Άρθρο του Κωνσταντίνου Τάταρη στο παρθενικό τεύχος του
περιοδικού «Μηδέν Τελεία» (Χειμώνας 2011)
Ζούμε στην επικράτεια του εφήμερου, στη δικτατορία της
φυλής των “εφήμερων ανθρώπων”, για να θυμηθούμε τον Ιούλιο Έβολα. Τα πάντα γύρω
μας έχουν την αίσθηση του “καθημερινού”, του πεπερασμένου, του αναλώσιμου, όπως
η ανάγνωση της εφημερίδας που πρέπει να προλάβουμε να την τελειώσουμε “σήμερα”,
διότι πολύ απλά, αύριο δε θα είναι χρηστική ...
Όλοι ζούμε εντός αυτής της “επικράτειας”, όλοι κατά
καιρούς έχουμε υπάρξει ή υπάρχουμε ως “εφήμεροι”, γι αυτό, πέρα από την όποια
κριτική, απαραίτητη (όσο κι επώδυνη) προσωπική άσκηση, η αυτοκριτική...
Εφήμερο είναι η αποθέωση της “στιγμής”, του παρόντος,
της καθημερινότητας, είναι η κυρίαρχη στις δυτικές κοινωνίες κουλτούρα της
σύμβασης και της συναλλαγής, της χρηστικότητας, του λογικού υπολογισμού, της
χυδαίας αντίληψης ότι “ο χρόνος είναι χρήμα” και “όπου γης, πατρίς”. Είναι το
“αυτονόητο” του ωφελιμισμού που πέρα από τη “δουλειά” και τη “διασκέδαση” κατακλύζει και τις ανθρώπινες
“σχέσεις”. Απουσιάζουν η χαρά της άδολης συνεύρεσης, η βιωματική εμπειρία της
σύναξης, η ανιδιοτέλεια της δωρεάς, η πεποίθηση ότι δεν είμαστε μόνον
“σημερινοί”, ότι είναι “παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας”. Το Εφήμερο
φοβάται τις όχι κατασκευασμένες Αξίες, εκείνες που δεν έχουν ημερομηνία λήξης.
Η Διαχρονία είναι η μοναδική αναγνωρίσιμη απειλή.
Όλοι οι διαχειριστές του
(πολιτικοί, εκδότες, “ιντελιγκέντσια”) προσπαθούν να μας πείσουν ότι τίποτε δε
διαρκεί, διότι, πολύ απλά, τίποτε δεν είναι προορισμένο να διαρκέσει. Τα πάντα
είναι “σχετικά και γι αυτό ανεκτά”, τα πάντα υπάρχουν “σήμερα” για να
αντικατασταθούν “αύριο”, όπως οι διανοούμενοι του συρμού και τα βιβλία τους που
γίνονται “best
sellers”
για να πεταχτούν την επομένη μαζί με τις εφημερίδες και τα “life style” περιοδικά. Στην Ελλάδα του Εφήμερου που
δεν είναι καν δυτική, αλλά εκδυτισμένη (κάτι πολύ χειρότερο, κάτι πρόστυχο,
υβριδικό), όχι μόνον η “δουλειά”, η “διασκέδαση”, “οι σχέσεις”, αλλά όπως πολύ
όμορφα έγραψε κάποιος, “ακόμα και η απόγνωση δεν κοινωνείται”.
Σε αντίθεση με
τις εξεγέρσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου, (λαών που δεν είναι καν ομοιογενείς),
εξεγέρσεις αληθινές, παλλαϊκές, στις οποίες οι Εθνικές Σημαίες ενσάρκωναν την
υπαρκτή διάθεση ατομικής αυτουπέρβασης και συλλογικότητας, την ετοιμότητα της θυσίας,
στη δική μας περίπτωση η συλλογική αγανάκτηση και απόγνωση ανέδειξαν μόνο την
ξεκομμένη ατομικότητα. Ένα τυχαίο ανθρωπομάζωμα, ένα άθροισμα ατόμων, που με δίκαιη
οργή και αληθινά αιτήματα βρέθηκαν “όλοι μαζί εκεί”, αλλά “ο καθένας μόνος
του”, ο καθένας για τους δικούς του και μόνον ιδιαίτερους λόγους, ένα ποσοτικό
άθροισμα απελπισμένων, όχι ένα ποιοτικό οργανικό σύνολο, που επειδή απειλούνταν
του καθενός η ατομική ασφάλεια, (αλλά και οι μέχρι τότε χρήσιμες αυταπάτες)
κινήθηκαν με το ένστικτο της απελπισμένης ατομικότητας.
