Κάποια από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς.
Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς ήταν και είναι να προβάλλει την απάτη ότι μπορεί να υπάρξει δήθεν αποτελεσματική αντιμετώπιση ή λύση των προβλημάτων του λαού στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, μέσω τις αποφασιστικής καταστολής των διαφόρων «εχθρών του έθνους» στους οποίους τα αποδίδει. Για να νικηθούν οι «εχθροί του έθνους» στους οποίους για την ακροδεξιά δεν ανήκει το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, και για να «λυθούν τα προβλήματα» απαιτείται η «εθνική ομοψυχία» και ουσιαστικά η συσπείρωση ολόκληρου του έθνους γύρω από τα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης, τα οποία αποκαλούνται «εθνικά συμφέροντα». Έτσι προωθεί τη συσπείρωση του λαού γύρω από το δήθεν «εθνικό» αστικό καπιταλιστικό κράτος δηλαδή το μηχανισμό εξουσίας και κυριαρχίας της ξένης και ντόπιας αστικής τάξης πάνω στον λαό και το έθνος. Και καθώς στην Ελλάδα η Ελληνική αστική τάξη ταύτιζε πάντα τα συμφέροντά της με ξένα οικονομικά κέντρα, το «εθνικό συμφέρον» που προέβαλε η Ελληνική ακροδεξιά ταυτίζονταν πάντα με το συμφέρον ενός ή περισσότερων ξένων κέντρων.
Στην έννοια «έθνος» η ακροδεξιά περιλαμβάνει ως βασικό συστατικό του και το αστικό κράτος , αντίστοιχα με ότι κάνει η νεοταξική αριστερά (και όμως έθνη υπήρχαν πολύ πριν φτιαχτούν τα αστικά κράτη όπως υπάρχουν και εκεί που δεν κατάφεραν να συγκροτηθούν σε αυτόνομα κράτη όπως και θα μπορούν να υπάρχουν και σε μη καπιταλιστικές κοινωνίες στις οποίες δε θα υπάρχει η έννοια του «αστικού κράτους»). Για να χτυπηθούν οι «εχθροί του έθνους» η ακροδεξιά ζητά ενίσχυση του κράτους, με αύξηση της αστυνόμευσης, ενίσχυση του στρατού, καταστολή όσων δημιουργούν κοινωνικές «ταραχές» και προσπαθούν να διασπάσουν την «εθνική ομοψυχία». Η καταστολή επίσης παρουσιάζεται και ως βασική λύση άλλων προβλημάτων που απορρέουν από το σύστημα όπως εγκληματικότητα, λαθρομετανάστευση κλπ. (και όμως έτσι δεν αντιμετωπίζονται οι αιτίες που γεννάνε τα προβλήματα αυτά που κρύβονται στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος).
Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η συσπείρωση και συστράτευση είτε εθελοντικά είτε δια της βίας όλου του λαού γύρω από την ντόπια αστική τάξη , τα συμφέροντά της , το κράτος της και τους μηχανισμούς επιβολής της εξουσίας της (αστυνομία, στρατό, «εθνική» κυβέρνηση), τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό όπου υπάρχουν οικονομικές και γεωπολιτικές διεκδικήσεις της. Και εφόσον παρουσιάζουν ότι το «εθνικό» «αστικό» κράτος εμφανίζεται να μπορεί να λύσει μέσα από τη συσπείρωση όλων γύρω από αυτό όλα τα προβλήματα του έθνους, στο πρόγραμμά της ακροδεξιάς υπάρχει πάντα η περιστολή και έλεγχος του συνδικαλισμού. Από την πολιτική της επταετίας 67-74, μέχρι και το σημερινό πρόγραμμα του ΛΑ.Ο.Σ. υπάρχουν αυτά τα στοιχεία, μεταφέροντας τη φασιστική πολιτική αντίληψη για διεκδίκηση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών μέσα από τις εθνικές δομές ενός φασιστικού εθνικού κράτους, στα πλαίσια του σημερινού καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος.
