Jose Antonio Primo de Rivera - Λόγοι Μάχης
«Εμείς δεν βεβηλώνουμε τα λείψανα των νεκρών μας με
κλαψιάρικα άρθρα που θυμίζουν Ιερεμιάδες, ούτε τα χρησιμοποιούμε για να λάβουμε
πολιτικά ανταλλάγματα στα δύσοσμα βελουδένια κοινοβουλευτικά έδρανα»
Jose Antonio Primo de Rivera - Λόγοι Μάχης
«Σε αυτές τις εκλογές , ψηφίστε αυτόν που σας φαίνεται
λιγότερο κακός, γιατί δεν θα γεννηθεί απ' αυτές η καινούργια Ισπανία, ούτε
είναι αυτές ο προορισμός μας. Μοιάζουν σαν την θολή ατμόσφαιρα μιας ταβέρνας
στο τέλος μιας νύχτας οργίων. Δεν βρίσκεται εκεί η θέση μας. Πιστεύω ότι είμαι
κι εγώ υποψήφιος, αλλά είμαι δίχως πίστη και δίχως σεβασμό. Κι' αυτό σας το λέω
τώρα, άσχετα αν κάτι τέτοιο δεν μου αποφέρει ούτε μία ψήφο. Δεν με ενδιαφέρει
καθόλου. Εμείς δεν τσακωνόμαστε με τους άλλους για τα ανούσια υπολείμματα ενός
βρώμικου συμποσίου. Η θέση μας είναι έξω, στον ελεύθερο αέρα μέσα στην καθαρή
νύκτα με το όπλο στον ώμο, ψηλά στ' αστέρια. Οι άλλοι μπορούν να συνεχίσουν
ανενόχλητοι τα συμπόσια τους»
Jose Antonio Primo de Rivera - Λόγοι Μάχης
Les extrêmes se touchent: η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού
Η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού
των Zoltanous, Lizardi, CSD, Judas
μετάφραση για τον «Μαύρο Κρίνο»: Μαυρομετωπίτης
Η άποψη ότι ο Φασισμός είναι Αναρχισμός είναι κάτι που ακούμε συνήθως να λένε οι μαρξιστές - λενινιστές για να δυσφημίσουν τον φασισμό ως «φιλελεύθερη ψύχωση». Είναι ένας εύκολος τρόπος να απαξιώσει κανείς τον φασισμό, αφού ο αναρχισμός θεωρείται συνήθως μία ασυνάρτητη αστεία ιδεολογία. Τους περισσότερους τους πιάνουν τα γέλια όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πράγματα σαν τους antifa οι οποίοι είναι κυρίως αναρχικοί. Το βιβλίο «Αναρχοφασισμός» του Jonas Nilsson είναι ένα παράδειγμα τέτοιου αστείου χωρίς ίχνος σοβαρότητας. Όπως αποδεικνύεται όμως, αφήνοντας κατά μέρους την ιδεολογική σχιζοφρένεια, η σχέση μεταξύ αναρχισμού και φασισμού είναι πολύ πιο περίπλοκη. Τόσο ο Φασισμός, όσο και ο Αναρχισμός εμπίπτουν τεχνικά στην ίδια γραμμή σκέψης. Και οι δύο στοχεύουν σε μία Τρίτη Θέση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.
Επιπλέον, ο Αναρχισμός μοιράζεται τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Φασισμός διασπάται σε εθνικά οργανικά κινήματα που προσπαθούν να εδραιώσουν τους δικούς τους στόχους για να φτάσουν σε ένα Φασιστικό Μέλλον. Ο Αναρχισμός είναι ένα σύνολο ιδεών που διαφέρουν μεταξύ τους όχι ως προς τον Σκοπό αλλά λόγω των μεθόδων και των αξιών τους. Όπως ακριβώς οι Ιταλοί Φασίστες διέφεραν με τους Βραζιλιάνους ιντεργκραλιστές στις μεθόδους και τους συνολικούς στόχους, έτσι και οι Αναρχοσυνδικαλιστές διαφέρουν με τους Αναρχομουτουαλιστές. Έχουν στο μυαλό τους τον ίδιο τελικό σκοπό με μία απαραίτητη αναδίπλωση στην κατάσταση και τις απόψεις.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ρίζες του Φασισμού βρίσκονται στην Αναρχοσυνδικαλιστική σκέψη. Η επιρροή του Προυντόν, διάφορα εθνικοεπαναστατικά κινήματα και πολλοί από τους ιδεολόγους και ανθρώπους κοντά στον Μουσολίνι, όπως ο Nicola Bombacci ή ο Ugo Spirito προώθησαν πολιτικές βασισμένες στις αναρχικές ιδέες. H μεγαλύτερη παρανόηση της σύγχρονης αναρχικής σκέψης είναι να πιστεύει κανείς ότι το Έθνος ταυτίζεται με το σάπιο Πολιτικό Κράτος που το καταστρέφει. Το καθήκον κάθε Φασιστή είναι να πολεμήσει ενάντια στην σύγχρονη τάξη πραγμάτων, να τσακίσει το κράτος στο σύνολο του και από τις στάχτες που θα προκύψουν να θεμελιώσει το Φασιστικό Κράτος εντός του οποίου θα πραγματώνεται η πραγματική Αναρχία, όχι επειδή οι άνθρωποι θα μείνουν χωρίς κυβερνήτες αλλά επειδή οι άνθρωποι θα είναι οι Άρχοντες και με την συσσωρευμένη δύναμη κάθε ατόμου που συνθέτει οργανικά ένα Έθνος, οι άνθρωποι θα βιώσουν πραγματικά την Αναρχία.
Υπάρχουν και κάποιες ακόμη σύγχρονες παρερμηνείες όπως η συσχέτιση με τον James Mason και το βιβλίο του «Siege» με την καθαρά αναρχική νοοτροπία του. Το βιβλίο καλλιεργεί την βίαιη και χαοτική επιβίωση μέσα σε ένα σκηνικό διαρκούς τεχνολογικής επιτάχυνσης. Ωστόσο, πρέπει να τονίσω ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ευρύτερο θέμα του φασιστικού αναρχισμού λόγω μίας αυστηρής προσήλωσης του σε μία στρεβλή εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού. Η μονή φορά που το «Siege» καθίσταται επίκαιρο είναι όσον αφορά τα τακτικά μέσα σε μία περίοδο χάους. Επιπλέον, υπάρχει η ομάδα «National Tempestist Coordination» που δημοσίευσε το δικό της Αναρχοφασιστικό Μανιφέστο - το οποίο αναλύθηκε στο κανάλι Futurism Forever στο YouTube - παρουσιάζοντας περισσότερους παραλληλισμούς με τον ριζοσπαστικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τον αναρχισμό. Ο Koichi Toyama, ένας Ιάπωνας φασιστής ακτιβιστής που είναι διάσημος για την ομιλία του στις εκλογές του Τόκιο το 2007, το ανέφερε σε μία πρόσφατη συνέντευξη.
«Λέγεται ότι οι αναρχικοί δεν έχουν όραμα και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να καταστρέφουν. Ο μόνος τρόπος για να βρουν οποιοδήποτε όραμα είναι να ανακαλύψουν την δυνατότητα του Φασισμού».
Αναλαμβάνοντας αυτό το θέμα θα αναλύσω τις αλληλεπιδράσεις, την επιρροή και την αλληλοεπικάλυψη μεταξύ αναρχισμού και ιστορικού φασισμού. Θα δούμε αν ισχύει ή όχι ο ισχυρισμός ότι ο φασισμός έχει πολλά κοινά με τον αναρχισμό. Θα δούμε ποιο είναι το πραγματικό αφήγημα του φασισμού σχετικά με τον αναρχισμό. Θα ξεκαθαρίσουμε αν ο Φασισμός ήταν πραγματικά αναρχισμός ή όχι.
Γαλλικός Φασισμός και Αναρχισμός
Ο Ζώρζ Σορέλ ήταν Γάλλος συνδικαλιστής θεωρητικός στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο συνδικαλισμός ήταν μία επαναστατική ιδεολογία που πίστευε ότι τα συνδικάτα θα οδηγούσαν τους εργάτες σε μία επανάσταση μέσω γενικών απεργιών και στη συνέχεια αυτά θα διοικούσαν την οικονομία και την κοινωνία. Ο συνδικαλισμός δεν είναι εγγενώς αναρχικός αλλά στα πρώτα του χρόνια ήταν πολύ σύμφωνος με τον Ελευθεριακό Σοσιαλισμό και οι ρίζες του ανάγονται σε αναρχικούς στοχαστές όπως ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν και ο Μιχαήλ Μπακούνιν.
Ο Σορέλ ήταν αρχικά ένας φιλελεύθερος συντηρητικός, αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1880 θα έχει ασπαστεί τον μαρξισμό και τη σοσιαλδημοκρατία και τελικά τον 20ο αιώνα θα καταλήξει στον συνδικαλισμό στον οποίον θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτό που έκανε τον Σορέλ να κινηθεί προς τον Συνδικαλισμό ήταν η έλλειψη δράσης της σοσιαλδημοκρατίας και η αποτυχία της στην επίτευξη του ελέγχου των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Αυτό που τράβηξε τον Σορέλ στον Συνδικαλισμό ήταν ο προσανατολισμός του στην δράση, η γενική απεργία και η απόρριψη της κοινοβουλευτικής πολιτικής.
Σε όλα τα γραπτά του ο Σορέλ έδινε παραδείγματα των πρώτων Χριστιανών για να διευκολύνει την κατανόηση των απόψεων του σχετικά με τη σημασία του Μύθου και του Ηρωισμού. Το μαρτύριο και η ισχυρή τους πίστη βοήθησαν στην διατήρηση της εκκλησίας. Το άλλο σημαντικό έργο του Σορέλ είναι «Η Ψευδαίσθηση της Προόδου» (The Illusion of Progress), όπου ο Σορέλ δήλωσε ότι «Η θεωρία της Προόδου» είναι ένα «αστικό δόγμα» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την αστική κυριαρχία και την καταστολή του παλιού συστήματος. Ο Σορέλ είναι επίσης πολύ επικριτικός για τον συγκεντρωτισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, την καταστροφή των οικογενειακών δεσμών και των παραδοσιακών αξιών.
Σύμφωνα με τον ιστορικό και κοινωνικό κριτικό Christopher Lasch, ο Σορέλ πίστευε ότι η ανωτερότητα του συνδικαλισμού έναντι του σοσιαλισμού έγκειται στην εκτίμηση του για την ιδιοκτησία, η οποία απορρίφθηκε από τους σοσιαλιστές ως πηγή του «μικροαστικού» επαρχιωτισμού και της πολιτιστικής οπισθοδρόμησης. Χωρίς να εντυπωσιαστούν από τις μαρξιστικές επικρίσεις ενάντια στην «ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής», οι συνδικαλιστές, σκέφτηκε ο Σορέλ, εκτιμούσαν τα αισθήματα προσκόλλησης που εμπνέονταν σε κάθε πραγματικά καταρτισμένο εργάτη για τις παραγωγικές δυνάμεις που του είχαν εμπιστευτεί. Σέβονταν την αγάπη του χωρικού για το χωράφι του, τον αμπελώνα του, τον αχυρώνα του, τα βοοειδή του και τις μέλισσες του.
Ο Lasch θα συνεχίσει γράφοντας ότι η κριτική του Σορέλ, των Συνδικαλιστών και των Συντεχνιακών Σοσιαλιστών είχε πραγματικό βάρος επειδή βασιζόταν στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον έκανε ηθικά ελκυστικό στην αρχή - την υπόσχεση του καθολικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Οι συνδικαλιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές είδαν ότι η σκλαβιά και όχι η φτώχεια, ήταν το πραγματικό ζήτημα, όπως το έθεσε ο G. D. H. Cole. Είδαν ότι η αναγωγή της εργασίας σε εμπόρευμα, η ουσία του καπιταλισμού, απαιτούσε την εξάλειψη όλων των κοινωνικών δεσμών που εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας.
Η καταστροφή των μεσαιωνικών συντεχνιών, η αντικατάσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης από μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία, η αποδυνάμωση των οικογενειακών δεσμών και η χειραφέτηση των γυναικών ισοδυναμούσαν με διαδοχικά βήματα στη διαδικασία υποβάθμισης της εργασίας ως πρώτης ύλης, όλα με το «σύγχρονο σύνθημα» της προόδου. Ενώ οι μαρξιστές αποδέχθηκαν τη κολεκτιβοποιητική λογική του καπιταλισμού και πρότειναν απλώς να κοινωνικοποιηθεί η παραγωγή πιο διεξοδικά, οι συνδικαλιστές, οι λαϊκιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές καταδίκαζαν τον σύγχρονο καπιταλισμό για βαθιά συντηρητικούς λόγους αφού απαιτούσε σύμφωνα με τα λόγια του A. R. Orage, εκδότη της New Age, «την προοδευτική κατάρρευση των δομών του κοινωνικού μας συστήματος».
Αυτές οι συντηρητικές τάσεις στις ιδέες του Σορέλ θα τον οδηγήσουν τελικά να συνεργαστεί με τον Γάλλο Εθνικιστή και Μοναρχικό Charles Maurras που ήταν ο ηγέτης της «Γαλλικής Δράσης». Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ανδρών και των οπαδών τους οδήγησε σε μια σύνθεση μεταξύ Εθνικισμού, Μοναρχισμού και Συνδικαλισμού. Έτσι δημιουργήθηκε το «Cercle Proudhon» (Κύκλος Προυντόν) που υποστήριζε και επέκτεινε αυτή τη σύνθεση. Σύμφωνα με τον αείμνηστο ιστορικό Τζέιμς Γκρέγκορ, αυτό επηρέασε πολλούς από τους πρώιμους Ιταλούς φασίστες διανοούμενους όπως τον Τζιοβάνι Τζεντίλε, τον Ούγκο Σπρίτο, τον Ενρίκο Κοραντίνι, ακόμη και τον ίδιο τον Μπενίτο Μουσολίνι που είπε για τον Σορέλ:
«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»
- Μπενίτο Μουσολίνι
Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο Σορέλ εγκατέλειψε τις εθνικιστικές του συμπάθειες, ωστόσο συνέχισε να υποστηρίζει τόσο τον Βλαντιμίρ Λένιν όσο και τον Μπενίτο Μουσολίνι δηλώνοντας:
«Ο Μουσολίνι είναι ένας άνθρωπος όχι λιγότερο εξαιρετικός από τον Λένιν»
Είναι γεγονός ότι η εμφάνιση σοσιαλιστικών, εθνικιστικών, αναρχικών και συνδικαλιστικών ιδεών στη Γαλλία συγκεντρώθηκε στην οργάνωση «Cercle Proudhon», μια πολιτική ομάδα που ιδρύθηκε από τον αναρχικό θεωρητικό Édouard Berth, από οπαδούς του Μωρράς και τον πρώην αναρχοσυνδικαλιστή George Valois. Ο Berth και ο Valois ήταν και οι δύο μαθητές του Σορέλ που καθιέρωσαν τη βάση αυτού που ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν την πρώτη πρωτοφασιστική οργάνωση. Ο «Κύκλος Προυντόν» ενέπνευσε μια γενιά επαναστατών και εθνικοσυνδικαλιστών στην Ιταλία όπως ο Μικέλε Μπιάνκι, ο Ολιβιέρο Ολιβέτι, ο Φίλιπο Κοριντόνι και ο Αλκέστ ντε Άμπρις που αργότερα βοήθησαν να εμψυχωθεί ο φασισμός.
