Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ERNST JUNGER. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ERNST JUNGER. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Storm of Steel: Το ιπποτικό πνεύμα κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου


του Αχιλλέα

 Για να αναλύσουμε το βιβλίο, Storm of Steel του Έρνστ Γιούνγκερ (1895-1998) αρχικά θα πρέπει να θυμίσουμε ότι οι μάχες στις οποίες αναφέρεται έλαβαν χώρα στην, διαλυμένη από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ύπαιθρο της Γαλλίας, ανάμεσα στο 1914 και το 1918. Μπορεί να επισημανθεί ότι ο μεγάλος πόλεμος ήταν το κρισιμότερο σημείο στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Εκατομμύρια άνδρες χάθηκαν σε έναν ευρωπαϊκό εμφύλιο. Μάχες σώμα με σώμα, η πρώτη μαζική χρήση χημικών στο πεδίο της μάχης αλλά και το έντονο «trench warfare» ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του Μεγάλου Πολέμου. 

Ασφαλώς, οι συνέπειες του πολέμου στις κοινωνίες και τα κράτη ήταν πολλαπλές. Γεωπολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, ακόμα και ηθικο-πολιτιστικές.  Μέσα σε αυτόν τον πόλεμο και την φρικαλεότητα του κάποιοι άνθρωποι με σπαρτιατικό ήθος έλαμψαν και τιμήθηκαν για αυτό. Ένας από αυτούς ήταν και ο ερασιτέχνης εντομολόγος, συγγραφέας, ποιητής και στοχαστής ¨Ερνστ Γιούνγκερ, ο οποίος με το μετέπειτα έργο του (ασφαλώς και με το βιβλίο Storm of Steel) αποτέλεσε παράδειγμα του πως οδήγησε στην ηθικο-πολιτιστική κρίση του μεσοπολέμου ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Στις αρχές του 20ου αιώνα έχουμε για πρώτη φορά το ολικό πέρασμα στην μηχανική εποχή του σύγχρονου πολέμου (η πρώιμη αρχή είχε γίνει στον Κριμαϊκό πόλεμο 1853- 1856 και μετέπειτα στον αμερικανικό εμφύλιο 1861-1865)). Πολυβόλα, αεροπλάνα, πιστόλια μεγαλύτερης ακριβείας αλλά και άρματα μάχης χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά με φοβερά αποτελέσματα ενάντια στους εκάστοτε στόχους τους. Αυτό για το οποίο μας είχαν προετοιμάσει συγγραφείς και ποιητές του 19ου αιώνα είχε γίνει πραγματικότητα. Είχαμε για πρώτη φορά τον άνθρωπο της μηχανής. Ατσάλι και ανθρώπινη σάρκα έγιναν ένα.

Από τη στιγμή που ο πόλεμος έγινε όλο και πιο μηχανοποιημένος, ορισμένοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι παλιές πολεμικές αρετές του θάρρους και της ανδρείας θα γίνονταν εντελώς παρωχημένες στο σύγχρονο πεδίο της μάχης. Η επέλαση των μηχανών κυρίευε περιορίζοντας τις λειτουργίες καθώς και την φύση του ανθρώπου. Αλλά η ψυχή του πολεμιστή δεν θα μπορούσε να εξαφανιστεί. Χαρακτηριστικά, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γιούνγκερ, ο ίδιος αναφέρει διαρκώς ότι δεκάδες ήταν οι τραυματισμοί αλλά και οι θάνατοι από θραύσματα βομβών. Οι βόμβες φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρων ανάμεσα στο 1914-1918 και ο ίδιος ο Γιούνγκερ είχε τραυματιστεί πολλαπλός από τα θραύσματά τους. Συνολικά, τραυματίστηκε 14 φορές.

Κάποιοι θα έλεγαν ότι ο πόλεμος διαλύει και συνθλίβει το πνεύμα. Μερικώς θα είχαν δίκιο, καθώς και μέσα στο βιβλίο ο Γιούνγκερ αναφέρει πολλάκις ότι έβλεπε στα μάτια των νέων στρατιωτών τον απόλυτο τρόμο, καθώς αντιμετώπιζαν για πρώτη φορά τον θάνατο. Από την άλλη βέβαια ο Γιούνγκερ, ως ένας σαμουράι της Δύσης, έβλεπε την πιθανότητα του θανάτου ως κάτι το οποίο θα ατσάλωνε την σκέψη του και θα τον έκανε να ενώσει το τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο και τελικά να φτάσει στον υπεράνθρωπο (σύμφωνα με τη νιτσεϊκή ορολογία). Ο Γιούνγκερ αφηγείται ότι οι ακραίες συνθήκες πολέμου τον έφεραν συχνά σε σημεία υψηλότερης συνειδητοποίησης. Και όντως οι δεκάδες γενναίες πράξεις του, συμπεριλαμβανομένης της μάχης του Somme, τον έκαναν να φαντάζει ως μια μορφή που υπερέβαινε τα ανθρώπινα όρια, κάτι το οποίο του αναγνωρίστηκε καθώς ο ίδιος έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις.

Αυτό που δείχνει το ήθος του Γιούνγκερ καθ’ όλη την ανάγνωση του βιβλίου είναι η πίστη στους καλούς τρόπους της παλιάς αριστοκρατικής ιπποσύνης και στο ευ αγωνίζεσθε καθώς παραμένει ευγενικός και ιδιαίτερα φερέγγυος απέναντι στους στρατιώτες του, μέσα σε φοβερά τρομακτικές και δύσκολες συνθήκες. Επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι στις σελίδες του βιβλίου δεν αναφέρεται τίποτα για οποιαδήποτε θρησκεία καθώς ο Γιούνγκερ ήταν τότε ακόμη άθρησκος, αν και αρκετά χρόνια αργότερα έγινε Καθολικός. Βέβαια η σκέψη του ήταν εξόχως υπερβατική. 