Βασική θέση του ΛΑ.Ο.Σ. σήμερα είναι η απαγόρευση των διαδηλώσεων τις ώρες που είναι τα μαγαζιά ανοιχτά γιατί δήθεν «πλήττονται οικονομικά οι έμποροι» όπως και η ριζική αναδιάρθρωση του συνδικαλισμού με διαμόρφωση ως ανώτατου οργάνου της «σωματειακής βουλής» όπου «θα εκπροσωπούνται όλες οι παραγωγικές και κοινωνικές τάξεις» (π.χ. μεγαλοβιομήχανοι, τραπεζίτες, μεγαλέμποροι αντιπρόσωποι ή μέτοχοι πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, εργαζόμενοι κλπ). Η λειτουργία αυτού του οργάνου θα γίνεται όπως γράφει το πρόγραμμα του ΛΑ.Ο.Σ. «με τρόπο που θα εμποδίζει την εκδήλωση των προβλημάτων του συνδικαλιστικού κινήματος» (μήπως στα προβλήματα συγκαταλέγει και τις εργατικές απεργίες και κινητοποιήσεις ;) και θα είναι σε πλήρη συνεργασία με το καπιταλιστικό αστικό κράτος αφού «οι αποφάσεις της θα υποβάλλονται στην κυβέρνηση προκειμένου να γίνουν νόμοι του Κράτους» όπως γράφει ξανά το πρόγραμμα του ΛΑΟΣ.
Καθότι η Ελληνική αστική τάξη σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα ήταν χωρισμένη σε ομάδες συμφερόντων που σχετίζονταν με ξένα οικονομικά κέντρα, και καθότι η ακροδεξιά είναι προσκολλημένη στη συσπείρωση όλου του «έθνους» γύρω από την αστική τάξη και τα συμφέροντά της, όλες κατά κανόνα οι ακροδεξιές κυβερνήσεις που είχε αυτός ο τόπος τον 20ο αιώνα, ανεξάρτητα αν είχαν επιβληθεί με τρόπο κοινοβουλευτικό ή όχι, ήταν και αυτές προσκολλημένες σε κάποιο ξένο ιμπεριαλιστικό κέντρο. Και ανεξάρτητα με την όποια οικονομική (αστική) ανάπτυξη υπήρχε σε κάθε τέτοια περίοδο και τις όποιες λαϊκές παραχωρήσεις αυτή η ανάπτυξη έκανε δυνατές και ανεξάρτητα με τις συγκρίσεις των ακροδεξιών κυβερνήσεων με τις σημερινές, η ιστορική αλήθεια είναι ότι όποτε τα συμφέροντα του λαού συγκρούονταν με αυτά της ντόπιας αστικής τάξης, οι ακροδεξιές κυβερνήσεις στέκονταν οι καλύτεροι υποστηρικτές της κυριαρχίας της αστικής τάξης και των συμφερόντων της και έπνιγαν την οποιαδήποτε λαϊκή κινητοποίηση μπορούσε να τα πλήξει με βίαιη καταστολή. Κινήθηκαν ουσιαστικά στο ίδιο μήκος κύματος με τις υπόλοιπες ακροδεξιές κυβερνήσεις σε όλο τον πλανήτη, που δε δίστασαν να χύσουν αν χρειαζόταν και ποτάμια εργατικού αίματος όποτε απειλούνταν τα συμφέροντα των καπιταλιστικών τους αφεντικών.
Η ακροδεξιά έτσι κατά τον 20ο αιώνα αποτέλεσε τον άσσο στο μανίκι της άρχουσας τάξης και της πλουτοκρατίας, που τον ξετρύπωνε όταν είχε ανάγκη για αύξηση της καταστολής ενάντια στο λαό τέτοια που δε θα μπορούσε εύκολα να επιβληθεί στα πλαίσια των δήθεν «φιλελεύθερων» και «δημοκρατικών» της εξουσιαστικών καθεστώτων. Παράλληλα η ακροδεξιά φορώντας το προσωπείο του «εθνικισμού» κατάφερνε να συσπειρώνει μερίδες κυρίως από τα μεσαία στρώματα και το λούμπεν προλεταριάτο γύρω από τα συμφέροντα της άρχουσας αστικής τάξης, τα οποία και ονόμαζε ως «εθνικά συμφέροντα».
Η «παραδοσιακή» Ελληνική ακροδεξιά.
