Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ALAIN DE BENOIST. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ALAIN DE BENOIST. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Alain de Benoist για τον Φασισμό


«Έχουν προταθεί αμέτρητοι ορισμοί του Φασισμού. Το απλούστερο εξακολουθεί να είναι το καλύτερο: ο Φασισμός είναι μια επαναστατική πολιτική μορφή που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση τριών βασικών στοιχείων: έναν Εθνικισμό τύπου Ιακωβίνου, έναν μη Δημοκρατικό Σοσιαλισμό και το αυταρχικό κάλεσμα για μαζική κινητοποίηση. Στο βαθμό που είναι ιδεολογία, ο Φασισμός προκύπτει από έναν επαναπροσανατολισμό του Σοσιαλισμού σε μια κατεύθυνση εχθρική προς τον υλισμό και τον διεθνισμό. Απευθυνόμενος σε ένα κατεξοχήν δεξιό εκλογικό σώμα, είχε συχνά υποστηρικτές μεταξύ των αριστερών»

Alain de Benoist

Κυκλοφορεί από την κίνηση Zentropa το Μανιφέστο για την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση του Αλαίν ντε Μπενουά

Κυκλοφορεί από την κίνηση Zentropa το Μανιφέστο για την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση του Αλαίν ντε Μπενουά. 

Θα το βρείτε στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο Λόγχη και στις εκδόσεις Πελασγός καθώς από τα γνωστά σημεία διανομής.

zentropafatria@protonmail.com

Πολιτική ενημέρωση από την Γαλλία: Τι είναι το φαινόμενο Éric Zemmour και ποια η θέση του Alain de Benoist


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ο Éric Zemmour εμφανίζεται ως το ανερχόμενο αστέρι. Μιλάμε για έναν Ισραηλίτη που γεννήθηκε στην Αλγερία και σημαδεύτηκε από τον αποκλεισμό των Γάλλων -που έγινε στα τρία του χρόνια- από την επαρχία τους μέχρι το 1961.

Ο Zemmour είναι σίγουρα ένας άνθρωπος ευρείας κουλτούρας, ίσως υπερβολικά σημαδεμένος από τις περιπέτειες της παιδικής του  ηλικίας. Σε ορισμένους ακροδεξιούς και πατριωτικούς  κύκλους αρέσει επειδή ο αντι-ισλαμισμός του είναι ξεκάθαρος και συνεχίζουν να αυταπατώνται ότι αυτό μπορεί να είναι το κλειδί για να κάνουν τους Χριστιανούς να αντιδράσουν στη μετανάστευση. Τα γεγονότα έδειχναν πάντα ότι η φόρμουλα δεν λειτουργεί, αλλά - ειδικά στη Γαλλία - κανείς κρατά τις λάθος πεποιθήσεις του για πολύ καιρό.

Ο Zemmour έχει με το μέρος του το γεγονός ότι μιλάνε για αυτόν για χρόνια, μερικές φορές κάθε μέρα, στην ιδιωτική τηλεόραση που τον έκανε να μπει στα σπίτια των Γάλλων. Τόσο η Μαρίν Λεπέν όσο και οι πολιτιστικοί κύκλοι της «Νέας Δεξιάς» έχουν συχνά συνομιλήσει μαζί του. Τώρα παρουσιάζεται σαν ένα μοναχικό άλογο και δεν το είχαν προβλέψει.

Οι δημοσκοπήσεις του δίνουν από 7%. Μάλλον είναι υπερβολικές ειδικά για να τον ωθήσουν να τρέξει. Σε τι ωφελεί αυτοί οι υποψήφιοι να μπουν στην υποψηφιότητα για να βγάλουν τη Μαρίν Λεπέν από το ψηφοδέλτιο; Παίζονται  διεθνή διακυβεύματα που υπερβαίνουν την εσωτερική πολιτική.

Για να δούμε όμως και τι λέει  με μια εξαιρετική συνέντευξη επί του θέματος, ο Alain de Benoist.

Το «φαινόμενο Zemmour», ο δεξιός πολιτοσχολιαστής, πιθανός υποψήφιος στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, δεν θα αποδυναμώσει την Μαρίν Λεπέν όσο οι Ρεπουμπλικάνοι και θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμμεση ενίσχυση του Εμανουέλ Μακρόν στην κούρσα για τα Ηλύσια. Αυτό αναφέρει  ο Γάλλος στοχαστής  Alain de Benoist, «πατέρας» της Nouvelle Droite, ο οποίος σε μια συνέντευξή του  λέει επίσης ότι είναι πεπεισμένος για μια επικείμενη ισχυρή αναβίωση των λαϊκιστικών κινημάτων στη Γαλλία και την Ιταλία.

«Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές χαρακτηρίζονται πάντα από εκπλήξεις και δράμα», σημειώνει ο de Benoist. «Όλοι έλεγαν ότι οι εκλογές του 2022 θα ακολουθούσαν αυτές του 2017 με αντιμέτωπο τον Μακρόν και τη Λεπέν, αντίθετα έφτασε το νέο στοιχείο του Ερίκ Ζεμούρ, ο οποίος φαίνεται να εκτοξεύεται προς την υποψηφιότητα, για να ανακατέψει τις προβλέψεις».

Στις δημοσκοπήσεις εναλλάσσεται το αμοιβαίο προσπέρασμα με τη Le Pen. Τι τους διαφοροποιεί στα μάτια των ψηφοφόρων;

Οι θέσεις και οι προτάσεις του Zemmour είναι πιο ριζοσπαστικές από τη Le Pen. Είναι δύσκολο να προβλέψουμε αν θα αυξήσει περαιτέρω τη δύναμη του ή αν θα ξεφουσκώσει απότομα. Είναι γεγονός ότι όλες οι προβλέψεις για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές αποδεικνύονταν πάντα λανθασμένες και αυτός είναι ο λόγος που βλέπω τα γεγονότα με περιέργεια, αλλά αποφεύγω να κάνω καμία πρόβλεψη.

Ο Zemmour και η Le Pen απευθύνονται στου ίδιους εκλογικούς πελάτες;

Δεν θα το έλεγα. Η Le Pen θα διατηρήσει την ψήφο των λαϊκών τάξεων, ενώ ο Zemmour θα κοιτάζει τη μικροαστική τάξη που προσελκύεται από τις θέσεις του, πιο ριζοσπαστικά στα θέματα της γαλλικής πολιτιστικής ταυτότητας και της μετανάστευσης, ενώ από οικονομική άποψη εκφράζει πολύ πιο φιλελεύθερες ιδέες παρά η Μαρίν Λεπέν. Δεν νομίζω ότι θα καταφέρει να ξεπεράσει τις δημοφιλείς τάξεις.

Από ποιον θα αφαιρέσει τις ψήφους ο Zemmour;

Στους Ρεπουμπλικάνους, των οποίων το εκλογικό σώμα συμμερίζεται ως ένα βαθμό τις απόψεις της Λεπέν για τη μετανάστευση, ωστόσο, δεν το ψηφίζει, ενώ νιώθει πιο καθησυχασμένος από τον Zemmour. Στη συνέχεια, θα βγάλει ένα κομμάτι της ριζοσπαστικής δεξιάς από το Rassemblement National επειδή δεν συμφωνούσε με τη μετάβαση του κόμματος σε πιο μετριοπαθείς θέσεις.

