Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αυτόνομοι Αθηνών: φωτορεπορτάζ και video για την 01/11

 

















Casa Pound: για τον Γιώργο και τον Μανώλη




του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Μαθήματα συντροφικότητας και ηθικής, κάτι που λείπει στην Ελλάδα από πολλούς.

 "Σήμερα το πρωί αντιπροσωπεία του Casa Pound Italia έγινε δεκτή στη Ρώμη από τη γραμματεία της Ελληνικής Πρεσβείας. Παραδώσαμε μια επιστολή και ένα μπουκέτο λουλούδια στη μνήμη του Μανώλη Καπελώνη και του Γιώργου Φουντούλη, των δύο νέων του Εθνικιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, που δολοφονήθηκαν την 1η Νοεμβρίου 2013 μπροστά στα γραφεία του κόμματος σε συνοικία της Αθήνας. Πέρυσι 21 αγωνιστές μας, που σκόπευαν να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις μνήμης στην Ελλάδα, συνελήφθησαν εκ των προτέρων στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Καμία καταστολή δεν θα μπορέσει να μας εμποδίσει να θυμηθούμε αυτούς τους δύο νέους ανθρώπους που σκοτώθηκαν βάρβαρα και έμειναν ακόμη χωρίς δικαιοσύνη." 

Ανταπόκριση από την φετινή εκδήλωση Τιμής στην Μνήμη των Γιώργου Φουντούλη και Μανώλη Καπελώνη (του Γιώργου Μάστορα)

 

Χρειάστηκε να περάσουν πέντε ολόκληρα χρόνια για να πραγματοποιηθεί μια κανονική εκδήλωση Τιμής στην Μνήμη των δολοφονηθέντων από το παρακράτος της κυβέρνησης Σαμαρά, Γιώργου Φουντούλη και Μανώλη Καπελώνη. 

Από το 2020 μέχρι το 2023, όλες οι εκδηλώσεις απαγορεύτηκαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη με διάφορες προφάσεις.

Εφέτος, υπήρχαν δυο καλέσματα για τον Γιώργο και τον Μάνο. Στις 6 μ.μ. από την Αυτόνομη Εθνικιστική Νεολαία Αθήνας και από την Χρυσή Αυγή στις 7 μ.μ. Aυτό που έχει σημασία είναι ότι η εκδήλωση Τιμής και Μνήμης πραγματοποιήθηκε από κοινού λίγο μετά τις 7 μ.μ., δείχνοντας στην πράξη έναν ενωτικό και ελπιδοφόρο χαρακτήρα. 

Περισσότεροι από 500 Εθνικιστές παρευρέθηκαν για να Τιμήσουν την Μνήμη του Γιώργου και του Μάνου. Ομιλητές ήταν ο πατέρας του Γιώργου Φουντούλη, Λάμπρος, καθώς και ένας Χρυσαυγίτης, του οποίου δεν αναγγέλθηκε το όνομα. 

Κατόπιν, έγινε κατάθεση στεφάνων από την Χρυσή Αυγή, το Εθνικό Μέτωπο, την οργάνωση Φράκτια (αν άκουσα καλά το όνομα της) από την Κύπρο, τους οργανωμένους οπαδούς του ΑΠΟΕΛ, το κόμμα Die Heimat (όπως μετονομάστηκε το NPD το 2023), τη νεολαία του ίδιου κόμματος Junge Nationalisten, καθώς και την ουγγρική οργάνωση Legio Hungaria. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν παραβρέθηκε στην εκδήλωση κανένας πρώην ή νυν βουλευτής, με εξαίρεση τον πρώην ευρωβουλευτή της Χρυσής Αυγής Λάμπρο Φουντούλη (για ευνόητους λόγους), καθώς και τον πρώην βουλευτή του ίδιου κόμματος Απόστολο Γκλέτσο. 

Η εκδήλωση στον χώρο της δολοφονίας του Γιώργου και του Μάνου έκλεισε με την αναφορά των ονομάτων τους, τον Εθνικό Ύμνο και τον Ύμνο της Χρυσής Αυγής. Εκείνη την στιγμή ήταν που άναψαν και οι δάδες. 

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παρευρισκόμενων στην φετινή εκδήλωση ήταν πολύ νέοι σε ηλικία Εθνικιστές. Δεν έλειψαν, φυσικά, και αρκετοί «παλιοί», οι οποίοι έδωσαν το δικό τους στίγμα στην εκδήλωση. 

Παρότι δεν ανακοινώθηκε αμέσως (προφανώς λόγω κακής συνεννόησης) ότι θα ακολουθήσει πορεία προς το νεκροταφείο του Νέου Ηρακλείου, με αποτέλεσμα κάποιοι από τους παρευρισκόμενους να αποχωρήσουν πρόωρα, εντούτοις αυτή πραγματοποιήθηκε, δονώντας την ατμόσφαιρα με τα συνθήματα εκείνα που αρμόζανε στην περίπτωση. 

Ας ελπίσουμε ότι ο φετινός ενωτικός χαρακτήρας της εκδήλωσης για τον Γιώργο και τον Μάνο θα έχει και την ανάλογη συνέχεια στο άμεσο μέλλον σε όσο το δυνατόν περισσότερες Εθνικιστικές οργανώσεις, κινήσεις και ομάδες, κάνοντας ελπιδοφόρα πρακτική το γνωστό ρητό «Η Ισχύς εν τη Ενώσει».

Γιώργος Φουντούλης-Μανώλης Καπελώνης: ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΑΙΩΝΙΟΙ-ΑΞΕΧΑΣΤΟΙ!

 Γιώργος Μάστορας

 Υ.Γ: Η ανταπόκριση αυτή γράφτηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκδήλωσης. Οποιαδήποτε ενδεχόμενη παράλειψη σε κάποιο πρόσωπο ή σε κάποιο γεγονός που συνέβη εκείνες τις στιγμές, προφανώς και δεν γίνεται εσκεμμένα, αλλά ξεκάθαρα λόγω της έλλειψης του απαραίτητου χρόνου για να είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα.

Εις μνήμην: Γιαχία Σινουάρ

 

«Έχω πει και επαναλαμβάνω ότι αν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο, φοβόμαστε να πεθάνουμε στο κρεβάτι όπου ξεκουραζόμαστε, όπως πεθαίνουν οι καμήλες, φοβόμαστε ότι θα πεθάνουμε σε τροχαίο ατύχημα ή λόγω καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού, αλλά μη φοβόμαστε να πεθάνουμε στο δρόμο της πίστης μας, της πατρίδας μας, της ιερότητας μας.