Το Εφήμερο οικοδομεί το δικό του “χώρο”, τη δική του
“πολιτεία”, τη μεγαλόπολη. Ένα χαοτικό συγκρότημα απρόσωπων κτιρίων, διαδρόμων,
διαύλων και δικτύων, όπου καθημερινά “ρέει” ένας αηδιαστικός ανθρώπινος πολτός.
Εκεί όπου η μεγέθυνση (ανύπαρκτων ποιοτικά μεγεθών) και η υπερβολή υποκαθιστούν
την ανάγκη της ταυτότητας (είναι άραγε τυχαίο που οι ουρανοξύστες είναι το σήμα
κατατεθέν των δυστοπικών αμερικανικών μεγαλουπόλεων;). Σ' έναν τέτοιο χώρο το
Εφήμερο δεν αισθάνεται απλώς ασφαλές, αλλά και παντοδύναμο, εκεί βασιλεύει ο
Μαζάνθρωπος και τα χαρακτηριστικά τούτα περιέγραψε ο Ίων Δραγούμης ήδη στην πρώτη
δεκαετία του 20ού αιώνα!
Όπως αναφέρει στο “Όσοι Ζωντανοί”, μαζάνθρωποι είναι
εκείνοι “που δεν έχουν ορμές, παρά μόνον γούστα”, “που δεν έχουν εχθρούς”, παρά
μόνον ανταγωνιστές, που δεν έχουν φίλους παρά μόνον συναδέλφους, που δεν έχουν
ήθος, αλλά περισσεύει η διάθεση τους στην ηθικολογία. Σε λίγο καιρό όλοι,
εκόντες άκοντες, θα ζούμε σε μεγαλοπόλεις, και μεγαλόπολη πέραν της χαοτικότητας,
πέραν της ανθρωπόμορφης ποντικοδρομίας των δικτύων, σημαίνει πολυπολιτισμικότητα το νέο “political
correct”
ιδεολόγημα των εξουσιαστών και των “χρήσιμων ηλιθίων” που περισσεύουν.
“Συνύπαρξη” πολλών παράλληλων, εφήμερων κοινωνιών που δεν θα συγκροτούν
κοινότητα Αξιών και Πεπρωμένου. Αναγκαστική συγκατοίκηση ανθρωπομαζωμάτων που
θα λειτουργούν μεταξύ τους ανταγωνιστικά είτε ως “lobby” στο “Κυβερνείο”, είτε ως δυστοπικά
γκέτο, όπου οι “διαχειριστές” τους θα επιβάλλουν “δυναμικά” την παρουσία και
προστασία τους (“Αφροέλληνες” εναντίον“ ελληνοΑσιατών”).
Πολυπολιτισμική κοινωνία
είναι το αντίθετο της πολιτισμένης κοινωνίας, είναι η επιβεβαίωση της άριζης
ατομικότητας. Μεγαλόπολη σημαίνει “δυστοπία”, δηλαδή βίωση της ασχήμιας ως
μοναδικής πραγματικότητας, το “δύσμορφο τόπο” ως μοναδικό υπαρκτό χώρο. Ο όρος
πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους πρωτοπόρους της επιστημονικής φαντασίας, σήμερα
όμως είναι ένας όρος απόλυτα πολιτικός, δηλαδή υπαρκτός, παράγει άμεσα
αποτελέσματα. Η δυστοπία θα είναι η πραγματικότητα, εντός της οποίας, “όλοι
ώριμα οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε”, να αποδεχόμαστε τα όποια “τετελεσμένα” ως
δεδομένα. Η δυστοπία θα σηματοδοτεί το αιώνιο “σήμερα”, εν απουσία του “αύριο”.
