Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ERNST JUNGER. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ERNST JUNGER. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο Γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Gregor Strasser από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

 

Εισαγωγικό σημείωμα της συντακτικής ομάδας: 

Η δική μας ιστορική προσέγγιση απέναντι στην βιοθεωρία του Εθνικοσοσιαλισμού εδώ και χρόνια γίνεται από τα «αριστερά» δηλαδή μέσα από την σοσιαλιστική και αντικαπιταλιστική οπτική. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα που ονομάστηκε «Τρίτη Θέση» και «Στρασσερισμός» ή «αριστερός Εθνικοσοσιαλισμός» εκφράστηκε και στην χώρα μας μέσα από κινήσεις, εκδόσεις, ομάδες, ιστολόγια και πρόσωπα τα οποία προσπάθησαν - με τα λίγα μέσα που είχαν στην διάθεση τους - να δείξουν μια διαφορετική οπτική απέναντι στα ιστορικά ζητήματα αλλά και τις σύγχρονες προκλήσεις των καιρών μας.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αστικής ακροδεξιάς με τα χίλια πρόσωπα αλλά και των διαφόρων κονδυλοφόρων που συντηρεί η δεξιά - οι οποίοι εμφανίζονται σήμερα ως διαπρύσιοι κήρυκες του «αντιναζισμού» - σημαντικός αριθμός συναγωνιστών και συναγωνιστριών στήριξε έμπρακτα την τάση αυτή. 

Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί και πάλι το ενδιαφέρον για την «φαιοκόκκινη» σκέψη και η συντακτική μας ομάδα σε μια σειρά από άρθρα στον σύνδεσμο εδώ, προβάλλει τις απόψεις και θέσεις της Ελληνικής «Τρίτης Θέσης». Το ίδιο συμβαίνει και με συναγωνιστές που διατηρούν τα δικά τους μέσα επικοινωνίας που μπορεί ακόμη και να διαφωνούμε μαζί τους σε επιμέρους ζητήματα.

Η σημερινή αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα ομάδες ή οργανώσεις δεν λαμβάνει μέρος για να μεταφερθεί και στο διαδίκτυο μια άγονη αντιπαράθεση για την ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά ως μια αναγκαία απάντηση σε όσους «σερβίρουν» εδώ και χρόνια συκοφαντίες και ψέματα προς εξυπηρέτηση συμφερόντων.

Επιδιώκουμε έμπρακτα την ενότητα μεταξύ αυτών που υπερασπίζονται την Αντιδημοκρατική Σκέψη αλλά δεν θα μείνουμε σιωπηλοί απέναντι σε διαχρονικές ραδιουργίες και προσπάθειες για κάλπικες εντυπώσεις και αυταπάτες που καμιά σχέση δεν έχουν με την ελεύθερη σκέψη των Ελλήνων.

Το παρακάτω άρθρο το οποίο μπορείτε να δείτε και εδώ πιστεύουμε ότι συμβάλει θετικά στην ιστορική έρευνα δεν είναι όμως αναγκαίο να εκφράζει το σύνολο της συντακτικής μας ομάδας.


"Η πιο απαίσια αρχή του Καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος είναι ότι μας έχει μάθει να κρίνουμε τα πάντα και τους πάντες με βάση το χρήμα και την ιδιοκτησία". 

Gregor Strasser


Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο Γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Gregor Strasser από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα

 του Στέφανου Linassos

Το πολιτικό κλίμα της Γερμανίας κατά το φθινόπωρο του 1932

Το φθινόπωρο του 1932 Πρόεδρος της Γερμανίας ήταν ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Ο Χίντενμπουργκ ήταν ένας ηλικιωμένος στρατιωτικός που εξέφραζε τα συμφέροντα της τάξης των ισχυρών γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων της Γερμανίας. Η συμμαχία των Γερμανών γαιοκτημόνων με τους καπιταλιστές είχε προκύψει ως εξής. Οι καπιταλιστές της Γερμανίας θεωρούσαν ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να εκφράσουν ανοιχτά τη στήριξή τους σε κάποιο φιλελεύθερο πολιτικό πόλο. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί σε άλλες χώρες, η δομή του παραγωγικού μοντέλου της Γερμανίας δεν εμπόδιζε την συσχέτιση των μεγαλοαστών καπιταλιστών με τους γαιοκτήμονες. Επιπλέον, ένας ακόμη λόγος που ευνόησε τη σύμπλευση των Γερμανών μεγαλοαστών με τους γαιοκτήμονες ήταν η μεγάλη δυναμική που ανέπτυσσαν οι σοσιαλιστικές ιδέες στην Γερμανία. Οι μεγαλοαστοί ένιωθαν περισσότερο ασφαλείς σε μια συμμαχία με τους παλιούς αριστοκράτες, οι οποίοι έλεγχαν το απομεινάρι του γερμανικού στρατού (την Ράιχσβερ) και την αστυνομία, υπό τον φόβο κάποιας επανάληψης του επαναστατικού εγχειρήματος της Ρωσίας (που ήδη είχε πραγματοποιηθεί μια φορά με την εξέγερση των Σπαρτακιστών, τον Ιανουάριο του 1919).

Ο Χίντενμπουργκ είχε αυξημένες αρμοδιότητες ως Πρόεδρος. Έδινε τον γενικό προσανατολισμό της κρατικής πολιτικής και ενέκρινε το υπουργικό συμβούλιο. Ο καγκελάριος (πρωθυπουργός) έπρεπε να χαίρει της εκτίμησής του και δεν ήταν απαραίτητο να είναι αρχηγός κάποιου ισχυρού κοινοβουλευτικού κόμματος, σε περίπτωση που στο κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) κάποιο κόμμα ή κάποια συμμαχία κομμάτων δεν εξασφάλιζε την απαιτούμενη πλειοψηφία. Όμως ο ρόλος του Χίντενμπουγκ τελείωνε κάπου εκεί. Ο καγκελάριος, εφόσον αποδεχόταν τον γενικό προσανατολισμό που έδινε ο Πρόεδρος, οργάνωνε την κυβερνητική πολιτική με ικανοποιητικά περιθώρια αυτονομίας. Οι περιορισμοί στην αυτονομία του καγκελάριου προέρχονταν συνήθως από το κοινοβούλιο. Το κοινοβούλιο μπορούσε να καταψηφίσει νόμους που πρότεινε ο πρωθυπουργός και να καταθέσει προτάσεις δυσπιστίας κατά των κυβερνήσεων.

Το 1932, επειδή δεν υπήρχαν οι απαιτούμενοι πλειοψηφικοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, ο Χίντενμπουργκ είχε την ευκαιρία να πλαισιώνεται από κυβερνήσεις εξολοκλήρου προσκείμενες στα συμφέροντα που εκπροσωπούσε. Η κοινοβουλευτική ρευστότητα του έδινε την ευκαιρία να οργανώνει κυβερνητικά σχήματα βασισμένος στους ανθρώπους που υποστήριζε το σύμπλεγμα των βιομηχανικών και των ισχυρών γεωργικών συμφερόντων. Στα τέλη της άνοιξης του 1932 πρωθυπουργός της Γερμανίας έγινε ο Φραντς φον Πάπεν. Ένας στρατιωτικός και διπλωμάτης στενά συνδεδεμένος με τον τουρκικό παράγοντα, που παλαιότερα είχε εμπλακεί σε υποθέσεις δολιοφθορών. Ο Πάπεν είχε υπάρξει βουλευτής του Κεντρώου Κόμματος, που εκπροσωπούσε την Καθολική Χριστιανική εκκλησία της Γερμανίας.

Μέσα σε λίγους μήνες ο Πάπεν αποδείχτηκε ο πιο αντιλαϊκός πρωθυπουργός. Αγνόησε τα συμφέροντα των εργατών και των μεσαίων στρωμάτων και πήρε σκληρά μέτρα προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Η ανάλγητη πολιτική του Πάπεν εξόργισε μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας. Τα επεισόδια και οι συμπλοκές διαδηλωτών με την αστυνομία καθιερώθηκαν ως συχνό φαινόμενο και αυξήθηκαν σε ένταση όσο ο Πάπεν κυβερνούσε. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό του κλίματος που είχε διαμορφωθεί ήταν η απόφαση του κομμουνιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος να συμπαραταχθούν από κοινού στην απεργία της Εταιρείας Συγκοινωνιών του Βερολίνου, που πραγματοποιήθηκε την 3η Νοεμβρίου του 1932. Η απεργία εξελίχθηκε σε μικρή εξέγερση κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους τρεις διαδηλωτές από σφαίρες της αστυνομίας.

Το κοινοβούλιο κατέθετε συνεχώς προτάσεις δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Πάπεν. Αλλά ο Χίντενμπουργκ γνώριζε ότι ο Πάπεν ήταν ο πρωθυπουργός που στήριζαν οι κεφαλαιοκράτες και δήλωνε στον καγκελάριο ότι αν κρινόταν αναγκαίο θα του επέτρεπε να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πράγμα που σήμαινε ότι θα συνέχιζε να κυβερνά υπό ένα καθεστώς συγκαλυμμένης δικτατορίας. Ο Πάπεν έδειχνε διστακτικός να υιοθετήσει αυτή την έσχατη λύση γιατί φοβόταν ότι μια τέτοια απόφαση θα καταβαράθρωνε το ήδη χαμηλό του κύρος.

Εν τω μεταξύ τον Οκτώβριο του 1932 συνέβη ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Ήταν η εντυπωσιακή ιδεολογική στροφή της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας. Η Γερμανική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, το συνδικαλιστικό όργανο που εκπροσωπούσε τους Γερμανούς εργάτες, ήταν σταθερά προσκείμενη στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Όμως η μεγάλη απήχηση που άρχιζαν να αποκτούν οι ιδέες των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» έκανε δημοφιλή τον εθνικισμό ακόμη και σε κάποιους κύκλους αριστερών συνδικαλιστών.

Η «συντηρητική επανάσταση» ήταν ένα ισχυρό διανοητικό ρεύμα στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Οι εκπρόσωποι του ρεύματος της «συντηρητικής επανάστασης» πρότειναν την αντικατάσταση του φιλελευθερισμού της δημοκρατίας της Βαϊμάρης με παραδοσιοκρατικά ιδεολογικά σχήματα, τα οποία περιλάμβαναν και κάποιες εκδοχές ενός εθνικού σοσιαλισμού. Στόχος των διανοητών που εκπροσωπούσαν τις πολιτικές ιδέες της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν να διαχύσουν σε μεγάλα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας την ιδεολογία τους και μέσα από μια μάχη ιδεών να νικήσουν τον κυρίαρχο αστικό υλισμό. Το 1932 ήταν ήδη αρκετοί οι κύκλοι αριστερών διανοητών που διαλέγονταν με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης». 

Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες του 1932 και με την απήχησή του ευνόησε την σύμπλευση των εθνικιστών διανοητών με κύκλους της αριστεράς ήταν το Der Arbeiter. Herrschaft und Gestalt του Έρνστ Γιούνγκερ. Ο Lothar Erdmann ήταν ένας εκδότης αριστερών φρονημάτων, που είχε επηρεαστεί από τις ιδέες του Γιούνγκερ. Ο Erdman εξέδιδε το μηνιαίο συνδικαλιστικό έντυπο Die Arbeit. Φίλος του Erdman ήταν ο πρόεδρος της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Theodor Leipart. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1932 ο Leipart θεωρείτο άμεσα συνδεδεμένος με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Όμως στις 14 Οκτωβρίου ο Leipart εκφώνησε μια προγραμματική ομιλία για το μέλλον του γερμανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Την ομιλία είχε γράψει ο Erdman. Η ομιλία του Γερμανού αρχισυνδικαλιστή έπεσε ως βόμβα εν αιθρία στην ήδη ηλεκτρισμένη γερμανική πολιτική σκηνή. Για πρώτη φορά ο Leipart δήλωνε ότι οι συνδικαλιστές είχαν αποφασίσει να διαχωρίσουν την θέση τους από εκείνη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και σκόπευαν να κινηθούν ως αυτόνομη κοινωνική ομάδα. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν ότι ο Leipart είχε υιοθετήσει τις θέσεις του Γιούνγκερ και αναφέρθηκε στον εργάτη ως «στρατιώτη της εργασίας», ο οποίος σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό υπηρετούσε -όχι μόνο τα ταξικά του συμφέροντα- αλλά το σύνολο του έθνους. Ο Leipart απαρνήθηκε την μαρξιστική φρασεολογία της ταξικής πάλης και ανέφερε ότι τα συνδικάτα είχαν οργανώσει την εργατική τάξη με σκοπό να καλλιεργήσουν την έννοια της κοινότητας και ότι διαπνέονταν από το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της θυσίας υπέρ του συνόλου.

Αμέσως μετά τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε στην Αριστερά ο Leipart, κύκλοι της «συντηρητικής επανάστασης» χαιρέτισαν την ομιλία του. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau που άνηκε σε διανοητές του «κύκλου της πράξης» οι οποίοι υπάγονταν στο ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης», δημοσίευσαν με θετικά σχόλια την ομιλία του Leipart. Ο «κύκλος της πράξης» εκπροσωπούνταν από τον Hans Zehrer. Ο Zehrer ήταν φίλος με τον Κουρτ φον Σλάιχερ, έναν στρατιωτικό που συμμετείχε ως υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Πάπεν χωρίς όμως να είναι από τους υποστηρικτές των περισσότερων αποφάσεων της. Εκείνους τους μήνες, λόγω έλλειψης κομματικών αυτοδυναμιών, σχηματίζονταν κυβερνήσεις μεμονωμένων προσωπικοτήτων, που διέθεταν πολιτική ισχύ. Δεν ήταν απαραίτητο όλοι οι υπουργοί να προέρχονται από τους ίδιους πολιτικούς χώρους.

Ο Σλάιχερ ήταν μια ιδιόμορφη προσωπικότητα. Στον ελληνικό εθνικιστικό χώρο παρουσιάστηκε για χρόνια λαθεμένα ως εκπρόσωπος του αστικού κατεστημένου από τους «πατριάρχες», τους παρακρατικούς και τους μανδαρίνους αρχηγού πρώην μαζικού κόμματος. Αυτό συνέβη πρώτον για λόγους αμορφωσιάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμορφωσιάς των «παραγόντων» του ελλαδικού εθνικιστικού χώρου είναι ότι εκείνοι που συνήθως εκθειάζουν τον Όσβαλντ Σπένγκλερ αποθεώνουν ταυτόχρονα τον Χίτλερ και κατηγορούν τον Σλάιχερ. Αγνοούν βέβαια ότι ο Σλάιχερ ήταν μέλος του ίδιου πολιτικού και διανοητικού κύκλου με τον Σπένγκλερ ενώ ο Χίτλερ όχι. 

Επίσης η αποθέωση του Χίτλερ έχει εφαρμοστεί ως στρατηγική στην Ελλάδα για λόγους πολιτικής πειθαρχίας. Επίδοξοι αρχηγίσκοι ομάδων επιδιώκουν την απόλυτη υπακοή των στελεχών τους. Επειδή οι ίδιοι ως ασήμαντα πρόσωπα είναι αδύνατο να πετύχουν μια αφοσιωμένη υπακοή, επενδύουν στην προσωπολατρεία του «ειδώλου» Χίτλερ προκειμένου να κρύψουν τον εαυτό τους κάτω απ’ το κάδρο μιας καθαγιασμένης ιστορικής προσωπικότητας και να αποκομίσουν, εν είδει πρωθιερέων, την άκριτη υποταγή που η γενίκευση της προσωπολατρείας προϋποθέτει.

Ας αφήσουμε όμως τους γραφικούς και ας δούμε ποιος ήταν ο πραγματικός Σλάιχερ της ιστορίας. Από την μια ο Σλάιχερ ήταν ένα πρόσωπο που λειτουργούσε με υπόγειο τρόπο και βρισκόταν συχνά αναμεμειγμένος σε δίκτυα πολιτικών συνωμοσιών. Από την άλλη διέθετε εξαιρετική προσωπική καλλιέργεια και ήταν στενά συνδεδεμένος με τους διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης». Ο Σλάιχερ την δεκαετία του 1920 συμμετείχε σε μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών που προώθησαν την μυστική συνεργασία με την Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί παρείχαν οικονομική και τεχνολογική βοήθεια στους Σοβιετικούς, με αντάλλαγμα την υποστήριξή των Σοβιετικών για την ανατροπή όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών σχετικά με τον αφοπλισμό της Ράιχσβερ. Η συνεργασία εκείνη των Γερμανών και των Σοβιετικών στρατιωτικών αποτέλεσε το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιήθηκε αργότερα η φιλοσοφία πολέμου του Blitzkrieg και της σύνθεσης των μεραρχιών Panzer. Στρατιωτικοί αναλυτές θεωρούν ότι ιδέες που εφάρμοσαν οι Γερμανοί αξιωματικοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν βασιστεί σε εκείνη τη συνεργασία.

Ο Σλάιχερ βρέθηκε κι άλλες φορές στο επίκεντρο συνωμοσιών. Υπήρχαν υποψίες ότι εμπλεκόταν στην υπόθεση της «Μαύρης Ράιχσβερ» και ότι καθοδηγούσε την ομάδα της Sondergruppe R, που εκτελούσε Γερμανούς οι οποίοι συνεργάζονταν με τη Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου για την αποτροπή επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Για πολλά χρόνια κατάφερνε να θέτει εκτός του πολιτικού στίβου γραφειοκράτες και πολιτικούς που τον είχαν εμπιστευθεί με αποτέλεσμα να αναρριχηθεί τελικά εκείνος στα υψηλότερα κλιμάκια της γερμανικής εξουσίας.

