Εάν η εργασία είναι καθήκον του πολίτου έναντι του Συνόλου,
καθήκον του Συνολικού κράτους έναντι του πολίτου είναι η εις αυτόν παροχή
εργασίας. Το Κράτος είναι εκείνο , το οποίο οφείλει να οργανώσει κατά τέτοιο
τρόπον τρόπον την Οικονομίαν του ώστε
κάθε πολίτης να δύναται εύκολα να βρίσκει εργασίαν.
Η ύπαρξις ανεργίας και
υποαπασχολήσεως αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της
φιλελεύθερης οικονομίας, όπως είναι και η μετανάστευσις, το χαμηλόν κατά
κεφαλήν εισόδημα και η συσσώρευσις υπερόγκων κεφαλαίων εις τα χέρια των ολίγων.
Η ανεργία και η υποαπασχόληση είναι ολέθριον φαινόμενον δια την κοινωνική
οικονομία. Δι’ αυτού πρώτα χάνονται τα αγαθά, τα οποία οι άνεργοι θα παρήγαγον
αν εργάζοντο, ως και οι φόροι τους οποίους αυτοί θα κατέβαλλον στο Κράτος.
Δεύτερον μειώνεται το κατά κεφαλήν
εισόδημα, εφ’ όσον οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι ζούνε εις βάρος
των εργαζομένων. Και τρίτο, το Κράτος πληρώνει μεγάλα ποσά εις τα επιδόματα
ανεργίας.
Το πρόβλημα της ανεργίας αντιμετωπίζεται σπασμωδικώς ή και
καθόλου υπό του φιλελεύθερου κράτους με ανοήτους μεθόδους, όπως της μειώσεως
των ωρών εργασίας και δια της εθνικώς εγκληματικής τακτικής της προωθήσεως
πολιτών προς μετανάστευση. Το εθνικό σοσιαλιστικό κράτος κτυπά αντιθέτως
την ανεργίαν στις ρίζες της δια της
αυξήσεως των υπαρχουσών εργασιών και της μεγαλυτέρας παραγωγικότητος αυτών. Εις
το φιλελεύθερο κράτος υπάρχουν εκείνα τα είδη των εργασιών, τα προϊόντα των
οποίων έχουν κόστος χαμηλότερον του των εκ του εξωτερικού αντιστοίχως εισερχομένων,
και το επιτυγχανόμενον κέρδρος των οποίων κρίνεται υπό των επιχειρηματικών ως
το αξιολογότερον. Με αυτόν τον τρόπο απομένει άνευ εργασίας τόσος αριθμός
πολιτών, όση η διαφορά του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού της χώρας μείον τους
απασχολούμενους εις τας ως άνω εργασίας.
Εις το Εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος αντιθέτως διατάσσεται η
δημιουργία τόσων ακόμη εργασιών, επί πλέον των υπαρχόντων όσες απαιτούνται δια
την απασχόλησιν του ανέργου δυναμικού της χώρας. Συγχρόνως τα αντίστοιχα εκ του
εξωτερικού εισαγόμενα προϊόντα υφίστανται κατάλληλον δασμολογικήν επιβάρυνσιν .
Για όσες εκ των προγραμματισμένων εργασιών δεν εκδηλώνεται ιδιωτική προθυμία,
αναλαμβάνει την αποκλειστική των χρηματοδότηση το ίδιο το Κράτος. Με αυτόν τον
τρόπο, δια μικρών αυξήσεων της τιμής ορισμένων αγαθών, επιτυγχάνεται εις την
χώραν η απορρόφηση των ανέργων.
Οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας εκλέγονται κατά προτίμησιν, μεταξύ εκείνων,
οι οποίες είναι πολλαπλώς παραγωγικές, που έχουν δυνατότητες δια την
δημιουργίαν και άλλων εργασιών, εκείνων οι οποίες χρησιμοποιούν πολλά εργατικά χέρια (π.χ. προϊόντα ακριβείας) και εκείνων
δια τις οποίες δεν υπάρχει εισαγωγή από το εξωτερικό (π.χ. δημόσια έργα και
γεωργικές βιομηχανίες). Γενικά η μέθοδος αυτή ακολουθεί τις εξής οδούς:
Α) Άμεσος δημιουργία εργασιών υπό τους Κράτους. Διάθεση
πιστώσεως δι’ εκτέλεσιν κολοσσιαίου προγράμματος κοινωφελών έργων (οικοδομικών, οδικών, λιμενικών κλπ) τα
οποία συγχρόνως δίδουν γενική ώθηση στην Εθνική Οικονομία. Ούτω π.χ. δια την
μείωση της ανεργίας κατασκευάζονται σιδηροδρομικές και λοιπές συγκοινωνιακές
γραμμές, οι οποίες όμως διευκολύνουν αποφασιστικώς την μεταφορά πρώτων υλών και
προϊόντων για τις νεοιδρυόμενες βιομηχανίες, οι οποίες με την σειρά τους
συμβάλλουν και αυτές ακόμη περισσότερον
στην εξάλειψιν της ανεργίας.