Μπορεί ο Γιούνγκερ του Storm of Steel να μην έβλεπε από πάνω του Θεούς ή Θεό αλλά αυτό δεν τον έκανε να χάσει την πίστη του σε κάτι ανώτερο. Ο ίδιος έχει πείσει τον εαυτό του ότι η ζωή μπορεί να δείχνει άνευ νοήματος αλλά ο άνθρωπος οφείλει να αναζητήσει και να ανακαλύψει το νόημα της σε μία ανώτερη αξία. Η αξία αυτή για τον Γιούνγκερ δεν ήταν τίποτα άλλο πέραν της ίδιας του της πατρίδας. Δηλαδή, ο ίδιος, έχει δώσει στην Πρωσική Γερμανία ιδιότητες που άλλοι άνθρωποι δίνουν στα αγαπημένα τους πρόσωπα ή ακόμη περισσότερο στο ανώτερο ον της θρησκείας τους. Οι πράξεις γενναιότητας του ήταν οι θυσίες στον βωμό ή το άναμμα του κεριού της υπερβατικής θρησκείας του. 

Η σύνοψη της σκέψης του Γιούνγκερ αναδύεται σε ένα απόσπασμα από τις τελευταίες σελίδες του Storm of Steel.. Πιο χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «Έμαθα...ότι η ζωή δεν έχει βαθύτερο νόημα εκτός κι αν της το δώσουμε εμείς μέσα σε ένα πλαίσιο μεγαλύτερο από εμάς, σε ένα σπουδαίο ιδανικό, και ότι υπάρχουν ιδανικά τα οποία είναι ανώτερα από την ζωή ενός ατόμου. Και αν και αυτό για το οποίο πολέμησα δεν ευοδώθηκε, μάθαμε μια για πάντα ότι μπορούμε να ζήσουμε για κάτι υψηλότερο από εμάς αλλά, ταυτόχρονα, και να πεθάνουμε για αυτό εάν χρειαστεί». 

Ο Γιούνγκερ υπήρξε υπήρξε φορέας ενός πνευματικού ιδανικού το οποίο τον κράτησε όρθιο ανάμεσα στο ερείπια της εποχής του. Στον πόλεμο αναγνώρισε τον «τόπο» όπου μπορούν να διαμεσολαβηθούν η κοσμική τάξη και η ανθρώπινη εμπειρία[1]. Στην απαρχή του 20ου αιώνα ατένισε, ως νεορομαντικός, στα ηφαιστειακά βάθη της ουσίας των πραγμάτων, που σιγοβράζουν κάτω από την επιφανειακή κρούστα του ορθολογισμού των επιγόνων του Διαφωτισμού. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά,

«...Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πνεύματος του 20ου αιώνα είναι η ανικανότητά του να δει αυτό που ενώνει τη ratio με τα άδυτα. Μέσα στην υπεροψία του, φανταζόταν ότι η εξέλιξη προχωρούσε σε μια γραμμή που είχε χαράξει, σε ένα αρμονικό περιβάλλον προσεκτικά οριοθετημένο, που δημιούργησε και έλεγχε και που ονόμαζε Συνείδηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα ξύπνημα ήταν αναπόφευκτο. Συνέβη την ίδια στιγμή που οι ρίζες του ορθολογισμού άγγιξαν το λίκνο του μύθου. Αυτό φαίνεται στις λέξεις, στη σκέψη, ακόμα και στις επιστήμες: όλα έγιναν πιο δυνατά από το μέτρο και τη μετριοφροσύνη του ανθρώπου. Τότε, ύστερα από τρομερές μονομαχίες, μυθικές μορφές βάδισαν κατά των ορθολογικών μορφών, και στη λάμψη των πυρκαγιών εμφανίστηκαν κόσμοι ονείρου και νυχτερινής μαγείας..»[2].

Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή της πολύ σημαντικής πνευματικής του διαδρομής, που θα τον οδηγούσε από τον εθνικισμό των διανοουμένων της Συντηρητικής Επανάστασης (οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στα πνευματικά δρώμενα του μεσοπολέμου) σε μια μοναχική ατραπό υπαρξιακών και μηδενιστικών αναζητήσεων.

πηγή

Ο Ernst Jünger προέβλεψε την καθολική χρήση μάσκας ως μέσο που ενισχύει τη συμμόρφωση και την ομοιομορφία σε μια δυστοπική μελλοντική κοινωνία

«Ο Jünger, θεωρείται ο μεγαλύτερος συγγραφέας του 20ου αιώνα, αποτέλεσε δε μία από τις κεντρικές μορφές του ρεύματος που έμεινε γνωστό ως «Συντηρητική Επανάσταση». Υπήρξε ένας από τους προδρόμους του μαγικού ρεαλισμού και συνεισέφερε την έννοια του Άναρχου (Κυρίαρχου Ατόμου). 

Στο βιβλίο του “Der Arbeiter” αναλύει τις απόψεις του για μια πλήρως κινητοποιημένη κοινωνία που θα καθοδηγείται από πολεμιστές-εργάτες-διανοούμενους. Γεννήθηκε στη Χαιδελβέργη στις 29 Μαρτίου 1895 και πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 1998. 

Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό και για τη δράση του παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό Α΄  Τάξεως καθώς και με το παράσημο Pour Le Merite που αποτελούσε την ανώτατη τιμητική διάκριση στον τότε Γερμανικό Στρατό. Μετά την απόλυσή του σπούδασε θαλάσσια βιολογία, βοτανολογία και φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την οποία επέκρινε για την αστάθειά της και την αδυναμία της, αρθρογράφησε σε διάφορα εθνικιστικά έντυπα προπαγανδίζοντας την ανάγκη για έναν επαναστατικό και ριζοσπαστικό εθνικισμό. 

Το 1927 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και, αν και του προτάθηκε από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, αρνήθηκε να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής. Στις 22 Οκτωβρίου 1932, στη βαυαρική εφημερίδα «Völkischer Beobachter», επίσημο όργανο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «Das endlose dialektische Gesprach», το οποίο τον κατηγορούσε για «φιλελεύθερες» απόψεις και πως δεν υπερασπίζονταν το φυλετικό δόγμα του αίματος και του εδάφους. 