Σύμφωνα με τον Εβραίο ιστορικό Zeev Sternhell, ο «Κύκλος Προυντόν» πρότεινε μια νέα ηθική που θα ταιριάζει στη συμμαχία του εθνικισμού και του συνδικαλισμού, δύο συντιθέμενων και συγκλινόντων κινημάτων, το ένα από την άκρα δεξιά και το άλλο από την άκρα αριστερά, που ξεκινούσαν από κοινού την πολιορκία και την επίθεση ενάντια στη δημοκρατία. Ως εκ τούτου, ως λύση επινοήθηκε μία πλήρης αντικατάσταση της φιλελεύθερης τάξης. Ήθελαν να δημιουργήσουν μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί μια ισχυρή πρωτοπορία, μια προλεταριακή ελίτ, μια αριστοκρατία παραγωγών, ενωμένη σε συμμαχία με την διανοούμενη νεολαία που διψά για δράση ενάντια στην παρακμιακή αστική τάξη. Με τον καιρό, δεν θα ήταν δύσκολο μια τέτοια σύνθεση να πάρει τη μορφή του φασισμού.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ουτοπικός σοσιαλισμός, ειδικά οι οικονομικές θεωρίες του Γάλλου αναρχικού, φιλοσόφου, πολιτικού και επαναστάτη Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν επηρέασαν σημαντικά τις οικονομικές αξίες διαφόρων εθνικοσοσιαλιστών θεωρητικών όπως ο Rudolf Jung, ο Gottfried Feder και ο Marc Augier. Ο σοσιαλιστικός «Τρίτος Δρόμος» συμπίπτει με τα συμφέροντα του φασισμού, καθώς η αλληλοβοήθεια γίνεται αντιληπτή ως ένας ακόμη αγωγός προς τον φασισμό. Ακόμη και μέχρι σήμερα, εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις όπως η ισπανική «Devenir Europeo» αναφέρουν τον Προυντόν στα φυλλάδια θεωρητικής εκπαίδευσης ως καθοριστική επιρροή τους.
Ο George Valois έκανε μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση των ορισμών που χαρακτήριζαν την εποχή ως μοντερνιστική με μια τάση προς μία πλήρως σχεδιοποιημένη, συμπεριληπτική αστικοποίηση. Στην παράδοση των ουτοπιών και των φαλανστηρίων, βλέπουμε πώς η Citée Française γίνεται ακρογωνιαίος λίθος της πλήρως ανασχεδιασμένης κοινωνίας, αντανακλώντας τα αταξικά και συνδικαλιστικά ιδανικά του αναρχισμού. Με τον Valois στον «Κύκλο Προυντόν» βλέπουμε τη σύνδεση μεταξύ του Σορέλ και του αναδυόμενου φασισμού με το κίνημα που άνθησε στην Ιταλία.
Ο George Valois ισχυρίστηκε επίσης ότι οι ρίζες του γαλλικού φασισμού βρίσκονται στο κίνημα των Ιακωβίνων. Ο μαζικός λαϊκισμός και η πλήρης δομική καταστροφή της παλιάς τάξης οδηγεί σε ένα όλο και πιο επαναστατικό πνεύμα που θα δημιουργήσει νέα πολιτικά θεμέλια. Ο Kομμουνισμός και ο Φασισμός, και οι δύο ξεκινούν από την καταιγίδα της Βαστίλης. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν η ρίζα του μοντερνισμού, χωρίς την Γαλλική Επανάσταση δεν θα υπήρχε Μάρξ, δεν θα υπήρχε Σορέλ. Οι Ιακωβίνοι, με αρχηγό τον Ροβεσπιέρο, προσπάθησαν να μετατρέψουν τη Γαλλία σε ένα ρουσσώϊκο όνειρο, όπου οι άνθρωποι ήταν κτήμα της κοινότητας και τα προσωπικά συμφέροντα υποτάσσονταν στο κράτος και την «γενική βούληση», καταστρέφοντας την αστική τάξη. Το έθνος ρομαντικοποιήθηκε ως ο μοναδικός αληθινός μύθος, βρισκόμενο υπό την ηγεσία μιας μαχητικής πρωτοπόρας ελίτ.
Ο Εβραίος καθηγητής George L. Mosse υποστήριξε στο βιβλίο του «Η Φασιστική Επανάσταση» ότι ο φασισμός με το ιδανικό της λαϊκής κυριαρχίας όπως εκφράστηκε από τον φιλόσοφο Rousseau, όπου ο ηγέτης ενσάρκωνε τη «γενική βούληση» του λαού, εκδήλωσε μια νέα κοσμική θρησκεία, δηλαδή ένα κοινωνικό έλεγχο στις μάζες μέσω επίσημων τελετών, φεστιβάλ, και εικόνων, δηλαδή μέσω ενός Μύθου. Ο ολοκληρωτισμός ξεκίνησε στη σύγχρονη εποχή με τη Γαλλική Επανάσταση. Η «Γενική Βούληση» του Ρουσσώ ήταν μια εξύψωση του λαού που κατευθύνθηκε από τους Ιακωβίνους σε μια δικτατορία στην οποία οι άνθρωποι λάτρευαν τον εαυτό τους μέσω των δημόσιων εορτών και συμβόλων «της Θεάς Λογικής». Αυτό που ο Σορέλ ονόμασε συλλογικές αρετές, συνέπεια της αυθόρμητης αποδοχής ενός συνόλου αρχών από τα μέλη μιας κοινότητας, που ζουν σε κίνδυνο, με επικεφαλείς ήρωες στην επική μάχη ενάντια στην παρακμή και την ηθική δειλία.
Ο αντισημιτισμός των επαναστατών αναρχοσυνδικαλιστών βοήθησε στη δημιουργία του «Κύκλου Προυντόν». Δικαιολόγησαν τον αντικαπιταλισμό τους, τον αντι-υλισμό τους και την ιδέα ότι οι Εβραίοι ήταν μία εγγενώς αντεθνική κοσμοπολίτικη δύναμη, βασισμένοι στον Προυντόν, τον Μπακούνιν, ακόμη και τον Σορέλ. Αντι-εβραϊκές τάσεις στον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό προϋπήρχαν χάρη στον Έντμουντ Σίλμπερνερ. Ο Έντμουντ βάσισε την κριτική του στον καπιταλισμό σε μεγάλο βαθμό στον αντισημιτισμό. Ο Édouard Berth, εκτός από αναρχικός, εξακολουθεί να θεωρείται ένας πρώιμος θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού από τον Zeev Sternhell λόγω των διασυνδέσεών του με τον Rudolf Jung. Ο Berth στο δοκίμιό του «Πλουτοκρατικοί Δορυφόροι» (Plutocratic Satellites) είπε τα εξής:
«Ο Θετικισμός που δημιούργησε το καθεστώς του χρήματος, οδήγησε, ουσιαστικά, σε ένα ισοπεδωτικό υλιστικό και κοσμοπολιτικό καθεστώς. Παρέδωσε την Γαλλία στον αστικό υλισμό, στον Εβραίο κερδοσκόπο και χρηματοδότη».
Ο Georges Valois, ο Philippe Lamour και ο Thierry Maulnier οικειοποιήθηκαν όλοι την avant-garde αισθητική του κυβισμού, του φουτουρισμού, του σουρεαλισμού και της επιστροφής στην τάξη. Καθόρισαν τον «δυναμισμό» της ιδεολογίας του «Κύκλου Προυντόν» με βάση τη «Θεωρία του Μοντάζ» του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν. Για αυτούς η σύγχρονη τέχνη ήταν ο μυθικός προάγγελος μιας αναγεννησιακής επανάστασης που θα ανέτρεπε τους υπάρχοντες κυβερνητικούς θεσμούς, θα εγκαινίαζε μια αντικαπιταλιστική νέα τάξη πραγμάτων και θα αφύπνιζε τη δημιουργική και καλλιτεχνική δυναμική του νιτσεϊκού «Νέου Ανθρώπου». Όλες αυτές οι απόψεις ήταν βασισμένες στα γραπτά του Σορέλ, του οποίου η έννοια του «Επαναστατικού Μύθου» αποδείχθηκε κεντρική στις φασιστικές θεωρίες περί πολιτιστικής και εθνικής αναγέννησης.
Ορισμένοι συγγραφείς και εξέχουσες προσωπικότητες του γαλλικού φασισμού όπως ο Louis -Ferdinand Céline ή ο Lucien Rebatet θεωρούνται ως «αναρχικοί», κινούμενοι στη γραμμή της αριστοκρατικής, ελιτιστικής και αντιμαζικής σκέψης του αναρχο-ατομικισμού, από μελετητές όπως ο François Richard. Ο Σελίν, που ήταν ένθερμος αντισημίτης και υποστηρικτής των Εθνικοσοσιαλιστών, δήλωσε σε μια επιστολή την 18η Μαρτίου 1934 ότι:
«Είμαι αναρχικός μέχρι το μεδούλι. Πάντα θα είμαι και δεν θα γίνω ποτέ κάτι άλλο».
Επίσης, ο Γάλλος συγγραφέας, συνεργάτης του Άξονα και λατρεμένος των Ευρωπαίων φασιστών, ο Robert Brasillach, όρισε τον φασισμό ως ένα «αντικομφορμιστικό πνεύμα κατ' εξοχήν αντιαστικό, με κλίση προς την ασέβεια» και αναφέρει πώς οι εθνικιστές σύντροφοι του, πολλοί από τους οποίους θα ενταχθούν στις φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, ήταν «αναρχικοί από ιδιοσυγκρασία» και είχαν μια «έμφυτη κλίση για την αναρχία». Στο βιβλίο του Paul Serant «Φασιστικός Ρομαντισμός» το 1971, ο Paul Serant αφηγείται ένα επεισόδιο στο οποίο ένα νεαρό μέλος της Milice Française, απογοητευμένο από την αποτυχία της Révolution Nationale της κυβέρνησης του Vichy, μιλά στον Μπραζιγιάκ και αστειεύεται ότι «στην ουσία είμαστε οι Αναρχο - Φασίστες».
Μαζί με τον κουνιάδο του, τον Maurice Bardéche, ο Brasillach δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1939 το «Histoire de la guerre d'Espagne», μια αφήγηση υπέρ της εθνικιστικής εξέγερσης στην οποία ο Brasillach απέτισε φόρο τιμής στην αναρχική εξέγερση στη Βαρκελώνη το 1936 που πραγματοποιήθηκε από τη CNT, αναφερόμενος σε αυτό το γεγονός ως «την αναπαράσταση μιας από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική ιστορία όλων των εποχών».
Ιταλικός Φασισμός και Αναρχισμός
Ο Γερμανός ιστορικός και μελετητής των αναρχικών κινημάτων Justus Franz Wittkop επισημαίνει ότι ο αναρχισμός μερικές φορές είναι κοντά στον φασισμό και σε περισσότερες από μία περιπτώσεις μεταμορφώθηκε σε αυτόν, όπως έδειξαν οι περιπέτειες των ιταλικών avant-garde ομάδων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Φασισμός των squadristi ή αλλιώς ο Φασισμός του San Sepolcro επηρεάστηκε έντονα από τον ουτοπικό σοσιαλισμό της εποχής, φτάνοντας να αποκαλείται ιδεολογία - ξαδέρφη του αναρχοσυνδικαλισμού. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων χρόνων που ο φασισμός διατήρησε ορισμένες ιδεολογικές προσεγγίσεις στον αναρχισμό, στο βαθμό που αυτός ήταν μια εναλλακτική μορφή σοσιαλισμού έναντι του μαρξισμού, στερεώνοντας τα οικονομικά αξιώματα του Μπακούνιν και του Προυντόν σε έναν Εθνικοσυνδικαλισμό που αργότερα θα αναπτυχθεί σε κορπορατιβισμό.
Αυτό αντικατοπτρίζεται στην κατάληψη της παραλιακής πόλης Fiume (Rijeka) από τον πολεμιστή-ποιητή και για κάποιους πρωτοφασιστή, Gabriele D'Annunzio, ο οποίος αφού κατέλαβε το Fiume με έναν στρατό πατριωτών λεγεωνάριων και Βετεράνων του Μεγάλου Πολέμου, ίδρυσε μια μεταβατική πόλη - κράτος με το όνομα «Αντιβασιλεία του Καρνάρο», το σύνταγμα της οποίας, γραμμένο σε συνεργασία με τον επαναστάτη συνδικαλιστή και αργότερα φασιστή Alceste De Ambris, συνδύαζε ιδέες αναρχοκομμουνισμού, κορπορατισμού και δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού. Ο D'Annunzio, κατά τη διάρκεια των γεγονότων στο Fiume, έδωσε συνέντευξη στον αναρχοσυνδικαλιστή δημοσιογράφο Randolfo Vella για την αναρχική καθημερινή εφημερίδα «Umanità Nova», μια συνέντευξη στην οποία ο D'Annunzio είπε ότι ήταν υπέρ ενός «κομμουνισμού χωρίς δικτατορία», και δήλωσε «όλη η κουλτούρα μου είναι αναρχική».
Εν ολίγοις, το Fiume υπό τον D’Annunzio, ήταν ένας ελευθεριακός χώρος για όσους ήθελαν να βιώσουν κάτι τολμηρό και αιρετικό μακριά από τις αστικές συμβάσεις της ζωής, της τέχνης και της δράσης. Μιλάμε για έναν de facto αναρχισμό, υπαρξιακό θα λέγαμε, αλλά όχι χωρίς συγκεκριμένες αναφορές. Για παράδειγμα, από το Fiume γράφτηκαν σφοδρές διακηρύξεις και καταγγελίες εναντίον του Giovanni Giolitti, του αρχιτέκτονα της σύλληψης του Errico Malatesta, ιστορικής φυσιογνωμίας του αναρχικού κινήματος.
Είναι γνωστό ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι, η ιδρυτική φυσιογνωμία του φασισμού, ήταν γιος ενός αναρχοσυνδικαλιστή σιδηρουργού και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην αρχή της καριέρας του, αποτελώντας μάλιστα έναν από τους πιο αξιόλογους αναρχοσυνδικαλιστές στην Ιταλία. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενός κόμματος που αποτελούταν από διαφορετικά τμήματα της επαναστατικής αριστεράς της εποχής, δήλωσε ότι:
«Ο σοσιαλισμός μου είναι γεννημένος μπακουνινιστικός, ακριβώς όπως ήταν ο σοσιαλισμός του πατέρα μου»
Ο πατέρας του Μουσολίνι, o Αλεσάντρο Μουσολίνι, ήταν μέλος της Αναρχικής Διεθνούς του Μπακούνιν στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1870. Ο αντιφασίστας ιστορικός Gaetano Salvemini ανέφερε ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες του Μουσολίνι είχαν να κάνουν περισσότερο με τον αναρχισμό παρά με τον μαρξισμό, αφού τα ιδεολογικά του αξιώματα, που ήταν πιο κοντά στον επαναστατικό συνδικαλισμό, εστίαζαν στην επαναστατική βία του Σορέλ και όχι στον ιστορικό ντετερμινισμό.
