του Σταμάτη Μαμούτου
Μέσα στο απέραντο λευκό τοπίο του παγωμένου καναδικού βορρά.
Με τις νιφάδες του χιονιού άλλοτε να αιωρούνται απαλά, κι άλλοτε να λικνίζονται
σε αιθέριους στροβιλισμούς, ακολουθώντας τους ρυθμούς του ανέμου κάτω απ’ τις
γλυκά ιριδίζουσες ανταύγειες του μολυβένιου ουρανού. Ενός ουρανού που μοιάζει
με αστροκέντητο χιτώνα, απλωμένου σαν την αυλαία του κόσμου όλου, έτσι που
φαντάζει λες, σαν το ύστατο όριο, ανάμεσα στο πεδίο της υλικής εμπειρίας και
στο βασίλειο του Θεού. Κάπου εκεί, στο μεταίχμιο της ανθρωπινότητας και του
υπερβατικού, τοποθέτησε το ξύλινο κατάλυμα λίγων ύστερων προμάχων του
ευρωπαϊκού ψυχισμού, ο σπουδαίος Αμερικανός λογοτέχνης Τζακ Λόντον, στο διήγημα
που φέρει τον τίτλο «Για τον άνθρωπο του χιονισμένου μονοπατιού».
Ήταν βράδυ των Χριστουγέννων στα τέλη του 19ου αιώνα. Λίγοι
Αμερικανοί, όλοι τους ευρωπαϊκής καταγωγής, άντρες από εκείνους που είχαν
ερωτευθεί την περιπέτεια και αρέσκονταν να σηκώνουν το γάντι στις προκλήσεις,
τις ανεγειρόμενες από τον μύχια του εαυτού τους, βρίσκονταν γύρω απ’ τη ζεστή
σόμπα, απολαμβάνοντας την θαλπωρή του ξύλινου καταλύματος. Επρόκειτο για
μερικούς από τους εκείνους που βίωναν το τέλος μιας περιπέτειας, η οποία είχε
αρχίσει για τον άνθρωπο της λευκής φυλής με την κατάκτηση της «άγριας δύσης».
Πριν ακόμη οι Αμερικανοί συγκροτήσουν το ανεξάρτητο κράτος
τους, η αγγλοσαξονική κοινότητα, που βρισκόταν στο επίκεντρο του αμερικανικού
βίου, μετέτρεπε κιόλας σε ιστορική πράξη την έμφυτη τάση των ευρωπαϊκών εθνών
για κατακτήσεις και περιπέτειες. Η αμερικανική δύση ήταν ακόμη παρθένα και στα
μάτια των αγγλοσαξόνων άφηνε την υπόσχεση μιας αέναης κατακτητικής επέκτασης.
Οι άγνωστες γαίες έπρεπε να εξερευνηθούν και να τεθούν στην διάθεση των παιδιών
εκείνης της φυλής, που απ’ την αυγή της ιστορίας είχε μάθει να κυριαρχεί.
Ωστόσο, στην μακρινή δύση, η έμφυτη τάση για περιπέτεια και κατάκτηση,
απογυμνωμένη καθώς ήταν από την παραδοσιακή ευρωπαϊκή πολιτισμική δυναμική, και
δίχως να διαθέτει την ενοποιητική ουσία που προϋποθέτει η συμβίωση στα πλαίσια
μιας εθνικότητας, εκφράστηκε με έναν πρωτόγνωρο, στρεβλό και οικονομιστικό
τρόπο.
Στην Αμερική οι αγγλοσάξονες δεν έμειναν μόνοι τους αλλά
πλαισιώθηκαν από ένα πολύβουο πλήθος μεταναστών, που προέρχονταν και κατάγονταν
από διαφορετικές εθνότητες. Το πολυφυλετικό μωσαϊκό των Η.Π.Α ενστερνίστηκε,
πάντως, το επεκτατικό όραμα των αγγλοσαξόνων. Κι έτσι, ιδίως μετά τον
αμερικανικό εμφύλιο, η κατάκτηση της ηπείρου απέκτησε τον λεγόμενο «δυτικό
προσανατολισμό». Η πολυφυλετική μάζα των Αμερικανών άρχισε να εισχωρεί όλο και
πιο δυτικά στην αμερικανική ενδοχώρα, προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό της
τις απάτητες γαίες. Ώσπου κάποια στιγμή, ο στόχος επετεύχθη και οι Αμερικανοί
έφτασαν στις ακτές του δυτικού ωκεανού. Η άγνωστη χώρα είχε κατακτηθεί. Όσοι
πρόλαβαν να ιδιοποιηθούν τις νέες γαίες, εξόρυξαν μέταλλα και ορυκτά, κι αφού
εξόντωσαν τους γηγενείς Ινδιάνους και μόλυναν το περιβάλλον, έγιναν οικονομικά
ισχυροί.
