλυση του στρατοπέδου της «επίλεκτης» συμμορίας Γκολάνι από τη Χεζμπολάχ. Επί της ουσίας, ωστόσο, ο θάνατος Σίνουαρ, αν άλλαξε κάτι, όσον αφορά την αραβική Αντίσταση και, γενικότερα, την υπόθεση των Λαών, είναι στο ότι πυκνώνουν οι γραμμές όσων εμπνέονται από τον θάνατο του και προσχωρούν σε αυτή.

Εις μνήμην: Γιαχία Σινουάρ

 

«Έχω πει και επαναλαμβάνω ότι αν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο, φοβόμαστε να πεθάνουμε στο κρεβάτι όπου ξεκουραζόμαστε, όπως πεθαίνουν οι καμήλες, φοβόμαστε ότι θα πεθάνουμε σε τροχαίο ατύχημα ή λόγω καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού, αλλά μη φοβόμαστε να πεθάνουμε στο δρόμο της πίστης μας, της πατρίδας μας, της ιερότητας μας.

Το αίμα και η ζωή μας δεν έχουν μεγαλύτερη αξία από το αίμα και τη ζωή του νεότερου μάρτυρα που θυσίασε την πολύτιμη ζωή του για την πίστη, την πατρίδα και την ιερότητα».

Yahya Sinwar

του Δημήτρη Λυτρίβη

Όσο και αν κάποιος διαφωνεί με τις θρησκευτικές θέσεις της Χαμάς ή την πρόσφατη προσέγγιση της με τον Τουρκικό παράγοντα δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι ο ηγέτης της Γιαχία Σινουάρ υπερασπίστηκε με θάρρος την πατρίδα του μέχρι το τέλος. 

Ο Σινουάρ είχε τη φήμη του ανθρώπου που έχει «ξεγελάσει» το θάνατο αρκετές φορές και αυτό του έχει δώσει ηρωική υπόσταση στους κύκλους της Χαμάς αλλά και το παρατσούκλι «ποντικός της Γάζας» από τους Iσραηλινούς διώκτες του. 

Αυστηρός τιμωρός Σιωνιστών και συνεργατών των κατοχικών αρχών τους οποίους φρόντιζε να θάψει ζωντανούς ή να στραγγαλίσει με μια Παλαιστινιακή μαντήλα, ένας μαχητής που υπέμεινε τα πάντα στις Ισραηλινές φυλακές για 23 χρόνια, ο άνθρωπος που κατάφερε να κινητοποιήσει σε απεργία πείνας 1500 κρατούμενους, αυτός που μέσα στις συνθήκες κάθειρξης και απομόνωσης μελέτησε τους ανακριτές του, διάβασε τα πάντα για τον εχθρό του και έμαθε άπταιστα την γλώσσα των γιων του Δαυίδ από τις εφημερίδες και τα περιοδικά. 

Όσο και αν κάποιος υποτιμά τον Αραβικό κόσμο που μάχεται και δεν επιλέγει τα σαλόνια του Κατάρ δεν μπορεί να παραβλέψει ότι ακόμη και ακρωτηριασμένος προσπάθησε με ένα ξύλο να καταστρέψει το κατοχικό drone. Μια πράξη θάρρους πριν συναντήσει τον Θεό των πατέρων του σε μια γη που στενάζει από την Σιωνιστική βαρβαρότητα. 

Ο ηγέτης της Χαμάς, Γιαχία Σινουάρ, είχε την ευκαιρία να φύγει από τη Γάζα αλλά αρνήθηκε αναφέρει σε δημοσίευμα της η Wall Street Journal. Αψήφησε τον κίνδυνο και δεν φοβήθηκε τον μαρτυρικό θάνατο μπροστά στην κάμερα του μισητού εχθρού. «Δεν είμαι σε πολιορκία αλλά σε Παλαιστινιακό έδαφος» απάντησε όταν του πρότειναν να φύγει από την Γάζα για την Αίγυπτο μέσω διαμεσολαβητών. 

Το πιο προφανές και τολμηρό ήταν σε μια συνέντευξη τύπου, στις 27 Μαΐου 2021, όταν ανέφερε (σε ζωντανή μετάδοση) ότι θα πάει σπίτι με τα πόδια μετά τη συνέντευξη τύπου και κάλεσε τον Ισραηλινό Υπουργό Άμυνας να πάρει απόφαση για τη δολοφονία του ή όχι, στα επόμενα 60 λεπτά, μέχρι να φτάσει σπίτι του. Ο Σινουάρ πέρασε την επόμενη ώρα περιπλανώμενος στους δρόμους της Γάζας και βγάζοντας φωτογραφίες δημόσια.

Τιμή και δόξα σε αυτούς που πολεμούν τον παγκόσμιο δυνάστη.



Ανακοίνωση της Παλαιστινιακής Παροικίας Ελλάδος

 

Ο Ίωνας δεν ήταν ένας απλός Έλληνας πολίτης που επισκέφτηκε το Ισραήλ....

Ήταν Ισραηλινός στρατιώτης που υπηρέτησε και πολέμησε στην Γάζα για το Σιωνιστικό μόρφωμα.

Αισθάνθηκε την ανάγκη να πάει στο Ισραήλ ακολουθώντας τους γονείς του, σε έναν τόπο σύγκρουσης που διαιωνίζει την γενοκτονία κατά του Παλαιστινιακού Λαού.

Η ευθύνη για τον θάνατο του βαραίνει αποκλειστικά το Ισραήλ.

Είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε γιατί ένας Έλληνας πολίτης δεν επέλεξε να ζήσει μια ειρηνική ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους του στην Ελλάδα και αποφάσισε να αποτελεί μέρος μιας στρατιωτικής δύναμης που είναι υπεύθυνη για την κατοχή και την ταλαιπωρία ενός άλλου έθνους.

Αυτή η τραγωδία χρησιμεύει ως υπενθύμιση των ευρύτερων συνεπειών του πολέμου και της κατοχής, όχι μόνο για τους Παλαιστίνιους αλλά και για άτομα από άλλες χώρες που μετέχουν και είναι συνένοχοι των εγκλημάτων πολέμου.

Παλαιστινιακή Παροικία Ελλάδος

Μικρός επικήδειος στον Ισμαήλ Χανίγια

 


γράφει ο Α.Π.

Δεν θα υπάρξει εδώ αναλυτικό βιογραφικό του Χανίγιε, αλλά ένας απολογισμός της ζωής του. Έφυγε από τη ζωή, χωρίς να πετύχει μόλις δύο πράγματα: να δει ελεύθερη την Παλαιστίνη και να θαφτεί σε αυτή. Όμως, η ζωή του ταυτίστηκε για πάντα, στην ιστορία της Ανθρωπότητας, με τη συμβολή, από την πλέον ηγετική θέση, στο άνοιγμα του δρόμου για την νίκη των λαών γενικά και του Παλαιστινιακού ιδιαίτερα, η οποία, επιτέλους, αχνοφαίνεται στον ορίζοντα, μετά τις 7/10, όλο και πιο καθαρά. 

Ο φόβος άλλαξε μια για πάντα στρατόπεδο, πέρασε στην πλευρά των ιμπεριαλιστών και των σιωνιστών παιδιών τους. Χάρη και στον Χανίγιε, στις 7/10, τα καταπιεζόμενα έθνη και οι λαοί ξαναχαμογέλασαν, γιατί τους αναπτερώθηκαν οι ελπίδες. Η Οικουμένη, ιδιαίτερα ο νέος κόσμος, έμαθε πια για το Παλαιστινιακό πρόβλημα, για το 1948 (και όχι μόνο το 1967, όπως ήξεραν μόνο λίγοι, οι πιο «ψαγμένοι»). Έδειξε το δρόμο του τελειοποιημένου ένοπλου αγώνα στους λαούς για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και την καταπολέμηση του άδικου. 

Εδώ, αξέχαστη θα παραμείνει και η παροιμιώδης υπομονή που έδειξε η οργάνωση του με αυτόν επικεφαλής μετά το 2021 και ως τις 7/10, όταν προκαλούταν συχνά από τους σιωνιστές ώστε να έρθει σε σύγκρουση μαζί τους πρόωρα, ενώ αυτός προετοίμαζε την απάντηση. Μάλιστα, έδειξε τον δρόμο του αγώνα χωρίς να στηριζόμαστε σε κανέναν ιμπεριαλιστή. Είναι και αυτό ένα μεγάλο δίδαγμα για τους λαούς, για κάθε κίνημα που θέλει να λέγεται αντιιμπεριαλιστικό. 

Έδειξε στους λαούς ότι είναι εφικτό αυτοί να χαλάσουν τα σχέδια των ιμπεριαλιστών («νέα Μέση Ανατολή»), να γίνουν καλύτεροι «σκακιστές» από τους τελευταίους. Τέλος, δεν μπορεί να αγνοηθεί το προσωπικό του κόστος. Δεν ξεχνιέται η σιωνιστική προπαγάνδα για τη «φυγή των συγγενών των ηγετών της Χαμάς από τη Γάζα», ενώ ο Χανίγιε έχασε 60 συγγενείς του, ή για την «εκ του ασφαλούς δράση του από πολυτελή ξενοδοχεία του Κόλπου», ενώ, τελικά, σκοτώθηκε στην υπερορία. 

Δεν θα ξεχαστεί ποτέ η στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε την ανακοίνωση της δολοφονίας των παιδιών του από Σιωνιστές, η οποία καταγράφηκε τηλεοπτικά. Δεν είναι πολλοί οι ηγέτες που έχασαν παιδιά τους στον πόλεμο (Στάλιν στον Β’ Π.Π., Μάο στην Κορέα, o Νασράλα στον Λίβανο το 2006 και λίγοι ακόμα). Δείχνει κι αυτό κάτι, ως προσωπικό παράδειγμα για κάθε αγωνιστή και, ιδίως, επαναστάτη, ανεξαρτήτως ιδεολογίας. 

Περασμένο-ξεχασμένο και το «κομματικό» λάθος με την προσωρινή ρήξη με τον Άσαντ, που πήγε το Παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στιγμιαία πίσω. Ουδείς, όμως, αλάνθαστος. Πραγματικά, με τόσες παρακαταθήκες, η λέξη «αθάνατος» είναι λίγη για να περιγράψει τον Χανίγιε από εδώ και μπρος.

Αναμνήσεις ενός Παλαιστίνιου Φενταγίν από τα στρατόπεδα στην Ιορδανία το 1969


Ο Αζάμ ήταν 26 ετών όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του, Τζενίν, στη Δυτική Όχθη κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών και να φτάσει στην Ιορδανία με τα πόδια. Πρέπει να είχε δυσκολίες να βρει δουλειά στο Αμμάν, γιατί στις αρχές του φθινοπώρου του 1967 μετακόμισε στη Σαουδική Αραβία για να διδάξει για ένα χρόνο ιδιαίτερα μαθήματα. Το επόμενο καλοκαίρι επέστρεψε στο Αμμάν και βρήκε δουλειά ως δάσκαλος στο γυμνάσιο al-Taj στην περιοχή Jabal al-Taj του Αμμάν. Η εισροή Παλαιστίνιων προσφύγων από τη Δυτική Όχθη είχε αυξήσει δραματικά τη ζήτηση για δασκάλους στην Ιορδανία. 