Ο Μουσολίνι είπε για τον Ζώρζ Σορέλ, του οποίου η κριτική στον μαρξισμό επηρέασε εξίσου τον αναρχισμό και τον φασισμό:
«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»
Ο Μουσολίνι, ο οποίος είχε περάσει από το ατομικιστικό φιλοσοφικό στάδιο, ανέφερε ακόμη και τον εγωιστή και πρωτοαναρχικό Γερμανό φιλόσοφο Μαξ Στίρνερ μεταξύ των επιρροών του, σε ένα άρθρο του 1908 για την εφημερίδα «Romagna» και αργότερα το 1919 στην «Il Popolo d'Italia» είπε:
«Αρκετά, γελοίοι σωτήρες του ανθρώπινου γένους, γελάμε με τα αλάνθαστα ευρήματα σας σχετικά με την ευτυχία! Ελευθερώστε το δρόμο για τις στοιχειώδεις δυνάμεις των ατόμων, γιατί δεν υπάρχει ανθρώπινη πραγματικότητα έξω από το άτομο! Γιατί να μην φέρουμε ξανά στη μόδα τον Στίρνερ;»
Ο Πολωνός ιστορικός Leszek Kołakowski στο βιβλίο του «Τα κύρια ρεύματα του Μαρξισμού» είχε υποστηρίξει ότι έχει μια λογική εξήγηση το ενδιαφέρον του φασισμού να ακολουθεί τις εγωιστικές ιδέες του Στίρνερ:
«Ο φασισμός ήταν πάνω απ' όλα μια προσπάθεια να διαλυθούν οι αντικοινωνικοί δεσμοί που δημιούργησε η ιστορία και να αντικατασταθούν από τεχνητούς δεσμούς μεταξύ ατόμων που αναμενόταν να υποβάλουν ρητή υπακοή στο κράτος με βάση τον απόλυτο εγωισμό. Η φασιστική εκπαίδευση συνδύαζε τις αρχές του κοινωνικού εγωισμού και του αδιαμφισβήτητου κομφορμισμού, με τον τελευταίο να είναι το μέσο με το οποίο το άτομο εξασφάλιζε τη δική του θέση στο σύστημα. Η φιλοσοφία του Στίρνερ δεν έχει τίποτα να πει ενάντια στον κομφορμισμό, αντιτίθεται μόνο στην υποταγή του Εγώ σε οποιαδήποτε ανώτερη αρχή: ο εγωιστής είναι ελεύθερος να προσαρμοστεί στον κόσμο εάν αυτό είναι ξεκάθαρο ότι θα βελτιώσει την θέση του εαυτού του. Η «εξέγερση» του μπορεί να πάρει τη μορφή απόλυτης δουλοπρέπειας, εάν προωθεί το συμφέρον του. Αυτό που δεν πρέπει να κάνει είναι να δεσμεύεται από «γενικές» αξίες ή μύθους της ανθρωπότητας. Το ολοκληρωτικό ιδεώδες μιας κοινωνίας που μοιάζει με στρατώνα, από την οποία έχουν εξαλειφθεί όλοι οι πραγματικοί, ιστορικοί δεσμοί, συνάδει απόλυτα με τις αρχές του Στίρνερ: ο εγωιστής, από τη φύση του, πρέπει να είναι έτοιμος να πολεμήσει κάτω από οποιαδήποτε σημαία του ταιριάζει»
Εξαιτίας αυτής της τάσης του προς τον αναρχισμό ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής Filippo Turati επέπληξε τον Μουσολίνι. Από την άλλη πλευρά, ο Torquato Nanni, ο οποίος ήταν ο πρώτος του βιογράφος και στενός του φίλος, θυμήθηκε πώς, όταν ήταν αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Avantι», ο Μουσολίνι είχε στο γραφείο του πάντα ένα αντίγραφο του έργου του Στίρνερ «Ο Μοναδικός και το Δικό του». Επιπλέον, το έργο του Στίρνερ δεν απογορεύτηκε μετά την άνοδο του φασισμού στην εξουσία, όπως πολλοί τότε πίστευαν ότι θα συνέβαινε.
Στις 12 Μαΐου 1918, ο Μουσολίνι δήλωσε την αποστασιοποίηση του από οποιοδήποτε πολιτικό ή συνδικαλιστικό κίνημα:
«Είναι η ατομικιστική ή μάλλον αναρχική μου ιδιοσυγκρασία, που με εμποδίζει να πράξω έτσι»
Διατήρησε αυτή την στάση ακόμη και μετά την ίδρυση του «Fasci di combattimento» ενός κινήματος που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «αντι-κόμμα». Ιδρύθηκαν ακόμη οι Fasci Anarchici Individualista, στους οποίους ανήκε ο αριστερός φασίστας Stanis Ruinas. Στις 6 Απριλίου 1920, ο μελλοντικός Ντούτσε έγραψε:
«Κάτω το Κράτος σε όλες του τις εκφάνσεις και τις ενσαρκώσεις. Κάτω το Κράτος του χθες, του σήμερα, του αύριο. Το αστικό και σοσιαλιστικό κράτος. Για εμάς που είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για τον ατομικισμό, δεν υπάρχει άλλη, λόγω του σκότους του παρόντος και του ζοφερού αύριο, από την παράλογη αλλά πάντα παρηγορητική θρησκεία της Αναρχίας!».
Επιπλέον ο Μουσολίνι αγωνιζόταν για τον ίδιο σκοπό με τον προαναφερθέντα εξέχοντα Ιταλό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Ερρίκο Μαλατέστα, τον οποίο κάποτε αποκαλούσε «Δούκα του Αναρχισμού», κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Settimana Rossa (Κόκκινη Εβδομάδα) το 1914, και τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά έναν χρόνο νωρίτερα, κατά την εξορία του Μαλατέστα στο Λονδίνο. Χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1920, ο Μουσολίνι μεσολάβησε για τον Μαλατέστα, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ότι τον κρατούσε φυλακισμένο χωρίς δίκη για περισσότερους από πέντε μήνες. Ως προς αυτό, ο Μουσολίνι είπε:
«Είμαστε πάντα έτοιμοι να θαυμάσουμε τους Άνδρες που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για μία πίστη στην οποία πιστεύουν ανιδιοτελώς».
Την ίδια χρονιά, όταν η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προσπάθησε να αρπάξει τα υλικά που ήταν απαραίτητα για την εκτύπωση της αναρχικής εφημερίδας του Μαλατέστα «Umanità Nova», ο Μουσολίνι του πρόσφερε αποθέματα από την δική του «Il Popolo d’Italia», αλλά αυτή η προσφορά απορρίφθηκε. Παρά τον αντιφασισμό του και την περιφρόνηση του για τον Μπενίτο, ο Μαλατέστα ήταν μια φιγούρα που θαύμαζε βαθύτατα ο Μουσολίνι κατά τις πρώτες μέρες του φασισμού, σε σημείο που τον Μουσολίνι δεν θα τον πείραζε να τον «προστατέψει» όσο το δυνατόν περισσότερο μετά την ανάληψη της εξουσίας.
Μαζί με τον Μουσολίνι υπήρχαν και άλλες μορφές που από τον αναρχισμό προσχώρησαν στον «Φασισμό του Σαν Σελπόκρο» όπως οι Maria Rygier, Leandro Arpinati, Filippo Turati, Fulvio Balisti, Guido Calogero, Mario Carli, Antonio Capizzi, Ferruccio Vecchi, Giovanni Papini, Massimo Rocca, Berto Ricci και αρκετοί ακόμη. Οι δύο τελευταίοι είχαν προσπαθήσει μάλιστα να «αναρχικοποιήσουν» το πρώιμο φασιστικό κίνημα:
Ο Massimo Rocca, ο οποίος ήταν υπερ - ατομικιστής αναρχικός συγγραφέας που αποκαλούσε τον εαυτό του «αναρχικότερο μεταξύ των αναρχικών», υποστήριζε τη δημιουργία μιας φυσικής ελίτ πολεμιστών - εγκληματιών και την υπεράσπιση της υπεροχής του ενστίκτου έναντι της διανόησης. Κατέληξε να ενταχθεί στον Φασισμό το 1919. Έγινε ένας εκ των ηγετών του PNF και ήταν μέλος του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου, συμπαραστεκόμενος πάντα στην υπερβολική βία των squadristi, επιτιθέμενος στον φασιστικό νομικιστικό συντηρητισμό καθώς και τοποθετούμενος πάντα υπέρ αυτού που αποκαλούσε «Αναρχικό Κρατισμό». Παρά το γεγονός ότι εκδιώχθηκε από το κίνημα και αναγκάστηκε να εξοριστεί το 1922, ο Ρόκα επέστρεψε στην Ιταλία το 1943 με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» την οποία και υπηρέτησε μέχρι τέλους.
Από την άλλη πλευρά, ο Berto Ricci, μέλος της αδιάλλακτης φασιστικής παράταξης της Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού του Niccolò Giani, ήταν ένας Φλωρεντίνος αναρχικός αγωνιστής και συγγραφέας που εντάχθηκε στον φασισμό το 1927. Ο Ρίτσι αμφισβήτησε μεγάλους τομείς του σύγχρονου κόσμου του. Η κουλτούρα της εποχής συνδεόταν με ένα βαρετό, περιορισμένο και αστικό όραμα της πατρίδας, το οποίο εκείνος αντιπαρέθεσε με έναν επαναστατικό, αυθεντικό, νεανικό και σπαρτιατικό εθνικισμό, ένα όραμα που θα επαινούσε αργότερα ο ίδιος ο Μουσολίνι. Ο Ρίτσι επικαλέστηκε μια «αιώνια επανάσταση» που θα πολεμούσε όσους είχαν βρει μια θέση στο καθεστώς παρά το γεγονός ότι είχαν ουσιαστικά α-φασιστική ή ακόμα και αντιφασιστική νοοτροπία, επιβάλλοντας στο καθεστώς, σύμφωνα με τον ίδιο, μια αστική νοοτροπία ξένη προς το πνεύμα του φασιστή επανάσταση. Ο Ricci, διαπνεόμενος από τον οντολογικό του αναρχισμό και τον πολιτικό του φασισμό, δήλωσε ότι:
«Εμείς δεν αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο τάξης στην Γερμανία. Αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο αταξίας στην Ευρώπη».
Είναι επίσης εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Μουσολίνι αγαπούσε τον Σορέλ, τον πιο εξέχων Γάλλο συνδικαλιστή, και υποστήριζε τον μαχητικό συνδικαλισμό ως το όπλο για την καταπολέμηση της διαφθοράς που προκαλούσε η κοινοβουλευτική πολιτική. Ο Μουσολίνι ισχυρίστηκε ότι είχε υποκύψει στον επαναστατικό συνδικαλισμό μέχρι το 1904 και είχε αφιερώσει τον χρόνο του στην πραγματοποίηση της «μυθικής» σοσιαλιστικής επανάστασης για την οποία καλούσε ο Σορέλ. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και μέχρι το 1911, όταν οι συνδικαλιστές στην Ιταλία είχαν αναγνωρίσει ότι δύο σημαντικά πολιτικά ρεύματα είχαν ενωθεί, σφυρηλατώντας έναν νέο προλεταριακό εθνικισμό σε συνδυασμό με έναν επαναστατικό σοσιαλισμό.
Άλλοι που συμμετείχαν σε αυτήν την επανάσταση ήταν ο Edmondo Rossoni, ο Sergio Panunzio, ο A. O. Olivetti, ο Michele Bianchi, ο Alceste De Ambris, ο Paolo Orano και ο Guido Pighetti που χάρη στην επιρροή του Σορέλ κατατάχθηκαν στο φασιστικό κόμμα. Ο ίδιος ο Σορέλ, πίσω στη Γαλλία, συνεργάστηκε με παρόμοιες εθνικιστικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η «Action Française» και ο «Circle Proudhon». Ο συνδικαλισμός του Σορέλ ενέπνευσε όχι μόνο το γαλλικό αλλά και το ιταλικό συνδικαλιστικό κίνημα. Εμψύχωσε τον πρώιμο φασισμό του Μουσολίνι, ο οποίος έφτασε να ομολογήσει:
«Αυτό που είμαι, το οφείλω στον Σορέλ»
Ο Εβραίος ιστορικός Zeev Sternhell, που θεωρείται κορυφαίος ειδικός του Φασισμού, υποστήριξε ότι αυτή η ενσωμάτωση του συνδικαλισμού με τον εθνικισμό ήταν ένας σημαντικός παράγοντας γιατί: «ο ιταλικός επαναστατικός συνδικαλισμός έγινε η ραχοκοκαλιά της φασιστικής ιδεολογίας».
Ο Μουσολίνι ήταν ο πρώτος που συνδύασε φραστικά τον Φασισμό με τον Συνδικαλισμό, παρατηρώντας ότι:
«Ο Φασιστικός συνδικαλισμός είναι εθνικός και παραγωγικός σε μία κοινωνία στην οποία η Εργασία γίνεται χαρά, αντικείμενο υπερηφάνιας και τίτλος ευγένειας».
Οι Ιταλοί συνδικαλιστές θεώρησαν την κοινωνική επανάσταση ως ένα μέσο για τον γρήγορο μετασχηματισμό που θα παρείχε «ανώτερη παραγωγικότητα» και ότι εάν αυτή η οικονομική αφθονία αποτύγχανε να επιτευχθεί δεν θα μπορούσε να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική αλλαγή. Ένα από τα μέσα για να πραγματοποιηθεί η κοινωνική επανάσταση ήταν ο ιμπεριαλισμός για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι που προσέλκυσε πολλούς εθνικιστές όπως ο Gabriel D'Annunzio στη φασιστική υπόθεση. Η έμφαση από τους συνδικαλιστές στη σημασία του «παραγωγισμού» υποστηρίχθηκε αρχικά από τον Σορέλ το 1907, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Μαρξ θεωρεί επανάσταση όταν ένα προλεταριάτο παραγωγών αποκτάει οικονομικές δυνατότητες.
Ανέφερε ότι ο Μαρξ υπενθύμιζε ότι: «οι υλικές συνθήκες είναι απαραίτητες για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου» και πρέπει να δημιουργηθούν αυθόρμητα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Για αυτό μιλάει ο Τζέιμς Γκρέγκορ στο βιβλίο του «Ιταλικός Φασισμός και Αναπτυξιακή Δικτατορία», θεωρώντας ότι αυτή η άποψη είναι που παρακίνησε το αρχικό Μανιφέστο των «Ιταλικών Δεσμών της Μάχης».