Αφού προσδιορίσαμε κάποια γενικά χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς, θα δούμε τώρα πως η Ελληνική ακροδεξιά ανταποκρίθηκε σε αυτά τα χαρακτηριστικά πριν την πτώση του «ανατολικού μπλοκ», στις εποχές που ακόμα κυκλοφορούσε στους δρόμους το «τρίκυκλο».
Τότε ως κύριος εξωτερικός «εχθρός του έθνους», το φόβητρο που θα συσπείρωνε το λαό γύρω από την ντόπια αστική τάξη και τα συμφέροντά της, δεν θα μπορούσε να παρουσιάζονταν άλλος από όλους τους γειτονικούς λαούς. Αγαπημένο φόβητρο μέχρι σήμερα η Τουρκία, κατάλληλο άλλωστε μετά από τόσους αιώνες πολέμων σκλαβιάς , σφαγών και μνημών που μένουν ζωντανές με πρόσφατες τη «μικρασιατική καταστροφή», τις διώξεις των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, την εισβολή και κατοχή στην Κύπρο και πολλά άλλα γεγονότα συνδεδεμένα με ζωντανές αναμνήσεις του Ελληνικού λαού.
Ως εχθρός όμως δεν εμφανίζονταν ο πραγματικός, που ήταν η Τούρκικη άρχουσα τάξη μαζί με τα διεθνή συμφέροντα πίσω από αυτή (τα ίδια που ήταν και πίσω από την Ελληνική άρχουσα τάξη) , αλλά ο κάθε πολίτης του Τούρκικου κράτους («ο Τούρκος ο καλύτερος είναι ο νεκρός») και κυρίως τα χαμηλά οικονομικά στρώματα (συμπεριλαμβανομένου και του Κουρδικού πληθυσμού) , που παρουσιάζονταν ως επικίνδυνοι καθότι «μουσουλμάνοι», με θρησκεία που τους παρότρυνε να εισβάλλουν στην Ελλάδα και «να σφάξουν και να βιάσουν τις μανάδες μας και τις αδερφές μας». Όλα αυτά βέβαια ενώ οι ίδιοι έλεγαν ότι κύριος στόχος να καταλάβουμε την Κωνσταντινούπολη είναι να «ξαναλειτουργήσει η Αγιά Σοφιά» («βρέξει χιονίσει θα ξαναλειτουργήσει» έλεγε το σύνθημα) ενώ κανείς δε θα ξεχάσει το ακροδεξιό σύνθημα στον Ελληνικό στρατό «μπαίνω με αλεξίπτωτο μες το Τούρκικο χωριό, τις Τουρκάλες τις γα...»
Στο ερώτημα πως θα γίνει εφικτό να «πάρουμε την Πόλη» ενώ ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής της είναι μεγαλύτερος από όλο τον πληθυσμό της Ελλάδας, υπήρχαν οι απαντήσεις ότι «ένας Έλληνας νικάει δέκα Τούρκους» και ότι πιθανώς «θα μας βοηθήσουν και ξένες δυνάμεις». Μάλιστα τα τελευταία χρόνια οι ελπίδες της Ελληνικής ακροδεξιάς ανατέθηκαν στους Αμερικάνους, που πλέον έχουν «συμφέρον τη διάλυση της Τουρκίας». Και παλαιότερα και τώρα όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε μας λένε ότι «πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι η Κωνσταντινούπολη». Πίσω από αυτή την ιστορία βέβαια σε κάθε χώρα και στην Ελληνική και την Τούρκικη ακροδεξιά που διεκδικούσε το Αιγαίο και τη Θράκη, κρύβονταν τα διεθνή ιμπεριαλιστικά σχεδία των κεφαλαιοκρατών για διατήρηση κλίματος έντασης στην περιοχή και για διατήρηση δυνάμεων σε κάθε χώρα ικανών να χρησιμοποιηθούν για να εισβάλουν στην άλλη αν εκεί απειληθούν τα οικονομικά ή γεωπολιτικά συμφέροντά τους (π.χ. αν έπαιρνε την εξουσία σε μια από τις δύο χώρες μια κυβέρνηση που δεν θα λειτουργούσε ως υπάλληλοι και τοπικοί τους τοποτηρητές, θα στήριζαν το στρατό της άλλης χώρας για να εισβάλλει).