Όσο ο Σλάιχερ ήταν υπουργός Άμυνας είχε επαφές με τον Χίτλερ και ήταν εκείνος που επέτρεψε την επαναδραστηριοποίηση των SA και των SS, όπως και την δυνατότητα σε άντρες των SS και SA να γίνουν στρατιωτικοί, που μέχρι τότε απαγορευόταν. Φιλική σχέση είχε ο Σλάιχερ με τον Έρνστ Ρεμ. Ιδεολογικά ο Σλάιχερ ήταν υπέρ μιας αριστοκρατικού τύπου εθνικιστικής πολιτείας, που θα ανέτρεπε την δημοκρατία της Βαϊμάρης και θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα βασισμένο στις αρχές του συντηρητικού σοσιαλισμού των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης». Επιπλέον ο Σλάιχερ, μέσω του Zehrer και άλλων διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης», είχε οικοδομήσει μια καλή σχέση με τον Leipart και αρκετούς ακόμη αριστερούς συνδικαλιστές και πολιτικούς που αναθεωρούσαν τον μαρξισμό σε εκδοχές του συντηρητικού σοσιαλισμού.

Εκτός από την εφημερίδα Tägliche Rundschau ένας ακόμη σημαντικός άντρας της γερμανικής εθνικιστικής σκέψης δήλωσε ότι η στροφή των συνδικαλιστών προς τον συντηρητικό σοσιαλισμό ήταν ελπιδοφόρα. Ήταν ο Γκρέγκορ Στράσσερ. Ο Στράσσερ, στις 20 Οκτωβρίου του 1932, σε μια ομιλία του στο Βερολίνο είπε ότι θα ήταν ευχής έργο αν οι συνδικαλιστές έκαναν πράξη όσα είπε ο πρόεδρός τους και εγκατέλειπαν το διεθνιστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα για να δράσουν σαν αυτόνομη κοινωνική ομάδα με πατριωτικό φρόνημα.

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ο κύριος εκφραστής της σοσιαλιστικής τάσης του NSDAP. Υπήρξε αυθεντικός εθνικιστής με ρομαντικές ιδεολογικές καταβολές, που δεν είχε καμία σχέση με τον δεξιόστροφο και κλασικιστικό ιμπεριαλισμό τον οποίο υιοθέτησε η ηγεσία του κόμματος. Ο Στράσσερ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης». Η ευνοϊκή του στάση προς την εθνοκεντρική στροφή των συνδικαλιστών μπορεί να ειδωθεί ως στήριξη σε ένα ιδεολογικό μέτωπο προσωπικοτήτων που αναζητούσαν μια λύση εθνικού σοσιαλισμού. Ο Στράσσερ ήταν, όπως πάντα, συνεπής στις ιδέες του. Επιπλέον σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί εκείνη η δήλωση ως κάτι το υπονομευτικό στην όλη δράση του NSDAP. Μην ξεχνάμε ότι η χαλάρωση της έντασης με την Αριστερά ήταν τακτική που είχε υιοθετήσει ο Χίτλερ, εφόσον μετά από δεκαπέντε μέρες έγιναν οι κοινές απεργίες των εθνικοσοσιαλιστών με τους κομμουνιστές.

Οι εξελίξεις μετά τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου

Όμως τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή μετά της εκλογές της 6ης Νοεμβρίου του 1932. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα έπεσε από το 37,3% στο 33,1%. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έπεσε από το 21,6% στο 20,4%. Το ακροδεξιό κόμμα των βασιλοφρόνων, υπό την ηγεσία του Hugenberg, ανέβηκε στο 8,9% και το κομμουνιστικό κόμμα ανέβηκε από το 14,5% στο 16,6%. Η κυβέρνηση του Πάπεν είχε κερδίσει χρόνο καθώς οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δυνάμεων δεν έδιναν την απαιτούμενη κυβερνητική πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και σε καμία συμμαχία κομμάτων. Όμως το γερμανικό κεφάλαιο άρχισε να φοβάται την άνοδο των κομμουνιστών. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί κομμουνιστές είχαν σπάσει το φράγμα των 100 βουλευτών. Αμέσως σήμανε συναγερμός στο βιομηχανικό και τραπεζικό κατεστημένο.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές ο Ewald Heckler, που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των μεταλλουργείων Ilseder, πληροφόρησε τον Πάπεν ότι πολλές προσωπικότητες από τον χώρο της βιομηχανίας, των τραπεζών και της αγροτικής οικονομίας ετοίμαζαν μια επιστολή προς τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ με την οποία θα ζητούσαν την ανάθεση της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Ταυτόχρονα ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Πάπεν, φον Krosigk, ζητούσε την συμμετοχή του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην κυβέρνηση.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτή ήταν μια αυθόρμητη πρόταση ορισμένων κύκλων που είχαν συμπεράνει ότι ο Χίτλερ έπρεπε να γίνει πρωθυπουργός υπό το φόβο μιας ανόδου των κομμουνιστών. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όποιος έχει την παραμικρή γνώση του πως λειτουργούν τα πολιτικά κυκλώματα θα γνωρίζει ότι προκειμένου να τοποθετηθούν δημοσίως κοινωνικές ομάδες με τέτοια ισχύ έχουν προηγηθεί ΣΙΓΟΥΡΑ διερευνητικές επαφές με το κόμμα στο οποίο θα προσφέρουν την στήριξή τους. Επίσης οι συζητήσεις γίνονται με έμπιστους ανθρώπους της ηγεσίας του κόμματος και όχι με οποιοδήποτε στέλεχος.

Ο Πάπεν επιχείρησε μάταια να βρει κάποιο ισχυρό κόμμα ώστε να στηρίξει την κυβέρνησή του. Στις 17 Νοεμβρίου ανακοίνωσε στο υπουργικό συμβούλιο ότι η εθνική συσπείρωση ήταν ανέφικτη όσο ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός και έπειτα παρέδωσε στον Χίντενμπουργκ την παραίτησή του. Ο Πρόεδρος την δέχτηκε αλλά ζήτησε από τους υπουργούς να συνεχίσουν να ασκούν προσωρινά τα καθήκοντά τους.

Στις 19 Νοεμβρίου αρκετοί βιομήχανοι, τραπεζίτες και μεγαλογαιοκτήμονες έστειλαν τελικά την επιστολή στον Χίντενμπουργκ, ζητώντας να γίνει πρωθυπουργός ο Χίτλερ. Στα τέλη Νοεμβρίου, στο συνέδριο της Ένωσης Langnam της βαριάς βιομηχανίας στο Ντύσελντορφ, ήταν εμφανές ότι όλη η γερμανική βαριά βιομηχανία στήριξε το αίτημα της ανάθεσης της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι προκειμένου οι κεφαλαιοκράτες να κάνουν κάτι τέτοιο είχαν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι η εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού που θα εφάρμοζε ο Χίτλερ δεν θα ήταν επιζήμια για τα συμφέροντά τους. Στις 18 Νοεμβρίου ο Χίντενμπουργκ ξεκίνησε ο ίδιος συνομιλίες με τους αρχηγούς των κομμάτων. Μίλησε με τον Χίτλερ στις 19 και 21 Νοεμβρίου αλλά δεν συμφώνησαν.

Εκείνη την ιστορική στιγμή εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και μπήκε στο παιχνίδι ο Σλάιχερ. Ο Σλάιχερ άρχισε να πλαγιοκοπεί τον Χίντενμπουργκ ζητώντας ο ίδιος μια ευκαιρία να κυβερνήσει ως πρωθυπουργός. Όταν διαπίστωσε ότι ο Χίντενμπουργκ του έδωσε την άδεια να συζητήσει με όποιον νόμιζε, ο Σλάιχερ άρχισε τις δικές του πολιτικές επαφές. Πρώτα εξασφάλισε την στήριξη του προέδρου της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας, Theodor Leipart. Ο Leipart είχε εκφωνήσει τον επίμαχο λόγο της 14ης Οκτωβρίου στον οποίο είχε υιοθετήσει την φρασεολογία του Γιούνγκερ. Ο Leipart ήταν εκείνος που είχε αποφασίσει να απομακρύνει το συνδικαλιστικό κίνημα από τους σοσιαλδημοκράτες. Ο Σλάιχερ δεσμεύτηκε ότι θα καταργούσε έναν πρόσφατο αντεργατικό νόμο του Πάπεν και ο Leipart του υποσχέθηκε ότι αν έπαιρνε μια τέτοια απόφαση τα συνδικάτα θα του έδιναν έναν χρόνο να κυβερνήσει δίχως να του ασκήσουν αφόρητη πίεση. Αμέσως μετά ο Σλάιχερ ενεργοποίησε όλη την πολιτική επιρροή του δικτύου των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» και των προσωπικών γνωριμιών που είχε αναπτύξει ο ίδιος με διάφορους πολιτικούς φορείς τα προηγούμενα χρόνια. Οι δυνάμεις της Αριστεράς τον προτιμούσαν σε σχέση με τον Πάπεν και, πλην των κομμουνιστών, έδειχναν ότι θα ήταν περισσότερο ανεκτικές απέναντί του. 

Εκείνο που ζητούσε διακαώς ο Σλάιχερ ώστε να στήσει μια κυβέρνηση της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν η στήριξη του Χίτλερ. Στις 30 Νοεμβρίου ο Σλάιχερ πρότεινε στον Χίτλερ να γίνει αντικαγκελάριος σε μια ενδεχόμενη κυβέρνησή του. Ο Χίτλερ αρνήθηκε. Έπειτα πέρασε σε μια εναλλακτική εκδοχή. Το ιδανικό για τον Σλάιχερ θα ήταν η συμμετοχή του Γκρέγκορ Στράσσερ στην κυβέρνηση, με την άδεια του Χίτλερ. Ο Στράσσερ ήταν συμπαθής τόσο στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης» όσο και σε μεγάλη μερίδα της Αριστεράς και η συμμετοχή του θα γινόταν αρεστή σε ευρύ φάσμα πολιτικών του γερμανικού πολιτικού στερεώματος. Επιπλέον, επειδή δεν ήταν αρχηγός του κόμματος, η υπουργοποίησή του δεν θα ξεσήκωνε τις αντιδράσεις της ηγεσίας των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών, όπως θα γινόταν σε περίπτωση που γινόταν υπουργός ο Χίτλερ. Ωστόσο ο Χίτλερ απέρριψε άνευ συζήτησης και αυτό το ενδεχόμενο.

Ο Χίντνεμπουργκ, όσο οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν, σκεφτόταν όλο και πιο πολύ τη λύση της έκτακτης ανάγκης. Επανέφερε στον Πάπεν την ιδέα να κάνει ένα βελούδινο πραξικόπημα με αφορμή την ακυβερνησία. Ο Πάπεν αρνήθηκε. Τελικά στις 3 Δεκεμβρίου του 1932 ο Πρόεδρος έκανε τον Σλάιχερ πρωθυπουργό.

Η κυβέρνηση του Σλάιχερ

Ο Σλάιχερ βλέποντας ότι χρειαζόταν μαζική στήριξη από τον εθνικιστικό χώρο προκειμένου να συγκροτήσει μια εθνικιστική κυβέρνηση που θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα συντηρητικού σοσιαλισμού, έκανε την κίνηση που προκάλεσε την ρήξη ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Στράσσερ. Πρότεινε, στις 4 Δεκεμβρίου, στον Στράσσερ να μπει στην κυβέρνησή του ως αντικαγκελάριος, αν και γνώριζε ότι ο Χίτλερ το είχε αρνηθεί.

Ο Στράσσερ, μολονότι αντιλαμβανόταν τις καλές προοπτικές του σχεδίου και παρότι γνώριζε ότι η πολιτική του Σλάιχερ θα ήταν συνεπής με τις περισσότερες από τις βλέψεις των εθνικοσοσιαλιστών, θεώρησε ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αποκοπή της «αριστερής» πτέρυγας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Για να μην προκαλέσει ένα τέτοιο πλήγμα στο κόμμα του αρνήθηκε την θέση. Αυτό όμως δεν έγινε σεβαστό από την καμαρίλα του Χίτλερ.

Πάντως ακόμη και χωρίς την στήριξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ο Σλάιχερ είχε δημιουργήσει ένα υπόβαθρο προκειμένου να εφαρμόσει εθνικιστικά σοσιαλιστικές πολιτικές. Η πλειοψηφία του γερμανικού εκλογικού σώματος πληροφορήθηκε με ανακούφιση την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ και την απομάκρυνση από την εξουσία της μαριονέτας του μεγάλου κεφαλαίου, Πάπεν.

Μόνο που το μεγάλο κεφάλαιο δεν θα άφηνε να εφαρμοστεί μια σοσιαλιστική πολιτική από κάποιον ιδεολογικά καλλιεργημένο και δύσκολα προσεγγίσιμο πολιτικό. Αμέσως μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ οι εφημερίδες Deutshe Allgemeine Zeitung και Rheinisch-Westfälische Zeitung, που εξέφραζαν τα συμφέροντα της βαριάς βιομηχανίας, έστειλαν ένα σαφές μήνυμα στον Σλάιχερ: Δεν θα τα κατάφερνε αν δεν εξασφάλιζε την συμμαχία του Χίτλερ. Αν υπάρχουν κάποιοι σήμερα που θέλουν να μας πείσουν ότι ο Χίτλερ δεν είχε σχέση με όλο αυτό και ότι απλώς οι αρχικαπιταλιστές μαγεύτηκαν από τα πολιτικά του χαρίσματα και άρχισαν να αρθρογραφούν υπέρ του, δεν θα τους πιστέψουμε.

Η θέση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά ιδεολογικά συνεπής. Ο Στράσσερ θεώρησε ότι το κόμμα του θα έπρεπε να τηρήσει τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης Σλάιχερ στάση αναμονής. Να έδινε στη νέα κυβέρνηση ένα διάστημα κάποιων μηνών ώστε να διαπίστωνε αν ο Σλάιχερ θα εφάρμοζε την εθνικιστική και σοσιαλιστική πολιτική που είχε υποσχεθεί. Ούτως ή άλλως μια κυβέρνηση που δεν είχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ευάλωτη. Ο Στράσσερ γνώριζε ότι αν ο Σλάιχερ υποχωρούσε από τον αρχικό ιδεολογικό του προσανατολισμό, οι εθνικοσοσιαλιστές θα μπορούσαν να τον αντιπολιτευθούν αποτελεσματικά.

Αντιθέτως στην ηγεσία του NSDAP επικράτησαν οι αρπακτικές προθέσεις μιας μακιαβελικά προσωπικής βουλιμίας για εξουσία, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε υποχώρηση από κάποιες ιδεολογικές αρχές. Έτσι, στις 9 Δεκεμβρίου ο Χίτλερ, συμμαχώντας με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, έστησε την πρώτη κοινοβουλευτική παγίδα στον Σλάιχερ. Ο Χίτλερ αντιλαμβανόταν ότι ο Χίντενμπουργκ, λόγω του ότι ήταν μεγάλος σε ηλικία (85 ετών), μπορεί μέσα στο επόμενο διάστημα της θητείας του να αρρώσταινε και να μην ήταν σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Το άρθρο 51 του Συντάγματος προέβλεπε ότι σε περίπτωση κωλύματος ο καγκελάριος θα αναπλήρωνε τον Πρόεδρο. Στην ουσία ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έδινε μια καλή ευκαιρία για τον Σλάιχερ να κυβερνήσει χωρίς τον φόβο του κοινοβουλίου για το διάστημα που θα χρειαζόταν προκειμένου να γίνουν νέες προεδρικές εκλογές. Έτσι, με πρωτοβουλία του Χίτλερ και των σοσιαλδημοκρατών η Βουλή τροποποίησε το άρθρο 51 την 9η Δεκεμβρίου και στέρησε στον Σλάιχερ αυτή την δυνατότητα. Ήταν μια ανοιχτή κήρυξη πολέμου του Χίτλερ στην κυβέρνηση που είχε αναλάβει καθήκοντα μόλις έξι μέρες πριν. Και, μάλιστα, μια κήρυξη πολέμου που βασίστηκε στην κοινοβουλευτική συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες.

Ο Στράσσερ βλέποντας ότι η ηγεσία του NSDAP έβαζε την προσωπική στρατηγική του αρχηγού υπεράνω των ιδεολογικών προσανατολισμών του κόμματος, παραιτήθηκε απογοητευμένος από όλες τις κομματικές του θέσεις. Σε όσους υποστηρίξουν ότι ο Στράσσερ γνώριζε ότι το κόμμα ήταν οργανωμένο στην βάση της χαρισματικής ηγεσίας και κατά συνέπεια αντιστρατεύτηκε μια κομματική αρχή με αυτή του την απόφαση, θα τους απαντήσω ότι κάνουν λάθος. Η περίφημη αρχή του αδιαμφισβήτητου ηγέτη αύξανε την έντασή της σταδιακά και απέκτησε την τελική καισαρική της εκδοχή μόνο όταν ο Χίτλερ έγινε Φύρερ στην θέση του εκλιπόντος Προέδρου Χίντενμπουργκ. Ας διαβάσουν το βιβλίο του The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism του Eugene Davidson για να διαπιστώσουν ότι για πολλά έτη ο Χίτλερ γινόταν αντιληπτός στο ευρύτερο εθνικιστικό κίνημα της Γερμανίας ως ο απλός άνθρωπος του λαού, που είχε το χάρισμα να ηγείται μιας μεγάλης κομματικής προσπάθειας. Όχι ως κάποιος υπερβατικός Φύρερ. Συνεπώς η απόφαση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά καθόλα συνεπής με τις αρχές και τις αξίες ενός ανθρώπου που έβαζε το συμφέρον της πατρίδας και την ιδεολογική του συνέπεια πάνω απ’ όλα.