Το αίμα και η ζωή μας δεν έχουν μεγαλύτερη αξία από το αίμα και τη ζωή του νεότερου μάρτυρα που θυσίασε την πολύτιμη ζωή του για την πίστη, την πατρίδα και την ιερότητα».

Yahya Sinwar

του Δημήτρη Λυτρίβη

Όσο και αν κάποιος διαφωνεί με τις θρησκευτικές θέσεις της Χαμάς ή την πρόσφατη προσέγγιση της με τον Τουρκικό παράγοντα δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι ο ηγέτης της Γιαχία Σινουάρ υπερασπίστηκε με θάρρος την πατρίδα του μέχρι το τέλος. 

Ο Σινουάρ είχε τη φήμη του ανθρώπου που έχει «ξεγελάσει» το θάνατο αρκετές φορές και αυτό του έχει δώσει ηρωική υπόσταση στους κύκλους της Χαμάς αλλά και το παρατσούκλι «ποντικός της Γάζας» από τους Iσραηλινούς διώκτες του. 

Αυστηρός τιμωρός Σιωνιστών και συνεργατών των κατοχικών αρχών τους οποίους φρόντιζε να θάψει ζωντανούς ή να στραγγαλίσει με μια Παλαιστινιακή μαντήλα, ένας μαχητής που υπέμεινε τα πάντα στις Ισραηλινές φυλακές για 23 χρόνια, ο άνθρωπος που κατάφερε να κινητοποιήσει σε απεργία πείνας 1500 κρατούμενους, αυτός που μέσα στις συνθήκες κάθειρξης και απομόνωσης μελέτησε τους ανακριτές του, διάβασε τα πάντα για τον εχθρό του και έμαθε άπταιστα την γλώσσα των γιων του Δαυίδ από τις εφημερίδες και τα περιοδικά. 

Όσο και αν κάποιος υποτιμά τον Αραβικό κόσμο που μάχεται και δεν επιλέγει τα σαλόνια του Κατάρ δεν μπορεί να παραβλέψει ότι ακόμη και ακρωτηριασμένος προσπάθησε με ένα ξύλο να καταστρέψει το κατοχικό drone. Μια πράξη θάρρους πριν συναντήσει τον Θεό των πατέρων του σε μια γη που στενάζει από την Σιωνιστική βαρβαρότητα. 

Ο ηγέτης της Χαμάς, Γιαχία Σινουάρ, είχε την ευκαιρία να φύγει από τη Γάζα αλλά αρνήθηκε αναφέρει σε δημοσίευμα της η Wall Street Journal. Αψήφησε τον κίνδυνο και δεν φοβήθηκε τον μαρτυρικό θάνατο μπροστά στην κάμερα του μισητού εχθρού. «Δεν είμαι σε πολιορκία αλλά σε Παλαιστινιακό έδαφος» απάντησε όταν του πρότειναν να φύγει από την Γάζα για την Αίγυπτο μέσω διαμεσολαβητών. 

Το πιο προφανές και τολμηρό ήταν σε μια συνέντευξη τύπου, στις 27 Μαΐου 2021, όταν ανέφερε (σε ζωντανή μετάδοση) ότι θα πάει σπίτι με τα πόδια μετά τη συνέντευξη τύπου και κάλεσε τον Ισραηλινό Υπουργό Άμυνας να πάρει απόφαση για τη δολοφονία του ή όχι, στα επόμενα 60 λεπτά, μέχρι να φτάσει σπίτι του. Ο Σινουάρ πέρασε την επόμενη ώρα περιπλανώμενος στους δρόμους της Γάζας και βγάζοντας φωτογραφίες δημόσια.

Τιμή και δόξα σε αυτούς που πολεμούν τον παγκόσμιο δυνάστη.



Adieu


«Στα 88 του, ο Αλέν Ντελόν ήρθε με τον «αντίπαλο» και φίλο του Ζαν-Πολ Μπελμοντό με τον οποίο, μεταξύ άλλων, μοιραζόταν ΕΝΑ συγκεκριμένο συναίσθημα. Μαζί οι δύο τους και με την  Brigitte Bardot, ήταν στην πρώτη γραμμή της σθεναρής αντίθεσης στη γαλλική στροφή προς τον σοσιαλκομμουνισμό το 1968. Στα 17 του, ο Alain Delon κατατάχθηκε εθελοντικά στην Ινδοκίνα. Το 1971, μετά από μια τυχαία συνάντηση με τον πρόεδρο της FUAN (Φοιτητική Φασιστική Οργάνωση στην Ιταλία), του έδωσε πολλές αγκράφες για τις ζώνες των νεαρών νεοφασιστών φοιτητών. Είναι γνωστό ότι στην Ισπανία, όταν γύριζε την ταινία Zorro, συνάντησε τον Léon Degrelle με τον οποίο τραβήχτηκε η φωτογραφία του στα γυρίσματα. Στήριξε το Fronte National σε σημείο να προσφέρει το όνομα του για πιθανή υποψηφιότητα. Όσο το επέτρεπε η υγεία του, σύχναζε τακτικά στο σπίτι του Ζαν-Μαρί Λεπέν, όπως μου είπε περήφανα η σύζυγος του Τζανί πριν από περίπου δέκα χρόνια, ενώ γευμάτιζα μαζί τους»

Gabriele Adinolfi

Μετάφραση στα ελληνικά: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Μικρός επικήδειος στον Ισμαήλ Χανίγια

 


γράφει ο Α.Π.

Δεν θα υπάρξει εδώ αναλυτικό βιογραφικό του Χανίγιε, αλλά ένας απολογισμός της ζωής του. Έφυγε από τη ζωή, χωρίς να πετύχει μόλις δύο πράγματα: να δει ελεύθερη την Παλαιστίνη και να θαφτεί σε αυτή. Όμως, η ζωή του ταυτίστηκε για πάντα, στην ιστορία της Ανθρωπότητας, με τη συμβολή, από την πλέον ηγετική θέση, στο άνοιγμα του δρόμου για την νίκη των λαών γενικά και του Παλαιστινιακού ιδιαίτερα, η οποία, επιτέλους, αχνοφαίνεται στον ορίζοντα, μετά τις 7/10, όλο και πιο καθαρά. 

Ο φόβος άλλαξε μια για πάντα στρατόπεδο, πέρασε στην πλευρά των ιμπεριαλιστών και των σιωνιστών παιδιών τους. Χάρη και στον Χανίγιε, στις 7/10, τα καταπιεζόμενα έθνη και οι λαοί ξαναχαμογέλασαν, γιατί τους αναπτερώθηκαν οι ελπίδες. Η Οικουμένη, ιδιαίτερα ο νέος κόσμος, έμαθε πια για το Παλαιστινιακό πρόβλημα, για το 1948 (και όχι μόνο το 1967, όπως ήξεραν μόνο λίγοι, οι πιο «ψαγμένοι»). Έδειξε το δρόμο του τελειοποιημένου ένοπλου αγώνα στους λαούς για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και την καταπολέμηση του άδικου. 

