γράφει ο Λανδγράβος
Στέλνω αυτή την επιστολή ως απάντηση στο άρθρο του
κυρίου Δέλτα, που φέρει τον τίτλο ''Οι ανεδαφικές οικονομικές θέσεις του Στρασσερισμού'', και ελπίζω να την δημοσιεύσετε. Για να μην μακρηγορήσω θα
εισέλθω άμεσα στο θέμα της επιστολής.
Καταρχάς, εκτιμώ ότι είτε συνειδητά είτε λόγω του
ότι απορροφήθηκε από την ένταση του γραπτού του λόγου, ο κύριος Δέλτας,
μολονότι χρησιμοποίησε πληθώρα πραγματολογικών στοιχείων προκειμένου να
παρουσιάσει τις θέσεις του, σε κάποια σημεία του άρθρου εξέπεσε στο επίπεδο
μιας άνευ νοήματος διαδικτυακής αντιδικίας. Εξάγω αυτό το συμπέρασμα γιατί σε
ορισμένα σημεία είναι τόσα πολλά τα επιστημολογικά φάλτσα του εν λόγω άρθρου, ώστε
να ακυρώνουν το συνολικό του επιχείρημα, που με τόσες πηγές ο συντάκτης του
έχει υποστηρίξει.
Θα ξεκινήσω λοιπόν παραθέτοντας κάποια από τα
πραγματολογικά και μεθοδολογικά λάθη του συγκεκριμένου άρθρου, τα οποία σε
ορισμένα σημεία διαδέχονται το ένα το άλλο. Εκτιμώ ότι ο αρθρογράφος μπορεί να
τα είχε αποφύγει αν δεν έβλεπε στο ιστολόγιο ενός άλλου blogger μια γενικευμένη εικόνα της ιδεολογίας που θέλει να
στηλιτεύσει. Γι αυτό εγώ δεν θα σταθώ στο άρθρο που απαντά ο κύριος Δέλτας. Δεν
με ενδιαφέρει και δεν το λαμβάνω υπόψη. Θα επιμείνω, όμως, στο άρθρο και στον
λόγο του κυρίου Δέλτα, εφόσον αξιώνει να γίνει δεκτός ως προϊόν μιας
επιστημονικής σκέψης.
Πρώτα απ’ όλα ο κύριος Δέλτας απαντά σε ένα άρθρο
που γράφτηκε σε κάποιο ιστολόγιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι διαλέγεται με
ολόκληρη την ιδεολογική πτέρυγα ενός πολιτικού χώρου. Συνεπώς ξεκινά με ένα
μεθοδολογικό λάθος ήδη από τον τίτλο του άρθρου. Γιατί αυτές που κριτικάρει δεν
είναι κάποιες ανεδαφικές θέσεις του Στρασσερικού ιδεολογικού ρεύματος, αλλά ένα
άρθρο κάποιου blogger που δηλώνει υποστηρικτής
του ρεύματος αυτού. Υποθέτω ότι ως κοινωνικός επιστήμονας ο κύριος Δέλτας θα
έπρεπε να είχε αποφύγει αυτό το απλό αλλά και χτυπητό μεθοδολογικό σφάλμα.
Ωστόσο τα μεθοδολογικά φάλτσα γίνονται δύο όταν
στην πρώτη παράγραφο του κειμένου ο αρθρογράφος εγκαλεί τους Στρασσερικούς για
εμμονή σε Μαρξιστικά αναλυτικά εργαλεία, την ίδια ώρα που και ο ίδιος
καταφεύγει σε έναν Αναρχικό διανοητή προκειμένου να δικαιολογήσει τη θέση του.
Τελικά τι πιστεύει ο αρθρογράφος; Είναι καλά ή όχι τα δάνεια σκέψης από
αντίπαλους ιδεολογικούς χώρους; Ότι και να πιστεύει πάντως μικρή σημασία έχει.
Εκείνο που όντως έχει σημασία είναι ότι μεθοδολογικά εκπίπτει σε δεύτερη
αντίφαση μέσα σε λίγες σειρές. Γιατί είτε το πιστεύει είτε όχι εφόσον χρεώνει
κάτι στον συνομιλητή του ως αρνητικό δεν μπορεί ο ίδιος να το υιοθετήσει ως
θετικό στην μεθοδολογία της δικής του ανάλυσης.