Παράλληλα είχαν την ευκαιρία να βάλουν τους λαούς και στις δύο χώρες να χρυσοπληρώνουν για δεκαετίες ότι σαβούρα περίσσεψε στις διεθνείς πολεμικές βιομηχανίες από τις ιμπεριαλιστικές σφαγές στο Βιετνάμ, στην Κορέα (όπου συμμετείχε και Ελληνικός στρατός με δύναμη 10.255 αξιωματικούς και φαντάρους, από τους οποίους σκοτώθηκαν 183 και τραυματίστηκαν 610) και οπουδήποτε αλλού. Ο «εθνικισμός» λοιπόν της ακροδεξιάς σε πλήρη υπηρεσία της υποταγής του έθνους στα ξένα οικονομικά και γεωπολιτικών συμφερόντων του διεθνούς κεφαλαίου, ο δε αντισημιτισμός της ποτέ δεν ενοχλήθηκε με την Εβραϊκή καταγωγή μεγάλης μερίδας των μεγαλομετόχων της διεθνούς πολεμικής βιομηχανίας για τα προϊόντα των οποίων ήταν φανατικοί πελάτες και φετιχιστές. Όπως άλλωστε και κάθε δήθεν «εθνικιστική» ακροδεξιά διακυβέρνηση που είχε ποτέ η Ελλάδα, ήταν προσκολλημένη στα γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα μιας η περισσότερων ξένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Μέσα σε όλα αυτά, η Ελληνική αστική τάξη βρίσκονταν να διεκδικεί το ρόλο του πληρωμένου μπράβου των ξένων συμφερόντων στην περιοχή, πρόθυμη τότε να πολεμήσει με όποια γειτονική χώρα της ζητήσει το διεθνές κεφάλαιο, θυσιάζοντας ποτάμια αίματος Ελληνικού λαού (όχι το δικό της) μήπως και της δώσουν μετά ένα κοκαλάκι από τα αποφάγια. Αυτής της «μεγάλης ιδέας» προπαγανδιστής υπήρξε για δεκαετίες η Ελληνική ακροδεξιά, μιας ιδέας βέβαια που η εποχή της πέρασε, αφού η Ελληνική αστική τάξη αντί για την ακροδεξιά πολυέξοδη στρατιωτική λύση προτίμησε την «ειρηνική» « αντεθνικιστική» μέθοδο για να πάρει μερίδιο μέσα από τα ιμπεριαλιστικά αποφάγια της καταλήστευσης όλων των γειτονικών χωρών , αυτή της μεθόδου της στήριξης στην πολιτική της διείσδυση της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου στις χώρες αυτές. Σήμερα η Ελληνική αστική τάξη είναι ο πιο θερμός υποστηρικτής της εισόδου της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συγκριτικά με οποιαδήποτε από κάθε άλλη αστική τάξη Ευρωπαϊκής χώρας, με τους πρωθυπουργούς της να καταθέτουν στεφάνια στο μνημείο του σφαγέα των Ελλήνων και άλλων λαών της Μικράς Ασίας, Κεμάλ Ατατούρκ.
Φυσικά και υπήρχε και υπάρχει ακόμα απειλή για τον Ελληνικό λαό λόγω των σχέσεων του κράτους της Ελλάδας με την Τουρκία , αλλά η αιτία της δεν βρίσκονταν στους «αμόρφωτους μουσουλμάνους βάρβαρους μογγόλους» όπως παρουσίαζε το θέμα η Ελληνική ακροδεξιά, αλλά κυρίως στα ιμπεριαλιστικά σχέδια ξένων κέντρων στην περιοχή τα οποία στήριζαν την επιθετική πολιτική της Τουρκίας , το βάρβαρο αντιλαϊκό καθεστώς της (κάτω από το οποίο τα Τούρκικα «λαϊκά στρώματα» υπέφεραν) και την αμφισβήτηση των συνόρων στο Αιγαίο και τη Θράκη.