Και η αντίδραση; Α, ναι. Η “αντίδραση” έρχεται σχεδόν
μηχανικά. Μηχανικά και προβλέψιμα. Η δυστοπική μεγαλόπολη είναι ο κατάλληλος
χώρος για να φωλιάσουν οι “όποιες ουτοπίες”, ως εναλλακτικότητα (με ή χωρίς
εισαγωγικά), αλλά και ως φυγή, ως ατομικό ή μικρο-ομαδικό καταφύγιο, ως οπιούχα
συνήθεια σε χασισοποτείο. Μήπως ως “ουτοπικές αντιδράσεις” δεν λειτουργούν οι
παραθρησκευτικές οργανώσεις και οι πολιτικές σέχτες που φαντασιώνονται ότι
συνιστούν πολιτικά κινήματα; Να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στην έννοια
“ουτοπία”, πολλές φορές προσφέρεται αφειδώς ως ανώδυνη εκτόνωση.
Επαναλαμβάνω:
να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στην “ουτοπία” και όταν δεν λειτουργεί ευνουχιστικά,
δεν οδηγεί κατ' ανάγκην στην επανεύρεση του απωλεσθέντος παραδείσου, αντιθέτως
πολλές φορές στρώνει το δρόμο προς την κόλαση. Μήπως η Καμπότζη δεν μετατράπηκε
σε ένα απέραντο σφαγείο, από τον κομμουνιστή χασάπη Πολ Ποτ και τους“ Ερυθρούς
Χμερ” του στο κυνήγι της ουτοπίας της αγροτικής κολλεκτίβας; Η ουτοπία είναι απαραίτητη,
ναι! Αλλά ως διεγερτικό, ως δείκτης για την ευτοπία, όχι ως νεφελοκοκκυγία. Απέναντι
στο δυστοπικό σήμερα, απέναντι στο παντοδύναμο Εφήμερο η απάντηση δεν είναι ο
“ου τόπος”, αλλά ο “ευ τόπος”, η Ευτοπία.
Να λειτουργούμε
μέσα στο Εφήμερο και να είμαστε διαφορετικοί. Όχι απλώς να είμαστε διαφορετικοί,
αλλά να οικοδομούμε τη διαφορά ως υπαρκτό, μετρήσιμο γεγονός, να οικοδομούμε
“όμορφους τόπους” μέσα στο δυστοπικό περιβάλλον. Και αυτοί οι “όμορφοι τόποι”
να μη λειτουργούν (μόνο) ως αποκομμένες νησίδες σε μια σκοτεινή θάλασσα, αλλά
ως υπαρκτή, συνολική πρόταση για ολόκληρη την κοινωνία. Να επανασχεδιάσουμε τα
σύμβολα και τα χρώματα μας, να αποκοπούμε από ομφάλιους λώρους που πλέον δεν
μας τροφοδοτούν με τίποτα ζωτικό.
Να προτείνουμε την εναλλακτικότητα, ως
υπαρκτό γεγονός, από τη διατροφή και τη διασκέδαση, την τέχνη και τις εκδόσεις
μέχρι το πως πρέπει να καλλιεργείται η ελληνίδα γη και ποιά πρέπει να είναι η
σχέση οικιστικού-πολιτισμικού-φυσικού περιβάλλοντος. Να προτείνουμε τον
εθνοκοινοτισμό όχι ως άσαρκο ιδεολόγημα, αλλά ως βιωμένη εμπειρία σ' έναν κόσμο
που τρέφεται με ιδεολογήματα, ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στους
απονευρωμένους τεχνοκράτες και στους πολιτικούς που δρουν ως ατζέντηδες των
υπερεργολάβων και των τραπεζιτών.
Να οικοδομούμε τις δικές μας παράλληλες δομές
και κοινότητες, αλλά και να μην αφήνουμε τους μαζικούς χώρους είτε είναι ο
συνδικαλισμός, ιδιαίτερα ο αγροτοσυνδικαλισμός, είτε η τοπική αυτοδιοίκηση στην
αποκλειστικότητα άλλων. Να ενώνονται οι “νησίδες” μας και να δημιουργούν
“ήπειρο”. Να είμαστε “εντός, εκτός και επί τα αυτά”. Πρέπει να αναγκάσουμε την
Ιστορία ν' ασχοληθεί μαζί μας. Η πολιτικοποίηση της ευτοπίας είναι το νέο
στοίχημα. Δύσκολο στοίχημα; Οπωσδήποτε. Αλλά (ποιος μας είπε πως) ζούμε σε
εύκολους καιρούς;