Γενικά ανήκε στους εθνικιστές συγγραφείς, που το όνομα τους δεν αναφέρθηκε σε δηλώσεις πίστεως στον Αδόλφο Χίτλερ. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στην Wehrmacht απ’ όπου απολύθηκε το 1944 μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ στην οποία, σύμφωνα με τη φημολογία, είχε κάποια συμμετοχή. 

Στην μεταπολεμική Γερμανία αντιμετώπισε απαγορεύσεις από τις Βρετανικές Δυνάμεις Κατοχής, καθώς και εχθρότητα από κομμάτι της γερμανικής διανόησης λόγω της εθνικιστικής του σκέψης και δράσης και θεωρήθηκε αντιδραστικός και μιλιταριστής. Ήταν στενός φίλος με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ και απέσπασε το θαυμασμό του Julius Evola ο οποίος το 1960, δημοσίευσε το βιβλίο με τίτλο «L'Operaio nel Pensiero di Ernst Juenger», αφιερωμένο στον Γιούνγκερ»

Διαβάστε το άρθρο εδώ …

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger



Δ' ΜΕΡΟΣ

Είναι εύκολο να δούμε τι διαφοροποιεί τα δύο ζεύγη που σχηματίζονται από την μια μεριά υπό του Στρατιώτου του Μετώπου και του Εργάτου και από την άλλη υπό του Επαναστάτου και του Άναρχου. Θα ήταν, όμως, λάθος να συμπεράνει από αυτό κάποιος ότι ο «δεύτερος Jünger»,του έργου «Auf den Marmorklippen» αποτελεί αντίθεση του πρώτου. Αυτός ο «δεύτερος Jünger» εκφράζει περισσότερο πρόοδο, στην οποίαν δόθηκε μια ελεύθερη πορεία, μίας κλίσης εξ αρχής παρούσας, αλλά συσκοτισμένης από το έργο του συγγραφέως - στρατιώτου και του εθνικιστού μαχητού.

Στα πρώτα βιβλία του Jünger, όπως και στα «Der Kampf als innere Erlebnis» [12] και «Sturm» [13], μπορεί κάποιος να διακρίνει πίσω από την αφήγηση μία αναντίρρητη τάση προς την vita contemplativa. Από την αρχή ο Jünger εκφράζει έναν πόθο για διαλογιστική αντανάκλαση , την οποίαν οι περιγραφές μαχών ή τα καλέσματα για δράση δεν μπορούν να αποκρύψουν. Ο πόθος αυτός είναι εμφανής στην πρώτη έκδοση στο έργο «Das Abenteuerliche Herz», στο οποίο μπορεί κάποιος να διαβάσει όχι μόνον ένα ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη κυριολεκτικά ποίηση, αλλά, επίσης, μία αντανάκλαση - αυτήν που θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει τόσο ως μεταλλική, όσο και ως κρυστάλλινη - για την αμεταβλητότητα των πραγμάτων και αυτού που στον απόλυτο πυρήνα του παρόντος εξυψούται σε κοσμικά σημάδια και σε μια αναγνώριση του απεριόριστου, θρέφοντας ούτως την «στερεοσκοπική όραση», στην οποίαν δύο επίπεδες εικόνες ενώνονται σε μία μοναδική εικόνα, για να αποκαλύψουν την διάσταση του βάθους.

Δεν υφίσταται ούτως καμία αντίθεση μεταξύ των τεσσάρων Μορφών, αλλά μόνον μία προοδευτική εμβάθυνση, ένα είδος αυξανόμενα εξαιρετικού σχεδίου , που οδήγησε τον Jünger, έναν αρχικά ηθοποιό της εποχής του, έπειτα δικαστή και κριτή των καιρών του, να θέσει τελικώς εαυτόν υπεράνω της εποχής του, προκειμένου να καταθέσει σχετικά με το τι προηγήθηκε του αιώνος του και τι θα ακολουθήσει αυτού.


Στο έργο του «Der Arbeiter» διαβάζουμε: «Όσο περισσότερο αφιερώνουμε τους εαυτούς μας στην αλλαγή, τόσο πρέπει να είμεθα ενδόμυχα πεπεισμένοι, ότι πίσω από αυτήν κρύβεται ένα ήρεμο είναι». Ολόκληρη την ζωή του ο Jünger ποτέ δεν έπαυσε να προσεγγίζει τούτο το «ήρεμο είναι». Καθώς περνούσε από την εκδηλωμένη δράση στην φανερή μη - δράση - ενώ πορευόταν, θα έλεγε κανείς, από το υπάρχειν στο Είναι -κατόρθωσε μία υπαρξιακή πρόοδο, η οποία τελικώς του επέτρεψε να κατέχει την θέση του Άναρχου, το ακίνητο κέντρο, το «κεντρικό σημείο του περιστρεφόμενου τροχού», από το οποίο ξεκινά κάθε κίνηση. 

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger



Γ' ΜΕΡΟΣ

Η τελευταία Μορφή, την οποίαν ο Jünger αποκαλεί ονομάζει Άναρχος, πρωτοεμφανίσθηκε το 1977 στο «Eumeswil» [8], μία «μεταμοντέρνα» νουβέλα προορισμένη να αποτελέσει την συνέχεια του έργου Heliopolis[9] και εκτυλισσόμενη στην τρίτη χιλιετία. Ο Venator, ο ήρωας, δεν χρειάζεται πλέον να διαβιεί στο δάσος, για να παραμένει ανεπηρέαστος από τον περιβάλλοντα μηδενισμό. Είναι αρκετό για αυτόν που έχει φθάσει μία ανύψωση, η οποία του επιτρέπει να παρατηρεί τα πάντα από μία απόσταση, δίχως να απαιτείται να απομακρύνεται. Τυπική υπό αυτήν την άποψη είναι η στάση του απέναντι στην εξουσία. Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δε τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι. Ο Άναρχος είναι κυρίαρχος του εαυτού το οποίο ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμασθε ότι δείχνει την απόσταση που υφίσταται μεταξύ κυριαρχίας, η οποία δεν προϋποθέτει εξουσία, και εξουσίας, η οποία ποτέ δεν παρέχει κυριαρχία. 