Ο Αζάμ δίδασκε την πρωινή βάρδια, γιατί εκείνη την περίοδο τα σχολεία πρόσφεραν δύο συνεδρίες την ημέρα για να φιλοξενήσουν όλους τους νέους μαθητές από τη Δυτική Όχθη. Στα μέσα του 1968 το κίνημα των ένοπλων Παλαιστίνιων ανταρτών Φενταγίν κέρδιζε δυναμική και τον επόμενο χειμώνα ο Αζάμ άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να ενταχθεί στη δράση του. Στα απομνημονεύματα του λέει ότι αποφάσισε να συμμετάσχει στους Φενταγίν αφού βίωσε κάτι σαν πολιτική επιφοίτηση στη μέση της νύχτας. Ένα βράδυ στις αρχές του 1969, σύμφωνα με τον ίδιο:

"Ξύπνησα στη μέση της νύχτας από μια ομάδα αριστερών που τραγουδούσαν έναν εθνικιστικό ύμνο που ξεσήκωσε τα συναισθήματα μου: «Πατρίδα μου, πατρίδα μου, πατρίδα μου» (Biladi, Biladi, Biladi). Ο απόηχος του τραγουδιού αντηχούσε όλη τη νύχτα. Αυτό είχε βαθιά επίδραση στην καρδιά μου, και είπα [στον εαυτό μου]: «Δεν ντρέπεσαι, Αμπντάλα; Αυτοί οι άνθρωποι αγαπάνε την πατρίδα μας πιο πολύ από ό,τι εσύ;» Έτσι αποφάσισα εκείνη τη στιγμή να ξεκινήσω τον αγώνα, με οποιοδήποτε κόστος."

Στη συνέχεια, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1969, ο Αζάμ εντάχθηκε στους Φενταγίν. Σύμφωνα με τα λόγια της συζύγου του Αζάμ, «η PLO ανακοίνωσε το άνοιγμα των Βάσεων του Ιρμπίντ στη βόρεια Ιορδανία, και εκείνος άφησε τη διδασκαλία δύο μήνες πριν τελειώσει η χρονιά και εντάχθηκε στον αγώνα». Η απόφαση έφερε την οικογένεια σε οικονομική αβεβαιότητα. Ακολουθεί η αφήγηση της Σαμίρα για τη λιγότερο από ένδοξη ζωή της ως σύζυγος ενός μαχητή:

"Μου είπε, «Ετοιμάσου, σε δύο μέρες θα φύγω. Κράτα το σχέδιο μυστικό. Δεν θέλω να το αποκαλύψεις, γιατί θέλω να σε πάω σε ένα μέρος κοντά στο σπίτι του ξαδέρφου σου στο Jerash, ώστε να μην βλέπεις την οικογένεια μου και να μπορώ να σε επισκέπτομαι στα διαλείμματα μου χωρίς να με δει κανείς. Θέλω να ανακοινώσω στους γονείς μου ότι έχω πάει στην Αίγυπτο για να συνεχίσω τις σπουδές μου εκεί, για να μην διαδοθούν τα νέα». Έτσι με άφησε καθώς ήμουν οκτώ μηνών έγκυος στον γιο μας, τον Μοχάμεντ, και είχα μόνο τις προμήθειες μιας εβδομάδας. Είπε, «Θα έρχομαι σε σένα κάθε μήνα με ό,τι χρειάζεσαι». Μετά από τέσσερις μήνες ζήτησε να μετακομίσω στη Ζάρκα για να ζήσω με μια από τις αδερφές μου της οποίας ο σύζυγος, ο οποίος ήταν μαχητής όπως ο Αζάμ, και ήθελε να είμαι μαζί της. Ήταν σκληρό γιατί ήταν θυμωμένη με τον σύζυγο της που άφησε τη δουλειά του και εντάχθηκε στον αγώνα. 

Προσπάθησα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να τη στηρίξω και να φτιάξω τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτήν και τον άντρα της. Δεν είχα τίποτα εναντίον του, αλλά εκείνη με κοίταξε και μου είπε, "Μα θα μείνεις σε ένα μονόκλινο δωμάτιο χωρίς κουζίνα". Έμεινα σε αυτό το πλινθόκτιστο δωμάτιο που ήταν τέσσερα μέτρα επί δυόμισι μέτρα για εμένα και τα τρία μου παιδιά, σε αυτό το δωμάτιο έπλενα ρούχα και πιάτα, μαγείρευα, κοιμόμουν, δεχόμουν καλεσμένους. Αλλά προς Θεού ένιωθα την ευτυχία να κατακλύζει την καρδιά και την ψυχή μου. Ο Αζάμ με κοιτούσε πάντα με στοργή, νιώθοντας ότι μού είχε δυσκολέψει τη ζωή κάνοντάς με να μένω στο δωμάτιό του. Έδινε 14 δηνάρια το μήνα για εμένα και τα τρία παιδιά, ερχόταν σπίτι στα διαλείμματά του, αλλά αυτό συνέβαινε μόνο τέσσερις ημέρες το μήνα."

Η απόφαση αντιμετωπίστηκε επίσης με αποδοκιμασία από πολλούς στην οικογένεια. Ο ξάδερφος του Αζάμ, Φαγέζ, έγραψε αργότερα:

"Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που μια ομάδα συγγενών, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του, ήρθε να τον πείσει να αφήσει το δρόμο του. Εκείνα τα χρόνια, το να είσαι μαχητής θεωρούνταν λίγο περίεργο, ειδικά για έναν εργαζόμενο, μορφωμένο άνδρα καλής οικογένειας. Η άποψη των περισσότερων ήταν ότι ο αγώνας είναι για τους ανέργους! Αυτό ήταν στο χωριό Ρασίφα όπου έμενε η αδερφή του. Ο πατέρας του του είπε: «Γιε μου, ήλπιζα ότι θα γίνεις μεγάλος δικαστής στο Αμμάν, και εδώ είσαι με μικρά παιδιά και νέους στα βουνά». Τότε [ο πατέρας] και η μητέρα άρχισαν να κλαίνε. Ο Αζάμ θύμωσε και σηκώθηκε και έφυγε. Από εκείνη την ημέρα, η άποψη του ήταν ότι κανείς δεν χρειάζεται γονική άδεια για να γίνει εθελοντής μαχητής."

Ο πατέρας του Αζάμ είπε αργότερα ότι είχε πιεστεί από τις ισραηλινές αρχές για να αποτρέψει τον γιο του από τον πόλεμο:

"Όταν [οι Εβραίοι] έμαθαν ότι ο Αμπντάλα είχε σχέση με [τους Φενταγίν], ήρθαν σε εμάς και προσπάθησαν να μας δωροδοκήσουν με χρήματα για να σταματήσουμε τις μαχητικές δραστηριότητες του Αμπντάλα, και όταν απέτυχαν, άρχισαν να μας απειλούν με τιμωρίες και ποινές. Μου ζήτησαν να τον φέρω πίσω στην Παλαιστίνη. Τους είπα, λέτε ότι είστε ισχυρό κράτος, οπότε πηγαίνετε να τον πάρετε μόνοι σας."

Αυτός ο ισχυρισμός είναι δύσκολο να επαληθευτεί, αλλά σε κάθε περίπτωση, ο πατέρας του Αζάμ είχε άλλους λόγους να αποτρέψει τον γιο του από τον πόλεμο, κυρίως μια ανησυχία για την ευημερία και το οικονομικό μέλλον του τελευταίου. Ενώ ο Αζάμ μάλωνε με τους γονείς του, η Σαμίρα φέρεται να υπέφερε από τα περιπαικτικά βλέμματα των γυναικών συγγενών και φίλων της. Ο Φαγέζ σημείωσε ότι «οι απόψεις και ο σεβασμός των γυναικών προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του άλλαξαν επειδή πριν ήταν σύζυγος δημόσιου υπαλλήλου και τώρα ήταν σύζυγος ενός μαχητή που τριγυρνούσε στα βουνά με μικρά παιδιά». Η ίδια είπε αργότερα ότι ο σύζυγός της «ρωτούσε πάντα αν με επισκέπτονταν κάποιοι φίλοι ή συγγενείς, και είπα «Μερικοί ναι, άλλοι όχι, γιατί με σνομπάρουν ως σύζυγο ενός ταπεινού Φενταγίν που δεν έχει αγαθά σε αυτόν τον κόσμο».

Η ζωή στα στρατόπεδα

Αφού βρήκε στέγη για την έγκυο σύζυγό του και τα παιδιά τους στο Jerash, ο Αζάμ κατευθύνθηκε στον καταυλισμό στο δάσος Dibbin, που είχε γίνει στρατόπεδο της PLO. Φαίνεται ότι ήταν μέρος της πρώτης ομάδας περίπου δέκα μαχητών που εκπαιδεύτηκαν στο νέο στρατόπεδο. Δεν έχουμε λεπτομερείς αναφορές για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση, αλλά γνωρίζουμε ότι τα στρατόπεδα της Φατάχ στο Ντιμπίν συνήθως εκπαίδευαν μερικές δεκάδες νεοσύλλεκτους ανά έτος, υπό σπαρτιατικές συνθήκες. Οι νεοσύλλεκτοι κοιμόντουσαν σε σκηνές κάτω από τα πεύκα και ακολουθούσαν ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα που διαρκούσε από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου. Ξεκινούσαν τη μέρα με ένα τρέξιμο πριν από το πρωινό στις 5 π.μ. κλείνοντας το βράδυ με ιδεολογικές συζητήσεις. Η ιδεολογική κατήχηση στα στρατόπεδα της Φατάχ και του Λαϊκού Μετώπου περιείχε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ενώ  σε αυτά των Αδελφών Μουσουλμάνων το Κοράνι. Η στρατιωτική ζωή άλλαξε αρκετά τον νεαρό ακαδημαϊκό, αλλά το απολάμβανε:

"Η εκπαίδευση κράτησε τέσσερις μήνες, και θυμάμαι ότι μόνο μια φορά ένιωσα την κοιλιά μου γεμάτη. Για ολόκληρους τεσσεράμισι μήνες είχαμε ψωμί για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό... ναι, πεινούσαμε πολύ, αλλά ήταν μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Νιώθαμε βασιλιάδες, γιατί είχαμε απελευθερωθεί από τα πάντα και κανείς δεν είχε εξουσία πάνω μας."

Και άλλοι βρήκαν την εκπαίδευση απαιτητική. Θυμάται ο Ibrahim Ghusheh:

"Πήγαμε για εκπαίδευση για λίγες μέρες σε ένα στρατόπεδο στη Ζάρκα. Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν με τον αδελφό Fayz al-Hazina και άλλους, ο Salah Hassan (Abu Amr) μας ζήτησε να κάνουμε έναν ελιγμό, περπατώντας με τα πόδια και κρατώντας όπλα, για μια απόσταση 60 χιλιομέτρων. Ήμασταν νέοι άντρες που δεν ήμασταν συνηθισμένοι στο περπάτημα. Μετά από αυτή τη βόλτα λοιπόν, μείναμε δύο μέρες ταλαιπωρημένοι από πρησμένα πόδια."