Δεύτερος μεγάλος «εξωτερικός» εχθρός ως το 1990 ήταν η Αλβανία. Η ακροδεξιά προέβαλλε το ζήτημα της Ελληνικής μειονότητας. Τα σύνορα της Αλβανίας ως κράτος, δεν καθορίστηκαν με γνώμονα την κατανομή των εθνικών πληθυσμών, αλλά με βάση το πώς μοίραζαν την πίτα οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μέσα στον 20ο αιώνα, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήτανε μια κατάσταση που είχε στη φύση της την αστάθεια, και τη δυνατότητα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να την αξιοποιούν για να παίζουν τα παιχνίδια τους στην περιοχή, παιχνίδια που ακόμα πληρώνουν οι λαοί, με πιο πρόσφατα γεγονότα τη σφαγή στη Γιουγκοσλαβία , την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τη σφαγή του Σέρβικου λαού και τη δημιουργία των προτεκτοράτων Κοσσόβου και Σκοπίων.
Η ουσία της ακροδεξιάς αντιπαράθεσης με το Αλβανικό κράτος δεν ήταν στην ουσία τα δικαιώματα της Ελληνικής μειονότητας, αλλά η πολιτική φύση του καθεστώτος Χότζα. Η Ελληνική αστική ήταν συστρατευμένη στο «δυτικό» μπλοκ της εποχής του «ψυχρού πολέμου», πρόθυμη τότε να εισβάλλει στην Αλβανία ή στη Βουλγαρία (τον τρίτο μεγάλο εξωτερικό εχθρό) αν της είχε ζητηθεί από τα αφεντικά της διεθνούς σκακιέρας, για να ανατρέψει το καθεστώς και να πάρει και αυτή μετά το κοκαλάκι από τα αποφάγια. Αιχμή του δόρατος των δυνάμεων του «δυτικού» ψυχροπολεμικού μπλοκ, ήταν η Ελληνική ακροδεξιά! Ως φανατική ψυχροπολεμική πολέμιος του «εσωτερικού εχθρού» των «εχθρών του έθνους» «εαμοβούλγαρων» οπαδών του «ανατολικού μπλοκ», στήριζε την υποταγή της χώρας μας στους αγγλοαμερικάνους και τους σιωνιστές στο όνομα της «αναγκαστικής συνεργασίας» για «αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου». Η Ελληνική ακροδεξιά εκείνη την εποχή, ουσιαστικά ετοιμάζονταν να χρησιμοποιηθεί από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ακριβώς αντίστοιχα με τον τρόπο που χρησιμοποίησαν αργότερα τον UCK. Μόνο που τότε σε ρόλο Μιλόσεβιτς θα ήταν ο Χότζα , σε ρόλο Κοσσόβου η Βόρεια Ήπειρος και σε ρόλο UCK η ΜΑΒΗ.
Αυτά όσον αφορά τους κύριους «εξωτερικούς» εχθρούς. Για την ακροδεξιά «Εσωτερικός» εχθρός του έθνους εκείνη την περίοδο, παρουσιάζονταν να είναι οι «προδότες» «κομμουνιστοσυμμορίτες» «με σκοπό τους την υποταγή της χώρας μας εις τον εβραϊκόν κομμουνισμόν» και με αυτούς ταύτιζαν και όλο το εργατικό κίνημα και κάθε διεκδίκησή του , ενώ έβγαζαν λάδι κάθε αστικό κατακάθι όλου του αστικού πολιτικού φάσματος προσκολλημένο στους Άγγλους στους Αμερικάνους, σε Μασονικές και Σιωνιστικές οργανώσεις και σε όποιο άλλο τέτοιο μηχανισμό . Και φυσικά η Ελληνική ακροδεξιά ποτέ δεν είχε καμιά επαφή η στήριξη στο εργατικό κίνημα και τις διεκδικήσεις του ενάντια στην ντόπια και ξένη πλουτοκρατία, μην τυχόν και έρθουν σε επαφή οι «εθνικόφρονες» με τους «κομμουνιστάς» και τους «άπλυτους» και μολυνθούνε. Η μόνη επαφή της ακροδεξιάς με το εργατικό κίνημα για δεκαετίες υπήρχε με τη συμμετοχή της στις δυνάμεις καταστολής, στης χωροφυλακή και το στρατό, είτε σε παρακρατικές ομάδες. Η ακροδεξιά στην Ελλάδα για δεκαετίες ήταν ο επίσημος κρατικός ή παρακρατικός χωροφύλακας των συμφερόντων της ντόπιας και ξένης αστικής τάξης.