Επιστρέφοντας στα της παραίτησης του Στράσσερ θα σταθώ στο γεγονός που αποτέλεσε την αρχή του πολιτικού και βιολογικού του τέλους. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau, που άνηκε σε ανθρώπους της «συντηρητικής επανάστασης», πρόβαλε την παραίτηση του Στράσσερ ως πιθανή του εναντίωση προς τον Χίτλερ. Δεν έχει διαπιστωθεί σήμερα αν αυτό συνέβη λόγω λαθεμένης εκτίμησης των δημοσιογράφων του συγκεκριμένου εντύπου ή αν ήταν μια προβοκατόρικη κίνηση που είχε οργανώσει ο Σλάιχερ, σε μια προσπάθεια να διασπάσει το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και να πάρει με το μέρος του τον Στράσσερ και την αριστερή του πτέρυγα. Το πιο πιθανό είναι να ισχύει το πρώτο. Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Σλάιχερ επιδίωκε την συνεννόηση με τον Χίτλερ και τους εθνικοσοσιαλιστές ακόμη και στα μέσα του Δεκεμβρίου, όταν ο Χίτλερ είχε στήσει το δίκτυο συμμαχιών που θα δούμε παρακάτω.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Στράσσερ είχε πλήρη άγνοια για όλα αυτά. Οι ιστορικοί αποδέχονται σήμερα αυτή την εκδοχή. Αν ο Στράσσερ ήθελε να προκαλέσει εσωκομματικό ρήγμα θα έπρεπε τις επόμενες μέρες, μετά την παραίτησή του, να οργάνωνε τα δικά του δίκτυα και να διατηρούσε ενεργό το γραφείο του. Αντιθέτως, απογοητευμένος καθώς ήταν από την εξέλιξη των πραγμάτων, την ίδια μέρα, δηλαδή στις 9 Δεκεμβρίου, ταξίδεψε στο Μόναχο για να συναντήσει την οικογένειά του και μετά πήγαν δυο εβδομάδες διακοπές στο νότιο Τιρόλο. Κάποιος που συνωμοτεί δεν αφήνει την πολιτική δράση για να πάει διακοπές.

Από την άλλη, την ίδια μέρα που έφυγε ο Στράσσερ ο Χίτλερ κάλεσε τα μεσαία και τα ανώτερα στελέχη του κόμματος να ορκιστούν πίστη στο όνομά του. Μάλιστα χρησιμοποίησε και το εξής παράδοξο επιχείρημα. Αν δεν ορκίζονταν να τον ακολουθήσουν σε όποια προσωπική επιλογή έκανε, εκείνος απείλησε να αυτοκτονήσει!! Λίγες μέρες μετά θα γίνονταν γνωστές οι προσωπικές του επιλογές για τις οποίες έβαλε τα στελέχη του NSDAP να ορκιστούν.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1933 ο Σλάιχερ κυβερνούσε έναν μήνα. Από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του εφάρμοσε ένα μεγάλο πρόγραμμα κρατικών παρεμβάσεων και δημοσίων έργων. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο πέτυχε τη δημιουργία 2.000.000 νέων θέσεων εργασίας!! Πιθανόν αν παρέμενε στην εξουσία λίγο ακόμη τα ευεργετικά αποτελέσματά της πολιτικής του να ενίσχυαν τη θέση του. Η επόμενη κυβέρνηση Χίτλερ πιστώθηκε τη μείωση της ανεργίας, που οφειλόταν στην πολιτική του Σλάιχερ.

Διαδοχικές προβοκάτσιες, συγκάλυψη σκανδάλων και πτώση του Σλάιχερ

Ωστόσο το μεγάλο κεφάλαιο είχε πολλούς λόγους να ανησυχεί με την πολιτική του Σλάιχερ. Την 5η Ιανουαρίου του 1933 οι εφημερίδες ανακοίνωσαν μια απρόσμενη συνάντηση. Την προηγούμενη ημέρα, στην οικία του τραπεζίτη Schröder στην Κολωνία, ο πολιτικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου Πάπεν συναντήθηκε με τον Χίτλερ!! Οι δυο άντρες επεξεργάστηκαν ένα σχέδιο συνεννόησης για μια μελλοντική κυβέρνηση που θα έριχνε από την καγκελαρία τον Σλάιχερ. Η συνάντηση δεν οδήγησε σε άμεσο αποτέλεσμα καθώς υπήρχαν διαφορές στο ποιος θα έπαιρνε τα κατάλληλα κυβερνητικά πόστα.

Πάντως και μόνο το γεγονός ότι ο Χίτλερ οργάνωσε την πτώση του Σλάιχερ συνεργαζόμενος με τον πιο αντιλαϊκά αστό πολιτικό του Κέντρου, αρκεί για να θρυμματίσει το επιχείρημα των ακροδεξιών ότι τάχα ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών. Ο Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών εθνικιστών της «συντηρητικής επανάστασης» και δεν σχεδίασε καμία συνωμοσία. Ο Χίτλερ ήταν συνομιλητής των Κεντρώων καπιταλιστών και εξελίχθηκε σε συνεργάτη τους.

Λίγες μέρες μετά την συνάντηση του Χίτλερ με τον Πάπεν, μάλλον καθόλου τυχαία, η Εθνική Αγροτική Συνομοσπονδία, που εξέφραζε τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, εξέδωσε ένα ψήφισμα με το οποίο κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ. Ποιο ήταν λέτε το επιχείρημα; Οι μεγαλογαιοκτήμονες κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ότι εφάρμοζε αδιανόητες μαρξιστικές αντιλήψεις στην αγροτική του πολιτική. Ο  πρόεδρος της Ομοσπονδίας, κόμης Kalckreuth, δήλωσε ότι η «βρωμερή μπολσεβικοποίηση είχε καταλάβει την γερμανική πολιτική ζωή» μέσω της κυβέρνησης Σλάιχερ. Δυο μέρες αργότερα ο υπεύθυνος της αγροτικής πολιτικής του NSDAP Walter Darre συμφώνησε με τον Kalckreuth και υποστήριξε ότι ο Σλάιχερ μπολσεβικοποιούσε την πολιτική ζωή της Γερμανίας. Αν μη τι άλλο, οι ακροδεξιές προβοκάτσιες παραμένουν αναλλοίωτες εδώ και εκατό χρόνια!!

Στις 16 Ιανουαρίου ο Χίτλερ απόκοψε οριστικά τον Γκρέγκορ Στράσσερ από το κόμμα. Παρόλα αυτά ο Σλάιχερ συνέχισε να ζητά την υποστήριξη του Χίτλερ. Του φαινόταν εύλογο το NSDAP να στήριζε μια πολιτική με σοσιαλιστικά στοιχεία, που εκείνος ήδη είχε αρχίσει να εφαρμόζει με επιτυχία. Φαίνεται ότι δεν είχε πεισθεί ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία με έναν πολιτικό που εξέφραζε τις πιο αντιλαϊκές πολιτικές ιδέες, όπως ήταν ο Πάπεν.

Ο Σλάιχερ σχεδίασε το επόμενο βήμα του ως εξής. Το κοινοβούλιο θα άνοιγε στις 24 Ιανουαρίου του 1933. Αν το κοινοβούλιο αντιμετώπιζε τον Σλάιχερ όπως τον Πάπεν, δηλαδή με συνεχής προτάσεις δυσπιστίας, ο Σλάιχερ θα ζητούσε από τον Χίντενμπουργκ την διάλυσή του. Ο νόμος έλεγε ότι αν διαλυόταν το κοινοβούλιο θα γίνονταν εκλογές σε δυο μήνες. Αν οδηγούνταν εκεί τα πράγματα ο Σλάιχερ αποφάσισε να προτείνει στον Πρόεδρο να αναβάλει τις εκλογές μέχρι το φθινόπωρο, προκειμένου να φανούν οι καρποί της κυβερνητικής του προσπάθειας. Αυτό σήμαινε ότι θα καταργούσε ένα άρθρο του Συντάγματος. Για να υποστηρίξει το επιχείρημά του κατέφυγε σε μια νομική ερμηνεία του Καρλ Σμιτ, που επίσης ήταν μέλος του κύκλου της «συντηρητικής επανάστασης». Στις 16 Ιανουαρίου έπεισε το υπουργικό του συμβούλιο να υποστηρίξει αυτό το σχέδιο έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαίο.

Στην ουσία εκείνες τις μέρες συγκρούονταν στη Γερμανία δυο ελίτ εξουσίας. Η μια ήταν εκείνη του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτή η ελίτ εξουσίας ήταν η ισχυρότερη, διέθετε τα κλειδιά του κράτους και ήθελε τον σταδιακό εκσυγχρονισμό της Γερμανίας σε μια δυτικού τύπου χώρα, όπου η αριστοκρατία με του εκπροσώπους της βαριάς βιομηχανίας θα συγχωνεύονταν σε έναν ενιαίο κοινωνικό πόλο (όπως είχε γίνει στη Βρετανία). Προκειμένου να γινόταν αυτό εφικτό σε ένα προσεχές μελλοντικό στάδιο, υπήρχε πρόνοια ώστε να χρησιμοποιηθεί το εθνικιστικό κίνημα παροδικά, σαν ασπίδα, ενάντια σε κάθε προοπτική σοσιαλισμού. Κατεξοχήν πολιτικός εκπρόσωπος αυτής της ελίτ στα τέλη του 1932 και τις αρχές του 1933 ήταν ο Πάπεν.

Η αντίπαλη ελίτ εξουσίας ήταν εκείνη της «συντηρητικής επανάστασης». Αυτή ήταν οργανωμένη από παλιούς αριστοκράτες και εκπροσώπους των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, που διέθεταν ανθρώπους στον κρατικό μηχανισμό αλλά όχι σε κομβικά πόστα εξουσίας. Στόχος της δεύτερης ελίτ ήταν να μετατρέψει την Γερμανία σε μια χώρα με ιδιαίτερη ταυτότητα, ενάντια σε αυτή δυτικού φιλελευθερισμού. Να οικοδομήσει ένα πολιτικό σύστημα που θα εξέφραζε τον παραδοσιακό γερμανικό κοινοτισμό σε μια εκδοχή εθνικού σοσιαλισμού (όπως έγραφε ο Σπένγκλερ). Πολιτικός της εκφραστής ήταν ο Σλάιχερ.

Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν ιδεολογικά συνδεδεμένοι με την δεύτερη ελίτ. Όμως ό Χίτλερ για λόγους τακτικής επέλεξε να συμμαχήσει με την πρώτη. Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου συναντήθηκε ξανά με τον Πάπεν και μεθόδευσαν την πτώση του Σλάιχερ. Στο σημείο που διαφωνούσαν ήταν η κατανομή των υπουργείων. Δεν είναι σίγουρο το πότε σχεδίαζαν να χτυπήσουν τον Σλάιχερ μέχρι εκείνη την ημέρα οι δυο άντρες.

Το σίγουρο είναι ότι όλοι οι σχεδιασμοί αναπροσαρμόστηκαν όταν την 19η Ιανουαρίου ήρθε στο φως ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο, που έπληττε την ελίτ του μεγάλου κεφαλαίου. Ήταν η μέρα που ο κεντρώος βουλευτής Joseph Ersing ενημέρωσε την Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ότι ορισμένοι μεγαλοτσιφλικάδες της Ανατολικής Πρωσίας (αυτοί που κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ως μαρξιστή) είχαν υφαρπάξει τεράστια κρατικά κονδύλια και αντί να αποπληρώσουν τα χρέη τους προς το δημόσιο είχαν αγοράσει αυτοκίνητα και άλλα είδη πολυτελείας. Στο σκάνδαλο ήταν εμπλεκόμενος και ένας προσωπικός φίλος του Προέδρου Χίντενμπουργκ. Φαίνεται ότι είναι διαχρονική η τάση όσων υποστηρίζουν την ελευθερία της αγοράς και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους κατά του σοσιαλισμού να απολαμβάνουν κρυφά τα οφέλη των κρατικών επιχορηγήσεων.

Πολλοί βουλευτές θεώρησαν ότι το σκάνδαλο έπρεπε να διερευνηθεί από την Βουλή. Αμέσως οι θορυβημένοι κύκλοι της μεγάλης ιδιοκτησίας ανέπτυξαν παρασκηνιακή δραστηριότητα προκειμένου να προκαλέσουν την άμεση διάλυση της Βουλής ώστε να σταματήσει η διερεύνηση του θέματος. Την επόμενη μέρα, στις 20 Ιανουαρίου, οι εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών ομάδων της Βουλής αποφάσισαν να αναβάλουν τη σύγκλιση της ολομέλειας από την 24η που είχε προγραμματιστεί αρχικά για την 31η Ιανουαρίου. Η απόφαση αυτή βασίστηκε και πάλι στις ψήφους των εθνικοσοσιαλιστών βουλευτών. Ούτε και για αυτή την απόφαση του Χίτλερ υπάρχει σαφής ερμηνεία των ιστορικών σήμερα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν την πήρε για να κερδίσει χρόνο στις συνομιλίες του με τον Πάπεν ή αν την έλαβε για να βοηθήσει το στρατόπεδο των μεγάλων γαιοκτημόνων. 

Εντωμεταξύ η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ξεκίνησε να ερευνά το σκάνδαλο των μεγαλοτσιφλικάδων. Την 21η Ιανουαρίου το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg που συμμετείχε στις επαφές Χίτλερ-Πάπεν με παράλληλες επαφές που διατηρούσε με τους δυο πόλους, επιστρατεύτηκε από τους μεγαλοτσιφλικάδες και συνέταξε μια ανακοίνωση στην οποία κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ ότι διέθετε (sic) μαρξιστική πολιτική ατζέντα. Μια ακόμη ακροδεξιά πολιτική δύναμη εξίσωνε προβοκατόρικα τον συντηρητικό σοσιαλισμό της «συντηρητικής επανάστασης» με τον μπολσεβικισμό. Ήταν πλέον προφανές ότι για το μεγάλο κεφάλαιο της Γερμανίας ο Σλάιχερ ήταν δηλωμένος εχθρός που έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από την καγκελαρία.

Στις 22 Ιανουαρίου ο Χίτλερ, ο Πάπεν, ο γιος του Χίντεμπουργκ και τα επιτελεία τους έκαναν μια κομβική συζήτηση. Ο Χίτλερ καταλάβαινε ότι το γερμανικό κεφάλαιο ήταν στριμωγμένο και πίεσε αποτελεσματικά ώστε να γίνει εκείνος πρωθυπουργός της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τον Σλάιχερ. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά εύστοχη τακτική κίνηση ενός ευφυούς πολιτικού. Όμως το ιδεολογικό υπόβαθρο του κόμματος είχε σχεδόν χαθεί στο λαβύρινθο αυτών των κινήσεων τακτικής.

Ο Σλάιχερ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αντιληφθεί ότι η αντίπαλη ελίτ εξουσίας θα εκδήλωνε την επίθεσή της τα επόμενα εικοσιτετράωρα. Την 23η Ιανουαρίου επισκέφθηκε τον Πρόεδρο και τον ενημέρωσε ότι αν η Βουλή κατέθετε πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησής του εκείνος θα προκαλούσε την διάλυση της Βουλής και θα ζητούσε από τον Πρόεδρο να του επιτρέψει να καθυστερήσει τις εκλογές μέχρι το ερχόμενο φθινόπωρο, κηρύσσοντας την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Χίντενμπουργκ, που μέχρι πριν ένα μήνα προσπαθούσε ο ίδιος να κρατήσει το αντιδημοφιλές και αποτυχημένο πολιτικά πιόνι του κεφαλαίου, δηλαδή τον Πάπεν, στην κυβέρνηση, προτείνοντας ο ίδιος την λύση της έκτακτης ανάγκης, εκείνη την ημέρα απάντησε στον Σλάιχερ σα να ήταν ο πλέον φιλελεύθερος συνταγματολόγος. Του είπε ότι η λύση που πρότεινε θα παραβίαζε ένα άρθρο του Συντάγματος και πως δεν ήταν πρόθυμος να χρεωθεί ως Πρόεδρος μια τέτοια αντιδημοκρατική απόφαση.

Ωστόσο ο Σλάιχερ δεν κατάλαβε (ή έκανε ότι δεν κατάλαβε) ένα από τα υπονοούμενα που άφησε ο Χίντενμπουργκ σε εκείνη τη συζήτηση. Ο Πρόεδρος προσπάθησε να συμπεράνει αν ο Σλάιχερ θα ήταν διατεθειμένος να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι έρευνες για τα σκάνδαλα των μεγαλοτσιφλικάδων. Ο Πρόεδρος συμπέρανε από τα συμφραζόμενα ότι ο Σλάιχερ δεν σκεφτόταν να ακολουθήσει αυτή την οδό. Αυτό ήταν! Ο Σλάιχερ είχε τελειώσει μολονότι ήταν ο πιο επιτυχημένος πρωθυπουργός των τελευταίων δέκα ετών. Σύγχρονοι ερευνητές σημειώνουν ότι ο άμεσα εμπλεκόμενος φίλος του Χίντνενμουργκ στο σκάνδαλο, ο Januschau, παρακάλεσε με επιστολή του τον Πρόεδρο να ρίξει τον Σλάιχερ προκειμένου να ησυχάσουν οι καθεστηκυίες δυνάμεις της Γερμανίας από τον φόβο της μπολσεβικοποίησης που υποτίθεται ότι προωθούσε.

Την επόμενη μέρα, 24 Ιανουαρίου, δημοσιεύθηκε το κείμενο του ακροδεξιού κόμματος των βασιλοφρόνων στο οποίο ηγείτο ο Hugenberg, που κατήγγειλε τον Σλάιχερ, λίγο πολύ, ως μαρξιστή. Αλλά και οι ίδιοι οι μαρξιστές δεν έμειναν πίσω. Στις 25 Ιανουαρίου οι σοσιαλδημοκράτες προειδοποίησαν τον Σλάιχερ να μην αναβάλει τις εκλογές σε περίπτωση που αυτές προέκυπταν από τις εξελίξεις των πραγμάτων. Την 26η Ιανουαρίου στο ίδιο ύφος ήταν και η σχετική ανακοίνωση του Κεντρώου Κόμματος της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλιστα σε αυτή την ανακοίνωση δριμύ κατηγορώ δεχόταν και ο Καρλ Σμιτ, γιατί με την νομική του θεωρία έδινε το πάτημα στον Σλάιχερ να υπονομεύσει την δημοκρατία.