Μετά την αρχική εκπαίδευση, ο Αζάμ μετακόμισε στις Βάσεις του Ιρμπίντ στο βορρά. Οι βάσεις έπρεπε να είναι σχετικά κοντά στα ισραηλινά σύνορα, αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ κοντά ή πολύ εκτεθειμένες, διαφορετικά θα βομβαρδίζονταν από ισραηλινά αεροπλάνα. Οι Φενταγίν δρούσαν στα βορειοδυτικά της Ιορδανίας, όπου ο σχετικά στενός ποταμός Γιαρμούκ διασχίζει το λοφώδες τοπίο για να σχηματίσει ένα φυσικό σύνορο μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ. Μερικά από τα στρατόπεδα και οι βάσεις εμπροσθοφυλακής ήταν κυριολεκτικά σπήλαια. Γύρω στο 2008, για ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Αζάμ, ο Ahmad Nawfal πήγε τον δημοσιογράφο του al-Jazeera Yasir Abu Hilala σε μια περιοδεία σε ορισμένες από τις περιοχές στις οποίες δρούσαν οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν. 

Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε τον Nawfal να δίνει συνέντευξη πάνω σε μια πλαγιά λόφου με θέα σε αυτό που φαίνεται να είναι η κοιλάδα του ποταμού Γιαρμούκ, και μπορούμε να δούμε τον Abu Hilala να περπατά σε ένα μακρύ τούνελ και να βγαίνει από ένα άνοιγμα σπηλιάς στο άλλο άκρο. Μπορούμε να πάρουμε μια αίσθηση της ζωής σε τέτοια στρατόπεδα από τη μαρτυρία του Βέλγου δημοσιογράφου Gérard Chaliand, ο οποίος πέρασε χρόνο με τους αριστερούς Φενταγίν στην Ιορδανία γύρω στο 1969. Ένα από τα μέρη που επισκέφθηκε ήταν ένα στρατόπεδο που ανήκε στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης περίπου την ίδια περιοχή με τις Βάσεις του Ιρμπίντ:

"Βορειοδυτικά του Irbid, σε μια βάση του Λαϊκού Μετώπου που έχει δημιουργηθεί σε μια τεράστια σπηλιά. Τέσσερις το πρωί και ακόμα σκοτάδι. Η βαθιά μαυρίλα του ουρανού είναι διαπερασμένη με μυριάδες αστραφτερά αστέρια – μια νύχτα σχεδόν τόσο όμορφη όσο οι υπέροχες νύχτες της Σαχάρας. Απέναντι από το στρατόπεδο, στην αόρατη μακρινή όχθη του ποταμού, τα φώτα των ισραηλινών κιμπούτζ. Τρέξιμο τριών μιλίων τη νύχτα, ακολουθούμενο από σωματική προπόνηση ενός τετάρτου της ώρας. Το πρωινό αποτελείται από σκληρά μπισκότα, πράσινες ελιές και ζεματιστό τσάι. Ξημερώνει, αποκαλύπτοντας ένα στενό γυμνό έλος όπου κυριαρχεί ο καταυλισμός. Στα βόρεια, τα υψώματα του Γκολάν είναι αμυδρά ορατά. Οι αποξηραμένοι λόφοι είναι αραιά διάστικτοι με λεύκες. 

Το σπήλαιο φιλοξενεί περίπου δεκαπέντε Φενταγίν, με τον εξοπλισμό και τα αποθέματα τους σε τρόφιμα. Κάτω από ένα μοναχικό δέντρο, ένα αντιαεροπορικό όπλο – ένα Dikitiriov. Η βάση, η πέμπτη του τύπου της, υπάρχει εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Η βάση αποτελείται από είκοσι πέντε Φενταγίν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που λείπουν για επιχειρήσεις ή σε ομάδες εργασίας στα χωριά. Η ομάδα έχει πραγματοποιήσει σαράντα επιχειρήσεις, σε δέκα από τις οποίες δεν χρειάστηκε να δώσει καμιά μάχη. Οι μερίδες κατασκήνωσης αποτελούνται βασικά από αμυλούχα τρόφιμα (φασόλια, φακές, πατάτες, ζυμαρικά), αυγά, ντομάτες και κονσέρβες (σαρδέλες, κορν μπιφ). Το κρέας τρώγεται μόνο μία φορά την εβδομάδα."

Ο Chaliand γράφει επίσης ότι οι στρατιωτικές βάσεις του Μετώπου συνήθως επανδρώνονταν από περίπου σαράντα πέντε αντάρτες. Οι Βάσεις του Ιρμπίντ παραδίπλα, πιθανότατα δεν ήταν πολύ μεγαλύτερες, πράγμα που σημαίνει ότι τα τέσσερα στρατόπεδα των Φενταγίν εκεί πιθανώς χωρούσαν συνολικά μεταξύ 100 και 200 μαχητές ανά πάσα στιγμή. Ως μορφωμένος και δάσκαλος, ο Αζάμ ήταν μια σχετικά ανώτερη προσωπικότητα μεταξύ των μαχητών, γι' αυτό πιθανώς διορίστηκε διοικητής (amir) της βάσης της Ιερουσαλήμ στο Marw. Ένας επισκέπτης αναφέρθηκε αργότερα στον Αζάμ ως ένα από τα τρία «εξέχοντα» άτομα στα στρατόπεδα, δίπλα στον Ahmad Nawfal και τον Dhib Anis. Ωστόσο, ο Αζάμ ήταν ακόμα σχετικά αρχάριος σε στρατιωτικά θέματα. Όπως διηγήθηκε αργότερα ένας από τους συντρόφους του, ο Μοχάμεντ Νουρ:

"Κάποτε, όταν ήταν με τους Φενταγίν στην Ιορδανία, ο Αζάμ έκανε ένα μικρό λάθος σε ένα στρατιωτικό ζήτημα στη βάση του Μπάιτ αλ-Μάκντις όπου ήταν ο αρχηγός και υπεύθυνος της ομάδας. Όταν ο μάρτυρας Αμπού Αμρ –ο εκπαιδευτής της ομάδας– θύμωσε μαζί του, ο Αζάμ σηκώθηκε, έδωσε στρατιωτικό χαιρετισμό και δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να δεχτεί οποιαδήποτε επίπληξη του άξιζε."

Σύντομα, ωστόσο, ο Αζάμ έμαθε τα χρήσιμα πολεμικά διδάγματα και άρχισε να δίνει οδηγίες σε άλλους. Ο μαχητής Ισμαήλ αλ-Σάτι έγραψε αργότερα:

"Σε θυμάμαι ακόμα στα οροπέδια και τα βουνά του Irbid, ανάμεσα στις σπηλιές και τους βράχους του, και στην κοιλάδα του Ιορδάνη, και στις όχθες του Yarmuk. Φορούσες χακί και κουβαλούσες το καλάσνικοφ και είχες πάντα το Κοράνι στην τσέπη του στήθους σου. Μπορώ ακόμα να νιώθω το δυνατό σου πιάσιμο γύρω από το χέρι μου καθώς με έμαθες πώς να στοχεύω, πώς να ρίχνω μια οβίδα και πώς να πυροβολώ. Θυμάμαι ακόμα τα δάκρυα σου να στάζουν στα γένια σου καθώς έκλαιγες για τα αδέρφια σου που έπεσαν μάρτυρες στις επιχειρήσεις."

Ο Αζάμ συμμετείχε επίσης σε μάχες σε αυτήν την περίοδο. Συμμετείχε σε πολλές επιδρομές σε ισραηλινούς στόχους κατά μήκος των συνόρων, όπως και οι άλλοι Φενταγίν. Τα απομνημονεύματά του και άλλες πηγές μιλούν για «πολλές επιχειρήσεις» και παρουσιάζουν τα στρατόπεδα ως μια σοβαρή στρατιωτική προσπάθεια. Είχαν αξιοπρεπή στρατιωτικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων εναέριων χαρτών της συνοριακής περιοχής. Σύμφωνα με μια πηγή, ο ίδιος ο Γιασέρ Αραφάτ υποτίθεται ότι ζήτησε από τη Φατάχ «επιχειρήσεις όπως αυτές των μαχητών του Ιρμπίντ». Σύμφωνα με τον Ahmad Nawfal:

"Ο Αζάμ πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, αλλά μια από αυτές, στην περιοχή Baqura, ήταν μια από τις πιο εξέχουσες επιχειρήσεις που ανέλαβε. Τον βομβάρδιζαν με αεροπλάνα όλη μέρα, και τα ρούχα του ήταν σκισμένα από σκάγια και σφαίρες, αλλά δεν του ήρθε κανένας τραυματισμός ή μαρτύριο. Θυμάμαι ότι ήταν το Ραμαζάνι, και κατεβαίναμε καθημερινά αναζητώντας το μαρτύριο, αναζητώντας τον αγώνα. Κάθε μέρα αναλαμβάναμε επιχειρήσεις ελεύθερου σκοπευτή. Ο Αζάμ συμμετείχε στις περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις, εκτός από αυτές που είπα ότι γίνονταν καθημερινά."

Πρώτα ήταν η «μάχη του αλ-Μασρού», μια μάχη με τον Ισραηλινό Στρατό το 1969 από την οποία οι Φενταγίν μόλις που βγήκαν ζωντανοί. Μια μικρή ομάδα μαχητών, συμπεριλαμβανομένου του Αζάμ, είχε επιτεθεί σε έναν στόχο του Ισραήλ αλλά βρέθηκε αποκομμένη κάτω από μια γέφυρα, με έναν μαχητή να τραυματίζεται σοβαρά. Σώθηκαν με παρέμβαση του ιορδανικού στρατού, ο οποίος έριξε στους Ισραηλινούς ένα τεράστιο μπαράζ πυροβολικού ως κάλυψη των Φενταγίν. Ένας Ιορδανός διοικητής τραυματίστηκε στη μάχη, κερδίζοντας την ευγνωμοσύνη του Αζάμ και των συντρόφων του. Η δεύτερη συμπλοκή ήταν η «μάχη της 5ης Ιουνίου 1970», στην οποία μια ομάδα έξι μαχητών με επικεφαλής τον ίδιο τον Αζάμ αντιμετώπισε δύο τανκ και ένα ναρκαλιευτικό, σκοτώνοντας τουλάχιστον δώδεκα στρατιώτες του ισραηλινού στρατού. Ο Αζάμ αφηγείται:

"Ο Νταγιάν είχε στείλει έναν Καναδό και έναν Αμερικανό ανταποκριτή για να τους συνοδεύσουν στα σύνορα και να τους δείξουν ότι οι επιχειρήσεις των Φενταγίν είχαν τελειώσει. Τότε [οι Φενταγίν] έπεσαν πάνω τους σαν φαντάσματα από τα υπόγεια και τους βομβάρδισαν και τραυμάτισαν τους δύο δημοσιογράφους. Οι Εβραίοι παραδέχτηκαν ότι έχασαν δώδεκα στρατιώτες αλλά οι απώλειες του εχθρού ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτό."

Τρίτη ήταν η «επιχείρηση Sayyid Qutb», η οποία έλαβε χώρα στις 29 Αυγούστου 1970 για να σηματοδοτήσει την τετραετή επέτειο από την εκτέλεση του Qutb. Πρέπει επίσης να ήταν μια από τις τελευταίες μάχες των Φενταγίν από το ιορδανικό έδαφος, γιατί ακολούθησε ο Μαύρος Σεπτέμβρης. Ο Αζάμ αφηγείται:

"Ο Αμπού Αμρ (Σαλάχ Χασάν) προετοίμαζε μια επιχείρηση πυραύλων την οποία ονόμασε «επιχείρηση Σαγίντ Κουτμπ» εναντίον μιας περιπόλου πολλών αρμάτων μάχης. Έκανε το σχέδιο και έλεγξε την τοποθεσία και έστησε τους πυραύλους που επρόκειτο να πυροδοτήσει με μια ηλεκτρική ασφάλεια, αλλά έπεσε σε ενέδρα από τους Εβραίους και ξέσπασε μια μάχη στην οποία ο Αμπού Αμρ έπεσε μάρτυρας μαζί με τον Μαχμούντ αλ Μπαρκάουι και τον Ζουχάιρ Καϊσού (από τη Χάμα της Συρίας). Η ημερομηνία του μαρτυρίου τους συνέπεσε με εκείνη του Sayyid Qutb, δηλαδή 29 Αυγούστου."