Η κοινωνική βάση της ελληνικής «παραδοσιακής» ακροδεξιάς σε εποχές πριν τη μεταπολίτευση.
Δε θα μπορούσε να υπάρχει στην Ελλάδα ακροδεξιό κράτος και παρακράτος χωρίς κάποια κοινωνική βάση. Το σχολείο, ο στρατός η εκκλησία και άλλες δομές φρόντιζαν τότε να καλλιεργούν την ακροδεξιά «εθνικοφροσύνη» και τα δήθεν «ελληνοχριστιανικά» ιδεώδη. Η δήθεν «ελληνοχριστιανική» αγωγή βέβαια καμιά απολύτως σχέση δεν είχε ούτε με το περιεχόμενο της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, ούτε με το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Χριστού και των Αποστόλων . Αντίθετα αποτελούσε ένα κράμα εμετικών απόψεων που στήριζε ενεργά η άρχουσα τάξη μαζί με το καθεστώς του παλατιού ή τις ακροδεξιές δικτατορίες και αξιοποιώντας και ανθρώπους τους μέσα στην εκκλησία , ως «όπιο» για τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα για να είναι υπάκουοι και φιλήσυχοι σκλάβοι τους..
Ο «εξωτερικός κίνδυνος» ήταν πιο αισθητός με πιο πρόσφατους, τους δύο παγκόσμιους πολέμους , τους βαλκανικούς πολέμους , την κατάσταση στην Κύπρο κλπ. Σε μια εποχή που το σύστημα είχε τη δυνατότητα αστικής ανάπτυξης, υπήρχαν μερίδες στα μικροαστικά και μεσαία αστικά στρώματα που καθώς έβλεπαν το εισόδημά τους να αυξάνεται, έκαναν δεκτή την ιδέα για «ησυχία τάξη και ασφάλεια» δηλαδή σταθερότητα χωρίς «κοινωνικές ταραχές» και χωρίς τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» που θα έβαζε τέλος στο όνειρο του κάθε «νοικοκύρη» να αποκτήσει ακριβά αυτοκίνητα, να μεγαλώσει την επιχείρησή του και να αποκτήσει όλα τα αγαθά που απολάμβαναν οι αστοί μέσω της αστικής ανάπτυξης στη δύση. Η δήθεν «ελληνοχριστιανική αγωγή» φάνταζε σαν διέξοδος για μερίδα από τα μικροαστικά στρώματα ώστε να μη μπλέξουν τα παιδιά τους είτε με συλλήψεις και αστυνομίες (μπλέκοντας με τους κομμουνιστές), είτε με δυτικά πρότυπα και ρεύματα ζωής από τους χίπις ως τους «τεντιμπόηδες» που τους φαίνονταν απειλητικά.
Έτσι η ακροδεξιά είχε κάποια απήχηση για δεκαετίες στα Ελληνικά μικροαστικά στρώματα. Παράλληλα έβρισκε κάποια απήχηση και στο λούμπεν προλεταριάτο. Μερίδες από τα εξαθλιωμένα εργατικά στρώματα, ένιωθαν περήφανοι με την ιδέα ότι είναι σημαντικοί καθότι έχουν στο αίμα τους γονίδια ίδια με του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ή του Μεγαλέξανδρου και έβλεπαν ως διέξοδο απελπισίας το να εισβάλλουν στην «Πόλη», γιατί έτσι ίσως να αποκτήσουν και σπίτι δωρεάν, σε πλήρη αντιστοιχία με τον τρόπο που το Τούρκικο κράτος έδωσε τα σπίτια των Ελλήνων της Βόρειας Κύπρου σε χιλιάδες έποικους εξαθλιωμένους Τούρκους άστεγους που μεταφέρθηκαν από την Τουρκία στην Κύπρο με αυτό το σκοπό.