«Ο Άναρχος» γράφει ο Jünger «δεν είναι ο συνεργάτης του μονάρχη, αλλά ο αντίποδάς του, ο άνθρωπος που η εξουσία δεν μπορεί να συλλάβει, αλλά και είναι επικίνδυνος για αυτήν. Δεν είναι αντίπαλος του μονάρχη, αλλά το αντίθετό του.» Πραγματικός χαμαιλέων, ο Άναρχος προσαρμόζεται σε όλα τα πράγματα, διότι ουδέν τον φθάνει. Βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας, ενώ είναι πέραν αυτής. Ζεί σε όλες τις εποχές ταυτοχρόνως, παρόν, παρελθόν και μέλλον. Έχοντας διαβεί «το τείχος του χρόνου», βρίσκεται την θέση του Πολικού Αστέρος, που παραμένει σταθερός, ενώ ολόκληρος ο έναστρος θόλος περιστρέφεται γύρω του, του κεντρικού άξονος ή του κεντρικού σημείου, «του κέντρου του τροχού, όπου ο χρόνος έχει εξοβελισθεί». Ούτως, μπορεί να επιβλέπει το «ξεκαθάρισμα», που εκπροσωπεί τον τόπο και την περίσταση για την επιστροφή των θεών. Από αυτό μπορεί να δεί κάποιος, όπως γράφει ο Claude Lavaud αναφορικά με τον Heidegger, ότι η λύτρωση έγκειται «στο να μένεις πίσω , παρά στο να περνάς απέναντι’ στην προσήλωση και όχι στο υπολογισμό’ στην αναμνηστική ευλάβεια που ανοίγει την σκέψη στην αποκάλυψη και την απόκρυψη, που συναποτελούν την ουσία της αληθείας .» [10]

Αυτό, λοιπόν, που διακρίνει τον Επαναστάτη από τον Άναρχο είναι η ποιότητα της εθελουσίας των περιθωριοποιήσεως: οριζόντια απόσυρση για τον πρώτον, κάθετος απόσυρση για τον δεύτερο. Ο Επαναστάτης έχει την ανάγκη να βρεί καταφύγιο στο δάσος, επειδή είναι άνθρωπος δίχως εξουσία ή κυριαρχία και επειδή μόνον εκεί διατηρεί τις συνθήκες της ελευθερίας του. Ο ίδιος ο Άναρχος είναι επίσης δίχως εξουσία, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχει εξουσία, είναι κυρίαρχος. Ο Επαναστάτης είναι ακόμα σε κατάσταση επαναστάσεως, ενώ ο Άναρχος βρίσκεται πέραν της επαναστάσεως. Ο Επαναστάτης συνεχίζει με μυστικότητα-κρύβεται στις σκιές-ενώ ο Άναρχος παραμένει σε πλήρη θέα. Εν τέλει, εκεί που ο Επαναστάτης είναι εξορισμένος από την κοινωνία, ο Άναρχος εξορίζει εαυτόν. Δεν είναι αποκλεισμένος, είναι απελευθερωμένος.

Η έλευση του Επαναστάτου και του Άναρχου, απώθησε την ανάμνηση του Στρατιώτου του Μετώπου στο παρασκήνιο, αλλά δεν τερμάτισε την κυριαρχία του Εργάτου. Ομολογουμένως, ο Jünger άλλαξε την γνώμη του για το τι πρέπει να περιμένουμε, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ την πεποίθησή του ότι αυτή η Μορφή πραγματικά επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Εργάτης προσδιορισμένος ως «ο αρχηγός Τιτάνας που διατρέχει την σκηνή της εποχής μας» είναι πραγματικά ο υιός της Γής, το τέκνο του Προμηθέως. Ενσαρκώνει την «τελλουρική» δύναμη , της οποίας το όργανο είναι η σύγχρονη τεχνολογία. Αποτελεί, επίσης, μία μεταφυσική Μορφή, διότι η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι τίποτα άλλο από την συνειδητοποιημένη ουσία της μεταφυσικής, που καθιστά τον άνθρωπο κύριο ενός κόσμου μεταμορφωμένου σε αντικείμενο. Και με τον άνθρωπο ο Εργάτης τηρεί μία διαλεκτική κυριότητος: ο Εργάτης είναι κύριος του ανθρώπου μέχρι του σημείου που ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι κύριος του κόσμου με το να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Εργάτη.

Ωστόσο, μέχρι του ακριβούς σημείου που είναι οι εκπρόσωποι των στοιχειακών και των τελλουρικών δυνάμεων, οι Τιτάνες εξακολουθούν να είναι φορείς ενός μηνύματος, το περιεχόμενο του οποίου εντέλλεται την ύπαρξή μας. Ο Jünger δεν τους θεωρεί πλέον συμμάχους, αλλά ούτε εχθρούς. Κατά την συνήθειά του, ο Jünger είναι ένας σεισμογράφος: έχει ένα προαίσθημα ότι η κυριαρχία των Τιτάνων αναγγέλλει την επιστροφή των θεών και ότι ο μηδενισμός αποτελεί ένα αναγκαίο κομμάτι του μονοπατιού προς την αναγέννηση του κόσμου. Για να τελειώσουμε με τον μηδενισμό, πρέπει να τον ζήσουμε μέχρι το τέλος του - «περνώντας την γραμμή» που αντιστοιχεί στο «μεσημβρινό μηδέν» - διότι, όπως λέει ο Heidegger , το τεχνολογικό πλαίσιο [11] (Ge-stell) παραμένει ένας τρόπος του Είναι , όχι απλώς η λήθη του. Για τον λόγον αυτόν, εάν ο Jünger αντιμετωπίζει τον Εργάτη ως κίνδυνο, θεωρεί, επίσης, ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να γίνει η σωτηρία μας, διότι υπό αυτού και μέσω αυτού θα είναι πιθανό να εξαλειφθεί ο κίνδυνος. 

