Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα NICCOLO GIANI. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα NICCOLO GIANI. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Για τον Duce: Mistica Fascista

 

Μετάφραση: Wolverine

Το σχολείο του Φασιστικού Μυστικισμού εγκαθιδρύθηκε στο Μιλάνο το 1930 από τον Niccolò Giani, μπορείτε να διαβάσετε σχετικά άρθρα εδώ και εδώ. Ο σκοπός ήταν να εκπαιδευτούν τα στελέχη των ηγετών του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. 

Ο Giani αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον όρο «Μυστικιστής» για να βαφτίσει τις ιδέες του αφού διάβασε τον ορισμό της έννοιας που έδωσε ο Γάλλος φιλόσοφος Louis Rougier: «Ο μυστικισμός είναι ένα σύνολο προτάσεων στις οποίες κάποιος εμμένει από την παράδοση ή από το συναίσθημα». Συνέλαβε την Ευρώπη χωρισμένη σε δύο μπλοκ: ένα πνευματιστικό που αναπτύχθηκε από την ανάπτυξη του ελληνολατινικού πνεύματος και ένα υλιστικό που γεννήθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση. 

Καθώς οι δύο θέσεις ήταν ασυμβίβαστες σύμφωνα με τον Giani, αργά ή γρήγορα θα συγκρούονταν μεταξύ τους για να καθορίσουν ποια από τις δύο ήταν η ισχυρότερη (ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ήταν, σύμφωνα με τον Giani, ένα πρώτο δείγμα της προφητείας του). Ο Giani υποστήριξε ότι ο υλισμός είχε διαμορφώσει έναν στρατηγικό άξονα που συνέδεε τη Μόσχα με το Λονδίνο, τους κομμουνιστές με τους φιλελεύθερους και ότι οι εφευρέτες αυτής της συμμαχίας ήταν οι Εβραίοι. 

Ως αποτέλεσμα, ο Φασιστικός Μυστικισμός διέδωσε τον αντιιουδαϊσμό και πρότεινε ότι η Ιταλία θα πρέπει να συνεργαστεί στενά με το Τρίτο Ράιχ για την επίλυση του Εβραϊκού ζητήματος. Σύμφωνα με τους Φασίστες Μυστικιστές, το βασικό χαρακτηριστικό του νέου Ιταλού ήταν η ικανότητα του να επιβάλλεται ενάντια στις αντιξοότητες. Το Φασιστικό μυστήριο θα ήταν έτσι πίστη και έργα, απόλυτη πεποίθηση αλλά ταυτόχρονα και απόλυτη ευθύνη. Αν και ο Φασιστικός Μυστικισμός παρουσιάστηκε ως ένα σαφώς Ιταλικό δόγμα, το αποτύπωμα ξένων στοχαστών όπως ο Friedrich Nietzsche ή ο Henri Bergson ήταν περισσότερο από εμφανές.

Οι δογματικές αρχές του Φασιστικού Μυστικισμού διατυπώθηκαν κυρίως από τον Niccolò Giani και τους στενότερους συνεργάτες του: Berto Ricci, Guido Pallotta, Ferdinando Mezzasoma, Giuseppe Bottai, Telesio Interlandi και Virginio Gayda. Ο ίδιος ο Μπενίτο Μουσολίνι, κατά τη σύνταξη του «Programa per gioventù fascista») – που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1932 στο Giornale della gioventù fascista – συνεργάστηκε με το κίνημα περιγράφοντας τις πολιτιστικές κατευθυντήριες γραμμές που έπρεπε να ακολουθήσουν οι νέοι Ιταλοί για να γίνουν αυθεντικοί Φασίστες. Άλλοι υποστηρικτές του Φασιστικού Μυστικισμού ήταν ο παιδαγωγός Luigi Stefanini και ο δημοσιογράφος Paolo Orano. 