Οι Φασίστες πίστεψαν ότι χάρη στον Σορέλ βρήκαν στον μαρξισμό ένα σχέδιο αναπτυξιακών ιστορικών σκοπών που θα επιφέρει με άμεση δράση τον εργατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αυτό σήμαινε ότι οι διανοούμενοι του συνδικαλισμού συνειδητοποίησαν ότι η πρωτόγονη οικονομία της Ιταλίας δεν μπορούσε να διευκολύνει ούτε τον σοσιαλισμό ούτε την αφθονία για την κοινωνία. Χωρίς μια ώριμη βιομηχανία που θα αναπτυχθεί από την αστική τάξη, κατάλαβαν ότι μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση απαιτούσε την υποστήριξη των «αταξικών» επαναστατών, τη συνεργασία και τον πόλεμο. Ο Μουσολίνι, μαζί με Ιταλούς συνδικαλιστές, εθνικιστές και φουτουριστές, υποστήριξαν ότι αυτοί οι επαναστάτες θα ήταν οι φασίστες. Σύμφωνα με τον Μουσολίνι και άλλους συνδικαλιστές θεωρητικούς, ο φασισμός θα ήταν «ο σοσιαλισμός των προλεταριακών εθνών». Οι φουτουριστές, μερικοί από αυτούς κοντά στον φασισμό, μίλησαν επίσης ευνοϊκά για τον Renzo Novatore, έναν εξέχοντα αναρχο - ατομικιστή συγγραφέα και «τρομοκράτη» που είχε δηλώσει τα παρακάτω:
«Ο Μαρινέτι, αξιόλογος για τον εθνικισμό και την μαχητικότητα του, συγκλίνει σε αναρχο - ατομικιστικές θέσεις στο έδαφος της υπονόμευσης του Κράτους και της κριτικής των ηθών. Ο κρατισμός των μαρξιστών σοσιαλιστών είναι πιο ασυμβίβαστος με την Αναρχία, από ότι είναι ο ελευθεριακός φουτουρισμός και ο Φιουμανισμός»
Οι Φασίστες συνδικαλιστές ασχολήθηκαν επίσης με την ιδέα της αύξησης της παραγωγής για χάρη της αφθονίας. Ο Sergio Panunzio, ένας σημαντικός θεωρητικός του ιταλικού φασισμού και του συνδικαλισμού, πίστευε ότι οι συνδικαλιστές έπρεπε να είναι παραγωγιστές (producerists) και όχι διανομιστές (distributists). Στην κριτική του για τον χειρισμό της οικονομίας από τους μπολσεβίκους, ο Panunzio υποστήριξε ότι το ρωσικό σοβιετικό κράτος είχε γίνει δικτατορία επί του προλεταριάτου και όχι του προλεταριάτου. Ο Panunzio υποστήριξε ότι οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι απέτυχαν να τηρήσουν την προειδοποίηση που είχε κάνει ο Ένγκελς το 1850 σχετικά με τους κινδύνους από την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικής επανάστασης μέσα σε ένα οικονομικά καθυστερημένο περιβάλλον, οδηγώντας έτσι σε μία περαιτέρω διάσπαση μεταξύ του ιταλικού συνδικαλισμού και του διεθνιστικού σοσιαλισμού.
Με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Φασιστής ηγέτης και πρώην μπολσεβίκος Nicola Bombacci θα κατονομάσει ως επιρροή του για την δημιουργία του «Μανιφέστου της Βερόνα» - η πολιτική δήλωση της RSI για την κοινωνικοποίηση της εθνικής οικονομίας - τον Ουκρανό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Néstor Makhno, την Fabian Society και τον διανομισμό (distributism).
Υπάρχει επίσης η φιγούρα του Mario Merlino, ενός συγγραφέα ρωμαϊκής καταγωγής, ο οποίος στα νιάτα του κατά τα «Χρόνια του Μολυβιού», ήταν ενθουσιώδες μέλος του νεοφασιστικού κινήματος Avanguardia Nazionale, αποκτώντας φιλίες με σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Pino Rauti και ο Stefano Delle Chiaie. Τελικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εντάχθηκε στο ιταλικό αναρχικό κίνημα χωρίς να αρνηθεί το φασιστικό του παρελθόν, υμνώντας στα κείμενα του, τους «Μελανοχίτωνες» του Μουσολίνι καθώς και τους Αναρχικούς επαναστάτες. Αυτή η επαναστατική φύση του φασισμού χάρη στις αναρχικές και συνδικαλιστικές του καταβολές, τον έκανε πάντα να ακολουθεί τον στόχο της της κοινωνικοποίησης. Η οικονομική πολιτική του Κορπορατιβισμού για τον Φασισμό ήταν στην πραγματικότητα απλώς ο Εθνικοποιημένος Συνδικαλισμός, μια αντιστροφή του Αναρχοσυνδικαλισμού. Ο Douglas Pearce δήλωσε σχετικά:
«Ο τρόπος που το καταλαβαίνω είναι ότι, για να παραφράσω τον Μουσολίνι, οι φασίστες είναι οι πραγματικοί αναρχικοί γιατί έκαναν πραγματικά αυτό ακριβώς που ήθελαν. Η ελευθεριοκρατία και ο φασισμός είναι κολλητοί, ανεξάρτητα από το πόσο απεχθές μπορεί να το βρουν μερικοί άνθρωποι».
Ισπανικός Φασισμός και Αναρχισμός
Όπως με τον ιταλικό φασισμό, έτσι και στην Ισπανία, ο εθνικοσυνδικαλισμός ή αλλιώς Φαλαγγιτισμός εμφανίστηκε ως μία ακόμη όψη του αναρχοσυνδικαλισμού, ως μια μορφή «εθνικοποίησης» της αναρχικής συλλογικότητας, του κοινοτισμού και της αγροτισμού (agrarianism). Ο Φαλαγγιστής συγγραφέας Manuel Souto Vilas είχε την ιδέα να προσαρμόσει τον ξένο φασισμό σύμφωνα με την ισπανική αναρχική σκηνή, δίνοντας στον ισπανικό φασισμό το όνομα «εθνικοσυνδικαλισμός» αντί για «εθνικοσοσιαλισμός», όπως το ήθελε αρχικά ο Ledesma Ramos.
Για τον φαλαγγιστή διανοούμενο και εισηγητή του φασισμού στην Ισπανία, Ernesto Giménez Caballero, ο εθνικοσυνδικαλισμός ήταν το προϊόν μιας αναρχοσυνδικαλιστικής φόρμουλας, από την οποία πάρθηκαν το όνομα και τα σύμβολά, μέσω της «εθνικοποίησης» του ελευθεριακού ιδεώδους, εξ ου και η παρουσία των κόκκινων και μαύρων χρωμάτων στη σημαία της Ισπανικής Φάλαγγας που μιμούταν εκείνα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT το ακρωνύμιο στα Ισπανικά), της σημαντικότερης αναρχικής οργάνωσης στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Αργότερα, με την προθυμία του να εμπλακεί στον επαναστατικό συνδικαλισμό, ο Λεντέσμα Ράμος, βασικό πρόσωπο στην ίδρυση του ισπανικού φασισμού, περιέγραψε την CNT ως εξής:
«Η μόνη δύναμη δυσαρέσκειας που είναι έτοιμη να ενσαρκώσει το ισπανικό θάρρος»
Ο Ράμος πίστευε ότι θα επέλθει μια συνεννόηση μεταξύ του CNT και του JONS, του πρώτου εθνικοσυνδικαλιστικού κινήματος που αργότερα συγχωνεύθηκε με τη Φάλαγγα του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα. Οργανικά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά λόγω των εσωτερικών εντάσεων που εξαπολύθηκαν στο Συνέδριο της CNT τον Ιούνιο του 1931, και αργότερα τη δεκαετία του ‘30, ορισμένα μέλη της συνομοσπονδίας όπως ο Sinforiano Moldes, ο Guillén Salaya και ο Llorente προσχώρησαν στη JONS. Ο Ledesma Ramos παρακολουθούσε στενά την εξέλιξη των προσπαθειών της CNT έως ότου πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση μεταξύ «Φάλαγγας» και JONS. Μέχρι τότε, αντίτυπα της Φασιστικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «La Conquista del Estado» πωλούνταν σε συγκεντρώσεις και συνεδριάσεις της CNT.
Η «JONS» είχε ένα επαναστατικό, ανατρεπτικό πρόγραμμα το οποίο βρισκόταν κοντά στον αναρχοσυνδικαλισμό. Φαίνεται ξεκάθαρα καθ' όλη τη διάρκεια του 1931 και μέχρι και τη συγχώνευση με την Ισπανική Φάλαγγα το 1934 όταν ο Ράμος διατύπωσε τις δικές του «δογματικές» προτάσεις. Ως παράδειγμα φέρνουμε το περίφημο άρθρο του «Το Αναπάντεχο Συνέδριο της CNT» στο οποίο αναφέρει:
«Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα εκατομμύριο μέλη της CNT. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους αναζητήσουμε, να τους κατανοήσουμε και να τους ερμηνεύσουμε με φιλικά μάτια. Πρέπει να είμαστε μαζί με την CNT σε αυτές τις στιγμές άμεσης συνδικαλιστικής μάχης, σε αυτές τις στιγμές ζύγισης κοινωνικών δυνάμεων. Έτσι πιστεύουμε ότι εκπληρώνουμε το καθήκον μας ως αρχιτέκτονες της συνείδησης και του επόμενου γνήσιου πολιτισμού της Ισπανίας»
Σύντομα ο Λεντέσμα Ράμος θα εγκατέλειπε το ενδιαφέρον του για το αναρχικό κίνημα ενώ ο Χοσέ Αντόνιο, όντας παθιασμένος με την ανακάλυψη του, συλλογίζεται εκείνα τα αποφασιστικά χρόνια μία συμμαχία, μέχρι να φτάσει στην εμβληματική ομιλία της «Επανάστασης» ενώπιον χιλιάδων μελών της CNT. Ήταν τότε που στην Μάλαγα της Σεβίλλης επιχειρήθηκε διάλογος μεταξύ της «Falange de la JONS» και της «CNT». Ο Diego Abad de Santillán, μία από τις πιο σημαντικές μορφές της αναρχοσυνδικαλιστικής σκηνής, γράφει σχετικά στα απομνημονεύματα του:
«Πόσο θα είχε αλλάξει η μοίρα της Ισπανίας αν ήταν εφικτή μια συμφωνία μεταξύ μας, σύμφωνα με τις επιθυμίες του Primo de Rivera! Έτσι εξηγώ την αιτία της ήττας των αναρχικών κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Όπου ήταν δυνατόν, η Φάλαγγα προσπάθησε να παγιώσει συμφωνίες και συμφωνίες με τη CNT. Ο Φαλαγγίτης αγωνιστής Patricio González de Canales πανηγύρισε τη στιγμή της σύναψης συμφώνου μη επίθεσης με τη CNT στη Σεβίλλη».
Αυτές οι προσπάθειες προσέγγισης είχαν ως αποτέλεσμα συναντήσεις με υποστηρικτές του αναρχοσυνδικαλισμού, κάποιες δημόσιες και σχεδόν μαζικές συναντήσεις όπως το δείπνο του ίδιου του José Antonio στην Plaça Reial της Βαρκελώνης, με αρκετές δεκάδες μέλη της CNT. Αυτά τα γεγονότα σχεδόν πάντα προετοίμαζε ο Ισπανός φαλαγγίτης ποιητής Luys Santa Marina, ένας από τους πιο συναρπαστικούς και αινιγματικούς χαρακτήρες στην καταλανική κουλτούρα της δεκαετίας του 1930.
Ο δημοσιογράφος Felio A. Villarubias εξήγησε στην εφημερίδα «El Ejército» στις 19 Ιουλίου:
«Η «Φάλαγγα» της Βαρκελώνης, σε συμμόρφωση με τις εντολές του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, είχε έρθει σε επαφή μέσω των Luys Santa Marina και José María Poblador, με αυθεντικούς συνδικαλιστές της CNT, που ανησυχούσαν με την πολιτικοποίηση του κινήματος τους που ως τότε το αντιλαμβάνονταν σε αποκλειστικά συνδικαλιστική βάση. Οι επαφές απέτυχαν στο τέλος επειδή η FAI άσκησε ένα πολύ έντονο «tagging».
Ο Jose Maria Fontana προσθέτει:
«Ο Χοσέ Αντόνιο ενδιαφέρθηκε πολύ για τις επαφές μας με τη CNT. Σε ένα από τα ταξίδια του είχαμε μια συζήτηση και δειπνήσαμε με μια ομάδα διευθυντικών στελεχών. Ωστόσο, το ξέσπασμα της επανάστασης διέκοψε τις επαφές. Η πεποίθηση των Φαλαγγιτών ήταν μέχρι τότε ότι ήταν δυνατό να προσελκύσουν έναν μεγάλο αριθμό αναρχοσυνδικαλιστών στις τάξεις τους, ότι μόνο ο «εθνικός παράγοντας» τους χώριζε».
Αυτές οι προσπάθειες συνεχίστηκαν ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ένα παράδειγμα αυτού ήταν ο Marciano Durruti, ο αδελφός του Buenaventura Durruti, της πιο σημαντικής στρατιωτικής φυσιογνωμίας της αναρχικής Βαρκελώνης πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε μια συνάντηση με τους Φαλαγγίτες στις αρχές του 1936 και προσπάθησε να μεσολαβήσει για μια συμμαχία μεταξύ της «Φάλαγγας» και της CNT με δική του πρωτοβουλία. Ο Manuel Hedilla Larrey, ο δεύτερος εθνικός επικεφαλής της FE de las JONS, αφηγείται στα απομνημονεύματά του ως εξής:
«Ήμουν υπεύθυνος για τη δημιουργία εθνικοσυνδικαλιστικών κυψελών αντιπολίτευσης εντός της CNT, εκείνων που πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της ενσωμάτωσης της Φάλαγγας στους αναρχοσυνδικαλιστές, οργισμένοι κατά της Δημοκρατίας».
Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, υπήρχαν μερικοί «αυθεντικοί» Φαλαγγίτες που, απογοητευμένοι από την κακή διαχείριση της ενωτικής κυβέρνησης, πλησίασαν τις τάξεις της τότε μυστικής CNT. Επιπλέον, οι ηγέτες της Ισπανικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης (το μόνο εξουσιοδοτημένο συνδικαλιστικό κέντρο του καθεστώτος) προσπάθησαν να ενσωματώσουν πρώην μέλη της CNT στις τάξεις τους με σκοπό να μετριάσουν το ισπανικό πολιτικό τοπίο. Τέτοια ήταν η περίπτωση του διάσημου Καταλανού αναρχοσυνδικαλιστή παιδαγωγού, δημοσιογράφου και πολιτικού Ricard Fornells y Francesc, ο οποίος, αφού επέστρεψε από την εξορία στην Ισπανία το 1941, συνεργάστηκε με το Συνδικάτο για να ενσωματώσει στην φασιστική ένωση έναν μεγάλο αριθμό εξόριστων της CNT που βρίσκονταν στη Γαλλία.
Ο Juan M. Molina, γενικός γραμματέας της CNT, μιλά στα απομνημονεύματά του για έως και τριακόσιους αναρχικούς που αποδέχθηκαν τέτοιες προτάσεις. Θεωρούνταν επιρρεπείς στο να ενταχθούν στον Εθνικοσυνδικαλισμό, όπως λέει ο Herrín, «λόγω των έλξεων τους». Το 1945 σχηματίστηκε μία ομάδα αποτελούμενη από αυθεντικούς Φαλαγγίτες, γνωστούς και ως αντιφρανκιστές και φυγάδες αναρχοσυνδικαλιστές από τη CNT, η οποία ονομάστηκε «Συνδικαλιστική Συμμαχία» και είχε ως σκοπό να επισημοποιήσει τις σχέσεις που προκύπταν κατά διαστήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Τέτοιες προσπάθειες έγιναν επίσης με το «Επαναστατικό Συνδικαλιστικό Μέτωπο» του αντιφρονούντα Φαλαγγίτη πολιτικού, Narciso Perales, ο οποίος πρότεινε να «συμφιλιωθούν» οι αναρχικές ιδέες του ελευθεριακού κομμουνισμού του Ángel Pestaña με το δόγμα του Χοσέ Αντόνιο. Είναι κατά τη διάρκεια της μετάβασης που αυτές οι προσπάθειες αναβίωσαν μετά το Τρίτο Συνέδριο της «Αυθεντικής Φάλαγγας» στη Σαραγόσα το 1979, με έναν μεγάλο αριθμό Φαλαγγιτών να εντάσσονται στις τάξεις της CNT. Είναι μάλιστα γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των καταλανικών στελεχών της CNT εκείνα τα πρώτα χρόνια της ισπανικής δημοκρατίας προέρχονταν απευθείας από το FET de las JONS.