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger



Β' ΜΕΡΟΣ

Η στροφή αυτή αντανακλάται στην νουβέλα Auf den Marmorκlippen (Πάνω στους μαρμάρινους λόφους)[5], εκδοθείσα το 1939. Οι ήρωες της, δύο αδέλφια, βοτανολόγοι από την Μεγάλη Μαρίνα, που απαρνούνται με τρόμο το ανηλεές αποτέλεσμα της επιχειρήσεως του Μεγάλου Δασονόμου, ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν όπλα ισχυρότερα αυτών που διαπερνούν και που σκοτώνουν. Εκείνη την εποχή ο Jünger όχι μόνον ήταν πληροφορημένος από την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά είχε επηρεασθεί και από τον αδελφό του Friedrich Georg Jünger, ο οποίος σε ένα διάσημο βιβλίο [6] υπήρξε από τους πρώτους που ήσκησαν μία ριζοσπαστική κριτική επί του τεχνολογικού πλαισίου. [7]. Ως τέκνα της τεχνολογίας, ο Στρατιώτης και ειδικότερα ο Εργάτης ευρίσκοντο στην πλευρά των Τιτάνων. 

Ο Jünger, ωστόσο, κατέληξε ότι η τιτανική κυριαρχία των στοιχειακών οδηγεί κατευθείαν στον μηδενισμό. Κατάλαβε ότι ο κόσμος δεν έπρεπε ούτε να ερμηνευθεί ούτε να αλλάξει, αλλά να ιδωθεί ως η ξεχωριστή πηγή της αποκαλύψεως της αλήθειας. Αντελήφθη ότι η τεχνολογία δεν είναι απαραιτήτως ανταγωνιστική προς τις αστικές αξίες και ότι μεταμορφώνει τον κόσμο μόνον παγκοσμιοποιώντας την έρημο. Κατάλαβε ότι πίσω από την ιστορία το άχρονο επιστρέφει σε πιο ουσιώδεις κατηγορίες και ότι ο ανθρώπινος χρόνος, με όρια καθορισμένα από τον μηχανισμό του ρολογιού, είναι ένας «φανταστικός χρόνος» γεννηθείς από μία συσκευή, η οποία έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν το γεγονός ότι ανήκουν στον κόσμο, ένας χρόνος που καθορίζει την φύση των ασχολιών τους αντί να καθορίζεται από αυτές, σε αντίθεση με την κλεψύδρα , το «στοιχειώδες-πρωταρχικό ρολόι», της οποίας η ροή υπακούει σε φυσικούς νόμους-ένας κυκλικός και όχι ένας γραμμικός χρόνος. Ο Jünger με άλλα λόγια συνειδητοποίησε ότι το ξέσπασμα των Τιτάνων αποτελεί πρωτίστως και κυρίως εξέγερση εναντίον των Θεών. Για τον λόγον αυτόν απέρριψε τον Προμηθέα.

Εναντίον του ολοκληρωτικού δεσποτισμού οι ήρωες του Auf den Marmorκlippen επιλέγουν την απόσυρση, δημιουργώντας μίαν απόσταση. Με αυτήν έχουν ήδη ανακοινώσει την νοοτροπία του Επαναστάτη, για τον οποίον ο Jünger θα έγραφε: «Ο Επαναστάτης είναι…οποιοσδήποτε, του οποίου ο νόμος της φύσεως του τον τοποθετεί σε μία σχέση με την ελευθερία, μία σχέση η οποία με τον καιρό τον οδηγεί σε μία εξέγερση ενάντια στον αυτοματισμό και σε μία άρνηση να αποδεχθεί την ηθική του συνέπεια, την μοιρολατρεία». Μπορεί κάποιος να διαπιστώσει από αυτό ότι η Μορφή του Επαναστάτου συνδέεται αμέσως με έναν διαλογισμό επάνω στην ελευθερία-και επίσης στον αποκλεισμό, από την στιγμή που ο Επαναστάτης είναι εξίσου ένας παράνομος. Ο Επαναστάτης παραμένει ένας μαχητής, όπως ο Στρατιώτης του Μετώπου, αλλά είναι ένας μαχητής που την ενεργό απουσία προσωπικότητος, επειδή προτίθεται να διατηρήσει την ελευθερία του σε συνάρτηση με τον σκοπό που υπερασπίζεται. 

Υπό αυτήν την έννοια ο Επαναστάτης δεν μπορεί να ταυτισθεί με κάποιο σύστημα, ακόμα και με αυτό, υπέρ του οποίου μάχεται. Δεν αναπαύεται σε καμία περίπτωση. Εάν ο Επαναστάτης επιλέξει την περιθωριοποίηση, υπεράνω όλων τίθεται να περιφρουρεί ενάντια στις δυνάμεις της καταστροφής, να σπάει την περικύκλωση, θα μπορούσε να πεί κάποιος, χρησιμοποιώντας μία στρατιωτική μεταφορά, την οποίαν ο ίδιος ο Jünger χρησιμοποιεί όταν γράφει: «Η θαυμαστή περικύκλωση του ανθρώπου είχε προετοιμασθεί από πολύ παλαιά από θεωρίες που στοχεύουν στην αψεγάδιαστη λογική ερμηνεία του κόσμου και παρελαύνουν σε κλειστό σχηματισμό μαζί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας».