Ο Julius Evola συνεργάστηκε με τη Σχολή του Φασιστικού Μυστικισμού. Αποδέχθηκε τη θέση ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια ιστορική συνέχεια μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Φασιστικής Ιταλίας, αλλά υποστήριξε ότι, για να είναι αποτελεσματική αυτή η ιδέα, οι Φασίστες έπρεπε να επιστρέψουν στον Παγανισμό, απορρίπτοντας την Καθολική παράδοση. Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι η προσέγγιση του Έβολα στη Σχολή του Φασιστικού Μυστικισμού συνέβη επειδή ο φιλόσοφος προσπάθησε να διορθώσει δογματικά τον Φασισμό προκειμένου να οδηγήσει το κίνημα εκεί που δεν έφτασε ποτέ: την προώθηση υψηλότερων αξιών. Για το λόγο αυτό, για τον Έβολα, ο Φασιστικός Μυστικισμός δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια απλή προσπάθεια (αν και μια καλοπροαίρετη προσπάθεια) να συγκροτηθεί μια λειτουργική ηθική. 

Ο Μουσολίνι είχε περιγράψει τον Φασισμό ως «την εκκλησία των χιλίων αιρέσεων» και ως μια «θρησκευτική προσέγγιση της ζωής που προωθεί την πνευματική κοινότητα». Υποστήριζαν ιδρυτές  ότι ο Φασισμός δεν χρειαζόταν να συγκροτηθεί ως ορθολογικό δόγμα, αλλά έπρεπε να αναπτυχθεί ως Μυθολογία στην οποία κάποιος θα προσκολληθεί μέσω της πίστης. Οι ιδρυτές της σχολής σκέψης προήλθαν από σπουδαστές πανεπιστημιακών σχολών και βρήκαν στέγη στον «Φασιστικό Οίκο» που ήταν μέρος του ινστιτούτου της Φασιστικής Κουλτούρας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 αρκετά Ιταλικά πανεπιστήμια δημιούργησαν τις δικές τους έδρες Φασιστικού Μυστικισμού. 

Κεντρικό ρόλο στην διεύθυνση τους έπαιξε ο αδερφός του Μουσολίνι Arnaldo. Η πολιτική μόρφωση και η πλήρης κατανόηση των αρχών του Φασισμού υπήρξε ο κύριος στόχος της σχολής ένας προορισμός που δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε συνθήκες πίεσης από τις αστικές δημοκρατίες και μέσα στην ρευστή καθημερινότητα του καθεστώτος. Ομιλίες συνέδρια και αρθογραφία ήταν μόνο μερικές από τις δραστηριότητες. 

Η έκδοση περιοδικών και βιβλίων υπήρξε βασική παράμετρος για την διαμόρφωση της σκέψης. Παρά την σύναψη συμφωνίας με το Βατικανό πάντα υπέβοσκε μια κρίση με την εκκλησιαστική εξουσία η οποία όμως φαινόταν χαμηλής ισχύος. Η χρήση του όρου «Μυστικισμός» απορρίφθηκε από την Καθολική Εκκλησία, η οποία συνέλαβε τη λέξη ως συνδεδεμένη με το καθαρά θρησκευτικό και όχι με το πολιτικό. Ωστόσο, ο Giani αρνήθηκε ότι η χρήση του όρου ήταν θρησκευτικής φύσης, έτσι ώστε, σύμφωνα με τον ίδιο, ένας Φασίστας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Καθολικός ή ένας Καθολικός θα μπορούσε να είναι απόλυτα Φασίστας, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται να επιλέξει μία από τις δύο θέσεις απορρίπτοντας την άλλη. 

Ο Μουσολίνι βλέποντας την δυναμική του Πάπα προσπαθούσε να υποτάξει μέρος της εκκλησίας χωρίς όμως να φέρνει την κατάσταση στα άκρα. Η άλλη μεριά όποτε ένιωθε την πίεση έσπευδε να καταγγείλει τον «παγανισμό» του καθεστώτος. Για τον Μουσολίνι ο Φασιστικός Μυστικισμός ήταν το αντίβαρο στην εκκλησιαστική εξουσία. Ο κορυφαίος Φασιστής φιλόσοφος Giovanni Gentile τόνιζε την ανάγκη να αντιπαρατεθεί ο Φασισμός με τον Καθολικισμό. 

