Ο Γκαμπριέλε Ντ’
Ανούντσιο (1863 – 1938), υπήρξε από τους πιο φημισμένους ποιητές της Ιταλίας,
τόσο για το έργο του όσο και για την περιπετειώδη ζωή του. Αριστοκράτης,
δανδής, θρυλικός εραστής και εξαιρετικά ανδρείος και ριψοκίνδυνος πολεμιστής.
Πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου και έχασε την όραση στο ένα του μάτι,
ενώ έγινε ξακουστός για την κατάληψη του Φιούμε το 1919.
Η λυρική αυτή σύνθεση γράφτηκε το 1902, όταν ο ποιητής ζούσε
στο στο Σεντινιάνο της Τοσκάνης, κοντά στη Φλωρεντία με την ηθοποιό Ελεονόρα
Ντούζε. Το ιταλικό πρωτότυπο αποδεικνύει την εκλεπτυσμένη ρητορική ικανότητα
του ποιητή, που εκφράζεται κυρίως μέσω της μίμησης των ήχων με «εργαλεία»
φωνητικής κα μετρικής υφής, σ’ ένα παιχνίδι από ομοιοκαταληξίες, ειδικά εσωτερικές,
ασυμφωνίες και συμφωνίες, χρησιμοποιώντας πολυάριθμες λογοτεχνικές υποβολές.
Οι σχολιαστές αναφέρονται στον «μουσικό τρόπο» με τον οποίο
αποδίδεται ο «μύθος», όπως στα μεσαιωνικά παραμύθια. Το ποίημα είναι
χαρακτηριστικό της αισθητικής/ηδονιστικής προσέγγισης του Ντ’ Αννούτσιο.
Ωστόσο, στο πρόσωπο της Ερμιόνης παρατηρούμε μια μεταμόρφωση προς το μυθικό
στοιχείο που ενδυναμώνεται προοδευτικά και ο ποιητής μετατοπίζεται από την
φυσική ύπαρξη στην μυθική εμπειρία.
μετάφραση - σχόλια Κωνσταντίνος Κίτσιος
Σιώπα. Στις παρυφές του δάσους δεν ακούω
λέξεις δικές σου, ανθρώπινες. Μα ακούω
λόγια καινούργια που λένε οι σταγόνες
και τα φύλλα τα μακρινά.
Άκου. Βρέχει από τα σκόρπια σύννεφα.
Βρέχει πάνω στους θάμνους τους αλμυρούς
απ’ την θάλασσα
κι απ’ τον ήλιο καμένους. Βρέχει πάνω στα
πεύκα
Με τους σκασμένους φλοιούς, τα ορθά,
Βρέχει στις μυρτιές τις θεϊκές
Στα λαμπερά λιόδεντρα
Απ’ τα λουλούδια φορτωμένα,
Στους θάμνους του πυκνούς από
κουκούλια μυρωδάτα
Βρέχει στα πρόσωπά μας που με το δάσος γίναν ένα
Βρέχει πάνω στα γυμνά μας χέρια, πάνω στα
ελαφρά ενδύματά μας
Πάνω στις φρέσκες σκέψεις, που η ψυχή ανοίγει καθαρή
Πάνω στο παραμύθι τ’ όμορφο, που χθες
Σ’ εξαπάτησε, που σήμερα μ’ εξαπατά,
ω Ερμιόνη.
Ακούς; Η βροχή πέφτει στα μοναχικά φύλλα
μ’ ένα θρόισμα που διαρκεί
και αλλάζει στον
αέρα
με τα φυλλώματα αλλού πυκνά κι αλλού αραιά
Απαντά στο κλάμα, το τραγούδι απ’ τα τζιτζίκια
Που το κλάμα του Νοτιά η βροχή δεν το φοβίζει
Ούτε ο γκρίζος ουρανός
Και το πεύκο έχει έναν ήχο, η μυρτιά έναν άλλο
κι οι θάμνοι τον δικό τους,
Όργανα διαφορετικά, κάτω απ’ αμέτρητα
δάχτυλα.
Κι εμείς είμαστε βυθισμένοι στο νεύμα του
δάσους
Ζωντανοί από πράσινη ζωή.
Η μεθυσμένη όψη σου μαλακώνει απ’ την βροχή σαν ένα φύλλο
Τα μαλλιά σου μοσχοβολούν σαν τα λευκά
λιόδεντρα
ω γήινη ύπαρξη, Ερμιόνη!
Άκου, άκου. Η συμφωνία απ’ τ’ αέρινα τζιτζίκια
Γίνεται πιο αδύναμη σιγά- σιγά
Από το κλάμα της βροχής που δυναμώνει.
Μα ένα τραγούδι αναμιγνύεται πιο βραχνό
Που από κει κάτω ανεβαίνει, απ’ την υγρή,
τη μακρινή σκιά.
Πιο βαθύ, κι αδύναμο, σβήνει, λιγοστεύει
Μόνο μια νότα ακόμα τρέμει, σβήνει
Ανασταίνεται, τρέμει και σβήνει.
Δεν ακούγεται η φωνή της θάλασσας.
Τώρα ακούγεται σ’ όλες τις φυλλωσιές, να πέφτει ασημένια η
βροχή που εξαγνίζει
Το θρόισμά της αλλάζει ανάλογα απ’ το φύλλωμα
Πιο πυκνό, πιο αραιό.
Άκου του αέρα ο γιός τραγουδάει στην πιο βαθειά σκιά
Ποιος ξέρει πού, ποιος ξέρει πού!
Και στα μαύρα σου ματόκλαδά βρέχει Ερμιόνη.
Έτσι που φαίνεται να κλαις από ηδονή
Όχι λευκή, αλλά σαν μια πράσινη νύμφη φαίνεσαι να βγαίνεις
απ’ τον φλοιό.
Κι όλη η ζωή είναι μέσα μας φρέσκια και
μυρωδάτη,
η καρδιά στο στήθος σαν ανέγγιχτο ροδάκινο
Απ’ τα βλέφαρα στα μέσα μάτια, σαν πηγές
στο φρέσκο χορτάρι,
τα δόντια σου σαν άγουρα αμύγδαλα.
Πάμε μαζί από λόγγο σε λόγγο κι η πράσινη πλεξίδα
απ’ τ’ άγρια χόρτα δένει τους αστραγάλους
Ποιος ξέρει πού, ποιος ξέρει πού…
Βρέχει στα πρόσωπά μας που με το δάσος γίναν ένα.
Βρέχει στα γυμνά μας χέρια, στα ελαφριά
ενδύματά μας
Πάνω στις φρέσκες σκέψεις που η ψυχή ανοίγει καθαρή
Πάνω στο παραμύθι τ’ όμορφο που χθές
μ’ εξαπάτησε, που σήμερα σ’ εξαπατά,
ω Ερμιόνη!