Στην συνέχεια περνάμε σε πραγματολογικά κενά.
Γράφει ο κύριος Δέλτας, προκειμένου να υπερασπιστεί τους μεγαλοαστούς κατόχους
πολυτελών οικιών από την κριτική των εθνικιστών, το εξής:
Μας ενοχλεί
και πως ξοδεύουν τις αποταμιεύσεις τους οι προκομμένοι που ανέλαβαν ρίσκα
επενδύοντας ίδια κεφάλαια (από αποταμιεύσεις ή δανειακά κεφάλαια) σε
οικονομικές δραστηριότητες προσφέροντας ψωμί στους εργαζόμενους και τεχνογνωσία
στο οικονομικό σύστημα;
Καταρχάς, κανείς επιστήμονας που θέλει να
διαφυλάξει την επιστημολογική του αρτιότητα δεν χρησιμοποιεί χαρακτηρισμούς
όπως οι «προκομμένοι» σε έγκυρα άρθρα. Αυτή η φρασεολογία παραπέμπει σε
συντάκτη του «Μακελειό» ή άλλου tabloid. Όχι σε επιστημονικό λόγο. Αλλά αυτό είναι το
λιγότερο. Εκείνο που η επιστημονική σκέψη του αρθρογράφου θα έπρεπε να είχε
συλλάβει είναι ότι η κριτική στους μεγαλοαστούς δεν γίνεται για λόγους
ζηλοφθονίας. Γίνεται επειδή είναι ευρέως γνωστό ότι στην ελληνική οικονομική
ζωή υπάρχουν πολλοί μεγαλοαστοί που «προκόβουν» όχι γιατί είναι άξιοι σε
συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, ούτε γιατί επενδύουν τις αποταμιεύσεις και τα
δανειακά τους κεφάλαια. Προκόβουν γιατί είναι σπεκουλαδόροι, συνδεδεμένοι με
πολιτικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, κοντολογίς, ικανοί να διαφεύγουν από τα
πλαίσια του νόμου με τρόπους που για έναν απλό εργαζόμενο είναι αδύνατοι.
Θέλετε να σας θυμίσω παραδείγματα; Μετά την εποχή
του σκανδάλου του χρηματιστηρίου επί εποχής Σημίτη, είναι πολλά. Θέλετε να
μιλήσουμε με ονόματα; Θα σας διαφεύγει μάλλον η άριστη σχέση της οικογένειας Βαρδινογιάννη
και του κυρίου Μελισανίδη με την πρεσβεία των ΗΠΑ (αλήθεια, δεν σας κίνησε την
περιέργεια πως ένας φυλακισμένος για οικονομική απάτη είναι σήμερα ένας εκ των
«προκομμένων» πιο πλούσιων Ελλήνων;). Το ακόμη χειρότερο είναι ότι αρκετοί
εξ αυτών, δεν αρκούνται στην αποκόμιση αθέμιτου κέρδους λόγω των ισχυρών τους
διασυνδέσεων, αλλά το επιδεικνύουν κιόλας με τον αντιαισθητικό τρόπο μιας
υλιστικά χυδαίας ζωής. Αυτό στηλιτεύει ο εθνικιστικός λόγος κύριε Δέλτα. Το
σύμπλοκο της αισθητικής παρακμής και της ηθικής παθογένειας που συνοδεύει
πολλούς σύγχρονους μεγαλοαστούς καπιταλιστές της χώρας. Είτε είναι Στρασσερικός
είτε συντηρητικός.