Εδώ, αξέχαστη θα παραμείνει και η παροιμιώδης υπομονή που έδειξε η οργάνωση του με αυτόν επικεφαλής μετά το 2021 και ως τις 7/10, όταν προκαλούταν συχνά από τους σιωνιστές ώστε να έρθει σε σύγκρουση μαζί τους πρόωρα, ενώ αυτός προετοίμαζε την απάντηση. Μάλιστα, έδειξε τον δρόμο του αγώνα χωρίς να στηριζόμαστε σε κανέναν ιμπεριαλιστή. Είναι και αυτό ένα μεγάλο δίδαγμα για τους λαούς, για κάθε κίνημα που θέλει να λέγεται αντιιμπεριαλιστικό. 

Έδειξε στους λαούς ότι είναι εφικτό αυτοί να χαλάσουν τα σχέδια των ιμπεριαλιστών («νέα Μέση Ανατολή»), να γίνουν καλύτεροι «σκακιστές» από τους τελευταίους. Τέλος, δεν μπορεί να αγνοηθεί το προσωπικό του κόστος. Δεν ξεχνιέται η σιωνιστική προπαγάνδα για τη «φυγή των συγγενών των ηγετών της Χαμάς από τη Γάζα», ενώ ο Χανίγιε έχασε 60 συγγενείς του, ή για την «εκ του ασφαλούς δράση του από πολυτελή ξενοδοχεία του Κόλπου», ενώ, τελικά, σκοτώθηκε στην υπερορία. 

Δεν θα ξεχαστεί ποτέ η στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε την ανακοίνωση της δολοφονίας των παιδιών του από Σιωνιστές, η οποία καταγράφηκε τηλεοπτικά. Δεν είναι πολλοί οι ηγέτες που έχασαν παιδιά τους στον πόλεμο (Στάλιν στον Β’ Π.Π., Μάο στην Κορέα, o Νασράλα στον Λίβανο το 2006 και λίγοι ακόμα). Δείχνει κι αυτό κάτι, ως προσωπικό παράδειγμα για κάθε αγωνιστή και, ιδίως, επαναστάτη, ανεξαρτήτως ιδεολογίας. 

Περασμένο-ξεχασμένο και το «κομματικό» λάθος με την προσωρινή ρήξη με τον Άσαντ, που πήγε το Παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στιγμιαία πίσω. Ουδείς, όμως, αλάνθαστος. Πραγματικά, με τόσες παρακαταθήκες, η λέξη «αθάνατος» είναι λίγη για να περιγράψει τον Χανίγιε από εδώ και μπρος.

Hail The Bathory Hordes: 6 Ιουνίου 2004 - 6 Ιουνίου 2024 - 20 χρόνια χωρίς τον Quorthon (άρθρο του Γιώργου Μάστορα)

 


γράφει ο Γιώργος Μάστορας

Ακόμη θυμάμαι ότι η καρδιά μου ράγισε στο άκουσμα της θλιβερής είδησης πως την Δευτέρα 7 Ιουνίου 2004 βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμα του στην Στοκχόλμη της Σουηδίας ο Thοmas Fοrsberg, γνωστότερος σε όλους μας με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Quorthon. 

Ο Άνθρωπος, δηλαδή, που βρισκόταν πίσω από τους BATHORY, ένα όχι απλώς σημαντικό Metal συγκρότημα, αλλά τολμώ να πω ό,τι πιο σημαντικό έχει να επιδείξει το Heavy Metal την τελευταία 40ετία.

Σε τέτοιες στιγμές, δεν υπάρχουν λόγια για να μπορούν να περιγράψουν Αξίες και συναισθήματα για ό,τι αντιπροσωπεύουν για εμάς οι BATHORY και το πόσο συντετριμμένοι νιώθουμε στο άκουσμα του χαμού μιας τόσο μεγαλειώδους, αλλά και μυστηριακής, μουσικής (και όχι μόνο) προσωπικότητας σφυρηλατώντας την καρδιά μας. 

Με ποιο τρόπο άραγε θα μπορούσαμε να αποδώσουμε σε όλο του το μεγαλείο το στίγμα των BATHORY; Θα έπρεπε να πέσουμε στην παγίδα μιας ανούσιας και στείρας εξιστόρησης του συγκροτήματος, αντιγράφοντας τη μέθοδο των “σοβαρών” μουσικών εντύπων; ‘

Όχι, το αφιέρωμα αυτό δεν μπορεί να έχει έναν τέτοιο τυποποιημένο χαρακτήρα, όσο κι αν θα προσπαθήσουμε σ’ αυτό το περιορισμένο από πλευράς χώρου κείμενο να μιλήσουμε για την ιστορία των BATHORY.

Απευθυνόμαστε κυρίως στις πραγματικές μεταλλικές ορδές, στους Πιστούς και αφοσιωμένους εκείνους οπαδούς, που δεν είδαν τη λατρεία γι’ αυτό το γκρουπ ως κάτι το περιστασιακό με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, ανάλογα με την κατά καιρούς μουσική κατεύθυνση των BATHORY, αλλά τους αγάπησαν ως ένα ενιαίο heavy σύνολο, και φυσικά στάθηκαν πιστοί στα όσα δια μέσω του ήχου και των στίχων τους, πρεσβεύουν. 

Γιατί, αν για τους άλλους “τα αγαπημένα τους” μουσικά συγκροτήματα αποτελούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα ευχάριστο μουσικό διάλειμμα, για Εμάς, οι BATHORY είναι “εγωιστική” ιδεολογική ταύτιση!

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Για τον Μαρίνο και όσους άλλους Συντρόφους «έφυγαν» …

Αφορμή για το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί η συμπλήρωση σήμερα, 1η Μαΐου 2024, 19 ετών από τον θάνατο ενός Εκλεκτού Συντρόφου και Φίλου, του Μαρίνου Χατζηκυριάκου, ύστερα από τροχαίο ατύχημα (ήταν συνεπιβάτης στο πίσω κάθισμα). 

Η στιγμή θανάτου συνέπιπτε χρονικά με το μεταίχμιο ανάμεσα στην Ανάσταση του Μεγάλου Σαββάτου και την Κυριακή της Λαμπρής. 

Η επετειακή ενθύμηση του τραγικού γεγονότος του χαμού του Μαρίνου με ώθησε στο να σκεφτώ κάποια πράγματα γύρω από την έννοια του θανάτου, ορισμένα εκ των οποίων θα προσπαθήσω να αποτυπώσω στο περιορισμένο χώρο ενός κειμένου. 

διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...


 

In memoriam: Franco Anselmi, 6 Μαρτίου 1978

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ο Franco Anselmi, γνωστός ως «ο τυφλός από το Ουρμπίνο» (1956 - 1978), γεννήθηκε στη Μπολόνια. Άρχισε να ασχολείται με την πολιτική στο MSI, σε πολύ νεαρή ηλικία. Σε ηλικία 16 ετών έπεσε θύμα άγριας επίθεσης από αριστερούς, που τον άφησε σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. Συνέβη στην είσοδο του γυμνασίου Kepler XI στη Ρώμη. Κατέληξε σε κώμα, ανέκτησε τις αισθήσεις του μετά από τρεις μήνες, με αποτέλεσμα μια ανεπανόρθωτη βλάβη στην όρασή του. 

Η ανάρρωση είναι μακρά και επώδυνη και θα αναγκάσει τον νεαρό να χάσει δύο σχολικά χρόνια. Ωστόσο ο Anselmi συνεχίζει την ενεργή μαχητικότητά του. Τον Φεβρουάριο του 1975 βρέθηκε δίπλα στον μαθητή του FUAN, τον Μίκη Μάντακα ο οποίος πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Το αίμα του νεαρού Έλληνα, πιτσιλίζει το σκούφο του Anselmi που θα τον κρατήσει σαν ιερό λείψανο. Έχοντας μετακομίσει στο σχολικό ινστιτούτο Tozzi στο Μοντεβέρντε, ο Franco δημιουργεί έναν ισχυρό δεσμό φιλίας με δύο νέους συμμαθητές: τον Massimo Carminati και τον Giusva Fioravanti.

Το 1977, μαζί με τον Alessandro Alibrandi και τους αδερφούς Fioravanti, ήταν μεταξύ των ιδρυτών των NAR, (Επαναστατικών Ενόπλων Πυρήνων). Ο Anselmi συμμετείχε στις πρώτες ενέργειες της ομάδας, όπως η επίθεση με βόμβες μολότοφ στα συντακτικά γραφεία των εφημερίδων “Il Messaggero” και “Il Corriere della sera”, πριν «σοβαρέψουν» την κατάσταση με όπλα και χειροβομβίδες, εναντίον στόχων του συστήματος, όπως δικαστές, αστυνομικούς και δημοσιογράφους. Στις 7 Ιανουαρίου 1978, ήταν μεταξύ των ακτιβιστών που έσπευσαν στην Acca Larentia μετά τη δολοφονία των τριών νεαρών εθνικιστών από αριστερούς τρομοκράτες και από την αστυνομία. 

Ο Anselmi είχε  μαζί του το σκουφί βαμμένο με το αίμα του Μάντακα και σε μια μακάβρια τελετουργία εκδίκησης το βύθισε  στους φρέσκους ακόμα λεκέδες που άφησε στο έδαφος, ένα από τα αγόρια που μόλις σκοτώθηκε. Στις 28 Φεβρουαρίου 1978 είναι η τρίτη επέτειος από τη δολοφονία του Μάντακα και οι ΝΑR  αποφασίζουν να «την τιμήσουν με αίμα», εκδικούμενοι όλους τους νεκρούς μέχρι τότε συναγωνιστές Ο Anselmi συμμετέχει στην ενέδρα στην Piazza Don Bosco εναντίον μιας ένοπλης ομάδας αριστερών ακτιβιστών.

Για να καλύψουν την ανάγκη για νέα όπλα, οι NAR αποφασίζουν να ληστέψουν το οπλοπωλείο Centofanti, όχι μακριά από τα σπίτια ορισμένων μελών της ομάδας. Σε μια προσπάθεια εκτροπής των ερευνών, δημιουργείται μια προσομοίωση ληστείας από τοξικομανείς. Σύμφωνα με το σχέδιο, στο τέλος της ληστείας το καθήκον του Franco θα ήταν να ληστέψει τους υπεύθυνους οπλοπωλείου που κρατούνται ως όμηροι, αφαιρώντας τους τα δαχτυλίδια, τα βραχιόλια, τα πορτοφόλια και τα περιδέραια. 

Ένας τρόπος λειτουργίας, ένα στυλ θα έλεγα που δεν ταιριάζει σε μια ληστεία από μια πολιτική ομάδα. Έτσι θα μπορούσαν να ξεγελάσουν την αστυνομία για τις έρευνες. Κλασική τακτική όλων των ένοπλων πολιτικών ακτιβιστών εκείνα τα χρόνια.

Το πρωί της 6ης Μαρτίου 1978, ο Franco έφτασε νωρίς στο χώρο μαζί με τον δεκαεπτάχρονο Francesco Bianco. Από εκείνο το πρωί ο Bianco θα θυμάται το τελευταίο γέλιο του Franco Anselmi λίγο πριν τον θάνατό του, όταν το ψεύτικο μουστάκι του «τυφλού από το Urbino» πέφτει στο φλιτζάνι του καφέ που πίνει στο μπαρ, περιμένοντας τα άλλα μέλη της ομάδος. Την κάλυψη στο δρόμο αναλαβαν οι Cristiano Fioravanti και Alessandro Alibrandi, ενώ ο Francesco Bianco είναι στο αυτοκίνητο με τον κινητήρα σε λειτουργία. 

Ο Franco και ο Valerio, οι μόνοι ενήλικες στην ομάδα, διασχίζουν την είσοδο του μαγαζιού  Centofanti, το μεγαλύτερο οπλοστάσιο της περιοχής. Τα δύο αδέρφια που διευθύνουν το κατάστημα οδηγούνται αμέσως στο μπάνιο υπό την απειλή όπλου. Έμειναν μόνοι και ανενόχλητοι και  οι αρχίζουν να γεμίζουν μια τσάντα με όπλα.

Σε αυτό το σημείο προκύπτει το πρώτο απροσδόκητο γεγονός. Ένας συνταξιούχος στρατάρχης των Καραμπινιέρων, φίλος των ιδιοκτητών της επιχείρησης, ετοιμάζεται να μπει, αλλά εμποδίζεται από τον Alibrandi και οδηγείται και αυτός γρήγορα στο μπάνιο. Ο Valerio βγαίνει με τα κλοπιμαία και κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο ακολουθούμενος από τον Cristiano. Ο Franco, από την άλλη καθυστερεί, γιατί σκοπεύει να κάνει την τελευταία επιχείρηση, βγάζει πορτοφόλια, ρολόγια και δαχτυλίδια από τους ομήρους, αφού τους έχει κάνει να φύγουν από το μπάνιο. 