Συμπεράσματα
Αυτή είναι η επισκόπηση αυτής της ιστορικής αλληλοεπικάλυψης. Η μετάβαση από την αναρχία στον φασισμό είναι μια διαλεκτική πρόταση, είναι η τελική κατανόηση του ότι εμείς οι φασίστες μπορούμε να πετύχουμε πολύ καλύτερα αυτό το οποίο θέλουν οι αναρχικοί. Όπως είπε κάποτε ο Bombacci: «Ο φασισμός είναι η αληθινή πραγμάτωση του κομμουνισμού». Ο ισχυρισμός ότι εμείς οι φασίστες είμαστε οι «Τέλειοι Αναρχικοί» δεν είναι εκτενής, αν και δείχνει κάτι που πιστεύουν πολλοί φασίστες, αλλά δεν μπορούν να το απλοποιήσουν και να το εκφράσουν.
Οι Φασίστες μπορούν να επιτύχουν, καλύτερα και πιο αληθινά, αυτό που οι φιλελεύθερες και κομμουνιστικές ιδεολογίες επιδιώκουν. Ο Φασισμός είναι Ελευθερία, Πολιτεία, Ισότητα, Ατομικότητα, Κολεκτιβισμός, ένα Αληθινό Κράτος Δικαίου, όλα αυτά ταυτόχρονα. Ο Φασισμός εμπεριέχει θραύσματα από κάθε ιδεολογία, γεγονός που τον καθιστά, όπως δήλωσε ο Μουσολίνι, απόλυτα πρωτότυπο. Είναι καιρός να κατανοήσουμε την προέλευση του Φασισμού και να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς οι Φασίστες πρέπει να είμαστε Αναρχικοί αν θέλουμε να νικήσουμε την τρέχουσα τάξη πραγμάτων. Ο Φασισμός έχει τον ίδιο στόχο με τους αναρχικούς που ευαγγελίζονται την κατάργηση του κράτους χάριν της θεμελίωσης μίας νέας αναρχικής οργάνωσης.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Αναρχισμός επιδιώκει ένα νέο κράτος - αν αντιληφθούμε το κράτος ως οντότητα, δηλαδή ανθρώπους που κατέχουν το μονοπώλιο της βίας και του ελέγχου των θεσμών. Τόσο ο Αναρχισμός, όσο και ο Φασισμός θα επιβάλουν στην πραγματικότητα ένα Νέο Κράτος. Θα διαφέρει από το σημερινό αλλά θα είναι συλλογικά οργανικό και επομένως επαναστατικό. Το βλέπουμε και με τον Μιχαήλ Μπακούνιν και την εμπλοκή του σε διάφορα εθνικιστικά κινήματα. Ακόμη και με τις διασυνδέσεις του με τον άνθρωπο που επηρέασε ριζικά τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο Μπακούνιν ήταν ακόμη εξαιρετικά αντισημίτης, αποκαλώντας τον Μάρξ «εβραϊκή τραπεζική μαριονέτα». Αυτές οι διασυνδέσεις γίνονται ακόμη πιο βαθιές στον Προυντόν που επηρέασε τον Όττο Στράσσερ και το «Μαύρο Μέτωπο».
Επιπλέον, έχουμε ακόμη τον Εθνικό Αναρχισμό που υιοθετεί στοιχεία του φασισμού αν και ισχυρίζεται ότι τον απορρίπτει. Θα έλεγα ότι εφαρμόζει τον φασισμό στην αναρχία. Κάποιοι μάλιστα είναι κοντά στον ιδεολογικό εθνικοσοσιαλισμό δημιουργώντας έναν λαϊκό σοσιαλισμό βασισμένο στον τοπικισμό, με μικρές τοπικές κοινότητες και φυλετικές ομάδες που διαχωρίζονται από το σύγχρονο κράτος σε μικρές ομοιογενείς κοινωνίες. Έχουν ως όραμα να αντικαταστήσουν τα συγκεντρωτικά έθνη - κράτη με μια ποικιλία πολιτικών οντοτήτων μικρής κλίμακας.
Η έννοια του «Άναρχου» του Ernst Jünger είναι κεντρική στον Εθνικό Αναρχισμό. Ο «Άναρχος» είναι μια ιδανική φιγούρα ενός κυρίαρχου ατόμου που εξελίχθηκε από την επίδραση της αντίληψης του Max Stirner για τον «Μοναδικό». Αυτή η ιδέα παρέχει απεριόριστο συγκρητισμό στον Εθνικό Αναρχισμό, επιτρέποντας στους οπαδούς του να ισχυρίζονται ότι έχουν ξεπεράσει τη διχοτόμηση της συμβατικής πολιτικής για να αγκαλιάσουν ανώτερες πολιτικές μορφές που βρίσκονται «πέρα από την αριστερά και την δεξιά».
Σε αυτή την γραμμή κινούταν η Else Christensen, μία αναρχοσυνδικαλίστρια ιδεολόγος της «Τρίτης Θέσης» που ήθελε μια κοινωνία αποτελούμενη από φυλετικά ομοιογενείς άριες κοινότητες. Περιγράφοντας την ιδανική κοινωνική της κατάσταση ως «φυλετικό σοσιαλισμό», οραματίστηκε έναν κόσμο στον οποίο οι λευκοί ζούσαν σε μικρές, αυτάρκεις «φυλετικές» αγροτικές κοινότητες. Η Christensen απέρριψε τον καπιταλισμό, τον κομμουνισμό και τον υλισμό, πιστεύοντας στην ανάγκη για οικολογική συνείδηση, ένα ήθος επιστροφής στη γη και μία βιώσιμη παραγωγή. Βλέπουμε επίσης παραλληλισμούς με σύγχρονους Εθνικο - Αναρχικούς, όπως ο Troy Southgate και ο Keith Preston. Συχνά οι Εθνικo - Αναρχικοί υιοθετούν είτε τον συνδικαλισμό είτε την αλληλοβοήθεια ως το προτιμώμενο οικονομικό τους μοντέλο.
Ομάδες όπως οι αναρχικοί του «National Tempetist Coordination» καταλαβαίνουν ότι στόχος θα είναι πάντα ο φασισμός, ανεξάρτητα από τις μεθόδους, είτε αυτές είναι ολοκληρωτικές, είτε αναρχικές, ο στόχος είναι πάντα ο ίδιος. Η εξουσία για χάρη της εξουσίας και η συλλογικότητα για τη συλλογικότητα, μια μακιαβελική στρατηγική. Αυτή η προσήλωση σε οποιοδήποτε μέσο για χάρη της εξουσίας φέρνει στο μυαλό μας τον σχετικισμό. Το «Geist» του Χέγκελ είναι στον Φασισμό το Κράτος, του οποίου θεμέλιο είναι ο «Μοναδικός» του Στίρνερ και επομένως όλοι εμείς, δηλαδή μια έκφραση της Γενικής Βούλησης. Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο «The Anarchist Individualist Origins of Italian Fascism» του Stephen B. Whitaker.
Ουσιαστικά ο φασισμός και η φιλοσοφία του πραγματικού ιδεαλισμού (actual idealism) είναι ριζοσπαστικές υποκειμενιστικές μορφές ιδεαλισμού που ακολουθούν τη σοφιστική παράδοση. Ο φασισμός θα κάνει ότι χρειαστεί για να υπάρξει και να αποκτήσει την εξουσία ρεαλιστικά. Η παλιά σοσιαλίστρια, μέντορας του Μουσολίνι, Angelica Balbanoff, υποστήριξε ότι ο Ντούτσε δεν ήταν ποτέ αληθινός σοσιαλιστής, αλλά ένας ακτιβιστής διψασμένος για εξουσία, με τάση για βία. Αυτή η μακιαβελική στάση σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική χρήση βίας όπως η άμεση δράση, δείχνει την αληθινή αναρχική πτυχή του φασισμού.
Μπορούμε να προσθέσουμε περισσότερη βαρύτητα σε όλα αυτά βασιζόμενοι στα όσα έγραψε ο Μουσολίνι στην «Il Popolo d’Italia» στο άρθρο του «Σχετικισμός και Φασισμός»:
«Στην πραγματικότητα, είμαστε κατ' εξοχήν σχετικιστές, από την στιγμή που ο σχετικισμός συνδέθηκε με τον Νίτσε και με τη «Θέληση για Εξουσία». Ο ιταλικός φασισμός ήταν, όπως και είναι ακόμα, το πιο υπέροχο δημιούργημα της ατομικής και συνάμα εθνικής θέλησης για εξουσία. Όλα όσα έχω πει και έχω κάνει αυτά τα τελευταία χρόνια είναι σχετικισμός, ένας σχετικισμός από διαίσθηση. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες είναι ίσης αξίας, ότι όλες οι ιδεολογίες είναι απλές μυθοπλασίες, ο σύγχρονος σχετικιστής συμπεραίνει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει για τον εαυτό του τη δική του ιδεολογία και να προσπαθήσει να την επιβάλει με όλη την ενέργεια που είναι ικανός.
Αν ο σχετικισμός υποδηλώνει περιφρόνηση για
σταθερές κατηγορίες και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι φορείς της
αντικειμενικής αθάνατης αλήθειας, τότε δεν υπάρχει τίποτα πιο σχετικιστικό από
την φασιστική συμπεριφορά και δραστηριότητα. Από το γεγονός ότι όλες οι
ιδεολογίες έχουν ίση αξία, εμείς οι φασίστες συμπεραίνουμε ότι έχουμε το
δικαίωμα να δημιουργήσουμε τη δική μας ιδεολογία και να την επιβάλουμε με όλη
την ενέργεια που είμαστε ικανοί».
Τα άγνωστα θραύσματα της ιστορίας: αυτά έλεγε ο Αναρχικός ηγέτης Ντιέγκο Αμπάντ ντε Σαντιγιάν, γραμματέας της FAI, ένα χρόνο μετά τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου, για τον Φασίστα αρχηγό της Φάλαγγας Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα
«Παρά τις διαφορές που μας χωρίζουν, βλέπουμε κάτι από αυτή
την πνευματική συγγένεια στον Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, έναν μαχητή, έναν
πατριώτη, σε αναζήτηση λύσεων για τη χώρα του. Πριν τον Ιούλη του 1936 έκανε
διάφορες προσπάθειες για να συναντηθεί μαζί μας. Ενώ όλη η αστυνομία της
Δημοκρατίας ήταν ανίκανη να ανακαλύψει το ρόλο που παίζαμε στη FAI, ο Πρίμο ντε
Ριβέρα γνώριζε τα πάντα για μας, στο ρόλο του ως ηγέτης μια άλλης παράνομης
οργάνωσης, της Ισπανικής Φάλαγγας.
Eκείνη την εποχή για λόγους τακτικής σκοπιμότητας χρόνου δεν
θέλαμε να εισέλθουμε σε κανένα είδος σχέσεων μαζί του. Δεν είχαμε καν την
ευγένεια να επιβεβαιώσουμε την παραλαβή των εγγράφων που μας είχε στείλει,
προκειμένου να μας γνωστοποιήσει μερικές από τις σκέψεις του, διαβεβαιώνοντάς
μας ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για κοινή δράση προς όφελος της
Ισπανίας.
Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, φυλακίστηκε, καταδικάστηκε σε
θάνατο και εκτελέστηκε. Αργεντινοί αναρχικοί ζήτησαν να μεσολαβήσουμε για να
αποτρέψουμε την εκτέλεση. Ήταν αδύνατο να αποτρέψουμε την εκτέλεσή του, λόγω
των εχθρικών μας σχέσεων με την κεντρική κυβέρνηση, αλλά πιστεύαμε τότε, και
εξακολουθούμε να πιστεύουμε, ότι η εκτέλεση του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα
ήταν ένα λάθος.
Ισπανοί αυτού του είδους, πατριώτες σαν αυτόν, δεν είναι επικίνδυνοι, ούτε καν στις τάξεις του εχθρού. Είναι μεταξύ εκείνων που είναι πιστοί στην Ισπανία και υποστηρίζουν τον σκοπό της Ισπανίας. Ακόμη και από αντίθετα στρατόπεδα, που επέλεξαν εσφαλμένα ως τα πιο κατάλληλα για τις γενναιόδωρες φιλοδοξίες τους. Πόσο διαφορετικό θα ήταν το πεπρωμένο της Ισπανίας αν μια συμφωνία μεταξύ μας ήταν τακτικά πραγματοποιήσιμη, όπως φρόνιμα πίστευε ο Πρίμο ντε Ριβέρα»
Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Ισπανική Φάλαγγα
«Αν σου πουν πως έπεσα
να ξέρεις πως πήγα στο πόστο
που με περιμένει εκεί επάνω».
- Από το “Cara al Sol”, τον Ύμνο της ισπανικής Φάλαγγας
(Κοιτάζοντας τον Ήλιο)
… Ο αρχηγός φαλαγγίτης έκλεισε την πόρτα, έπαψε η βουή.
Είναι τριάντα χρονών, κοντός, εύρωστος, με παχύτατο σβέρκο, με χοντρά μπράτσα
και γρήγορες απότομες χειρονομίες. Τύπος τορεαντόρ. Τα μάτια του είναι γαλάζια,
με ατσαλένιες αναλαμπές. Ένιωθες πως από το άφθονο αυτό, γιομάτο κρέας σώμα,
θρέφουνταν μια δυνατή, άγρια θέληση:
– Από τα τρία αιτήματα, άρχισε με βροντερή φωνή ο
Φαλαγγίτης, «Θεός, Πατρίδα, Βασιληά», εμείς μονάχα για το ένα είμαστε έτοιμοι
να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου: Για την Πατρίδα. Μια πατρίδα όμως, όχι σαν την
περασμένη, που άφηνε τον λαό να σαπίζει στη φτώχεια και να στραβώνεται στην
αμάθεια. Μια πατρίδα δίκαιη, που να προστατεύει όλους, πλούσιους και φτωχούς,
ευγενείς και λαό, χωρίς καμμιάν προνομιούχα τάξη! …
Όσο μιλούσε τα μάτια του άναβαν, οι φλέβες του χοντρού του
σβέρκου φούσκωναν. Ο τορεαντόρ μέσα του ξυπνούσε:
… Όχι! φώναξε και με βία κρατιόταν να μη χτυπήσει τη γροθιά του
στο τραπέζι, όχι! Δεν κάναμε εμείς τον πόλεμο και δεν στείλαμε εκατό χιλιάδες
Φαλαγγίτες να πεθάνουν, για να χοντρύνουν οι κοιλιές των πλουσίων και να πέσει
πάλι ο λαός στην αθλιότητα.
Σηκώθηκε, έκαμε μερικές δρασκελιές στο δωμάτιο. Γαλήνεψε.
- Δεν είμαστε, εμείς οι Φαλαγγίτες, πολιτικό κόμμα. Είμαστε
τάγμα μαχητικό. Θέμε να φέρουμε νέα κοινωνική δικαιοσύνη. Μιαν οικονομική
οργάνωση απάνω από τα ταξικά συμφέροντα. Θέμε να καταργήσουμε τα πολιτικά
κόμματα, την καθολική ψηφοφορία, τις εκλογές, τις κοινοβουλευτικές συμμορίες.
Θέμε ένα κράτος δυνατό, που να μην είναι μήτε καπιταλιστικό, μήτε μαρξιστικό.
Όλοι οι παραγωγοί θα αποτελούν, μέσα στα πλαίσια του κράτους μια οργανωμένη
ολότητα. Καμμιά αναρχία στην παραγωγή, καμμιά αδικία στην κατανομή του πλούτου.
