Τον Φεβρουάριο του 1924, ο Γκαίμπελς, μετά από
πρόσκληση του φίλου του Φριτς Πραγκ, εμφανίστηκε στο μέγαρο Σούτσενχαουζ της
γενέτειρας του, όπου μιλούσαν εκπρόσωποι του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος
[D.K.P.]. Φορώντας ένα φτηνό, μάλλινο παλτό πήρε το λόγο και υπέβαλλε ερωτήσεις
στους ομιλητές. Ένας κομμουνιστής επιτέθηκε στον Γκαίμπελς, φωνάζοντας:
«Εκμεταλλευτή της εργατικής τάξεως, καπιταλιστή!». Ο Γκαίμπελς απευθύνθηκε στον
«εκπρόσωπο της εργατικής τάξης» και είπε:«Θα παρακαλούσα τον κύριο που με αποκάλεσε
δίχως ντροπή εκμεταλλευτή και καπιταλιστή, να έλθει στην έδρα και να αδειάσει
το πορτοφόλι του. Τότε θα δούμε ποιος από τους δύο μας έχει τα περισσότερα
χρήματα». Ολοκληρώνοντας την παρέμβαση του ο Γκαίμπελς έβγαλε από την τσέπη το
πορτοφόλι του και άδειασε τα λιγοστά κέρματα που περιείχε, στην έδρα.
Η εξάλειψη της «εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο»
αποτέλεσε αναμφίβολα τη φράση που με σημάδεψε στα εφηβικά χρόνια και με έφερε
από τα 16 στις τάξεις της ΚΝΕ αρχικά και της «Πανσπουδαστικής» αργότερα.
Παράλληλα με την ένταξη στη δράση, άρχισε και η εξοικείωσή μου με τους όρους
του Μαρξισμού/Λενινισμού. Ήμουν από κείνους που ήθελαν να τον κατανοήσουν σε
βάθος, να πάρουν απαντήσεις, να μελετήσουν τον υπαρκτό Σοσιαλισμό. Είχα την
τύχη να ζήσω τα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ και να την επισκεφτώ, πριν ακόμα
φανούν τα σημάδια της κατάρρευσης.
Η μελέτη του Μαρξισμού (που ως πολιτικό σύστημα δεν
ήταν έργο του Μαρξ αλλά του Λένιν) και η σύγκριση με την πραγματικότητα ήταν
πολύ χρήσιμη. Ήταν μία εποχή που η αντικαπιταλιστική επανάσταση μας φαινόταν
ρεαλιστικός στόχος και μπήκαμε με πολύ ορμή για να διαμορφώσουμε τις «υποκειμενικές
προϋποθέσεις» της. Με κάθε «αγωνιστική κινητοποίηση» πιστεύαμε ότι φέρνουμε
αυτό το στόχο πιο κοντά. Οι Κνίτες τότε, τρέχαμε δεξιά κι αριστερά, οπουδήποτε
μας έστελνε το κόμμα για να στηρίξουμε «αγώνες» για μονιμοποίηση των εποχιακών
στο δημόσιο, για να συμπαρασταθούμε στα αιτήματα για αύξηση του μεροκάματου
0,3% κάποιων άλλων, για φεστιβάλ και πορείες ειρήνης, όπου τέλος πάντων το
κόμμα μας έλεγε ότι είναι καθήκον μας να παραβρεθούμε. Η αλήθεια είναι ότι όταν
σηκωνόμασταν αξημέρωτα να πάμε να στηρίξουμε τον αγώνα της εργατικής τάξης, δεν
ήμασταν σίγουροι ότι προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό, αλλά για το κόμμα ήταν
σημαντικό γιατί μέσα από αυτή τη διαδικασία έδειχνε ότι στηρίζει τους
εργαζόμενους και περιχαράκωνε το κοινό της επιρροής του.
Έζησα τέσσερα χρόνια επαναστατικής γυμναστικής και αυτό
ήταν όλο όσο καταφέραμε. Ταυτόχρονα κάθε φορά που σε κάποια «αγωνιστική
κινητοποίηση» τα πράγματα εκτρέπονταν από τον έλεγχο του κόμματος, κάθε φορά
που πραγματικά πήγαιναν να ανάψουν τα αίματα, μπαίναμε μπροστά για να
καταστείλουμε τη δράση «αναρχοαυτόνομων» ή «εθνικιστικών» ομάδων προκειμένου να
μην γίνει «προβοκάτσια» σε βάρος του «εργατικού κινήματος».