Υπήρξαν, όμως, κι εκείνοι που δεν τα κατάφεραν. Εκείνοι που
έμειναν εργάτες, δίχως να διαθέτουν αξιοζήλευτα περιουσιακά στοιχεία. Πράγμα
ιδιαίτερα άδοξο και δύσκολο σε μια χώρα αχαλίνωτα φιλελεύθερη και αδυσώπητα
καπιταλιστική. Σε μια χώρα δίχως, αντινεωτερική ή τουλάχιστον σοσιαλιστική,
φιλεργατική παράδοση. Εκείνοι οι Αμερικανοί ήταν οι πρώτοι που ένιωσαν τις
συνέπειες του κραχ που ταλάνισε τις Η.Π.Α κατά το 1893. Η εργατική τάξη και οι
ασθενέστεροι οικονομικά αντιλήφθηκαν τι σημαίνει οικονομική καταστροφή,
κοινωνική ισοπέδωση και ψυχική απόγνωση. Κι ενώ αυτή η ιστορική συγκυρία σε μια
χώρα της Ευρώπης ενδεχομένως να αποτελούσε την σπίθα για έναν κοινωνικό
ξεσηκωμό, στις καπιταλιστικές Η.Π.Α η έξαρση του ενστίκτου της κυριαρχικής
επιβίωσης, που χαρακτηρίζει ιστορικά τον λευκό άνθρωπο, εκδηλώθηκε στρεβλά με
την τάση για μια νέα εκστρατεία κατάκτησης γαιών.
Ο καναδικός βορράς αποτελούσε εκείνη την εποχή το μοναδικό
σημείο της βόρειας Αμερικής που δεν είχε κατακτηθεί και τα εδάφη του παρέμεναν
παρθένα. Έτσι, κάποιοι κατεστραμμένοι κοινωνικά φτωχοδιάβολοι, όντας οι
τελευταίοι Ροβινσώνες, ατσαλωμένοι από τις δυσκολίες του βίου της εργατικής
τάξης, επιχείρησαν την τελευταία έφοδο προς τον βορρά. Ήταν από το έτος 1896
έως και το 1899, όταν εκείνοι οι απόκληροι γενναίοι άντρες εγκατέλειπαν τα
σπίτια τους, φορτώνονταν στους ώμους τα απαραίτητα για την επιβίωση και την
τροφή τους και εισέβαλαν στον αρκτικό κύκλο, δίχως να διαθέτουν τα κατάλληλα
μέσα θέρμανσης και στέγασης.
Μεγάλοι αριθμοί από αυτούς έχασαν τις ζωές τους σε εκείνη
την οδύσσεια της νεότερης ιστορίας. Ωστόσο το χειρότερο ήταν πως, σύντομα, οι
καλά πληροφορημένοι άνθρωποι του αμερικανικού αστικού κατεστημένου άπλωσαν την
κυριαρχία τους στις καλύτερες γαίες και στα πλουσιότερα ορυχεία του καναδικού
βορρά. Για τους απόκληρους εργάτες -και μετέπειτα Ροβινσώνες- απέμειναν λίγα
κοιτάσματα στα πιο επικίνδυνα και αφιλόξενα μέρη. Κι όμως, μολονότι η
οικονομική επιτυχία έμοιαζε αμφίβολη, κάτι βαθύτερο ήταν αυτό που έσπρωχνε τους
αδάμαστους εκείνους άντρες προκειμένου να λάβουν μέρος στην περιπέτεια του
βορρά.
Ο ίδιος ο Τζακ Λόντον, όντας πρώην εργάτης, έγκλειστος σε
φυλακές και ρομαντικός σοσιαλιστής, συμμετείχε σε εκείνη την εκστρατεία προς
τον απάτητο καναδικό βορρά, κατά το έτος 1897. Η αλήθεια είναι ότι οικονομικά
δεν κατάφερε τίποτε. Μοναχά ταλαιπώρησε τον εαυτό του με μια συνηθισμένη βαριά
ασθένεια του αρκτικού κλίματος. Εντούτοις, για έναν χρόνο έζησε από κοντά και
γνώρισε τους σκληροτράχηλους πολεμιστές της ζωής, στους οποίους έδωσε
μυθιστορηματική υπόσταση μέσα από τα δημοφιλή, μετέπειτα, αφηγήματά του ...
για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...