Οι πηγές λένε ότι δεκατρείς μαχητές σκοτώθηκαν σε μάχες κατά τη διάρκεια της ύπαρξης των στρατοπέδων του Ιρμπίντ. Γνωρίζουμε τα ονόματα εννέα από αυτών: Salah Hasan (Αίγυπτος), Mahdi al-Idlibi (Χάμα, Συρία), Nasr Isa (Χάμα, Συρία), Zuhayr Qayshu (Χάμα, Συρία), Ridwan Krishan (Ma'an, Ιορδανία) , Ridwan Bal'a (Δαμασκός, Συρία), Muhammad Sa'id Ba'abbad (Υεμένη), Mahmud al-Barqawi (Παλαιστίνη) και Abu al-Hasan Ibrahim al-Ghazzi (Παλαιστίνη). Το να έχεις μαχητές από τόσες πολλές διαφορετικές χώρες έθετε ένα πρακτικό πρόβλημα – αυτό του επαναπατρισμού των νεκρών. Το σώμα του Salah Hasan, για παράδειγμα, έπρεπε να μεταφερθεί στο Κουβέιτ, όπου ζούσε η οικογένειά του που είχε μεταναστεύσει εκεί από την Αίγυπτο. Ο Abd al-Mun'im Abu Zant περιέγραψε αργότερα πώς αυτός και ο Αζάμ μετέφεραν το σώμα του Hasan στο νοσοκομείο Ashrafiyya στο Αμμάν για μεταφορά στο Κουβέιτ. Σε άλλη περίπτωση, ο Αζάμ έφερε το σώμα του Zuhayr Qayshu στη Συρία:

"Όσο για την κηδεία του Zuhayr, έφερα [το σώμα] στη Χάμα στη Συρία και έμεινα εκεί αρκετές μέρες ως καλεσμένος του Marwan Hadid. Ενώ ήμουν εκεί, μια άλλη σορός μεταφέρθηκε στη Χάμα, αυτή του Νασρ Ίσα, του αδερφού του γιατρού Ρασίντ Ίσα, ο οποίος είχε περάσει χρόνια μαζί μας στην Παλαιστίνη συνοδεύοντας μια ομάδα μαχητών από τη Χάμα. Μαζί μας εκείνη την εποχή ήταν ο Abd al-Sattar Zaim."

(Πηγή: Thomas Hegghammer, The Caravan, σελ. 53-60, μετάφραση Α. Π.)

Χασάν Σαλάμα, ο Παλαιστίνιος των Waffen SS


γράφει ο Α.Π.

Ο Χασάν Σαλάμα (1913 - 2 Ιουνίου 1948) ήταν Παλαιστίνιος Άραβας εθνικιστής ηγέτης ανταρτών και διοικητής που ηγήθηκε του Παλαιστινιακού Ιερού Πολεμικού Στρατού (Jaysh al-Jihad al-Muqaddas, αραβικά: جيش الجهاد المقدس) στον πόλεμο της Παλαιστίνης το 1948 μαζί με τον Abdul Qadir al-Husseini.

Ο Σαλάμα γεννήθηκε στο χωριό Qula το 1913 κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στην Παλαιστίνη. Ήταν ένας από τους ηγέτες των ένοπλων αραβικών ομάδων που πολέμησαν εναντίον των βρετανικών αρχών και των σιωνιστών εποίκων. Συμμετείχε στις βίαιες διαδηλώσεις της Γιάφα το 1933 κατά τη διάρκεια των ταραχών στην Παλαιστίνη το 1933 και έγινε ηγέτης της αραβικής εξέγερσης του 1936-39 στην Παλαιστίνη μετά το θάνατο του Εζεντίν αλ-Κασάμ.

Στην αρχή της εξέγερσης στις αρχές Μαΐου του 1936 του ανατέθηκε να διοικήσει την περιοχή αλ-Λιντ - αλ-Ράμλα - Γιάφα. Σχεδίασε και ηγήθηκε μιας σειράς επιτυχημένων επιχειρήσεων εναντίον των βρετανικών υποχρεωτικών δυνάμεων και των ένοπλων σιωνιστών. Αυτές οι επιχειρήσεις περιελάμβαναν την ανατίναξη σιδηροδρομικών γραμμών και στύλων ηλεκτρικής ενέργειας, την αποκοπή γραμμών επικοινωνίας και την καύση οπωρώνων των σιωνιστών. Το 1938 ο Σαλάμα τραυματίστηκε όταν ανατίναξε ένα τρένο στη γραμμή αλ-Λιντ - Χάιφα. Ο Σαλάμα πολέμησε με το ψευδώνυμο Αμπού Αλί, που σήμαινε "ο πατέρας του Αλί": αυτός ο γιος, ο Αλί, θα γινόταν με τη σειρά του ένας μεγάλος ηγέτης του ένοπλου σκέλους της PLO τη δεκαετία του '70.

Μετά την κατάρρευση της αραβικής εξέγερσης στην Παλαιστίνη και το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1939, ο Σαλάμα κατέφυγε μέσω Βηρυτού και Δαμασκού στη Βαγδάτη, μαζί με τον μουφτή της Ιερουσαλήμ Hajj Amin al-Husseini, τα μέλη της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής Jamal al-Husayni, Rafiq al-Tamimi και τους στρατιωτικούς ηγέτες της εξέγερσης Fawzi al-Qawuqji και Arif Abd al-Razzaq. Στο Ιράκ, ο Σαλάμα είχε αποφοιτήσει από το Στρατιωτικό Κολέγιο στη Βαγδάτη μαζί με άλλους διοικητές του Στρατού του Ιερού Πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των Abd al-Qadir al-Husayni και 'Abd-al-Rahim Mahmud. 

Η στρατιωτική εκπαίδευσή τους κατέστη δυνατή λόγω της ειδικής σχέσης μεταξύ του μουφτή και της ιρακινής κυβέρνησης. Ο Σαλάμα υποστήριξε τον Rashid Ali al-Gaylani και καθοδήγησε μια ομάδα 165 Παλαιστινίων μαχητών. Συμμετείχε στο φιλογερμανικό και αντιβρετανικό πραξικόπημα του Ρασίντ Αλί το 1941 και στον επακόλουθο αγγλο-ιρακινό πόλεμο.

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και Επιχείρηση Άτλας

Η επικήρυξη του Σαλάμα από τους Βρετανούς, 1945

Ο Σαλάμα ακολούθησε τον μεγάλο μουφτή al-Husseini στη ναζιστική Γερμανία και έγινε ο ανώτερος βοηθός του και μυστικός πράκτορας των Γερμανών. Ο Σαλάμα κατέφυγε στο Βερολίνο από το Ιράκ ως μέλος της συνοδείας του μουφτή, η οποία περιελάμβανε επίσης τον Fawzi al-Qawuqji. Ο μουφτής και οι βοηθοί του μισθοδοτήθηκαν από τους Ναζί και τους παρασχέθηκε γραφείο και χώρος διαβίωσης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Σαλάμα πήρε μια Γερμανίδα σύζυγο και πέρασε από εκπαίδευση κομάντο και σαμποτάζ, και υπηρέτησε ως μέλος μιας ειδικής μονάδας κομάντο της γερμανικής οργάνωσης εξωτερικών πληροφοριών Amt VI. 

Συμμετείχε στην επιχείρηση ATLAS: τη νύχτα της 6ης Οκτωβρίου 1944, ο Σαλάμα και τέσσερις άλλοι κομάντος (τρεις Γερμανοί Ναΐτες και ένας Παλαιστίνιος Άραβας) έπεσαν με αλεξίπτωτο από ένα γερμανικό Heinkel HeS 3 στην βρετανική Παλαιστίνη πάνω από το Wadi Qelt. Ο εξοπλισμός τους φέρεται να περιελάμβανε εκρηκτικά, υποπολυβόλα, δυναμίτη, ραδιοεξοπλισμό και 5.000 λίρες στερλίνες. 

Είχαν μερικές δηλητηριώδεις κάψουλες που προορίζονταν για την εκκαθάριση των ντόπιων που πιστεύεται ότι συνεργάζονταν με τις βρετανικές αρχές. Ένας από τους Γερμανούς και ο Σαλάμα απέφυγαν τη σύλληψη και κατέφυγαν στην Qula, όπου ένας γιατρός περιέθαλψε το τραυματισμένο πόδι του Σαλάμα. Η επιχείρηση είχε ως στόχο να προμηθεύσει τις τοπικές παλαιστινιακές αραβικές ομάδες αντίστασης με πόρους και όπλα και να κατευθύνει τη δραστηριότητα δολιοφθοράς κυρίως σε εβραϊκούς (και όχι βρετανικούς) στόχους.

1947–1948 Πόλεμος της Παλαιστίνης

Το 1947 ο Σαλάμα επανεμφανίστηκε ως δεύτερος στην ιεραρχία του Στρατού του Ιερού Πολέμου, μιας δύναμης Παλαιστινίων ατάκτων που συνδεόταν με τον Μεγάλο Μουφτή αλ-Χουσεΐνι. Η δύναμη έχει περιγραφεί ως ο «προσωπικός» στρατός του Abd al-Qadir al-Husayni. Ο Σαλάμα είχε ανακτήσει ναζιστικά όπλα που είχαν κρυφτεί στην αιγυπτιακή έρημο κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου και στις 8 Δεκεμβρίου 1947, τα χρησιμοποίησε για να επιτεθεί στη συνοικία Hatikva του Τελ Αβίβ. 

Η σιωνιστική στρατιωτική οργάνωση Χαγκάνα είχε εκ των προτέρων πληροφορίες και περίμενε την επίθεση. Μετά από τρίωρη μάχη οι Παλαιστίνιοι υποχώρησαν, ο Σαλάμα έχασε περίπου εκατό άνδρες που σκοτώθηκαν. Ο μουφτής διόρισε τον Σαλάμα στην περιοχή αλ-Λιντ, ο διορισμός αναγνωρίστηκε από τη Στρατιωτική Επιτροπή του Αραβικού Συνδέσμου, ωστόσο αφού ο διοικητής της Γιάφα, Al-Hawwari, ο οποίος διορίστηκε τον Δεκέμβριο του 1947, είχε συναντηθεί ανοιχτά με τους αξιωματικούς της υπηρεσίας πληροφοριών της Χαγκάνα για να συζητήσει την κατάπαυση του πυρός, ο Al-Hawwari καρατομήθηκε από ηγέτης της Γιάφα ως συνεργάτης των σιωνιστών. 

