γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος
Η παρακμή ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας της νεωτερικότητας και της τεχνολογίας στον σύγχρονο κόσμο, δημιούργησε τελικά περισσότερα και σοβαρότερα προβλήματα σε έναν “χώρο” που απεδείχθη ευάλωτος και εύκολος για να συντριβεί. Και παρόλο που υπάρχουν ιδέες, δόγματα και πίστη, τίποτε από αυτά δεν εφαρμόζονται από τους υποστηρικτές του “χώρου” αυτού ...
Μείναμε σε απλά συνθήματα, σε νοσταλγικές καταστάσεις, σε όνειρα για κατακτήσεις και κυρίως εντελώς γυμνοί από πνεύμα, στηριζόμενοι σε απίθανους συγγραφείς, ψευδοιστορικούς χωρίς παιδεία και συνωμοσιολόγους. Παίρνω αφορμή για αυτό το άρθρο από έναν συναγωνιστή Ιταλό, που απλά εφάρμοσα τα στοιχεία στα δικά μας μέτρα.
Φτάσαμε σε ένα σημείο να υπάρχουν μόνο οι λέξεις “εκλογές και ψήφοι”, στο λεξιλόγιο του Έλληνα εθνικιστή, ενώ η παρουσία του ανύπαρκτη στο πνεύμα, ή έστω με ελάχιστες αναλαμπές οι οποίες όμως χάνονται μέσα στην παρακμιακή κατάσταση που βιώνει ο “χώρος”. Από την άλλη η Αριστερά προχωρά με δύναμη σε όλα τα επίπεδα και ειδικά στο πνεύμα, όπως έκανε πάντα άλλωστε.
Εδώ λοιπόν πρέπει να
το πιάσουμε από την αρχή ...
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα «θεμελιώδη». Τι είναι η Κουλτούρα
και σε τι «χρειάζεται»; Είναι πνευματική αυτοκαλλιέργεια, σύμφωνα με την αρχαία
ετυμολογία; Είναι η ορθολογιστική απόκτηση των διακριτικών στοιχείων της
ανθρώπινης προσωπικότητας; Είναι επιστημονική γνώση; Είναι ίσως το σημάδι του
«ιδιοκτησίας», σύμφωνα με τον ορισμό ότι είναι ένα σύνθετο σύνολο που
περιλαμβάνει τη γνώση, τις πεποιθήσεις, την τέχνη, την ηθική, το νόμο, τα έθιμα
και άλλες δυνατότητες που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος ως μέλος της κοινωνίας;
Η Κουλτούρα σημαίνει την έκφραση μιας επιλογής «χώρου», ικανής να καθιερώσει «αξιακές» διακρίσεις, γύρω από τις οποίες να μπορεί α αναπτυχθεί ένα έργο οργανικής ανάπτυξης. Σε αυτή την προοπτική, η μεταπολιτική μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο. Επαναλαμβάνοντας εν συντομία την προσέγγιση του στο θέμα, ο Alain de Benoist έχει πρόσφατα προσφέρει πολλές ιδέες για μια επανεξέταση της σχέσης μεταξύ πολιτικής και κουλτούρας.
Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε τον Φεβρουάριο του 2024, στο έντυπο «Revue des Amis de Jean Mabire», ο Γάλλος διανοούμενος όχι μόνο τόνισε τη νεανική του συνάντηση με τη μεταπολιτική - αλλά και επίσης, το 1974, με τα γραπτά του Antonio Gramsci - αλλά τόνισε και την αίσθηση του «ρόλου της κουλτούρας ως καθοριστικού στοιχείου των πολιτικών αλλαγών: ένας ισχυρός πολιτικός μετασχηματισμός καθαγιάζει μια εξέλιξη που έχει ήδη συμβεί στα ήθη και τα μυαλά. Η πνευματική και πολιτιστική εργασία συμβάλλει σε αυτή την εξέλιξη των μυαλών εκλαϊκεύοντας αξίες, εικόνες, θέματα που έρχονται σε ρήξη με την υπάρχουσα τάξη ή με τις αξίες της κυρίαρχης τάξης».
