γράφει η ιστορικός Λουκία Βαρθαλίτου
Βρισκόμαστε στα 1916-1917. Είναι τα χρόνια που λαμβάνει τη
μεγαλύτερη έκταση και γνωρίζει τη μεγαλύτερη ένταση ο Εθνικός Διχασμός, που
γεννιέται και οξύνεται σαν αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων που
βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση. Η Ευρώπη, διηρημένη από το 1904 σε δυο
εχθρικά στρατόπεδα, προετοιμάζεται για τον πόλεμο. Τα δυο αντιμαχόμενα
στρατόπεδα προσπαθούν να προσελκύσουν στο δικό τους στρατόπεδο τα μικρά
κράτη, σαν δορυφόρους τους. Οι αντιθέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών, καθώς
μεταφέρονται στον ελλαδικό χώρο, φορτώνουν με τα περιεχόμενα και τις σημασίες
τους τις εσωτερικές αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Οι φιλελεύθερες δυνάμεις της αστικής τάξης, συνασπισμένες
υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, που προωθούν τον εκσυγχρονισμό του
κράτους και ολοκληρώνουν τον εμπορομεσιτικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας
στα χρόνια αυτά, επιμένουν στην πολιτική που θέλει την Ελλάδα στο πλευρό των
παραδοσιακών συμμάχων της, στο πλευρό της Αντάντ, επιδιώκοντας εδαφικά οφέλη.
Αντίθετα, οι εκπρόσωποι του νεό¬φερτου πρωσικού ιμπεριαλισμού, που ήδη από τα
πρώτα χρόνια του αιώνα είχε κάνει την εμφάνιση του στον οικονομικό τομέα με
τραπεζικές επενδύσεις και στον πολιτιστικό με το νιτσεϊσμό, βρίσκουν πολιτικό
στήριγμα στη «Μικρή Αυλή» του διαδόχου Κωνσταντίνου και της αδελφής του
Γερμανού αυτοκράτορα Σοφίας, και επιμένουν στην ουδετερότητα της Ελλάδας στον
πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Μ' αυτούς θα ταχθούν, μετά και από την πείνα που προκάλεσε ο
αποκλεισμός της νοτιότερης Ελλάδας από τις δυνάμεις της Αντάντ, που απέβλεπε
στο να εξαναγκάσει τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών να εισέλθει στο πλευρό της
στον πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων των πόλεων
και της υπαίθρου. Όλα αυτά, όπως είναι γνωστό, οδήγησαν στο κίνημα της Εθνικής
Άμυνας και στο χωρισμό του κράτους σε «Κράτος των Αθηνών» και σε «Κράτος της
Θεσσαλονίκης». Η προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου, στην προσπάθεια της να
στρατολογήσει άνδρες για τη δημιουργία ισχυρού στρατού, ήρθε σε σύγκρουση, σε
διάφορα μέρη της Ελλάδας, με τα κοινωνικά αυτά στρώματα. Νομίζω ότι κάτι
ανάλογο συνέβη και στη Νάξο το 1917.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1916 φθάνει στο λιμάνι της Νάξου το
ατμόπλοιο «Έλδα» με δύναμη 80 ανδρών περίπου, υπό τον ανθυπολοχαγό Νικόλαο Ρουσσάκη
και τον πολιτικό αντιπρόσωπο της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης Τσιριμωνάκη. Το «Έλδα» συνοδευόταν από
αγγλικό ανιχνευτικό αλιευτικό. Η στρατιωτική δύναμη έγινε δεκτή από τους
κατοίκους της Νάξου χωρίς καμιά αντίσταση ή επιθετική διάθεση. Μετά και από τη
«διαβεβαίωση» του δημάρχου της πόλης καθώς και του αστυνομικού διευθυντή
Αριστείδη Καλούτση, ο στρατός και δύναμη χωροφυλακής στρατοπέδευσαν στο
δημοτικό σχολείο της πόλης. Κλήθηκαν τότε οι πρόεδροι όλων των Κοινοτήτων για
να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν ως νόμιμη την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Οι
πρόεδροι της Μονής και τ' Απεραθιού αρνήθηκαν. Το απόσπασμα βάδισε εναντίον της
Μονής όπου η πρώτη ενέργεια ήταν να αφαιρεθεί από τους κατοίκους κάθε τι που θα
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντίσταση.