«Ο δρόμος του μυστηρίου πηγαίνει κατευθείαν προς το εσώτερο» είπε ο Novalis. Ο Επαναστάτης είναι ένας μετανάστης στο εσώτερο, που επιζητά να διατηρήσει την ελευθερία του στην καρδιά των δασών, όπου τέμνονται «τα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά».  Το καταφύγιο αυτό, ωστόσο, είναι διφορούμενο, διότι αυτό το άσυλο της οργανικής ζωής, το οποίο δεν έχει ακόμα απορροφηθεί από την μηχανοποίηση του κόσμου, εκπροσωπεί-στο ακριβές σημείο που συνιστά ένα σύμπαν ξένο προς τα ανθρώπινα πρότυπα-τον «μεγάλο οίκο του θανάτου, την μόνη έδρα του καταστρεπτικού κινδύνου». Όθεν η θέση του Επαναστάτου μπορεί να είναι μόνον προσωρινή. 

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger



του Alain de Benoist

Μετάφραση - επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Α' ΜΕΡΟΣ

Τέσσερις μορφές εμφανίζονται διαδοχικά στα γραπτά του Jünger, κάθε μία από αυτές ανταποκρινόμενη σε μία ξεχωριστή περίοδο της ζωής του συγγραφέως. Αυτές είναι χρονολογικά ο Στρατιώτης του Μετώπου, ο Εργάτης, ο Επαναστάτης, ο Άναρχος. Μέσω των μορφών αυτών μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει το παθιασμένο ενδιαφέρον που είχε ο Jünger για τον κόσμο των μορφών. Για αυτόν οι μορφές δεν μπορούν να προέλθουν από την αλλαγή που συμβαίνει στον αισθητό κόσμο. Οι μορφές υποδεικνύουν σε ποικίλα επίπεδα, τον τρόπο με τον οποίον τα αισθητά όντα εκφράζονται: η «ιστορία» του κόσμου ίσταται υπεράνω κάθε μορφογενέσεως. Ως εντομολόγος, επιπλέον, ο Jünger ήταν φυσικά επιρρεπής σε κατηγοριοποιήσεις. Πέραν του ατόμου, αναγνωρίζει το γένος και το είδος.

Μπορεί κάποιος να διακρίνει εδώ ένα είδος λεπτής προκλήσεως προς τον ατομικισμό: «Το μοναδικό και το τυπικό αλληλοαποκλείονται», γράφει. Όπως το βλέπει ο Jünger, το σύμπαν είναι έτσι εκείνο, όπου οι Μορφές δίδουν στις εποχές την μεταφυσική σημασία τους. Με αυτή την σύντομη, θα ήθελα να συγκρίνω και να αντιπαραβάλω τις υπό του Jünger αναγνωρισμένες Μορφές.

Ο Στρατιώτης του Μετώπου (Der Frontsoldat) είναι πρωτίστως μάρτυρας του τέλους του πολέμου με την κλασική έννοια: οι πόλεμοι που έδιδαν προτεραιότητα στον ιπποτισμό, που ήσαν οργανωμένοι γύρω από τις έννοιες της δόξης και της τιμής, που γενικώς σεβόταν τους αμάχους και που διέκριναν ξεκάθαρα μεταξύ του Μετώπου και των Μετόπισθεν. «Μολονότι ζαρώναμε από φόβο μέσα στους κρατήρες των οβίδων, συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατότερος από την ύλη. Αυτό απεδείχθη λάθος.», έγραφε ο Jünger. Όντως, από τότε και έπειτα η «ύλη» μετρούσε περισσότερο από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο υλικός αυτός παράγοντας σηματοδοτεί την εισόρμηση και την κυριαρχία της τεχνολογίας. Η τεχνολογία επιβάλλει τον δικό της νόμο, τον νόμο της απουσίας προσωπικότητας και του ολοκληρωτικού πολέμου - ενός πολέμου ταυτοχρόνως μαζικού και αφηρημένου στην ωμότητά του. 

Την ίδια στιγμή ο Στρατιώτης καθίσταται ένας απρόσωπος ηθοποιός. Ακόμα και ο ηρωισμός του είναι απρόσωπος, διότι αυτό που μετράει περισσότερο για εκείνον δεν είναι πλέον ο σκοπός ή το αποτέλεσμα της μάχης. Δεν πρόκειται για το εάν θα κερδίσει ή θα χάσει, εάν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Αυτό που μετράει είναι η πνευματική προδιάθεση που τον οδηγεί να αποδεχθεί την ανώνυμη θυσία του. Υπό αυτήν την έννοια, ο Στρατιώτης του Μετώπου είναι εξ ορισμού ένας Άγνωστος Στρατιώτης, ο οποίος σχηματίζει ένα σώμα, στην πλήρη κυριολεξία του όρου, με την μονάδα, στην οποίαν ανήκει, σαν ένα δένδρο, το οποίο δεν αποτελεί απλώς μέρος, αλλά μία υποδειγματική ενσάρκωση του δάσους.

Το ίδιο ισχύει για τον Εργάτη, ο οποίος εμφανίζεται το 1932, στο διάσημο βιβλίο με το όνομα αυτό, του οποίου ο παράτιτλος είναι «Κυριαρχία και Μορφή» [1] Το κοινό στοιχείο του Στρατιώτου και του Εργάτου είναι η ενεργός απουσία προσωπικότητας. Αμφότεροι είναι τέκνα της τεχνολογίας. Επειδή η ίδια τεχνολογία που μεταμόρφωσε τον πόλεμο σε μία μονότονη «εργασία», πνίγοντας το ιπποτικό πνεύμα στην λάσπη των χαρακωμάτων, μεταμόρφωσε, επίσης, τον κόσμο σε ένα απέραντο εργαστήριο, όπου ο άνθρωπος είναι στο εξής εντελώς σκλαβωμένος [2] από τις προσταγές της παραγωγικότητας. Ο Στρατιώτης και ο Εργάτης έχουν, εν τέλει, τον ίδιον εχθρό: τον αξιοπεριφρόνητο φιλελεύθερο αστό, τον αναγγελμένο από τον Νίτσε «τελευταίο άνθρωπο», ο οποίος σέβεται την ηθική τάξη, την ωφέλεια και το κέρδος. Ο Εργάτης και ο Στρατιώτης, που έχει επιστρέψει από το Μέτωπο, επίσης, θέλουν να καταστρέψουν, προκειμένου να δημιουργήσουν, να απομακρύνουν τα τελευταία κουρέλια του ατομικισμού, προκειμένου να ιδρύσουν έναν καινούργιο κόσμο πάνω στα συντρίμμια της παλαιάς «απολιθωμένης μορφής ζωής»