Δεν πιστεύετε στην πρωτοβουλία που ανέλαβε ο δήμαρχος του Béziers, ο Robert Ménard, για συμφωνία μεταξύ Λεπέν και Zemmour;

Ο ίδιος ο Robert Ménard ήταν πολύ αβέβαιος, αρχικά υποστηρίζοντας τη Λεπέν και αποθαρρύνοντας τον Zemmour, μετά όταν μεγάλωσε στις δημοσκοπήσεις πίεσε για αυτή τη συμφιλίωση. Ωστόσο, η υπόθεση μου φαίνεται πρόωρη. Φυσικά, υπάρχει ο κίνδυνος ο μεταξύ τους ανταγωνισμός να ευνοήσει έμμεσα την επιτυχία του Μακρόν.

Σε ποιο βαθμό συμμερίζεστε τις ιδέες του Zemmour;

Συμφωνώ όταν υποστηρίζει ότι η μετανάστευση στη Γαλλία έχει γίνει σοβαρό πρόβλημα και συμφωνώ με την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας. Οι διαφορές μου, από την άλλη πλευρά, είναι βαθιές στο θέμα της Ευρώπης: άλλο πράγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλο η Ευρώπη. Εγώ κάνω τη διάκριση. Επιπλέον, σίγουρα δεν μου αρέσει ο Γιακωβινισμός του και πιστεύω ότι ο ριζοσπαστισμός των απόψεων του είναι πολύ ακραίος για να είναι αξιόπιστος. Από προσωπική άποψη, θεωρώ τον Éric έναν ωραίο άνθρωπο, με πολλή ενέργεια και θέληση, με χάρισμα και εξαιρετική ιστορική κουλτούρα, πολύ ανώτερο από την πλειοψηφία της γαλλικής πολιτικής τάξης. Προφανώς, άλλο πράγμα είναι να είσαι επιτυχημένος ως αρθρογράφος και συγγραφέας, είναι άλλο να το πετυχαίνεις στην πολιτική.

Ποιοι είναι οι πολιτιστικοί πατέρες του Zemmour; Σε ποια δεξιά πτέρυγα αναφέρεται;

Ο Zemmour έχει ανάμεικτο υπόβαθρο, δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα συγκεκριμένο φαινόμενο της Γαλλικής ιστορίας. Ακόμα κι αν θα ήθελε να αποδώσει στην Γκωλιστική και Βοναπαρτική  παράδοση, πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτοί απολάμβαναν τη γενική συναίνεση των λαϊκών τάξεων, αυτός των μικροαστών που αισθάνονται ότι απειλούνται, όπως και αλλού στην Ευρώπη, από την υποβάθμιση.

Και η μεγαλοαστική τάξη;

Ανεξάρτητα από το αν είναι δεξιά ή αριστερά, η μεγάλη φιλελεύθερη αστική τάξη ευτυχώς συσπειρώθηκε με συναίνεση για τον Εμμανουήλ Μακρόν.

Πώς κρίνετε τα τέσσερα χρόνια του Μακρόν στα Ηλύσια;

Εντελώς αρνητικά, αν και ομολογώ ότι η Προεδρία του πέρασε δύσκολες στιγμές, με πιο πρόσφατη την πανδημία. Παρά τις εκλογικές υποσχέσεις του μεγάλου επενδυτικού σχεδίου, παρ' όλες τις προσπάθειες του, ο Μακρόν δεν θα καταφέρει να κατακτήσει τις λαϊκές τάξεις. Όπως είπα, η υποστήριξή του θα επιβεβαιωθεί από τη φιλελεύθερη αστική τάξη, τις μεγάλες εταιρείες, τους συνταξιούχους που αισθάνονται καθησυχασμένοι από τις πολιτικές του. Το ισοζύγιο του είναι αρνητικό τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές μέτωπο, στις αντιφατικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία, την Ιταλία και τώρα με την Αλγερία, για να μην αναφέρουμε τις μάταιες προσπάθειες αναβίωσης της Ευρώπης με την Angela Merkel.

Είστε αισιόδοξος ή απαισιόδοξος για το μέλλον της Γαλλίας;

Υπάρχουν περισσότεροι λόγοι για να είμαστε απαισιόδοξοι, αλλά η ιστορία είναι ο τομέας του αβέβαιου. Οι παράγοντες της γαλλικής παρακμής είναι πολλοί: πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί. Αλλά αυτός πρέπει να είναι ένας ακόμη λόγος για να σηκώσουμε  τα μανίκια, όχι μια δικαιολογία για να αφήσουμε τον εαυτό μας να φύγει.

Πιστεύετε ότι ο λαϊκισμός περνά μια στιγμή κρίσης;

Είναι σε στατική φάση. Θέλω να τονίσω, αν χρειαζόταν ποτέ, ότι δεν είναι μια ιδεολογία αλλά ένα στυλ που μπορεί να μπολιαστεί σε πολύ διαφορετικές ιδεολογίες, επομένως θα ήταν πιο σωστό να μιλάμε για λαϊκισμούς, στον πληθυντικό. Όχι μόνο πιστεύω ότι ο λαϊκισμός απέχει πολύ από το να εξαφανιστεί, αλλά είναι πιο ζωντανός από ποτέ, αφού είναι προϊόν της ριζικής κρίσης της φιλελεύθερης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μια αντίδραση που προκύπτει από την προοδευτική υποβάθμιση των κοινωνικών συνθηκών του εύθραυστου, όλο και πιο επισφαλείς και υποβαθμισμένες ομάδες. Πιστεύω ότι στο μέλλον ορισμένες χώρες, ιδίως η Γαλλία και η Ιταλία, πρέπει να περιμένουν νέες κοινωνικές κρίσεις, επιταχυνόμενες από τις οικονομικές, που θα τροφοδοτήσουν τις εξεγέρσεις. Τα κίτρινα γιλέκα ήταν απλώς μια πρόγευση. Υπάρχει μια αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια που θα μετατραπεί σε οργή ενάντια στην πολιτική, οικονομική και ελίτ των μέσων ενημέρωσης. Ένα επόμενο λαϊκιστικό κύμα, περισσότερο από το δυνατό, είναι πιθανό.

Πόσο συμβάλλει η αδυναμία των κομμάτων;

Πολύ, επειδή ακόμη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είναι πλέον ικανά να υποκλέψουν τη δυσαρέσκεια, δεν έχουν γενικό όραμα ή στρατηγική. Ο λαϊκισμός δεν θα μεταγγίζεται πλέον σε κόμματα ή κινήματα, αλλά σε ενστικτώδεις πράξεις, σε εξατομικευμένες εκδηλώσεις επειδή δεν έχουν μια συνολική οργάνωση, αλλά για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι πιο δύσκολο να κρατηθούν υπό έλεγχο.

Πού είναι ικανοί να τους οδηγήσουν οι ηγέτες;

Τώρα δεν βλέπω κανένα, αλλά επαναλαμβάνω: Η ιστορία είναι ο τομέας του απροσδόκητου. Οι μεγάλοι ηγέτες βγαίνουν από εξαιρετικές καταστάσεις.

