του Έσπερου.
Το Μπάαθ είναι το μαζικότερο και μακροβιότερο εθνικιστικό σοσιαλιστικό κίνημα που έκανε την εμφάνισή του στον Αραβικό κόσμο. Κατέκτησε την εξουσία σε δύο Αραβικά κράτη, στη Συρία από το 1963 και στο Ιράκ από το 1968 και η πολιτική του δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στις καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του Ισραήλ, των δυτικών Ευρωπαίων και των ΗΠΑ.
Όμως και στα δύο αυτά κράτη οι ηγέτες που επικράτησαν τελικά έχασαν τον αρχικό ιδεολογικό προσανατολισμό τους. Δεν θέλησαν να κρατήσουν «ζωντανό» το εθνικιστικό σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά το «υποβάθμισαν» σε ένα συστημικό καθεστωτικό κόμμα, που συνδύαζε την προσωπολατρία και τον νεποτισμό, χωρίς κανένα ριζοσπαστικό στοιχείο και εντελώς ακίνδυνο για τον καπιταλισμό.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να απομονωθεί από τις γνήσιες επαναστατικές λαϊκές δυνάμεις και στο Ιράκ να μην καταφέρει να αντιμετωπίσει την Αμερικάνικη καπιταλιστική εισβολή, ενώ στη Συρία να αργοπεθαίνει, μην έχοντας κανένα κοινωνικό έρεισμα για να ενώσει τον λαό, με τα καθοδηγητικά του όργανα να υπολειτουργούν και με μοναδικό ρόλο τα τελευταία χρόνια να επικροτούν τις αποφάσεις της ηγεσίας.
Όμως όταν ξεκίνησαν όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Το 1943 δώδεκα νέοι όλοι αγροτικής καταγωγής ίδρυσαν στη Δαμασκό το κόμμα Μπάαθ (που σημαίνει Αναγέννηση). Πρωτεργάτες της ίδρυσης του κινήματος ήταν ο ελληνορθόδοξος Μισέλ Αφλάκ και ο μουσουλμάνος Σαλάχ αν Ντιν αλ Μπιτάρ.
Άρα βλέπουμε από την πολιτική του γέννηση να προσανατολίζεται σε ένα κλίμα ανεξιθρησκίας. Ο Αφλάκ ήταν ο «ιδεολόγος» του Μπάαθ, ενδιαφερόταν περισσότερο για τη θεωρητική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων παρά για την πολιτική δράση και τα δημόσια αξιώματα. Ο Μπιτάρ ήταν ο «οργανωτής» του κινήματος.
Μετά το μπααθικό πραξικόπημα του 1963 στη Συρία, εντάχθηκε στο Εθνικό Επαναστατικό Συμβούλιο και διορίστηκε Πρωθυπουργός. Όμως η πολιτική που εφάρμοσε ήταν «μετριοπαθής» και δεν ικανοποίησε την ισχυρή τότε ριζοσπαστική πτέρυγα του κόμματος, που το 1966 κατέλαβε την εξουσία και τον ανάγκασε να φύγει στο Λίβανο.
Ιδρυτικό συνέδριο και αρχές.
Στο ιδρυτικό συνέδριο του Μπάαθ, που έγινε 4 - 7 Απριλίου του 1947, παρευρέθηκαν 247 Άραβες αντιπρόσωποι από διάφορα αραβικά κράτη. Οι γενικές αρχές του κινήματος προσδιορίζονταν στον παναραβισμό, σοσιαλισμό, λαϊκό και επαναστατικό.
Στα βασικά άρθρα του περιλαμβάνονταν οι αρχές της δίκαιης κατανομής του εισοδήματος, της εθνικής ιδιοκτησίας των μέσων μεταφοράς, των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, του φυσικού πλούτου, των μεγάλων βιομηχανιών, η κατάργηση των προνομίων των ξένων επιχειρήσεων, η συμμετοχή των εργατών στη διοίκηση των εργοστασίων και στα κέρδη τους, η προστασία του θεσμού της οικογένειας, η εξασφάλιση εργασίας, η δημιουργία εργατικών και αγροτικών ενώσεων, η κατάργηση της ταξικής κοινωνίας, του φεουδαρχικού νομαδισμού και η δημόσια δωρεάν παιδεία.
Κεντρικό σύνθημα του Μπάαθ ήταν το τρίπτυχο «ουάχντα, χουρίγια, ισταρακίγια» που σημαίνει «ενότητα, ελευθερία, σοσιαλισμός». Η «ενότητα» αποσκοπούσε να ενώσει τη φυλή των Αράβων σε ένα κράτος επειδή υποστήριζε ότι η ίδρυση των «τεχνητών» κρατών εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Με την ενότητα θα μπορούσε το αραβικό έθνος να εκπληρώσει την αιώνια αποστολή του στον παγκόσμιο πολιτισμό. Η «ελευθερία» αφορούσε την απελευθέρωση των Αράβων από το δυτικό ιμπεριαλισμό. Ο «σοσιαλισμός» θα συντελούσε στην επίτευξη της αραβικής ενότητας, στην αποτίναξη του καπιταλισμού και στην κυριαρχία του εθνικισμού σοσιαλισμού.