Στην κοινωνική βάση της ελληνικής ακροδεξιάς υπήρχαν επίσης άνθρωποι από σώματα ασφαλείας, αστυνομία, στρατό, κρατικές μυστικές υπηρεσίες κλπ. Αυτοί αποτελούσαν το συνεκτικό κρίκο ανάμεσα σε κράτος και παρακράτος, ενώ παράλληλα η ιδέα να «αναλάβει ο στρατός τις τύχες του έθνους» έβρισκε ευκολότερα απήχηση σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα.
Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς, το μεγάλο κεφάλαιο , για δεκαετίες μέσα στον 20ο αιώνα όταν ένιωθε να απειλούνται τα συμφέροντά του, για να τα επιβάλλει έπαιζε το χαρτί της ακροδεξιάς, χρησιμοποιούσε την ακροδεξιά με κοινωνική βάση κυρίως στα μικροαστικά στρώματα και στο λούμπεν προλεταριάτο.
Το «τέλος της ακροδεξιάς»;
Και ήρθε ο καιρός που τα πράγματα αλλάξανε…
Η ελληνική αστική τάξη αντί να μπει στο Τούρκικο χωριό με «αλεξίπτωτο» έχει μπει αγοράζοντας Τούρκικα προϊόντα που παράγονται με ανύπαρκτα μεροκάματα και πουλώντας τα στη χώρα μας (και κλείνοντας τις ελληνικές βιοτεχνίες ή μεταφέροντάς τις σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ ή στην ίδια την Τουρκία) ενώ στο «Τούρκικο χωριό» αντιλαλούν οι τελευταίες σκυλάδικες «Ελληνικές» επιτυχίες , από δισκογραφικές με ιδιοκτήτες υπέρμαχους της «Ελληνοτουρκικής φιλίας». Η Ελληνική αστική τάξη δε θα πάρει τα αποφάγια του διεθνούς ιμπεριαλισμού από την «Πόλη» και την Αγιά Σοφιά μετά από στρατιωτική επέμβαση, αλλά με την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας είναι ο πιο φανατικός υποστηρικτής στην Ευρώπη. Σκοπός της δεν είναι πια να επιστρέψουν οι Έλληνες στη Μικρά Ασία, αλλά να φέρει ένα εκατομμύριο ακόμα μετανάστες από την Τουρκία στην Ελλάδα, μέσα από την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ρίχνοντας τους μισθούς και στην Ελλάδα σχεδόν στο επίπεδο που είναι αυτή την στιγμή στην Τουρκία.
Στην Αλβανία όχι μόνο οι Έλληνες μιλάνε ελεύθερα τα Ελληνικά όπως πρώτα , αλλά πλέον και όλος ο Αλβανικός πληθυσμός, όλα σχεδόν τα μαγαζιά έχουνε και Ελληνικές πινακίδες και μεγάλο κομμάτι της βιομηχανίας της χώρας, των τηλεπικοινωνιών και των τραπεζών ανήκει σε ομίλους που υπάρχουν και Ελληνικά κεφάλαια. Τα ίδια και στις άλλες γειτονικές χώρες όπως στη Βουλγαρία. Ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» εξαφανίστηκε με την πτώση του ανατολικού μπλοκ. Η ντόπια αστική τάξη δεν παίζει πια το χαρτί του «εθνικισμού» για να προωθήσει τα συμφέροντά της στην περιοχή, αλλά αυτό του «αντιεθνικισμού» του «αντιρατσισμού» και των «ανοιχτών συνόρων» και δεν καταγγέλλει πια το «διεθνιστικό κομμουνισμό» ως «εθνοπροδοτικό» αλλά καταγγέλλει πλέον μόνο αντικαπιταλιστικά ρεύματα του κομμουνισμού όπως το Σταλινικό ως «εθνικιστικά» και «φασιστικά» ενώ αξιοποιεί τη μεταλλαγμένη νεοταξική αριστερά για να προβάλλει τις θέσεις της με «προοδευτικό» και «ανθρωπιστικό» προσωπείο.