Στις 22 Ιανουαρίου, ο Σαλάμα έφτασε στη Γιάφα επικεφαλής σαράντα Βόσνιων Μουσουλμάνων στρατιωτών, οι οποίοι ήταν έμπειροι στρατιώτες εξοικειωμένοι με την προετοιμασία, τη χρήση εκρηκτικών και την κατασκευή οχυρώσεων, πιθανώς βετεράνοι της μουσουλμανικής μεραρχίας των Waffen SS που είχε στρατολογηθεί από τον μουφτή για τους Ναζί. Ο Σαλάμα παρέμεινε στη Γιάφα για δέκα ημέρες. Ο Σαλάμα ήταν εν μέρει επιτυχής στην οργάνωση πολιτοφυλακής πεντακοσίων ανδρών από τις ένοπλες ομάδες που δραστηριοποιούνταν στη Γιάφα, αν και μερικοί εντάχθηκαν "μόνο στα χαρτιά". 

Σε μια συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στη Δαμασκό στις 5 Φεβρουαρίου 1948, ο Σαλάμα απομακρύνθηκε από τη Γιάφα από τη Στρατιωτική Επιτροπή του Αραβικού Συνδέσμου και η ανάθεσή του στην περιοχή αλ-Λιντ επιβεβαιώθηκε εκ νέου. Ως περιφερειακός διοικητής, ο Σαλάμα οργάνωσε δραστηριότητα κατά μήκος των δρόμων στην περιοχή του, κατά μήκος του δρόμου αλ-Ράμλα - Γιάφα.

Περίπου πεντακόσιοι Βόσνιοι εθελοντές εντάχθηκαν στις τάξεις του στρατού του Σαλάμα και του Abd al-Qadir al-Husayni. Ο Σαλάμα τους γνώριζε από τη βοσνιακή 13η Μεραρχία των SS Handžar («Μαχαίρι») καθώς είχε επιβλέψει την εκπαίδευσή τους στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ξένοι εθελοντές ήταν σημαντικό μέρος της δύναμης του Σαλάμα, δεδομένου ότι οι ντόπιοι Άραβες απέφευγαν να λάβουν μέρος στις μάχες. 

Για παράδειγμα, ο Σαλάμα έπρεπε να χρησιμοποιήσει ξένους εθελοντές για να πραγματοποιήσει μια επίθεση που είχε σχεδιάσει κατά σιωνιστικής αυτοκινητοπομπής στο Rishon Letzion, δεδομένου ότι οι κάτοικοι του Bayt Dajan αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν. Κατά τη διάρκεια του Μαρτίου 1948, η υπηρεσία πληροφοριών της Χαγκάνα (η μετέπειτα Μοσάντ) είχε μάθει ότι ο Σαλάμα μαζί με τον ιρακινό διοικητή της αλ-Ράμλα ίδρυσαν αρχηγείο διοίκησης σε ένα τετραώροφο κτίριο κοντά στην αλ-Ράμλα. 

Στις 5 Απριλίου, ο λόχος της ταξιαρχίας Givati διείσδυσε και κατέστρεψε το συγκρότημα, σε μάχη όπου σκοτώθηκαν 25 Άραβες. Ο Σαλάμα δεν τραυματίστηκε, ωστόσο η απόδρασή του θεωρήθηκε «επαίσχυντη». Παρ' όλα αυτά, ο Σαλάμα επέστρεψε στο κατεστραμμένο κτίριο, ανέκτησε τον εξοπλισμό και ίδρυσε το νέο αρχηγείο διοίκησης στο χωριό Yehudia. Υπάρχουν αναφορές ότι ο Σαλάμα χρησιμοποίησε πρώην συμβούλους των Ναζί στον αγώνα του στην Παλαιστίνη.

Αλί Χασάν Σαλάμα, ηγέτης του Μαύρου Σεπτέμβρη και της σωματοφυλακής του Αραφάτ

Ο Σαλάμα ήταν μέλος του Παλαιστινιακού Αραβικού Κόμματος. Τραυματίστηκε στη μάχη του Ra's al-'Ayn και πέθανε στις 2 Ιουνίου 1948. Η "Ιστορία της Χαγκάνα" τον χαρακτηρίζει ως έναν από τους πιο θαρραλέους ηγέτες του παλαιστινιακού αντάρτικου. Ήταν ο πατέρας του Αλί Χασάν Σαλάμα, αρχηγού της Οργάνωσης "Μαύρος Σεπτέμβρης". 

Ο Αλί θεωρείται ως ο κυρίως υπεύθυνος για τη σφαγή του Μονάχου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, αλλά και διοικητής της "Δύναμης 17", της προσωπικής σωματοφυλακής του Γιασέρ Αραφάτ. Λέγεται ότι ο Αλί ήταν αυτός που στρατολόγησε τον Imad Mughniyeh, τον μετέπειτα στρατιωτικό ηγέτη της Χεζμπολάχ που ευθύνεται για την ήττα του σιωνιστικού στρατού στον πόλεμο του Λιβάνου το 2006.

Ayn al-Hilweh, το «Στάλινγκραντ» της PLO

 

γράφει ο Α.Π.

Το 1982 το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο για να συλλάβει την ηγεσία της PLO. Ο Αραφάτ είχε ορίσει τους τοπικούς διοικητές για τα διάφορα μέτωπα μια εβδομάδα πριν τον πόλεμο: ο Αμπού Τζιχάντ (Χαλίλ Ουαζίρ) θα οργάνωνε την άμυνα στην οχυρή θέση Σουλτάν Γιακούμπ στον Νότο για να καλύψει, αν χρειαστεί, μια τυχόν υποχώρηση του συριακού στρατού προς την κοιλάδα Μπεκάα. Ο Αμπού Ιγιάντ (Σαλάχ Χαλάφ), επικεφαλής της αντικατασκοπείας της Φατάχ, επιφορτίστηκε με τον τομέα άμυνας γύρω από το φρούριο Μπωφόρ κατά μήκος της παραθαλάσσιας οδού Τύρου-Σιδώνας-Βηρυτού. Τέλος, η «Δύναμη 17», η πιο επίλεκτη από όλες τις μονάδες της Φατάχ, υπό τον Μουγκνίγια, θα κρατούσε τον παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό Έιν αλ-Χίλουε, την τελευταία γραμμή άμυνας πριν τη Βηρυτό. 

Ο Ουαζίρ άντεξε για 5 μέρες στο Σουλτάν Γιακούμπ, ο Χαλάφ για 48 ώρες στο Μπωφόρ, αλλά η ισραηλινή επίθεση, συνοδευόμενη από υπερσύγχρονα τανκς και αεροπορία, ήταν εξαιρετικά σφοδρή, ειδικά μετά την καταστροφή της συριακής αεράμυνας από τα ισραηλινά αεροπλάνα κατά τη δεύτερη μέρα του πολέμου. Η Βηρυτός, και μαζί της η ηγεσία της PLO, βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. Στον καταυλισμό Έιν αλ-Χίλουε, ο Μουγκνίγια θα μάτωνε για πρώτη φορά τους Ισραηλινούς. 

Ο καταυλισμός, εφοδιασμένος με πολυδαίδαλες σήραγγες, άντεξε σε απανωτές ισραηλινές επιθέσεις για εννιά ολόκληρες μέρες, ώσπου τελικά στις 17 Ιουνίου, και αφού η ηγεσία της PLO στη Βηρυτό είχε εξασφαλίσει δίοδο προς την ασφάλεια, οι κομάντος της Φατάχ ναρκοθέτησαν και ανατίναξαν τον καταυλισμό πάνω στα κεφάλια των επερχόμενων Ισραηλινών στρατιωτών. Την ίδια στιγμή ο Μουγκνίγια έφευγε μέσα στο σκοτάδι από κάποια σήραγγα.

Για τη σφοδρότατη μάχη στον καταυλισμό Έιν αλ-Χίλουε, ο Ισραηλινός στρατηγός Γκιλάντ Μπεερί, που ήταν επικεφαλής της πολιορκίας, έγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά του: «Τα στρατόπεδα προσφύγων ήταν βαριά οχυρωμένα, γεμάτα υπόγειους διαδρόμους και αμυντικές θέσεις. Η άμυνα των Παλαιστινίων στο Έιν αλ-Χίλουε και σε άλλους προσφυγικούς καταυλισμούς βασιζόταν σε χειροποίητα αντιαρματικά όπλα όπως το RPG (φορητός επωμιζόμενος εκτοξευτής αντιαρματικών ρουκετών, αλλιώς μπαζούκα). Ο ισραηλινός στρατός δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτού του είδους τις μάχες, έχοντας στη διάθεση του κυρίως τεθωρακισμένες δυνάμεις που προορίζονταν για χρήση σε ανοιχτό πεδίο. 

Η πυκνοκατοικημένη περιοχή εμπόδιζε τα όπλα μεγάλης εμβέλειας, δημιουργούσε μια ισότητα μεταξύ του τανκ και του RPG (συχνά το χρησιμοποιούσαν αγόρια 13 ή 14 ετών) και αύξανε τον αριθμό των ισραηλινών απωλειών. Η απρόσμενη αντίσταση των Παλαιστινίων διέκοψε σοβαρά το χρονοδιάγραμμα της προγραμματισμένης ταχείας προέλασης προς τη Βηρυτό. Χρειάστηκαν οκτώ ημέρες πριν από την τελική συντριβή της αντίστασης στο Έιν αλ-Χίλουε. Η μέθοδος που υιοθέτησε ο στρατός ήταν να χρησιμοποιήσει μεγάφωνα για να καλέσει τον άμαχο πληθυσμό να απομακρυνθεί (κάτι που όμως δεν πέτυχε γιατί ομάδες ισλαμιστών φονταμενταλιστών μέσα στον καταυλισμό, ξέχωρες από την κοσμική PLO, απειλούσαν με θάνατο όσους αμάχους κινούνταν προς τις εξόδους), να ερευνήσει τα σπίτια ένα προς ένα, να περικυκλώσει σημεία της ενεργού αντίστασης και να τα υποτάξει με συντριπτικά πυρά. 

Ο αεροπορικός βομβαρδισμός προκάλεσε ανείπωτες απώλειες στους αμάχους, η έντασή του θυμίζει την ποσότητα των βομβών που χρησιμοποιήθηκαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο». Αυτή η κόλαση επί γης, που περιγράφει ο Ισραηλινός στρατηγός, θα γινόταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις μελλοντικές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ του Ισραήλ και οργανώσεων όπως η Χεζμπολάχ και η Χαμάς. Ο νεαρός Μουγκνίγια, δασκαλεμένος από τον Αμπού Τζιχάντ, εξάσκησε στο Έιν αλ-Χίλουε τις ίδιες τακτικές ανταρτοπολέμου που στο μέλλον θα τελειοποιούσε ως διοικητής της Χεζμπολάχ, με αποκορύφωμα τον πόλεμο του 2006. 

Για τον ισραηλινό στρατό, η εμπειρία των αιματηρών μαχών μέσα σε προσφυγικούς καταυλισμούς και στρατόπεδα τον Ιούνιο του 1982 θα οδηγούσε το στρατιωτικό δόγμα του Ισραήλ σε μια στροφή προς την αεροπορία, με προσπάθεια μείωσης των επιχειρήσεων του πεζικού και των αρμάτων μάχης μέσα σε πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα: αυτό πρακτικά σήμαινε ότι από εδώ και μπρος ο ισραηλινός στρατός ήταν διατεθειμένος να ισοπεδώνει ολόκληρες πόλεις με την αεροπορία παρά να ρισκάρει μαζικές απώλειες στρατιωτών του στο έδαφος. Το δόγμα αυτό έχει πάρει το όνομα «Δόγμα Νταχίγια», από τη συνοικία του Βηρυτού που ισοπέδωσε ο ισραηλινός στρατός στον αποτυχημένο πόλεμο του 2006 απέναντι στη Χεζμπολάχ, και είναι δόγμα που εφαρμόζεται σήμερα με γενοκτονικά αποτελέσματα στη Γάζα.