Να δοθεί γης στο χωριάτη. Δικαιοσύνη και ψωμί στον εργάτη. Γράμματα σε όλους.
Βλέπετε, θέμε να δημιουργήσουμε μια νέα πατρίδα …
… Έφυγα, βαθιά κρατώντας στο νου μου τα λόγια του νέου
Φαλαγγίτη. Και περισσότερο από τα λόγια, την έκφραση του προσώπου, τον τόνο της
φωνής, τη φλόγα του ματιού του. Ένιωθα πως μιλούσαν με το στόμα του εκατομμύρια
νέοι σε όλον τον κόσμο …
… Μια δεκαριά φαλαγγίτες, περνούν αγκαλιασμένοι ώμο τον ώμο
και τραγουδούν τον ύμνο της Φάλαγγας. Μπροστά πήγαιναν δυο νέες φαλαγγίτισες με
ορθά τα στήθη κι απάνω στην καρδιά τους κεντημένα τα πέντε κόκκινα φαλαγγίτικα
βέλη. Τέντωσα το αυτί να ακούσω. Έτσι όπως τραγουδιόταν από νεανικά λαρύγγια, ο
ύμνος αυτός ξεπερνούσε τα σύνορα της Ισπανίας. Ξεπερνούσε την Ιδέα που υμνούσε
και γίνουνταν, με ανάλαφρες αλλαγές, ένας παγκόσμιος ύμνος του έρωτα και του
θανάτου ...
Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ταξιδεύοντας - Ισπανία».
Αυτόνομη επιθεώρηση της συντακτικής ομάδας «Μαύρος Κρίνος» και των εκδόσεων «Τρίτη Θέση»: ¡Patria o muerte! - Μάϊος 2022 - τόμος Β’- για ένα εκδοτικό εγχείρημα ιδεολογικής ενίσχυσης της «Τρίτης Θέσης» στην Ελλάδα (.pdf)
Μια σημαντική στιγμή για την συντακτική ομάδα του «Μαύρου Κρίνου» & τις εκδόσεις «Τρίτη Θέση».
Μια έκδοση 120 σελίδων με ένα αφιέρωμα μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα στον «αιρετικό» φιλόσοφο, πολιτικό, δημοσιογράφο και ιδρυτή του «εθνικοσυνδικαλισμού» Ramiro Ledesma Ramos.
Η ύλη σε σχέση με τον πρώτο τόμο - τον οποίο
κατέβασαν σε .pdf εκατοντάδες
αναγνώστες και συναγωνιστές - σχεδόν διπλάσια, τεχνικά είναι μια άκρως βελτιωμένη
προσπάθεια και τα άρθρα αποκλειστικά, ενδιαφέροντα και δείγμα γραφής της αντικαπιταλιστικής
τάσης του κινήματος:
Niccolo Giani «Ο Φασιστικός Πολιτισμός είναι ο
Πολιτισμός του Πνεύματος»
Kurt Suckert «Η
ιδέα της Κατάκτησης του Κράτους: Στο μονοπάτι του Ραμίρο Λεντέσμα Ράμος υπό το
φως του Ιουλίου Έβολα»
Αφιέρωμα στον
Ramiro Ledesma Ramos
Ramiro Ledesma Ramos: «Ο Φασισμός ως γεγονός & παγκόσμιο
φαινόμενο»
«Ο Μαρξιστικός
Εκτοπισμός»
«Το Πολιτικό
Μανιφέστο των JONS»
Juan Antonio Llopart «Ramiro Ledesma Ramos: Ένας Εθνικομπολσεβίκος;»
David Sotto Carasco «Ολοκληρωτικό Κράτος, Εθνικός Μύθος
και Λαϊκισμός: Ο Ramiro Ledesma Ramos και η εμπειρία της επιθεώρησης Le Patria
Libre»
Zeev Sternhell «Ο Φασιστικός Τρίτος Δρόμος ή η Αναζήτηση για μια Εναλλακτική Πολιτική Κουλτούρα»
Υπάρχει η κουλτούρα στα Δεξιά; (του Adriano Romualdi, μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος)
Υπάρχει η
κουλτούρα στα Δεξιά;
του Adriano Romualdi
Μετάφραση:
Κωνσταντίνος Μποβιάτσος
Το παρακάτω
μικρό δοκίμιο γράφτηκε το 1970 από τον Ιταλό νεοφασίστα Adriano Romualdi και αφορά τον πολιτισμό και την κουλτούρα
της Δεξιάς. Και πριν αρχίζουν οι διάφοροι περίεργοι να φωνάζουν και να
γκρινιάζουν, να διαβάσουν με προσοχή το δοκίμιο αυτό (το οποίο βέβαια απαιτεί
γνώσεις για πολλές προσωπικότητες της Ευρωπαϊκής
Φασιστικής κουλτούρας και το πνεύμα με την ορολογία τους) και ας λάβουν αν μπορούν υπόψιν, σε ποια εποχή
γράφτηκε και τι σήμαινε τότε ο όρος Δεξιά.
Τον ίδιο όρο χρησιμοποιούσε και ο Franco Freda στο σκληρό, καυστικό, προβοκατόρικο και ριζοσπαστικό δοκίμιο του «Η διάλυση του Συστήματος» - το οποίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά σύντομα - και είχε απαγορευτεί πολλές φορές στην Ιταλία λόγω του ανατρεπτικού χαρακτήρα του σαν γραπτό. Φυσικά οι πρώτοι που αποδοκίμαζαν τέτοια γραπτά, όπως και πολλά του Romualdi, ήταν και είναι πάντα οι δεξιοί.
(Η Εθνική παραφωνία σε νέα κοινοβουλευτική έκδοση και σε κρυφή εφεδρεία οι λιμπεραλιστές μαζί με τέκτονες εθνικούς διανοούμενους που λούζονται στον ποταμό της υποτέλειας για να παρουσιαστούν καθαροί στις ξένες δυνάμεις, υποκριτές και νάρκισσοι φιλοσιωνιστές εκδότες διαχρονικά λαμόγια τελευταίας διαλογής: «Εκλογές, εθνικές, δημοτικές, νομαρχιακές, σχολικές, φοιτητικές ... και όσες άλλες, κάλπες μα χιλιάδες κάλπες, ακριβές γραβάτες και ακριβά κουστούμια, ακριβά ψηφοφυλλάδια, ψήφοι ψηφουλάκια και κουκιά, μασόνοι βασιλιάδες και βασιλομήτορες, αντιναζί δεξιοί και αστοί ακροδεξιοί»)
Να
λοιπόν που πάλι ο χειρότερος εχθρός των εθνικοεπαναστατών ξαναβρίσκεται στο
προσκήνιο ειδικά στην πατρίδα μας, με νέα κόμματα και νέο αντιφασιστικό αίμα, με φιλελεύθερες ιδέες,
φίλοι και προστάτες της μετανάστευσης και αντικατάστασης των λευκών πληθυσμών
της Ευρώπης μας.
Ας απολαύσουμε όμως τι μας γράφει ο Ιταλός συγγραφέας και συναγωνιστής:
Ίσως οι μορφωμένοι άνδρες να μην είναι λιγότερο πολλοί στα δεξιά παρά στα αριστερά.
Δεν υποψιάζεται την σημασία ενός Nietzsche στην
κριτική του πολιτισμού, δεν έχει διαβάσει ποτέ μυθιστόρημα του Junger ή του
Drieu La Rochelle, αγνοεί την «Την παρακμή
της Δύσης» ούτε αμφιβάλλει ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν μια μεγάλη
σελίδα στην ιστορία της ανθρώπινης προόδου. Όσο παραμένει στην κουλτούρα είναι
καλός φιλελεύθερος, ίσως λίγο εθνικιστής και πατριώτης. Μόνο όταν αρχίζει να
μιλά για πολιτική διαφοροποιείται: διαπιστώνει ότι ο Μουσολίνι ήταν καλός
άνθρωπος και δεν ήθελε πόλεμο και ότι οι ταινίες του Παζολίνι είναι «βρώμικες».
Χρειάζεται
λίγα για να συνειδητοποιήσουμε ότι αν δεν υπάρχει πολιτισμός στα δεξιά, αυτό
συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει πραγματική ιδέα για το σωστό, μια ποιοτική,
αριστοκρατική, ανταγωνιστική, αντιδημοκρατική κοσμοθεωρία. Ένα συνεκτικό όραμα
πάνω από ορισμένα συμφέροντα, ορισμένες νοσταλγίες και ορισμένες πολιτικές ολογραφίες.
Τι σημαίνει
να είσαι στην Δεξιά. Με αυτές τις δηλώσεις που, όπως όλες οι αληθινές δηλώσεις,
θα σκανδαλίσουν περισσότερο του ενός, πιστεύουμε ότι έχουμε τοποθετήσει το
δάχτυλό μας στην πληγή. Τι πρέπει να σημαίνει σωστά το «είναι της Δεξιάς»;
Το να είσαι δεξιός σημαίνει, πρώτα απ' όλα, να αναγνωρίσεις τον ανατρεπτικό χαρακτήρα των κινημάτων που προέκυψαν από τη Γαλλική Επανάσταση, είτε είναι φιλελευθερισμός, δημοκρατία ή σοσιαλισμός.
Το να είσαι δεξιός σημαίνει, δεύτερον, να βλέπεις την
παρακμιακή φύση των ορθολογιστικών, προοδευτικών, υλιστικών μύθων που
προετοιμάζονται για την έλευση του πληβείου πολιτισμού, τη βασιλεία της
ποσότητας, την τυραννία ανώνυμων και τερατωδών μαζών.
Το να είσαι
δεξιός σημαίνει, τρίτον, να αντιλαμβάνεσαι το κράτος ως μια οργανική ολότητα
όπου οι πολιτικές αξίες υπερισχύουν των οικονομικών δομών και όπου το ρητό
«στον καθένα το δικό του» δεν σημαίνει ισότητα, αλλά δίκαιη ποιοτική ανισότητα.
Τέλος, το να
είσαι Δεξιός σημαίνει να αποδέχεσαι αυτή
την αριστοκρατική πνευματικότητα ως δική σου, θρησκευόμενη και πολεμίστρια που
έχει διαμορφώσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό πάνω της, και - στο όνομα αυτής της πνευματικότητα
και τις αξίες της - να αποδέχεσαι τον
αγώνα ενάντια στην παρακμή της Ευρώπης. Είναι ενδιαφέρον να δούμε σε ποιο βαθμό
αυτή η δεξιά συνείδηση έχει εμφανιστεί στην σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη. Υπάρχει
μια αντιδημοκρατική παράδοση που διαρκεί όλο τον XIX αιώνα και αυτό - στις διατυπώσεις της πρώτης
δεκαετίας του XX - προετοιμάζει στενά τον Φασισμό.
Μπορεί να
ξεκινήσει με τους προβληματισμούς για την επανάσταση στη Γαλλία, όπου ο Burke
ήταν ο πρώτος που αποκάλυψε την τραγική φάρσα των Ιακωβίνων και προειδοποίησε
ότι «καμία χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς ένα
αριστοκρατικό σώμα του ενός ή του άλλου είδους».
Αργότερα,
αυτή η δημοσιότητα προσπάθησε να υποστηρίξει την Παλινόρθωση με τα γραπτά των
Γερμανών ρομαντικών και των Γάλλων αντιδραστικών. Σκεφτείτε τους αφορισμούς του
Novalis, με την αντιδραστικότητα τους να
αστράφτουν με καινοτομία και επανάσταση στις υπαινικτικές και προφητικές
προσδοκίες. Σκεφτείτε έναν Adam Muller, την πολεμική του ενάντια στον
φιλελεύθερο ατομισμό του Adam Smith, την αντίθεση μιας εθνικής οικονομίας
ενάντια στη φιλελεύθερη οικονομία. Σε έναν Gentz, σύμβουλο του Metternich και
γραμματέα του Κογκρέσου της Βιέννης, σε έναν Gorres, σε έναν Baader, στον ίδιο
τον Schelling. Δίπλα τους στέκεται ένας Federico Schlegel με τα πολλαπλά του
ενδιαφέροντα, το περιοδικό Europa, μανιφέστο του ευρωπαϊκού αντιδραστηρίου, η
έξαρση του Μεσαίωνα, οι πρώτες μελέτες για την ινδοευρωπαϊκή καταγωγή, η
διαμάχη με τους Ιταλούς φιλελεύθερους για τον πατριωτισμό του Δάντη, ενός πατριώτη
της «Αυτοκρατορίας» και όχι ένας μικροεθνικιστής .
Σκεφτείτε
έναν De Maistre, αυτόν τον αφέντη της αντεπανάστασης που εξύψωσε τον δήμιο ως
σύμβολο της ανδρικής και θετικής τάξης, του υποκόμη De Bonald, του
Chateaubriand, ενός μεγάλου αντιδραστικού συγγραφέα και πολιτικού, του
ριζοσπαστισμού ενός Donoso Cortes: «Βλέπω ότι έρχεται η ώρα των απόλυτων
αρνήσεων και των κυρίαρχων διαβεβαιώσεων».
Επιπλέον, η
καθαρά αντιδραστική κριτική είχε πολύ εμφανή όρια στο κλείσιμο της σε εκείνες
τις εθνικές και αστικές δυνάμεις που φιλοδοξούσαν να ιδρύσουν μια νέα
αλληλεγγύη πέρα από τις αρνήσεις του Διαφωτισμού. Ο Arndt, ο Jahn, ο Fichte,
αλλά και ο Hengel της Φιλοσοφίας του Δικαίου ανήκουν στον αντεπαναστατικό ορίζοντα για την
εθνικοαλληλέγγυα αντίληψη του κράτους, ακόμα κι αν δεν συμμερίζονται τον
νομιμοποιητικό δογματισμό του. Το κλείσιμο στις εθνικές δυνάμεις (ακόμα και
εκεί όπου όπως και στη Γερμανία βρίσκονται σε αντιφιλελεύθερες θέσεις) είναι το
όριο της πολιτικής της Ιεράς Συμμαχίας.
Με την
κατάρρευση του συστήματος του Metternich, λόγω της μυωπίας της βασικής
αντίληψης (καταπολέμηση της επανάστασης με την αστυνομία και αποκατάσταση της
νομιμότητας του δέκατου όγδοου αιώνα), η αντεπανάσταση χωρίζεται σε δύο
κλάδους: ο ένας παραμένει σε καθαρά νόμιμες, ομολογιακές θέσεις που προορίζονται
να συντριβούν, ο άλλος αναζητά νέους τρόπους και μια νέα λογική.
Ο Gobineau
δημοσίευσε το 1853 το αξιομνημόνευτο «Essai sur l'inegalité des races humaìnes»
(Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών), βασίζοντας την ιδέα της
αριστοκρατίας στα φυλετικά της θεμέλια. Το έργο του Gobineau θα βρει μια συνέχεια
στα γραπτά των Γερμανών Clauss, Giinther, Rosenberg, του Γάλλου Vacher de
Lapouge, του Άγγλου H. S. Chamberlain. Μέσα από αυτό η έννοια της «καταγωγής», θεμελιώδους
σημασίας για τον εθνικισμό, αποσπάται από την αυθαιρεσία των διαφόρων εθνικών
μύθων και επανέρχεται στο σκανδιναβικό - ινδοευρωπαϊκό ιδεώδες ως αντικειμενικό
μέτρο του ευρωπαϊκού ιδεώδους.