Γιατί ο εθνικιστικός λόγος είναι εναντίον του
φιλελευθερισμού από την εποχή του Χέρντερ. Τόσο για λόγους ιδεολογικών αρχών
όσο και για λόγους που προκύπτουν έπειτα από ανάλυση των πραγματολογικών
δεδομένων. Τα σχόλια λοιπόν για τις πισίνες έχουν αυτό τον πυρήνα. Ως
αναγνώστης του Δραγούμη θα έπρεπε να θυμάστε εξάλλου ότι αρνητική εικόνα για
τον ηθικό πυρήνα της τάξης των Ελλήνων μεγαλοαστών είχε και ο Ίωνας Δραγούμης,
τόσο σε πρώιμες φάσεις όσο και στην ύστερη σκέψη του, και μάλιστα για
μεγαλοαστούς που ήταν και αρκετά γενναιόδωροι ως εθνικοί ευεργέτες, σε αντίθεση
με τους σημερινούς.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση του άρθρου, πιο κάτω
αναφέρει ο αρθρογράφος το εξής:
Τότε λοιπόν
που δομήθηκαν αυτές οι θεωρίες υπήρχαν «αφεντικά», που ήταν κεφαλαιοκράτες και
φαμίλιες μεγαλοαστών, εργοστασιάρχες με μια λιτή οργανωτική δομή ολίγων
διοικητικών επιπέδων, χωρίς δυνατότητα ανέλιξης στην εταιρική ιεραρχία για τους
εργαζομένους προλετάριους. Σήμερα οι σύγχρονες ΑΕ έχουν πολυσύνθετα
οργανογράμματα που προσφέρουν τεράστιες δυνατότητες καριέρας στα στελέχη
(υπάρχει ολόκληρο εταιρικό τμήμα διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων) και το μετοχικό
κεφάλαιο είναι κατακερματισμένο σε επενδυτές από όλο τον κόσμο εξαιτίας της
χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Καταρχάς αν κάποιος αδυνατεί να δει ότι ορισμένα
από τα αρνητικά γνωρίσματα του καπιταλισμού του 19ου και των αρχών
του 20ου αιώνα επιβιώνουν και στην σημερινή καπιταλιστική ελληνική
οικονομία πρέπει να ζει σε άλλη χώρα. Αλλά ακόμη και αν δεν τα βλέπει είναι
απορίας άξιο πως ο αρθρογράφος απαιτεί από έναν εθνικιστή να αποτιμήσει με την
ψυχρή λογική (στην ουσία να δει με συμπάθεια) το παραγωγικό μοντέλο ενός
συστήματος που -όπως γράφει- είναι κατακερματισμένο
σε επενδυτές από όλο τον κόσμο εξαιτίας της χρηματοοικονομικής
παγκοσμιοποίησης. Αν μη τι άλλο, ως κοινωνικός επιστήμονας, γνωρίζει
οικονομική ιστορία. Θα έπρεπε να θυμάται ότι οι διανοητές που εξέφρασαν
οικονομικές θέσεις βασιζόμενoι στην
θεωρία του εθνικισμού ήταν εναντίον της παγκοσμιοποίησης όταν προτάθηκε σε
θεωρητική μορφή κατά την εποχή του Διαφωτισμού (θα σας παραπέμψω στον Άνταμ
Μύλλερ), ήταν εναντίον της πρώτης παγκοσμιοποίησης που πραγματοποιήθηκε στο
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με την αποικιοκρατία (θα σας παραπέμψω
στον Τζων Ράσκιν), κοντολογίς ήταν εναντίον της παγκοσμιοποίησης πάντοτε και θα
παραμείνουν ενάντιοι της παγκοσμιοποίησης για πάντα.