Τι πιστεύετε για τις ιταλικές ταραχές στο δρόμο ενάντια στην υποχρέωση της πράσινης κάρτας στο χώρο εργασίας;

Η ιδέα της πράσινης κάρτας είναι απαράδεκτη και εισάγει διακρίσεις, είναι ένα είδος εσωτερικού διαβατηρίου. Θα ήταν καλύτερο να καθιερωθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός και να καταργηθεί το δελτίο υγείας.

Αλλά τελικά ποιον θα ψηφίσετε στη Γαλλία;

Όχι μόνο δεν ξέρω, αλλά δεν ξέρω καν αν θα ψηφίσω.

Αποκλειστική συνέντευξη με τον Alain de Benoist: «Ενάντια στον φιλελευθερισμό, η κοινωνία δεν είναι αγορά».


Για τον Γάλλο διανοητή διαβάστε εδώ …


Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μποβιάτσο

Το να συναντάς και να συζητάς με τον Alain de Benoist, μόνο θετικό μπορεί να είναι και ειδικότερα όταν δέχεται να σου απαντήσει σε κάποια αρκετά βαρεία ερωτήματα. Βρεθήκαμε και τα είπαμε στις Βρυξέλλες, για τον εχθρό των λαών, τον φιλελευθερισμό με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου με τίτλο «Ενάντια στον φιλελευθερισμό, η κοινωνία δεν είναι αγορά».

Εσείς λέτε ότι ο φιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Η υπεράσπιση αυτής της ιδεολογίας θα μπορούσε να την παρομοιάσει με τον αστικό συντηρητισμό. Τι πιστεύετε;

Η κυρίαρχη ιδεολογία, είναι πάντα αυτή που ανήκει στην τάξη η οποία κυριαρχεί. Σήμερα δεν είναι αυτή του αστικού συντηρητισμού που κυριαρχεί. Είναι μια τάξη διεθνιστική που συγχρονίζεται τέλεια με έναν αποκεντρωμένο καπιταλισμό, που θέλει να είναι τόσο «αποτελεσματική», όσο και «προοδευτική». Αυτό δουλεύει με τρόπο ώστε να μετατρέψει τον πλανήτη σε μια τεράστια αγορά, αλλά ταυτόχρονα να διατηρεί την ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ιδεολογία του προοδευτισμού. Η συγκεκριμένη ιδεολογία, βήμα-βήμα, απομακρύνθηκε από τον κόσμο, με τις όποιες επιπτώσεις έχουν υπάρξει. Η αστική τάξη, που ταυτόχρονα είναι και συντηρητική και φιλελεύθερη, προσκολλάται σε μια αφόρητη κατάσταση. Στην πραγματικότητα, μπορεί να διεκδικήσει τον εαυτό της σαν φιλελεύθερη εις βάρος του συντηρητισμού και ως συντηρητική εις βάρος του φιλελευθερισμού. Στο βιβλίο μου αναλύω μερικά σημεία δίνοντας μερικά παραδείγματα.

Πώς μπορούμε να περιμένουμε να ρυθμίσουμε τη μετανάστευση ακολουθώντας τη φιλελεύθερη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ανθρώπων, των κεφαλαίων και των αγαθών; Πώς να απαγορευτεί η χρήση ναρκωτικών χωρίς να παραβιάζεται η φιλελεύθερη ιδέα ότι όλοι πρέπει να μένουν εντελώς ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν; Πώς να υπερασπιστούμε την ταυτότητα των λαών και των πολιτισμών εάν τα βλέπουμε, όπως οι φιλελεύθεροι, μόνο ως απλά αθροίσματα απλών ατόμων; Πώς να διατηρήσουμε τις «παραδοσιακές αξίες» όταν το καπιταλιστικό σύστημα κάνει τα πάντα και παντού για να τις καταστείλει;

Για να έρθουμε και στο σήμερα, θα λέγαμε ότι ο Μακρόν, είναι η τέλεια προσωποποίηση της φιλελεύθερης ιδεολογίας; Για ποιους λόγους;

Ας πούμε ότι είναι από τους πιο εμβληματικούς. Ξέρουμε ότι ήταν τα οικονομικά περιβάλλοντα, που έσπρωξαν τον Μακρόν να φτάσει στην κορυφή της ισχύος. Που με την εκλογή του, έφτιαξε αμέσως μια δυνατή κυβέρνηση συνδυάζοντας τους φιλελευθέρους πολιτικούς της Δεξιάς με τους φιλελεύθερους της Αριστεράς.

Αυτό δείχνει τουλάχιστον μέχρι τώρα, όπως είπε και ο Jean-Claude Michea, ότι ο δεξιός φιλελευθερισμός και ο αριστερός κοινωνικός φιλελευθερισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά δυο μορφές που προέρχονται από την ίδια ιδεολογία και οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται. Αλλά αυτό επίσης μας επέτρεψε να καταλάβουμε ότι ο διαχωρισμός της αριστεράς με την δεξιά, εξαφανίζεται, για να αντικατασταθεί από κάτι άλλο, ασφαλώς πιο θεμελιώδες: φιλελεύθερο και αντι-φιλελεύθερο. Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα μέχρι το τέλος του σοσιαλισμού, οι συντηρητικοί ήταν οι κύριοι αντίπαλοι των φιλελευθέρων, αλλά θα ξαναγυρίσουμε σε αυτό!

Κύριε de Benoist, ποια αντίδοτα, ποιες ενναλακτικές υπάρχουν ή τι μπορούμε να σκεφτούμε, να πράξουμε, για να μπορέσουν οι κοινωνίες μας να θριαμβεύσουν ενάντια στον φιλελευθερισμό;

Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κάποια μαγική συνταγή. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια γενική κατάσταση που εξελίσσεται όλο και πιο γρήγορα και που δείχνει τώρα τα όρια του σημερινού συστήματος, είτε είναι το πολιτικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας είτε το οικονομικό σύστημα μιας κεφαλαιουχικής μορφής σε σύγκριση με την τεράστια απειλή γενικής υποτίμησης της αξίας.

Το μέλλον ανήκει στον καθέναν μας και σε σύντομο χρονικό διάστημα πρέπει να στραφούμε, στην αναγέννηση των ανθρώπινων κοινοτήτων, στην άμεση δημοκρατία, και στην αποκλειστική εγκατάλειψη των εμπορικών αξιών. Το αντίδοτο θα ανακαλυφθεί, όταν οι πολίτες θα ανακαλύψουν ότι δεν είναι μόνο καταναλωτές και ότι η ζωή μπορεί να γίνει πιο όμορφη όταν απορρίπτεται ένας κόσμος στον οποίο τίποτε δεν έχει αξία αλλά όλα έχουν μια τιμή.