Ο ισραηλινός στρατός μέτρησε 30 νεκρούς άνδρες της επίλεκτης ταξιαρχίας πεζικού Γκολάνι και 100 τραυματίες για να καταλάβει τον καταυλισμό από τις δυνάμεις του 19χρονου Μουγκνίγια, και ο φόβος επανάληψης μιας τόσο άγριας μάχης ανάγκασε τον Ισραηλινό υπουργό άμυνας Αριέλ Σαρόν να εγκαταλείψει την ιδέα μιας χερσαίας κατάληψης της Βηρυτού μέσω μαχών σώμα με σώμα εντός αστικού ιστού με τους μαχητές της PLO – που αποδεικνύονταν πολύ δυνατοί πολεμιστές, δυνατότεροι από ότι υπολόγιζε αρχικά το Ισραήλ – και να προτείνει τον αποκλεισμό, πολιορκία και από αέρος βομβαρδισμό της πρωτεύουσας του Λιβάνου. 

Για τρεις μήνες η Βηρυτός βομβαρδιζόταν και η πείνα θέριζε την πόλη που άλλοτε είχε την προσωνυμία «το Παρίσι της Ανατολής». Είκοσι χιλιάδες άμαχοι έχασαν τη ζωή τους, αλλά ο Αραφάτ, ο Ουαζίρ, ο Χαλάφ και δεκάδες χιλιάδες άνδρες της PLO όχι μόνο δεν πιάστηκαν ζωντανοί, όπως θα επιθυμούσε το Ισραήλ, αλλά βγήκαν από τη Βηρυτό με αμερικανική μεσολάβηση και με ελληνικό πλοίο και κατέπλευσαν ασφαλείς στην Τυνησία. Ο Μουγκνίγια είχε σώσει τον Αραφάτ, και ο Παλαιστίνιος ηγέτης –που, κατά τον μετέπειτα πρωθυπουργό του Ισραήλ Σιμόν Πέρες είχε εξαιρετική μνήμη- δεν το ξέχασε ποτέ. 

Είκοσι χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα, ο Αραφάτ θα ζητούσε από τον Μουγκνίγια, τώρα πια επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους της Χεζμπολάχ, να οργανώσει τη μυστική μεταφορά όπλων από το Ιράν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας για τις παλαιστινιακές οργανώσεις. Ο Μουγκνίγια έφερε και αυτή την αποστολή σε πέρας, όπως διηγήθηκε αργότερα ο Λιβανέζος αγωνιστής Ανίς αλ-Νακάς, και την έφερε σε πέρας με τη βοήθεια του στρατηγού Σολεϊμανί.

Ο Καρλ Σμιτ και η "αντιτρομοκρατία" της Δύσης

 

Σελίδες 62-65 στο: Domenico Losurdo "Η Γλώσσα της Αυτοκρατορίας. Λεξικό της Αμερικάνικης Ιδεολογίας", μετάφραση Άβα Μπουλούμπαση, εκδόσεις Α/συνέχεια, 2006.

Η τρομοκρατική χρήση της καταγγελίας για τρομοκρατία, φτάνει στο απόγειό της στην Παλαιστίνη. Όπως παρατηρεί ένας καθηγητής του εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, στην επίσημη καταμέτρηση των «εχθρικών τρομοκρατικών ενεργειών» η ισραηλινή κυβέρνηση περιλαμβάνει και τον «λιθοβολισμό». Αν όμως πρέπει να χαρακτηριστεί «τρομοκράτης» κάθε μικρός Παλαιστίνιος που αντιδρά στην κατοχή πετώντας πέτρες, δεν πρέπει ταυτόχρονα να θεωρήσουμε πρωτοπαλίκαρο του αντιτρομοκρατικού αγώνα τον ισραηλινό στρατιώτη που κάνει το ίδιο; Δεν μιλάμε για υποθετική περίπτωση. Μια ισραηλινή δικηγόρος που υπερασπίζεται τους Παλαιστίνιους λέει πως «ένα παιδάκι δέκα χρονών σκοτώθηκε κοντά σε ένα σημείο ελέγχου, στην έξοδο της Ιερουσαλήμ, από έναν στρατιώτη ενάντια στον οποίο είχε πετάξει μια πέτρα». 

Ακόμη, σε ένα από τα πιο έγκυρα αμερικανικά περιοδικά, μπορούμε να βρούμε περιγραφές για «ανατριχιαστικές σκηνές θανάτου», «όταν ένα ισραηλινό τεθωρακισμένο και ένα ελικόπτερο άνοιξαν πυρ στο στρατόπεδο προσφύγων στη Ράφα, ενάντια σε μια ομάδα Παλαιστίνιων διαδηλωτών στην οποία υπήρχαν και παιδάκια». Συχνή αναφορά σε τέτοια περιστατικά δεν γίνεται μόνο από πολιτικούς και δημοσιογράφους. Σε ένα πρόσφατο βιβλίο ιστορικού του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ που ασχολείται με το Ιράκ και τη Μέση Ανατολή, περιγράφεται ωμά η συμπεριφορά των βρετανικών στρατευμάτων το 1920: όταν για να αντιμετωπίσουν τους εξεγερμένους προχώρησαν σε «σκληρά αντίποινα», «έβαλαν φωτιά στα χωριά τους και προέβησαν σε άλλες πράξεις που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε απάνθρωπες, αν όχι βάρβαρες στην κυριολεξία». 

Ο Τσόρτσιλ όχι μόνο δεν τους σταμάτησε, αλλά αντίθετα καλούσε την αεροπορία να δώσει ένα σκληρό μάθημα στους «εξαγριωμένους ιθαγενείς» χτυπώντας τους «πειραματικά» με «τοξικά αέρια και ιδιαίτερα με υπερίτη». Χαρακτηρίζοντας απαράδεκτες αυτές τις ενέργειες, ο Βρετανός ιστορικός προσθέτει : «Να τονίσουμε πως αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή όπου πλήθαιναν οι απώλειες και οι στρατιωτικές ήττες των Βρετανών, ενώ λίγο πριν είχαν δολοφονηθεί (murdered), αξιωματούχοι του βρετανικού στρατού».

Φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της αποικιοκρατικής δύναμης, που δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί χημικά όπλα και που καμάρωνε για την εξόντωση όχι μόνο των εξεγερμένων αλλά και των «εξαγριωμένων ιθαγενών» και όλων τελικά των κατοίκων. Αντίθετα, οι Ιρακινοί που παλεύουν για την ανεξαρτησία τους, χαρακτηρίζονται «δολοφόνοι» μόνο και μόνο γιατί επιτίθενται στο στρατό κατοχής. Για να ερμηνεύσουμε αυτόν τον «επαναπροσδιορισμό των ηθικών αξιών» -για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Νίτσε- δεν αρκεί να πούμε ότι ο ιστορικός που αναφέραμε «διετέλεσε σύμβουλος του Τόνι Μπλερ», όπως διαβάζουμε στην τρίτη σελίδα της εισαγωγής του βιβλίου. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια αντιπροσωπευτική περίοδο της αποικιοκρατικής παράδοσης, που μεταγενέστερα απόκτησε έναν μεγάλο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Καρλ Σμιτ. Τη δεκαετία του 1960, ενώ αναπτυσσόταν ραγδαία το κίνημα ανεξαρτησίας των λαών των αποικιών σε πλανητικό επίπεδο, αυτός ο Γερμανός νομομαθής περιγράφει έτσι τον αγώνα που έφερε το τέλος της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα:

"Εδώ οι κομμουνιστές κατάφεραν να παρασύρουν και τον μη πολιτικοποιημένο λαό. Έδιναν διαταγές ακόμη και στους υποτακτικούς των Γάλλων επιτελών και αξιωματούχων ή στους εργάτες των γαλλικών αποστολών. Εισέπρατταν φόρους από το λαό και εκτελούσαν κάθε είδους τρομοκρατικές ενέργειες, για να αναγκάσουν τους Γάλλους να απαντήσουν με αντιτρομοκρατικά αντίποινα κατά των ιθαγενών, έτσι ώστε να ενταθεί ακόμη περισσότερο το μίσος κατά των Γάλλων."

Έτσι, ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία, αν και αγκαλιάζει ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, γίνεται συνώνυμο της τρομοκρατίας, ενώ οι ενέργειες του στρατού κατοχής, ξένου και μισητού στους πολίτες της κατεχόμενης χώρας, χαρακτηρίζονται «αντιτρομοκρατικές». Βέβαια, τα «αντίποινα» μπορεί να είναι πολύ σκληρά, αλλά - παρατηρεί ο Σμιτ, αναφερόμενος αυτή τη φορά στην Αλγερία- πρέπει να λάβουμε υπόψη την «ακαταμάχητη λογική του παλαιού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι αντάρτες μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με αντάρτικες μεθόδους». Όπως βλέπουμε, ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην τρομοκρατία και την αντιτρομοκρατία δεν είναι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά (δηλαδή οι επιπτώσεις σε βάρος, ή η συμμετοχή, των πολιτών). Αυτή συμπίπτει με τα σύνορα μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτισμού, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. 

Η δύναμη που καθορίζει κάθε φορά ποιοι είναι οι βάρβαροι, καθορίζει επίσης και ποιοι είναι οι τρομοκράτες. Κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Μέση Ανατολή το καλοκαίρι του 2006, ο διεθνής τύπος έγραψε ότι οι ισραηλινοί στρατιώτες που συνελήφθησαν και αιχμαλωτίστηκαν από τους Λιβανέζους της Χεζμπολάχ κατά τη διάρκεια στρατιωτικής επιχείρησης, έπεσαν «θύματα απαγωγής», «που άρπαξαν» και κρατούσαν «ομήρους» οι «τρομοκράτες». Ενώ αντίθετα, γράφτηκε ότι «συνελήφθησαν» οι δημοκρατικά εκλεγμένοι Παλαιστίνιοι βουλευτές και υπουργοί της Χαμάς, που χωρίς να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση συνελήφθησαν στα σπίτια τους από τον ισραηλινό στρατό, φορώντας πιτζάμες. Από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ (όχι όμως από την Ε.Ε., τη Ρωσία και την Κίνα), οι μαχητές της Χεζμπολάχ χαρακτηρίζονται τρομοκράτες: η οργάνωση τους, που δημιουργήθηκε στον αγώνα κατά της ισραηλινής κατοχής του νότιου τμήματος της χώρας (που τυπικά κράτησε δεκαοκτώ χρόνια μετά το 1982, αλλά συνεχίστηκε και με άλλες μορφές, με τις συχνές παραβιάσεις του εναέριου χώρου και την υφαρπαγή των υδάτινων πόρων), επειδή έχει ρίζες στο λαό και ξέρει να συνδυάζει τη στρατιωτική με την πολιτική δράση, πολλές φορές παρομοιάζεται με το αντάρτικα του Βιετνάμ. 