Σύσσωμο το βαθύ γερμανικό κράτος έπαιζε τα ρέστα του ώστε να πέσει ο Σλάιχερ. Οι ιστορικοί τονίζουν σήμερα ότι τον Ιανουάριο του 1933 τα δημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας είτε διατυμπάνιζαν (Κέντρο) είτε συναινούσαν (σοσιαλδημοκράτες) ότι η δημοκρατία απειλούνταν από τον Σλάιχερ και πως η μόνη δημοκρατική διέξοδος συνεπαγόταν την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Χίτλερ. Προφανώς μια τέτοια μεταστροφή δεν είχε συμβεί επειδή τα κόμματα αυτά είχαν πειστεί από τις δημοκρατικές προθέσεις του Χίτλερ, ο οποίος έπαιζε το δικό του παιχνίδι. Η στροφή τους στο θέμα της ανάληψης της καγκελαρίας από τον αρχηγό του NSDAP είχε προετοιμαστεί από τους ανθρώπους που ήλεγχαν τις δομές του βαθέως γερμανικού κράτους.

Ωστόσο για να παιχτεί το σενάριο που είχαν επιλέξει να εφαρμόσουν οι εκπρόσωποι της ελίτ που εξουσίαζε την Γερμανία έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε να πραγματοποιηθεί, χωρίς αναταραχές, η μετάβαση από έναν πρωθυπουργό που έχαιρε μεγάλης λαϊκής συμπάθειας, όπως ήταν ο Σλάιχερ. Η κλίκα του Χίντενμπουργκ στις 27 Ιανουαρίου κυκλοφόρησε μέσω του τύπου την φήμη ότι ο Πρόεδρος θα αντικαθιστούσε τον Σλάιχερ με μια δικτατορική κυβέρνηση στην οποία πρωθυπουργός θα ήταν ο Πάπεν και οι εθνικοσοσιαλιστές με τους ακροδεξιούς θα την στήριζαν. Το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg αναπαρήγαγε αυτή την φήμη. Ο Χίτλερ δήλωσε αμέσως ότι διαφωνεί και ότι θα πολεμήσει με κάθε τρόπο μια τέτοια κυβέρνηση.

Η φήμη ότι θα επέστρεφε ο Πάπεν στην καγκελαρία, και μάλιστα ως δικτάτορας, άρχισε να απλώνει τον πανικό στην γερμανική κοινωνία. Τα συνδικάτα εξέδωσαν ανακοινώσεις ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου στην κοινωνία και πως ετοίμαζαν τα οδοφράγματα. Ο ίδιος ο Σλάιχερ, που είχε ήδη πέσει αλλά δεν το γνώριζε, είπε στο υπουργικό συμβούλιο της 28ης Ιανουαρίου ότι  ο Χίντενμπουργκ θα έκανε κάτι παρανοϊκό αν κατέληγε σε μια τέτοια απόφαση και υποστήριξε ότι αν ήταν να χάσει την καγκελαρία τουλάχιστον να την έπαιρνε ο Χίτλερ, ώστε η νέα κυβέρνηση να είχε ένα μαζικό κόμμα να την στηρίζει. Ασφαλώς αυτή ήταν μια μπλόφα του κατεστημένου που εξουσίαζε τη Γερμανία. Μέσω της μπλόφας αυτής προετοιμάστηκε η προώθηση του Χίτλερ στην καγκελαρία χωρίς η λαϊκή βάση των σοσιαλδημοκρατών και οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις να απειλήσουν με άμεσο ξεσηκωμό, όπως θα συνέβαινε υπό άλλες συνθήκες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Σλάιχερ επισκέφθηκε την ίδια μέρα ως πρωθυπουργός τον Πρόεδρο και του ζήτησε να διαλύσει τη Βουλή και να του επιτρέψει να κυβερνήσει τουλάχιστον για δυο ακόμη μήνες, μέχρι να γίνουν οι επόμενες εκλογές. Ο Χίντενμπουργκ έκανε εκείνο που γνώριζε ότι θα προκαλούσε την άμεση πτώση του Σλάιχερ. Απάντησε αρνητικά. Ο Σλάιχερ, μη έχοντας να κάνει τίποτε άλλο, παραιτήθηκε.

Το άκουσμα της πτώσης του Σλάιχερ από την πρωθυπουργία σηματοδότησε την έναρξη των προετοιμασιών για έναν εμφύλιο των εργατικών δυνάμεων κατά της νέας κυβέρνησης του Πάπεν, που όλοι περίμεναν. Όμως τελικά, την 29 Ιανουαρίου, άπαντες ηρέμησαν. Ο Πάπεν είχε ετοιμάσει το καινούργιο υπουργικό σχήμα. Νέος καγκελάριος θα γινόταν ο αρχηγός του μαζικότερου κόμματος, ο Αδόλφος Χίτλερ. Στο υπουργικό συμβούλιο θα συμμετείχαν μόνο τρία μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και ένας ημιφασίστας της οργάνωσης Stahlhelm. Όλοι οι υπόλοιποι θα ήταν εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης. Τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Την 30η Ιανουαρίου ο Χίτλερ ήταν καγκελάριος.

Συμπεράσματα

Ανατρέχοντας στις κρίσιμες εκείνες ημέρες των αρχών της δεκαετίας του ‘30 το τελικό συμπέρασμα που εξάγω είναι το εξής. Ο Χίτλερ, ο Στράσσερ και τα ηγετικά στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος είχαν αντιληφθεί ότι στα τέλη του 1932 η δυναμική του κόμματος είχε φτάσει στο υψηλότερο δυνατό σημείο. Το αστικό σύστημα εξουσίας διαθέτει πάντα δικλείδες ασφαλείας. Εκείνες τις δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν επέτρεπαν στο πρώτο κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση ακόμα και αν το εκλογικό του ποσοστό κυμαινόταν στο 40%. Επιπλέον όλες οι στρατιωτικές μελέτες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ούτε οι εθνικοσοσιαλιστές ούτε οι κομμουνιστές μπορούσαν μόνοι τους να νικήσουν την Ράιχσβερ και την αστυνομία σε μια ενδεχόμενη ένοπλη εξέγερση. Ο Σλάιχερ, ο Χίντενμπουργκ και ο Πάπεν γνώριζαν ότι μόνο αν συμμαχούσαν οι κομμουνιστές με τους εθνικοσοσιαλιστές σε ένα ένοπλο μέτωπο και ταυτόχρονα η Πολωνία έκανε επίθεση στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, υπήρχε περίπτωση να χάσει την εξουσία, με επαναστατικό τρόπο, το γερμανικό αστικό κατεστημένο. Πράγμα που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον.

Στην ουσία τα κλειδιά του γερμανικού κράτους κρατούσε μια εκσυγχρονιστική ομάδα κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με πρόθυμους παλιούς αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες. Ο μοναδικός πυρήνας που διεκδικούσε με αξιώσεις την εξουσία από εκείνη την πλουτοκρατική ελίτ ήταν αυτός του δικτύου των εκπροσώπων της «συντηρητικής επανάστασης». Κομμουνιστές, εθνικοσοσιαλιστές και λοιπές μαζικές πολιτικές δυνάμεις ήταν καταδικασμένες να κονταροχτυπιούνται σε ένα κοινοβουλευτικό θέατρο σκιών, χωρίς να μπορούν να υπερβούν το θεσμικό φράγμα προς την εξουσία που είχε ορθώσει το γερμανικό κεφάλαιο. Χίτλερ και Στράσσερ γνώριζαν ότι η κοινοβουλευτική δράση δεν είχε να προσφέρει άλλους καρπούς στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

Ένας μόνο τρόπος υπήρχε προκειμένου το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα να κάνει το απαιτούμενο βήμα προς την εξουσία. Έπρεπε να πείσει κάποια από τις δυο ελίτ ότι μπορούσε να παίξει ρόλο ως εξουσιαστικός πόλος. Η επίμονη εργασία του Χίτλερ και των συνεργατών του έφερε τελικά το ποθητό αποτέλεσμα. Στο δεύτερο μισό του 1932 τόσο ο εξουσιαστικός πυρήνας του βαθέως γερμανικού κράτους όσο και το δίκτυο των «συντηρητικών επαναστατών» αποζητούσαν την συμμαχία των εθνικοσοσιαλιστών.

Οι «συντηρητικοί επαναστάτες» είχαν έναν κοινό πολιτικό στόχο με τους εθνικοσοσιαλιστές. Θεωρούσαν όμως ότι κατά τα πρώτα χρόνια που θα έπαιρναν την εξουσία την γενική πολιτική κατεύθυνση θα έπρεπε να δώσει μια ελίτ μορφωμένων πολιτικών, που θα γνώριζε καλά τους συσχετισμούς δυνάμεων ενώ οι εθνικοσοσιαλιστές έπρεπε να αποτελέσουν την βάση στην οποία θα οικοδομούνταν η μελλοντική συνέχεια του πολιτικού αυτού μετώπου. Η συγκεκριμένη επιλογή ήταν ιδεολογικά συνεπής με τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά προϋπέθετε ότι η ηγεσία του κόμματος δεν θα έπαιζε ανεξάρτητο πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη φάση, όταν το κόμμα θα βρισκόταν, τρόπον τινά, σε διαρκή διάλογο για τη συνδιαμόρφωση των πολιτικών με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης».

Αντιθέτως οι κεφαλαιοκράτες, που είχαν τα κλειδιά της εξουσίας, νιώθοντας περικυκλωμένοι από την ενίσχυση των σοσιαλιστικών δυνάμεων (κομμουνιστικών, ρεφορμιστικών, εθνικοσοσιαλιστικών, «συντηρητικών επαναστατών»), αντιλήφθηκαν ότι δεν γινόταν να κυβερνούν επί μακρόν με μειοψηφικά σχήματα. Αναζήτησαν έτσι μια ισχυρή συμμαχία. Θεώρησαν ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να τους προσφέρει μια καλή συμφωνία και πως αν τον έβαζαν στο παιχνίδι της εξουσίας θα εφάρμοζε μια ισχνή μορφή σοσιαλισμού, η οποία και τα λαϊκά στρώματα θα καθησύχαζε και τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής ελίτ θα απέφευγε να χτυπήσει με μεγάλη ένταση.

Σε αυτό το δίλλημα ο Γκρέγκορ Στράσσερ επέλεξε το δρόμο της ιδεολογικής συνέπειας. Ο Χίτλερ επέλεξε το δρόμο που θεώρησε ότι θα του έδινε μεγαλύτερες πιθανότητες προσωπικής ευελιξίας. ΣΕ ΚΑΜΙΑ περίπτωση δεν παραβλέπω ότι το σχέδιο του Χίτλερ, μολονότι ήταν μακιαβελικό και παρέκαμπτε ιδεολογικούς φραγμούς, είχε σωστή στόχευση. Ο Χίτλερ ποτέ δεν έγινε πιόνι της εκσυγχρονιστικής ελίτ εξουσίας και έπαιξε επιδέξια το δικό του παιχνίδι. Μέχρι που τελικά εξουδετέρωσε προσωρινούς συμμάχους και αντιπάλους και έγινε εκείνος ο κυρίαρχος πολιτικός παίκτης. Ωστόσο για να φέρει σε πέρας αυτό το ριψοκίνδυνο σχέδιο χρειάστηκε να παρακάμψει ιδεολογικές αρχές, να συναναστραφεί με το πιο χυδαίο πλουτοκρατικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας, να μετατρέψει τα στελέχη του κόμματος του από αγωνιστές σε άβουλους χειροκροτητές και να εξοντώσει σημαντικά πολιτικά πρόσωπα.

Δεν είναι τυχαίο ότι με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία εξαφανίστηκε από το διανοητικό προσκήνιο το ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης». Τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης του τα 4/5 των εντύπων της «συντηρητικής επανάστασης» είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν. Μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί η εξήγηση ότι οι διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης» εκφράστηκαν από το καθεστώς του Χίτλερ και μείωσαν τις πνευματικές τους δραστηριότητες. Η αλήθεια είναι ότι οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που βοήθησαν τον Χίτλερ να ανέβη στην εξουσία θεωρούσαν πιο επικίνδυνους εχθρούς τους «συντηρητικούς επαναστάτες». Για αυτό και απαίτησαν από τον Χίτλερ να εξαφανίσει το κίνημά τους, όπως και την στρασσερική τάση του κόμματός του. Ο Χίτλερ έπραξε αυτό που του ζήτησαν οι άνθρωποι του κατεστημένου. Άσχετα αν στο τέλος περίμενε στωικά την κατάλληλη στιγμή ώστε να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες και να θέσει τους δικούς του όρους από θέση ισχύος στην αστική ελίτ που τον είχε βοηθήσει.

Συμπερασματικά ο Χίτλερ υποκατέστησε μεγάλο μέρος από την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος με την κυνική ιδιοφυία της πολιτικής του ευστροφίας. Ο Σλάιχερ επιχείρησε μια έξυπνα αθόρυβη αντικατάσταση της αστικής εξουσίας με εκείνη των δυνάμεων της «συντηρητικής επανάστασης» αλλά αποτράπηκε την τελευταία στιγμή από το να το πετύχει. 

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ένας από τους πιο συνεπής με τις ιδεολογικές τους αρχές πολιτικούς άντρες του μεσοπολέμου, που πλήρωσε με χυδαίο τρόπο αυτή του την συνέπεια.  

πηγή

Βιβλιογραφία

-HEINRICH A WINKLER- ΒΑΙΜΑΡΗ Η ΑΝΑΠΗΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1918-1933), Πόλις, Αθήνα 2013.

 -ΣΤΑΝΛΕΫ ΠΕΪΝ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (1914-1945), Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.

 -JEFFREY HERF-ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ. ΤΕΧΝΟΛΟΛΟΓΙΑ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΒΑΙΜΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟ Γ' ΡΑΙΧ, ΠΕΚ, Κρήτη 2012.

 -SERGE BERSTEIN& PIERRE MILZA, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 1919 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ - ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.

 -Κώστας Υφαντής-Θεόδωρος Ηλιάδης, Σημειώσεις μαθήματος Αμυντική Πολιτική και Στρατηγική, ΕΚΠΑ, Σχολή ΝΟΠΕ.

 - Andreas Dorpalen- Hindenberg and the Weimar Republic, Princeton Legacy Library 1964.

 - Peter D. Stachura- Gregor Strasser and the Rise of Nazism, Allen & Unwin, London 1983.

 - Eugene Davidson- The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism, University of Missouri Press, 1997.



Ούτε της δεξιάς ούτε της αριστεράς: ο Corto Maltese είναι όπως ο άναρχος του Ernst Jünger

 


του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

«Συναγωνιστής Corto Maltese», ήταν ο τίτλος μιας πολιτιστικής συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της ριζοσπαστικής τριτοθεσίτικης νεοφασιστικής «Casa Pound», πριν από λίγα χρόνια, πυροδοτώντας τις πιο έντονες αντιδράσεις και αγανάκτηση της οικογένειας του δημιουργού  του Corto Maltese, του Δάσκαλου Hugo Pratt. Η αντίδραση αυτή υποστηρίχθηκε από το γεγονός ότι ιστορικά, ο Maltese θεωρούνταν στη συλλογική φαντασία ότι ανήκει στην «κουλτούρα της αριστεράς», για παράδειγμα, ο Corto είναι γιος μιας τσιγγάνας πόρνης, είναι ένας πραγματικός νομάδας (χωρίς σπίτι ή οικογένεια), ελεύθερος με τον δικό του τρόπο, επομένως τείνει να είναι «αναρχικός» ή «άναρχος» (και οι δύο όροι δεν συμπίπτουν).


Ο σκοπός λοιπόν του άρθρου μας, είναι  να αναλύσει σε κάποιο βάθος (μετά από μελέτη των περιπετειών του), τις πιθανές «φασιστικές συμπεριφορές», όπως το γεγονός ότι ο ναύτης πιστεύει στη συντροφική φιλία, είναι ένας δύστροπος  αντι-ήρωας, ατομικιστής αλλά έτοιμος να παραταχθεί με εκείνους που έχουν υποστεί αδικία, έτοιμος να πέσει μέσα σε χαμένες υποθέσεις. 

Επιπλέον, ο  Maltese είναι ρομαντικός και λάτρης της περιπέτειας. Αυτά τα έργα της «συρμένης λογοτεχνίας» (όπως άρεσε ο Pratt να τα αποκαλούν), κυκλοφόρησαν σε μια περίοδο δύσκολη, εκείνη της δεκαετίας του '70, όπου η περιπέτεια γενικά χτυπήθηκε από την πολιτική και τους κριτικούς, επειδή θεωρήθηκε πολιτικά «μη ορθή». Και μην ξεχνάμε ότι εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία κυριαρχούσαν οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Κομμουνιστές και σαφώς ο ενεργός αντιφασισμός! 

Φυσικά, οι επιθέσεις της αριστεράς συνεχίστηκαν επισημαίνοντας ότι ο Maltese (άρα και ο Pratt) δεν είναι εθνικιστής, δεν πιστεύει σε χώρες, δεν είναι ρατσιστής. Όλα αλήθεια. Πριν όμως πιστοποιηθεί ότι οι Pratt - Maltese είναι «αριστεροί», θα ήθελα να αναφέρω προσωπικά μια πιο μελετημένη  σκέψη, διότι στη δεκαετία του '70, δεν ήταν όλοι πεπεισμένοι στο πολιτικοπολιτισμικό περιβάλλον της αριστεράς για την προοδευτική ταυτότητα του χαρακτήρα του δασκάλου Pratt .