πηγή

Μετανάστευση: Ο εφεδρικός στρατός του Κεφαλαίου


Μετάφραση: Τίτος

Δημοσιεύτηκε στο Open Revolt


του Alain de Benoist

Το 1973, λίγο πριν το θάνατο του, ο Γάλλος πρόεδρος Ζορζ Πομπιντού αναγνώρισε  πως έχουν ανοίξει οι στρόφιγγες της μετανάστευσης, κατόπιν αιτήματος πολλών μεγάλων επιχειρηματιών, όπως ο Francis Bouygues, ο οποίος ήταν πρόθυμος να επωφεληθεί από την υπάκουη και τη φθηνή εργασία που στερείται ταξικής συνείδησης και οποιασδήποτε παράδοσης κοινωνικού αγώνα. Αυτή η κίνηση είχε ως στόχο να ασκήσει πίεση προς τα κάτω στους μισθούς των Γάλλων εργαζομένων, να μειώσει τον ζήλο διαμαρτυρίας τους και, επιπλέον, να διαλύσει την ενότητα του εργατικού κινήματος.  Τα μεγάλα αφεντικά, είπε, "πάντα θέλουν περισσότερα."

Σαράντα χρόνια αργότερα, τίποτα δεν άλλαξε. Σε μια εποχή που κανένα πολιτικό κόμμα δεν θα τολμούσε να ζητήσει την περαιτέρω επιτάχυνση του ρυθμού της μετανάστευσης, φαίνεται ότι μόνο οι μεγάλοι εργοδότες είναι υπέρ του - απλώς και μόνο επειδή είναι προς το συμφέρον τους. Η μόνη διαφορά είναι το ότι οι οικονομικοί τομείς που πλήττονται σήμερα είναι πλέον πολυάριθμοι και υπερβαίνουν τις βιομηχανίες και τον τομέα των υπηρεσιών ξενοδοχείων και τροφοδοσίας - τώρα συμπεριλαμβάνονται τα κάποτε "προστατευόμενα" επαγγέλματα, όπως οι μηχανικοί και οι επιστήμονες υπολογιστών.

Η Γαλλία, όπως γνωρίζουμε, ξεκινώντας από τον 19o αιώνα, κάλεσε μαζικά ξένους μετανάστες. Ο μεταναστευτικός πληθυσμός ήταν ήδη 800.000 το 1876, για να φτάσει 1.2 εκατομμύρια το 1911. Η γαλλική βιομηχανία ήταν το κύριο κέντρο έλξης για Ιταλούς και Βέλγους μετανάστες, ακολουθούμενοι από πολωνούς, ισπανούς και πορτογάλους μετανάστες. "Τέτοια μετανάστευση, ανειδίκευτων και μη συνδικαλισμένων, επέτρεψε στους εργοδότες να αποφύγουν την αύξηση των απαιτήσεων που αφορούν στο εργατικό δίκαιο" (François-Laurent Balssa,« Un choix μισθός για τις μεγάλες επιχειρήσεις »Le Spectacle du monde, Οκτώβριος 2010). Το 1924, με πρωτοβουλία της Επιτροπής Άνθρακα και μεγάλων αγροτών από το Βορειοανατολικά της Γαλλίας , ιδρύθηκε  η "γενική υπηρεσία μετανάστευσης". (Société générale της μετανάστευσης). Άνοιξε γραφεία απασχόλησης στην Ευρώπη, τα οποία λειτουργούσαν ως αντλίες απορρόφησης. Το 1931 υπήρχαν 2,7 εκατομμύρια αλλοδαποί στη Γαλλία είναι, 6,6% του συνολικού πληθυσμού. Την εποχή εκείνη η Γαλλία εμφάνισε το υψηλότερο επίπεδο μετανάστευσης στον κόσμο (515 άτομα σε 100.000 κατοίκους). “Αυτός ήταν ένας πρακτικός τρόπος για έναν μεγάλο αριθμό μεγάλων εργοδοτών να ασκήσουν πτωτική πίεση στους μισθούς ... Από τότε ο καπιταλισμός εισήλθε στον ανταγωνισμό με το εργατικό δυναμικό, με το να προσκαλεί τον εφεδρικό στρατό των μισθωτών”.

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μετανάστες άρχισαν να φτάνουν όλο και πιο συχνά από τις χώρες του Μαγκρέμπ. Πρώτα από την Αλγερία, στη συνέχεια από το Μαρόκο. Φορτηγά ναυλωμένα από μεγάλες εταιρείες (ιδιαίτερα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και την κατασκευαστική βιομηχανία) ήρθαν κατά εκατοντάδες να προσλάβουν μετανάστες επί τόπου. Από το 1962 έως Το 1974, σχεδόν δύο εκατομμύρια επιπλέον μετανάστες έφθασαν στη Γαλλία από τους οποίους 550.000 προσλήφθηκαν από την Εθνική Υπηρεσία Μετανάστευσης (ONI), κρατική υπηρεσία αλλά ελεγχόμενη κάτω από το τραπέζι από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Από τότε, το κύμα συνέχισε να αυξάνεται. Ο François - Laurent Balssa σημειώνει ότι όταν υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναμικού σε έναν τομέα, από τις δύο δυνατές επιλογές πρέπει είτε να αυξηθεί ο μισθός είτε να καλέσει κανείς ξένους εργάτες. Συνήθως η τελευταία επιλογή ευνοήθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Γάλλων Εργοδοτών (CNPF) και από το 1998 από τον διάδοχό του, το Κίνημα Επιχειρήσεων (MEDEF). 

Η επιλογή αυτή αποτελεί μαρτυρία της επιθυμίας για βραχυπρόθεσμα οφέλη, καθυστερημένη πρόοδο των εργαλείων παραγωγής και τη βιομηχανική καινοτομία. Κατά την ίδια περίοδο, ωστόσο, όπως το παράδειγμα της Ιαπωνίας αποδεικνύει, η απόρριψη της ξένης μετανάστευσης και η ευνοϊκή μεταχείριση του εγχώριου  εργατικού δυναμικού επέτρεψε στην Ιαπωνία να επιτύχει την τεχνολογική της επανάσταση, πολύ πιο μπροστά από τους περισσότερους δυτικούς ανταγωνιστές της.

Μεγάλη επιχείρηση και αριστερά. Μια Ιερή Συμμαχία.