Μήπως θα έπρεπε άραγε να χαρακτηρίσουμε τρομοκρατικό ένα από τα μεγαλύτερα μαζικά απελευθερωτικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας, και σαν ηγέτιδα του αντιτρομοκρατικού αγώνα την υπερδύναμη που έλουσε με βόμβες και διοξίνη έναν ολόκληρο λαό; Μια τέτοια συλλογιστική πολύ θα άρεσε στον Σμιτ, τον μεγάλο θεωρητικό των αποικιοκρατικών και «αντιτρομοκρατικών» πολέμων, που στην εποχή του υποστήριξε παρόμοια τις εκστρατείες του Μουσολίνι κατά της Αιθιοπίας και του Χίτλερ κατά της Ανατολικής Ευρώπης.

Για να αποδείξουμε πώς η ιδεολογία του πολέμου καταφέρνει να επηρεάσει ακόμη και ορισμένους δημοσιογράφους που συνήθως είναι μετρημένοι και προσεκτικοί, παραθέτουμε ένα ρεπορτάζ: «δώδεκα έφεδροι (του ισραηλινού στρατού) δολοφονήθηκαν από ένα πύραυλο Κατιούσα» που έριξε η Χεζμπολάχ. Στο Λίβανο «19 πολίτες πέθαναν σε διάφορα χωριά που βομβάρδισε η ισραηλινή αεροπορία». Άσχετα από το ποια είναι τα θύματα, αυτοί που «εξολοθρεύουν», δηλαδή «σκοτώνουν με ιδιαίτερη αγριότητα», όπως εξηγεί το εγκυκλοπαιδικό λεξικό (κάνοντας σαφή αναφορά στη συνηθισμένη συμπεριφορά των τρομοκρατών), είναι πάντα οι βάρβαροι.

Το 2002, ζήτησαν από τον στρατηγό Νταν Χαλούτζ, το σημερινό αρχηγό του Γενικού Στρατιωτικού Επιτελείου του Ισραήλ, που τότε ήταν επικεφαλής της ισραηλινής αεροπορίας, να πει τι ένιωσε όταν έμαθε πως η βόμβα ενός τόνου που είχε ρίξει από το αεροπλάνο του ενάντια σε έναν ηγέτη της Χαμάς, είχε σκοτώσει και εννέα παλαιστίνια παιδάκια, κάτι που θα έπρεπε να περιμένει, αφού έριξε τη βόμβα σε μια πολυκατοικία όπου έμεναν οικογένειες πολιτών. Όπως ξέρουμε, αυτός απάντησε ότι ένιωσε μόνο «ένα ελαφρύ τράνταγμα» τη στιγμή που έπεφτε η βόμβα. Πρόσθεσε δε ότι εκείνη τη νύχτα, δόξα τω Θεώ, κοιμήθηκε μια χαρά. Η αναισθησία τοu Χαλούτζ, που φάνηκε στη δήλωσή τοu, δεν εμπόδισε την προαγωγή τοu στο σημερινό ανώτατο βαθμό (ως ΑΓΕΕΘΑ, σήμερα, διεξήγαγε τον πόλεμο κατά του Λιβάνου με παρόμοιους τρόπους, ισοπεδώνοντας ολόκληρη τη συνοικία Dahia της Βηρυτού - γιατί υποτίθεται ότι έτσι θα ανάγκαζε τη Χεζμπολάχ να εγκαταλείψει τις υπόγειες οχυρωμένες θέσεις της - και προκαλώντας 20.000 νεκρούς και τραυματίες αμάχους), και αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα πως οι παράπλευρες συνέπειες των ισραηλινών αντιποίνων είναι το αποτέλεσμα, όχι τόσο κάποιων ανθρώπινων λαθών, όσο της εγκληματικής αδιαφορίας των Ισραηλινών.

Αυτή όμως η αναισθησία δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή στην ουσία της αν δεν τη συνδέσουμε με ένα άλλο δόγμα του Σμιτ, από το ίδιο βιβλίο (Theory of the Partisan), αυτό του "πολέμου χωρίς αισθήματα". Ο Σμιτ γράφει ότι η ουσία του γερμανικού στρατού που δημιουργείται τώρα ορίζεται ως ένας «στρατός χωρίς συναισθήματα». Το πολεμικό αίσθημα, λέει το επιχείρημα, σημαίνει υπερβολή των πολεμικών αξιών, είναι επίσης προϊόν εθνικής συνείδησης, θέλησης για αγώνα και ανδρικής υπερηφάνειας. Στο παρελθόν, μια τέτοια αίσθηση συνδέθηκε με την πραγματικότητα των πολέμων. Αυτός ο σύνδεσμος έσπασε με την προπαγάνδα του Χίτλερ, αλλά οι στρατιώτες στο μέτωπο, έχοντας εγκαταλείψει κάθε συναίσθημα, προσπάθησαν να εξαφανίσουν τον εχθρό όπου ήταν δυνατόν. Από όλα αυτά ο Σμιτ έβγαλε τα εξής συμπεράσματα: «Ο αγώνας των βιομηχανοποιημένων εθνών δεν γνωρίζει πλέον το «πάθος» του πολέμου... Στην πραγματικότητα τα αμερικανικά στρατεύματα αποτελούν, στις μεθόδους εκπαίδευσής τους και στο πεδίο της μάχης, έναν στρατό χωρίς αισθήματα».

Το συμπέρασμα, εδώ, είναι εξίσου ενδιαφέρον με το επιχείρημα που οδηγεί σε αυτό. Ο Σμιτ αντιλήφθηκε ξεκάθαρα ότι οι παλιοί πόλεμοι ήταν φορτισμένοι με αίσθημα (δηλαδή με περιεχόμενο που εμπνέει το έθνος, τις μάζες) και ότι υπό τον Χίτλερ το συναίσθημα εξαφανίστηκε. Αλλά επειδή ο Σμιτ δεν ήταν σε θέση να αντικαταστήσει τους απάνθρωπους πολεμικούς στόχους του Χίτλερ με πραγματικά κοινωνικά-ανθρώπινα ιδανικά, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία σε γενικούς ιδεολογικούς όρους. Αντέταξε στην κενή προπαγάνδα του Χίτλερ ένα απόλυτο κενό ιδεών, εντοπίζοντας την αιτία αυτής της απώλειας του «πάθους» στην εκβιομηχάνιση της Γερμανίας και των ΗΠΑ και όχι στην αντιδραστική στροφή που πήρε η κοινωνική ανάπτυξη αυτών των χωρών.

Τα άγνωστα θραύσματα της Ιστορίας: Imad Mughniyeh, ο φόβος και ο τρόμος των Σιωνιστών. Στα 61 χρόνια από τη γέννηση του.


γράφει ο Α.Π.



O Imad Mughniyeh

"Ο Mughniyeh είναι ίσως ο πιο έξυπνος, πιο ικανός πράκτορας που έχουμε συναντήσει ποτέ, συμπεριλαμβανομένης της KGB ή οποιουδήποτε άλλου. Μπαίνει από τη μια πόρτα, βγαίνει από την άλλη, αλλάζει αμάξια καθημερινά, δεν κλείνει ποτέ ραντεβού από το τηλέφωνο, ποτέ δεν είναι προβλέψιμος. Χρησιμοποιεί μόνο ανθρώπους που του είναι πιστοί και τους οποίους μπορεί να εμπιστευτεί πλήρως. Δεν στρατολογεί όποιον τύχει."

- Robert Baer, αξιωματικός της CIA

"Τόσο ο Μπιν Λάντεν όσο και ο Mughniyeh ήταν παθολογικοί δολοφόνοι. Αλλά υπήρχε πάντα ένας γκρινιάρικος ερασιτεχνισμός στον Μπιν Λάντεν, το τρελά διαφημιζόμενο ιστορικό του, οι ψευδείς ισχυρισμοί του … Ο Μπιν Λάντεν στριμώχτηκε και κρύφτηκε. Ο Mughniyeh πέρασε τη ζωή του βάζοντάς μας το δάχτυλο στον κ..."

- Milton Bearden, αξιωματικός της CIA

"Ο Χατζ Ιμάντ είναι από τους καλύτερους ηγέτες και διοικητές στην αρένα του Λιβάνου. Είχε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της αντίστασης στην κατοχή [του νότιου Λιβάνου από το Ισραήλ] το 2000. Αλλά όσον αφορά τη σχέση του με τη Χεζμπολάχ, διατηρούμε την παράδοση να μην συζητάμε ονόματα."

- Hassan Nasrallah, ηγέτης της Χεζμπολάχ

"Ήταν ο θρύλος του καιρού μας ... η θλίψη μας για το χαμό του συγκρίνεται μόνο με τη θλίψη μας για το χαμό του Αγιατολάχ Χομεϊνί ... αυτό που έκανε τον Mughniyeh μοναδικό δεν ήταν η εξειδίκευση του στον ανταρτοπόλεμο και το γεγονός ότι ήξερε απ' έξω κάθε γωνιά και βράχο του Νότιου Λιβάνου, αλλά η προσκόλλησή του σε κάτι το υπερφυσικό ... ο Mughniyeh ήταν τόσο ευγενικός που δεν τον είδα ποτέ να καυχιέται σε άλλους ηγέτες της Χεζμπολάχ για το μοναδικό στρατιωτικό του ιστορικό στη μάχη με τους Σιωνιστές, κι ας μην είχε νικηθεί ποτέ από αυτούς."

- Qasem Soleimani, ηγέτης των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης

61 χρόνια πριν, στις 7 Δεκεμβρίου 1962, γεννιόταν στον Νότιο Λίβανο ο Imad Mughniyeh, για 25 χρόνια στρατιωτικός διοικητής της Χεζμπολάχ, ο άνθρωπος που απέκτησε από τους εχθρούς του τα προσωνύμια "ο άπιαστος" και "το φάντασμα", αλλά για τους φίλους του και την οικογένεια του ήταν απλά ο "Hajj", ο χατζής, ο προσκυνητής της Μέκκας που έδωσε τη ζωή του με αυταπάρνηση στον αγώνα για ελεύθερο Λίβανο και ελεύθερη Παλαιστίνη.

Σε νεαρή ηλικία ο Mughniyeh έγινε μέλος της παλαιστινιακής Φατάχ/PLO του Γιάσερ Αραφάτ, η οποία τότε έδρευε στον Νότιο Λίβανο. Οι πολεμικές του αρετές έγιναν ορατές πριν καν ο Mughniyeh φτάσει το εικοστό έτος της ζωής του, και ήδη το 1981 ανήκε στην επίλεκτη "Δύναμη 17" των κομάντος της PLO που αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του Αραφάτ.

Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ, όμως, έφερε διάσπαση στην ως τότε αδιάρρηκτη συμμαχία Φατάχ και Λιβανέζων Σιιτών. Ο κοσμικός σουνίτης Αραφάτ στήριξε τον Σαντάμ, ενώ οι Σιίτες τάχθηκαν με το Ιράν. Ο Mughniyeh, ως Σιίτης, αποχώρησε τότε από τη Φατάχ, αλλά τα ένοπλα λιβανέζικα σιιτικά κινήματα ήταν τότε αδύναμα, οπότε, όταν τον Ιούνιο του 1982 ο σιωνιστικός στρατός εισέβαλε στο Λίβανο, συνέχισαν να πολεμούν υπό την PLO - ο Mughniyeh συμμετείχε και στην περίφημη μάχη του Σουλτάν Γιακούμπ, που κατέληξε σε ήττα των σιωνιστών - όμως, τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1982 η PLO αναγκάστηκε να φύγει από το Λίβανο.