Β) Έμμεσος δημιουργία εργασιών δια υποκινήσεως της ιδιωτικής
πρωτοβουλίας. Οικονομικές παροχές στους ιδιοκτήτας μεγάλων χώρων, δια την
μετατροπήν αυτών εις πολλούς μικρότερους και την παραχώρησίν των εις μικρούς βιοτέχνας και καταστηματάρχες
(κοινοτικοποίηση καταστημάτων) φορολογικές και άλλες διευκολύνσεις για την
προμήθεια μηχανημάτων, την κατασκευήν μικρών ιδιοκατοικιών, την αγορά αγαθών
παραγομένων υπό εγχωρίων βιομηχανιών.
Γ) Ενίσχυση της προσφοράς εργασίας. Διάφορες παροχές και
διευκολύνσεις προς εκείνους τους εργοδότας οι οποίοι παρέχουν αυξημένο αριθμόν
νέων θέσεων για εργασία.
Η καταπολέμηση της ανεργίας δεν αποτελεί βασικόν στόχον του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κράτους μόνον διά τον λόγο ανακουφίσεως του λογαριασμού
επιδομάτων ανεργίας, αλλά κυρίως διότι τούτο εμπίπτει εις την μορφήν των
οικονομικών αντιλήψεων του Κράτους.
Εμπίπτει εις την μορφήν των οικονομικών αντιλήψεων του Κράτους. Τούτο δηλαδή
πιστεύει ότι μόνο η εργασία είναι παράγων της οικονομικής ευημερίας, συν βέβαια
τον κρατικό προγραμματισμό. Λέγοντας πράγματι «οικονομική ευημερία» εννοούμε την σύμμετρον αύξηση αγαθών και αναγκών εις
την μεγάλη μάζα του λαού. Η αύξηση των αναγκών προέρχεται αυτομάτως από την
πολιτιστική και τεχνική πρόοδο.
Μόνο ο κομμουνισμός επιχειρεί την οικονομικήν
ευημερία δια της βιαίας περιστολής των αναγκών (π.χ. της απαγορεύσεως ποικιλιών
στα αγαθά). Η δική μας αντίληψις ενισχύει την παραγωγή αγαθών ώστε αυτή να συμβαδίζει με την αύξηση των
αναγκών. Η προγραμματισμένη αυτή ενίσχυσις της παραγωγής δεν αφήνει την
δυνατότητα όμως, όπως συμβαίνει συχνά εις τον απρογραμμάτιστον φιλελευθερισμόν,
υπερβεί αυτές τις ανάγκες οπότε επέρχεται οικονομική κρίσις.
Ενίσχυσις της παραγωγής σημαίνει εργασία και κρατικό
Προγραμματισμό. «Δεν ζει κανείς από το χάρτινο χρήμα, αλλά από το συνολικό
άθροισμα της παραγωγής των συμπατριωτών του». Με καμία άλλη μέθοδο δεν μπορεί
να αναρρώσει η εθνική οικονομία, εκτός δια της επιτεύξεως μιας υψηλής παραγωγής
αγαθών που επαρκούν για τις καταναλωτικές ανάγκες ολόκληρου του λαού. Νομισματικά μέτρα, μέτρα ενισχύσεως του εμπορίου ή της
κατανάλωσις κλπ, καμία βαθύτερη εξυγίανση της οικονομίας μπορούν να φέρουν.
Μόνο η ενίσχυση της παραγωγής στα είδη και τις ποιότητες αγαθών μπορούν να
βελτιώσουν ουσιαστικώς το βιοτικόν επίπεδον του λαού. Το εθνικό νόμισμα δεν
έχει ανάγκη άλλου καλύμματος.
Κάλυμμα του
είναι η εργατική ισχύς του λαού.