Στην αρχή, η μετανάστευση ήταν ένα φαινόμενο συνδεδεμένο με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ακόμα έτσι συνεχίζει να είναι. Εκείνοι που φωνάζουν για πάντα περισσότερη μετανάστευση είναι οι μεγάλες εταιρείες. Αυτή η μετανάστευση είναι σύμφωνη με το ίδιο το πνεύμα του καπιταλισμού, το οποίο αποσκοπεί στη κατάργηση των συνόρων («laissez faire, laissez passer»). "Υπακούοντας στη λογική του κοινωνικού ντάμπινγκ, συνεχίζει ο Balssa, δημιουργήθηκε μια αγορά εργασίας «χαμηλού κόστους» που  με το "μη κατοχυρωμένο" και το "χαμηλής ειδίκευσης", λειτούργησε ως υποδοχή "stopgap" του συνόλου των συναλλαγών. "Έτσι, η μεγάλη επιχείρηση άπλωσε το χέρι της προς την άκρα-αριστερά, η πρώτη με στόχο την αποσυναρμολόγηση του κράτους πρόνοιας, το οποίο θεωρείται υπερβολικά δαπανηρό, η τελευταία σκοτώνοντας το έθνος-κράτος που θεωρείται υπερβολικά αρχαϊκό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα (PCF) και το γαλλικό συνδικάτο (CGT) (που έχουν ραγδαία μεταβληθεί από τότε) είχε, μέχρι το 1981, πολεμήσει κατά της φιλελεύθερης αρχής των ανοιχτών συνόρων, στο όνομα της υπεράσπισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Ένας κάποτε καλοπροαίρετος καθολικός φιλελεύθερος συντηρητικός ο Philippe Nemo, επιβεβαιώνει  μόνο αυτές τις παρατηρήσεις: "Στην Ευρώπη υπάρχουν άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για την οικονομία και ονειρεύονται φέρνοντας στην Ευρώπη φθηνή εργασία. Πρώτον, δημιουργώντας θέσεις εργασίας για τις οποίες το τοπικό εργατικό δυναμικό είναι ελλιπές·  δεύτερον, ασκώντας σημαντική πτωτική πίεση στους μισθούς άλλων εργαζομένων στην Ευρώπη. Αυτά τα λόμπι, τα οποία διαθέτουν όλα τα απαραίτητα μέσα για να ακουστούν είτε από τις κυβερνήσεις τους είτε από την Επιτροπή, στις Βρυξέλλες, είναι, γενικά, υπέρ της μετανάστευσης και τη διεύρυνση της Ευρώπης - η οποία θα διευκόλυνε σημαντικά την μεταναστευτική εργασία. Έχουν δίκιο από την σκοπιά τους - μια σκοπιά με καθαρά οικονομική λογική [...] Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για αυτό το θέμα από οικονομική άποψη μόνο, δεδομένου ότι η εισροή του εκτός Ευρώπης  πληθυσμού έχει επίσης σοβαρές κοινωνιολογικές συνέπειες. Αν αυτοί οι καπιταλιστές δίνουν λίγη προσοχή σε αυτό το πρόβλημα, είναι ίσως επειδή απολαμβάνουν, σε γενικές γραμμές, οικονομικά οφέλη από τη μετανάστευση, χωρίς ωστόσο να υποφέρουν από τις κοινωνικές συνέπειες. Με τα χρήματα που κερδίζουν οι εταιρείες τους, των οποίων η κερδοφορία διασφαλίζεται με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να διαμείνουν σε όμορφες γειτονιές, αφήνοντας τους λιγότερο τυχερούς συμπατριώτες τους να αντιμετωπίσουν μόνοι τους με αλλότριο πληθυσμό σε φτωχές προαστιακές περιοχές "(Philippe Nemo, Le Temps d'y pense r, 2010)

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι μετανάστες που ζουν σε κανονικά νοικοκυριά αντιπροσωπεύουν 5  εκατομμύρια ανθρώπους, το 8% του γαλλικού πληθυσμού το 2008. Παιδιά μεταναστών, οι οποίοι είναι άμεσοι απόγονοι ενός ή δύο μεταναστών, αντιπροσωπεύουν 6,5 εκατομμύρια άνθρωποι, που είναι το 11% του πληθυσμού. Ο αριθμός των παράνομων εκτιμάται  να είναι μεταξύ 300.000 έως 550.000. (Η απέλαση των παράνομων μεταναστών κοστίζει 232 εκατ. ευρώ ετησίως, δηλαδή 12.000 ευρώ ανά περίπτωση). Από την πλευρά του, ο Jean-Paul Gourevitch, εκτιμά τον πληθυσμό ξένης προέλευσης που ζει στη Γαλλία το 2009 σε 7,7 εκατομμύρια ανθρώπους (εκ των οποίων 3,4 εκατομμύρια προέρχονται από το Μαγκρέμπ και 2,4 εκατομμύρια από την υποσαχάρια  Αφρική), δηλαδή 12,2% του μητροπολιτικού πληθυσμού. Το 2006, ο μεταναστευτικός πληθυσμός αντιπροσώπευε το 17% των γεννήσεων στη Γαλλία. Η Γαλλία βιώνει σήμερα μεταναστευτικούς οικισμούς, γεγονός που αποτελεί άμεση συνέπεια της πολιτικής της οικογενειακής επανένωσης. Ωστόσο, περισσότερο από ποτέ, οι μετανάστες αντιπροσωπεύουν τον αποθεματικό στρατό του κεφαλαίου.

Με αυτή την έννοια είναι εκπληκτικό να παρατηρήσουμε πώς τα δίκτυα για λογαριασμό των "Χωρίς έγγραφα", που διευθύνεται από την άκρα αριστερά (η οποία φαίνεται να έχει ανακαλύψει στους μετανάστες το «υποκατάστατο προλεταριάτο» της) εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων. Ποινικά δίκτυα, λαθρεμπόρους ανθρώπων και αγαθών, μεγάλες επιχειρήσεις, ακτιβιστές "ανθρωπίνων δικαιωμάτων" και εργοδότες κάτω από το τραπέζι - όλοι αυτοί, χάρη στην παγκόσμια ελεύθερη αγορά, έχουν γίνει μαζορέτες για την κατάργηση των συνόρων.

Για παράδειγμα, είναι ένα αποκαλυπτικό γεγονός ότι οι Michael Hardt και Antonio Negri στα βιβλία τους «Η αυτοκρατορία και το πλήθος» υποστηρίζουν την "παγκόσμια ιθαγένεια" όταν ζητούν την απομάκρυνση των συνόρων, τα οποία πρέπει να έχουν ως πρώτο στόχο στις αναπτυγμένες χώρες την επιταχυνόμενη διευθέτηση των μαζών εργαζομένων του Τρίτου Κόσμου με χαμηλό μισθό. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι οι μετανάστες οφείλουν σήμερα την εκτόπιση τους στην εξωτερική ανάθεση, που προήλθε από την ατελείωτη λογική της παγκόσμιας αγοράς και ότι ο εκτοπισμός τους είναι ακριβώς κάτι για το οποίο ο καπιταλισμός αγωνίζεται προκειμένου να ενταχθούν όλοι στην αγορά, και τέλος, ότι  κάθε ανθρώπινο ρίζωμα θα μπορούσε να αποτελεί μέρος των ανθρώπινων κινήτρων - δεν ενοχλεί τους δύο συγγραφείς καθόλου. Αντιθέτως, σημειώνουν με ικανοποίηση ότι «το ίδιο το κεφάλαιο απαιτεί αυξημένη κινητικότητα της εργασίας καθώς και συνεχή μετανάστευση σε επίπεδο εθνικών συνόρων». Η παγκόσμια αγορά πρέπει να αποτελεί, από τη σκοπιά τους, φυσικό πλαίσιο για την "παγκόσμια ιθαγένεια". 