Και συνεχίζει ο de Benoist: «Χωρίς να θέλω να μπερδέψω το πολιτικό επίπεδο με αυτό της μεταπολιτικής, πρέπει να υπογραμμιστεί - ότι η πολιτιστική εξουσία όταν είναι ιδεολογικά καλά δομημένη, μπορεί να έχει το αποτέλεσμα ενός μοχλού σε σχέση με ορισμένες εξελίξεις ή πολιτικές καταστάσεις». Ωστόσο δεν είναι χάρη στην κυβερνητική δράση που μπορεί να κατασκευαστεί μια αντι-ηγεμονική απάντηση σε πολιτιστικό επίπεδο. Ούτε αρκεί η αναφορά σε έναν γενικό «Δεξιό Γκραμσισμό» για να μεταβολιστεί μια οργανική στρατηγική πολιτιστικής παρέμβασης.
Μας λέει ο de Benoist ότι: «Η πολιτική πρέπει να διατηρηθεί χωριστή από
τη μεταπολιτική, αυτό και προφανώς δεν
σημαίνει ότι η μεταπολιτική κατέχει από μόνη της μια ανωτερότητα που θα
μπορούσε να την κάνει απόλυτο πρότυπο, ούτε ότι η μεταπολιτική εμποδίζει
κάποιον να ενδιαφέρεται για την πολιτική και να παίρνει θέση στο πριν όχι ως
ηθοποιός αλλά ως παρατηρητής».
Στον καθένα η δικιά του θέση λοιπόν. Και είναι καλό που κάποιοι κάνουν πολιτική, γιατί αυτό κάνουν ίσως καλύτερα, αλλά όχι με απλά συνθήματα, υποσχέσεις λόγια του αέρα για εντυπωσιασμό, με μια λέξη λαϊκισμούς. Αλλά το μεταπολιτικό στοίχημα «έχει σίγουρα μέλλον, για τον απλό λόγο ότι θα υπάρχουν πάντα ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι, μουσικοί και θεωρητικοί που ενδιαφέρονται να κατανοήσουν την εποχή τους και πρόθυμοι να ασκήσουν επιρροή σε αυτήν».
Είναι λοιπόν απαραίτητο, με το βλέμμα στην ελληνική πραγματικότητα, ότι η μεταπολιτική και η πολιτική μαθαίνουν να έρχονται αντιμέτωπες, να κάνουν διαλόγους, να πειραματίζονται με συνθετικές υποθέσεις, χωρίς να αλλοιώνουν τις αντίστοιχες «συμπεριφορές». Η πρώτη (μεταπολιτική) δεσμεύεται να κατανοεί τη δική της εποχή, ενώ παράλληλα φαντάζεται το μέλλον, και η δεύτερη (πολιτική) δεσμεύεται να είναι συντονισμένη και να ακούει την τεράστια μεταπολιτική πραγματικότητα, που σήμερα αντιπροσωπεύεται από αυτόνομους συλλόγους, ιστολόγια, εκδοτικούς οίκους, περιοδικά διαδικτυακά, πολιτιστικά ιδρύματα, μεμονωμένοι διανοούμενοι.
Αυτή η σχέση μπορεί να αντιπροσωπεύει μια χρήσιμη «μεθοδική» απάντηση για τη διεύρυνση των προοπτικών της πολιτικής δράσης, μετρώντας τον εαυτό της στο έδαφος οραμάτων και νοοτροπιών, πάνω στα οποία θα οικοδομηθεί μια ευρύτερη και διαρκής εκλογική συναίνεση. Εν ολίγοις στην πολιτική, που ισχυρίζεται ότι είναι πατριωτική και ταυτοτική, πρέπει να ζητηθεί μια νέα ευαισθησία ως προς την «κίνηση των ιδεών» και ταυτόχρονα μια συνθετική (προγραμματική) ικανότητα αντιμετώπισης των νέων και πολύπλοκων προβλημάτων της παρούσας εποχής και της ανάγκης εντοπισμού επαρκών και καινοτόμων απαντήσεων.
