γράφει ο Α.Π.
Το πρόγραμμα του NSDAP ήταν πολύ προσεκτικό στη διατύπωση
«σοσιαλιστικών» αιτημάτων. Εξάλλου, οι συντάκτες του - ο Άντον Ντρέξλερ, ο
Γκότφριντ Φέντερ και ο Αδόλφος Χίτλερ - δεν μπορούσαν να αποφύγουν να
συμπεριλάβουν ορισμένα σημεία στα οποία οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να βλέπουν
αιτήματα που τους ήταν γνωστά ως «εργατικά αιτήματα».
Το σημείο 7 («Απαιτούμε
από το κράτος να αναλάβει να διασφαλίζει πρωτίστως την ικανότητα εργασίας και
διαβίωσης των πολιτών») θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράφραση του αιτήματος για
το δικαίωμα στην εργασία. Ωστόσο, το σημείο 11 έπρεπε να ακούγεται ιδιαίτερα
«σοσιαλιστικό» καθώς απαιτούσε: «Κατάργηση των εισοδημάτων που δεν προέρχονται
από την εργασία» ακουγόταν ακριβώς όπως η αρχή των εργατικών κομμάτων: «Ο μη
εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω». Ωστόσο, αμέσως ακολουθεί η δεύτερη πρόταση του σημείου
11: «Σπάσιμο της δουλείας του τόκου», και αυτή ήταν μια θολή απαίτηση, ήταν μια
απαίτηση με την οποία ένας εργαζόμενος δεν μπορούσε να συνδέσει καμία
πραγματική ιδέα, αλλά ακόμη περισσότερο οι ανεξάρτητοι τεχνίτες, οι
καταστηματάρχες, οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, οι αγρότες κ.λπ.
Το σημείο
12 απευθυνόταν κυρίως στους εργαζόμενους: «Απαιτούμε την πλήρη κατάσχεση όλων
των κερδών που συσσωρεύτηκαν μέσω κερδοσκοπίας κατά τη διάρκεια του πολέμου»,
καθώς και τα ακόλουθα σημεία: «Απαιτούμε την εθνικοποίηση όλων των
(προηγουμένως) ήδη κοινωνικοποιημένων (τραστ) εταιρειών» (σημείο 13),
«Απαιτούμε την αναδιανομή των κερδών των μεγάλων εταιριών» (σημείο 14)
«Απαιτούμε γενναιόδωρη διεύρυνση των συνταξιοδοτικών παροχών» (σημείο 15).
Το
σημείο 17 («Απαιτούμε μια αγροτική μεταρρύθμιση προσαρμοσμένη στις εθνικές μας
ανάγκες, δημιουργία νόμου για την ελεύθερη απαλλοτρίωση της γης για
φιλανθρωπικούς σκοπούς») ήταν δανεισμένο επίσης από τα προγράμματα των
εργατικών κομμάτων και απευθυνόταν κυρίως στους εργάτες γης και τους φτωχούς
αγρότες. Ωστόσο, γρήγορα έγινε σαφές ότι τα επιχειρήματα του Χίτλερ
και αυτά τα σημεία του προγράμματος δεν ήταν αρκετά και ότι - ειδικά στις
βιομηχανικές περιοχές και τα "κόκκινα οχυρά" - έπρεπε να καταφύγει
κανείς σε ισχυρότερα μέσα και συνθήματα αν ήθελε να κερδίσει την υποστήριξη των
εργατών. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι στην περιοχή του Ρουρ
συγκεκριμένα, η ναζιστική κοινωνική δημαγωγία στο δεύτερο μισό της δεκαετίας
του 1920 ξεπέρασε κατά πολύ αυτό που ήταν συνηθισμένο στο Μόναχο.