Ωστόσο, ενώ ο Στρατιώτης ήταν μόνον το παθητικό αντικείμενο της κυριαρχίας της τεχνολογίας, ο Εργάτης στοχεύει ενεργά στο να ταυτοποιήσει τον εαυτό του με αυτήν. Μακράν του να είναι το αντικείμενό της ή να υποτάσσεται στις εκδηλώσεις της, ο Εργάτης, αντιθέτως, αναζητά εν πλήρει συνειδήσει να επιδοκιμάσει της δύναμη της τεχνολογίας, η οποία θεωρεί ότι θα εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τάξεων, όπως και ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, σε πολίτη και σε στρατιωτικό. Ο Εργάτης δεν είναι πλέον αυτός που «θυσιάζεται, για να επωμίζεται τα φορτία στις μεγάλες ερήμους της φωτιάς», όπως ο Jünger ακόμα το έθετε στο έργο του «Der Waldgang» (Το μονοπάτι στο δάσος) [3], αλλά ένα όν εντελώς αφοσιωμένο στην «totale Mobilmachung» (ολοκληρωτική επιστράτευση ή κινητοποίηση) [4] Ούτως, η Μορφή του Εργάτου προχωρά πολύ μακρύτερα του Τύπου του Στρατιώτου του Μετώπου. Διότι για τον Εργάτη -που ονειρεύεται όλη την ώρα την ζωή του Σπαρτιάτου, του Πρώσσου, ή του Μπολσεβίκου, όπου το άτομο οπωσδήποτε θα μπορούσε να ξεπερασθεί από τον Τύπο - ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε μόνον το αμόνι , πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε ένας άλλος τρόπος του είναι στον κόσμο. 

Ο Στρατιώτης του Μετώπου περιόρισε τον εαυτό του, για να ενσαρκώσει νέα πρότυπα συλλογικής υπάρξεως. Ο Εργάτης, από την πλευρά του, αποσκοπεί στο να τις μετεμφυτεύσει στην αστική ζωή, να τις καταστήσει νόμο ολόκληρης της κοινωνίας. Ο Εργάτης με τον τρόπον αυτόν δεν είναι μόνον ο άνθρωπος που εργάζεται (η πλέον κοινή σημασία) περισσότερο απ’ ό,τι ο άνθρωπος μίας κοινωνικής τάξεως, π.χ. μίας δεδομένης οικονομικής κατηγορίας (η ιστορική σημασία). Είναι ο Εργάτης με μία μεταφυσική έννοια: αυτό που αποκαλύπτει την Εργασία ως τον γενικό κανόνα ενός κόσμου, ο οποίος αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα, ακόμα και στην πολυτέλεια και την ανάπαυση.

Τα στοιχεία της κοσμοθεάσεως του Jünger - η αισθητική και βουλησιαρχική αντίληψη της τεχνολογίας, η αποφασιοκρατία κάθε στιγμής, η αντίθεση του Εργάτου προς τον Αστό, η νιτσεϊκή θέληση «προς επαναξιολόγηση όλων των αξιών», που ήδη υποδαυλίζει τον γιουνγκεριανό «στρατιωτικό εθνικισμό» της δεκαετίας του είκοσι - συνοψίζονται ενίοτε με την φράση «ηρωικός ρεαλισμός». Υπό την επιρροή των γεγονότων, ωστόσο, ο διαλογισμός του Jünger θα υποστεί συντόμως μία αποφασιστική καμπή, η οποία τον οδήγησε σε διαφορετική κατεύθυνση.

Carl Schmitt και Ernst Jünger



Μια αλληλογραφία

Αθανάσιος Καΐσης

Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε.

2001

26 σελίδες


Ernst Jünger


Λύκοι κρύβονται στο γκρίζο κοπάδι - χαρακτήρες, δηλαδή, που γνωρίζουν τι είναι ελευθερία. Οι λύκοι αυτοί, επίσης, δεν είναι μόνον δυνατοί για τον εαυτό τους. Υπάρχει και ο κίνδυνος ένα όμορφο πρωί να μεταδώσουν τα χαρακτηριστικά τους στις μάζες, ώστε το κοπάδι να μεταμορφωθεί σε αγέλη. Αυτός είναι ο εφιάλτης του αφέντη.

Ernst Junger, Der Waldgang

Ernst Jünger


Ο αναρχικός είναι ο συνεταίρος του μοναρχικού, τον οποίον ονειρεύεται να καταστρέψει. Κτυπώντας το άτομο, εγκαθιδρύει την τάξη της διαδοχής. Η κατάληξη «-ισμός» έχει περιοριστικό νόημα: δίνει έμφαση στην βούληση εις βάρος της ουσίας. [...]

Ο θετικός ομόλογος του αναρχικού είναι ο άναρχος. Ο τελευταίος δεν αποτελεί τον συνεργάτη του μοναρχικού, αλλά τον αντίποδά του, τον άνθρωπο , την δύναμη του οποίου δεν μπορεί να κατανοήσει, μολονότι είναι πολύ επικίνδυνος. Δεν είναι ο αντίπαλος του μοναρχικού, αλλά ο ομόλογός του.

Ο μοναρχικός επιθυμεί να εξουσιάζει ένα πλήθος ανθρώπων, ακόμα και όλους τους ανθρώπους. Ο άναρχος θέλει να εξουσιάζει τον εαυτό του και μόνον. Αυτό του προσδίδει μία αντικειμενική, έως και σκεπτικιστική στάση έναντι της εξουσίας, τις μορφές της οποίας επιτρέπει να περνούν από μπροστά του - σαφώς ακαθόριστα, όχι, όμως, χωρίς φιλικά συναισθήματα , χωρίς ιστορικό πάθος.