Η αγορά "απαιτεί έναν ομαλό χώρο χωρίς κωδικό και ροή αποτροπής", προορισμένη να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των "μαζών", επειδή "η κινητικότητα φέρει αποτύπωμα κεφαλαίου, που σημαίνει αυξημένη επιθυμία για ελευθερία". Το πρόβλημα με μια τέτοια απολογία της ανθρώπινης μετατόπισης, που θεωρείται ως μια πρώτη προϋπόθεση της "απελευθέρωσης του νομαδισμού", είναι ότι βασίζεται σε μια εντελώς μη πραγματική προοπτική των συγκεκριμένων μεταναστών και εκτοπισμένων. Όπως ο Jacques Guigou και ο Jacques Wajnsztejn γράφει: "Οι Hardt και Negri παραπλανούνται με την ικανότητα των μεταναστευτικών ροών, οι οποίες πιστεύουν ότι αποτελούν πηγή νέων ευκαιριών για την αποτίμηση του κεφαλαίου, καθώς και τη βάση για την ενίσχυση των ευκαιριών για τις μάζες. Ωστόσο, οι μεταναστεύσεις δεν σημαίνουν τίποτα άλλο παρά μια διαδικασία παγκόσμιου ανταγωνισμού, ενώ η μετανάστευση δεν έχει περισσότερη χειραφέτηση από την παραμονή στο σπίτι. Ένα "νομαδικό" άτομο δεν έχει περισσότερη κλίση στην κριτική ή στην εξέγερση από ένα άτομο που δεν μετακινείται. "(L'évanescence de la valeur. Μια κριτική της ομάδας Krisis, 2004).

"Όσο οι άνθρωποι συνεχίζουν να εγκαταλείπουν τις οικογένειες τους, προσθέτει ο Robert Kurz και ψάχνουν για εργασία αλλού, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους - μόνο και μόνο για να τεμαχιστούν τελικά από τα γρανάζια  του καπιταλισμού - θα είναι λιγότεροι οι εραστές της χειραφέτησης και περισσότερο οι αυτο-επαινούμενοι πράκτορες της μεταμοντέρνας Δύσης. Στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύοντας μόνο μια μίζερη εκδοχή του" (Robert Kurz, «L'Empire et ses théoriciens», 2003).

Όποιος επικρίνει τον καπιταλισμό, ενώ εγκρίνει τη μετανάστευση, της οποίας η εργατική τάξη είναι το πρώτο θύμα της, καλύτερα να το βουλώνει. Όποιος επικρίνει τη μετανάστευση, ενώ παραμένει σιωπηλός για τον καπιταλισμό, πρέπει να κάνει το ίδιο. 

Georges Sorel



του Alain de Benoist


Μολονότι η βία βρίσκεται πάντα στην ημερησία διάταξη, η πεντηκοστή επέτειος του θανάτου του Georges Sorel θα είχε περάσει απαρατήρητη, εάν οι εκδόσεις Marcel Rivière δεν είχαν την ιδέα να επανεκδώσουν το «Σκέψεις πάνω στην βία» (Réflexions sur la violence , Paris: Éditions Marcel Rivière, 1973).

«Ο Sorel, το αίνιγμα του εικοστού αιώνος, φαίνεται να είναι η μετενσάρκωση του Proudhon, του αινίγματος του δεκάτου ενάτου αιώνος», έγραψε ο Daniel Halévy στο πρόλογο του στο βιβλίο του M. Pierre Andreu «Ο Δάσκαλός μας, M. Sorel» (Paris: Grasset, 1953). Αίνιγμα, πράγματι: ένας ιδεολόγος με διάπλαση γίγαντος, με αυτιά κολλημένα στο κεφάλι, δυνατή μύτη, καθαρά μάτια, λευκή γενειάδα. Αίνιγμα: αυτός ο ανένδοτος σοσιαλιστής, ο οποίος δεν ένοιωθε άνετα με την Ρωσική Επανάσταση, ο οποίος συμπαθούσε την Action Française και ήταν θαυμαστής των Renan, Hegel, Bergson, Maurras, Marx, and Mussolini.


Ο Georges Sorel γεννήθηκε στο Cherbourgon στις 2 Νοεμβρίου 1847. Η καταγωγή του ήταν Νορμανδική και από δύο πλευρές: από την Μάγχη και την Calvados. Ο πρώτος του εξάδελφος, Albert Sorel, θα γινόταν ο ιστορικός της Αυτοκρατορίας και της Επαναστάσεως. Απόφοιτος του Πολυτεχνείου, μηχανικός γεφυρών και δρόμων, ο Sorel αφοσιώθηκε στα κοινωνικά προβλήματα μόνον μετά το 1892. Τα βιβλία του, τα οποία ελάχιστοι διαβάζουν πια, έχουν το δίχως άλλο διατηρήσει την αξία τους - ιδιαιτέρως τα «Οι ψευδαισθήσεις της προόδου» (Les illusions du progrès) «Σκέψεις πάνω στην βία» (Réflexions sur la violence) «Περί της Εκκλησίας και του Κράτους» (De l’Église et de l’État), «Περί της χρησιμότητας του Πραγματισμού» (De lutilité du pragmatisme), «Η αποσύνθεση του Μαρξισμού» (La décomposition du marxisme), «Από τον Αριστοτέλη στον Μαρξ» (DAristote à Marx), «Η κατάρρευση του αρχαίου κόσμου» (La ruine du monde antique), «Η δίκη του Σωκράτη» (Le procès de Socrate) κλπ.

Το βιβλίο «Σκέψεις πάνω στην βία» εξεδόθη για πρώτη φορά το 1908 και έκτοτε επανεξεδόθη το 1973 στην συλλογή «Σπουδές πάνω στην κοινωνική αλλαγή» (Études sur le devenir social), της οποίας υπεύθυνος είναι ο M. Julien Freund, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Το βιβλίο αυτό αμέσως παρουσιάσθηκε ως το θεμελιώδες έργο του επαναστατικού συνδικαλισμού.

Εχθρικά διακείμενος απέναντι στον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό και στον Jean Jaurès, τον οποίον κατηγόρησε ότι εξετράφη με αστική ιδεολογία, ο Georges Sorel τους αντέταξε αυτό που αποκαλούσε «νέα σχολή». Είδε στην απεργία την ουσιώδη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μέσω της γενικής απεργίας η κοινωνία θα χωρισθεί σε εχθρικές φατρίες και το αστικό κράτος θα καταστραφεί. Η απεργία είναι «η πιο καταστρεπτική εκδήλωση της ατομικιστικής δυνάμεως εντός των στασιαζουσών μαζών». Η απεργία συνεπάγεται βία. Σε αντίθεση με τους σοσιαλιστές της εποχής του (εξαιρουμένου του Proudhon), ο Sorel δεν αντέτασσε την εργασία στην βία. Ηρνείτο την επίφαση «της επιθυμίας των εργατών για ειρήνη». Η βία ήταν για εκείνον μία πράξη πολέμου. «Μια πράξη γνησίου αγώνος, παρόμοια με αυτόν των στρατών σε εκστρατεία», έγραφε.

«Η εξομοίωση αυτή της απεργίας με τον πόλεμο είναι καθοριστική» σημειώνει ο Claude Polin στον πρόλογο της καινούργιας εκδόσεως του Réflexions sur la violence, «διότι ο,τιδήποτε αγγίζει ο πόλεμος γίνεται δίχως μίσος και δίχως πνεύμα εκδικήσεως: στον πόλεμο ουδείς σκοτώνει τους ηττημένους, ουδείς υποβάλει τους αμάχους στα ίδια μαρτύρια, από τα οποία υποφέρουν οι στρατοί στο πεδίο της μάχης». Τούτο εξηγεί γιατί ο Sorel κατέκρινε την «εκδικητική βία» των επαναστατών του 1793: «Είναι απαραίτητο να μην συγχέουμε την βία με τις ανούσιες αιμοδιψείς ωμότητες.»