Πριν αναλάβει την εξουσία το κίνημα για να επιβιώσει μέσα σε ένα αυταρχικό περιβάλλον, που υπήρχε τότε στη Συρία, υποχρεώθηκε να διαμορφώσει μια κάθετη οργανωτική δομή. Βάση του είχε τους «πυρήνες» που χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: την «περιοχή», την «εργασία» και των «φίλων» του κινήματος. Κάθε επτά πυρήνες σχημάτιζαν μια οργάνωση βάσης. Όλες αυτές οι οργανώσεις ανήκαν στην Περιφερειακή Διοίκηση.
Περιφερειακές Διοικήσεις είχε στη Συρία, στο Ιράκ, στο Λίβανο, στην Ιορδανία, στην Σαουδική Αραβία, στο Σουδάν και στην Υεμένη. Στην Αίγυπτο ποτέ δεν είχε καταφέρει να έχει πολιτική επιρροή γιατί τα εθνικιστικά κηρύγματα εκφράζονταν μέσα από το νασσερισμό.
Όλες οι Περιφερειακές Διοικήσεις υπάγονταν στην Εθνική Παναραβική Διοίκηση, που ήταν το ανώτατο όργανο του κόμματος. Από το 1966 γίνεται η ουσιαστική διάσπαση σε συριακό και ιρακινό Μπάαθ και υπάρχουν δύο Εθνικές Παναραβικές Διοικήσεις, με έδρες τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη αντίστοιχα. Έτσι χάνεται ουσιαστικά το όραμα της Ένωσης του Αραβικού Έθνους.
Κατάληψη της εξουσίας στη Συρία.
Ως την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Συρίας (1946) το Μπάαθ ήταν κατά της παρουσίας των Γάλλων και το 1943 είχε συνεργαστεί με την εθνικιστική κυβέρνηση του Κουβάτλι. Τα μέλη του κινήματος διεκδίκησαν και την επιστροφή της Αλεξανδρέττας στη Συρία, την οποία οι Γάλλοι είχαν παραχωρήσει στην Τουρκία. Παράλληλα υποστήριξαν το δικαίωμα του εκλέγειν και για τις γυναίκες, καταδίκασαν την ίδρυση του καπιταλιστικού Αραβικού Συνδέσμου, εναντιώθηκαν στην ίδρυση του Ισραήλ και αντιτάχθηκαν στο δόγμα Τρούμαν, με το οποίο οι Αμερικάνοι μπορούσαν να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.
Το 1953 ενώθηκε με το Μπαάθ ο Χαουράνι με το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο Χαουράνι αντιλήφθηκε σύντομα το αγροτικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Συρία. Απεγκλώβισε το κίνημα από τους διανοούμενους της Δαμασκού και βοήθησε τον αγροτικό κόσμο της υπαίθρου να προσεγγίσει το κίνημα. Το 1956 το Μπάαθ έλαβε μέρος σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με δύο υπουργούς (Μπιτάρ και Κάλλας) και πρόεδρο της Βουλής τον Χαουράνι. Στις 27 Φεβρουαρίου υπόγραψε αυτή η κυβέρνηση την ένωση της Συρίας με την Αίγυπτο.
Οι μπααθικοί επιθυμούσαν αυτή την ένωση για να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές απειλές αλλά κει τις εξωτερικές (από το Ισραήλ και τους κομμουνιστές της Σοβιετικής Ένωσης). Στις 28 Σεπτεμβρίου 1961 μια ομάδα Σύρων συντηρητικών αξιωματικών, υποστηριζόμενοι από την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία, έκανε πραξικόπημα και απέσυρε τη Συρία από την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία.
Το φθινόπωρο του 1963 και ένα μήνα μετά την άνοδο στην εξουσία του ιρακινού Μπάαθ, στη Συρία επαναστάτησαν τα στελέχη του και ανέτρεψαν τη συντηρητική κυβέρνηση. Αρχηγοί της επανάστασης ήταν οι Σαλάχ Τζαντίν, Χαφέζ αλ Άσαντ και Μουχάμαντ Ούμραν. Τον πρώτο χρόνο που ανέλαβαν την εξουσία εφάρμοσαν ένα επαναστατικό πρόγραμμα, που περιλάμβανε κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων, διανομή γαιών σε άπορους αγρότες, μέτρα κοινωνικής πρόνοιας κ.α.