Ξεχώρισαν
ιδιαίτερα οι Γκρέγκορ Στράσσερ και Γιόζεφ Γκέμπελς. Ο Στράσσερ πήρε τις πιο
ριζοσπαστικές θέσεις. Για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 1927 σε ένα άρθρο «Στόχοι
και τρόποι» ανέφερε τα εξής: «Είμαστε σοσιαλιστές, είμαστε εχθροί, θανάσιμοι
εχθροί του σημερινού καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος με την εκμετάλλευση
των οικονομικά αδύναμων, με τις άδικες αμοιβές του, με την ανήθικη αποτίμηση
των ανθρώπων με βάση τον πλούτο και το χρήμα αντί για την ευθύνη και την
απόδοση, και είμαστε αποφασισμένοι να καταστρέψουμε αυτό το σύστημα με κάθε
κόστος!»
Τέτοιες διακηρύξεις ήταν αρκετές για να εγείρουν αμφιβολίες
μεταξύ διαφόρων επιχειρηματιών σχετικά με την αξιοπιστία και τη χρησιμότητα των
Ναζί, αλλά όχι για να εντυπωσιάσουν τους ταξικά συνειδητοποιημένους
κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Το κρίσιμο ερώτημα, το οποίο οι
ηγέτες των Ναζί απέφευγαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά δεν μπόρεσαν να
αποφύγουν μακροπρόθεσμα, ήταν η πρακτική θέση του NSDAP στην ταξική πάλη μεταξύ
εργοδοτών και εργαζομένων, η συμπεριφορά του απέναντι στα συνδικάτα, τις
συλλογικές διαπραγματευτικές διαφορές, και κατά τη διάρκεια απεργιών. Ενώ το
NSDAP είχε παραμείνει σχετικά αδρανές σε αυτά τα ζητήματα πριν το 1929, με την
έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κατέστη απαραίτητο να ενταθεί η «μάχη
για η ψυχή του γερμανικού λαού» και να δημιουργηθούν εθνικοσοσιαλιστικοί
συνδικαλιστικοί φορείς.
Αυτό ήταν επίσης προς το συμφέρον των επιχειρηματιών,
οι οποίοι θα μπορούσαν να περιμένουν από ένα ναζιστικό πυρήνα μέσα στα
εργοστάσια να παράσχει ένα «εθνικό» αντίβαρο ενάντια στα σοσιαλδημοκρατικά και
τα κομμουνιστικά συνδικάτα, έναν πυρήνα ο οποίος θα μπορούσε επίσης να
χρησιμοποιηθεί για απεργοσπαστικές δραστηριότητες εάν ήταν απαραίτητο. Το 1929,
υπό την πίεση διάφορων ηγετών του NSDAP προερχόμενων από τις βιομηχανικά
ανεπτυγμένες περιοχές της Γερμανίας, μια ειδική συνεδρίαση της κομματικής
διάσκεψης της Νυρεμβέργης του NSDAP αποφάσισε να προχωρήσει στην επέκταση της
οργάνωσης των κομματικών συνδικάτων.
Μετά το εκλογικό πισωγύρισμα του NSDAP στις εκλογές του
Νοεμβρίου 1932 (από 37% έπεσε στο 33% και δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση,
έστω συνεργασίας), ο Γκρέγκορ Στράσσερ εξέφρασε την άποψη ότι το κόμμα θα
πρέπει να μετακινηθεί από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση χωρίς να επιμείνει
στην ανάληψη της θέσης του καγκελαρίου ως κατηγορηματική προϋπόθεση. Το εξήγησε
αυτό στον Χίτλερ με ξεκάθαρους όρους.
Ο Χίτλερ το ερμήνευσε αυτό ως πρόκληση
για την εξουσία του και αντέδρασε πολύ αρνητικά. Σύμφωνα με τον Γκέμπελς, ο
Χίτλερ ήθελε να αφαιρέσει από τον Στράσσερ κάθε εξουσία, αλλά αυτό δεν ήταν
καθόλου εύκολο. Όντας οργανωτικός διευθυντής του Ράιχ, ο Στράσσερ έχαιρε
μεγάλου σεβασμού στη βάση του κόμματος. Εθεωρείτο επίσης από τους Γερμανούς
βιομηχάνους ως ένας από τους λίγους εθνικοσοσιαλιστές με τους οποίους θα
μπορούσε κανείς να συνεργαστεί.