Το χειρότερο όμως ήταν ότι ενώ εμείς υποτίθεται
συμπαραστεκόμασταν στον αγώνα της εργατικής τάξης, η εργατική τάξη
εξαφανιζόταν. Τα εργοστάσια έκλειναν το ένα πίσω από το άλλο, η ανεργία
εκτινασσόταν, εμείς παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους, αλλά οι πρώην εργαζόμενοι
στις επιχειρήσεις που έκλειναν έπρεπε κάπου να δουλέψουν κι αντί να συστρατευθούν
μαζί μας γέμιζαν τις πασοκικές κλαδικές. Το κόμμα δεν επιδίωκε την εξουσία και την
διαχείριση των μονάδων μαζικής παραγωγής, απλά προκαλούσε το ξεπάστρεμα τους. Ο
στόχος μας δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της
κοινωνίας , αλλά το βόλεμα των εργαζομένων και η εύνοια τους, η εκλογική τους
στήριξη. Το αντάλλαγμά που εισέπραττε το κόμμα ήταν η διαιώνιση της
εκπροσώπησής του στο αστικοδημοκρατικό κοινοβούλιο στο οποίο εισήλθε αμέσως
μετά την νομιμοποίηση από τον Καραμανλή. Δυναμιτίζοντας την παραγωγική
οικονομία, πρακτικά άνοιγε το δρόμο για την εισβολή και εξάρτηση από το ξένο
κεφάλαιο που απολάμβανε την απαλλαγή από τους ντόπιους ανταγωνιστές του και
εξαγόραζε το ένα μετά το άλλο κάθε περιουσιακό στοιχείο της Πατρίδας και του Έθνους.
Την ώρα που εμείς κάναμε «πάρτυ» σε πολυκαταστήματα, κλείναμε εργοστάσια,
ξεχερσώναμε χωράφια κάποιοι άνοιγαν σαμπάνιες ξέροντας ότι δουλεύουμε για
κείνους. Εμείς (οι Κνίτες) πιστεύαμε ότι φέρνουμε πιο κοντά την Επανάσταση, ενώ
στην πραγματικότητα ωθούσαμε την εργατική τάξη στην εξαφάνιση της ή στην
υποτέλεια. Παράλληλα, τα χρόνια αυτά είχε αρχίσει να με απασχολεί πολύ η
αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας για όσα εμείς υποστηρίζαμε αλλά και όσα μας
καταλόγιζαν για τα χρόνια από την ίδρυση του κόμματος μέχρι τα χρόνια του ΔΣΕ.
Ήρθα πολύ γρήγορα αντιμέτωπος με τα εγκλήματα της
ηγεσίας του κόμματος τόσο στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, όσο και
στα χρόνια της αντίστασης και του δεύτερου αντάρτικου. Στην αρχή αιφνιδιάστηκα,
στη συνέχεια απόρησα, τελικά έπρεπε να τα αντιμετωπίσω. Κατανοώντας σιγά σιγά
την πολιτική της Διεθνούς τα χρόνια εκείνα, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι σε κάθε
περίπτωση που υποτίθεται ότι οι Έλληνες Κομμουνιστές έπρεπε να δείξουν την
πίστη τους στο Διεθνισμό, στην πραγματικότητα τους ζητούσαν να αποδεχτούν τον πανσλαβισμό
του Ιγνάτιεφ του 19ου αιώνα, ντυμένο στα κόκκινα και κρατώντας
σφυροδρέπανο. Η μόνη διαφορά ήταν ότι η Τρίτη Ρώμη είχε αλλάξει όνομα και τώρα
λεγόταν «πατρίδα των λαών». Ήταν όμως ακριβώς η ίδια πολιτική γραμμένη σε άλλο
αλφάβητο. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική που ο Έλληνας επαναστάτης ήταν
υποχρεωμένος να ενστερνιστεί, ήταν ο ακρωτηριασμός της Ελλάδας και η πλήρης
αποδοχή του ιστορικού αφηγήματος του Πανσλαβισμού που δεν είχε καμία σχέση ούτε
με την ρημάδα την «πάλη των τάξεων», αλλά ούτε και την απελευθέρωση της
κοινωνίας από την οικονομική καταπίεση.