Η σημερινή πρόκληση, μια πολιτιστική και πολιτική πρόκληση ταυτόχρονα, πρέπει επομένως να μεταφερθεί από τις «σχολικές» αναπαραστάσεις (δεξιά/αριστερά) σε μια νέα επίγνωση παλαιών και νέων ταυτοτήτων (τοπικές, παραγωγικές, επαγγελματικές, επιστημονικές) και συνεπώς στην ικανότητα /δυνατότητα ενσωμάτωσης τους στο πλαίσιο των σύγχρονων σεναρίων. Η πρόκληση σήμερα είναι να μπορέσουμε να δώσουμε φωνή στη βαθιά και κρυμμένη Ελλάδα, στην μη αντιπροσωπευόμενη Ελλάδα των μικρών κέντρων αριστείας, των κρυφών ταυτοτήτων, των περιθωριοποιημένων προαστίων και των ανθρώπων κυρίως των πολύ νέων που ψάχνονται μέσα στην ομίχλη που εμείς δημιουργήσαμε!
Και ειδικά σε αυτούς ακριβώς τους νέους, αμόλυντοι ακόμη από το δηλητήριο των κομμάτων και των απίθανων και απαίδευτων αρχηγών, στους οποίους αυτούς νέους πρέπει να προσφερθούν χώροι για να εκφράσουν τη δημιουργικότητά τους και επαρκή κανάλια για να τη φέρουν στο προσκήνιο. Πρέπει να φέρουμε πολιτισμό στο λαό και να ασχοληθούμε μαζί του, ξεπερνώντας επιτέλους κάθε στείρα διανοουμενιστική στάση.
Πρέπει να κινητοποιήσουμε νέες ενέργειες και φαντασιώσεις, προωθώντας την ενοποίηση δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Πρέπει να προσελκύσουμε πόρους και επενδύσεις. Και όλα αυτά πρέπει να προβάλλονται σε διεθνές επίπεδο, αποδεχόμενοι την πρόκληση της νεωτερικότητας, επιβάλλοντας όμως, από αυτή την πλευρά, τους κανόνες ποιότητας, «ιχνηλασιμότητας», της ελληνικής αξίας.
Πραγματικότητα και προτάσεις, ρεαλισμός και προσδοκίες: σε αυτό το μείγμα η συναρπαστική δέσμευση για επανεξέταση-αλλαγή μπορεί να γίνει ένας συγκεκριμένος και κερδοφόρος στόχος. Χωρίς άκαμπτο λαιμό και χωρίς παρωπίδες. Χωρίς νοσταλγία. Με πνεύμα το οποίο θα πρέπει να ξαναβρεί την τροφή του αλλά μακριά από τον τυφλό και μονόπλευρο εθνικισμό, όπως έλεγε ο Drieu la Rochelle.
Η Ευρώπη έχει πεθάνει ... εμείς όμως είμαστε αυτοί που οφείλουμε να υπερασπιστούμε το κορμί της στο πεδίο της μάχης. Και εμείς είμαστε που θα πρέπει να αφήσουμε αυτό το κάτι για τους επόμενους στρατιώτες της Δράσης και του Πνεύματος, ώστε να ξανααναστήσουμε ότι χάσαμε. Τα κομματικά συνέδρια και οι εκλογές περνούν. Οι αξίες και οι ιδέες όμως παραμένουν.
Το καθοριστικό παιχνίδι μεταξύ πολιτικής και μεταπολιτικής παίζεται και θα παίζεται όλο και περισσότερο σε αυτά. Και κλείνω πάντα με τα λόγια του Ernst Junger από το δυστοπικό αριστούργημά του Eumeswil:
«Aν στρέψουμε
πίσω το βλέμμα, πέφτει πάνω σε τάφους και χαλάσματα, σε ένα χωράφι με ερείπια.
Εν τω μεταξύ, εμείς οι ίδιοι κυριαρχούμαστε από μια ανακλώμενη χρονική εικόνα:
ενώ πιστεύουμε ότι προχωράμε μπροστά και προοδεύουμε, αντίθετα οδεύουμε προς
αυτό το παρελθόν. Σύντομα θα του ανήκουμε: ο χρόνος μας ξεπερνάει».