Κορυφαία στελέχη της σχολής πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις ενώ ο πρωτοπόρος Niccolò Giani βρίσκει τον θάνατο στις 14 Μαρτίου του 1941 στα βουνά της Αλβανίας. Ο Giani προσφέρθηκε εθελοντικά σε μια επικίνδυνη αποστολή που περιελάμβανε την κατάκτηση μιας καλά εξοπλισμένης ελληνικής θέσης. Η επίθεση ήταν αρχικά επιτυχής με την κατάληψη της θέσης, αλλά ανασυντάχθηκαν, οι Έλληνες ηγήθηκαν μιας αντεπίθεσης με επικεφαλής τον Έλληνα αξιωματικό Ιωάννη Φουσκάκη που ανέκτησε τις χαμένες θέσεις. Ο Giani έπεσε στη σύγκρουση. 

Το περιοδικό L'Illustrazione Italiana έγραψε ότι ο Έλληνας αξιωματικός που τον είχε πυροβολήσει μέχρι θανάτου θα έλεγε ότι στη σύγκρουση ο Giani είχε σταθεί μπροστά του «σαν θεός ή δαίμονας». Ένα χρόνο αργότερα η Μαρία Σαμπιέτρο, η σύζυγος του κλήθηκε στη Ρώμη για να λάβει το χρυσό μετάλλιο στρατιωτικής ανδρείας στη μνήμη του συζύγου της. Με την ευκαιρία αυτή, αφού ζήτησε ακρόαση από τον Μουσολίνι ζήτησε να επιτραπεί στον κουνιάδο της και στον αδελφό της Άλντο Σαμπιέτρο να φύγουν για την Αλβανία. 

Ο τελευταίος, με τη βοήθεια του Έλληνα αξιωματικού Φουσκάκη, ο οποίος είχε ηγηθεί της ελληνικής περιπόλου που είχε συγκρουστεί με τον Ιταλό Μυστικιστή στις 10 Ιουνίου 1942 βρήκε το πτώμα θαμμένο στο ελληνικό έδαφος. Η σορός μεταφέρθηκε στο μικρό στρατιωτικό νεκροταφείο της Κλεισούρας. 

Οι απώλειες κορυφαίων στοχαστών έφεραν το σταδιακό τέλος της σχολής που διαδραμάτισε τον δικό της ρόλο στην κληρονομιά της αντιδημοκρατικής σκέψης. Κορυφαίοι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί επιστήμονες ασχολήθηκαν με τα τεκταινόμενα της σχολής σκέψης ενώ μέχρι και σήμερα εκδίδονται σχετικά βιβλία και πανεπιστημιακές μελέτες.

Niccolo Giani: Mistica Fascista

 

του Nakos Blacksun

Ο Niccolò Giani (20 Ιουνίου 1909 - 14 Μαρτίου 1941) ήταν Ιταλός Φασίστας φιλόσοφος και δημοσιογράφος. Ιδρυτής της σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού. Αφού φοίτησε στο Λύκειο "Dante Alighieri" στην Τεργέστη μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου το 1928 γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αποφοιτώντας το 1931. Ενώ στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου εντάχθηκε επίσης στις Φασιστικές Πανεπιστημιακές Ομάδες (GUF). Στις 4 Απριλίου 1930 ο Τζιάνι ανακοίνωσε την επικείμενη ίδρυση της Σχολής του «Φασιστικού Μυστικισμού», την οποία άνοιξε στο Μιλάνο λίγες εβδομάδες αργότερα μαζί με τον Αρνάλντο Μουσολίνι. Το 1931 ο Giani έγινε διευθυντής του σχολείου, μια θέση που άφησε στα τέλη του επόμενου έτους λόγω εσωτερικών συγκρούσεων με τον πολιτικό γραμματέα του GUF καθώς και την αποτυχία να μεταφέρει το σχολείο στην παλιά έδρα του Il Popolo d'Italia, γνωστό ως «Il covo» («Η Φωλιά»), ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της εθνικιστικής διανόησης, όπως πίστευε ο ίδιος και κατήγγειλε σε επιστολή του στον Μουσολίνι.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Νίκολο Τζιάνι αναδείχθηκε σ’ ένα από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του Φασισμού. Έγραψε βιβλία και άρθρα για τα θέματα που επηρέασαν ακόμη και τον Μουσολίνι. Ως φοιτητής ήταν από τους βασικούς υπεύθυνους για την οργάνωση της Φασιστικής φοιτητικής νεολαίας στα ιταλικά πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τη σκέψη του, ο Φασισμός έπρεπε να επιστρέψει στις απαρχές του, δηλαδή στο επαναστατικό κίνημα του 1919, «μια πιο ριζοσπαστική επανάσταση σε συνδυασμό με την ανάκτηση μιας πιο φονταμενταλιστικής παράδοσης». 