Μετά τις σφαγές στους καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα, έγινε προφανές στους Σιίτες του Λιβάνου ότι θα πρέπει να οπλιστούν και να πολεμήσουν, για να μην υποστούν γενοκτονία από τους σιωνιστές και τους φαλαγγίτες συμμάχους τους. Είναι τότε που ιδρύεται το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Χεζμπολάχ, και ο Mughniyeh αναλαμβάνει αμέσως τη διοίκηση των ειδικών επιχειρήσεων της νέας οργάνωσης. Με την υποστήριξη του Υπουργού Άμυνας της Συρίας, στρατηγού Τλας, και των Ιρανών Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης, ο Mughniyeh ξεκίνησε να εκπαιδεύει μαχητές της Χεζμπολάχ σε στρατόπεδα της κοιλάδας Μπεκάα.

Αυτές οι ειδικές επιχειρήσεις, στην αρχή, ήταν κυρίως επιθέσεις αυτοκτονίας κατά στρατιωτικών στόχων των σιωνιστικών, γαλλικών και αμερικανικών στρατευμάτων κατοχής στο Λίβανο. Ο Mughniyeh είναι ο άνθρωπος που οργάνωσε τη μεγαλύτερη βομβιστική επίθεση κατά Αμερικανών στρατιωτών στην ιστορία, που ανατίναξε την αμερικανική στρατιωτική βάση κοντά στο αεροδρόμιο της Βηρυτού και προκάλεσε το θάνατο 241 Αμερικανών και 58 Γάλλων στρατιωτών. 

Την ίδια περίοδο οργάνωσε και τις επιθέσεις κατά των αμερικανικών και γαλλικών πρεσβειών και των σιωνιστικών στρατοπέδων στο Λίβανο. Οι επιθέσεις αυτές είχαν αποτέλεσμα την αποχώρηση των Αμερικανών και των Γάλλων στρατιωτών από το Λίβανο το 1983, που με τη σειρά της οδήγησε στη νίκη της Χεζμπολάχ επί των φαλαγγιτών την άνοιξη του 1984 και την εκδίωξή τους από τη Βηρυτό προς την νοτίως του ποταμού Λιτάνι περιοχή, την οποία εξακολουθούσαν να κατέχουν οι σιωνιστές.

Mughniyeh και Χαμενεΐ

Τα υπόλοιπα δεκαέξι χρόνια ο Mughniyeh τα πέρασε στον αγώνα ενάντια στη σιωνιστική κατοχή του Νότιου Λιβάνου και τη συνεχή εκπαίδευση και αναβάθμιση του προσωπικού και του εξοπλισμού της Χεζμπολάχ, που, μέσα στη δεκαετία του 1990, είχε γίνει ένας στρατός με δυνατότητες άψογης διεξαγωγής επιχειρήσεων τόσο ανταρτοπολέμου όσο και τακτικού πολέμου. Το 2000, όταν ο σιωνιστικός στρατός, διαρκώς πιεζόμενος από τη Χεζμπολάχ, αποφάσισε να εγκαταλείψει την κατοχή του Νότιου Λιβάνου, ο Mughniyeh ήταν ο άνθρωπος που ηγήθηκε της επιχείρησης απελευθέρωσης της περιοχής: μέσα σε ένα μήνα ολόκληρος ο Νότιος Λίβανος είχε περάσει στον έλεγχο της Χεζμπολάχ.

Μετά την απελευθέρωση -η Χεζμπολάχ τη θεωρεί μόνο μερική, καθώς τα αγροκτήματα της Σεμπάα, που με βάση το διεθνές δίκαιο ανήκουν στο Λίβανο, κατέχονται ακόμη από τους σιωνιστές- ο Mughniyeh έγινε ο στενότερος συνεργάτης του ηγέτη της Χεζμπολάχ, Hassan Nasrallah, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύσφιξη όλο και στενότερων σχέσεων μεταξύ του κινήματος της λιβανέζικης αντίστασης και των παλαιστινιακών αντιστασιακών οργανώσεων Χαμάς και Ισλαμικής Τζιχάντ. 

Η Χεζμπολάχ απέρριπτε τις συνθήκες του Όσλο, και λέγεται πως ο Mughniyeh είναι προσωπικά υπεύθυνος για την εκπαίδευση της περίφημης "Μονάδας Σκιών" των ταξιαρχιών Αλ-Κάσαμ της Χαμάς. Η "Μονάδα Σκιών" είναι εκείνη η επίλεκτη μονάδα του στρατού της Χαμάς που είναι υπεύθυνη για την αρπαγή και την κράτηση -σε συνθήκες άκρας μυστικότητας- Ισραηλινών ομήρων στη Γάζα, και έχει να υπερηφανεύεται ότι η Μοσάντ δεν της πήρε μέχρι τώρα ούτε έναν όμηρο από τα χέρια. 

Θυμίζουμε πως, στα πέντε χρόνια της κράτησης του Ισραηλινού στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ από τη Χαμάς, η Μοσάντ και η Σιν Μπετ, μαζί με πράκτορές τους μέσα στη Γάζα, διεξήγαγαν τη μια επιχείρηση μετά την άλλη για να βρουν πού ήταν αμπαρωμένος ο Σαλίτ, αλλά δεν το κατάφεραν, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί ο Νετανιάχου το 2011 να απελευθερώσει χίλιους Παλαιστίνιους κρατούμενους σε αντάλλαγμα για τον στρατιώτη του.

Σολεϊμανί, Mughniyeh και Νασράλα, λίγο μετά τον πόλεμο του 2006

Ο Mughniyeh διατηρούσε επίσης άριστες σχέσεις με τον θρυλικό διοικητή της επίλεκτης δύναμης Quds των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης, στρατηγό Σολεϊμανί. Στον παντελώς αποτυχημένο πόλεμο των σιωνιστών κατά της Χεζμπολάχ στο Λίβανο το 2006, οι δύο χατζήδες, ο Hajj Imad και ο Hajj Qassem οργάνωσαν την άμυνα που τσάκισε τα κόκκαλα του σιωνιστικού στρατού, και μαζί διηύθυναν τις ένδοξες μάχες του Bint Jbeil και του Ayt ash-Shab, που, παρά τη συντριπτική υπεροχή των σιωνιστών σε οπλισμό και προσωπικό, κατέληξαν σε ταπεινωτικές ήττες για τα σιωνιστικά στρατεύματα.

Αλλά το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Mughniyeh σε εκείνο τον πόλεμο, αυτό για το οποίο δίκαια κέρδισε τα προσωνύμια "το φάντασμα" και "ο άπιαστος", ήταν η δημιουργία δικτύου αντικατασκοπείας σε όλο το Νότιο Λίβανο και μέσα στο βόρειο Ισραήλ, που παρέλυσε κάθε ενέργεια της Μοσάντ και της Σιν Μπετ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έχει μείνει στην ιστορία (της κωμωδίας) η νυχτερινή επιχείρηση των Ισραηλινών κομάντος στην κοιλάδα Μπεκάα στις 30 Ιουλίου 2006, που ισχυρίστηκαν ότι συνέλαβαν τον ηγέτη της Χεζμπολάχ, Hassan Nasrallah. Η αλήθεια ήταν ότι είχαν συλλάβει έναν μανάβη με το ίδιο ονοματεπώνυμο!

Σε εκείνο τον πόλεμο ο Mughniyeh και ο Σολεϊμανί είχαν να αντιμετωπίσουν στρατιωτικούς, των οποίων τα ονόματα σήμερα είναι πολύ γνωστά: Γιοάβ Γκαλάντ, Μπένι Γκαντς, Γκαλ Χιρς. Όλοι μετέπειτα αρχηγοί ΓΕΕΘΑ, υπουργοί Άμυνας και πρωθυπουργοί της σιωνιστικής οντότητας, ως και σήμερα. Όλοι ανίκανοι να νικήσουν τη Χεζμπολάχ που τους εξευτέλισε μαχόμενη με σοβιετικά αντιαρματικά Kornet και Konkurs της δεκαετίας '60 και '70. Άλλωστε, στο σιωνιστικό κράτος πλέον, σε αντίθεση με την εποχή των Νταγιάν και Ράμπιν, δεν ανταμείβονται οι πολεμικά ικανοί, αλλά οι κολλητοί της εκάστοτε κομματικής ηγεσίας. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που θα τη συζητήσουμε ενδελεχώς μια άλλη φορά.

Μετά τον νικηφόρο καλοκαιρινό πόλεμο του 2006, ο Mughniyeh ήταν πλέον σύμβολο αντίστασης σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο -σουνίτες και σιίτες- και το όνομά του είχε γίνει συνώνυμο του εξευτελισμού των σιωνιστών και της δυνατότητας νίκης της Αντίστασης. Οι Αμερικανοί, οι οποίοι είχαν αναγκάσει εν πολλοίς τους Ισραηλινούς να ξεκινήσουν τον πόλεμο απέναντι στη Χεζμπολάχ ως πρόβα του δικού τους τότε προπαρασκευαζόμενου πολέμου κατά του Ιράν, πήραν ένα γερό μάθημα από τα γεγονότα και εγκατέλειψαν το εγχείρημα της περαιτέρω ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή. Δεν θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε ότι η νίκη της Χεζμπολάχ επί του Ισραήλ έδειξε στους Αμερικανούς την αδυναμία νίκης τους σε έναν πόλεμο με το Ιράν, και έτσι έσωσε τον πλανήτη από έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αλλά ο άνθρωπος που για εικοσιπέντε χρόνια "έβαζε το δάχτυλο στον κ..." της CIA και της Μοσάντ, αυτός που είχε επικηρυχθεί με 10 εκατομμύρια δολάρια, δολοφονήθηκε τελικά σε μια από κοινού επιχείρηση CIA-Μοσάντ στη Δαμασκό, στις 12 Φεβρουαρίου του 2008, τοποθετώντας βόμβα στο αυτοκίνητο του. Αυτό τού απέδωσε ακόμα πιο θρυλική υπόσταση στον μουσουλμανικό κόσμο. Ο γιος του, Jihad, ακολούθησε τη σταδιοδρομία του πατέρα του, διακρινόμενος στις μάχες της Χεζμπολάχ κατά του ISIS στη Συρία, πέφτοντας κι αυτός μαρτυρικά στο πεδίο της μάχης τον Ιανουάριο του 2015. 

Η Χεζμπολάχ, ολοένα αναπτυσσόμενη και μην έχοντας χάσει κανέναν πόλεμο στον οποίο έλαβε μέρος, έγινε η δύναμη που νίκησε -μαζί με το Ιράν και τους Ρώσους- τον ISIS στη Συρία, και που εκπαίδευσε τους Χούτι της Υεμένης για να αντισταθούν στη γενοκτονική επίθεση του καθεστώτος της Σαουδικής Αραβίας. Το "Κόμμα του Θεού", όπως είναι το όνομα της Χεζμπολάχ στα αραβικά, εξακολουθεί να είναι ο δυνατότερος μη-κρατικός στρατός στη Μέση Ανατολή -και ίσως στον κόσμο- και αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη παρακαταθήκη του Mughniyeh στην ανθρωπότητα που αντιστέκεται στον ιμπεριαλισμό και το σιωνισμό.