Την παραμονή της πρώτης συνεδρίασης του Ράιχσταγκ, ο Χίτλερ
έδωσε εντολή στους βουλευτές του NSDAP να υιοθετήσουν σκληρή γραμμή,
υποστηρίζοντας ότι «ποτέ ένα μεγάλο κίνημα δεν νίκησε ακολουθώντας το δρόμο του
συμβιβασμού». Ο Στράσσερ, από την πλευρά του, κάλεσε τους κρατικούς επιθεωρητές
του NSDAP και υποστήριξε ότι ο Χίτλερ δεν ακολουθούσε μια «σαφή γραμμή» από τον
Αύγουστο του 1932, εκτός από το ότι «ήθελε να γίνει καγκελάριος με κάθε
κόστος». Δεδομένου ότι δεν υπήρχε καμία ρεαλιστική πιθανότητα να συμβεί αυτό
εκείνη τη στιγμή (Νοέμβριος 1932), ο Χίτλερ διακινδύνευε την αποσύνθεση και την
παρακμή του κινήματος.
Υπήρχαν δύο τρόποι για να επιτευχθεί η άνοδος του
κόμματος στην εξουσία, υποστήριξε ο Στράσσερ. Η νόμιμη – οπότε ο Χίτλερ θα
έπρεπε να είχε αποδεχθεί τη θέση του αντικαγκελάριου και να προσπαθήσει να τη
χρησιμοποιήσει ως πολιτικό μοχλό. Και η παράνομη – η οποία θα συνεπαγόταν την
προσπάθεια βίαιης κατάληψης της εξουσίας μέσω των SS και των SA. Θα ακολουθούσε
τον Φύρερ του σε οποιοδήποτε μονοπάτι, είπε ο Στράσσερ, αλλά δεν ήταν πλέον
διατεθειμένος να περιμένει επ' αόριστον.
Αφού έλαβε τις πληροφορίες αυτής της συνάντησης, ο Χίτλερ
συναντήθηκε με τους κρατικούς επιθεωρητές στη σουίτα του ξενοδοχείου του για να
αντικρούσει τα επιχειρήματα που προέβαλε ο Στράσσερ. Το να γίνει
αντικαγκελάριος, είπε, θα οδηγούσε γρήγορα σε θεμελιώδεις διαφορές με τον
Πάπεν, ο οποίος θα είχε απορρίψει οποιαδήποτε πρωτοβουλία από την πλευρά του
(του Χίτλερ) και έτσι θα έδειχνε ότι ο Χίτλερ ήταν ανίκανος να κυβερνήσει.
«Αρνούμαι να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο και εξακολουθώ να περιμένω μέχρι να μου
προσφερθεί η καγκελαρία», δήλωσε ο Χίτλερ. «Η μέρα θα έρθει, και πιθανώς
νωρίτερα από ό, τι νομίζουμε».
Ακόμη λιγότερο ελπιδοφόρος ήταν ο παράνομος
δρόμος προς την εξουσία, τόνισε, δεδομένου ότι ο Χίντενμπουργκ και ο Πάπεν δεν
θα δίσταζαν να εκδώσουν διατάγματα που θα επέτρεπαν στον στρατό να πυροβολήσει
κατά των συγκεντρώσεων των εθνικοσοσιαλιστών. Συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις
πειθούς και μελοδράματος, ο Χίτλερ κατάφερε να εξασφαλίσει την πίστη των
κρατικών επιθεωρητών. Πίσω από τα παρασκήνια, μια άλλη συνωμοσία εξυφαινόταν. Έχοντας επίγνωση της θέσης του Στράσσερ, ο στρατηγός Σλάιχερ, πρώην υπουργός
Άμυνας υπό τον Πάπεν και νυν καγκελάριος του Ράιχ, προσπάθησε για λίγο να
συσπειρώσει τις μετριοπαθείς δυνάμεις στο NSDAP υπό τον Στράσσερ για σχηματισμό
κυβέρνησης. Σύστησε τον Στράσσερ στον Χίντενμπουργκ και ο τελευταίος είπε ότι
ήταν δεκτικός στην ιδέα. Αλλά ο Στράσσερ απέτυχε να κερδίσει την υποστήριξη των
συναγωνιστών του. Το σχέδιο του Σλάιχερ απέτυχε.