Και εδώ είναι που προκύπτει και το δεύτερο απροσδόκητο γεγονός: αντιμέτωπος με το αίτημα να εγκαταλείψει την χρυσή του αλυσίδα, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος αντιστέκεται λόγω συναισθηματικής αξίας. Ο Franco χάνει χρόνο καθώς οι σύντροφοί του στο αυτοκίνητο αρχίζουν να ταράζονται. Στο τέλος ο νεαρός υποχωρεί: «Εντάξει, κράτα το. Μέχρι να συναντηθούμε ξανά». 

Τα αγόρια στο αυτοκίνητο ακούνε πυροβολισμούς. Κάτι συνέβη. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο Anselmi χτυπήθηκε από πίσω από έναν πυροβολισμό από έναν από τους υπεύθυνους του μαγαζιού. Ο Alibrandi τραυματίστηκε. Ο Franco είναι νεκρός. Η ομάδα εξαφανίζεται με τα όπλα. Ο Anselmi, που θεωρείται από τη συμμορία ως ο πρώτος μάρτυρας των NAR, θα τιμηθεί στη συνέχεια σε διάφορες ενέργειες από τους υπόλοιπους.

Μια υποσημείωση: στην Ιταλική αστυνομική ταινία «I due carabinieri» του Carlo Verdone (1984), κατά τη διάρκεια της σκηνής ενός κυνηγητού αυτοκινήτου, ο τεράστιος τοίχος που γράφει: «Piazza Anselmi» είναι καθαρά ορατός δίπλα σε έναν μεγάλο κελτικό σταυρό. Η τοποθεσία των γυρισμάτων είναι στην πραγματικότητα κοντά στο Fungo bar (Eur), ένα ιστορικό σημείο συνάντησης Ρωμαίων νεοφασιστών.

Εις μνήμην Βαγγέλη Ρωχάμη: καλό ταξίδι «Πεταλούδα»

 


γράφει ο Ανέστης Θεοφίλου

Όλοι μας όταν ακούμε ή διαβάζουμε  την λέξη Πεταλούδας το μυαλό μας ταξιδεύει στην ομώνυμη ταινία με τον Στηβ Μακουίν και τον Ντάστιν Χόφμαν. Όμως και στην πραγματική ζωή υπάρχουν ακόμα οι καταραμένοι οι οποίοι λες και βγήκαν από βιβλίο του Έντγκαρ Άλαν Πόε δηλώνουν την άρνηση τους απέναντι στην κοινωνία η οποία δεχόμενη τις προσλαμβάνουσες της άρχουσας τάξης (οικονομικής και πολιτικής) έχει αποβάλει την φύση του Άναρχου κατά Junger αλλά και την αντίληψη του Γκρεμιστή κατά Νίτσε (τάδε έφη Ζαρατούστρα). Η παράδοση της ληστείας έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα, Νταβέλης, Γιαγκούλας, Γκαντάρας και οι αδερφοί Ρετζαίοι τραγουδιούνται μέχρι σήμερα  από την δημοτική μας παράδοση.

Μία λοιπόν από τις ζώσες φιγούρες αυτής της παράδοσης ήταν ο Βαγγέλης Ρωχάμης, φίλος του Θόδωρου Βερνάρδου του ληστή με τις γλαδιόλες. Ο Ρωχάμης αποτέλεσε μια φιγούρα αντίδρασης απέναντι σε ένα υπάρχων και σαθρό σύστημα. Το πρόβλημα του κράτους με τον Ρωχάμη δεν ήταν πως λήστευε τράπεζες και ηλεκτρικές συσκευές, αυτό το έκαναν και άλλοι. Το επί της ουσίας πρόβλημα του συστήματος ήταν πως ο Ρωχάμης με τις αποδράσεις του κατάφερε να εκθέσει έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό ο οποίος έπρεπε να αποδείξει σε ΕΟΚ και ΗΠΑ πως η Ελλάδα της χρεωστικής Παπανδρέου Α.Ε. εκσυγχρονίζεται και δεν θυμίζει σε τίποτα την παράδοση του Ευρωπαίου που κουρσεύει και ληστεύει γιατί αρνείται να είναι δούλος.

Επί στρατιωτικού καθεστώτος ο Ρωχάμης υπηρετούσε την θητεία του, το 1971 ήθελε μεγάλα κότσια να αρπάξεις από τον γιακά αξιωματικό και να του πεις ''ρε άσε αυτά τα καραβανικά που ξέρεις, πότε θα βγω να δω την κόρη μου''. Επίσης ήθελε ακόμα μεγαλύτερα κότσια να το σκάσεις από τον στρατό γιατί η ηθική σου υπερβαίνει τις όποιες κρατικές και στρατιωτικές διαταγές. Ο Ρωχάμης λοιπόν φέρθηκε σαν ένας αντάρτης των συνειδήσεων, όπως είπε και ο Dominique Venner ''ο στρατιωτικός ηρωισμός έχει λίγα κοινά με τον επαναστατικό ηρωισμό. Χωρίς αμφιβολία ο στρατιώτης αντιμετωπίζει επίσης θάνατο και βάσανα, αλλά συμφωνεί απόλυτα με την κοινωνία και την εξουσία που του δίνουν νομιμοποίηση και του παρέχουν ηθική υποστήριξη, τιμές και διακρίσεις. Είναι μια ουσιαστική διαφορά με τον επαναστάτη ή τον αντάρτη, που εκτός από όλους τους προσωπικούς κινδύνους, πρέπει να αντλήσει από τον εαυτό του τις δικαιολογίες για να αντιμετωπίσει την αποδοκιμασία, την εχθρότητα, την κατασταλτική δράση της κοινωνίας που αντιμετωπίζει καθημερινά.''

Η άποψη λοιπόν του Venner δεν θα μπορούσε να ταιριάζει σε κανένα άλλο πέρα από τον Ρωχάμη ο οποίος στην ουσία ήταν ένας ανυπότακτος άνθρωπος που απλώς εκφράστηκε μέσα από την παρανομία. Όταν άρχισε τις ληστείες ο Ρωχάμης το στρατιωτικό καθεστώς είχε πέσει, οπότε για την Γ' Ελληνική Δημοκρατία ήταν ένα μεγάλο δέλεαρ να αποδείξει πως όλα λειτουργούν ομαλά. Η αμερικανική παρέμβαση και η ψυχροπολεμική αντισοβιετική διάθεση δεν ήθελε επουδενί να αποδείξει την σαθρότητα της στην κοινή γνώμη η οποία κοιμόταν και ξυπνούσε με την παραμύθα της νοικοκυρεμένης Δύσης ενώ η Ευρώπη εποικιζόταν από αφροασιάτες (δεδομένου πως η Ελλάδα τότε δεν είχε μεταναστευτικό πρόβλημα). Το 1981 ο Ρωχάμης πρωτοστατεί στην εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές Κορυδαλλού διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες κράτησης όπως και καλύτερη μεταχείριση των κρατουμένων από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους όπου σύμφωνα με τους ίδιους τους κρατούμενους, υπήρχαν κρυφά βασανιστήρια για τα οποία κάνεις δημοκράτης ποτέ δεν μίλησε. Για την δράση του αυτή ο Ρωχάμης δικάστηκε και του προστέθηκαν συν 27 μήνες φυλάκιση. Βλέπετε αγαπητοί αναγνώστες η απαίσια και σαθρή δημοκρατία δεν μπορούσε να διαχειριστεί πως η ίδια είναι η γεννεσιουργός αρχή κάποιων κοινωνικών ταραχών, διότι ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας οι φυλακές είναι κάτι που μας αφορά όλους, γιατί μια μέρα όλοι μπορεί να βρεθούμε εκεί μέσα και όχι απαραίτητα για ποινικούς λόγους.