Δεν ήταν διεθνισμός αυτό, ήταν υποταγή στα Εθνικά
αφηγήματα των Βαλκάνιων γειτόνων. Δεν προερχόμουν από αριστερή οικογένεια και
δεν είχα μεγαλώσει με ιστορίες από τα χρόνια της ήττας και των «διωγμών», όπως
οι περισσότεροι από τους συντρόφους μου. Παρατηρούσα με απορία την σχεδόν
αντανακλαστική περιφρόνηση τους για οτιδήποτε αφορούσε την ταυτότητα μας ως
Έλληνες. Οτιδήποτε. Η ανάγκη τους για έναν καταγωγιακό αυτοπροσδιορισμό
εξαντλούνταν στο επίπεδο του τοπικισμού. Η αιτία για όλα αυτά ήταν από τη μια
μεριά το ηλίθιο μεταπολεμικό αστικό καθεστώς που ταύτισε την «εθνικοφροσύνη» με
τον φιλοαμερικανισμό και την πίστη στην Πατρίδα με την πίστη στο ΝΑΤΟ. Και από
την άλλη το ψεύτικο αφήγημα της ταλαιπωρημένης και διωκόμενης αριστεράς, που
εμφάνιζε ξεκάθαρα και έντονα θρησκευτικά στοιχεία. Οι διωκόμενοι σε νέες
κατακόμβες. Όλα αυτά δημιουργούσαν ένα ψυχολογικό μπλοκάρισμα, μία διαρκή
αντίφαση ανάμεσα στο πολιτικό όραμα και στην έννοια της Εθνικής συνείδησης. Και
μέσα σε όλα αυτά ήρθε και η συγκυβέρνηση του '89. Μας βρήκε ήδη βαριά
προβληματισμένους από το ανούσιο ξόδεμα της νεανικής μας διάθεσης και το
πρόσχημα του νεφελώδους αιτήματος για «κάθαρση» και της συνεργασίας του
κόμματος με το πιο βρώμικο κομμάτι της καπιταλιστικής ελίτ της κοινωνίας, ήταν
η χαριστική βολή.
Για μένα και πολλούς ακόμη αποτέλεσε ένα σοκ. Αφενός γιατί δίναμε ένα άλλοθι αγνότητας σε μία βρωμερή μερίδα της πολιτικής τάξης. Αφετέρου και κυρίως, διότι αποδεχτήκαμε ότι μπορεί να υπάρξει κάθαρση μέσα στα πλαίσια ενός καθεστώτος που έζεχνε από άκρη σε άκρη, συνεργαζόμενοι με μερικούς από τους πλέον διεφθαρμένους εκπροσώπους του. Το κόμμα είχε γίνει μία κολυμπήθρα που ξέπλενε αμαρτίες, είχε αποδεχτεί το ρόλο του σαν πλουραλιστικό άλλοθι σε έναν κόσμο που στραγγάλιζε την Πατρίδα. Αντί να σπρώξουμε την ανάγκη για μία άλλη κοινωνία στα άκρα, πετάγαμε σωσίβιο στον εχθρό μας. Το κόμμα είχε πια υποχρεώσεις, είχε ένα μέγαρο να συντηρήσει κι επιχειρήσεις μπόλικες. Είχε ενσωματώσει τον ρόλο του μηχανισμού εκτόνωσης κρίσεων του συστήματος και η περαιτέρω παραμονή μου εκεί ήταν άσκοπη και αντίθετη σε ότι καλό είχα πιστέψει. Η ιστορία στα χρόνια που ακολούθησαν με επιβεβαίωσε πέρα για πέρα. Και σήμερα ακόμα, μέσα σε ένα κυκεώνα διαφθοράς και διάλυσης του κοινωνικού ιστού από πολλές και διαφορετικές πλευρές, το κόμμα εξακολουθεί να παίζει τον ίδιο ρόλο περιμένοντας υπομονετικά να πολιτογραφηθούν μερικές χιλιάδες Πακιστανοί (ταξικά αδέρφια) για να αντλήσει από μία νέα δεξαμενή τα απαραίτητα ψηφαλάκια για την ύπαρξη του. Στην πόρτα της εξόδου, ήμουν βαρύτατα προβληματισμένος. Και τώρα τι; Ήταν δεδομένο ότι το αστικοδημοκρατικό καθεστώς δεν είχε καμία απάντηση στα ερωτήματά μου. Το αίτημα της Επανάστασης ενάντια στο υλικοθηρικό κόσμο της παρακμιακής Δύσης δεν είχε σβήσει. Ξεκίνησα να πειραματίζομαι, με τους Αναρχικούς συγγραφείς της νιότης του αντικαπιταλισμού. Μάχνο, Κροπότκιν, Κρονστάνδη. Ντουρούτι. Ισπανικός εμφύλιος. Και ξαφνικά. Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα.