«Μπαίνανε μες τα σπίτια οι στρατιώτες και ψάχνανε. Αν ήθελε
νά ‘βρουνε τουφέκι, μαχαίρι, ξυράφι, το παίρνανε για ν' αφοπλίσουνε τσ'
αθρώποι», αφηγείται η γερόντισσα, πια, Φωτεινή Χαμηλοθώρη. Αφού περικύκλωσαν το
χωριό έκαναν έφοδο και μπήκαν μέσα. Οι Μονιάτες τους αντιμετώπισαν με γιουχαϊτά
και βρισιές όπως «Κάτω οι προδότες, ζήτω ο Βασιλιάς». Μάζεψαν τέλος τον κόσμο
στην πλατεία και έγιναν κάποια μικροεπεισόδια. Μια γερόντισσα, δηλαδή, έβαλε
μέσα στην τσέπη της στάχτη και τους την πέταξε, κάποιος άλλος πέταξε μια πέτρα
χωρίς να επιτύχει το στόχο του. Στη συνέχεια συνέλαβαν τον πρόεδρο της
Κοινότητας μαζί με 19 άλλα άτομα και τους έστειλαν με αγγλικό αλιευτικό στη
Σύρο, όπου τους απαγγέλθηκε κατηγορία «επί εξυβρίσει και εσχάτη προδοσία».
Μόλις αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Ερμουπόλεως, ο πρόεδρος εδάρη από τον
στρατιωτικό διοικητή Αιγαίου, Νικόστρατο Καλομενόπουλο, και οι άλλοι
διαπομπεύτηκαν από τους βενιζελικούς της Σύρου. Μετά απ' όλ' αυτά υπογράφτηκε
στη Μονή το πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και ο
ανθυπολοχαγός Ρουσσάκης ξεκίνησε για τ' Απεράθου.
Στ' Απεράθου φιλοξενήθηκε για τέσσερις μέρες από τους
κατοίκους αλλά στάθηκε αδύνατο να τους πείσει να «προσχωρήσουν εις την Εθνικήν
Κυβέρνησιν». Στο διάστημα αυτό οι Άγγλοι συμφώνησαν με τους Απεραθίτες να
αναγνωριστούν ουδέτεροι για όσο καιρό θα διαρκούσε ο πόλεμος. Οι όροι της
συμφωνίας ήσαν: α) ο λαός της Απειράνθου να παραδίδει όπως και πρώτα σμύριδα
και β) να δεχθεί βενιζελική αστυνομία. Για λόγους, όμως, που μέχρι
σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστοί η συμφωνία αυτή δεν υπογράφτηκε. Ο Ρουσσάκης
αφού εξάντλησε όλα τα περιθώρια για να τους πείσει με ειρηνικά μέσα επέστρεψε
στην Τραγαία και απέκλεισε τ' Απεράθου. Οι Απεραθίτες είχαν κυνηγετικά όπλα, ελάχιστα όπλα τύπου
γκρα, μερικά παλιά περίστροφα και λίγα πυρομαχικά. Είχαν όμως δυναμίτιδα την
οποία χρησιμοποιούσαν για την εξόρυξη της σμύριδας και την κατείχαν βάσει
ειδικών νόμων.
Τη νύχτα, όταν κατάλαβαν ότι είχαν περικυκλωθεί, άναβαν φωτιές
στις βουνοκορφές του χωριού και έριχναν φυσίγγια δυναμίτιδας για να
διασκεδάζουν αλλά και για να δείξουν ότι έχουν οπλισμό. Η κατάσταση αυτή
συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη 1916, οπότε ήρθε στη Νάξο από τη Σύρο
όλη η στρατιωτική δύναμη του Αιγαίου με αρχηγό τον υπολογαχό, Δ. Σαμαρτζή, που
προσπάθησε, καλώντας στην Τραγαία τους θεωρούμενους ως υποκινητές του λαού, να
τους πείσει να υπογράψουν πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της
Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως το τορπιλοβόλο «Θέτις» άραξε στον όρμο Μουτσούνα — το κοντινότερο
σημείο τ' Απεραθιού από τη θάλασσα - απ' όπου ο υπολοχαγός Σαμαρτζής, έστειλε
το ακόλουθο τελεσίγραφο:
«Προς τους κατοίκους Απειράνθου. Εξαντληθέντων πάντων των μέσων της επιεικείας, πάντων των
στοιχείων της υπομο¬νής, οφειλομένων εις την ελπίδα ότι ηθέλετε σκεφθεί
πραγματικότερον, ευρίσκομαι εις την ανάγκη να σας δηλώσω ότι η κατάστασις αύτη
δεν είναι ανεκτή πλέον, και ότι θα επιβληθεί το κράτος του νόμου, ότι
παρουσιάζεται απόλυτος πλέον η ανάγκη της ησυχίας της νήσου... Σας προσκαλώ