Στο τέλος
του αιώνα, το ηγετικό σημείο της Δεξιάς βρίσκεται στην πολεμική του Nietzsche
ενάντια στον δημοκρατικό πολιτισμό. Ο Nietzsche, ακόμη περισσότερο από τον
Carlyle και τον Gobineau, είναι ο δημιουργός μιας μοντέρνας «Φασιστικής»
Δεξιάς, στην οποία έχει δώσει μια επαναστατική γλώσσα αρνήσεων. Η Νιτσεϊκή είναι η
περιφρόνηση του αντιπάλου, η αμεσότητα της επίθεσης, η επαναστατική εγκράτεια.
Ο λόγος του Nietzsche θα απορροφηθεί στην Ιταλία από τους Μουσολίνι και d' Annunzio,
στη Γερμανία από τους Junger και Spengler, στην Ισπανία από τον Ortega y
Gasset.
Εν τω
μεταξύ, μια «αλλαγή προσήμου» έχει γίνει και μέσα στον εθνικισμό. Ήδη στις
διατυπώσεις των Γερμανών ρομαντικών το έθνος δεν ήταν πια η ασυνάρτητη μάζα, το
έθνος των Ιακωβίνων, αλλά η στάσιμη κοινωνία, με τα κοινωνικά της σώματα, τις
παραδόσεις της, την αρχοντιά της. Μια κοινωνία - δίδασκε ο Federico Schlegel - είναι
τόσο πιο εθνική όσο πιο δεμένη με τα έθιμά της, το αίμα της, τις κυρίαρχες
τάξεις της, που αντιπροσωπεύουν τη συνέχειά της στην ιστορία.
Στο γύρισμα
του αιώνα, ολοκληρώθηκε μια αναμόρφωση του εθνικισμού στο πνεύμα του
συντηρητισμού. Ο Maurras και ο Barrés στη Γαλλία, ο Oriani και ο Corradini στην
Ιταλία, οι Πανγερμανιστές και το «κίνημα της νεολαίας» στη Γερμανία, ο Kipling
και η Rhodes στην Αγγλία, έχουν δώσει στην εθνική ιδέα ένα παραδοσιακό και
αυταρχικό αποτύπωμα. Ο νέος εθνικισμός είναι ουσιαστικά στοιχείο της τάξης.
Φασισμός, Εθνικοσοσιαλισμός και Δεξιός
πολιτισμός
Ουσιαστικά
έχει ειπωθεί. Στην πραγματικότητα, ο απροσδιόριστος μύθος του «λαού»
εξακολουθεί να χρησιμεύει για τη λαθραία διακίνηση μιας σειράς ιδεών που δεν
είναι δεξιές. Εξ ου και η κακή πρόσφυση των Φασιστικών καθεστώτων της Ιταλίας
και της Γερμανίας στον τομέα του πολιτισμού. Ο Φασισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός,
αν και είχαν ξεκάθαρη αντίθεση τους στα κινήματα που προέκυψαν από τη Γαλλική
Επανάσταση, αν και τόλμησαν να σταθούν ενάντια στους αστικούς και
προλεταριακούς μύθους, ενάντια στον Αγγλοσαξονικό Καπιταλισμό και τον Ρωσικό Μπολσεβικισμό, απέτυχαν να δημιουργήσουν μια ιδεολογική ακρόπολη εντός του
κράτους που θα μπορούσε να επιβιώσει από την πολιτική καταστροφή.
Αρκεί να
πούμε ότι στην Ιταλία η πολιτιστική ηγεσία ανατέθηκε στον Gentile, έναν άνθρωπο
που ήξερε να πληρώνει αυτοπροσώπως, αλλά - ιδεολογικά - μόνο ήταν ένας πατριώτης αναγεννησιακών πνευμάτων, στενά συνδεδεμένος με τον κόσμο
της φιλελεύθερης κουλτούρας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλοι οι
μαθητές του Gentile δραστηριοποιούνται σήμερα στο αντιφασιστικό, ακόμη και στο
κομμουνιστικό στρατόπεδο. Όποιος διαβάζει τη Γένεση και τη δομή της κοινωνίας
δεν μπορεί να μην μπερδευτεί με το δημοκρατικό - κοινωνικό πνεύμα αυτού του έργου
που, επάξια, κορυφώνεται στο μπολσεβικικό ιδεώδες του ανθρωπισμού της εργασίας.
Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ένας οπαδός του Gentile όπως ο Ugo Spirito παρουσιάζεται, κατά
καιρούς, πότε ως «κορπορατιστής», τώρα ως «κομμουνιστής», χωρίς να χρειάζεται
να αλλάξει μια γραμμή από όσα έχει γράψει.
Στην Ιταλία
κατά τη διάρκεια της Φασιστικής εικοσαετίας γινόταν πολύς λόγος για την
πατρίδα, για το έθνος, αλλά ποτέ δεν υπήρχε ανησυχία για τη διακίνηση των ιδεών
της πιο σύγχρονης δεξιάς κουλτούρας. Η «Παρακμή της Δύσης» του Spengler (που γνώριζε και ο Mussolini), το «Der Arbeiter» του Junger, το «Der wahre staat» του Span δεν μεταφράστηκαν ποτέ. Τα
μυθιστορήματα όπως το «Gilles» του Drieu La Rochelle ή το «The Proscripts» του
von Salomon αγνοήθηκαν εντελώς από την επίσημη Φασιστική κουλτούρα.
Υπό αυτές
τις συνθήκες, ήταν φυσικό να αγνοηθεί το έργο ενός Julius Evola. Ένα βιβλίο σαν
το «Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο» που μεταφρασμένο στη Γερμανία
προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον, (ο Gottfried Benn έγραψε γι' αυτό: "Ένα έργο
του οποίου η εξαιρετική σημασία θα γίνει σαφής στα επόμενα χρόνια. Όσοι το
διαβάσουν θα νιώσουν μεταμορφωμένοι και θα κοιτάξουν την Ευρώπη με διαφορετικά μάτια»)
στην Ιταλία μετρήθηκε ως άγραφο.
Στη σκιά του
Fascio, πίσω από
την πρόσοψη των αετών και των στολών, συνέχισε να ανθίζει μια ουδέτερη, ανόητη
κουλτούρα, μερικές φορές πιστή στο καθεστώς λόγω ενός οικείου μικροαστικού
πατριωτισμού, πιο συχνά σε μια κρυφή πολεμική και προκλητική στάση. Σήμερα
μερικά από τα μνημεία της εποχής είναι
στη μόδα, στα οποία ορισμένες μέτριες προσωπικότητες της πολιτικής και της
δημοσιογραφίας καυχιούνται ότι έκαναν καριέρα ως Φασίστες χωρίς να είναι στην
πραγματικότητα. Η κακή πίστη αυτών των άθλιων μορφών είναι εμφανής, αλλά,
ανάμεσα σε τόσα ψέματα, μια αλήθεια παραμένει: η «Φασιστική Κουλτούρα», η
επίσημη των Littoriali της νεολαίας, πίσω από μια πρόσοψη κολακευτικών
αφιερωμάτων στον Ντούτσε, στο καθεστώς, στην Αυτοκρατορία, παρέμεινε ένα μείγμα
«πατριωτικού» σοσιαλισμού, «εθνικού» φιλελευθερισμού και «ιταλικού»
καθολικισμού.
Με την πτώση
της ταυτότητας Ιταλίας - Φασισμού, η παραδοσιακή έννοια της πατρίδας κατέρρευσε
το 1943, οι «πατριώτες» σοσιαλιστές έγιναν σοσιαλκομμουνιστές, οι «εθνικοί»
φιλελεύθεροι μόνο εθνικοί και οι «Ιταλοί» καθολικοί έγιναν χριστιανοδημοκράτες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο οπορτουνισμός συνέβαλε σε αυτή τη γενική φυγή, αλλά
είναι βέβαιο ότι αν ο Φασισμός είχε κάνει κάτι για να δημιουργήσει μια
κουλτούρα της Δεξιάς, μια απόρθητη ιδεολογική ακρόπολη, κάτι θα είχε μείνει
όρθιο.
Ο
Εθνικοσοσιαλισμός βρέθηκε να λειτουργεί σε καλύτερη βάση. Η κουλτούρα της
γερμανικής Δεξιάς είχε πίσω της μια σειρά από ονόματα με κύρος, ξεκινώντας από
τους πρώτους ρομαντικούς μέχρι τον Νίτσε. Ο ίδιος ο Γκαίτε άφησε
κατηγορηματικά λόγια δυσπιστίας για τη φιλελεύθερη αγάπη της εποχής του.
Επιπλέον, μεταξύ του '18 και του '33, άνθισε στη Γερμανία η λεγόμενη
«Συντηρητική Επανάσταση» με συγγραφείς ευρωπαϊκής φήμης: τον Oswald Spengler
και τον Ernst Junger, Othmar Spann και Moeller van den Bruck, Ernst von Salomon
και Hans Grimm είναι γνωστά ονόματα ακόμη και εκτός γερμανικών συνόρων. Ο ίδιος
ο Thomas Mann είχε δώσει με τις Θεωρήσεις του μια αντιπολιτική μια θεμελιώδης
συμβολή στην υπόθεση της Γερμανικής δεξιάς.
Κι εδώ,
όμως, ο μύθος του «λαού» πήρε το χέρι των κυβερνώντων και οι Gleichschaltung
φίμωσαν κάθε κριτική, ακόμη και εποικοδομητική. Αλλά, απέναντι στον Φασισμό, ο
Εθνικοσοσιαλισμός είχε την εξυπνάδα να εξαναγκάσει την ουδέτερη κουλτούρα να
παραδοθεί. Αυτό, πολύ περισσότερο από το Ιταλικό καθεστώς, είχε τη συνείδηση ότι αντιπροσώπευε ένα αυθεντικό όραμα του κόσμου, βίαια εχθρικό σε όλη τη
σήψη και τις στρεβλώσεις της σύγχρονης Ευρώπης. Η έκθεση της εκφυλισμένης
τέχνης, το κάψιμο των βιβλίων είχαν, αν μη τι άλλο, ένα ιδανικό επαναστατικό
νόημα, ένα χαρακτήρας ανοιχτής εξέγερσης ενάντια στα φετίχ ενός κόσμου σε
αποσύνθεση.
Αλλά και εδώ
υπήρχε μια υπερβολή. Μαινόμαστε ενάντια σε χαρακτήρες που θα μπορούσαν επίσης
να μείνουν μόνοι, όπως ο Benn και ο Wiechert, ενώ με τη σειρά τους οι ιεροεξεταστές έδειξαν ελαττώματα Λαϊκιστών
και Ιακωβίνών. Υπάρχει ένα φυλλάδιο με τίτλο «An die Dunkelmànner
unserer Zeit», ("Στους σκοταδιστές της εποχής μας") στο οποίο ο
Ρόζενμπεργκ απαντά στους Καθολικούς επικριτές του «Μύθου» του με μια χυδαιότητα που δεν έχει τίποτα να
ζηλέψει στον Βολταίρο ή τον Anatole France.
Ωστόσο, ήταν
σε ένα Εθνικοσοσιαλιστικό περιβάλλον που το φιλόδοξο έργο σχεδιάστηκε για τη
δημιουργία ενός «Weltanschaulicher Stosstrupp», ενός «στρατευμένου πολεμικού
σώματος στο πεδίο της παγκόσμιας όρασης» για να ανοίξει ένα πέρασμα στον γκρίζο
ορίζοντα της ουδέτερης και αστικής κουλτούρας. Και η ίδια η αντίληψη των SS, η
υπέρβαση του απλού Γερμανικού πατριωτισμού στον μύθο της Άριας Φυλής, η σύλληψη
του Κράτους ως ενός ανδροπρεπούς Τάγματος (Ordensia - atsgedanke), η ιδέα μιας
ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους, τοποθετούν τον Εθνικοσοσιαλισμό
στην πρώτη γραμμή στη διατύπωση των ιδεολογικών περιεχομένων μιας καθαρής
Δεξιάς.
Ενδείξεις για μια νέα κουλτούρα της Δεξιάς
Τι
προβλήματα ανακύπτουν για όσους θέλουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της
κουλτούρας της Δεξιάς; Πρώτα απ 'όλα, απαιτείται μια σωστή προσέγγιση στο
πρόβλημα. Και η πρώτη συμβολή σε αυτή την προσέγγιση είναι ο ορισμός των
σχέσεων μεταξύ της Δεξιάς και του πολιτισμού. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι, για
τον άνθρωπο στα δεξιά, οι πολιτιστικές αξίες δεν καταλαμβάνουν την υψηλή θέση
στην οποία τις ανεβάζουν συγγραφείς με ορθολογικό υπόβαθρο.
Για τον
αληθινό δεξιό άνθρωπο, πριν από τον πολιτισμό έρχονται οι γνήσιες αξίες του
πνεύματος που βρίσκουν έκφραση στον τρόπο ζωής των αληθινών αριστοκρατών, στους
στρατιωτικούς οργανισμούς, στις θρησκευτικές παραδόσεις που είναι ακόμη
ζωντανές και λειτουργούν. Πρώτα υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης, μια
ορισμένη ένταση προς ορισμένες πραγματικότητες, μετά ο απόηχος αυτής της έντασης
με τη μορφή της φιλοσοφίας, της τέχνης. Σε έναν παραδοσιακό πολιτισμό, σε έναν
κόσμο της δεξιάς, το ζωντανό πνεύμα έρχεται πρώτα και μετά ο γραπτός λόγος.
Μόνο ο αστικός πολιτισμός, που γεννήθηκε από τον σκεπτικισμό του Διαφωτισμού, μπορούσε
να σκεφτεί να αντικαταστήσει το ηρωικό και ασκητικό πνεύμα με τον μύθο του
πολιτισμού, τη δικτατορία των φιλοσόφων.
Ο δημοκράτης
έχει την λατρεία του προβληματικού, της διαλεκτικής, της συζήτησης και
ευχαρίστως θα μετέτρεπε τη ζωή σε καφενείο ή κοινοβούλιο. Για τον άνθρωπο της δεξιάς, αντίθετα, η πνευματική έρευνα και η καλλιτεχνική έκφραση αποκτούν νόημα
μόνο ως επικοινωνία με τη σφαίρα του όντος, με κάτι που - όπως κι αν συλληφθεί -
δεν ανήκει πλέον στη σφαίρα της συζήτησης αλλά στη σφαίρα της αλήθειας. Ο
αληθινός δεξιός άνδρας είναι ενστικτωδώς ομόθρησκος όχι με την απλή λατρευτική
έννοια του όρου, αλλά επειδή μετράει τις αξίες του όχι με το μέτρο της προόδου
αλλά με αυτό της αλήθειας. «Το να είσαι συντηρητικός - έγραψε ο Moeller van den
Bruck - δεν σημαίνει να εξαρτάσαι από το άμεσο παρελθόν, αλλά να ζεις σε
αιώνιες αξίες».
Ο Δεξιός
πολιτισμός και η τέχνη δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι είναι ο ναός, αλλά μόνο
ο προθάλαμος του ναού. Η ζωντανή αλήθεια είναι πιο πέρα. Εξ ου και μια ορισμένη
δυσπιστία για τον γνήσιο άνθρωπο του δικαιώματος προς τον σύγχρονο πολιτισμό,
μια απρόσωπη περιφρόνηση για τον απλό λαό των συγγραφέων, των δημοσιογράφων.
Θυμηθείτε τα λόγια του Νίτσε: «Κάποτε η
σκέψη ήταν Θεός, μετά έγινε άνθρωπος, τώρα έγινε πληβείος. Άλλος ένας αιώνας
αναγνωστών και το πνεύμα θα σαπίσει και θα βρωμήσει». Ο Χοσέ Αντόνιο συνέστησε στους Φαλαγγίτες του
το «ασκητικό και στρατιωτικό αίσθημα της ζωής».