Γράφει πιο
μετά ο εν λόγω αρθρογράφος,
Την εποχή
του Μαρξ ήταν ορθό να γραφούν τέτοιες θεωρίες διότι δεν υπήρχε το Εργατικό
Δίκαιο που υπάρχει σήμερα και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και η Β’
Οικονομική επανάσταση (επανάσταση της ηλεκτρικής ενέργειας και της φάμπρικας)
ήταν στο στάδιο της εκκίνησης. Οπότε υπήρχε τεράστια εκμετάλλευση του εργατικού
δυναμικού και ακόμα και γυναικόπαιδα εργαζόντουσαν κάτω από αντίξοες συνθήκες
εργασίας (εξοντωτικά ωράρια, επικίνδυνες δομές εργασίας, χαμηλά ωρομίσθια,
εξαιρετικά χαμηλή μεταβλητότητα στους μισθούς)
Νομίζω ότι όποιος υποστηρίζει πως η εκμετάλλευση
των εργαζομένων έχει πάψει να υφίσταται σήμερα κάνει μεγάλο λάθος. Θα τον
καλούσα να συγκρίνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων στην σημερινή Ελλάδα με
εκείνη των εργαζομένων των αμέσως προηγούμενων δεκαετιών. Για να δούμε προς τα
πού πηγαίνει η τάση. Κυρίως, όμως, απορώ πως είναι δυνατόν ένας επιστήμονας να
βγάζει από την συνάρτηση την σημαντικότερη μεταβλητή της εποχής μας. Δηλαδή την
ΑΝΕΡΓΙΑ (την οποία παρεμπιπτόντως συμπεριλαμβάνει σε ανάλυση άλλης παραγράφου
στη συνέχεια του κειμένου). Ας μετρήσουμε τους αληθινούς δείκτες της ανεργίας
στην Ελλάδα σήμερα και ας τους συγκρίνουμε με εκείνους της οποιαδήποτε
προηγούμενης εποχής της μεταπολίτευσης. Ας θυμηθούμε επίσης πόσο δύσκολο είναι
να βρει κανείς δουλειά στην Ελλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια χωρίς να έχει
διασυνδέσεις με πολιτικούς και υπόγεια δίκτυα, προκειμένου να αξιολογήσουμε
σφαιρικά τον βαθμό εξάρτησης των Ελλήνων εργαζομένων από τους «προκομμένους»
μεγαλοαστούς. Τότε ίσως γίνει ακόμη πιο κατανοητή η επιφύλαξη των εθνικιστών
για τον κόσμο της οικονομίας της αγοράς και των μεγαλοαστών επικεφαλείς της.
Την ίδια κριτική θα μπορούσα να ασκήσω σε
επιχειρήματα του τύπου:
Η ενοποίηση
του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος διασφαλίζει την ελεύθερη μετακίνηση
κεφαλαίων και ειδικές πλατφόρμες ηλεκτρονικής αγοραπωλησίας χρηματοπιστωτικών
τίτλων, τύπου «e-toro», σας το επιτρέπουν.
Ποιοι είναι τα «αφεντικά» εδώ;
Όποια και να είναι τα αφεντικά σίγουρα δεν θα είναι
της αρεσκείας των εθνικιστών. Γιατί η παγκοσμιοποίηση του τραπεζικού συστήματος
και η κουλτούρα που παράγει είναι αντίθετη με τον πυρήνα των απαρχών της
πολιτικής θεωρίας του εθνικισμού.
Ανάμεσα στα άλλα προτείνει και μείωση των φόρων ο
αρθρογράφος:
Δεν φτάνει
που οι εταιρίες στην Ελλάδα πληρώνουν 24% εταιρικό φόρο (τώρα έπεσε στο 22%
γιατί πάμε σε εκλογές το Φθινόπωρο, και τη δεκαετία του ‘80 ο φορολογικός
συντελεστής ήταν στο 49%), με προκαταβολή φόρου στο 55% ( ήταν στο 75% προ
ολίγου καιρού και στο 100% επί του ολετήρα Τσίπρα), καταβάλλουν ΦΠΑ και
ασφαλιστικές εισφορές, έχουν πληρώσει προμηθευτές και τους μισθούς των
υπαλλήλων, έχουν πουλήσει επί πιστώσει …
Ασφαλώς δεν επιδέχεται αμφιβολίας ότι τα κρατικά
έσοδα των υψηλών φόρων δεν κατανέμονται στην κοινωνία μας όπως πρέπει. Θα είχε
όμως ενδιαφέρον να βλέπαμε πως θα εξασφαλίζαμε την χρηματοδότηση της εθνικής
άμυνας, την δημόσια υγεία, την εθνική παιδεία, τον πολιτισμό και όλα όσα
περιλαμβάνουν οι ιδεολογικές αναφορές του εθνικισμού με μείωση των φόρων.
Αλλά εδώ προκύπτει το ερώτημα. Είναι όντως
εθνικιστές τέτοιοι αρθρογράφοι; Προσωπικά αμφιβάλω. Μπορεί να γνωρίζουν καλά την
οικονομική θεωρία του φιλελευθερισμού. Μπορεί να έχουν αληθινά πατριωτικά
συναισθήματα. Δεν ξέρω όμως αν είναι εθνικιστές. Γιατί ο εθνικισμός είναι μια
συγκεκριμένη παράδοση στην ιστορία των πολιτικών ιδεών.