όπως, αφού σκεφθήτε ωριμότατα, αφού αφήσητε κατά μέρος κάθε ελατήριον το οποίο
σας έκαμε να δημιουργηθεί η υφισταμένη κατάστασις, να υπογράψητε την
προσχώρησιν, συγχρόνως δε φέρετε το ψήφισμα και παραδώσητε τα όπλα μέρχι της
έκτης μεταμεσημβρινής ώρας. Εγώ θα ευρίσκομαι
εν Χαλκί (Τραγαία). Από της ώρας εκείνης εάν δεν δηλώσητε προθύμως προσχώρησιν
και δεν παραδώσητε τα υπάρχοντα όπλα εις εμέ, τα οποία θα σας επιστραφώσιν εν
καιρώ, θα θεωρηθήτε ως εχθροί, το χωρίον θα κηρυχθή εις κατάστασιν πολιορκίας,
θα κηρυχθή ο στρατιωτικός νόμος, θα συσταθή έκτακτον Στρατοδικείον και θα
κτυπηθήτε από ξηράς και θαλάσσης. Δε μας εξέλειπε και η τελευταία ελπίς ότι θα
σκεφθήτε πραγματικώς πλέον. Εκ του πολεμικού «Θέτις» ώρα 10.05' Ο διοικητής της εν Νάξω στρατιωτικής δυνάμεως Δ. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ υπολ. πεζικού»
Το τελεσίγραφο έγινε γνωστό σ' ολόκληρο τον απεραθίτικο λαό
ο οποίος, όμως, το έκρινε «ανάξιον οιασδήποτε απαντήσεως». Ιδιαίτερη βαρύτητα
είχε η γνώμη του Κολέα (Εμμ. Ζευγώλη) για τη λήψη της απόφασης. Μετά την
απάντηση αυτή, την επόμενη μέρα 2 Ιανουαρίου 1917, ημέρα Δευτέρα, χαράματα
σχεδόν, η στρατιωτική δύναμη προχωρεί προς το χωριό σε τάξη μάχης. Μόλις το
αντελήφθησαν οι κάτοικοι ανέβηκαν στα δώματα των σπιτιών τους, άλλοι ανέβηκαν
στη θέση Αγ. Παρασκευή (απ' αυτή την είσοδο θα έμπαινε ο στρατός στο χωριό). Ο πρόεδρος της κοινότητας έσπευσε αμέσως να συναντήσει τον
Σαμαρτζή, που του έθεσε προθεσμία δεκαπέντε λεπτών για να εκτελέσει το
τελεσίγραφο. Ο πρόεδρος, βενιζελικός ο ίδιος, αρνήθηκε μεταφέροντας στον Σαμαρτζή
την άποψη των κατοίκων, ότι δηλαδή θεωρούν ως αλλαξοπιστία την προσχώρηση. Μ'
έναν ελιγμό, ο πρόεδρος προσπάθησε να αποφύγει το κακό. Είπε ότι δεν βλέπει το
λόγο για τον οποίο θα πρέπει να καταστραφεί το χωριό, αφού μπορεί κάλλιστα να
εισέλθει και αν κάποιος πάθει οτιδήποτε, θα μπορούσε να κρατηθούν ο πρόεδρος
και άλλοι ως όμηροι και υπεύθυνοι για κάθε καταστροφή. Ο Σαμαρτζής αρνήθηκε και
τότε ο πρόεδρος επέστρεψε και ανακοίνωσε στους συγκεντρωμένους κατοίκους την
απόφαση του υπολοχαγού. Ακολουθεί νέα άρνηση των κατοίκων. Τότε ο υπολοχαγός
αρχίζει να εκτελεί το σχέδιο του.
Στις 9 περίπου το πρωί το τορπιλοβόλο «Θέτις» από τον όρμο
της Μουτσούνας άρχισε να βάλει κατά του χωριού δεν είχε όμως ορατότητα και γι'
αυτό οι βολές που έριξαν δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο δε υπολοχαγός
Σαμαρτζής διέταξε τα πυρά ομαδόν με επαναληπτικά όπλα τύπου γκρα και ενός
πολυβόλου, εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους που απείχε μόλις 80 περίπου
βήματα από τους στρατιώτες. Κατόπιν με έφοδο ο στρατός μπήκε στο χωριό όπου συνέχισε
τις βιαιότητες. Σκότωσαν με ξιφολόχη έξω από το σπίτι του το γέρο-Μπελιώτη,
μέσα δε στο σπίτι του με χειροβομβίδα το Σταύρο Ν. Σταυριανό, όπως επίσης και
τον Μιχαήλ Γρατσία ο οποίος τόλμησε να πει: «Βρε παιδιά, μα Τουρκιά μας
ήβρηκε;». Εσύλησαν ακόμη αρκετούς, όπως το Δημήτρη Εμ. Βάσιλα, το Βασίλη Ιωαν.
Καραπάτη και την Ειρήνη Εμ. Κώτσου της οποίας της έκοψαν το δάχτυλο για να
αφαιρέσουν το δαχτυλίδι που φορούσε ...
για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...