Ο ίδιος ο Pratt δήλωνε εκείνα τα χρόνια:
«Ήταν ανάγκη  να ασχοληθούμε με τον Μαρξ και τον Ένγκελς εκείνο τον καιρό, συγγραφείς τους οποίους έπρεπε να μελετήσω και που με κούρασαν αμέσως.
Ασχολήθηκα  επίσης και με  τον Marcuse και μερικούς άλλους αλλά τελικά επέστρεψα στα κλασικά της περιπέτειας. Με κατηγόρησαν αμέσως για παιδισμό, ηδονισμό και φασισμό».


Στη συνέχεια, ο Pratt απολύθηκε από το περιοδικό για το οποίο εργάστηκε, επειδή ο εκδότης, πολιτικά ήταν κοντά στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον κατηγόρησε για … πολύ ελευθερία. Επομένως, οι υπαινιγμοί ενός «μη αριστερού» Pratt δεν είναι μια πρόσφατη εφεύρεση από τους εθνικιστές. Και έπειτα από αυτό, ας πούμε τι σημαίνει ότι είναι «φασίστας» ... και ας  αγνοήσουμε  ότι ο Pratt αγωνίστηκε στην «Χ Flottiglia Mas», (επίλεκτη μονάδα ειδικών δυνάμεων των βατραχανθρώπων και πιστών Φασιστών που δημιούργησε ο Μουσολίνι).

Ήδη πιο πικάντικη φαίνεται να είναι η ένδειξη που μας έδωσε η ιταλική εφημερίδα «Il Giornale»  πριν από χρόνια, όταν δημοσίευσε μια αφιέρωση  που ο Pratt είχε κάνει σε έναν από τους Γάλλους εκδότες του, στον οποίο έγραψε με την χαρακτηριστική και μοναδική καλλιγραφία του: "De votre fasciste Hugo Pratt " (από τον Φασίστα σας Hugo Pratt). Και αυτή η επιστολή δεν γράφτηκε  το 1944, αλλά το 1988.

Όλοι έμειναν άναυδοι και προσπάθησαν να διασκεδάσουν κάπως την επιστολή, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να δώσει μια αξιόπιστη εξήγηση. Αλλά ανεξάρτητα από αυτές τις σκέψεις, και πέρα ​​από το γνωστό πάθος του Pratt για στολές, διακοσμήσεις και κώδικες τιμής, πιο συγκεκριμένα, πρέπει να πούμε ότι εάν είναι αλήθεια ότι ο Maltese είναι κυρίως «αναρχικός», είναι απλά με την έννοια του «ατομικισμού». Ο Maltese έχει δυσανεξία στους εθνικισμούς, αλλά και στον κομμουνισμό, τον κρατισμό και τον μαζικό κολεκτιβισμό.

Είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει στην τιμή και λατρεύει την περιπετειώδη δράση, και πάνω απ 'όλα, το ατέλειωτο ταξίδι, που για αυτόν είναι ένας τρόπος να διασχίσει  τον εαυτό του, αναζητώντας την Ουσία του. Είναι ένας αναρχο-ατομικιστής, και επομένως, ένας «Αναρχικός του Φασισμού»*. Αυτή η γραμμή της «αναρχικής» σκέψης προέρχεται από τον φιλόσοφο Max Stirner, για τον οποίο, πίσω από το δίκαιο και την πολιτική δεν υπάρχει νόμος ή συγκατάθεση, αλλά η δύναμη και το παράλογο, προχωρώντας στο σημείο που λέει «Εάν έχω ή όχι νόμιμο δικαίωμα εξουσίας, δεν με ενδιαφέρει καθόλου, εάν είμαι ισχυρός, έχω την εξουσία, δεν χρειάζομαι άλλη εξουσιοδότηση και νομιμότητα...».

Είναι μια σύλληψη της ζωής που έχει αόριστα κάποιες επιδράσεις από τον Νίτσε. Περισσότερο από  αναρχικός - είπαμε παραπάνω - ο Μaltese φαίνεται να είναι «άναρχoς», ποζάρει ως «αναρχικός» με φιλοδοξία ή με στάση, γιατί είναι «ωραιολάτρης» που δίνει μεγαλύτερη σημασία στην φόρμα, στο στυλ, παρά στο περιεχόμενο (ή η φόρμα πολλές φορές συμπίπτει με το περιεχόμενο) και τείνει να έχει «μπερδεμένες» επαναστατικές στάσεις, με αποτέλεσμα να του κολλάει η  ετικέτα του «αναρχικού».

Ατομικιστικής, αλλά όχι εγωιστής, αποφασίζει να παρέμβει για την υπεράσπιση κάποιου ατόμου ή ενός σκοπού, μόνο ακολουθώντας τη συνείδηση του και όχι επειδή εξαναγκάζεται από νόμο ή θεσμό. Ωστόσο, αυτό απαιτεί μια ανωτερότητα πνεύματος που δεν είναι απλό για όλους, και μόνο λίγα άτομα την κατέχουν.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Maltese  πλησιάζει τη μορφή του «Άναρχου» του Ernst Jünger, όπου η «αναρχική» έννοια της ελευθερίας είναι συνυφασμένη με αυτήν της αριστοκρατικής πνευματικότητας (Ernst Jünger, ο μαχητής, ο εργάτης ο άναρχος) . Και αν ο άναρχος - επαναστάτης  Jünger ψάχνει να «διασχίσει  το δάσος», ο Μaltese αναζητά και βρίσκει την ισορροπία του ανάμεσα στην ελευθερία και τον αλτρουισμό, μέσα στην απέραντη έκταση του ωκεανού όπου οι «κοινωνικοί» νόμοι είναι διαφορετικοί και δεν υπόκεινται σε ένα οργανωμένο και αποξενωτικό πολιτισμό βιομηχανικών και αστικών σύγχρονων κοινωνιών, από τους  οποίους  ο Μaltese  ξεφεύγει  με τα ταξίδια και τις περιπέτειες.

Και ο άναρχος Μaltese παρουσιάζει και κάποια στοιχεία του «Υπεράνθρωπου»  του Nietzsche. Έχει συμβεί σε εκείνους που, για να δείξουν τον «αριστερό» αντιφασισμό του Μaltese,  να θυμίζουν την διάσημη σκηνή στο τραπέζι στο οποίο  ο ναύτης, κλώτσησε  στην κνήμη έναν Squadrista (Μελανοχίτωνα), αλλά περίεργα κανείς δεν επεσήμανε ότι στην ίδια περιπέτεια, το "Παραμύθι της Βενετίας", ο Maltese επίσης συναντά ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον διάσημο ποιητή - στρατιώτη και Φασίστα, Gabriele d' Annunzio, ο οποίος - διαφορετικά από τον Squadrista - παρουσιάζεται πολύ θετικά.

Το ότι ο d' Annunzio (σ.σ. για κάποιους υπήρξε ο νονός του Φασισμού), ήταν ένας εθνικιστής και επαναστάτης, ένας «αναρχικός» - ατομικιστής και «παρακμιακός», και φυσικά κοντά στον Φασισμό, είναι γνωστό. Το εν λόγω κόμικ δημοσιεύθηκε το 1976, και εκείνα στην Ιταλία ήταν χρόνια κατά τα οποία το να αναφέρεις ευγενικά τον d' Annunzio, σε κάποιο κείμενο,  ήταν αρκετό για να χαρακτηριστείς  ως Φασίστας ή αντιδραστικός.

Καταλήγουμε λοιπόν: Το «Συναγωνιστής Maltese»  ήταν μια τυπική πρόκληση, πικάντικη, αλλά αν έπρεπε να επιλέξω προσωπικά (αφού έχω διαβάσει και μελετήσει τις περιπέτειες του) που θα τοποθετήσω ιδεολογικά και πολιτικά τον χαρακτήρα του Corto Maltese,  δεν θα είχα καμία αμφιβολία στην τοποθέτηση αυτήν. Σίγουρα αντίθετα από την αριστερά, θα τον τοποθετούσα κάπου προς τον Φασισμό, ένα είδους «αναρχικού φασισμού» και με πολύ ελευθερία στα δικαιώματα καθώς και σε ένα όραμα,  όπως το καταλαβαίνω, ένα δικαίωμα σύνθεσης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, ο ναύτης με ένα σκουλαρίκι στο αυτί μπορεί να θεωρηθεί μέρος αυτής της καλλιτεχνικής - πολιτιστικής κληρονομιάς, ανεξάρτητα από τις πραγματικές πολιτικές πεποιθήσεις του μεγάλου Hugo Pratt …!

*«Αναρχοφασισμός»: Μια επισκόπηση της «Δεξιάς Αναρχικής» Σκέψης

«Αναρχοφασισμός»: Μια επισκόπηση της «Δεξιάς Αναρχικής» Σκέψης



Πρόλογος του Wolfangel για την συντακτική ομάδα:

Κάθε συνειδητοποιημένος συναγωνιστής που υπερασπίζεται τις «εθνοκοινωνικές» ιδέες θα πρέπει να απορρίπτει ως παράνομες και αντισυνταγματικές τις αστικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αφού τα όργανα τους καταδιώκουν τις ιδέες μας και είναι αντιλαϊκές και αντεθνικές σε όλα τα επίπεδα. Τουτέστιν αυτή η παραδοχή οδηγεί αυτομάτως στο γεγονός ότι ο σημερινός Συναγωνιστής οφείλει να είναι και Άναρχος - κατά τον Ernst Junger - και «νεοφασίστας» αφού ο Φασισμός με ή χωρίς εισαγωγικά είναι το απόλυτο κακό στην αστική δημοκρατία και το μόνο «ιδεολογικό δόρυ» που μπορεί να «τυφλώσει» τον παρλιαμενταρικό Κύκλωπα.

Γράφει ο Γερμανός διανοητής και πολεμιστής: «Ο αναρχικός είναι ο συνεταίρος του μοναρχικού, τον οποίον ονειρεύεται να καταστρέψει. Κτυπώντας το άτομο, εγκαθιδρύει την τάξη της διαδοχής. Η κατάληξη «-ισμός» έχει περιοριστικό νόημα: δίνει έμφαση στην βούληση εις βάρος της ουσίας. [...] Ο θετικός ομόλογος του αναρχικού είναι ο άναρχος. Ο τελευταίος δεν αποτελεί τον συνεργάτη του μοναρχικού, αλλά τον αντίποδά του, τον άνθρωπο , την δύναμη του οποίου δεν μπορεί να κατανοήσει, μολονότι είναι πολύ επικίνδυνος. Δεν είναι ο αντίπαλος του μοναρχικού, αλλά ο ομόλογός του. Ο μοναρχικός επιθυμεί να εξουσιάζει ένα πλήθος ανθρώπων, ακόμα και όλους τους ανθρώπους. Ο άναρχος θέλει να εξουσιάζει τον εαυτό του και μόνον. Αυτό του προσδίδει μία αντικειμενική, έως και σκεπτικιστική στάση έναντι της εξουσίας, τις μορφές της οποίας επιτρέπει να περνούν από μπροστά του - σαφώς ακαθόριστα, όχι, όμως, χωρίς φιλικά συναισθήματα , χωρίς ιστορικό πάθος».

Ο φόβος και ο τρόμος για τον βολεμένο δούλο των σύγχρονων σαράφηδων δεν είναι οι εθνομηδενιστικές δυνάμεις αλλά μόνο αυτοί που υπερασπίζονται την εθνική και κοινωνική ταυτότητα. Στην πραγματικότητα όμως για όσους μπορούν να δουν καθαρά την αλήθεια ο αξιακός πυρήνας του «Φασισμού» δεν χωράει σε καλούπια. Σπάει ως κινούμενη λάβα τα στεγανά και παίρνει συνέχεια μια νέα μορφή αναλλοίωτη ως προς την δυναμική του πυρήνα, αλλά δεν χάνει την σύνθεση παρά την ευμετάβλητη ιστορική διαδρομή. Για εμάς - και όχι για τους αστούς και τους υποτακτικούς τους - είναι η ιστορική και ρεαλιστική σύνθεση του Επαναστατικού Εθνικισμού και του Επαναστατικού Σοσιαλισμού. Ονομάστηκε και «Τρίτη Θέση» και προήλθε από μια «μίξη» ιδανικών, η μόνη ρεαλιστική απάντηση απέναντι στον στείρο δογματισμό των δημίων της δημοκρατίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι γεννήθηκε ιστορικά στους πυρήνες των «fasci» των εργατών γης, και αυτό το μωρό το φάσκιωσαν οι μαίες της ιστορίας με το μαύρο χρώμα που ήταν και το σύμβολο της εξέγερσης των κολασμένων, οι οποίοι εναντιώθηκαν στους τσιφλικάδες και στους πλουτοκράτες παπάδες. Ας μην ξεχνάμε ότι μαύρα ήταν και τα λάβαρα των Ελλήνων αγροτών που συγκρούστηκαν με την βασιλική χωροφυλακή φωνάζοντας στο Κιλελέρ «Ζήτω η Ελλάς!». Ως κίνηση σε επίπεδο οργάνωσης «βαφτίστηκε» από τους Ιταλούς αρχικά με την έννοια της «αυτονομίας» αλλά στον ελληνικό χώρο κινηματικά εκφράστηκε με τους Επίστρατους στα Νοεμβριανά του 1916 οι οποίοι υπήρξαν και οι πρόδρομοι της Ιδέας όπως περιγράφει γλαφυρά ο διανοητής Αρίστος Καμπάνης.

Μια ιστορική πρόκληση ένας τυφώνας σε δρόμους και εργοστάσια, που έγινε ο σπόρος για ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και άλλες ηπείρους αργότερα αν και προϋπήρχαν και αλλού ανάλογες προσπάθειες, όμως η χώρα του D’Annunziο και οι Squadristi ως άλλοι Προμηθείς έφεραν στο επίκεντρο του κόσμου την Φωτιά των Θεών, την απάντηση στο καίριο ερώτημα για το πώς θα πορευτεί η Ευρώπη μέσα στις ιστορικές εξελίξεις απέναντι σε μια άγνωστη επανάσταση της αχανούς ανατολής και στην βουλιμία της προτεσταντικής δύσης.

Αν αγαπητέ αναγνώστη βάλεις τον Φασισμό στο ιστορικό μικροσκόπιο θα βρεις μέσα σε αυτόν κάποια πρόσωπα με διαφορετικές αφετηρίες ιδεών. Ξεχωρίζουν οι DAnnunzio - ο λεγόμενος και νονός του Φασισμού - Nietzsche, Sorel, Stirner, Junger. Οι τέσσερις πρώτοι επηρέασαν βαθύτατα τον ιδρυτή του σύγχρονου Φασισμού και γιό ενός αναρχικού σιδερά τον Mussolini ο οποίος κατάφερε να ενώσει στον «αγροτοφασισμό» του 1919 συνδικαλιστές, εθνικιστές, αναρχικούς, φουτουριστές, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, μοναρχικούς και να εξυμνήσει τον Έρωτα, τον Θάνατο, τον Αγώνα, την Πίστη, την Αφοσίωση και τον πραγματικό Σοσιαλισμό μακριά από τις αλλότριες επιρροές.

Ο Μουσολίνι, επίσης, εξυμνούσε τις αρετές των συνωμοτών Μπαμπέφ και Μπλανκί. Ο πυρήνας της πολιτικής φιλοσοφίας του και ένα σταθερό χαρακτηριστικό και της σοσιαλιστικής και της Φασιστικής σταδιοδρομίας του είναι η πίστη του στην αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα της βίας ως μέσου για την κοινωνική αλλαγή. Ανεξάρτητα από τον Μουσολίνι και την τάση του, οι συνδικαλιστές συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη του Φασισμού. Αυτοί οι πρωτο-φασίστες συνδικαλιστές δεν ήταν ποτέ μουσολινικοί ούτε και δεξιοί εθνικιστές, αλλά ανέπτυξαν ένα δικό τους αριστερό κορπορατισμό ή εθνικό συνδικαλισμό. Προετοίμασαν το έδαφος για τον ολοκληρωτικό κορπορατισμό. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν ο Σέρτζιο Πανούντσιο, ο Ολιβέτι, ο Ροσόνι, ο Οράνο και ο Λαντσίλο. (Ο Ολιβέτι και ο Πανούντσιο επηρέασαν τον Μουσολίνι τα χρόνια 1904-1908). Να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι συνδικαλιστές της εργατικής τάξης έγιναν Φασίστες.

Στις κρίσιμες αρχές της προσπάθειας η δύσκολη γέννα της Αγέλης της Ρώμης που βύζαξε την ιστορική Λύκαινα ήταν γεμάτη από γόνιμες κραυγές που καλούσαν σε εγρήγορση και συσπείρωση: Απέναντι στο Κράτος ο πρωταρχικός επαναστατικός Φασισμός προβάλλει την Πολιτεία. Απέναντι στις αρχές τις Αξίες. Απέναντι στην Εξουσία την Φυσική Ηγεσία. Απέναντι στην χρηματιστηριακή democracy την Repubblica και την δόξα της Πατρώας Γης. Αν ο Φασισμός είναι το εκρηκτικό μείγμα με διαφορετικά συστατικά ο Άναρχος - κατά τον Junger - είναι ο πυροκροτητής στα θεμέλια του νέου ναού των εμπόρων. Είναι η διαχρονική φωνή του Αντίοχου του Δ’ του Επιφανούς που ξαναζωντάνεψε - πριν 80 χρόνια στο Salo στο Λυκαυγές των θεϊκών μαχών - και βρίσκει πάλι σήμερα την ηχώ της και στις γειτονιές της Βυρηττού  στις κλαγγές των όπλων του «Στρατού του Θεού». Άλλωστε η μάχη είναι διαχρονική και η σύγκρουση αναπόφευκτη εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο Φασισμός είναι η υπέρτατη πρόκληση και δείγμα νίκης που ξαναβρίσκει καθημερινά το χωροχρονικό της αποτύπωμα σε κάθε καθημερινή ακτιβιστική κίνηση που χτυπάει τον παγκόσμιο αφέντη.