Όμως ο Ρωχάμης δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια και εξέθεσε όλο το μπατσολόι του Κορυδαλλού. Ενδεδυμένος δικηγόρος και με πλαστή ταυτότητα διέφυγε από τις φυλακές Κορυδαλλού με ολόκληρο το σύστημα να έχει μείνει στήλη άλατος από αυτή την πραγματικά χλευαστική απόδραση του Βαγγέλη Ρωχάμη. Το ίδιο και στην Κέρκυρα ο Ρωχάμης κατάφερε με αντικλείδι να ξεκλειδώσει τις επτά πόρτες (μια δώρο σύμφωνα με τον ίδιο) και να αποδράσει. Σε μια από τις πολλές αποδράσεις του πήγε σε ένα νυχτερινό μαγαζί και αφού ακούμπησε την τσάντα με τα πιστόλια στο τραπέζι έριξε ένα λεβέντικο ζεϊμπέκικο με το μαγαζί να τον αποθεώνει γνωρίζοντας ποιος είναι. Αφού έφυγε κέρασε όλο το μαγαζί και εξαφανίστηκε. Μάλιστα μια μαρτυρία λέει πως ο Ρωχάμης μια φορά κέρασε ένα τραπέζι με μπάτσους ουίσκι και στο τέλος τους άφησε ένα χαρτάκι που έγραφε ''με  αγάπη και καθόλου μίσος Βαγγέλης Ρωχάμης''. Οι διωκτικές αρχές μη διαχειριζόμενες την καζούρα του Ρωχάμη έφτασαν στο σημείο να συλλάβουν την κόρη του προκειμένου να τον αναγκάσουν να παραδοθεί. Τότε ο Ρωχάμης πήρε ένα πενηντάρι πολυβόλο εφαρμοσμένο πάνω σε όχημα και γάζωσε όλο το τμήμα Χαϊδαρίου χωρίς εννοείται να σκοτώσει κάποιον αστυνομικό και να σημειωθεί πως ο Ρωχάμης ουδέποτε σκότωσε άνθρωπο από άποψη και αυτό θέλει μαγκιά.

Η αντιμετώπιση της κοινωνίας προς τον Ρωχάμη ήταν σε πλειοψηφία θετική διότι μέσα από την ανυποταξία του, ο κόσμος έβλεπε την μετουσίωση της γνώμης του απέναντι στην εξουσία την οποία δεν είχε την δύναμη να πολεμήσει. Επίσης η αμφισβήτηση του Ρωχάμη απέναντι στο σύστημα γέννησε μια λαϊκή έκφραση απέναντι σε κάθε τι εκτιθόταν στα μάτια του κόσμου με αποτέλεσμα αυτό να γεννά τριγμούς στο κομματικό πελατειακό κράτος.

Με την αποφυλάκιση του το 2000, ο Βαγγέλης Ρωχάμης γύρισε στην Εύβοια από όπου και καταγόταν και άνοιξε μια ταβέρνα στο Λευκαντί. Έκτοτε η ταβέρνα του Ρωχάμη αποτέλεσε στέκι για τους Αθηναίους και τους Χαλκιδαίους, με τον Ρωχάμη να αφηγείται στους θαμώνες τις ιστορίες του γύρω από την παρανομία αλλά και την πολυτάραχη ζωή του η οποία κάποια στιγμή είμαι πεισμένος πως θα βγει ταινία. Τα ζεϊμπέκικα και τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν μέσα στο μαγαζί του και μια πραγματική αντιεξουσιαστική χροιά συνόδευε την ατμόσφαιρα. Σαν έφηβος πήγα και εγώ με την παρέα μου στο ταβερνάκι του Ρωχάμη και αφού μας είπε τις ιστορίες του με όλη του την καρδιά στο τέλος μας λέει ''παλληκάρια το τραπέζι δικό μου ευχαριστώ που ξανάνιωσα''. Όταν τον ρώτησαν πως και δεν κάνεις καμιά ληστεία απάντησε δεν έχουν λεφτά οι τράπεζες.

Αυτός ήταν ο Βαγγέλης Ρωχάμης ένας γνήσιος αντιεξουσιαστής ο οποίος έγινε λαϊκός ήρωας για τον απλούστατο λόγω πως δεν έσκυψε το κεφάλι και έζησε όπως ήθελε. Όπως εύστοχα τόνισε πριν πολλά χρόνια ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Hunter Thomson ''Σε ένα έθνος από φοβισμένους και δούλους θα υπάρχει μεγάλη έλλειψη παρανόμων. Και αυτοί λίγοι που θα το καταφέρουν σε ένα βαθμό να γίνουν, θα είναι πάντα ευπρόσδεκτοι'' και είχε δίκιο στην κρίση του αυτή ο Thomson γιατί στην περίπτωση του Ρωχάμη ταιριάζει γάντι. Ο Ρωχάμης στην πραγματικότητα ήταν η μόνη λαϊκή αντιπολίτευση η οποία ποτέ δεν ψηφίστηκε. Στην μνήμη λοιπόν του Έλληνα Albert Spaggiari  αφήνουμε αυτό το άρθρο ως έναν «φαιοκόκκινο» αντιεξουσιαστικό επικήδειο.