Αφοσιώθηκε επίσης στη δημοσιογραφία, έγινε διευθυντής της εφημερίδας Cronaca Prealpina στο Βαρέζε και συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένου της Tempo di Mussolini . Το 1938 ήταν μεταξύ των υπογραφόντων του Μανιφέστο της Φυλής, που υποστήριξε την διακήρυξη των Ιταλικών Φυλετικών Νόμων και το 1939 πήρε μέρος στην αντιεβραϊκή εκστρατεία από τις σελίδες του Cronaca Prealpina, βασισμένος στις δικές του πεποιθήσεις για τον «πνευματικό φυλετισμό», ως συμπλήρωμα του εθνικοσοσιαλιστικού «βιολογικού ρατσισμού»· το 1939 δημοσίευσε το άρθρο «Γιατί είμαστε αντισημίτες».

Το 1939, μετά από μακροχρόνιες πιέσεις από τον Giani, η επίσημη έδρα της Σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού μεταφέρθηκε στο "Il Covo", με μια τελετή υπό την προεδρία του γραμματέα του PNF Achille Starace. Με τα χρόνια το «Covo» είχε μετατραπεί σε μόνιμο μουσείο της Φασιστικής Επανάστασης και από τις 15 Νοεμβρίου 1939 ολόκληρο το κτίριο είχε ανακηρυχθεί «εθνικό μνημείο» με μια «τιμητική φρουρά» από σμηναγούς και βετεράνους πολέμου. Μεταξύ 19 και 20 Φεβρουαρίου 1940, με αφορμή τη δέκατη επέτειο από την ίδρυση του σχολείου, ο Τζιάνι οργάνωσε στο Μιλάνο το «Εθνικό Συνέδριο Φασιστών Μυστικιστών», το οποίο στις προθέσεις του θα έπρεπε να ήταν το πρώτο από τη σειρά των υπολοίπων σχολών.

Όπως οι περισσότεροι από τους «μύστες», ο Giani κατατάχθηκε ξανά ως εθελοντής, αυτή την φορά στο 11ο Σύνταγμα των Αλπινιστών. Είδε τον πόλεμο ως τον προάγγελο μιας επανάστασης που θα οδηγούσε σε μια νέα εποχή. Τον Ιούνιο του 1940 έλαβε μέρος στη μάχη των Δυτικών Άλπεων κατά της Γαλλίας, του απονεμήθηκε το Αργυρό Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας για μια δράση που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιουνίου 1940. Μετά την ανακωχή της Villa Incisa ο Giani επέστρεψε στην πολιτική ζωή, αλλά στο μεταξύ ο πόλεμος στη Βόρεια Αφρική είχε αρχίσει. Ζήτησε επανειλημμένα να σταλεί εθελοντής στο νέο μέτωπο, αλλά χωρίς επιτυχία. Τελικά, στις 9 Νοεμβρίου 1940 μπόρεσε να φύγει για τη Βόρεια Αφρική ως πολεμικός ανταποκριτής των Il Popolo d'Italia, Cronaca Prealpina και L'Illustrazione Italiana, που συνδέονται με τις μονάδες της Regia Aeronautica. Εκτός από την δραστηριότητά του ως δημοσιογράφος, συμμετείχε και σε πτητικές αποστολές, αποσπώντας το Χάλκινο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας. Στις 28 Δεκεμβρίου 1940 ανακλήθηκε στην Ιταλία όπου ανέλαβε εκ νέου την ηγεσία της Cronaca Prealpina στο Βαρέζε.