Ο Χίτλερ έμαθε για τη μυστική συνάντηση του Στράσσερ με τον
Χίντενμπουργκ και είδε τους φόβους του για συνωμοσία να επιβεβαιώνονται.
Βρίσκοντας εαυτόν σε πολύ δύσκολη θέση, ο Στράσσερ παραιτήθηκε από όλες τις
θέσεις του κόμματός του, εγκατέλειψε την έδρα του στο Ράιχσταγκ και υποσχέθηκε
να μείνει μακριά από τον πολιτικό ακτιβισμό για δύο χρόνια. Ήταν εντελώς
απομονωμένος. Στις 30 Ιουνίου 1934 («η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών») για την
ακρίβεια, ο Χίτλερ θα σκότωνε τον Στράσσερ.
Τα χρόνια από το 1927 ως το 1932 ο Στράσσερ εκπροσωπούσε την
πιο ριζοσπαστική πτέρυγα εντός της κορυφής του NSDAP (ενώ ο αδερφός του Όττο, ο
Στένες και άλλοι εκπροσωπούσαν μάλλον την πιο ριζοσπαστική πτέρυγα της βάσης).
Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των εθνικοσοσιαλιστικών συνδικάτων (NSBO)
που πολλές φορές απήργησαν από κοινού με τους κομμουνιστές (ειδικά το 1931-32),
αλλά ήρθε σε ρήξη με τον Χίτλερ μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1932, γιατί
θεωρούσε ότι οι Γερμανοί βιομήχανοι δεν θα δέχονταν ποτέ να δώσουν στον Χίτλερ
τη θέση του καγκελαρίου, και πρότεινε είτε το συμβιβασμό με τη θέση του
αντικαγκελάριου είτε τον παράνομο αγώνα. (Στον υπολογισμό του αυτόν ο Στράσσερ
έπεσε έξω, καθώς τον Ιανουάριο του 1933 οι Γερμανοί βιομήχανοι τελικά δέχτηκαν
να δώσουν στον Χίτλερ την καγκελαρία).
Σήμερα, σύμφωνα με την εκτίμηση του τμήματος των γερμανικών
μυστικών υπηρεσιών στο κρατίδιο της Θουριγγίας, οι «εθνικο-επαναστατικές»
πολιτικές θεωρίες του Γκρέγκορ Στράσσερ και του μικρότερου αδελφού του Όττο,
όπως και οι ιδέες του Ερνστ Ρεμ, ασκούν σημαντική επιρροή στις ιδέες αρκετών
σύγχρονων εθνικοσοσιαλιστών. Υπήρχε για πολύ καιρό ένα ισχυρό στρασσερικό ρεύμα
εντός του NPD, του οποίου η φαινομενική κοινωνική κριτική και η σοσιαλιστική
ρητορική, με πρότυπο τους αδελφούς Στράσσερ, αντηχούν ιδιαίτερα στην ανατολική
Γερμανία, όπου οι συνέπειες της παλινόρθωσης του καπιταλισμού μετά το 1990
(μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, ανεργία, παραγκωνισμός των ανατολικών εργατών στην
αγορά εργασίας) κάνουν τους πολίτες των ανατολικών κρατιδίων πιο ευεπίφορους σε
αντικαπιταλιστικές και συνάμα εθνικιστικές ιδέες από ότι στη δυτική Γερμανία.