Όμως οι ριζοσπάστες είχαν ακόμη πολιτική δύναμη και δεν είχαν πει τον τελευταίο λόγο τους. Στις 23 Φεβρουάριου του 1966 ριζοσπάστες της «αριστερής» πτέρυγας του Μπάαθ, υπό την ηγεσία του Τζαντίν, ανέτρεψαν με αιματηρή επανάσταση τον «μετριοπαθή» μπααθικό πρόεδρο Αμίν αλ Χάφεζ και την Εθνική Παναραβική Διοίκηση και συγκάλεσαν έκτακτο συνέδριο του κόμματος, στο οποίο καταδίκασαν την προηγούμενη ηγεσία του σαν «δεξιά φιλοκαπιταλιστική με καθεστωτική νοοτροπία». Ο Τζαντίν ανέλαβε την αντιπροεδρία επηρεάζοντας το πολιτικό τμήμα του κινήματος και ο Άσαντ το υπουργείο Άμυνας από το οποίο ασκούσε επιρροή στο στρατιωτικό τμήμα.
Η νέα ηγεσία ήταν η πιο ριζοσπαστική που είχε γνωρίσει ποτέ η Συρία. Προώθησε τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας, σχεδίασε και υλοποίησε μεγάλα έργα υποδομών, καταπολέμησε τη διαφθορά, υιοθέτησε άκρως εχθρική στάση εναντίων των ΗΠΑ και πρόσφερε κάθε δυνατή βοήθεια στο Παλαιστινιακό κίνημα. Οι δύο ηγέτες συνεργάζονταν αρμονικά.
Τότε οι καπιταλιστές της Δύσης αποφάσισαν να ενισχύσουν με κάθε μέσο τον Εβραϊκό στρατό, με αποτέλεσμα να έρθει η βαριά στρατιωτική ήττα του πολέμου του 1967, που κλόνισε την ηγεσία του Μπαάθ. Από τότε ο Άσαντ, αν και σαν υπουργός Άμυνας έφερε μεγαλύτερες ευθύνες για την ήττα του πολέμου, άρχιζε να διαφωνεί ανοικτά με τις επιλογές της κυβέρνησης Τζαντίν, κυρίως για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, την υποστήριξη προς τους Παλαιστινίους και την άρνηση του να έρθει σε οποιαδήποτε συμφωνία με το Ισραήλ.
Ο Άσαντ στην εξουσία.
Ο Άσαντ για να μειώσει την επιρροή του αντιπάλου του στον στρατό, φρόντισε να αποκόψει το πολιτικό τμήμα του Μπάαθ από το στρατιωτικό, που το είχε υπό την πλήρη επιρροή του. Μετά την εξουδετέρωση του αλ Τζούντι, υπεύθυνου Εθνικής Ασφαλείας του Μπάαθ και «προστάτη» της κυβέρνησης ο δρόμος για τον Άσαντ για να αναλάβει πραξικοπηματικά την ηγεσία της χώρας ήταν ανοικτός. Τα συντηρητικά ακροδεξιά στοιχεία με τη βοήθειά του είχαν ισχυροποιηθεί.
Η ευκαιρία για να καταλάβει την εξουσία παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1970, όταν συριακές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ιορδανία, προκειμένου να ενισχύσουν τους Παλαιστινίους αντάρτες οι οποίοι καταδιώκονταν από τον φιλοαμερικανό βασιλιά της χώρας και μεγαλύτερο σύμμαχο των Εβραίων Χουσεΐν. Η ήττα της Συρίας προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στην ηγεσία του Μπάαθ. Ο Άσαντ κατηγορήθηκε ανοικτά για «ηττοπάθεια και υποταγή στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό».
Όμως είχε τη στρατιωτική δύναμη πια ολοκληρωτικά στα χέρια του. Οι κατηγορίες εναντίον του ήταν η αφορμή για να οργανώσει πραξικόπημα τον Φεβρουάριο του 1971 και με τη βοήθεια των αστών να καταλάβει την εξουσία. Το μοντέλο εξουσία που επέβαλλε από τότε ήταν καθαρά προσωπολατρικό και έμοιαζε σε μεγάλο βαθμό με αυτό του Σαντάμ Χουσεϊν στο Ιράκ.
Το Μπάαθ περιορίστηκε σε ρόλο κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού, που επικροτούσε τις αποφάσεις του προέδρου της χώρας. Κάτι σαν τη φάλαγγα όταν στην ηγεσία της Ισπανίας ήταν ο Φράνκο.
Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι από το 1985 μέχρι σήμερα δεν έχει συγκληθεί κανένα συνέδριο της Περιφερειακής Διοίκησης του κόμματος. Πρόεδρος του Μπάαθ και της Συρίας από το 2000 είναι ο Μπασάρ αλ Άσαντ, γιος του Χαφέζ αλ Άσαντ, φανερώνοντας έτσι το νεποτισμό που κυριαρχεί όλα αυτά τα χρόνια στο κόμμα.