Ernst Jünger, Eumeswil 

Ernst Jünger (29.03.1895 - 17.02.1998)



«Η καταστροφή είναι το μόνο μέσο στα μάτια του εθνικισμού που ενδείκνυται στην σημερινή κατάσταση των πραγμάτων ... Αφήνουμε κατά μέρος την ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα είδος επανάστασης που να υποστηρίξει την τάξη για χάρη των μικροαστών. Επειδή ακριβώς είμαστε οι πραγματικοί, αυθεντικοί και ανηλεείς εχθροί του αστού, δεν νοιώθουμε παρά μόνο ευχαρίστηση απ' την αποσύνθεσή του. 

Όσο για 'μας, δεν είμαστε αστοί, είμαστε τέκνα των πολέμων, συμπεριλαμβανομένων και των εμφυλίων πολέμων, και μόνο όταν όλο αυτό, αυτό το θέαμα των κυκλικά και αέναα περιστρεφόμενων κύκλων, θα έχει σαρωθεί, θα μπορέσει να ξεδιπλωθεί μέσα μας ότι πηγάζει από τη φύση, το στοιχειώδες, τη στοιχειώδη αγριότητα, την αρχέγονη γλώσσα, την ικανότητα να γεννήσουμε το καινούριο με το αίμα και την σπορά μας»

«Όλες οι επαναστατικές δυνάμεις στο εσωτερικού ενός Κράτους είναι αόρατοι σύμμαχοι, παρά την αντιπαράθεσή τους. Κι αυτό γιατί η τάξη είναι ο κοινός τους εχθρός»

«Οι εξεγερμένοι στρατολογούνται μεταξύ αυτών που είναι έτοιμοι να πολεμήσουν για μια υπόθεση, ακόμα κι αν μοιάζει χαμένη. Η ιδανική περίπτωση είναι αυτή όπου η δική τους ελευθερία ταυτίζεται με αυτή της χώρας τους»

Ernst Junger - Περί Κινδύνου (Μέρος 1ο)


Το παρακάτω απόσπασμα  είναι ένα κείμενο του  Ernst Junger ενός εκ των διανοητών της λεγόμενης συντηρητικής επανάστασης, στα ελληνικά μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο “Φωνές από την Βαϊμάρη” των εκδόσεων Ύψιλον 2011 και ένα μικρό κομμάτι του έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό “Έρημη Χώρα”. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορα τo 1931 υπό τον αυθεντικό τίτλο “Uber diw Gefahr”.




" ... Ένα από τα σημάδια της εποχής στην οποία μόλις τώρα μπαίνουμε είναι η ολοένα μεγαλύτερη εισχώρηση του κινδύνου στην καθημερινότητά μας. Πίσω από αυτό το γεγονός δεν κρύβεται κάτι αναπάντεχο και τυχαίο αλλά μια καθολική αλλαγή στον εσωτερικό και στον εξωτερικό κόσμο μας. Αυτό το βλέπουμε καθαρά όταν θυμηθούμε πόση σπουδαιότητα έχει αποδοθεί στην έννοια της ασφάλειας κατά την αστική περίοδο που μόλις παρήλθε. Η επαρκέστερη περιγραφή του αστού είναι ίσως αυτή που τον παρουσιάζει ως τον άνθρωπο εκείνο ο οποίος τοποθετεί την ασφάλεια ανάμεσα στις ύψιστες αξίες και διάγει το βίο του αναλόγως. Οι κινήσεις του και τα συστήματά του μοναδικό σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τον χώρο του εναντίον του κινδύνου που κατά καιρούς, μόλις ένα συννεφάκι πάει να σκιάσει τον ουρανό, εμφανίζεται στον μακρινό ορίζοντα. Ωστόσο ο κίνδυνος είναι πάντοτε παρών και επιτίθεται με τρομαχτική επιμονή στα προστατευτικά φράγματα που έχει υψώσει γύρω της η τάξη.


Η ιδιαιτερότητα της σχέσης του αστού με τον κίνδυνο έγκειται στο γεγονός ότι τον αντιλαμβάνεται ως μιαν άλυτη αντίθεση προς την τάξη, δηλαδή ως κάτι παράλογο. Ως προς τούτο διαφέρει από άλλους τύπους ανθρώπων όπως, για παράδειγμα, από τον πολεμιστή, τον καλλιτέχνη και τον εγκληματία που αντιπροσωπεύουν μια υψηλή ή ταπεινή σχέση προς το στοιχειακό. Έτσι η μάχη στα μάτια του πολεμιστή είναι μια διαδικασία που ολοκληρώνεται σε μια ανώτερη τάξη πραγμάτων· η τραγική σύγκρουση για τον συγγραφέα είναι μια κατάσταση όπου το βαθύτερο νόημα της ζωής πρέπει να γίνεται πολύ καθαρά κατανοητό· και μια πόλη που βρίσκεται παραδομένη στις φλόγες μιας πυρκαγιάς ή μιας εξέγερσης αποτελεί πεδίο έντονης δράσης για τον εγκληματία. Από την άλλη μεριά, οι αστικές αξίες ελάχιστα ισχύουν για εκείνον τον άνθρωπο που φλογίζεται από τη φωτιά της πίστης, διότι οι θεοί εμφανίζονται στα στοιχεία της φύσης, όπως στη φλεγόμενη και μη-καιόμενη βάτο. Μέσω των συμφορών και των κινδύνων η μοίρα τραβάει τον θνητό στην ανώτερη σφαίρα μιας υψηλότερης τάξης ... "

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...

Για τον εργάτη του Ernst Junger. Έβδομο τεύχος Περιοδικό Γαμμάδιον Χειμώνας 2005.





































































































Αναδημοσίευση από το έβδομο τεύχος του περιοδικού "Γαμμάδιον".