Η «γνωριμία» μου με αυτόν τον ήρωα και πρωτοπόρο στην αναζήτηση του Ισπανικού Σοσιαλισμού, αποτέλεσε ένα σημείο καμπής. Εδώ θα κάνω μία παύση για να τονίσω ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα έρθει ποτέ σε επαφή με καμία Εθνικιστική ομάδα. Η προσωπική μου πορεία ήταν αυτόνομη και αυτόβουλη. Δεν επηρεάστηκα ποτέ από κανέναν, διότι πολύ απλά δεν επικοινώνησα ποτέ με κανέναν που να ανήκε κατά κάποιον τρόπο στο χώρο της Εθνικιστικής σκέψης. Ακολούθησε μία διαδρομή 12 περίπου χρόνων μέσα από προβληματισμούς και αναγνώσεις. Το δυσκολότερο ήταν να συνειδητοποιήσω ότι η αναζήτηση για μία Σοσιαλιστική κοινωνία δεν περνούσε αναγκαστικά μέσα από τη Μαρξιστική μεθοδολογία, και μέσα από την μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας που νοείται ως πέρασμα από μία κατάσταση σε μία άλλη, νομοτελειακά, και με καύσιμο την «πάλη των τάξεων». Και ήταν λυτρωτική η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι ο αντικαπιταλισμός δεν ήταν η αμφισβήτηση μιας οικονομικής, υλιστικής θεωρίας με σκοπό της αντικατάστασή της από μία άλλη υλιστική θεωρία.
Ο αντικαπιταλισμός που αναδυόταν μέσα από τα νέα μου
αναγνώσματα, (Ιούλιος Έβολα, Όσβαλντ Σπένγκλερ, Ιωάννης Συκουτρής, Σίτσα Καραϊσκάκη)
ήταν ένας πόλεμος ιδεών ανάμεσα στη σήψη της ύλης και το Φως της Αρετής. Άρχισα
να βλέπω τον Παλαμά μέσα από τα μάτια του Πλάτωνα. Και κυρίως άρχισα να κατανοώ
την Σπάρτη, όχι μέσα από το πρίσμα του «ελληναράδικου» αυτισμού και της
προγονοπληξίας, αλλά σαν ολοκληρωμένη πρόταση βιοθεωρίας. Ανακάλυπτα με έκπληξη
ότι όσα πίστευα για ένα ιδεολογικό χώρο που ταύτιζα με την «μπατσολαγνεία» και
την κενότητα της αστικής ακροδεξιάς δεν είχαν καμία σχέση με τον πυρήνα της
σκέψης των θεωρητικών της «Τρίτης Θέσης» και τις βασικές κατευθύνσεις της στους
αγώνες του 20ου αιώνα. Εξοικειώθηκα προοδευτικά με τις αρχές μιας
άλλης πολιτικής θεωρίας για την οποία δεν είχα ιδέα. Ανακάλυψα την
πνευματικότητα και την ποίηση της. Γνώρισα προσωπικότητες διανοητών απίστευτου
βεληνεκούς. Κατανόησα την πραγματική σύνδεση ανάμεσα στα μοντέρνα οράματα με το
μεγαλείο της κλασικής Ελλάδας. Ο ορισμός του Συκουτρή για τον άνθρωπο που δίνει
αξία στην πίστη του μέσω του Ήθους του, τα Κάντος του Έζρα Πάουντ, ο οργισμένος
εκδικητής του Παλαμά.