5η Δεκεμβρίου 1981: Ο Alessandro Alibrandi βρίσκει έναν όμορφο θάνατο

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Στις πύλες της Ρώμης, πριν από 42 χρόνια, σε ηλικία 21 ετών, σε μια ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία, βρίσκει τον θάνατο ο Alessandro Alibrandi, ένας από τους πρωταγωνιστές του ένοπλου εθνικιστικού αγώνα στην Ιταλία. Όταν οι νέοι του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος - MSI, και του Μετώπου Νεολαίας, Fronte della Gioventu, άρχισαν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη φωτιά και τις σφαίρες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, το 1975, στη Ρώμης ιδρύθηκε ο Επαναστατικός Ένοπλος Πυρήνας (NAR) ως ένδειξη πολιτικής ένοπλης αντίδρασης. Αυτά ήταν τα χρόνια κατά τα οποία στην πρωτεύουσα, αλλά και σε άλλες ιταλικές πόλεις, οι συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Στο Σαλέρνο, τον Ιούλιο του 1973, ο Carlo Falvella, φοιτητής και μαχητής του FUAN, (του εθνικιστικού φοιτητικού κινήματος), μαχαιρώθηκε. Στην Πάντοβα, τον Ιούνιο του 1974, οι Gianluca Giralucci και Giuseppe Mazzola δολοφονήθηκαν μέσα στα τοπικά γραφεία του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Στη Ρώμη, τον Φεβρουάριο του 1975, ο Μίκης Μάντακας, Έλληνας φοιτητής και ακτιβιστής του FUAN, πυροβολήθηκε θανάσιμα από αριστερό ένοπλης ομάδας. 

Στο Μιλάνο, τον Μάρτιο του 1975, ο Sergio Ramelli, φοιτητής και ακτιβιστής του Μετώπου Νεολαίας, δολοφονείται από φοιτητές της Ιατρικής αριστερούς, με βάναυσα χτυπήματα στο κεφάλι με σιδερένια εργαλεία, ενώ και πάλι στη Ρώμη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Μάριο Ζιτσέιρι, φοιτητής και μαχητής του Μετώπου της Νεολαίας, πυροβολείται μπροστά στα γραφεία του κινήματος από αριστερούς.

Ήταν η αρχή του ένοπλου εθνικοεπαναστατικού αγώνα, από νεαρούς 18ρηδες που είδαν ότι πλέον η ζωή τους δεν είχε καμιά αξία και ότι το κόμμα τους είχε σχεδόν εγκαταλείψει και μάλιστα συζητούσε και με το … δημοκρατικό τόξο της εποχής μόνο για πολιτικά θέματα, χωρίς καμιά αντίδραση.

Έτσι ξεκίνησαν να απαντούν και όχι μόνο ενάντια στην αριστερά αλλά και ενάντια στο Σύστημα δολοφονώντας αστυνομικούς, δημοσιογράφους και δικαστές. Ένας από αυτούς τους νεαρούς ακτιβιστές, ο Alessandro Alibrandi, υπηρέτησε για πρώτη φορά στο Μέτωπο της Νεολαίας, στη συνέχεια, στο FUAN, και τελικά, αγκάλιασε τον ένοπλο αγώνα, και ήταν ένας από τους ιδρυτές του Επαναστατικού Ένοπλου Πυρήνα, ΝΑR.

Η πρώτη ένοπλη δράση στην οποία συμμετείχε ήταν ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία στο Borgo Pio στη Ρώμη τον Μάρτιο του 1977. Κατηγορούμενος ότι συμμετείχε στη δολοφονία του ακτιβιστή της Lotta Continua (Συνεχής Πάλη, ένοπλη αριστερή ομάδα) Walter Rossi, το απόγευμα της 30ης Σεπτεμβρίου 1977, συνελήφθη, μαζί με άλλους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, αλλά αθωώθηκε από την κατηγορία της δολοφονίας και καταδικάστηκε για σωματικές βλάβες. 

Χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Alibrandi, κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός άλλου μαθητή της Lotta Continua, του Roberto Scialabba, τον Φεβρουάριο του 1978, και των αστυνομικών, Straullu και Di Roma, στο «Οκτώβριος 1981. Τον κατηγόρησαν ορισμένοι μετανοούντες φυλακισμένοι που συμμετείχαν σε διάφορες εκτελέσεις. Για να αποφύγει τη σύλληψη από τον Ρωμαίο δικαστή, ο Alessandro Alibrandi αποφάσισε να πάρει το δρόμο της φυγοδικίας.

Τον Ιούλιο του 1981, έφυγε στον Λίβανο και εντάχθηκε στο κίνημα Maronite Falange που πολεμούσε εναντίον των Μουσουλμάνων. Εν τω μεταξύ, οι αρχηγοί των NAR στην Ιταλία συνελήφθησαν από την αστυνομία και ο Alessandro αποφάσισε να επιστρέψει για να σχηματίσει το "Nuovi Nar" μαζί με τους λίγους επιζώντες. Αλλά ο χρόνος πλέον έφτανε στο τέλος, αυτής της περιπετειώδους ζωής. Ο Alessandro, ενώ ο κλοιός του καθεστώτος σφίγγει, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει και να δολοφονήσει τον αστυνομικό Angelino, ο οποίος τον είχε συλλάβει πριν καιρό ως ύποπτο για μια δολοφονία δικαστή και τον είχε χτυπήσει πολύ άσχημα μέσα στο κελί του.

Το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου 1981, με τον αχώριστο Sordi και δύο άλλους βετεράνους της εμπειρίας του Λιβάνου, τον Belsito και τον Ciro Lai, ο "Alì Babà", έτσι τον φώναζαν, αποφασίζει ότι είναι η ιδανική μέρα για την εκτέλεση του αστυνόμου. Αλλά όταν η ομάδα φτάνει στο σπίτι του αστυνομικού, δεν υπάρχει ίχνος από τον Αντζελίνο. Έτσι, οι τέσσερις έφυγαν και άρχισαν να περιπλανιούνται στη Ρώμη. Φτάνουν στο Labaro, ένα χωριουδάκι στη Φλαμίνια. Υπάρχει εκεί ένα κιόσκι με φρούτα και λαχανικά.

Σταματούν και αγοράζουν μερικά μανταρίνια. Λίγο μετά περνά ένα αστυνομικό αμάξι και οι τέσσερις νεαροί αποφασίζουν να πάρουν θέση και να περιμένουν να επιστρέψει για να αφοπλίσουν τους αστυνομικούς (ένας από τους τρόπους να προμηθεύονται όπλα και σφαίρες, ο άλλος ήταν οι ληστείες σε τράπεζες). Αλλά το αυτοκίνητο δεν έρχεται. 

Στις 12.50, ενώ ο Alibrandi κάθεται στην άκρη του πεζοδρομίου και τρώει ένα μανταρίνι, περνά ένα άλλο αστυνομικό αυτοκίνητο, το οποίο ξαφνικά κάνει μια όπισθεν και σταματά μπροστά από τον "Alì Babà", ο οποίος σε δέκατα του δευτερολέπτου αποφασίζει να ενεργήσει, όπως είχε κάνει στο Μιλάνο, τραβώντας το πιστόλι του και έτσι ξεκινά το χάος. Δεκάδες σφαίρες πέφτουν, ο αστυνομικός που καθόταν στο πίσω κάθισμα δέχεται αρκετές, ενώ οι δυο μπροστινοί, μπόρεσαν αν και τραυματισμένοι να βγουν και να καλυφθούν ανταποδίδοντας τα πυρά, που ήδη έριχναν και οι άλλοι τρεις νεαροί.