Ο  μεγάλος αιρετικός του «Εργατιστικού Εθνικοσοσιαλισμού» και σύμβολο του σύγχρονου «Αυτονομισμού» Otto Strasser - που τον συκοφαντούν κάποιοι «ορθόδοξοι» και «καθαρολόγοι» - αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Φασίστες: 

«Το μονοπάτι όπου βαδίζουν αυτοί οι άνθρωποι είναι πάντοτε το ίδιο. Αρχικά είναι αναρχικοί ή ακραίοι σοσιαλιστές, κατόπιν “προσηλυτίζονται” στον εθνικισμό και δημιουργούν αξιοσημείωτες μεσσιανικές ιδέες … και φορτίζουν τον ακίνδυνο εθνικισμό των ενώσεων με το δυναμίτη της αναρχικής ετοιμότητας για δράση». 

Δεν παραλείπει να κάνει κριτική όμως και στους Μαρξιστές: «Εσείς οι μαρξιστές αναφερόσαστε πάντοτε στις θεωρίες του Μαρξ. Ο Μαρξ όμως δίδασκε, ότι η θεωρία επαληθεύεται μόνο από την πράξη. Εσείς όμως προβάλλετε πάντοτε εξηγήσεις για τις ήττες της εργατικής Διεθνούς. Ο μαρξισμός σας απέτυχε: Για την ήττα στα 1914 έφταιγε η “αποστασία της Σοσιαλδημοκρατίας”, για το 1918, η “προδοτική πολιτική της” και οι αυταπάτες της. Και τώρα έχετε πάλι έτοιμες τις “εξηγήσεις” για το γεγονός, ότι στην παρούσα παγκόσμια κρίση οι μάζες στρέφονται δεξιά κι όχι αριστερά. Μα οι εξηγήσεις σας δεν αλλάζουν το γεγονός της ήττας. Πού λοιπόν στα τελευταία 80 χρόνια επαλήθεψε η πράξη τη θεωρία της κοινωνικής επανάστασης; Το βασικό σας λάθος είναι, ότι αρνιόσαστε την ψυχή και το πνεύμα ή το γελοιοποιείτε, και πάντως δεν το καταλαβαίνετε».

Ας επανέλθω όμως στο ζήτημα της σύνθεσης του Φασισμού.

O Mussolini ονειρεύτηκε ένα αντί κόμμα πολεμιστών όπως γράφει ο Emilio Gentile. Να περάσει από τον Παθητικό Μηδενισμό στον Ενεργητικό Μηδενισμό. Ανακαλύπτει ως άλλος ερευνητής το δικό του Άγιο Δισκοπότηρο του «Νιτσεϊκού Νιχιλισμού» επηρεασμένος από ιδέες που μοιάζουν να ταιριάζουν άψογα με τα διακριτά χρώματα στον «ιριδισμό» της νέας ιδέας. Η διαδρομή της ιστορίας οδήγησε σε μια γέννηση ρευμάτων πέρα από τα καθιερωμένα που ο τίτλος μπορεί να αλλάζει κάθε φορά αλλά η ζωογόνος ουσία μένει πάντα η ίδια. Μακριά από τα αστικά κόμματα η λύσσα της Αντιδημοκρατικής σκέψης παραμένει κυρίαρχη και ο πρωτογενής Φασισμός επανέρχεται και απορρίπτει πάντα τις κάλπες και τις εκλογές, τους αρχηγούς και τους πολιτικάντηδες. Και αν ακόμη υποκύπτει κάποιες φορές σε αυτές τις ανθρώπινες πλάνες το πρωταρχικό υλικό της Θείας Φασιστικής Κοινωνίας που εξυψώνει το δίποδο Κτήνος σε «Υπεράνθρωπο» και μετουσιώνει την Θεωρία σε Δράση - παρά τα ερείπια που μας περιβάλλουν - στο επίπεδο του Μυστηριακού Φασισμού κοινωνεί τους Τελευταίους Πιστούς στις διαχρονικές Ιδέες της Αντίστασης και της Φωτιάς.

Διακηρύττει ο ιδρυτής του Φασισμού το 1920 προς φρίκη πολλών: «Για όσους από εμάς, του καταδικασμένους (morituri) του ατομισμού, μέσα από το σκοτάδι του παρόντος και το ζόφο του αύριο, αυτό που απομένει είναι, η πλέον παράλογη, αλλά πάντοτε παρηγορητική θρησκεία της αναρχίας!» και πίσω από τον ορισμό την «Αναρχίας» εννοεί όχι τον ελευθεριακό αλλά τον ελεύθερο άνθρωπο, τον «Νέο Άνθρωπο» που στέκει αγέρωχος στις ριπές της αστικής σήψης που μαστιγώνουν τον βίο αλλά δεν υποκύπτει στο βασανιστήριο της αστικής καθημερινότητας. Αυτό όμως είναι και το τελικό μήνυμα και του «Μαύρου Βαρόνου» του μεταΦασισμού και Δασκάλου του «Φαιού Τερρορισμού» του Σικελού Αριστοκράτη Julius Evola, ο οποίος θεωρείται ως ο μύστης του σύγχρονου «Αναρχισμού της Δεξιάς*».

Ας δούμε τους κυρίαρχους όρους που προβάλλονται σήμερα για αυτούς που είναι «πολιτικά άστεγοι» και υπερασπίζονται το έθνος αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη μακριά από τις κομματικές στάνες που θυμίζουν την κόπρο του Αυγεία: 

«Αναρχοφασισμός», «Εθνικοαναρχισμός», «Αναρχοδεξιά», «Αναρχοεθνικισμός». Διαφορετικές εννοιολογικές προσεγγίσεις στον κόσμο των λέξεων η ουσία όμως μια και παραμένει μέχρι σήμερα κυρίαρχη, η σύνθεση αυτή είναι όπως τα ρεύματα που συναντιούνται στην κοίτη ενός ορμητικού ποταμού. Η γλώσσα μας είναι ιερή και πλούσια σε νοήματα για να την χαρίσουμε στους επαγγελματίες του «αντιφασισμού». Ακόμη και αν φρίττουν οι δημοκράτες αντιφασίστες ή οι «ανθρωπιστές» εμείς δεν φοβόμαστε τους όρους και  τους διεκδικούμε για εμάς απορρίπτοντας τα δικαιώματα των άλλων χωρίς διάθεση να απολογηθούμε σε κανέναν και για τίποτα. Δεν διαθέτουμε δηλώσεις μετανοίας. Είμαστε ότι νομίζουν,

Οι Έλληνες Ρομαντικοί σε ένα πρόσφατο άρθρο τους στην παρουσίαση ενός κόμικ γράφουν: 

«Μια υποθετική κατηγοριοποίηση κάτω από αυτή την «ετικέτα» - του «αναρχικού φασισμού» εννοούν - θα περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό λογοτεχνών, όπως οι Céline, D. H. Lawrence, Wyndham Lewis, Gottfried Benn, Ernst Jünger, Yukio Mishima, Drieu La Rochelle, T. E. Lawrence, Ezra Pound και ούτω καθεξής. Ένα νέο αίνιγμα εμφανίζεται επίσης εδώ: οι περισσότεροι συντηρητικοί ηγέτες (σε αντίθεση με την πλειοψηφία των οπαδών τους) εμφανίζουν χαρακτηριστικά του Αναρχικού (άναρχου κατά Ernst Jünger). Βέβαια οι υποστηρικτές τέτοιων κινημάτων τείνουν να είναι πολύ πιο συντηρητικοί από τους ηγέτες τους. Οι ίδιοι εμπνέονται από τέτοια άτομα για να τους παρέχουν τον επαναστατικό κομφορμισμό, την επιθετική ομαλότητα και τον υπερβατικό στωισμό που χρειάζεται ο συντηρητισμός».

Ο Junger - εμβληματική μορφή της «Συντηρητικής Επανάστασης» - θεωρεί δεδομένο ότι η αγέλη είναι πιο δυνατή από τον «μοναχικό λύκο» μια αγαπημένη έκφραση των εξουσιαστών. Γράφει: «Λύκοι κρύβονται στο γκρίζο κοπάδι - χαρακτήρες, δηλαδή, που γνωρίζουν τι είναι ελευθερία. Οι λύκοι αυτοί, επίσης, δεν είναι μόνον δυνατοί για τον εαυτό τους. Υπάρχει και ο κίνδυνος ένα όμορφο πρωί να μεταδώσουν τα χαρακτηριστικά τους στις μάζες, ώστε το κοπάδι να μεταμορφωθεί σε αγέλη. Αυτός είναι ο εφιάλτης του αφέντη». Είναι ξεκάθαρος στην σκέψη του πολλά χρόνια πριν και δεν είναι τυχαίο ότι τα έργα του είναι σχετικά άγνωστα στην Ελλάδα αλλά και στον «χώρο». 

Μια μικρή παρένθεση: (την ίδια στιγμή προβάλλονται τύποι οι οποίοι προωθούν μαζικά στους χρήσιμους ηλίθιους την φιλελεύθερη σκέψη μαζί με τους γνωστούς χρηματάνθρωπους «ευνούχους» που νομίζουν ότι με τα επικοινωνιακά και εκδοτικά τερτίπια τους θα λασπολογήσουν πρόσωπα και ιδέες. Θα μας βρουν απέναντι τους).

Ανάμεσα σε άλλα ο Γάλλος Μπενουά σημειώνει για την μορφή του Junger

«Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δε τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι. Ο Άναρχος είναι κυρίαρχος του εαυτού-το οποίο ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμαστε ότι δείχνει την απόσταση που υφίσταται μεταξύ κυριαρχίας, η οποία δεν προϋποθέτει εξουσία, και εξουσίας, η οποία ποτέ δεν παρέχει κυριαρχία … Πραγματικός χαμαιλέοντας, ο Άναρχος προσαρμόζεται σε όλα τα πράγματα, διότι ουδέν τον φθάνει. Βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας, ενώ είναι πέραν αυτής. Ζει σε όλες τις εποχές ταυτοχρόνως, παρόν, παρελθόν και μέλλον. Έχοντας διαβεί «το τείχος του χρόνου», βρίσκεται την θέση του Πολικού Αστέρος, που παραμένει σταθερός, ενώ ολόκληρος ο έναστρος θόλος περιστρέφεται γύρω του, του κεντρικού άξονος ή του κεντρικού σημείου, «του κέντρου του τροχού, όπου ο χρόνος έχει εξοβελιστεί».

Υπάρχουν όμως παραδείγματα σε πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας αυτής της «φραξιονιστικής» ή «αιρετικής» πολιτικής έκφρασης που μπορεί να ονομαστεί σε ένα γενικό πλαίσιο ως «αναρχοφασισμός» ή «αναρχική δεξιά» ή «αναρχοεθνικισμός» - αν και κάποιοι θα θεωρήσουν υπερβολικό ή άτοπο τον κάθε ορισμό ξεχωριστά – που να μπορούμε να αναφέρουμε;

Καταρχάς ο Μικέλης Άβλιχος μια άγνωστη μορφή της ποίησης. Το σύμβολο του αντιβενιζελισμού και εχθρός του Μπενάκη ο Ίων Δραγούμης κυρίως στα πρώτα ιδεολογικά βήματα του. Επίσης ο καυστικός Ρένος Αποστολίδης που αντιτάχθηκε στον πολιτικό κόσμο και απέρριψε τόσο την δεξιά όσο και την αριστερά. Αλλά και ο Γεώργιος Βεντούρης του φοιτητικού ΕΣΕΣΙ που εναντιώθηκε στις κινήσεις μερίδας των Απριλιανών. Δεν μπορώ να μην αναφέρω τον ακτιβιστή της τέχνης και της διανόησης Μάνο Φαλτάιτς. Υπάρχουν και άλλες μορφές που ξέφυγαν από την μέγγενη του κομματισμού και είχαν μια ξεχωριστή ιδεολογική πορεία χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς αλλά παραμένουν άγνωστες στους πολλούς και κυρίως σε όσους δεν είναι του «χώρου». Εκφράστηκαν όμως μέσα από ομάδες και έντυπα, αλλά και μουσικές προσπάθειες μέχρι και τις ημέρες μας ενώ το παρόν ιστολόγιο έχει δώσει πολλές φορές βήμα σε πρόσωπα που υιοθετούν απόψεις της «Τρίτης Θέσης» με αποτέλεσμα να αντιδράσουν οι κλόουν της antifa οι ακροδεξιοί κατσαπλιάδες και οι δημοσιοκάφροι. 

Οφείλω να τονίσω ο «Μαύρος Κρίνος» είναι ένα από τα συνολικά πέντε (;) ιστολόγια και ομάδες που δημοσιεύουν, στηρίζουν και προβάλλουν ανάλογες σκέψεις και προωθούν μια λογική και πρακτική πέρα από τις συστημικές και καθιερωμένες κοινοβουλευτικές αυταπάτες.

Κάποια ιστορικά παραδείγματα που η λαϊκή αντίσταση ονομάστηκε «αναρχοφασισμός» και οι πρωταγωνιστές «αναρχοφασίστες» από τους καθεστωτικούς παλιάτσους επειδή δεν ακολούθησαν τις διαταγές του ανθελληνικού κράτους ή αντιστάθηκαν στους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης που υπηρέτησαν τους ξένους:

Απέναντι στα εγκλήματα του ΚΚΕ οι κάτοικοι της Μεσσηνίας παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και καταλαμβάνουν με έφοδο την πόλη της Καλαμάτας τον Γενάρη του ’46. Οι αρχές του Κέντρου και της Δεξιάς στέλνουν μετά από εκκλήσεις της αριστεράς αποσπάσματα εθνοφυλακής και ένα αντιτορπιλικό για να τους καταστείλουν. Οι «εθνικόφρονες» αρχές καταδιώκουν τους ντόπιους «εθνικιστές» και τους χαρακτηρίζουν στον λαό ως «εγκληματίες» και «αναρχοφασίστες» ενώ τους καταδικάζουν σε πολυετείς ποινές ακόμη και σε θανατικές καταδίκες.

Τον Μάιο του ’56 οι Άγγλοι εκτελούν στην αγχόνη τους Εθνικιστές αντάρτες της ΕΟΚΑ του Στρατηγού Γρίβα, Καραολή και Δημητρίου. Καίγεται επί σειρά ημερών η Αθήνα με την συμμετοχή χιλιάδων Ελλήνων που καταστρέφουν Αμερικανικές υπηρεσίες και Αγγλικούς στόχους. Ο Καραμανλής πιστός δούλος των ξένων κατεβάζει τον στρατό και οι χωροφύλακες σκοτώνουν 3 πατριώτες. Εκατοντάδες τραυματίες από το ξύλο της καταστολής και οι 165 από τις σφαίρες. Οι διαδηλωτές στην πλειοψηφία τους «Γριβικοί» αλλά και «αριστεροί» Εθνικιστές που θέλουν την Ένωση και απαντούν με νεράντζια όπου έχουν προσθέσει πάνω τους ξυράφια. Οι εφημερίδες γράφουν για «αναρχοφασίστες» και «αρνητές» της δημοκρατίας.

Τον Ιούλιο του ’64 διαδηλωτές που δεν έχουν στο σύνολο τους ενιαία ιδεολογική γραμμή εισβάλλουν στην βουλή και δέρνουν βουλευτές με αφορμή το Κυπριακό αλλά και την αντίθεση τους στον Παπατζή του ’44. Οι πολιτικοί μιλάνε για «αναρχοφασίστες» και ζητούν την δίωξη τους με αποτέλεσμα την φυλάκιση των πρωταγωνιστών.

Κατά την διάρκεια της 21ης Απριλίου μερίδα μελών του φοιτητικού ΕΣΕΣΙ που έχει ιδεολογική ζύμωση με το MSI, διαφωνεί σε επιμέρους ζητήματα με την τριανδρία της κυβέρνησης ενώ δέχεται και απειλές καθώς και πιέσεις από την πρεσβεία μας στην Ρώμη αλλά και από τους ασφαλίτες του Συνταγματάρχη Παπαδόπουλου. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της απογοήτευσης από τον «στείρο αντικομμουνισμό» του «ακροδεξιού» καθεστώτος καθώς και τις προσπάθειες των ηγετών του για την επαναφορά του παλαιού πολιτικού κόσμου στον οποίο αντιδρούν οι Έλληνες «Μισίνι». Στις αναφορές της ασφάλειας οι πληροφοριοδότες κάνουν λόγο για «αναρχοφασίστες» και «αντικαθεστωτική» δράση των «nazi-maoists».

Τα μέλη της αντάρτικης ΕΟΚΑ Β’ πολεμούν με τα όπλα την μειοδοτική πολιτική του ρασοφόρου Μακαρίου ο οποίος διατηρεί λυκοφιλία με την 21η Απριλίου και σχέσεις με εξωτερικούς παράγοντες. Διώκονται καθημερινά από τους πραιτοριανούς του καθεστώτος της ανομίας και των βασανιστηρίων που ασκούνται καθημερινά στα τμήματα του Εφεδρικού. Οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα που στηρίζουν τον Μούσκο κάνουν λόγο για «αναρχοφασίστες» οι οποίοι «υπονομεύουν τον εθνικό αγώνα».

Ο Καραμανλής και ο Αβέρωφ αφού παραδίδουν την Κύπρο στον Αττίλα και φέρνουν την δημοκρατία μέσω της Τουρκικής ξιφολόγχης, στην συνέχεια διώκουν τους Εθνικιστές «Κανταφικούς» που αντιστέκονται στο προδοτικό καθεστώς του κουφού «εθνάρχη».  Στην βουλή ο υπουργός άμυνας της συφιλιδικής δεξιάς ονομάζει δημοσίως τους αντιπάλους «αναρχοφασίστες» και προχωρεί σε προβοκάτσιες και διωγμούς.