Τότε άρχισε να επιτυγχάνεται η οργανική όσμωση ανάμεσα στην Ελληνικότητα μου και την επιθυμία μου για μια κοινωνία δίκαιη και δημιουργική. Άρχισα σιγά σιγά να επανέρχομαι σε μία ισορροπία ανάμεσα στην ψυχή μου και τα όνειρά μου. Δε χρειαζόταν πλέον να πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει να γίνω κάποιος άλλος για να έχω δικαίωμα να ονειρεύομαι έναν καλύτερο κόσμο. Άρχισε η Ελληνικότητά μου να γίνεται συμπληρωματική του ονείρου και όχι εχθρός του. Άρχισα να κατανοώ ότι ο δρόμος για τον Σοσιαλισμό δεν μπορούσε να ανοίξει από την εργατική τάξη, αλλά από το συμπαρατασσόμενο Έθνος. Ότι η συγκολλητική δύναμη που θα μας κρατήσει ενωμένους απέναντι στο καπιταλιστικό τέρας δεν είναι η ταξική μας θέση που έτσι κι αλλιώς δεν είναι δεδομένη μέσα στην κοινωνική κινητικότητα. Το ταξικό στίγμα που προσδιορίζει έναν άνθρωπο μία στιγμή, μπορεί να αλλάξει άρδην στο μέλλον, όλα αυτά είναι ανθρώπινα επινοήματα, δεν είναι κάτι σταθερό, δεν έχουν ιδεολογικό περιεχόμενο, είναι μία θέση ιδωμένη μέσα από την υλική κατάσταση μιας στιγμής της ζωής. Άρχισα να κατανοώ την Παράδοση ως κομμάτι της κληρονομιάς μου, που δεν ήταν μία «λαϊκή κουλτούρα». Δεν ήταν απλά χοροί και τραγούδια της τοπικής κοινότητας, ήταν η κιβωτός μέσα από την οποία μεταφερόταν από γενιά σε γενιά κωδικοποιημένη και συμπυκνωμένη η ποιητική ψυχή του λαού μας. Αυτά που μένουν σταθερά και θα μας δέσουν τον έναν δίπλα στον άλλον, ο σταθερός πύρος της ανθρωπότητας, είναι η Φύση, η Φυλή και το Έθνος, είναι η γλώσσα που θα μιλήσουμε στο διπλανό μας, τα τραγούδια που θα τραγουδήσουμε, τα λάβαρα που θα κυματίσουν στον αέρα και θα μας φέρουν δάκρυα στα μάτια.
Είναι πράγματα που δεν μπορούν, δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθούν με χρήματα ή με οτιδήποτε άλλο μπορεί να εφεύρει η κοινωνική μηχανική και η υλιστική οικονομία. Είναι ανείπωτα και δεν είναι ορατά στο ύψος του ανθρώπου. Για να τα δούμε θα πρέπει να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά. Και τα καλωσορίζουμε προτάσσοντας την δεξιά. Γι' αυτά αξίζει να πολεμήσουμε και να μεγαλώσουμε παιδιά. Σε μια πατρίδα νέα από κάθε άποψη αλλά και ταυτόχρονα παλιά όσο κι ο κόσμος.
Υστερόγραφο:
Έχω στεναχωρηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια.
Για τις χιλιάδες αυτοκτονίες Ελλήνων στα χρόνια των
μνημονίων, ανάμεσα στις οποίες και ενός πολύ κοντινού μου ανθρώπου και λοχαγού
του ΕΣ.
Για τις καλημέρες που έχασα από τους μαγαζάτορες που
έκλεισαν τα μαγαζάκια τους στη γειτονιά μου.
Για το ξεφτιλίκι που ένοιωθα βλέποντας τους
πολιτικάντηδες να περνοδιαβαίνουν τις Ευρωπαϊκές αυλές ζητιανεύοντας.
Για τα ληγμένα δακρυγόνα στο Σύνταγμα, για τα
Ελληνόπουλα που κατάλαβαν ότι η Ελληνική σημαία στην Ελλάδα δε σε προστατεύει
από τίποτα.
Για τη γερόντισσα στη Θεσσαλονίκη που περπατούσε
κρατώντας σκυμμένο το κεφάλι αλλά ορθή τη σημαία ανάμεσα στους καπνούς των
χημικών.
Για το άγος στο Πισοδέρι.