Ο Sordi τραυματίζεται ενώ ο Allesandro πέφτει στο έδαφος αιμόφυρτος. Τότε οι τρεις καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα ζόρισαν και μπαίνουν μέσα στο περιπολικό με τον ήδη νεκρό αστυνόμο και το σκάνε. Σε μια οδό εγκαταλείπουν το όχημα και κλέβουν με την βία ένα άλλο. Ο Alibrandi, μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου και διαπιστώνεται ο θάνατος του. Πεθαίνει έτσι ένας από τους πιο αγαπητούς νεοφασίστες της Ρώμης. Φίλος των Φαλαγγιτών Χριστιανών, και σούπερ-ενθουσιώδης οπαδός της Λάτσιο, ο «Αλί Μπαμπά» θα παραμείνει ο «απαγορευμένος μύθος» γενεών νεοφασιστικών ακτιβιστών σε όλη την Ιταλία. Όταν πέθανε, φορούσε μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό του με μια χρυσή ηλιακή σβάστικα.

Ας μην βιαστούμε να κρίνουμε τις πράξεις και τις επιλογές του νεαρού. Την περίοδο εκείνη, η επιβίωση ενός εθνικοεπαναστάτη ήταν μόνο η ένοπλη άμυνα η οποία, μετατράπηκε σε επίθεση για λόγους που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με εκείνα τα χρόνια. Οι νεαροί εκείνοι συναγωνιστές έδωσαν την ζωή τους στις πλατείες, στους δρόμους, καθημερινά δίνοντας άνισες μάχες ενάντια στα σκυλιά του καθεστώτος, την αριστερή λαίλαπα που κυριαρχούσε παντού, αλλά και ενάντια στο ίδιο το σύστημα, μαχόμενοι για την Ιδέα, για την μεγάλη Ιδέα της επανάστασης των Εθνών. 

Εκείνα τα παιδιά δεν ήταν απλοί πατριώτες του καναπέ που απλά ασχολούταν μόνο για μια βουλευτική καρέκλα, ήταν αληθινοί μαχητές, ήταν αυτοί που έδωσαν την ευκαιρία σε πολλούς νεαρούς εθνικιστές να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο ενάντια στην κρατική και αριστερή βία.

«…και να αισθάνεσαι μέσα σου ότι στα είκοσι σου χρόνια προσπαθείς να δώσεις ένα νόημα στην επανάσταση σου…»

Συναγωνιστής Alessandro Alibrandi: Presente!

Αθάνατοι

 γράφει ο Μοναχικός Λύκος

Ήταν 1η Νοεμβρίου του 2013 όταν τα σώματα του Γεωργίου Φουντούλη και Μανώλη Καπελώνη έπεφταν στο έδαφος ποτίζοντας με το αίμα τους την γη. Οι σφαίρες των θρασύδειλων δολοφόνων έσκισαν τον αέρα και καρφώθηκαν στα σώματα των Εθνικιστών που αγωνίζονταν για μία άλλη Ελλάδα. 

Τα παιδιά με τις μαύρες μπλούζες που τόσο πολύ λοιδορήθηκαν και στοχοποιήθηκαν αγωνιζόταν για ένα Έθνος ανεξάρτητο και ελεύθερο για μία Ελλάδα χωρίς μνημόνια, χωρίς εγκληματικότητα, χωρίς λαθρομετανάστες, χωρίς ανεργία και ναρκωτικά. Για μία Ελλάδα υπερήφανη και ελεύθερη και όχι για ένα άθλιο προτεκτοράτο της Δύσεως που υιοθετεί καθετί ξένο προς τον πολιτισμό μας. 

10 χρόνια μετά και το ανθελληνικό σύστημα θέλοντας να καταστείλει κάθε ίχνος Εθνικής Αντίστασης απαγορεύει την Τελετή Μνήμης των νεκρών συναγωνιστών μας. 10 χρόνια μετά και το άθλιο προτεκτοράτο δείχνει τα δόντια του απέναντι στους εναπομείναντες ελεύθερους και έμψυχους αγωνιστές που συνεχίζουν να κρατούν την δάδα αναμμένη. 

Για άλλη μία φορά το σύστημα προστατεύει τους λοβοτομημένους οργανωτές των αντισυγκεντρώσεων και απαγορεύει το μνημόσυνο νεκρών ελληνόπουλων. Δεν μας εκπλήσσει τίποτα, οι εθνικιστές είμαστε μαθημένοι στις συκοφαντίες, τις διώξεις, τις φυλακίσεις και τις επιθέσεις από κράτος και παρακράτος. Ξέρουμε όμως ένα πράγμα:  δεν πρόκειται να κάνουμε ποτέ πίσω! 

Καμία δολοφονία, καμία φυλάκιση και καμία απαγόρευση δεν θα μας εμποδίσει να δώσουμε μέχρι τέλους τον ιερό αγώνα για την επιβίωση της φυλής μας. Μέσα σε αυτόν τον βούρκο της πνευματικής και ηθικής παρακμής που βιώνει η χώρα μας εμείς θα πολεμούμε πάντα τον υλισμό, την δειλία και την μεμψιμοιρία. Θα αγωνιζόμαστε μέχρι τέλους γιατί σε αντίθεση με εσάς τους πουλημένους έχουμε ιερό και όσιο, έχουμε ψυχή, έχουμε σθένος και παραμένουμε άνθρωποι. 

Εσείς οι προσκυνημένοι αγαπάτε το χρήμα και την υποτέλεια σε αυτό, αγαπάτε την εξουσία και έτσι καταστρέφετε κάθε ίχνος ανθρωπιάς μέσα σας. Με κάθε σας πράξη δείχνετε πόσο απάνθρωποι είστε. Ζούμε στην εποχή που λίγοι έχουν το κουράγιο να αγωνιστούν, λίγοι αλλά πάντα σταθεροί και άτεγκτοι στα πιστεύω τους.

 Λίγοι αλλά ανυπότακτοι!

Ακούστε λοιπόν όλοι εσείς οι προσκυνημένοι και καταλάβετε το:

Ούτε οι σφαίρες ούτε οι φυλακές κανένας δεν λυγίζει τους εθνικιστές!

Γιώργος Φουντούλης και Μανώλης Καπελώνης: Αθάνατοι!