Η πιο πρόσφατη αναφορά των ΜΜΕ σε «αναρχοφασίστες» τα τελευταία χρόνια ήταν για τα γνωστά επεισόδια σε Κερατέα, Λευκίμμη, Πισοδέρι, Σύνταγμα και Θεσσαλονίκη κ.α. όπου για διαφορετικούς λόγους οι ριζοσπάστες αυτόνομοι συναγωνιστές μας βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή και υπερασπίστηκαν τον Λαό και το Έθνος.

Οι Sergio Panunzio, Alceste De Ambris, Otto και Gregor Strasser, Nicola Bombacci, Manuel Hedilla, Roberto Farinacci, Jean - François Thiriart, Joseph Tomassi, Michael Kühnen, John Zerzan, Francis Parker Yockey, Theodore Kaczynski, Pentti Linkola, Peter Töpfer, Tom Metzger, Kai Murros, Franco Freda, Mario Tutti, Gabriele Adinolfi, Horst Mahler, Henning Eichberg, Troy Southgate είναι μόνο μερικά από τα πρόσωπα που μπορεί να αναζητήσει κάποιος σε πηγές και έργα - αλλά και στις ετικέτες του ιστολογίου περί ιδεολογίας και εκδόσεων - για τους διανοητές και ακτιβιστές του εξωτερικού οι οποίοι και εκφράζουν από το παρελθόν έως σήμερα την «Τρίτη Θέση» ή «Στρασσερική» ή «αναρχοφασιστική» σκέψη με διαφορετικές όμως πολιτικές αφετηρίες και διαδρομές αλλά και διαφορετικά συμπεράσματα. Στο πυρήνα της σκέψης τους υπάρχει όμως ένας Φαιοκόκκινος μίτος της Αριάδνης που συνδέει τον «Κορπορατισμό» και τον «Εθνικοσυνδικαλισμό» με τον «Οικοφασισμό» ή τις «αυτόνομες φυλετικές κοινότητες» με τον ευρύτερο «φυλετικό αντικαπιταλισμό» ή «αριστερό» Εθνικοσοσιαλισμό/Φασισμό.

Οι αντίπαλοι μας θεωρούν την ιδεολογική σύνθεση του Φασισμού ως μια «διαστρέβλωση» ή ένα «ιστορικό παράδοξο» ή ακόμη και μια «ανοησία» ενώ δεν λείπουν και οι θεωρίες συνομωσίας από την μεριά της αστικής ακροδεξιάς η οποία συχνάζει στα γραφεία της καταστολής. Ο ρομαντισμός όταν πορεύεται μαζί με τον ατομικισμό και βρίσκει την πρωταρχική πηγή του αληθινού Φασισμού δεν είναι απλά μια «μεταμφίεση» όπως μας κατηγορούν κάποιοι αλλά η αποκρυστάλλωση του καλέσματος των Θεών, οι φωνές των Αγέννητων και των Νεκρών όπως γράφει ο ποιητής, το «άκουσμα των παιδιών μας στις μήτρες των γυναικών μας και οι χλωροί τάφοι των προγόνων μας» όπως έλεγε και ο αντάρτης πόλης Robert Jay Mathews αλλά και ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει έτσι λοιπόν: 

«Η κραυγή δεν είναι δική σου. Δεν μιλάς εσύ, μιλούν οι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν είσαι ένας είσαι ένα στρώμα στρατού. Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος αυτή είναι το κρέας. Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και σαλεύουν. Όταν θυμώνεις ένας προπάππος σου αφρίζει στο στόμα σου.  Όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βρυκόλακες η κεφαλή σου. Μην πεθάνεις για να μην πεθάνουμε, φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε, πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάνουμε έργα τις ιδέες μας, κάμε τις έργα εσύ! Τέλεψε το έργο μας!  Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουν στο κορμί σου και φωνάζουνε. Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούλησή τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο. Γιατί δεν είσαι σκλάβος. Ευθύς μόλις γεννήθηκες μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου». 

Είμαστε Αυτόνομοι και Ελεύθεροι, Άναρχοι και Φαιοί, Αντιδημοκράτες και Αντιαστοί, «Λύκοι ανάμεσα στα πρόβατα της αστικής δημοκρατίας».

* Ο όρος Δεξιά δεν έχει καμιά σχέση με την ελληνική πραγματικότητα αλλά στην Ευρώπη σηματοδοτεί την Ριζοσπαστική σκέψη όλων των «νεοφασιστικών» ρευμάτων που πολέμησαν τα ισοπεδωτικά κηρύγματα του Διαφωτισμού.

Το παρακάτω άρθρο που μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε αρχικά εδώ είναι του Keith Preston από μια διάλεξη που παραδόθηκε στο H.L. Mencken Club στις 5 Νοεμβρίου 2016. Η δημοσίευση του δεν σημαίνει ότι τα μέλη της συντακτικής ομάδας ταυτίζονται με το σύνολο του άρθρου.

Δημοσιεύτηκε από τον Keith Preston

"Το θέμα που μου δόθηκε για αυτήν την παρουσίαση είναι ο «Αναρχο-φασισμός», το οποίο είμαι σίγουρος ότι επιφανειακά ακούγεται σαν μια αντιφατική ορολογία. Στη καθομιλουμένη, ο όρος «φασισμός» χρησιμοποιείται συνήθως ως συνώνυμο του ολοκληρωτικού κράτους. Πράγματι, σε ομιλία του στην Ιταλική Βουλή των Αντιπροσώπων στις 9 Δεκεμβρίου 1928, ο Μουσολίνι περιγράφει τον ολοκληρωτισμό ως ιδεολογία που χαρακτηρίζεται από την αρχή «Όλα μέσα στο κράτος, τίποτα έξω από το κράτος, τίποτα ενάντια στο κράτος»

Ωστόσο, η πιο συχνά αναγνωρισμένη ιδεολογική έννοια του όρου «αναρχισμός» συνεπάγεται την κατάργηση του κράτους, και ο όρος «αναρχία» μπορεί είτε να χρησιμοποιηθεί με την ιδεαλιστική έννοια της απόλυτης ελευθερίας, είτε με την εκφραστική αίσθηση του χάους και της αναταραχής.

Ο αναρχισμός και ο φασισμός είναι και οι δύο ιδεολογίες για τις οποίες άρχισα να αναπτύσσω ενδιαφέρον πριν από περίπου τριάντα χρόνια, όταν ήμουν νέος στρατευμένος αναρχικός που περνούσε πολύ χρόνο στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου διαβάζοντας την ιστορία του κλασικού αναρχισμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου με ενδιέφερε επίσης η κατανόηση της ιδεολογίας του φασισμού, κυρίως από τις αναγνώσεις μου σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των έργων του Δρ. Payne, με τον οποίο έχω την τιμή να συμμετάσχω σε αυτό το πάνελ. Και έχω εξετάσει μερικές από αυτές τις ιδέες λίγο περισσότερο από τότε. Ένα από τα πράγματα που θεωρώ ότι είναι το πιο συναρπαστικό για τον αναρχισμό ως σώμα πολιτικής φιλοσοφίας είναι η ποικιλομορφία της αναρχικής σκέψης. Και όσο περισσότερο μελετήσει τη δεξιά πολιτική σκέψη, τόσο περισσότερο εκπλήσσομαι από την ποικιλομορφία των απόψεων που υπάρχει και εκεί. Είναι συνεπώς πολύ ενδιαφέρον να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να τέμνονται ο αναρχισμός και οι δεξιές πολιτικές ιδεολογίες.

Ο αναρχισμός θεωρείται επίσης συνήθως ως ιδεολογία της Αριστεράς και σίγουρα οι πιο γνωστές τάσεις μέσα στον αναρχισμό ταιριάζουν με αυτήν την περιγραφή. Το αναρχικό κίνημα του 19ου και στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν σίγουρα ένα κίνημα της επαναστατικής Αριστεράς, και διαμορφώθηκε από τη σκέψη και τις ενέργειες των ριζοσπαστών, όπως ο Pierre Joseph Proudhon, ο Mikhail Bakunin, ο Peter Kropotkin, η Emma Goldman, οι Ουκρανοί αναρχικοί, οι Ισπανοί αναρχικοί, και άλλοι. Ο αναρχισμός αυτού του είδους περιελάμβανε επίσης πολλές διαφορετικές ιδεολογικές υπο-τάσεις όπως ο αναρχοκομμουνισμός, ο αναρχοσυνδικαλισμός, ο κολλεκτιβιστικός αναρχισμός, και αυτό που ήταν γνωστό ως «προπαγάνδα με την πράξη» που ήταν ουσιαστικά ευφημισμός για την τρομοκρατία και άλλες μορφές αναρχισμού που υποστήριζαν βίαιη αντίσταση στο κράτος, όπως ο παράνομος ή εξεγερτικός αναρχισμός.

Υπάρχει επίσης ένα σύγχρονο αναρχικό κίνημα που λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως νεολαιΐστικη υποκουλτούρα στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής αριστεράς, και ο σύγχρονος αναρχισμός περιλαμβάνει επίσης πολλές διαφορετικές συνθετικές τάσεις όπως ο «queer αναρχισμός», «ο αναρχισμός των τρανσέξουαλ» ή «ο αναρχο-φεμινισμός» και πολλά από τα οποία, όπως μπορείτε να μαντέψετε, διατηρούν έναν πολύ «πολιτικά ορθό» προσανατολισμό.

Ωστόσο, υπάρχουν επίσης τρόποι με τους οποίους η αναρχική παράδοση επικαλύπτεται με την άκρα δεξιά.

Ο Γάλλος διανοούμενος ιστορικός Francois Richard εντόπισε τρία κύρια ρεύματα στην ευρύτερη φιλοσοφική παράδοση του αναρχισμού. Το πρώτο από αυτά είναι ο κλασικός σοσιαλιστικός-αναρχισμός που έχω περιγράψει προηγουμένως και έχει ως κύριο επίκεντρο τον προσανατολισμό προς την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανόρθωση των ξεπεσμένων. Ένα δεύτερο είδος αναρχισμού είναι ο ριζοσπαστικός ατομικισμός του Στίρνερ και των Άγγλων και Αμερικανών ελευθεριακών, μια προοπτική που θέτει την ατομική ελευθερία ως το υψηλότερο καλό. Και ακόμη μια τρίτη παράδοση είναι ένας αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός που επηρεάζεται από τον Νίτσε, ή αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούν «αναρχισμός της Δεξιάς», ο οποίος δίνει έμφαση όχι μόνο στην ελευθερία αλλά στην αξία, στην αριστεία και στη διατήρηση του υψηλού πολιτισμού.

Η πραγματική μου παρουσίαση εδώ σήμερα θα αφορά τις ευρύτερες παραδόσεις του αναρχισμού της Δεξιάς, του δεξιού αντικρατισμού και των συνθέσεων Αριστεράς/Δεξιάς που επηρεάζονται από την αναρχική παράδοση.

Πρώτον, μπορεί να είναι χρήσιμο να διατυπωθεί ένας λειτουργικός ορισμός του «αναρχο-φασισμού». Ως «αναρχο-φασιστής» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάποιος που απορρίπτει τη νομιμότητα ενός συγκεκριμένου κράτους, και ενδεχομένως ακόμη και να χρησιμοποιεί παράνομα ή εξω-νομικά μέσα για να αντιταχθεί στην καθιερωμένη πολιτική ή νομική τάξη, ακόμη και αν προτιμά ένα "δικό τους" κράτος, ακόμη και ένα φασιστικό κράτος.

Υπάρχουν επίσης πιο χαλαροί ορισμοί του «αναρχο-φασισμού» και θα αναφερθώ σε μερικούς από αυτούς σε λίγο. Ωστόσο, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι πολλοί αναρχικοί της δεξιάς δεν ήταν μέρος ενός κινήματος ή οποιουδήποτε είδους πολιτικών κομμάτων ή μαζικών οργανώσεων. Αντ 'αυτού, η συγγένεια τους με τον αναρχισμό ήταν περισσότερο μια συμπεριφορά ή μια φιλοσοφική στάση, αν και, όπως θα εξηγήσω σύντομα, υπήρξαν επίσης προσπάθειες για τη μετάφραση των δεξιών αναρχικών ιδεών σε ένα πρόγραμμα πολιτικής δράσης.

Οι Αναρχικοί της Δεξιάς κατά τη Γαλλική Επανάσταση και την Προ-Επαναστατική Εποχή

Η αριστερή αναρχική σκέψη μπορεί σε κάποιο βαθμό να εντοπίσει τις ρίζες της σε τάσεις μέσα στην επαναστατική Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα, καθώς και στις προ-επαναστατικές και μετα-επαναστατικές περιόδους. Αυτό ισχύει επίσης, σε κάποιο βαθμό, και για την δεξιά αναρχική παράδοση. Για άλλη μια φορά, για να αναφέρω τον Francois Richard:

''Εδώ, στα τέλη του 18ου αιώνα, στα μεταγενέστερα στάδια του παλιού καθεστώτος, σχηματίστηκε ένας αναρχισμός de droite, του οποίου οι πρωταγωνιστές διεκδίκησαν για τον εαυτό τους μια θέση «πέρα ​​από το καλό και το κακό », μια βούληση να ζήσουν "όπως οι θεοί" , και που δεν αναγνώριζε ηθικές αξίες πέρα​​από την προσωπική τιμή και το θάρρος. Η κοσμοθεωρία αυτών των libertins συνδέθηκε στενά με έναν επιθετικό αθεϊσμό και μια απαισιόδοξη φιλοσοφία της ιστορίας. Άνδρες όπως οι Brantôme, Montluc, Béroalde de Verville και Vauquelin de La Fresnaye θεωρούσαν τον απολυταρχισμό σαν εμπόρευμα που δυστυχώς αντιτάχθηκε στις αρχές του παλαιού φεουδαρχικού συστήματος, και αυτό εξυπηρετούσε μόνο την επιθυμία των ανθρώπων για ευημερία." - Francois Richard

Αυτά τα πνευματικά ρεύματα που περιγράφει ο Ρίτσαρντ σηματοδοτούν την αρχή ενός «αναρχισμού της δεξιάς» στη γαλλική πνευματική παράδοση. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτοί οι στοχαστές θα μπορούσαν σίγουρα να θεωρηθούν πρόδρομοι του Νίτσε, και αργότερα οι Γάλλοι στοχαστές σε αυτήν την παράδοση περιλάμβαναν μερικά αρκετά εξέχοντα πρόσωπα. Μεταξύ αυτών ήταν τα ακόλουθα:

-Arthur de Gobineau, συγγραφέας του 19ου αιώνα και πρώιμος φυλετιστής στοχαστής

-Leon Bloy, μυθιστοριογράφος στα τέλη του 19ου αιώνα

-Paul Leautaud, κριτικός θεάτρου στις αρχές του 20ου αιώνα

-Louis Ferdinand Celine, γνωστός Γάλλος συγγραφέας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου

-George Bernanos, του οποίου οι πολιτικές ευθυγραμμίσεις ήταν εκείνες ενός αντιφασιστικού συντηρητικού, μοναρχικού, καθολικού και εθνικιστή

-Henry de Montherlant, δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα

-Jean Anouilh, Γάλλος θεατρικός συγγραφέας στη μεταπολεμική εποχή

Μεταξύ των κοινών ιδεών που μοιράστηκαν αυτοί οι συγγραφείς ήταν ένας ελιτιστικός ατομικισμός, ο αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός, η περιφρόνηση για καθιερωμένους ιδεολογικούς ή ηθικούς κανόνες και η πολιτιστική απαισιοδοξία. Η περιφρόνηση για τη μαζική δημοκρατία, την ισότητα και τις αξίες της μαζικής κοινωνίας · μια απορριπτική στάση απέναντι στη συμβατική κοινωνία ως παρακμιακή · προσήλωση στις αξίες της προσωπικής αξίας και της αριστείας · μια δέσμευση για την αναγνώριση του ανώτερου ατόμου και μια έμφαση στην υψηλή κουλτούρα · μια ασάφεια για την ελευθερία που βασίζεται σε περιφρόνηση για τις πληβειακές αξίες. και χαρακτηρισμός της κυβέρνησης ως συνωμοσία εναντίον του ανώτερου ατόμου.

Εκτός Γαλλίας

Ένας αριθμός στοχαστών εμφανίστηκε επίσης έξω από τη Γαλλία που μοιράστηκε πολλές κοινές ιδέες με τους Γάλλους αναρχικούς της Δεξιάς. Κατά ειρωνικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη πού βρισκόμαστε σήμερα, ένα από αυτά ήταν ο H. L. Mencken, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «αναρχικός της δεξιάς» από μια άλλη Γαλλίδα διανοούμενη ιστορικό, Anne Ollivier-Mellio, σε ακαδημαϊκό άρθρο πριν από μερικά χρόνια. Μια αλληλεπικαλυπτόμενη παράδοση είναι αυτό που μερικές φορές αναφέρεται ως «αναρχο-μοναρχισμός» που περιλάμβανε στοιχεία όπως ο διάσημος συγγραφέας J.R.R. Ο Tolkien στην Αγγλία, ο καλλιτέχνης Salvador Dali στην Ισπανία, ο καθολικός παραδοσιακός Erik von Kuehnelt-Leddihn στην Αυστρία, και, ίσως το πιο ενδιαφέρον, ο Άγγλος αποκρυφιστής Aleister Crowley, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ευρέως ως σατανιστής.

Συντηρητικοί Επαναστάτες

Οι παραδόσεις που συνδέονται με τον δεξιό αναρχισμό αλληλεπικαλύπτονται επίσης σημαντικά με την τάση που είναι γνωστή ως «Συντηρητική Επανάσταση» που αναπτύχθηκε μεταξύ των δεξιών Ευρωπαίων διανοουμένων κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Μεταξύ των σημαντικότερων από αυτούς τους στοχαστές ήταν οι Arthur Moeller van den Bruck και Stefan George στη Γερμανία, Maurice Barres στη Γαλλία, Gabriele d'Annunzio στην Ιταλία και, πολύ αργότερα, ο Yukio Mishima στην μεταπολεμική Ιαπωνία.