Για το διαμελισμό της κληρονομιάς μας αντί πινακίων
φακής.
Για τους Εθνικιστές που τους έλιωσαν τις ζωές, που τους
τύλιξαν σε τόνους ψεμάτων και τους έστειλαν άλλους στις φυλακές, άλλους στην
ατίμωση και την εξαθλίωση κι άλλους στην αυτοκτονία. (Αιωνία σου η μνήμη
αδερφέ).
Για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους των νησιών που
με δάκρυα στα μάτια και ανήμπορη αγανάχτηση παρακολούθησαν τον αφανισμό της
ζωής τους.
Για τους Έλληνες που μεγάλωσαν σε ένα σπιτάκι στο
κέντρο και ξαφνικά χωρίς κανείς να τους ρωτήσει, χωρίς κανείς να τους εξηγήσει
γιατί, βρέθηκαν να ζουν σε ξένη γη. Με τα πατρικά τους απαξιωμένα,
εγκλωβισμένοι σε γειτονιές με μαγαζιά χωρίς ελληνικές πινακίδες.
Για τον ένα χρόνο που ζούμε σε μία περίεργη, ακατανόητη
κατάσταση, μέσα σε οχετούς ψέματος, χωρίς να ξέρουμε αν θα ξανακερδίσουμε αυτή
τη ρημάδα ζωή που είχαμε πριν σταματήσει να ισχύει το Σύνταγμα.
Για τις μέρες εκείνες στη Χίο και τη Μυτιλήνη που
έβλεπα να επιβάλλονται με την κρατική βία, ξένα συμφέροντα σε βάρος Ελλήνων.
Για την 28η Οκτωβρίου που μαζί με το παιδί
μου ψάλαμε μόνοι μας τον Εθνικό Ύμνο μπροστά από τέσσερις διμοιρίες των ΜΑΤ
στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι από το κενοτάφιο του παππού μου.
Έχω στεναχωρηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορώ να
στεναχωρηθώ και για τη Νέα Σμύρνη.
Θα ήθελα να ρωτήσω αν το παρον άρθρο είναι προϊόν άρθρο με σκοπό τον εισοδισμο γιατί είναι πολύ καλο και θα πρέπει να γράφουν και άλλα για να παρασύρουμε αρθρώπους στις ιδέες μας, με ψέματα ακόμη
ΑπάντησηΔιαγραφήοι ιδέες μας είναι φωτεινές όπως ο ήλιος. δεν χρειάζεται κανένα πλαστό στοιχείο ή μύθευμα και κυρίως ο ΜΚ και οι τριτοθεσίτες σύντροφοι που είναι για μένα το καλύτερο ιστολόγιο και η πιο σημαντική φωνή του χώρου λόγω των εξελίξεων των τελευταίων μηνών και ημερών ...
ΔιαγραφήΙ.Γ.
Δεν ξέρω αν είσαι ο αρθρογράφος αλλά παρά ταύτα ρώτησα γενικά.
ΔιαγραφήΑπλά μου φάνηκε σαν λογοτεχνία.
Όπως και ναχει καλό είναι να γράφονται τέτοια αν και καλό είναι να αφορούν και πιο νέες γενιές, δηλαδή πως ένας από αντιφα έγινε εθνικιστής
Που να τους βρεις; Πιο πιθανό οι δικοί μας να μεταπήδησαν στον αντιφασισμο. Έχουμε πολλά παραδείγματα μετά το 2013. Φρόντισε για αυτό η Ουρανία και ο πατέρας της.
ΔιαγραφήΠαιδιά έχω γράψει κάτι αντίστοιχο να σας το στείλω στο ιμειλ;Ενδιαφέρεστε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι.
ΔιαγραφήΔεν ανηκα όμως στην αριστερά, φανταστικός διάλογος είναι
ΔιαγραφήΣτο συγκεκριμένο θέμα καλό είναι να υπάρχει πραγματική μαρτυρία όπως ο συναγωνιστής που περιγράφει την διαδρομή του ...
ΔιαγραφήΝόμιζα ότι το έγραψε μόνος του για αυτό το είπα
ΑπάντησηΔιαγραφήείναι πραγματική αφήγηση ενός ποιοτικού συναγωνιστή ο οποίος μας το έστειλε για ευνόητους λόγους
Διαγραφή