Εν αρχή ήν η δράσις

Εκκινώντας από την διάκριση, έκτοτε κλασική, μεταξύ «δικαίου» και «αδίκου» πολέμου, αντιτάσσει την αστική βία στην προλεταριακή βία. Στα μάτια του η τελευταία κατέχει μία διπλή αρετή. Όχι μόνον πρέπει να εξασφαλίσει την μελλοντική επανάσταση, αλλά αποτελεί το μοναδικό μέσον των Ευρωπαϊκών εθνών, «αποχαυνωμένων από τον ανθρωπισμό», να επανακτήσουν την προτέρα ενέργεια τους. Η ταξική πάλη είναι, επομένως, μία σύγκρουση βουλήσεων, οι οποίες είναι ακλόνητες και όχι τυφλές. Η βία γίνεται η εκδήλωση μίας βουλήσεως. Ασκεί, ταυτοχρόνως, και ένα είδος ηθικής λειτουργίας: παράγει μία «επική» διανοητική κατάσταση. «Η βία» διεκήρυττε ο Sorel στον φίλο του Jean Variot «είναι μία διανοητική διδασκαλία: η θέληση των ισχυρών εγκεφάλων, που γνωρίζουν τι θέλουν. Η πραγματική βία είναι αυτό που είναι απαραίτητο να ακολουθεί τις ιδέες μέχρι τέλους». (Propos de Georges Sorel [Paris: Gallimard, 1935]).

Ο Sorel θα ενέκρινε τον στίχο του Goethe: «Εν αρχή ήν η δράσις.» Για εκείνον, ο άνθρωπος που δρά, ο,τιδήποτε και εάν κάνει, είναι πάντοτε ανώτερος από εκείνον που υποτάσσεται: «Η πραγματική βία φανερώνει, πρώτον και πάνω απ’ όλα, την υπερηφάνεια των ελεύθερων ανθρώπων.» Προκειμένου να επανακτηθεί η ενέργεια στον σύγχρονο κόσμο, είναι απαραίτητος ένας μύθος, φερ’ ειπείν ένα θέμα, το οποίο δεν είναι ούτε αληθές ούτε ψευδές, αλλά το οποίο ενεργεί ισχυρά στο μυαλό, το κινητοποιεί και του υποδαυλίζει την δράση.

Ο Georges Sorel είδε στην Πρωσία του 19ου αιώνος τον κληρονόμο της αρχαίας Ρώμης. Εξυμνώντας τις «Πρωσικές αρετές», υιοθετεί έναν τόνο, ο οποίος είναι υποβλητικός στον Moeller van den Bruck (Der preussische Stil). «Ο Sorel, ο χειροτέχνης, πίστευε στην θρησκεία της καλής και ολοκληρωμένης δουλειάς» παρατηρεί ο Claude Polin «και αυτή η δουλειά συνιστά από μόνη της έναν σκοπό, ανεξάρτητο από τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει κάποιος από αυτόν. Η ανιδιοτέλεια αυτή αποτελεί την ποιότητα της βίας: στην βάση της σκέψεως του Sorel υπάρχει αυτή η διαίσθηση, ότι κάθε εργασία είναι μία μάχη και ειδικά κάθε καλή και ολοκληρωμένη δουλειά, ακόμα ότι κάθε δουλειά γίνεται καλά μόνον εάν είναι μία μάχη. Η ιδέα αυτή ανατρέχει στην διαίσθηση του θεμελιωδώς προμηθεϊκού χαρακτήρος της εργασίας»

Βαθμιαία, ο Sorel τελειώνει αποκηρύσσοντας την δημοκρατία (την «γνήσια δικτατορία της ανικανότητας») συνδυάζοντας τις ρήσεις ενός Μωρράς, ενός Μπακούνιν και ενός Σεκρετάν. Η δικτατορία του προλεταριάτου φάνταζε σε εκείνον εξίσου απατηλή: «Πρέπει να είσαι πολύ αφελής, ώστε να υποθέτεις ότι οι άνθρωποι που επωφελούνται από την δημαγωγική δικτατορία θα είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τα κέρδη τους» Απορρίπτει τον πρωτοποριακό ρόλο, τον οποίον ισχυρίζεται ότι παίζει η διανόηση του Μπολσεβικισμού : «Ολόκληρο το μέλλον του σοσιαλισμού εναπόκειται στην αυτόνομη ανάπτυξη των εργατικών σωματείων.» (Matériaux pour une théorie du prolétariat, υλικά για μια θεωρία του προλεταριάτου). «Ο Μαρξ δεν είχε πάντοτε και πολλή έμπνευση» συνέχιζε. «Τα γραπτά του κατέληγαν να επαναλαμβάνουν πολλά από τα σκουπίδια των ουτοπικών σοσιαλιστών.»

Η ιδέα αυτή της δράσεως έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις θεωρίες περί «πρωτοπορίας» (για παράδειγμα, ο Τροτσκισμός). Την βρίσκουμε, όμως, στις προτάσεις για επαναστατικό συνδικαλισμό και αναρχο-συνδικαλισμό.

Τελικώς, εάν ο Sorel υπερασπίσθηκε το προλεταριάτο με τόση επιμονή, δεν το έπραξε μέσω συναισθηματισμού, όπως ο Ζολά, ούτε λόγω ενός μικροπρεπούς αστικούς αισθήματος ενοχής, ούτε καν επειδή ένοιωθε μία «ταξική συνείδηση». Το έκανε, επειδή είχε πεισθεί ότι εντός της αστικής κοινωνίας, μόνον μέσα από τον λαό μπορούσε ακόμα κάποιος να ανακτήσει την ενέργεια, την οποίαν είχαν απωλέσει οι άρχουσες τάξεις. Έχοντας συνείδηση των «ψευδαισθήσεων της προόδου», διεπίστωσε ότι οι κοινωνίες, όπως και οι άνθρωποι, είναι θνητές. Σε αυτήν την μοιρολατρία αντέταξε μία θέληση για ζωή, μία από τις εκδηλώσεις της οποίας είναι η βία.

Σήμερα ο Sorel θα απεκήρυττε την εμπορική κοινωνία όπως και τους ηγετικούς αντιφρονούντες της Νέας Αριστεράς. «Ο Μαρκούζε θα εκπροσωπούσε κατά την κρίση του» γράφει ο Polin «το τυπικό παράδειγμα ανθρώπου που έχει εκφυλισθεί από την αφελή πίστη στην πρόοδο, που έχει παραπλανηθεί από την πρόοδο, επειδή δεν καταλαβαίνει τίποτα και περιμένει τα πάντα, που είναι ανίκανος να εναποθέσει τις ελπίδες του οπουδήποτε αλλού παρά στην επαυξημένη και ριζοσπαστικοποιημένη πρόοδο, σε αυτό το όνειρο μίας αφθονίας τόσο αυτοματοποιημένης, ώστε θα μοιράζει Ευτυχία και θα καθιστά δυνατή την τυχαία ικανοποίηση των πλέον τρελλών παθών: με λίγα λόγια, ανίκανος να κατανοήσει ότι η πηγή του κακού έγκειται στην ψυχή του ανθρώπου, ο οποίος έχει από-αρρενοποιηθεί εξαιτίας της πίστεως στην οικονομία.»