Τούτου
λεχθέντος, ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στο έργο της εμψύχωσης μιας
δεξιάς κουλτούρας. Στόχος, όπως είπαμε, είναι η κατασκευή ενός οράματος για τον
κόσμο που εμπνέεται από αξίες άλλες από αυτές που κυριαρχούν σήμερα.
Όχι θεωρία ή
φιλοσοφία, αλλά «κοσμοθεωρία». Αυτό αφήνει μεγάλο περιθώριο ελευθερίας για
συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Μπορείτε να εργαστείτε για να δημιουργήσετε μια δεξιά
κοσμοθεωρία τόσο από την Καθολική όσο και από την «νεοειδωλολατρική» πλευρά,
τόσο προβάλλοντας τον μύθο του Novalis της Ευρώπης - Χριστιανισμού όσο και
υποστηρίζοντας την Ευρώπη - Άρια ταυτότητα. Ένα σεμνό αλλά ενδιαφέρον
παράδειγμα αυτού του concordia discors
μας προσφέρουν τα νεανικά περιοδικά του πρώιμου νεοφασισμού. Και φυσικά ότι
νέο από την πλευρά των Εβολιανών που συνέβαλαν
όχι λίγο σε μια διαδικασία αναθεώρησης ορισμένων αστικών και πατριωτικών μύθων,
χαρακτηριστικών της παλιάς Δεξιάς.
Τα χρωστούσαν
όλα ή σχεδόν όλα σε αυτόν που μπορεί κάλλιστα να οριστεί ο δάσκαλος της
νεοφασιστικής νεολαίας: τον Julius Evola. Χωρίς βιβλία όπως το «Όρθιοι στα
ερείπια» και το «Καβαλικεύοντας την τίγρη» δεν θα ήταν δυνατό να διατηρηθεί
ένας πολιτιστικός χώρος ελεύθερος στα δεξιά. Αλλά ο Evola είναι μια τεράστια
μορφή και η δουλειά του βρίσκεται τώρα πίσω του. Χρειάζονται νέες δημιουργικές
δυνάμεις ή τουλάχιστον ένα έργο έξυπνης διάδοσης. Οι συγκεκριμένοι τομείς της
ιστορίας, της φιλοσοφίας, της μη μυθοπλασίας πρέπει να καλλιεργηθούν. Κάτι
πρέπει να δοκιμαστεί σε επίπεδο τέχνης. Όχι για το τίποτα ο Evola συνέκρινε
την παράδοση με μια φλέβα που χρειάζεται αμέτρητα τριχοειδή αγγεία για να μεταφέρει αίμα σε όλο το σώμα.
Οδηγίες για μια νέα Δεξιά κουλτούρα
Ποια θα
μπορούσαν να είναι τα καθήκοντα μιας Πολιτιστικής δεξιάς; Στο πεδίο της
κοσμοθεωρίας, ο ορισμός μιας οργανικής, και όχι μηχανικής, ποιοτικής και μη
ποσοτικής σύλληψης, ενός Ganzheitslehre (ολιστική διδασκαλία ), για το οποίο
υπάρχει ένα σύνολο μια σειρά ορόσημων από τον Schelling έως τον Othmar Spann.
Αλλά και ορισμένα σκέλη του ιδεαλισμού - καθαρισμένα από μια ορισμένη
ιστορικιστική μυθολογία - μπορούν να αποτελέσουν σημεία αναφοράς κατά του
νεομαρξισμού και του νεοδιαφωτισμού. Από τον Hegel της Φιλοσοφίας του Δικαίου
μέχρι τον καλύτερο Gentile, ορισμένα στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Δεν πρέπει να παραλειφθεί η κριτική της
επιστήμης και η μαθηματική σύλληψη του σύμπαντος, στην οποία τόσο η κριτική της
έννοιας του νόμου της φύσης από έναν Boutroux, όσο και ακόμη και το «Yélan
vital» του Bergson μπορούν να χρησιμεύσουν ως στοιχεία για μια μη μαθηματική
αντίληψη, αλλά εθελοντική και
πνευματιστική του σύμπαντος.
Επομένως,
υπάρχουν πολλά σημεία αναφοράς σε αυτόν τον τομέα. Το σημαντικό είναι να
συνειδητοποιήσουμε ότι μια κοσμοθεωρία πρέπει επίσης να διατυπωθεί με λογικούς
και όχι μόνο μυθικούς όρους. Η σημασία ενός Evola σε σύγκριση με έναν Guénon
είναι ότι έχει πίσω του μια Θεωρία και μια Φαινομενολογία του Απόλυτου Ατόμου,
δηλαδή μια πραγματική σκέψη, ύψιστης συνέπειας και ακρίβειας. Σε μια εποχή
κυρίαρχου ορθολογισμού, δεν μπορούμε να περιμένουμε να αποδεχθούμε έναν
«παραδοσιακό» που παρουσιάζεται με περισσότερους ή λιγότερους όρους ως Φιντεισμός.
Ένας
δεύτερος τομέας είναι αυτός της ανθρωπολογίας. Ανθρωπολόγοι όπως ο Αμερικανός Jensen
(Η κληρονομικότητα της νοημοσύνης) και ο Άγγλος Eysenck (Φυλή, Ευφυΐα και
Εκπαίδευση) έχουν αναλύσει το πνευματικό χάσμα μεταξύ λευκών και μαύρων,
επισημαίνοντας κληρονομικούς παράγοντες . Ένας άλλος
Αμερικανός, ο Carleton S. Coon στο βιβλίο του «The origin of races» - που
θεωρείται η πιο σημαντική μελέτη για την προέλευση του ανθρώπου μετά από αυτές
του Δαρβίνου - έδειξε πώς οι ανθρώπινες φυλές δεν έχουν κοινό πρόγονο αλλά
έχουν ξεπεράσει χωριστά το κατώφλι της κυριαρχίας. Πρόκειται για θεμελιώδεις
δηλώσεις, τις οποίες τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προσπαθούν να αγνοήσουν, αλλά
τις οποίες μια Δεξιά δεν μπορεί να αγνοήσει λόγω των συνεπειών τους κατά της
ισότητας.
Στο
περιθώριο της επιστήμης βρίσκεται ένα από τα πιο συζητημένα θέματα σήμερα: η
οικολογία. Λοιπόν, θα ήταν παράλογο για τη Δεξιά να εγκαταλείψει αυτό το θέμα
προς τα αριστερά όταν όλο το απόλυτο νόημα της μάχης της ταυτίζεται ακριβώς με
τη διατήρηση των διαφορών και ιδιαιτεροτήτων που είναι απαραίτητες για την
πνευματική ισορροπία του πλανήτη, την διατήρηση των οποίων η προστασία το φυσικό
περιβάλλον είναι ένα μέρος.
Επίσης εκείνο της Ιστορίας είναι ακόμη ένα θέμα , βίαια χτυπημένο από την αριστερά. Η απόδειξη ότι η Δεξιά είναι ενάντια στην «αίσθηση της ιστορίας» είναι ένα από τα φθηνότερα μέσα απαξίωσης της στα μάτια μιας εποχής έτοιμης να ανταλλάξει την τεχνική πρόοδο με την απόλυτη πρόοδο. Πρώτα απ' όλα, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί χώρος για μια μη τετριμμένη εξελικτική αντίληψη της ιστορίας. Ένας Oswald Spengler, ένας Toynbee, ένας Giinther, ένας Altheim μπορούν να προσφέρουν σημεία αναφοράς.
Στην
αντίληψη της ιστορίας ως μηχανικής «προόδου» πρέπει να αντιταχθεί ένα ιστορικό
όραμα που γνωρίζει περιόδους ανάπτυξης και περιόδους εξέλιξης. Γενικά, δεν
υπάρχει ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά μόνο μια ιστορία των διαφορετικών
γενεαλογικών γενεών και πολιτισμών, για παράδειγμα μια ιστορία της Ευρώπης ως η δημιουργία των
ινδοευρωπαϊκών γενεαλογικών γενεών μέσω των προϊστορικών, ελληνορωμαϊκών και
μεσαιωνικών κύκλων. Αυτή η αντίληψη για έναν ευρωπαϊκό «πολιτισμό» είναι επίσης
που μας βοηθά να κατανοήσουμε την πιο πρόσφατη ιστορία. Όλη η δεξιά
ιστοριογραφία από τον 19ο αιώνα και μετά ήταν γραμμένη σε εθνικό και
εθνικιστικό πνεύμα. Αυτό το σχήμα δεν ήταν μεθοδολογικά λάθος, αλλά στενό.
Έδειξε τα όρια του όταν ο Φασισμός παρουσιάστηκε ως ευρωπαϊκό κίνημα για την
αναδιάρθρωση ολόκληρου του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ο τομέας της τέχνης αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς. Εδώ η σαφήνεια των κατευθυντήριων γραμμών δεν αρκεί, αλλά είναι απαραίτητο να ενσωματωθούν οι «σωστές» θέσεις με αυτό το αλάθητο του γούστου που δίνει καλλιτεχνική αρχοντιά σε μια αίσθηση του κόσμου. Τι είναι η δεξιά τέχνη; Δεν πρόκειται απλώς για τη δημιουργία καλών μυθιστορημάτων ή ποιημάτων που διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο, αλλά για την έκφραση μιας διαφορετικής υφολογικής έντασης. Υπάρχουν βιβλία των συγγραφέων «δεσμευμένων» προς τα δεξιά στα οποία δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί αυτή η νέα διάσταση. Αντίθετα, μπορεί να εμφανιστεί σε λιγότερο αφοσιωμένους συγγραφείς.
Δείτε, για
παράδειγμα το βιβλίο «Στα μαρμάρινα βράχια» του Junger. Αυτός ο συγγραφέας, αν σε κάποια
περίοδο ήταν πολύ κοντά στον Εθνικοσοσιαλισμό, αργότερα αποσπάστηκε από αυτόν
υιοθετώντας κριτικές στάσεις. Αλλά δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε κάτι πιο
«σωστό» από αυτό το παραμύθι: η αριστοκρατική απροσωπία της αφήγησης, το άψογο
και αστραφτερό ύφος, η απουσία έστω και της παραμικρής νιφάδας αστικού
ψυχολογισμού καθιστούν δύσκολο να ξεχαστεί το μοντέλο. Γενικά, αυτοί οι
χαρακτήρες βρίσκονται σε όλα τα καλύτερα έργα του Junger.
Αλλά ένα
«δεξιό» καλλιτεχνικό συναίσθημα μπορεί επίσης να εμψυχώσει ένα αραιό, φτωχό,
«νατουραλιστικό» υλικό. Έτσι τα μυθιστορήματα του Νορβηγού Hamsun, κυρίως ιστορίες χωρικών του Βορρά:
ψαράδες, ναυτικοί, αγρότες. Κι εδώ, έστω και με ήσσονος σημασίας τόνο, σταθερή
και μετρημένη αξιοπρέπεια και - ταυτόχρονα - μυθικό στοιχείο στα γεγονότα αυτών
των απλών ψυχών που παλεύουν ενάντια στη μοίρα στη μαγνητική ατμόσφαιρα του
βόρειου τοπίου. Εδώ πρέπει να περιοριστούμε σε μερικά παραδείγματα, τα πρώτα
που μας έρχονται στο μυαλό. Αλλά ο καθένας μπορεί να καταλάβει τι θέλαμε να
πούμε και να ενσωματώσει αυτές τις υποδείξεις με την ευαισθησία και τις γνώσεις
του.
Και
ερχόμαστε σε μια δευτερεύουσα τέχνη, τον κινηματογράφο. Εδώ, επίσης, θα κάνουμε
μερικές διάσπαρτες αντανακλάσεις που μπορούν να χρησιμεύσουν για να πλαισιώσουν
το πρόβλημα. Ο καθένας μπορεί να δει ότι η Πολιορκία του Αλκαζάρ είναι μια καλή
Φασιστική προπαγανδιστική ταινία. Αλλά, αυστηρά μιλώντας, ένα αντιφασιστικό
έπος θα μπορούσε επίσης να είχε γίνει με την ίδια γλώσσα. Από την άλλη, υπάρχουν
μερικά πλάνα του κομμουνιστή Εβραίου Eisenstein (έχουμε στο μυαλό μας κάποια
καρέ του Ιβάν του Τρομερού) που λόγω του εθνικιστικού και αυταρχικού
μυστικισμού τους δεν μπορούν να μην χαρακτηριστούν «δεξιοί». Έτσι είναι γνωστό
ότι ο Fritz Lang, ο σκηνοθέτης των Nibelungs, ήταν ένας πεπεισμένος
κομμουνιστής που εγκατέλειψε τη Γερμανία με την έλευση του Χίτλερ. Λίγες όμως
ταινίες καταφέρνουν να εκφράσουν περισσότερα από το αριστούργημα του το ηρωικό,
μυθικό και παγανιστικό Stimung της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Και ο Γκαίμπελς
έδειξε αξιοσημείωτη ευφυΐα όταν σκέφτηκε αυτόν να σκηνοθετήσει την ταινία του
Συνεδρίου της Νυρεμβέργης.
Άλλο παράδειγμα: ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Αυτός ο συγγραφέας σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί "φασίστας" (αν και οι κομμουνιστές προσπάθησαν κάποτε). Υπάρχει όμως μια δύναμη σε κάποια έργα του συμβολική, η οποία - μεταφερόμενη από την τέχνη στον κοινωνικό τομέα - δεν μπορεί να μην ασκεί ορισμένες, ακριβείς προτάσεις που οι αντίπαλοι ευχαρίστως θα όριζαν «παράλογο και φασιστικό». Σας παρουσιάζουμε μερικές λήψεις από το «The Seventh Seal». Θυμηθείτε τα μυθικά και πανηγυρικά τοπία, την παρουσία του αόρατου στην καρδιά του ορατού, το δράμα του ήρωα. Εδώ δεν θέλουμε να διώξουμε κανένα πολιτικό μήνυμα, αλλά η εντύπωση που αποκομίζει ο θεατής από το σύνολο κάθε άλλο παρά «δημοκρατική», «κοινωνική» και «ανθρωπιστική». Φυσικά και εδώ αποφασίζει το ένστικτο. Όποιος είναι αληθινά δεξιός, που εσωτερικά χαρακτηρίζεται από ορισμένες αξίες, από ένα ιδιαίτερο ήθος, θα μπορέσει αμέσως να διακρίνει τις καλλιτεχνικές εντυπώσεις που ανήκουν στον κόσμο του. Η αισθητική προέρχεται από το αισθάνομαι, μια γνώση από την άμεση αίσθηση.
Οι σκέψεις που γίνονται εδώ δεν είναι συστηματικές. Θέλουν απλώς να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα, όχι να το ορίσουν. Από την άλλη πλευρά, οι οδηγίες είναι επίσης επαρκείς σε αυτόν τον τομέα και γενικές. Πέρα από αυτά ο καθένας πρέπει να προχωρήσει με τις γνώσεις και τις ικανότητες του. Λίγες υποδείξεις είναι αρκετές για να ανιχνεύσουμε τις γραμμές ανάπτυξης μιας δεξιάς κουλτούρας. Αλλά αυτός ο αφηρημένος προσανατολισμός θα αρχίσει να διαμορφώνεται όταν τα άτομα αρχίσουν να γράφουν να πράττουν και να δημιουργούν.