Έχει κεντρικές παραδοχές
και συγκεκριμένα καταγεγραμμένες ιδεολογικές διακλαδώσεις. Ασφαλώς ανανεώνεται
και λαμβάνει υπόψη την ιστορική εμπειρία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι χάνονται
οι βασικές του παραδοχές, όπως προτείνει να συμβεί ο αρθρογράφος στην συνέχεια
του άρθρου. Ποιος δεν θέλει να είναι επίκαιρος; Όχι όμως έχοντας αλλοιώσει την
ιδεολογία του. Οι κεντρικές παραδοχές και οι βασικές ιδεολογικές γραμμές δεν
είναι δυνατόν να αλλάξουν. Και ο αντιφιλελευθερισμός στην πολιτική και την
οικονομία είναι ιδεολογική απαρχή του εθνικισμού από την μέρα που ο Χέρντερ
χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στην ιστορία των ιδεών τον όρο εθνικισμός.
Δεν θα σχολιάσω την συνέχεια του άρθρου. Γιατί
αναγνωρίζω ότι ο κύριος Δέλτας όταν σταμάτησε να τρολάρει το αντίπαλο ιστολόγιο,
συνέχισε το άρθρο παραθέτοντας πράγματι πολλά και ενδιαφέροντα επιστημολογικά
δεδομένα, που υποστηρίζουν την θέση του. Μόνο που η θέση που προτείνει δεν
είναι εθνικιστική. Πατριωτική μπορεί. Εθνικιστική όχι. Ακόμη δεν έχω αντιληφθεί
γιατί ορισμένοι επιμένουν να θέλουν να σχετίζονται με έναν όρο που δεν τους
εκφράζει. Νεοεθνικιστές, νεοδεξιοί, εθνικοπατριώτες και άλλα πολλά μεταμοντέρνα
ωραία ξεφυτρώνουν καθημερινά στον δημόσιο λόγο του εθνικιστικού χώρου. Απλά
είναι τα πράγματα παιδιά. Αν δεν σας αρέσει όπως είναι εδώ και δυο αιώνες η
ιδεολογία μας, μπορείτε να την αφήσετε.
Προσωπική μου εκτίμηση είναι η εξής. Αν πρέπει να
κάνει κάτι ένας Έλληνας κοινωνικός επιστήμονας που δηλώνει εθνικιστής σήμερα,
θεωρώ ότι δεν είναι να παρουσιάσει ένα εφαρμόσιμο οικονομικό ή πολιτικό πρόγραμμα.
Δεν θα κυβερνήσει αύριο κανένα εθνικιστικό κόμμα την χώρα ώστε να χρειαστεί να
λειάνουμε τις ιδεολογικές μας αναφορές ώστε να προσαρμοστούν στα δεδομένα μιας
αντι-εθνικιστικής ιστορικής περιόδου. Θεωρώ πως εκείνο που έχει μεγαλύτερη
σημασία είναι η μάχη των ιδεών. Επανάσταση και ουσιαστική πολιτική αλλαγή χωρίς
να έχει προηγηθεί ιδεολογική και ηθικο-αισθητική εξέγερση δεν πρόκειται να
υπάρξει. Η δουλειά του πνευματικού ανθρώπου λοιπόν είναι να κάνει την ιδεολογία
του γνωστή, εύρωστη και (όχι επίκαιρη αλλά) επικαιροποιημένη.
Ακόμη και αν οι οικονομικές προτάσεις μιας
εθνικιστικής ιδεολογικής τάσης ακούγονται παρωχημένες, σκοπός του εθνικιστή
διανοητή είναι να τους δώσει ξανά την ιστορική τους ευστοχία. Όχι να τις
απορρίψει και να καταφύγει σε δάνεια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γιατί τότε, όπως
κάποιοι κατηγορούν ορισμένους για εμμονή σε παλαιοσοσιαλιστικά κατάλοιπα άλλοι
θα κατηγορήσουν αυτούς για υποταγή στα κελεύσματα της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Οι
εθνικιστές είμαστε εδώ για να ανατρέψουμε την υπάρχουσα συνθήκη. Όχι για να
γίνουμε κυβερνητικό εξάρτημα της.