Η αστική τάξη παλαιότερα έκανε τους πολέμους της στο όνομα του συμφέροντος «έθνους», σήμερα όλες οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις γίνονται στο όνομα της «καταπολέμησης του εθνικισμού» και στο όνομα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» Έτσι το κράτος και το παρακράτος δεν είναι πια ακροδεξιό και «εθνικόφρων» αλλά «αντιεθνικιστικό» και «αντιρατσιστικό». Αντί για τις ακροδεξιές συμμορίες, σήμερα ως παρακρατικές δυνάμεις καταστολής δρουν παρακρατικοί «αντιφασίστες», «αντιεθνικιστές» και «αντιρατσιστές» που δρουν άμεσα ανοίγοντας το κεφάλι σε όποιον «εθνικιστή» συναντήσουν στο δρόμο να τολμά να φοράει μπλουζάκι με την ελληνική σημαία (όχι όμως και με την Αμερικανική), ή όποιον «ρατσιστή» τολμήσει να αμφισβητήσει τα «ανοιχτά σύνορα» και το σύγχρονο δουλεμπόριο της μετανάστευσης και της πολυχρωμίας.
Κάποτε ήταν αδύνατο να κυκλοφορήσει κανείς ελεύθερα στο δρόμο με ασφάλεια μόνος του κρατώντας κομμουνιστικό σύμβολο η εφημερίδα στα χέρια του, σήμερα είναι αδύνατο να κυκλοφορήσει κανείς μόνος του στο κέντρο της Αθήνας φορώντας μπλούζα με την Ελληνική σημαία η κρατώντας εθνικιστικό έντυπο. Κάποτε έσερναν στα δικαστήρια τους κομμουνιστές ως μη «εθνικόφρονες», σήμερα έφτασαν στο σημείο να καταδικάσουν τον ακροδεξιό Πλεύρη με τον «αντιρατσιστικό νόμο». Κάποτε το δήθεν «εθνικό φρόνημα» διδάσκονταν στα σχολεία, τώρα διδάσκουν και εξετάζουν τον «αντιεθνικισμό» και τον «αντιρατσισμό» και προωθούν βιβλία Ιστορίας όπως αυτό της Ρεπούση.
Ήρθε λοιπόν το τέλος της ακροδεξιάς ; Κάποιοι βιαστικά ή αφελώς αυτό προέβλεψαν, βασιζόμενοι στη θέση ότι η Ελληνική αστική τάξη και το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει πια περιθώρια να παίζει με τον εθνικισμό, και μάλιστα σε μια εποχή που ο εθνικισμός και ο αντικαπιταλισμός γίνονται εμπόδια στη διαδικασία παραπέρα ανάπτυξης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, εμπόδια στην ανάγκη του συστήματος για ολοένα και περισσότερο «ανοιχτά σύνορα» για το κεφάλαιο αλλά και για τους φτηνούς εργάτες-μετανάστες.
Η θέση του άρθρου είναι ότι όχι μόνο δεν ήρθε το τέλος της ακροδεξιάς, αλλά τουλάχιστον στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες πρόκειται να υπάρχει (και ήδη είναι αυτό εμφανές) αναζωπύρωση ανάπτυξη και μετάλλαξη της ακροδεξιάς, στην ακροδεξιά της «νέας εποχής» , μιας «σύγχρονης» ακροδεξιάς υπηρέτη της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Μιας ακροδεξιάς που στην ουσία της δε θα αναπτύσσει αλλά θα καταρρακώνει , θα καταστέλλει και θα ευτελίζει τον εθνικισμό. Κύρια στέγη μιας τέτοιας σύγχρονης ακροδεξιάς στην Ελλάδα είναι σήμερα το κόμμα του ΛΑ.Ο.Σ. , με πολύμορφες ομάδες και συσπειρώσεις που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τους σκοπούς του και τις πολιτικές του θέσεις , καμουφλάροντας τες συνήθως πίσω από ένα πιο « εθνικιστικό », « εθνικοσοσιαλιστικό » , « βυζαντινό » « ανένταχτο » η ακροδεξιάς «παλαιού τύπου» μανδύα .
Το ποιος είναι ο ρόλος μιας τέτοιας ακροδεξιάς θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε στη συνέχεια αυτού του άρθρου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Σύνδεσμος 1ου μέρους :
http://mavroskrinos.blogspot.com/2008/02/blog-post_04.html