Τον Φεβρουάριο του 1941 προσφέρθηκε και πάλι εθελοντής στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, για άλλη μια φορά τοποθετημένος στο 11o Σύνταγμα των Αλπινιστών. Στις 14 Μαρτίου 1941 προσφέρθηκε εθελοντικά να ηγηθεί μιας επίθεσης με στόχο την κατάληψη του βόρειου άκρου του Mali i Shëndëllisë, ενός βουνού στην Αλβανία που κατείχαν οι Έλληνες. Η ομάδα του πέτυχε να καταλάβει το ελληνικό φυλάκιο, αλλά στη συνέχεια ανατράπηκε από μια ελληνική αντεπίθεση, στην οποία ο Giani σκοτώθηκε σε μάχη σώμα με σώμα από μια ξιφολόγχη, στη συνέχεια το πτώμα του θάφτηκε κάτω από το χιόνι από τους άνδρες του 44ου Συντάγματος Κρητών. Επί μία εβδομάδα οι Ιταλοί στρατιώτες ψάχνουν το πτώμα του απεγνωσμένα μέχρι που κάποιοι Έλληνες αιχμάλωτοι από το 44ο Σύνταγμα που ήταν μπροστά στο συμβάν μαρτύρησαν την περιοχή του θανάτου του χωρίς όμως να ξέρουν το σημείο ταφής. 

Ο υπολοχαγός Ιωάννης Φουσκάκης διοικητής του 2ου Λόχου, του 1ου Τάγματος του 44ου Συντάγματος που ηγήθηκε της επίθεσης κατά τη διάρκεια της μάχης που σκοτώθηκε ο Τζιάνι μετά από μερικούς μήνες στις 10 Ιουνίου 1942 σε μία περίοδο ανακωχής οδήγησε τους Ιταλούς στο σημείο ταφής και το πτώμα του Τζιάνι βρέθηκε όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε και θάφτηκε σε στρατιωτικό νεκροταφείο των Ιταλών στην Κλεισούρα. Όταν διέρρευσαν τα νέα στην Ελληνική πλευρά  και κατάλαβαν τη σημασία του συγκεκριμένου ανθρώπου ο υπολοχαγός Ιωαννης Φουσκάκης είπε: «πραγματικά λυπούμαι που ένας τέτοιος σπουδαίος άντρας έφυγε από την ζωή, μακάρι να ήταν διαφορετικές οι συνθήκες για αυτόν, δυστυχώς έτσι είναι ο πόλεμος». 

Στη συνέχεια το 44ο Σύνταγμα Κρητών της γραμμής Μεταξά κράτησε ενός λεπτού σιγή με υψωμένη την δεξιά χείρα ως ένδειξη τιμής αλλά και συγγενικών ιδεών στο πρόσωπο του Νικολό Τζιάνι. Μετά τον θάνατο του, του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Στρατιωτικής Ανδρείας για τη συνεισφορά του στην ιδέα αλλά και στον πόλεμο. Ακόμη και σήμερα ο Νίκολο Τζιάνι είναι γνωστός στους Ιταλούς Φασίστες. Το 2021, στην επέτειο των 80 χρόνων από το θάνατό του, οι Φασίστες του έκαναν αφιερώματα στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο τους.

Τι λένε οι Έλληνες για τον Τζιάνι.

Οι ελληνικές πηγές καταγράφουν λανθασμένα ότι η αντεπίθεση στην οποία σκοτώθηκε ο Τζιάνι έγινε την πρώτη μέρα της Εαρινής Επίθεσης, στις 9 Μαρτίου 1941. Αξίζει να επισημανθεί ότι παρ’ όλο που οι Έλληνες κατάλαβαν από τα χαρτιά που βρήκαν πάνω στο πτώμα του Τζιάνι ότι ήταν κάποιος σημαντικός Φασιστής, δεν γνώριζαν την ταυτότητα του μιας και όπως τελικά απεδείχθη πολέμησε στην Αλβανία με ψευδώνυμο (προκειμένου να καταταχθεί εύκολα) και όχι με το πραγματικό του όνομα.