Το Όνομα της Αρχαίας Αντιοχείας

Ξεκινώντας από το 1907, ο Georges Sorel ήταν ο αρχιτέκτων μίας προσεγγίσεως μεταξύ των αντιδημοκρατών της Δεξιάς και της Αριστεράς. Το όργανο της προσεγγίσεως αυτής ήταν το “Revue critique des idées et des livres» (Κριτική Επιθεώρηση των ιδεών και των ελευθεριών), όπου ο εθνικιστής Georges Valois εξέδιδε τα αποτελέσματα των ερευνών του για την μοναρχία και την εργατική τάξη. Το 1910 εμφανίσθηκε η επιθεώρηση La Cité française και έπειτα από το 1911 μέχρι το 1913 η LIndépendance (Η Ανεξαρτησία). Μπορεί να βρεί κάποιος σε αυτές τις υπογραφές των Georges Sorel, Jean Variot, Édouard Berth, και Daniel Halévy, όπως και των αδελφών Tharaud, των René Benjamin, Maurice Barrès και Paul Bourget.

Το 1913 ο δημοσιογράφος Édouard Berth, συγγραφέας του Les Méfaits des intellectuels, χαιρέτισε στους Maurras και Sorel «τους δύο ηγέτες της Γαλλικής και της Ευρωπαϊκής αναγεννήσεως.» Τον Σεπτέμβριο, όμως, του 1914 έγραψε ο Sorel σε αυτόν: «Εισήλθαμε σε μια εποχή, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί άνετα από την σύγκριση με την αρχαία Αντιόχεια. Ο Renan περιέγραψε πολύ καλά αυτήν την μητρόπολη των αυλικών, των τσαρλατάνων και των εμπόρων. Πολύ σύντομα θα έχουμε την ευχαρίστηση να δούμε τον Maurras να καταδικάζεται από το Βατικανό, η οποία θα είναι η ποινή για τις παρεκτροπές του. Και τι μπορούσε να ανταποκρίνεται σε ένα βασιλόφρον κόμμα σε μία Γαλλία που θα κυριαρχείται από την απόλαυση της εύκολης ζωής της Αντιοχείας;»

«Ο Sorel», εξηγεί ο κοινωνιολόγος Gaëtan Pirou, «κατηγόρησε τον Maurras ως πολύ δημοκρατικό, μία κατηγορία, η οποία, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φανεί παράδοξη. Στην πραγματικότητα αυτό που ο Sorel ήθελε να πει είναι ότι ο Maurras, θετικιστής και διανοητής, είχε αποκηρύξει την δημοκρατία μόνον ως προς την πολιτική της διάσταση και όχι στο φιλοσοφικό της θεμέλιο» (Georges Sorel [Paris: Marcel Rivière, 1927]).

Εθνικο-επαναστάτες

Ο Sorel θα επηρέαζε τους Barrès και Péguy, όπως, επίσης, και τον Lenin. Ο τελευταίος, ωστόσο, θα τον απεκήρυσσε ως «ομιχλώδη διανοητή» στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκρατία».

Μετά την Γαλλία, παρατήρησε ο Alexandre Croix στο έργο του «La Révolution prolétarienne» (Η προλεταριακή επανάσταση), η Ιταλία ήταν αυτή που θα γινόταν «η γη της επαγγελίας για τον Σορελιανισμό». Εξ αρχής ο Sorel ήσκησε μεγάλη επιρροή στην ιταλική συνδικαλιστική σχολή με επικεφαλής τον Arturo Labriola, μέλλοντα Ιταλό Υπουργό Εργασίας (1920–1921). Ο Labriola, από το 1903, μετέφρασε το βιβλίο Lavenir socialiste des syndicats στην Εμπροσθοφυλακή του Μιλάνο. Ένας από τους συνεργάτες του, ο Enrico Leone, έγραψε τον πρόλογο στην πρώτη έκδοση του Réflexions, η οποία θα κυκλοφορούσε στην Ιταλία το 1906 με τον Lo sciopero generale e la violenza(Η γενική απεργία και η βία).

Μεταγενέστερα, ο Sorel επηρέασε, επίσης, τους Vilfredo Pareto, Benedetto Croce, Giovanni Gentile και με ενδιάμεσο τον Hubert Lagardelle, τον Benito MussoliniΣτην Γερμανία ο Σορελιανισμός βρήκε ένα είδος συνέχειας του στα εθνικο-επαναστατικά και τα εθνικο-κομμουνιστικά ρεύματα που εμφανίσθηκαν κατά την διάρκεια της Βαϊμάρης στα μέσα της δεκαετίας του 1920. (Cf. Michael Freund, Georges Sorel: Der revolutionäre Konservatismus [Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann, 1932 and 1972].)

Όταν ο Sorel πέθανε το 1922 ο μοναρχικός Georges Valois στην L’Action française, και ο σοσιαλιστής Robert Louzon, στην La Vie ouvrière έκαναν αφιερώματα με τον ίδιον θαυμασμό. Μερικές εβδομάδες αργότερα ο Μουσολίνι, εισερχόμενος στην Ρώμη, δήλωσε σε έναν Ισπανό δημοσιογράφο: «Στον Sorel οφείλω τα περισσότερα». Η Σοβιετική κυβέρνηση και το Φασιστικό κράτος πρότειναν την ίδια ημέρα να αναλάβουν την συντήρηση του τάφου του.

Βιβλιογραφικό Σημείωμα

Ο Jules Monnerot, σε μία συλλογή άρθρων υπό τον τίτλο Inquisitions (José Corti, 1974), δημοσίευσε το εκπληκτικό κείμενο “Georges Sorel ou l’introduction aux mythes modernes” [(pp. 7–47), («Georges Sorel ή εισαγωγή στους σύγχρονους μύθους», σελ. 7-47). Σε αυτό χαρακτηρίζει την «συνοχή της Σορελιανής προσεγγίσεως» ως μία επίμονη αναζήτηση για το «ανυπέρβλητο», όρος ο οποίος καθορίζει την πηγή, συλλογική και ατομική, «των ψυχολογικών κινητοποιήσεων, οι οποίες είναι ανίκητες σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή-ανίκητες κατά περίπτωση.» Για τον Sorel το ανυπέρβλητο είναι μία «ψυχική τροφή» απαραίτητη για τις Δυτικές Κοινωνίες, Όταν εξαφανίζεται, εμφανίζεται η παρακμή. «Το όλο μυστικό του περάσματος του Sorel από τον επαναστατικό συνδικαλισμό, έπειτα στον ακτιβιστικό εθνικισμό, μετά σε ένα είδος Μπολσεβικισμού ή ενός Ευρωπαϊκού εθνικού σοσιαλισμού, τον οποίον ο θάνατος δεν άφησε να αναπτύξει ολοκληρωτικά», γράφει ο Monnerot, «το όλο μυστικό του έργου του Sorel φαίνεται να συμπυκνώνεται στην φράση του: “το ανυπέρβλητο είναι νεκρό στην μπουρζουαζία…”»