Ίσως ο πιο διάσημος διανοούμενος που σχετίζεται με τη Συντηρητική Επανάσταση ήταν ο Ernst Junger, βετεράνος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου που έγινε διάσημος μετά τη δημοσίευση των πολεμικών ημερολογίων του στη Βαϊμάρη της Γερμανίας με τον τίτλο «Χαλύβδινες Καταιγίδες». Πολύ αργότερα στη ζωή, ο Junger δημοσίευσε ένα έργο που ονομάζεται "Eumewil" το οποίο υποδηλώνει την έννοια του "Άναρχου", μια έννοια που βασίζεται στην ιδέα του Max Stirner για το "Εγωιστή". Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Junger, ο «Άναρχος» δεν εμπλέκεται απαραίτητα σε μια εξωτερική εξέγερση κατά της θεσμοθετημένης εξουσίας. Αντ' αυτού, η εξέγερση συμβαίνει εσωτερικά και το άτομο είναι σε θέση να διατηρήσει μια εσωτερική ψυχική ελευθερία μέσω της απόσπασης από όλες τις εξωτερικές αξίες και μιας εσωτερικής απόσυρσης στον εαυτό του. Κατά κάποιο τρόπο, αυτή είναι μια φιλοσοφία που είναι παρόμοια με τα ρεύματα του βουδισμού και άλλων ανατολικών φιλοσοφιών.

Μια ακόμη γνωστή φιγούρα από την εποχή των Συντηρητικών Επαναστατικών, και που σίγουρα επηρεάζει τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις στην εναλλακτική δεξιά σήμερα, είναι ο Julius Evola. Ο Έβολα ήταν υποστηρικτής ενός ακραίου ελιτισμού και χαρακτήρισε την περίοδο της Καλι Γιούγκα του ινδουιστικού πολιτισμού γύρω στο 800 π.Χ. περίπου ως το υψηλότερο σημείο στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Πράγματι, θεώρησε ό, τι συνέβη έκτοτε ως εκδήλωση εκφυλισμού. Για παράδειγμα, ο Έβολα επέκρινε στην πραγματικότητα τον φασισμό και τον ναζισμό ότι ήταν υπερβολικά εξισωτικοί λόγω του προσανατολισμού τους προς τη λαϊκή κινητοποίηση και τις εκκλήσεις τους για το ήθος της μαζικής κοινωνίας. Ο Evola διατύπωσε επίσης μια έννοια γνωστή ως «απόλυτο άτομο», η οποία ήταν πολύ παρόμοια με την έννοια του Junger για τον "Άναρχο", και η οποία μπορεί να περιγράφει ως ένα άτομο που έχει επιτύχει ένα είδος αυτο-υπέρβασης, όπως θα το ονόμαζε ο Νίτσε, λόγω της ικανότητάς τους να ανυψώνονται πάνω από τα αγελαία ένστικτα των μαζών της ανθρωπότητας.

Τώρα, πρέπει να τονίσω ότι οι απόψεις που έχω περιγράψει μέχρι στιγμής ήταν σε μεγάλο βαθμό συμπεριφορές ή φιλοσοφικές στάσεις, όχι πραγματικά προγράμματα πολιτικής δράσης. Ωστόσο, υπήρξαν επίσης πραγματικές προσπάθειες για τον συνδυασμό του αναρχισμού ή των ιδεών που δανείστηκαν από τον αναρχισμό με τις δεξιές ιδέες, και για τη μετατροπή τους σε συμβατικά πολιτικά προγράμματα. Ένα από αυτά περιλαμβάνει την έννοια του συνδικαλισμού όπως αναπτύχθηκε από τον Georges Sorel. Ο Συνδικαλισμός είναι ένα επαναστατικό δόγμα που υποστηρίζει την κατάσχεση της βιομηχανίας και της κυβέρνησης μέσω εργατικής εξέγερσης ή αυτό που μερικές φορές ονομάζεται «γενική απεργία». Ο συνδικαλισμός θεωρήθηκε κανονικά ως μια ιδεολογία της άκρας αριστεράς, όπως ο αναρχισμός, αλλά ένα είδος δεξιού συνδικαλισμού άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές του εικοστού αιώνα λόγω της επιρροής του Σόρελ και του Γερμανο-Ιταλού Robert Michels, ο οποίος διατύπωσε τον επονομαζόμενο «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας». Ο Michaels ήταν πρώην μαρξιστής που πίστευε ότι όλες οι οργανώσεις οποιουδήποτε μεγέθους είναι τελικά οργανωμένες ως ολιγαρχίες, όπου οι λίγοι οδηγούν τους πολλούς, και πίστευαν ότι τα αντικαπιταλιστικά επαναστατικά δόγματα θα έπρεπε να προσαρμοστούν σε αυτήν την αντίληψη.

Κύκλος Προυντόν

Από αυτές τις πνευματικές τάσεις αναπτύχθηκε μια οργάνωση που ονομάστηκε «Κύκλος Προυντόν», η οποία συνδύαζε τις ιδέες του πρώιμου αναρχικού στοχαστή Pierre-Joseph Proudhon, όπως η αμοιβαία οικονομία και ο πολιτικός φεντεραλισμός, με διάφορες ελιτιστικές και δεξιές ιδέες όπως ο γαλλικός εθνικισμός, μοναρχισμός, αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός και η Καθολική Παραδοσιαρχία. Ο Κύκλος Προυντόν επηρεάστηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό από ένα προηγούμενο κίνημα γνωστό ως Action France, το οποίο ιδρύθηκε από τον Charles Maurras.

Τρίτη Θέση, Διανεμισμός και Εθνικό-Αναρχισμός

Μια άλλη τάση που είναι παρόμοια με αυτή είναι αυτή που συχνά αποκαλείται «Τρίτη Θέση», μια μορφή επαναστατικού εθνικισμού που επηρεάζεται από τις οικονομικές θεωρίες του Διανεμισμού. Ο Διανεμισμός ήταν μια ιδέα που αναπτύχθηκε από τους καθολικούς συγγραφείς των αρχών του 20ού αιώνα G.K. Οι Chesterton και Hillaire Belloc, που διατύπωσαν την ιδέα της μικροιδιοκτησίας, των καταναλωτικών συνεταιρισμών, των εργατικών συμβουλίων, της τοπικής δημοκρατίας και των αγροτικών κοινωνιών με βάση το χωριό, και οι οποίες επικαλύπτονται με πολλούς τρόπους με τάσεις στη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως ο συνδικαλισμός, ο συντεχνιακός σοσιαλισμός, ο συνεταιριστικός και ο ατομικιστικός αναρχισμός. Είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί Τριτοθεσίτες είναι επίσης θαυμαστές του «Πράσινου Βιβλίου» του Καντάφι που περιγράφει ένα πρόγραμμα για τη δημιουργία ουτοπικών σοσιαλιστικών και οιονεί αναρχικών κοινοτήτων που αποτελούν τη βάση για ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνίας πέρα ​​από τον Καπιταλισμό και τον Κομμουνισμό.

Πιο πρόσφατα, προέκυψε μια τάση που είναι γνωστή ως Εθνικό-Αναρχισμός, ένας όρος που σχηματίστηκε από έναν προσωπικό μου φίλο που ονομάζεται Troy Southgate, και ο οποίος ουσιαστικά συνθέτει τον αναρχισμό με την έννοια του εθνο-πολιτισμικού ταυτοτισμού.

Δεξιός Αναρχισμός, "Λιμπερταριανισμός" και Αναρχο-Καπιταλισμός

Σίγουρα, κάθε συζήτηση για τον αναρχισμό της δεξιάς αναγκαστικά περιλαμβάνει μια συζήτηση για το συνόλων των ιδεών που σχετίζονται με το ελευθεριακό ή τον αναρχο-καπιταλισμό, των ειδών που σχετίζονται με μια σειρά από ατομικιστές στοχαστές της ελεύθερης αγοράς όπως ο Ludwig von Mises, ο Friedrich August von Hayek, Milton Friedman και, φυσικά, Ayn Rand και Murray Rothbard.

Με πολλούς τρόπους, ο σύγχρονος ελευθεριακός έχει ένα πρωτότυπο στον ακραίο ατομικισμό του Max Stirner, και ίσως και στη σκέψη του Henry David Thoreau. Η πιο πρόσφατη έννοια του αναρχο-καπιταλισμού αναπτύχθηκε στην πιο εκτεταμένη μορφή του από τον Murray Rothbard και τον μαθητή του, Hans Hermann Hoppe. Πράγματι, ο Hoppe έχει αναπτύξει μια κριτική στα σύγχρονα συστήματα μαζικής δημοκρατίας, ενός είδους που μοιάζει πολύ με εκείνη των παλαιότερων στοχαστών στην παράδοση των Γάλλων «αναρχικών της Δεξιάς», Mencken και Kuehnelt-Leddihn.

Έχει επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ορισμένοι από τους υποστηρικτές του ατομικιστικού αναρχισμού στα τέλη του 20ου αιώνα, όπως ο James J. Martin και ο Samuel E. Konkin III, ο ιδρυτής μια ελευθεριακής τάσης, γνώστης ως αγοραισμός, ήταν επίσης υποστηρικτές του ρεβιζιονισμού του Ολοκαυτώματος. Πράγματι, όταν έκανα έρευνα για το σύγχρονο ελευθεριακό κίνημα, ανακάλυψα ότι ο ρεβιζιονισμός του Ολοκαυτώματος ήταν στην πραγματικότητα δημοφιλής μεταξύ των ελευθεριακών στη δεκαετία του 1970, όχι για αντισημιτικούς ή φιλοναζιστικούς λόγους, αλλά από την επιθυμία να υπερασπιστούν τον γνήσιο απομωνοτισμό ενάντια στπν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ίδιος ο Konkin συνδέθηκε με το Ινστιτούτο Ιστορικής Αναθεώρησης σε κάποια φάση.

Υπάρχουν επίσης διάφοροι τύποι συντηρητικού χριστιανικού αναρχισμού που υποστηρίζουν την έννοια των κοινοτικών χωριών που βασίζονται σε ενορίες με συνεταιριστικές ή αγροτικές οικονομίες. Τέτοιες τάσεις υπάρχουν και στις Καθολικές, Προτεσταντικές και Ορθόδοξες παραδόσεις. Για παράδειγμα, ο πατέρας Μάθιου Ραφαήλ Τζόνσον, πρώην συντάκτης του Barnes Review, είναι υποστηρικτής μιας τέτοιας προοπτικής.

Πολύ παρόμοιες έννοιες με τον συντηρητικό χριστιανικό αναρχισμό μπορούν επίσης να βρεθούν σε νεο-παγανιστικές τάσεις που μερικές φορές υποστηρίζουν το δικό τους εθνοτικό ή παραδοσιαρχικό αναρχισμό.

Αριστερά / Δεξιά

Κινηματικές Επικαλύψεις και Διασταυρώσεις

Μπορεί επίσης να αναγνωριστεί ένας καλός αριθμός τάσεων που περιλαμβάνουν επικαλύψεις αριστεράς/δεξιάς ή διασταυρώσεις κάποιου συγκεκριμένου είδους. Μία από αυτές διατυπώθηκε από τον Gustav Landauer, έναν Γερμανό αναρχο-κομμουνιστή που σκοτώθηκε από τους Freikorps κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1919. Ο Landauer ήταν επίσης Γερμανός εθνικιστής και πρότεινε έναν λαϊκό αναρχισμό που αναγνώριζε την έννοια της εθνικής, περιφερειακής, τοπικής και εθνοτικής ταυτότητας που υπήρχαν οργανικά και ανεξάρτητα από το κράτος. Για παράδειγμα, ο Landauer χαρακτηρίστηκε κάποτε ως Γερμανός, Βαυαρός και Εβραίος που ήταν επίσης και αναρχικός.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εμφανίστηκε μια τάση στην Αγγλία, γνωστή ως το Μαύρο Ram, η οποία υποστήριζε έναν αναρχο-εθνικισμό που επιδίωκε να εντοπίσει την έννοια της εθνικής ταυτότητας και το πώς αυτή σχετίζεται με τον αριστερό αναρχισμό. Ο Μαύρος Ram ήταν μια συμβατικά αριστερή τάση με την έννοια ότι ήταν αντι-κρατικιστική, αντι-καπιταλιστική, αντι-ρατσιστική και αντι-σεξιστική, αλλά η οποία αντιλαμβανόταν τις εθνικότητες ως προϋπάρχουσες πολιτιστικές και εθνοτικές εκφράσεις που ήταν εξωτερικές του κράτους ως αυταρχικός θεσμός.

Η Dorothy Day ήταν μια ριζοσπαστική Αμερικανίδα, ένας θρησκευτικός ειρηνιστής και υπερασπιστής της κοινωνικής δικαιοσύνης, ο οποίος συνδύαζε τον αναρχισμό και την Καθολική Παραδοσιαρχία. Ήταν η ιδρυτής του καθολικού εργατικού κινήματος και θεωρούσε τον εαυτό της υποστηρικτή τόσο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου όσο και του Βατικανού.

Ένας από τους νονούς του κλασικού αναρχισμού ήταν, φυσικά, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος ήταν ο ίδιος ένας Παν-Σλαβιστής εθνικιστής, και συνεχίζει να είναι περιφερειακή επιρροή στην Ευρωπαϊκή Νέα Δεξιά. Στην πραγματικότητα, η έννοια του «ομοσπονδιακού λαϊ(κ)ισμού» του Alain De Benoist οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σκέψη του Μπακούνιν και είναι εξαιρετικά παρόμοια με την υποστήριξη του Μπακούνιν σε μια ομοσπονδία συμμετοχικών δημοκρατιών.

Υπάρχουν ορισμένοι αριστεροί αναρχικοί που έχουν επηρεάσει βαθιά το οικολογικό κίνημα που έχουν επίσης εμπνεύσει διάφορους στοχαστές της Δεξιάς. Ο Kirkpatrick Sale, για παράδειγμα, είναι ένας νεο-Λουδίτης και δημιουργός μιας ιδέας γνωστής ως βιο-περιφέρεια. Ο Leopold Kohr είναι πιο γνωστός για την υποστήριξη του στην «διάσπαση των εθνών» σε αποκεντρωμένα, αυτόνομα μικρο-έθνη. Ο E.F. Schumacher είναι, φυσικά, γνωστός για το κλασικό του έργο στα αποκεντρωτικά οικονομικά, «Το Small is Beautiful». Κάθε ένας από αυτούς τους στοχαστές αναφέρεται επίσης στο μανιφέστο του λευκού εθνικισμού του Wilmot Robertson, «Το Εθνοκράτος».

Αναρχισμός και Δεξιός Λαϊκισμός

Επειδή η αμερικανική πολιτική κουλτούρα περιλαμβάνει σκέλη τόσο του αντι-κρατικού ριζοσπαστισμού όσο και του δεξιού λαϊκισμού, είναι επίσης σημαντικό να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους αυτοί αλληλεπικαλύπτονται ή αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, υπάρχουν τάσεις ανάμεσα στα ακροδεξιά πολιτικά ρεύματα που ευνοούν μια ριζικά αποκεντρωμένη ή ακόμη και αναρχική κοινωνική τάξη, αλλά που ακολουθούν επίσης αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας ή θεωρίες φυλετικής ανωτερότητας. Υπάρχει πραγματικά μια παράδοση όπως αυτή της άκρας δεξιάς των ΗΠΑ που συνδέεται με ομάδες όπως το Posse Comitatus.

Υπάρχει επίσης ένα ριζοσπαστικό δεξιό χριστιανικό κίνημα που ευνοεί την κυβέρνηση σε επίπεδο επαρχίας που οργανώνεται ως μια τεράστια αντιδραστική θεοκρατία (όπως η Σαουδική Αραβία, αλλά χριστιανική). Μπορούν να παρατηρηθούν και άλλες τάσεις που δεν ευνοούν καμία κυβέρνηση πέρα ​​από το επίπεδο της κομητείας, όπως οι κυρίαρχοι πολίτες, οι οποίοι θεωρούν ότι τα όρια ταχύτητας και οι άδειες οδήγησης είναι κατάφωρες παραβιάσεις της ελευθερίας, οι υποστηρικτές των εξωδικαστικών λαϊκών δικαστηρίων κοινού δικαίου και διάφορες άλλες τάσεις μέσα στο ριζοσπαστικό πατριωτικό κίνημα.

Η σχέση μεταξύ της Δεξιάς και του κράτους αντικατοπτρίζει με πολλούς τρόπους τη σχέση της Αριστεράς με την έννοια ότι τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά έχουν κάτι σαν τριγωνική αλληλεπίδραση με τα συστήματα θεσμικής και νομικής εξουσίας. Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά μπορούν να χωριστούν σε ρεφορμιστικά, ελευθεριακά ή ολοκληρωτικά στρατόπεδα. Στην περίπτωση της Αριστεράς, ένας αριστερός μπορεί να είναι ένας μεταρρυθμιστής φιλελεύθερος ή σοσιαλδημοκράτης, μπορεί να είναι ένας αναρχικός ή ένας αριστερός-ελευθεριακός, ή μπορεί να είναι ένας ολοκληρωτικός στην παράδοση του Λένιν, του Στάλιν, του Μάο και άλλων. Ομοίως, ένας δεξιός μπορεί να υποστηρίζει μεταρρυθμίσεις συντηρητικού ή δεξιού τύπου, μπορεί να είναι αναρχικός της δεξιάς ή ριζοσπαστικός αντιστασιακός, ή ένα άτομο της Δεξιάς μπορεί να είναι υποστηρικτής κάποιου είδους δεξιού αυταρχισμού, ή ένας ολοκληρωτικός στη φασιστική παράδοση."

πηγή