Ένα μελαχρινό παλικάρι από το Αγρίνιο. Ετών 31. Ανθυποπλοίαρχος ήταν ο Γιώργος μα η ανεργία τον είχε στείλει ναύτη σε ποστάλι Πειραιά - Κρήτη. Μόλις το προηγούμενο απόγευμα δουλεύαμε στα γραφεία της οργάνωσης. Στη Ναυτεργατική. Ναυτικός κι εγώ τότε. Και με το Γιώργο είχαμε αναλάβει να διπλώσουμε τις εφημερίδες και να τις στείλουμε στους μπαρκαρισμένους συναδέλφους. Περάσαμε ώρες με το Γιώργο. Δουλεύοντας και κουβεντιάζοντας για τα μεγάλα όνειρα της μικρής ζωής μας.Ήταν χαρούμενος εκείνο το απόγευμα ο Γιώργης. Είχε δώσει παραίτηση και την άλλη μέρα περίμενε να ξεμπαρκάρει. Έκανε σχέδια. Να πάει στο χωριό, να δει το γέροντα πατέρα του.
Να δει τους φίλους των παιδικών χρόνων. Και γέλαγε ο Γιώργος. Όλο γέλαγε.Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Την επόμενη μέρα, 18 Μάρτη του 83, κατέβασαν το Γιώργο με σκαλωσιά να βάψει τη μάσκα του βαποριού. Το εξωτερικό μέρος της πλώρης δηλαδή. Έβαψε κι αν έβαψε. Χαρούμενος σαν......το κοτσύφι. Χοροπηδούσαν μπροστά του οι ώρες της ελευθερίας. Που θα έπαιρνε το φυλλάδιο στην κωλότσεπη και θα έριχνε μαύρη πέτρα πίσω του.Κι έφτασε επιτέλους η στιγμή. Μάζεψε τα πινέλα και τα μπότα της μπογιάς. Δίπλα του η ανεμόσκαλα.
Άπλωσε το χέρι και άπλωνε πες φτερά στα όνειρά του. Δεν πρόλαβε. Δεν τα κατάφερε.
Η σκάλα από εγκληματική αμέλεια δεν είχε δεθεί στα ρέλια. Και οι ζώνες ασφαλείας; Άγνωστο είδος στην ελληνική ναυτιλία...
Κι έφυγε το σώμα του στο κενό. Δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει. Πνιχτός ακούστηκε ο γδούπος του κορμιού του στην κόχη του ντόκου. Από τα 15 μέτρα ύψος. Κι έπειτα τινάχτηκε και βούλιαξε ανάμεσα στην προβλήτα και στο βαπόρι. Το οχηματαγωγό Μίνως. Μινώταυρος πες καλύτερα. Και χάθηκε κάτω από τα θολά νερά του λιμανιού.Έτρεξε κόσμος. Εργάτες του λιμανιού, ναυτικοί από τα γύρω καράβια. Μερικοί έπεσαν στο νερό. Να τον προλάβουν. Δε φαινόταν τίποτα. Άφαντος.
Ώρες πέρασαν και καμιά βοήθεια δε φαινόταν. Ούτε δύτες ούτε καν ασθενοφόρο. Φτηνό το «κρέας» του ναυτεργάτη. Και η ζωή του ένα τίποτα για τα αφεντικά και την εξουσία. Του ΠΑΣΟΚ τότε. Φρέσκου ακόμη στη διακυβέρνηση αλλά με τις ίδιες παλιές συνήθειες απέναντι στην εργατιά.Κάποτε εδέησαν να τον βγάλουν. Κάποιος ιδιώτης δύτης. Τραύμα δε φαινόταν. Κι αν είχε αίματα, τα είχε πλύνει η θάλασσα. Το χρώμα του θανάτου όμως είχε κιόλας απλώσει τις μαύρες φτερούγες του. Μόνο τα μάτια του έμεναν ανοιχτά να φωνάζουν "Γιατί;"Μανούλα να τον κλάψει δεν είχε ο Γιώργης.
Κι ο γέροντας πατέρας του ήταν μακριά κι ακόμα δεν τον είχε βρει το πικρό χαμπέρι. Ήταν εκεί όμως όλοι εκείνοι που τους έλεγε αδέρφια. Ο Γεράσιμος ο Δεστούνης, ο Στέλιος ο Σεβαστάκης και τα άλλα παιδιά. Οι σύντροφοί του.Το ασθενοφόρο, τέσσερις ώρες μετά το ατύχημα, δεν είχε φανεί ακόμα. Ούτε αυτό δεν έστειλαν για να μεταφερθεί η σορός του στο νεκροτομείο. Ο πόνος και η οργή ξεχείλισαν. Με ένα πρόχειρο φορείο ανέβασαν το Γιώργη στην καρότσα ενός τρίκυκλου και κίνησαν για το υπουργείο. Υπουργός ο Κατσιφάρας. Εκεί πήγαν και απόθεσαν το σώμα του.
Στο γραφείο του υπουργού. Να λάβουν απάντηση για το νέο έγκλημα. Για την αδιαφορία που σκοτώνει και όταν σκοτώσει παρατά αβοήθητο το θύμα της.Εκεί, με τα μάτια ανοιχτά ακόμη, είδα ξανά το Γιώργη. Και πάγωσα. Δεν ήξερα τι είναι ο θάνατος. Δε με είχε αγγίξει ως τότε η ανάσα του. Κι εγώ δεν τον είχα καθόλου σκεφτεί. Τώρα ήταν μπροστά μου με όλη τη φρίκη του απλωμένη στο γνώριμο κι αγαπημένο πρόσωπο του φίλου. Στα ακίνητα μάτια του. Στο μισάνοιχτο στόμα του που έτρεχε ακόμη νερό. Και στα μελανιασμένα χείλη του".
Αναδημοσίευση από το :
Στις κινητοποιήσεις συμμετείχαν Αυτόνομοι Σύντροφοι.
Αναδημοσίευση από το Τρωκτικό; Μα αυτό το κείμενο είναι δικό μου. Κι εγώ ουδέποτε έγραψα στο Τρωκτικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ δημοσίευση έχει γίνει στο μπλογκ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ και συγκεκριμένα εδώ:
http://kapetanisses.blogspot.com/2007/08/blog-post_74.html
Απορώ κι εξίσταμαι που λέτε ότι το αναδημοσιεύεται από το Τρωκτικό. Εύκολα επίσης μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως στο μπλογκ Τρωκτικό δεν υπάρχει άρθρο για το Ζαρέντη... ούτε καν από αναδημοσίευση από το δικό μου μπλογκ. Γιατί τέτοια παραπληροφόρηση;
αυτή την ενημέρωση είχαμε, ζητάμε συγνώμη αν δεν ισχύει
ΑπάντησηΔιαγραφή